Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ελληνική γλώσσα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Ελληνική)
Το «Ελληνικά» ανακατευθύνει εδώ. Για άλλες χρήσεις, δείτε: Ελληνικά (αποσαφήνιση).
Ελληνικά
ελληνική και νέα ελληνικά‎
Προφορά[eliniˈka]
ΠεριοχήΑνατολική Μεσόγειος
Φυσικοί ομιλητές13,5 εκατομμύρια (2012)[1]
ΤαξινόμησηΙνδοευρωπαϊκές
ΔιάλεκτοιΑρχαίες διάλεκτοι
Νέες διάλεκτοι
Σύστημα γραφήςελληνικό αλφάβητο
Κατάσταση
Επίσημη γλώσσα Ελλάδα
Κύπρος
Ευρωπαϊκή Ένωση
[2][3]
Αναγνωρισμένη μειονοτική γλώσσαΑλβανία Αλβανία

Αρμενία Αρμενία [4]
Ιταλία[5]
 Ουκρανία[4]
 Ουγγαρία [6]
 Ρουμανία[4]
 Τουρκία [7]

Linguasphere56-AAA-a
56-AAA-aa σε -am (ποικιλ.)
Glottologgree1276[8]
  Περιοχές στις οποίες τα ελληνικά αποτελούν επίσημη γλώσσα.
  Περιοχές στις οποίες τα ελληνικά αποτελούν μειονοτική γλώσσα.
Το άρθρο περιέχει φωνητικά ΔΦΑ σύμβολα. Εκτός από την παροχή υποστήριξης, μπορείτε να δείτε ερωτηματικά, πλαίσια, ή άλλα σύμβολα αντί των χαρακτήρων Unicode.
(δείτε επίσης: Ελληνικό αλφάβητο)
Πρωτοελληνική (περ. 3000 π.Χ.)
Μυκηναϊκή (περ. 1600–1200 π.Χ.)
Ομηρική (περ. 1200–800 π.Χ.)
Αρχαία ελληνική (περ. 800–300 π.Χ.)
Διάλεκτοι:
Αιολική, Αρκαδοκυπριακή,
ΑττικήΙωνική, Δωρική, Παμφυλιακή, Ομηρική
Μακεδονική

Ελληνιστική Κοινή (περ. από 330 π.Χ. ως 700)


Ιδιώματα: Ασιανισμός, Αττικισμός


Μεσαιωνική ελληνική (περ. 700–1700)
Νέα ελληνική γλώσσα (από το 1700)
Ιδιώματα: Δημοτική, Καθαρεύουσα, Αττικισμός
Διάλεκτοι:
Καππαδοκική, Κατωιταλική , Κρητική, Κυπριακή, Ποντιακή, Ρωμανιώτικη, Τσακωνική

Άλλες μορφές (από 19ο/20ό αιώνα)
Ελληνικός κώδικας Μπράιγ,
Ελληνική νοηματική γλώσσα,
Κώδικας Μορς

Η ελληνική γλώσσα ανήκει στην ινδοευρωπαϊκή οικογένεια[9] και αποτελεί το μοναδικό μέλος του ελληνικού κλάδου, ενώ είναι η επίσημη γλώσσα της Ελλάδας και της Κύπρου. Ανήκει επίσης στο βαλκανικό γλωσσικό δεσμό. Στην ελληνική γλώσσα, έχουμε γραπτά κείμενα ήδη από τον 15ο αιώνα π.Χ.. Σαν Παγκόσμια Ημέρα Ελληνικής Γλώσσας, κάθε έτος, έχει καθιερωθεί η 9η Φεβρουαρίου. Έχει την μακροβιότερη καταγεγραμμένη ιστορία από οποιαδήποτε άλλη ζωντανή ινδοευρωπαϊκή γλώσσα με τουλάχιστον 3.400 χρόνια γραπτής ιστορίας.[10] Γράφεται με το ελληνικό αλφάβητο, το οποίο χρησιμοποιείται αδιάκοπα (αρχικά με τοπικές παραλλαγές, μετέπειτα υπό μια, ενιαία μορφή) εδώ και περίπου 2.600 χρόνια.[11][12] Προηγουμένως η ελληνική γλώσσα γραφόταν με τη Γραμμική Β και το κυπριακό συλλαβάριο.[13] Το ελληνικό αλφάβητο προέρχεται από το φοινικικό αλφάβητο, με κάποιες προσαρμογές. Στο ελληνικό αλφάβητο βασίζεται το λατινικό, το κυριλλικό, το αρμενικό, το κοπτικό, το γοτθικό και πολλά άλλα αλφάβητα.

Η ελληνική γλώσσα κατέχει υψηλή -ιστορική- θέση στην ιστορία του Δυτικού κόσμου.[14] Ξεκινώντας με τα Ομηρικά έπη, η αρχαία ελληνική λογοτεχνία περιλαμβάνει πολλά σημαντικά έργα της Ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Η ελληνική γλώσσα είναι η γλώσσα με την οποία συντέθηκαν πολλά από τα θεμελιώδη επιστημονικά και φιλοσοφικά κείμενα. Η Καινή Διαθήκη γράφτηκε στα ελληνικά και έπειτα μεταφράστηκε σε άλλες γλώσσες.[15][16] Μαζί με τα λατινικά κείμενα και τις παραδόσεις του Ρωμαϊκός κόσμου, τα ελληνικά κείμενα και η ελληνική κοινωνία της αρχαιότητας αποτελούν μέρος της κλασικής επιστήμης.

Κατά τη διάρκεια της αρχαιότητας, η ελληνική ήταν η κύρια γλώσσα του μεσογειακού κόσμου. Έγινε έπειτα η επίσημη γλώσσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και εξελίχθηκε στα Μεσαιωνικά Ελληνικά.[17] Στη σύγχρονη μορφή της τα ελληνικά είναι η επίσημη γλώσσα της Ελλάδας και της Κύπρου και μια από τις 24 επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Την ομιλούν, ως μητρική γλώσσα, τουλάχιστον 13,5 εκατομμύρια άνθρωποι στην Ελλάδα, την Κύπρο, την Ιταλία, την Αλβανία, την Τουρκία και την ελληνική διασπορά. Επίσης εκατομμύρια άτομα γνωρίζουν ελληνικά, είτε την αρχαία μορφή της ή τα νέα ελληνικά.

Οι ελληνικές ρίζες χρησιμοποιούνται για αιώνες και συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται ευρέως για να σχηματίσουν νέες λέξεις σε άλλες γλώσσες. Πολλές ελληνικές λέξεις μπορούν να εντοπιστούν στις περισσότερες κύριες γλώσσες του κόσμου. Τα ελληνικά και τα λατινικά, ως γλωσσικές δεξαμένες, είναι οι κύριες πηγές του διεθνούς επιστημονικού και τεχνολογικού λεξιλογίου.

Ο συνολικός αριθμός των ανθρώπων που μιλούν τα νέα ελληνικά ως μητρική τους γλώσσα είναι περίπου 14 εκατομμύρια άτομα. Οι περισσότεροι από αυτούς είναι Έλληνες στην εθνικότητα, αν και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται επίσης ευρέως από αρκετούς εξελληνισμένους Αρωμάνους, Μεγλενορουμάνους, Τσιγγάνους, Αλβανούς, Σλάβους και μια σειρά από μουσουλμανικές εθνότητες στα βόρεια της χώρας. Χάρη στους αυξημένους οικονομικούς δεσμούς της Ελλάδας με άλλες βαλκανικές χώρες, καθώς και χάρη στις μαζικές μεταναστεύσεις προς την Ελλάδα και την Κύπρο τα τελευταία είκοσι χρόνια, ένας σημαντικός αριθμός κατοίκων στις χώρες που συνορεύουν με την Ελλάδα μιλάει και ελληνικά. Ελληνόγλωσσοι υπάρχουν πάρα πολλοί στην Αλβανία, όπου ομιλείται ευρέως στα νότια της χώρας και στις μεγάλες πόλεις και είναι ουσιαστικά η γλώσσα εργασίας σε τρεις δήμους της Αλβανίας. Ως σημαντική γλώσσα της διασποράς, τα ελληνικά χρησιμοποιούνται μεταξύ των Ελλήνων της Αυστραλίας, του Καναδά και των ΗΠΑ. Ο συνολικός αριθμός των ανθρώπων που μιλούν την ελληνική ως ξένη γλώσσα κυμαίνεται στα 3 με 5 εκατομμύρια άτομα.

Η ελληνική λογοτεχνία έχει πλούσια παραγωγή σε όλα τα στάδια της ιστορίας της. Στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία η γνώση της ελληνικής γλώσσας θεωρούνταν υποχρέωση του κάθε μορφωμένου Ρωμαίου. Τα λατινικά έχουν δανειστεί μεγάλο αριθμό ελληνικών δανείων και αντιθέτως ελληνικά έχουν σημαντικό αριθμό λατινικών και ρομανικών λέξεων.

Γεωγραφική εξάπλωση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Γεωγραφική κατανομή των Ελληνόφωνων στην Ρωσική Αυτοκρατορία (απογραφή του 1897)

Η ελληνική ομιλείται από τουλάχιστον 13 εκατομμύρια άτομα σήμερα, κυρίως στην Ελλάδα και την Κύπρο, μαζί με μια μεγάλη ελληνόφωνη μειονότητα στην Αλβανία κοντά στα σύνορα με την Ελλάδα. Ένα σημαντικό ποσοστό των Αλβανών έχει βασική γνώση της ελληνικής λόγω του κύματος της αλβανικής μετανάστευσης στην Ελλάδα τις δεκαετίες του 1980 και του 1990. Πριν τη Μικρασιατική Εκστρατεία και την ανταλλαγή πληθυσμών του 1923, υπήρχε ένας πολύ μεγάλος αριθμός Ελληνόφωνων στη Τουρκία, αλλά σήμερα παραμένουν ελάχιστοι.[10] Μια σημαντική ελληνόφωνη κοινότητα βρίσκεται στη Βουλγαρία κοντά στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Η ελληνική ομιλείται από μεγάλες κοινότητες απόδημων Ελλήνων στις Ηνωμένες Πολιτείες, την Αυστραλία, τον Καναδά, τη Νότια Αφρική, τη Χιλή, τη Βραζιλία, την Αργεντινή, τη Ρωσία, την Ουκρανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ιδίως στη Γερμανία.

Ιστορικά υπήρχαν σημαντικές ελληνόφωνες κοινότητες στην Ανατολική Μεσόγειο, τη νότια Ιταλία, την Τουρκία, την Κύπρο, την Συρία, τον Λίβανο, το Ισραήλ, την Αίγυπτο, τη Λιβύη, στη περιοχή της Μαύρης Θάλασσας (στις περιοχές της σημερινής Βουλγαρίας, Τουρκίας, Ρουμανίας, Ουκρανίας, Ρωσίας, Γεωργίας, Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν) και σε μια μικρότερη έκταση στη δυτική Μεσόγειο εντός και γύρω από αποικίες όπως η Μασσαλία, ο Μόνοικος και η Μαινάκη. Χρησιμοποιήθηκε επίσης ως λειτουργική γλώσσα στο χριστιανικό βασίλειο της Μακουρίας στο σημερινό Σουδάν.[18]

Η ελληνική υπήρξε στην αρχαιότητα η πιο διαδεδομένη γλώσσα στη Μεσόγειο και στη Νότια Ευρώπη, κυρίως εξαιτίας του πλήθους των αποικιών που είχαν ιδρυθεί από τους Έλληνες στις ακτές της Μεσογείου, ενώ έφτασε να είναι η γλώσσα του εμπορίου ακόμα και μέχρι και τα τέλη της αλεξανδρινής περιόδου. Η ελληνική σήμερα αποτελεί τη μητρική γλώσσα περίπου 12 εκατομμυρίων ανθρώπων, κυρίως στην Ελλάδα και την Κύπρο. Αποτελεί επίσης τη μητρική γλώσσα αυτοχθόνων πληθυσμών στην Αλβανία, τη Βουλγαρία, την Ιταλία, την Βόρεια Μακεδονία και την Τουρκία. Εξαιτίας της μετανάστευσης η γλώσσα ομιλείται ακόμα σε χώρες-προορισμούς ελληνόφωνων πληθυσμών μεταξύ των οποίων η Αυστραλία, η Γερμανία, οι Ηνωμένες Πολιτείες, το Ηνωμένο Βασίλειο, ο Καναδάς, η Ρωσία και άλλα κράτη της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός ανθρώπων παγκοσμίως που μιλούν τα ελληνικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα είναι γύρω στα 25 εκατομμύρια.[εκκρεμεί παραπομπή]

Επίσημη κατάσταση της γλώσσας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ελληνική γλώσσα, στη σύγχρονη μορφή της (νεοελληνική γλώσσα), είναι η επίσημη γλώσσα της Ελλάδας, η οποία ομιλείται από σχεδόν το σύνολο του πληθυσμού.[19] Είναι επίσης μια από τις δύο επίσημες γλώσσες της Κύπρου (ονομαστικά μαζί με τα τουρκικά), αλλά είναι η μόνη γλώσσα που χρησιμοποιούν οι αρχές της χώρας, καθώς οι τουρκόφωνες περιοχές της Κύπρου δεν ελέγχονται από τις αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας.[20] Λόγω της ιδιότητας μέλους της Ελλάδας και της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τα ελληνικά είναι μια από τις 24 επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.[21] Επίσης τα ελληνικά είναι επίσημη γλώσσα στη Δρόπολη και τη Χειμάρρα της Αλβανίας, και έχει αναγνωριστεί ως μειονοτική γλώσσα στην υπόλοιπη χώρα.[2] Επίσης είναι επίσημη μειονοτική γλώσσα στην Απουλία και την Καλαβρία της Ιταλίας. Στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού χάρτη των περιφερειακών ή μειονοτικών γλωσσών, η ελληνική προστατεύεται και προωθείται επίσημα ως περιφερειακή και μειονοτική γλώσσα στην Αρμενία, την Ουγγαρία, τη Ρουμανία και την Ουκρανία.[4]

Σύμφωνα με τον σύμβουλο πολιτισμικής διαχείρισης, Ηλία Μπουντούρη, μετά από την κατοίκηση των πρώτων ελληνικών φύλων στον ελλαδικό χώρο τον 19ο αιώνα π.Χ., και αφού ο άνθρωπος είχε προ χιλιάδων ετών επικοινωνήσει γραπτά, αρχικά με την εικονογραφή, έπειτα με την ιδεογραφή και αργότερα με την συμβολογραφή, οι Έλληνες χρησιμοποιούν πια την συλλαβογραφή -της οποίας οι πληροφορίες για τη χρήση χάνονται τον 13ο αιώνα π.Χ.- εμπλουτισμένη από γλωσσικά στοιχεία πληθυσμών όπως οι Πελασγοί, οι Λέλεγες, οι Τυρσηνοί και οι Κάρες, που ήδη κατοικούσαν εκεί και που σήμερα ονομάζουμε Προέλληνες. Κάποιες ενδεικτικές λέξεις των Προελλήνων είναι οι: Υάκινθος, συναγρίς, χρυσός, μέγαρον, ειρήνη, θάλασσα· επίσης, ονόματα θεών, όπως: Ήφαιστος, Αφροδίτη, Αθηνά, καθώς και αρκετά τοπωνύμια: Κόρινθος, Αθήναι, Κρήτη, Υμηττός κ.ά. Στη συνέχεια, μέσω των εμπορικών τους δραστηριοτήτων, παραλαμβάνουν από τους Φοίνικες το δικό τους βορειοσημιτικό αλφάβητο, το οποίο εξελίσσουν επινοώντας τα φωνήεντα που έλειπαν από εκείνο, καθώς και μερικά νέα σύμφωνα, καθιερώνοντας πλέον την αλφαβητική γραφή με το κάθε γράμμα να δηλώνει έναν φθόγγο.[22]

Συνεπώς, η ελληνική ομιλείται από την 3η χιλιετία π.Χ.,[23] πιθανώς και νωρίτερα.[24] Το αρχαιότερο γραπτό κείμενο στα ελληνικά είναι η Γραμμική Β, η οποία χρονολογείται από το 1450 με 1350 π.Χ.,[25] κάνοντας τα ελληνικά την παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στον ευρωπαϊκό κόσμο. Στις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, οι μόνες γλώσσες που συγκρίνονται ως προς την παλαιότερη πρώτη γραπτή καταγραφή χρονικά είναι οι μικρασιατικές γλώσσες, οι οποίες αφομοιώθηκαν από την ελληνική κατά την αρχαιότητα και τον Μεσαίωνα.

Η πρωτοελληνόφωνη περιοχή σύμφωνα με τον Βλαντίμιρ Ι. Γκεοργκίεφ.

Η ελληνική γλώσσα διαιρείται ιστορικά στις εξής περιόδους:

  • Μεσαιωνική ελληνική: γνωστή και ως βυζαντινή ελληνική. Αποτελεί την συνέχεια της κοινής ελληνικής μέχρι την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας τον 15ο αιώνα. Τα μεσαιωνικά ελληνικά είναι ένας όρος που καλύπτει ένα ολόκληρο συνεχές διαφορετικών τρόπων ομιλίας και γραφής, ξεκινώντας από καθομιλούμενες συνέχειες της ελληνιστικής κοινής που μοιάζουν με τα σημερινά ελληνικά σε πολλά σημεία, έως λόγιες μορφές που μιμούνται τη κλασσική αττική διάλεκτο. Το μεγαλύτερο μέρος των γραπτών ελληνικών που χρησιμοποιήθηκαν ως η επίσημη γλώσσα του Βυζαντίου ήταν μια εκλεκτική ποικιλία βασιζόμενη στη παράδοση της γραπτής κοινής. Ομιλούταν κυρίως στα Βαλκάνια και τη Μικρά Ασία, ενώ στη Μέση Ανατολή και την Αίγυπτο αντικαταστάθηκε σταδιακά από τα αραβικά από τον 7ο αιώνα και έπειτα. Συνέχισε να έχει σημαντική παρουσία στην Ευρώπη, π.χ. μέσω της διάδοσης του Χριστιανισμού.
  • Νεοελληνική γλώσσα:[26] Προέρχεται από τη μεσαιωνική ελληνική. Η νεοελληνική γλώσσα ανάγεται από την βυζαντινή ελληνική, ακόμη και από τον 11ο αιώνα. Είναι η γλώσσα των σημερινών Ελλήνων και έχει πολλές διαλέκτους. Λόγω της φοράς των γεγονότων από τη μάχη του Μαντζικέρτ και έπειτα μειώθηκε σημαντικά η εδαφική εξάπλωση της, περιοριζόμενη στα Βαλκάνια, την Κύπρο, τη δυτική Μικρά Ασία και τον Πόντο κατά κύριο λόγο, ενώ οι ελληνικές αποικίες της Κάτω Ιταλίας έχουν αφομοιωθεί γλωσσικά, και ήταν η σημαντικότερη γλώσσα στα Βαλκάνια επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Κύριο λήμμα: Γλωσσικό ζήτημα

Στη σύγχρονη εποχή, η ελληνική γλώσσα εισήλθε σε μια κατάσταση διγλωσσίας: η συνύπαρξη των καθομιλουμένων μορφών με τις αρχαϊκές μορφές της γλώσσας. Το γλωσσικό ζήτημα αφορούσε τη διαμάχη μεταξύ της χρήσης δύο ελληνικών διαλέκτων: της δημοτικής γλώσσας, της καθομιλουμένης ελληνικής γλώσσας, και της καθαρεύουσας, ενός μείγματος μεταξύ της δημοτικής και της αρχαίας ελληνικής που αναπτύχθηκε στις αρχές του 19ου αιώνα, η οποία χρησιμοποιήθηκε για λογοτεχνικούς και επίσημους σκοπούς στο ελληνικό κράτος. Το 1976, η δημοτική έγινε επίσημη γλώσσα της Ελλάδας, ενσωματώνοντας στοιχεία της καθαρεύουσας στη νεοελληνική γλώσσα, και χρησιμοποιείται σε όλους τους επίσημους σκοπούς και την εκπαίδευση.[27]

Συχνά δίδεται έμφαση στην ιστορική ενότητα των διαφόρων σταδίων της ελληνικής γλώσσας.[28] Μολονότι τα ελληνικά έχουν υποστεί φωνολογικές και μορφολογικές αλλαγές παρόμοιες με αυτές άλλων γλωσσών, δεν έχει υπάρξει χάσμα ορθογραφικό ή λογοτεχνικό ανά τους αιώνες τέτοιου μεγέθους ώστε η αρχαία γλώσσα να θεωρηθεί ως ξένη από τους ομιλητές της νεοελληνικής. Βάσει μιας εκτίμησης, η ελληνική του Ομήρου είναι πλησιέστερη προς τη δημοτική απ' ό,τι η αγγλική του 12ου αιώνα προς τη σύγχρονη αγγλική γλώσσα.[29]

Η φωνολογία, η μορφολογία, η σύνταξη και το λεξιλόγιο της γλώσσας δείχνουν τόσο συντηρητικά όσο και καινοτόμα στοιχεία σε ολόκληρη την ιστορική πορεία της γλώσσας από την αρχαία έως τη σύγχρονη περίοδο. Η διαίρεση σε συμβατικές περιόδους είναι σχετικά αυθαίρετη, ειδικά επειδή σε όλες τις περιόδους ύπαρξης της η αρχαία ελληνική έχει απολαύσει υψηλό κύρος και οι εγγράμματοι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν πολλά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά.

Σε όλη την ιστορία της, η συλλαβική δομή της ελληνικής γλώσσας έχει μεταβληθεί ελάχιστα: η ελληνική παρουσιάζει μια μικτή συλλαβική δομή, επιτρέποντας σύνθετες συλλαβικές συνθέσεις αλλά πολύ περιορισμένους κώδικες. Έχει μόνο προφορικά φωνήεντα και ένα αρκετά σταθερό σύνολο συμφωνικών αντιθέσεων. Οι κύριες φωνολογικές αλλαγές σημειώθηκαν κατά την Ελληνιστική και Ρωμαϊκή περίοδο:

  • αντικατάσταση του τόνου έμφασης με τον τονισμό.
  • απλοποίηση του συστήματος των φωνηέντων και των διφθόγγων: απώλεια της διάκρισης μήκους φωνηέντων, μονοφθονισμός των περισσότερων διφθόγγων και άλλες αλλαγές σε μια μετατόπιση αλυσίδας των φωνηέντων προς το [/i/] (ιωτακισμός).
  • αλλαγή της προφοράς των άφωνων απορροφητικών κλειστών συμφώνων [/pʰ/] και [/tʰ/], αποκτώντας την προφορά των άφωνων τριβόμενων συμφώνων [/f/] και [/θ/], αντίστοιχα. Αργότερα ίσως έλαβε χώρα μια μετατροπή του ήχου [/kʰ/] σε [/x/] (οι φωνολογικές αλλαγές δεν αντικατοπτρίζονται στην ορθογραφία, ενώ οι πρότεροι και μεταγενέστεροι ήχοι γράφονται με τα γράμματα φ, θ, και χ).
  • ανάπτυξη των προφερόμενων έκκροτων φθόγγων [/b/], [/d/], και [/ɡ/] στους προφερόμενους τριβόμενους ομολόγους τους [/β/] (μεταγενέστεροι ήχοι [/v/]), [/ð/], και [/ɣ/].

Σε όλα τα στάδιά της, η μορφολογία της ελληνικής γλώσσας παρουσιάζει ένα εκτεταμένο σύνολο παραγωγικών καταλήξεων, ένα περιορισμένο αλλά παραγωγικό σύστημα σύνθεσης[30] και ένα πλούσιο σύστημα διακύμανσης. Αν και οι μορφολογικές κατηγορίες της ελληνικής γλώσσας ήταν αρκετά σταθερές με την πάροδο του χρόνου, υπάρχουν μορφολογικές αλλαγές σε όλη την ελληνική γλώσσα, ιδιαίτερα στα ονομαστικά και λεκτικά συστήματα. Η κύρια αλλαγή στην ονομαστική μορφολογία από το κλασικό στάδιο ήταν η αποβολή της δοτικής πτώσης από το ελληνικό κλιτικό σύστημα (οι λειτουργίες της δοτικής έχουν περάσει ως επί το πλείστον στη γενική πτώση). Στο λεκτικό σύστημα η ελληνική γλώσσα έχει απωλέσει το απαρέμφατο, τον συνθετικά σχηματισμένο μέλλοντα, τους συντελεσμένους χρόνους την ευκτική και την δοτική. Πολλοί τύποι των αρχαίων έχουν αντικατασταθεί από περιφραστικούς τύπους.

Ουσιαστικά και επίθετα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι αντωνυμίες διακρίνονται σε πρόσωπα, αριθμούς (σε ενικό, δυϊκό και πληθυντικό, από τους Ελληνιστικούς χρόνους ο δυϊκός αριθμός αποβλήθηκε από τα ελληνικά) και φύλα (αρσενικό, θηλυκό και ουδέτερο). Επίσης οι πτώσεις έχουν μειωθεί από έξι σε τέσσερις σήμερα (έχουν αποβληθεί η δοτική και η οργανική). Τα ουσιαστικά, τα άρθρα και τα επίθετα δείχνουν όλες τις διακρίσεις εκτός από τις προσωπικές. Τόσο τα προσδιοριστικά όσο και τα κατηγορηματικά επίθετα συμφωνούν γραμματικά με το ουσιαστικό.

Οι κλιτικές κατηγορίες του ελληνικού ρήματος έχουν επίσης παραμείνει σε μεγάλο βαθμό οι ίδιες κατά τη διάρκεια της ιστορίας της γλώσσας, αλλά με σημαντικές αλλαγές που έχουν οδηγήσει σε απλοποίηση των κανόνων σε κάθε κατηγορία, αλλαγές στον αριθμό των διακρίσεων σε κάθε κατηγορία και στη μορφολογική τους έκφραση. Τα ελληνικά ρήματα έχουν τα εξής χαρακτηριστικά:

Αρχαία Ελληνικά Νεοελληνικά
Πρόσωπο πρώτο, δεύτερο και τρίτο όπως και στα αρχαία, με την προσθήκη πληθυντικού ευγενείας για το δεύτερο πρόσωπο
Αριθμός ενικός, δυϊκός και πληθυντικός ενικός και πληθυντικός
Χρονικές περίοδοι των χρόνων ενεστώτας, αόριστος και μέλλοντας ενεστώτας και παρακείμενος/αόριστος (ο μέλλοντας εκφράζεται με την προσθήκη του μόριου "θα")
Ποιόν ενέργειας παρατατικός, παρακείμενος και αόριστος παρατατικός και παρακείμενος/αόριστος (ο παρακείμενος εκφράζεται με το ρήμα "έχω")
Εγκλίσεις οριστική, υποτακτική, ευκτική και προστακτική οριστική, υποτακτική και προστακτική (άλλες λειτουργίες εκφράζονται περιφραστικά)
Φωνές ενεργητική, μέση, και παθητική ενεργητική και μεσοπαθητική

Πολλές πτυχές του συντακτικού της ελληνικής γλώσσας έχουν παραμείνει όπως είναι: τα ρήματα συμφωνούν μόνο με το υποκείμενο τους, η χρήση των επιζώντων πτώσεων είναι σε μεγάλο βαθμό άθικτη (ονομαστική για τα θέματα και τα κατηγορούμενα, αιτιατική για τα αντικείμενα των περισσότερων ρημάτων και πολλές προθέσεις, γενική για τους κατόχους), τα άρθρα προηγούνται των ουσιαστικών, οι προσθέσεις είναι σε μεγάλο βαθμό προθετικές, οι δευτερεύουσες προτάσεις ακολουθούν το ουσιαστικό που τροποποιούν και οι δευτερεύουσες αντωνυμίες αρχίζουν τέτοιες προτάσεις. Ωστόσο, οι μορφολογικές αλλαγές έχουν επίσης τους ομολόγους τους στο συντακτικού και υπάρχουν επίσης σημαντικές διαφορές μεταξύ του συντακτικού στα αρχαία και στα νέα ελληνικά. Η αρχαία ελληνική έκανε μεγάλη χρήση των συντάξεων με μετοχές και απαρέμφατα, ενώ τα σημερινά ελληνικά δεν έχουν καθόλου απαρέμφατο (χρησιμοποιώντας μια σειρά από νέες περιφραστικές κατασκευές) και χρησιμοποιεί τις μετοχές λιγότερο. Η απώλεια της δοτικής οδήγησε σε άνοδο των προθετικών έμμεσων αντικειμένων (και στη χρήση της γενικής για την άμεση σήμανση αυτών επίσης). Τα αρχαία ελληνικά είναι μια γλώσσα όπου το ρήμα μπαίνει συχνά στη μέση ή το τέλος, αλλά η ουδέτερη σειρά λέξεων στη σύγχρονη γλώσσα είναι ρήμα-υποκείμενο-αντικείμενο ή υποκείμενο-ρήμα-αντικείμενο.

Η νεοελληνική γλώσσα διατηρεί το μεγαλύτερο μέρος του λεξιλογίου της από την αρχαία ελληνική, η οποία με τη σειρά της είναι μια ινδοευρωπαϊκή γλώσσα, αλλά περιλαμβάνει και μια σειρά από δάνεια από τις γλώσσες των πληθυσμών που κατοικούσαν στην Ελλάδα πριν την άφιξη των Πρωτοελλήνων,[31] μερικές από τις οποίες τεκμηριώνονται σε μυκηναϊκά κείμενα, συμπεριλαμβανομένων πολλών τοπωνυμίων. Η μορφή και η έννοια πολλών λέξεων έχει εξελιχθεί. Τα γλωσσικά δάνεια προέρχονται κυρίως από τα λατινικά, τα ενετικά και τα τουρκικά. Κατά τη διάρκεια των παλαιότερων περιόδων της ελληνικής, οι ξένες λέξεις στα ελληνικά εξελληνίστηκαν ως προς την κλίση, αφήνοντας έτσι μόνο μια ξένη ριζική λέξη. Τα σύγχρονα δάνεια (από τον 20ό αιώνα και μετά), ειδικά από τα γαλλικά και τα αγγλικά, δεν κλίνονται κατά το ελληνικό σύστημα. Άλλα σύγχρονα δάνεια προέρχονται από τις νοτιοσλαβικές γλώσσες (σλαβομακεδονικά/βουλγαρικά) και ανατολικές ρομανικές γλώσσες (βλάχικα και μογλενίτικα).

Ελληνικά δάνεια σε άλλες γλώσσες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι ελληνικές λέξεις χρησιμοποιούνται πολύ σε άλλες γλώσσες. Τέτοιες ελληνικές λέξεις με ευρύτατη χρήση εκτός της ελληνικής είναι οι: μαθηματικά, φυσική, αστρονομία, δημοκρατία, φιλοσοφία, αθλητισμός, θέατρο, ρητορική, βάπτισμα, ευαγγελιστής, κλπ. Επιπλέον, ελληνικές λέξεις και μορφήματα συνεχίζουν να αποτελούν συστατικά στοιχεία νέων λέξεων: ανθρωπολογία, φωτογραφία, τηλεφωνία, ισομερές, βιομηχανική, κινηματογραφία κλπ. Μαζί με τις λατινικές λέξεις είναι η βάση του επιστημονικού και τεχνολογικού λεξιλογίου διεθνώς, με πολλές ελληνικές καταλήξεις και λέξεις να είναι παρούσες στη διεθνή ορολογία. Υπάρχουν χιλιάδες ελληνικές λέξεις στα αγγλικά και της άλλες γλώσσες της Ευρώπης.[32][33]

Η ελληνική είναι ανεξάρτητος κλάδος της ινδοευρωπαϊκής γλωσσικής οικογένειας. Η αρχαία γλώσσα που σχετίζεται στενότερα με αυτήν μπορεί να είναι η αρχαία μακεδονική,[34] για την οποία περισσότεροι μελετητές θεωρούν ότι είναι μια ελληνική διάλεκτος,[35][36][37] αλλά είναι ανεπαρκώς μελετημένη και είναι δύσκολο να εξαχθεί συμπέρασμα. Ανεξάρτητα από το μακεδονικό ζήτημα, μερικοί μελετητές έχουν ομαδοποιήσει τα ελληνικά στις ελληνοφρυγικές γλώσσες, καθώς η ελληνική και η εξαφανισμένη φρυγική γλώσσα μοιράζονταν χαρακτηριστικά που δεν βρίσκονται σε άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες.[38] Μεταξύ των ζωντανών γλωσσών, ορισμένοι ινδοευρωπαϊστές θεωρούν ότι η ελληνική σχετίζεται στενότερα με τα αρμενικά ή τις ινδοϊρανικές γλώσσες (βλέπε ελληνοάρειες γλώσσες), αλλά έχουν βρεθεί ελάχιστα οριστικά στοιχεία για την ομαδοποίηση των ζωντανών κλάδων της οικογένειας.[39] Επιπλέον, τα αλβανικά, σύμφωνα με κάποιους γλωσσολόγους έχει κάποια σχέση με τα ελληνικά και τα αρμενικά. Εάν αποδειχθεί και αναγνωριστεί, οι τρεις γλώσσες θα αποτελέσουν ένα νέο βαλκανικό γλωσσικό κλάδο μαζί με άλλες νεκρές ευρωπαϊκές γλώσσες.[40]

Η εικαζόμενη περιοχή της πρωτο-ελληνικής

Για την πρώτη φάση (πρωτοελληνική) η οποία τοποθετείται πριν το 1600 π.Χ., οι όποιες γνώσεις μας για την ελληνική γλώσσα βασίζονται σε τεχνικές επανασύνθεσης που προκύπτουν από τη συγκριτική γλωσσολογία. Η πρωτοελληνική είχε επτά πτώσεις (ονομαστική, γενική, δοτική, αιτιατική, αφαιρετική, τοπική, κλητική). Επίσης είχε διατηρήσει σε πολύ μεγάλο βαθμό τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά της Ινδοευρωπαϊκής μητέρας-γλώσσας. Είχε τρεις φωνές (ενεργητική, παθητική, μέση) και τρεις αριθμούς (ενικός, δυϊκός, πληθυντικός). Σημαντικό χαρακτηριστικό της (που διατηρήθηκε σχεδόν μέχρι τα πρώτα μεταχριστιανικά χρόνια) ήταν ο μουσικός τόνος. Ο τόνος στα αρχαία ελληνικά δεν αντιστοιχούσε σε αύξηση της έντασης της φωνής, αλλά σε αύξηση του τονικού ύψους.

Μυκηναϊκή ελληνική

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην αμέσως επόμενη φάση (μυκηναϊκή ελληνική), η οποία μαρτυρείται από τις πινακίδες της Γραμμικής Β΄ και από ορισμένους στίχους των ομηρικών επών, παρατηρούμε εξίσου πολλούς αρχαϊσμούς. Π.χ. η γενική των ονομάτων σε -ος σχηματιζόταν με την κατάληξη -οιο (πρβλ. ομηρικό «Πριάμοιο»), ενώ υπάρχει φθόγγος (που συμβολίζεται με) «q» ο οποίος βρίσκεται σε λέξεις όπου από την ΙΕ θα αναμενόταν ένα * ή ένα *. Η αφαιρετική και η τοπική πτώση διατηρείται αλλά σε μάλλον περιορισμένο βαθμό.

(δείτε επίσης: Ελληνικό αλφάβητο)
Πρωτοελληνική (περ. 3000 π.Χ.)
Μυκηναϊκή (περ. 1600–1200 π.Χ.)
Ομηρική (περ. 1200–800 π.Χ.)
Αρχαία ελληνική (περ. 800–300 π.Χ.)
Διάλεκτοι:
Αιολική, Αρκαδοκυπριακή,
ΑττικήΙωνική, Δωρική, Παμφυλιακή, Ομηρική
Μακεδονική

Ελληνιστική Κοινή (περ. από 330 π.Χ. ως 700)


Ιδιώματα: Ασιανισμός, Αττικισμός


Μεσαιωνική ελληνική (περ. 700–1700)
Νέα ελληνική γλώσσα (από το 1700)
Ιδιώματα: Δημοτική, Καθαρεύουσα, Αττικισμός
Διάλεκτοι:
Καππαδοκική, Κατωιταλική , Κρητική, Κυπριακή, Ποντιακή, Ρωμανιώτικη, Τσακωνική

Άλλες μορφές (από 19ο/20ό αιώνα)
Ελληνικός κώδικας Μπράιγ,
Ελληνική νοηματική γλώσσα,
Κώδικας Μορς

Στην κλασική ελληνική, αρχαιότερα κείμενα της οποίας είναι τα Ομηρικά έπη και αρχαιότερο τεκμήριο η επιγραφή του Διπύλου, το βασικότερο χαρακτηριστικό είναι η υψηλή διαλεκτική διαφοροποίηση, η οποία οφείλεται πιθανότατα στην πολυδιάσπαση του ελληνόφωνου κόσμου σε διάφορα κρατίδια. Ως προς το αν οι βασικές διάλεκτοι της κλασικής εποχής (ιωνική, αιολική, δωρική κλπ.) δημιουργήθηκαν στην Ελλάδα λόγω της πολιτικής πολυδιάσπασης των Ελλήνων ή «ήλθαν» μαζί με τα αντίστοιχα φύλα κατά την εποχή του Χαλκού, οι γνώμες διίστανται. Φαίνεται πως δεν αποκλείεται να συνέβησαν και τα δύο. Πάντως οι διάλεκτοι της κλασικής εποχής διέφεραν αρκετά μεταξύ τους και δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηριχθεί ότι οι ομιλητές τους βρίσκονταν πολλές φορές στα ακραία όρια της αλληλοκατανόησης.

Μία από τις σημαντικότερες διαλέκτους της κλασικής εποχής ήταν η αττική διάλεκτος, που χρησιμοποιούταν κυρίως στην Αθήνα αλλά και ως γλώσσα των φιλοσόφων και των επιστημόνων. Η αττική διάλεκτος προέρχεται από την ιωνική (τη βασική διάλεκτο των ομηρικών επών) με αρκετές δωρικές επιδράσεις. Υιοθετήθηκε ως επίσημη γλώσσα όλης της Ελλάδος από τον Φίλιππο τον Μακεδόνα και ως επίσημη γλώσσα ολόκληρου του ελληνιστικού κόσμου από τον γιο του Αλέξανδρο. Από αυτήν προέρχονται απευθείας σχεδόν όλες οι μεταγενέστερες ελληνικές διάλεκτοι.

Ελληνιστική κοινή

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αποτέλεσμα της χρήσεως της αττικής διαλέκτου ως δεύτερης (και συχνά πρώτης) γλώσσας από πάρα πολλούς αλλόγλωσσους (αλλά και από ελληνόφωνους που μιλούσαν πρωτύτερα μια άλλη ελληνική διάλεκτο) ήταν σαρωτικές αλλαγές σε όλα τα επίπεδα της γλώσσας. Έτσι:

Το αποτέλεσμα όλων αυτών των μεταβολών ήταν η ελληνιστική κοινή, η οποία μαρτυρείται κυρίως στην Καινή Διαθήκη. Είναι χαρακτηριστικό ότι την ίδια εποχή έχουμε και τους πρώτους αττικιστές, αυτούς που θεωρούσαν απαραίτητη τη διατήρηση της «αυθεντικής» αττικής διαλέκτου, τουλάχιστον στον γραπτό λόγο.

Μεσαιωνική ελληνική

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ελληνιστική κοινή εξελίχθηκε στη μεσαιωνική ελληνική, αυτό φαίνεται κυρίως από δημοτικά τραγούδια. Τελευταία φωνολογική μεταβολή κατά το 9ο αιώνα ήταν ο ιωτακισμός και του «οι» και του «υ» που ως τότε προφέρονταν ως [y], δηλαδή σαν το γαλλικό «u».

Τα όρια μεταξύ νέας ελληνικής και μεσαιωνικής ελληνικής δεν είναι ιδιαίτερα σαφή, πάντως τοποθετούνται χονδρικά κάπου στα τελευταία χρόνια του Βυζαντίου. Κατά την περίοδο αυτή (καθώς και στην οθωμανική περίοδο) παρατηρείται μια εξίσου έντονη διαλεκτική διαφοροποίηση, η οποία συνεχιζόταν μέχρι πριν μερικές δεκαετίες.

Η Γραμματική του Μανόλη Τριανταφυλλίδη ενώ περιγράφει την κοινή νέα ελληνική είναι παράλληλα υπερβολικά ρυθμιστική για τη σημερινή χρήση της γλώσσας είτε στο σχολείο είτε αλλού και έχει επιφέρει ως αποτέλεσμα την απόλυτη διάκριση μεταξύ ορθού και λάθους, καθώς και τη συνακόλουθη ρύθμιση του τι είναι αποδεκτό ή μη αποδεκτό, η οποία όμως δεν ανταποκρίνεται στην γλωσσική - είτε στο φωνολογικό είτε στο συντακτικό επίπεδο - πολυμορφία[εκκρεμεί παραπομπή].

Η ελληνική γλώσσα έχει επηρεάσει σημαντικά τις άλλες γλώσσες, τόσο στην πολιτική, όσο και στους επιστημονικούς όρους, στις τέχνες, στη φιλοσοφία, στο θέατρο και γενικά σε τομείς στους οποίους είχε προηγηθεί κοινωνικά και, κατά συνέπεια, γλωσσολογικά. Υπήρξε για μεγάλο διάστημα η lingua franca της ανατολικής και δυτικής Μεσογείου και τα πρώτα χριστιανικά κείμενα γράφτηκαν σε αυτήν. Οι Λατίνοι επηρεάστηκαν βαθύτατα από τα ελληνικά που ήταν πλουσιότερη γλώσσα τότε και έτσι πολλά ελληνικά στοιχεία εντάχθηκαν σχεδόν αυτούσια στα λατινικά, από τα οποία εν συνεχεία εντάχθηκαν και σε άλλες συγγενείς προς τα λατινικά γλώσσες. Με τη σειρά τους τα ελληνικά επηρεάστηκαν κι αυτά από την γλώσσα λαών που κατέκτησαν την χώρα είτε με πολέμους είτε οικονομικά, με αποτέλεσμα στην διάρκεια των αιώνων να μπουν στο ελληνικό λεξιλόγιο λατινικές, ενετικές και τουρκικές λέξεις. Στα προεπαναστατικά του 1821 χρόνια η ελληνική γλώσσα άρχισε να επηρεάζεται περισσότερο από τις δυτικοευρωπαϊκές γλώσσες, κάτι που συνεχίστηκε μετά την απελευθέρωση με περισσότερη ένταση, επειδή ο ελληνικός, ως υπόδουλος πληθυσμός με μη ιδιαίτερα ανεπτυγμένη οικονομία, δεν διέθετε πληθώρα όρων που είχαν δημιουργήσει με την πρόοδό τους οι πιο ανεπτυγμένες πλέον δυτικές κοινωνίες. Εντούτοις, χάρη στο ενδιαφέρον των δυτικών για την αρχαία ελληνική και την λατινική γλώσσα, πολλοί επιστήμονές τους δανείστηκαν αρχαιοελληνικές λέξεις για το σχηματισμό νεολογισμών και έτσι η ελληνική επιβίωσε και σε μια πληθώρα ξένων επιστημονικών ή φιλοσοφικών όρων. Η ελληνική στην περίοδο της καθαρεύουσας άρχισε να επανεισάγει τρόπον τινά τις λέξεις της, καθώς έπαιρνε ξανά πίσω λέξεις που είχε δανείσει πρώτη σε άλλες γλώσσες. Η παραπάνω διαδικασία ονομάζεται αντιδάνειο.

Η πρώτη γραφή που ιστορικά αποδεδειγμένα χρησιμοποιήθηκε για τη γραφή της ελληνικής γλώσσας είναι η Γραμμική Β περίπου τον 15ο αιώνα π.Χ..

Το ελληνικό αλφάβητο άρχισε να χρησιμοποιείται από τον 9ο αιώνα π.Χ.. Το 403 π.Χ. έγινε στην Αθήνα η μεταρρύθμιση του Αρχίνου, ο οποίος διαμόρφωσε το αττικό αλφάβητο στηριζόμενος στο ιωνικό. Το αλφάβητο που προέκυψε ονομάστηκε και ευκλείδειο αλφάβητο γιατί η μεταρρύθμιση έγινε το δεύτερο έτος της 94ης Ολυμπιάδας επί επωνύμου άρχοντος Ευκλείδου.

Το παλαιό αττικό αλφάβητο ήταν: Α, Β, Γ, Δ, Ε, F, Ζ, Η, Θ, Ι, Κ, Λ, Μ, Ν, Ο, Π, Ϟ, Ρ, Σ, Τ, Υ, Φ, Χ. Το Λ, το Ρ και το Ϟ το έγραφαν ως L, R και Q. Παρόμοια το έγραφαν και οι Κυμαίοι οι οποίοι έδωσαν το αλφάβητό τους στους Ιταλιώτες. Το Χ είχε τη μορφή σταυρού (+). Αρχικά χρησιμοποιούσαν τα Ε, Η και ΕΙ για ποικιλίες (ανοιχτότερα ή πιο κλειστά) του φθόγγου [e]! αντίστοιχα με τα Ο, Ω και ΟΥ δήλωναν τον φθόγγο [o]. Με την μεταρρύθμιση αφαιρέθηκαν τα γράμματα Ϝ και Ϟ τα οποία είχαν περιπέσει σε αχρησία και υιοθετήθηκαν τα γράμματα Ξ, Ψ και Ω. Το Η δεν αντιστοιχούσε πλέον στο δασύ πνεύμα 'h' αλλά στο μακρύ 'e'. Το Ω αντιστοιχούσε στο μακρύ 'ο'. Το Ξ αντικατέστησε το σύμπλεγμα 'ΧΣ' και το Ψ αντιστοίχως το σύμπλεγμα 'ΦΣ' (διπλά σύμφωνα).

Σε όλη την αρχαιότητα το αλφάβητο περιελάμβανε μόνο τις μορφές των γραμμάτων που σήμερα τις λέμε κεφαλαία. Είναι η λεγόμενη μεγαλογράμματη γραφή. Από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, η επιθυμία των γραφέων να γράφουν πιο γρήγορα, καθώς επίσης και η ανάγκη να χωρούν περισσότερες πληροφορίες στα, μικρά σε μέγεθος αλλά και ακριβά, φύλλα παπύρου ή περγαμηνής, οδήγησαν σιγά σιγά στη διαμόρφωση των μορφών των γραμμάτων που σήμερα λέγονται πεζά. Αυτή είναι η μικρογράμματη γραφή. Αυτή η διαδικασία μεταβολής της μορφής των κεφαλαίων γραμμάτων είχε ολοκληρωθεί μέχρι τον 9ο αιώνα.

Σήμερα η ελληνική εξακολουθεί να γράφεται με το αρχαίο ελληνικό αλφάβητο, όμως το πολυτονικό σύστημα έχει επισήμως αντικατασταθεί από το μονοτονικό, με νόμο του 1982.

Η Γραμμική Β, η οποία ανάγεται στα τέλη του 15ου αιώνα π.Χ., ήταν το πρώτο αλφάβητο που χρησιμοποιείται για τη γραφή της ελληνικής. Είναι βασικά ένα συλλαβάριο το οποίο αποκρυπτογραφήθηκε από τους Μάικλ Βέντρις και Τζον Τσάντγουικ στη δεκαετία του 1950 (ο πρόδρομος της, η Γραμμική Α, δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί και πιθανότατα είναι γραμμένος σε μια μη ελληνική γλώσσα).[41] Η γλώσσα των κειμένων της Γραμμικής Β, τα μυκηναϊκά ελληνικά, είναι η παλαιότερη γνωστή μορφή της ελληνικής.

Κυπριακό συλλαβάριο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ελληνική επιγραφή σε Κυπριακό συλλαβάριο

Ένα άλλο παρόμοιο αλφάβητο για τη γραφή της ελληνικής γλώσσας ήταν το κυπριακό συλλαβάριο (επίσης απόγονος της Γραμμικής Α μέσω του ενδιάμεσου κυπρομινωικού συλλαβάριου), η οποία σχετίζεται στενά με τη Γραμμική Β αλλά χρησιμοποιεί κάπως διαφορετικές συλλαβικές συμβάσεις για να αντιπροσωπεύει τις ακολουθίες των φωνημάτων. Το κυπριακό συλλαβάριο χρησιμοποιήθηκε στην Κύπρο από τον 11ο αιώνα π.Χ. μέχρι τη σταδιακή εγκατάλειψή του στην ύστερη κλασική περίοδο, υπέρ του ελληνικού αλφαβήτου.[42]

Ελληνικό αλφάβητο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Αρχαίες επιχωρικές παραλλαγές του ελληνικού αλφαβήτου από την Εύβοια, την Ιωνία, την Αθήνα και την Κόρινθο. Τα σημερινά γράμματα δίνονται για σύγκριση.

Τα ελληνικά γράφονται στο ελληνικό αλφάβητο από τον 9ο αιώνα π.Χ. περίπου. Δημιουργήθηκε με την τροποποίηση του φοινικικού αλφαβήτου, με την καινοτομία της υιοθέτησης ορισμένων νέων γραμμάτων για την γραφή των φωνηέντων. Η παραλλαγή του αλφαβήτου που χρησιμοποιείται σήμερα είναι ουσιαστικά η ύστερη ιωνική παραλλαγή, η οποία εισήχθη για την γραφή της αττικής διαλέκτου το 403 π.Χ. Στην κλασική ελληνική, όπως και στην κλασική λατινική, υπήρχαν μόνο κεφαλαία γράμματα. Τα πεζά ελληνικά γράμματα αναπτύχθηκαν πολύ αργότερα από τους μεσαιωνικούς γραμματείς για να επιτρέψουν έναν ταχύτερο, πιο βολικό τρόπο γραφής με τη χρήση μελανιού και πένας.

Το ελληνικό αλφάβητο αποτελείται από 24 γράμματα, το καθένα με κεφαλαία και πεζά (μικρά) γράμματα. Το σίγμα έχει μια πρόσθετη πεζή μορφή (ς) που χρησιμοποιείται όταν μπαίνει στο τέλος μιας λέξης:

κεφαλαία γράμματα
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
πεζά γράμματα
α β γ δ ε ζ η θ ι κ λ μ ν ξ ο π ρ σ

ς

τ υ φ χ ψ ω

Εκτός από τα γράμματα, το ελληνικό αλφάβητο διαθέτει έναν αριθμό διακριτικών σημείων: τρεις τόνους (οξεία, βαρεία και περισπωμένη), δύο σημάδια που έδειχναν την προφορά ενός φωνήεντος (δασεία και ψιλή), τα οποία αρχικά χρησιμοποιήθηκαν για την επισήμανση της απουσίας του αρχικού ήχου / h/, και τα διαλυτικά, τα οποία χρησιμοποιούνται για να σηματοδοτήσει την πλήρη συλλαβική ανεξαρτησία ενός φωνήεντος που διαφορετικά θα διαβαζόταν ως μέρος ενός διφθόγγου. Αυτά τα διακριτικά εισήχθησαν κατά τη διάρκεια της ελληνιστικής περιόδου. Η χρήση της βαρείας στη γραφή της γλώσσας συρρικνώθηκε υπέρ της ομοιόμορφης χρήσης της οξείας κατά τα τέλη του 20ού αιώνα, και έχει διατηρηθεί μόνο στην τυπογραφία, ενώ ανεπίσημα το ίδιο συμβαίνει μερικώς και στα αρχαία ελληνικά στην Ελλάδα.

Μετά τη ορθογραφική μεταρρύθμιση του 1982, τα περισσότερα διακριτικά δεν χρησιμοποιούνται. Από τότε, τα ελληνικά γράφονται με το μονοτονικό σύστημα, το οποίο χρησιμοποιεί μόνο την οξεία και τα διαλυτικά. Το παραδοσιακό σύστημα, που σήμερα ονομάζεται πολυτονική ορθογραφία (ή πολυτονικό σύστημα), εξακολουθεί να χρησιμοποιείται διεθνώς για τα αρχαία ελληνικά. Το πολυτονικό χρησιμοποιείται επίσης από την Εκκλησία, πολλά άτομα μεγαλύτερης ηλικίας και άτομα που υποστηρίζουν την αποκατάσταση του πολυτονικού.

Στα ελληνικά, το ερωτηματικό αποτελείται από μια άνω τελεία και κόμμα, ενώ η άνω τελεία ( • ), εκπροσωπεί την παύση του λόγου. Στα ελληνικά το κόμμα επίσης λειτουργεί ως σιωπηλό γράμμα σε συγκεκριμένες λέξεις, κυρίως για τη διάκριση του ότι από το ό,τι.[43]

Τα αρχαία ελληνικά κείμενα συχνά χρησιμοποιούσαν τη συνεχή γραφή (scriptio continua), που σημαίνει ότι οι αρχαίοι συγγραφείς και γραμματείς έγραφαν χωρίς κενά μεταξύ των λέξεων ή σημεία στίξης.[44] Το βουστροφηδόν, ή κείμενο με αμφίδρομη κατεύθυνση, επίσης χρησιμοποιήθηκε στα αρχαία ελληνικά, ακόμα παλαιότερα.

Λατινικό αλφάβητο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα ελληνικά έχουν γραφτεί κατά καιρούς σε λατινική γραφή, ειδικά κατά την ενετοκρατία ή από Έλληνες καθολικούς. Ο όρος φραγκολεβαντίνικα εφαρμόζεται όταν το λατινικό αλφάβητο χρησιμοποιείται για να γράψει ελληνικά στο πολιτιστικό πεδίο του Καθολικισμού. Ο όρος φραγκοχιώτικα παραπέμπει στη σημαντική παρουσία καθολικών ιεραποστόλων με έδρα τη Χίο. Επιπροσθέτως, ο όρος γκρίκλις χρησιμοποιείται συχνά όταν η ελληνική γλώσσα γράφεται σε λατινικό αλφάβητο στο διαδίκτυο.[45]

Το λατινικό αλφάβητο χρησιμοποιείται σήμερα από τις Ελληνόφωνες κοινότητες της Νότιας Ιταλίας.

Η ρωμανιώτικη διάλεκτος των Ρωμανιωτών Εβραίων και των Καραϊτών Εβραίων της Κωνσταντινούπολης έγραφαν τα ελληνικά με εβραϊκό αλφάβητο.[46]

Κάποιοι Έλληνες μουσουλμάνοι από την Κρήτη έγραφαν την κρητική διάλεκτο στο αραβικό αλφάβητο.

Το ίδιο συνέβη μεταξύ κάποιων Ηπειρωτών μουσουλμάνων στα Ιωάννινα.

Αυτό το αλφάβητο αποκαλείται και αλτζαμιάδο, καθώς κάποιες λατινογενείς γλώσσες έχουν γραφεί και με αυτό το αλφάβητο από μουσουλμάνους ομιλητές τους.[47]

Στην ελληνική γλώσσα, παρά το γεγονός ότι ο αριθμός των ομιλητών της είναι σχετικά μικρός (περίπου 16 εκατομμύρια), η βιομηχανία του βιβλίου είναι ιδιαίτερα ανθηρή. Το 2008 οι νέοι τίτλοι βιβλίων που εκδόθηκαν στα ελληνικά ξεπέρασαν τις 10.000,[48] αριθμός που έπεσε στις κάτω από 7.000 το 2012 και αυξήθηκε σε πάνω από 8.000 το 2014. Το παιδικό βιβλίο επίσης έπεσε κατά 25% το 2012 για να επανέλθει το 2014-15 σε επίπεδα προ κρίσης.

α. ^ Η Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου είναι ένα "ανεπίσημο κράτος" το οποίο αναγνωρίζεται μέχρι σήμερα μόνο από την Τουρκία. Σε αυτό ζούνε Τουρκοκύπριοι οι οποίοι ομιλούν κυρίως την τουρκική γλώσσα, αλλά και ορισμένες περιοχές της, μιλούν και την ελληνική γλώσσα.
  1. Nationalencyklopedin "Världens 100 största språk 2012" ("The World's 100 Largest Languages in 2012").
  2. 2,0 2,1 «Greek». Office of the High Commissioner for Human Rights. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 18 Νοεμβρίου 2008. Ανακτήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 2008. 
  3. Jeffries, Ian. Eastern Europe at the end of the 20th century. books.google.com. σελ. 69. Ανακτήθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου 2013. 
  4. 4,0 4,1 4,2 4,3 «List of declarations made with respect to treaty No. 148». Council of Europe. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 Μαΐου 2012. Ανακτήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 2008. 
  5. Hellenic Republic: Ministry of Foreign Affairs: Italy: The Greek Community
  6. «Greek in Hungary». Database for the European Charter for Regional or Minority Languages. Public Foundation for European Comparative Minority Research. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29 Απριλίου 2013. Ανακτήθηκε στις 31 Μαΐου 2013. 
  7. Tsitselikis, Konstantinos (2013). «A surviving treaty: the Lausanne minority protection in Greece and Turkey». Στο: Kristin Henrard. The interrelation between the right to identity of minorities and their socio-economic participation. Leiden: Martinus Nijhoff. σελίδες 294–295. 
  8. Hammarström, Harald· Forkel, Robert· Haspelmath, Martin· Bank, Sebastian, επιμ. (2016). «{{{name}}}». Glottolog 2.7. Jena: Max Planck Institute for the Science of Human History. 
  9. Χριστίδης, Α.-Φ. (1999). «Η διαμόρφωση της ελληνικής γλώσσας». Στο: Κοπιδάκης, Μ. Ζ. Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας. Αθήνα: Ε.Λ.Ι.Α. σελ. 20. 
  10. 10,0 10,1 «Greek language». Encyclopædia Britannica. Encyclopædia Britannica, Inc.. http://www.britannica.com/EBchecked/topic/244595/Greek-language. Ανακτήθηκε στις 29 April 2014. 
  11. Haviland, William A.· Prins, Harald E. L.· Walrath, Dana· McBride, Bunny (2013). «Chapter 15: Language and Communication». Anthropology: The Human Challenge (στα Αγγλικά). Cengage Learning. σελ. 394. ISBN 978-1-285-67758-3. Most of the alphabets used today descended from the Phoenician one. The Greeks adopted it about 2,800 years ago, modifying the characters to suit sounds in their own language. 
  12. Comrie, Bernard (1987). The World's Major Languages (στα Αγγλικά). Routledge (δημοσιεύτηκε 2018). ISBN 978-1-317-29049-0. ... the Greek alphabet has served the Greek language well for some 2,800 years since its introduction into Greece in the tenth or ninth century BC. 
  13. 1922-, Adrados, Francisco Rodríguez (2005). A history of the Greek language : from its origins to the present. Leiden: Brill. ISBN 978-90-04-12835-4. OCLC 59712402. 
  14. A history of ancient Greek by Maria Chritē, Maria Arapopoulou, Centre for the Greek Language (Thessalonikē, Greece) pg 436 (ISBN 0-521-83307-8)
  15. Kurt Aland, Barbara Aland The text of the New Testament: an introduction to the critical 1995 p52
  16. Archibald Macbride Hunter Introducing the New Testament 1972 p9
  17. Manuel, Germaine Catherine (1989). A study of the preservation of the classical tradition in the education, language, and literature of the Byzantine Empire. HVD ALEPH. 
  18. Welsby 2002, σελ. 239.
  19. «Greece». The World Factbook. Central Intelligence Agency. Ανακτήθηκε στις 23 Ιανουαρίου 2010. 
  20. «The Constitution of Cyprus, App. D., Part 1, Art. 3». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 7 Απριλίου 2012.  states that The official languages of the Republic are Greek and Turkish. However, the official status of Turkish is only nominal in the Greek-dominated Republic of Cyprus; in practice, outside Turkish-dominated Northern Cyprus, Turkish is little used; see A. Arvaniti (2006): Erasure as a Means of Maintaining Diglossia in Cyprus, San Diego Linguistics Papers 2: pp. 25–38 [27].
  21. «The EU at a Glance – Languages in the EU». Europa. European Union. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 23 Ιουνίου 2013. Ανακτήθηκε στις 30 Ιουλίου 2010. 
  22. Μπουντούρης, Ηλίας. από το Α - ένα μικρό οδοιπορικό στην ελληνική γλώσσα. Ιωάννινα: Little Island Publications. σελ. 31. 
  23. Renfrew 2003, σελ. 35; Georgiev 1981, σελ. 192.
  24. Gray & Atkinson 2003, σελίδες 437–438; Atkinson & Gray 2006, σελ. 102.
  25. «Ancient Tablet Found: Oldest Readable Writing in Europe». National Geographic Society. 30 Μαρτίου 2011. Ανακτήθηκε στις 22 Νοεμβρίου 2013. 
  26. «Greek». Ethnologue (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 12 Απριλίου 2020. 
  27. Peter, Mackridge (1985). The modern Greek language : a descriptive analysis of standard modern Greek. Oxford [Oxfordshire]: Oxford University Press. ISBN 978-0-19-815770-0. OCLC 11134463. 
  28. Γιώργος, Μπαμπινιώτης. Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. σελ. 1. ISBN 960-86190-1-7. Εγώ δεν ξέρω να υπάρχει παρά μία γλώσσα, η ενιαία γλώσσα, ελληνική, όπως εξελίχθηκε από την αρχαία, που έφτασε να είναι το μεγάλο καμάρι μας και το μεγάλο μας στήριγμα. Οδυσσέας Ελύτης" / "Γράφω την κοινή γλώσσα του λαού. Όταν η δημοτική μας δεν έχει μία λέξη που μας χρειάζεται, παίρνω τη λέξη από την αρχαία και προσπαθώ να την ταιριάξω με τη γραμματική του λαού. Γιάννης Ψυχάρης" / "Η ελληνική γλώσσα, ο άνθρωπος, η θάλασσα. Για κοιτάξτε πόσο θαυμάσιο πράγμα είναι να λογαριάζει κανείς πως από την εποχή που μίλησε ο Όμηρος ως τα σήμερα, μιλούμε, ανασαίνουμε και τραγουδούμε, με την ίδια γλώσσα. Και αυτό δεν σταμάτησε ποτέ. Είτε σκέφτομαι την Κλυταιμνήστρα που μιλά στον Αγαμέμνονα, είτε την Καινή Διαθήκη, είτε τους ύμνους του Ρωμανού και τον Διγενή Ακρίτα, είτε το Κρητικό θέατρο και τον Ερωτόκριτο, είτε το δημοτικό τραγούδι. Και όλοι αυτοί οι μεγάλοι και οι μικροί, που σκέφτηκαν ,μίλησαν, μέτρησαν ελληνικά, δεν πρέπει να νομίζετε πως είναι σαν ένας δρόμος, μία σειρά ιστορική, που χάνεται στη νύχτα των περασμένων και βρίσκεται έξω από σας. Πρέπει να σκεφτείτε, πως όλα αυτά βρίσκουνται μέσα σας, τώρα, βρίσκουνται μέσα σας όλα μαζί, πως είναι το μεδούλι των κοκάλων σας και πως θα τα βρείτε αν σκάψετε αρκετά βαθιά στον εαυτό σας". Γεώργιος Σεφέρης, Δοκιμές Α. 
  29. Alexiou, Margaret (1982). «Diglossia in Greece». Στο: Haas, William. Standard Languages: Spoken and Written. Manchester: Manchester University Press. σελ. 161. ISBN 978-0-389-20291-2. 
  30. Ralli 2001.
  31. Beekes 2009.
  32. Scheler 1977.
  33. «Πόσο "ελληνικές" είναι οι ξένες γλώσσες». NewsIt. 18 Νοεμβρίου 2019. 
  34. Hamp 2013.
  35. Crespo, Emilio (2018). «The Softening of Obstruent Consonants in the Macedonian Dialect». Στο: Giannakis, Georgios K. Studies in Ancient Greek Dialects: From Central Greece to the Black Sea. Walter de Gruyter. σελ. 329. ISBN 978-3-11-053081-0. 
  36. Hatzopoulos, Miltiades B. (2018). «Recent Research in the Ancient Macedonian Dialect: Consolidation and New Perspectives». Στο: Giannakis, Georgios K. Studies in Ancient Greek Dialects: From Central Greece to the Black Sea. Walter de Gruyter. σελ. 299. ISBN 978-3-11-053081-0. 
  37. Babiniotis 1992; Dosuna 2012.
  38. Hammarström, Harald· Forkel, Robert· Haspelmath, Martin· Bank, Sebastian, επιμ. (2016). «Graeco-Phrygian». Glottolog 2.7. Jena: Max Planck Institute for the Science of Human History. 
  39. Renfrew 1990; Gamkrelidze & Ivanov 1990; Renfrew 2003; Gray & Atkinson 2003.
  40. Holm 2008.
  41. T., Hooker, J. (1980). Linear B : an introduction. Bristol: Bristol Classical Press. ISBN 978-0-906515-69-3. 
  42. «Cypriot syllabary». Britannica Academic. Ανακτήθηκε στις 1 Αυγούστου 2017. 
  43. Nicolas, Nick (2005). «Greek Unicode Issues: Punctuation». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Αυγούστου 2012. Ανακτήθηκε στις 7 Οκτωβρίου 2014. 
  44. Hugoe, Matthews Peter (Μαρτίου 2014). The concise Oxford dictionary of linguistics. Oxford University Press. (Third έκδοση). Oxford. ISBN 978-0-19-967512-8. 
  45. Androutsopoulos 2009.
  46. «Yevanic alphabet, pronunciation and language». www.omniglot.com. Ανακτήθηκε στις 18 Απριλίου 2020. 
  47. Kotzageorgis, Phokion (2010). Gruber, Christiane J., επιμ. The Prophet's Ascension: Cross-cultural Encounters with the Islamic Mi'rāj Tales (στα Αγγλικά). Indiana University Press. σελ. 297. ISBN 978-0-253-35361-0. The element that makes this text a unicum is that it is written in Greek script. In the Ottoman Empire, the primary criterion for the selection of an alphabet in which to write was religion. Thus, people who did not speak—or even know—the official language of their religion used to write their religious texts in the languages that they knew, though in the alphabet where the sacred texts of that religion were written. Thus, the Grecophone Catholics of Chios wrote using the Latin alphabet, but in the Greek language (frangochiotika); the Turcophone Orthodox Christians of Cappadocia wrote their Turkish texts using the Greek alphabet (karamanlidika); and the Grecophone Muslims of the Greek peninsula wrote in Greek language using the Arabic alphabet (tourkogianniotika, tourkokretika). Our case is much stranger, since it is a quite early example for that kind of literature and because it is largely concerned with religious themes."; p. 306. The audience for the Greek Mi'rājnāma was most certainly Greek-speaking Muslims, in particular the so-called Tourkogianniotes (literally, the Turks of Jannina). Although few examples have been discovered as yet, it seems that these people developed a religious literature mainly composed in verse form. This literary form constituted the mainstream of Greek Aljamiado literature from the middle of the seventeenth century until the population exchange between Greece and Turkey in 1923. Tourkogianniotes were probably of Christian origin and were Islamized sometime during the seventeenth century. They did not speak any language other than Greek. Thus, even their frequency in attending mosque services did not provide them with the necessary knowledge about their faith. Given their low level of literacy, one important way that they could learn about their faith was to listen to religiously edifying texts such as the Greek Mi'rājnāma. 
  48. «Πόσα και τι είδους βιβλία εκδίδονται στην Ελλάδα | LiFO». www.lifo.gr. 13 Ιουνίου 2015. Ανακτήθηκε στις 6 Ιανουαρίου 2022. 
  • Eklund, Bo-Lennart, «Ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα ἀνάμεσα στὴν Ἀνατολὴ καὶ τὴ Δύση: οἱ μαρτυρίες τῶν ξένων λέξεων», στό: Πρακτικὰ τοῦ Α' Εὐρωπαϊκοῦ Συνεδρίου Νεοελληνικῶν Σπουδῶν. [Τόμοι Α' καὶ Β'], Ὁ Ἑλληνικὸς Κόσμος ἀνάμεσα στὴν Ἀνατολὴ καὶ τὴ Δύση 1453-1981, Τόμος Α', Βερολίνο, 1999, σσ. 603-611.
  • Τεντολούρης Φίλιππος, Χατζησαββίδης Σωφρόνης, Διδασκαλία της γλώσσας Ιστορία, επιστημολογία, αναστοχαστικότητα. Νεφέλη, 2014, ISBN 978-960-504-091-8.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]