Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ελληνικός κινηματογράφος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Κολλάζ διαφόρων προσωπικοτήτων του ελληνικού σινεμά: Θόδωρος Αγγελόπουλος, Ειρήνη Παππά, Μελίνα Μερκούρη, Μάνος Χατζιδάκις, Γιώργος Λάνθιμος, Ιάκωβος Καμπανέλλης, Γιώργος Χωραφάς, Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη, Γιάννης Σμαραγδής

Ο ελληνικός κινηματογράφος περιλαμβάνει ταινίες γυρισμένες στην Ελλάδα, από Έλληνες ή ξένους σκηνοθέτες. Χρονολογικά αλλά και υφολογικά, διακρίνεται στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο (μέχρι τη δεκαετία του 1960), το νέο ελληνικό κινηματογράφο (δεκαετίες του 1970 και 1980) και τον σύγχρονο (1990 και μετά).[1]

Οι πρώτες απόπειρες έγιναν στις αρχές του 20ού αιώνα και στη διάρκεια του Μεσοπολέμου εμφανίστηκαν οι πρώτες ώριμες ταινίες, όπως η Δάφνις και Χλόη (1931). Κατά την περίοδο 1955-1973, στη λεγόμενη «Χρυσή Εποχή»,[2][3] γυρίστηκαν μερικές από τις γνωστότερες ταινίες, συμπεριλαμβανομένων των Στέλλα (1955) του Μιχάλη Κακογιάννη, Ιστορία μιας κάλπικης λίρας (1955) του Γιώργου Τζαβέλλα, Ο Δράκος (1956) του Νίκου Κούνδουρου, Ποτέ την Κυριακή (1960) του Ζυλ Ντασέν, Τα Κόκκινα Φανάρια (1963) του Βασίλη Γεωργιάδη και των κωμωδιών του Αλέκου Σακελλάριου (Ο Ηλίας του 16ου – 1959, Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο – 1959, Τα κίτρινα γάντια – 1960 κ.ά.).

Εν μέσω της δικτατορίας των ετών 1967-1974, το εμπορικό σινεμά των προηγούμενων ετών παρήκμασε και ταυτόχρονα εμφανίστηκε το ρεύμα του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου, που αναζωογόνησε τη σκηνή με τη Μεταπολίτευση.[4] Κεντρικές μορφές αυτής της περιόδου είναι ο Θόδωρος Αγγελόπουλος (Ο Θίασος - 1975, Τοπίο στην ομίχλη - 1988 κ.ά.), ίσως ο πλέον καταξιωμένος Έλληνας σκηνοθέτης,[5] ο Αλέξης Δαμιανός (Ευδοκία - 1971) και ο Παντελής Βούλγαρης (Το προξενιό της Άννας - 1972, Πέτρινα Χρόνια - 1985 κ.ά.). Σύντομα όμως, η τάση για πιο καλλιτεχνικές ταινίες μείωσε δραματικά το ενδιαφέρον του κοινού.[6] Ορισμένες ταινίες αυτής της δεκαετίας που ξεχωρίζουν είναι οι Ρεμπέτικο (1983) του Κώστα Φέρρη, Γλυκιά Συμμορία (1983) του Νίκου Νικολαΐδη, και Λούφα και παραλλαγή (1984) του Νίκου Περάκη.

Η δεκαετία του 1990 σημαδεύτηκε τόσο από τη βράβευση του Θόδωρου Αγγελόπουλου στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών για την ταινία Μία αιωνιότητα και μία μέρα (1998), όσο και από την τεράστια εισπρακτική επιτυχία του Safe Sex (1999) των Μιχάλη Ρέππα και Θανάση Παπαθανασίου. Λίγα χρόνια αργότερα ξεχώρισαν πολλοί νέοι σκηνοθέτες, όπως ο Γιάννης Οικονομίδης με το Σπιρτόκουτο (2002) και ο Τάσος Μπουλμέτης με την Πολίτικη κουζίνα (2003). Στα τέλη της δεκαετίας του 2000 δημιουργήθηκε το Greek Weird Wave, που εκπροσωπείται από τα διεθνώς αναγνωρισμένα Κυνόδοντας (2009) του Γιώργου Λάνθιμου, Attenberg (2010) της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη και Miss Violence (2013) του Αλέξανδρου Αβρανά.[7][8]

Πρώιμη περίοδος (1905-1920)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πρώτη κινηματογραφική προβολή σε ελληνικό έδαφος πραγματοποιήθηκε στις 29 Νοεμβρίου 1896 στην Αθήνα, από τον Αλεξάντρ Προμιό, εκπρόσωπο των αδελφών Λυμιέρ.[9] Οι δέκα ταινίες που προβλήθηκαν περιελάμβαναν ιαπωνικούς χορούς, αφίξεις τρένων, πλάνα από το Παρίσι, διαβάσεις δραγόνων, μαθήματα ιππασίας, παρελάσεις ιππικού κ.ά. Οι προβολές έλαβαν χώρα σε ισόγειο της οδού Κολοκοτρώνη, πίσω από το Μέγαρο της Παλαιάς Βουλής, ενώ το εισιτήριο κόστιζε 2,20 δραχμές για τους ενήλικες και 1,10 για παιδιά κάτω των επτά ετών.[10] Μέχρι το 1911, η πρωτεύουσα διέθετε ήδη επτά κινηματογραφικές αίθουσες: «Βασιλικόν», «Δημοτικόν», «Αττικόν», πρώην «Γκαιτέ», «Πολυθέαμα», «Πανελλήνιον», «Κυβέλης».[11] Οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης, τότε ακόμα υπό οθωμανική κατοχή, ήρθαν σε επαφή με το νέο αυτό μέσο τον Ιούλιο του 1897, ενώ τον Ιούλιο του 1900 οργανώθηκαν στη Σύρο οι πρώτες τακτικές προβολές.[12]

Ο Γιαννάκης Μανάκης με μια κάμερα Urban Bioscope

Οι πρώτες κινηματογραφικές λήψεις στον ελλαδικό χώρο θεωρούνται εκείνες που πραγματοποίησαν κατά τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 ο Βρετανός δημοσιογράφος Φρέντρικ Βίλλιερς και ο καινοτόμος Γάλλος κινηματογραφιστής Ζωρζ Μελιές.[13] Στις αρχές του 1900 εμφανίστηκαν και οι πρώτοι Έλληνες κινηματογραφιστές. Επρόκειτο για τους Γιαννάκη και Μίλτο Μανάκη, οι οποίοι αρχής γενομένης το 1905 κατέγραφαν τη ζωή καθημερινών ανθρώπων από την ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας και σήμερα θεωρούνται πρωτοπόροι του σινεμά στα Βαλκάνια.[14][15] Πάντως, οι πρώτες τεκμηριωμένες κινηματογραφικές λήψεις εντός του τότε ελληνικού κράτους είναι αυτές που έγιναν στη Μεσολυμπιάδα του 1906, από τον Λεόν ή Λεόνς, πιθανότατα αντιπρόσωπο γαλλικών κινηματογραφιστικών εταιρειών.[16] Ακολούθως, ο ουγγρικής καταγωγής Γιόζεφ Χεπ γύρισε τις ταινίες Η εορτή του Βασιλέως Γεωργίου Α΄ (1907), Η επιστροφή του διαδόχου Κωνσταντίνου (1908) και Από τη ζωή των μικρών πριγκίπων (1911), όλες με θέμα τη ζωή της βασιλικής οικογένειας.[17]

Το 1910 ιδρύθηκε η Αθήνη, η πρώτη εταιρεία παραγωγής.[18][19] Από αυτήν γυρίστηκαν οι μικρού μήκους κωμωδίες Κβο Βάντις Σπυριντιών (1911), Ο Σπυριντιών χαμαιλέων (1911), Ο Σπυριντιών μπέμπης (1911) και Οι δύο τυχεροί (1914), με πρωταγωνιστή τον Σπυρίδωνα Δημητρακόπουλο. Το 1914 ο Κωνσταντίνος Μπαχατώρης γύρισε το κωμειδύλλιο Γκόλφω, που αποτελεί την πρώτη ελληνική μεγάλου μήκους ταινία.[18][20] Η προβολή της χαρακτηρίστηκε από την εφημερίδα Εστία «πολύ επιτυχής»[21] και έκανε ιδιαίτερα δημοφιλή τα βουκολικά δράματα.[20] Άλλες αξιοπρόσεκτες ταινίες της εποχής αυτής είναι οι Η κερένια κούκλα (1916) του Μιχάλη Γλυτσού, βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Κωνταντίνου Χρηστομάνου, Η προίκα της Αννούλας (1918) του Δήμου Βρατσάνου και η μικρού μήκους κωμωδία Ο Βιλλάρ στα γυναικεία λουτρά του Φαλήρου (1920) του Γιόζεφ Χεπ, που γνώρισε μεγάλη εμπορική επιτυχία.[22]

Άνοδος και κρίση (1921-1941)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ανέκοψε την εξέλιξη του ελληνικού κινηματογράφου, αν και γυρίστηκαν σημαντικά ντοκιμαντέρ από τους Αχιλλέα Μαδρά, Γεώργιο Προκοπίου και Δημήτριο Γαζιάδη, με θέμα τον πόλεμο και τη Μικρασιατική εκστρατεία. Σταδιακά, ωστόσο, η παραγωγή ολοένα και αυξανόταν. Στα πρώτα χρόνια του Μεσοπολέμου, μεγάλη εισπρακτική επιτυχία είχαν το μελόδραμα Της μοίρας τ' αποπαίδι (1925) του Δήμου Βρατσάνου και οι σύντομες κωμωδίες στις οποίες πρωταγωνιστούσε ο Μιχαήλ Μιχαήλ (Ο Γάμος του Μιχαήλ και της Κοντσέττας – 1923, Ο Μιχαήλ δεν έχει ψιλά – 1923, Το όνειρο του Μιχαήλ – 1923 κ.ά.). Γνωστός ως ο «Έλληνας Τσάρλι Τσάπλιν», ο Μιχαήλ Μιχαήλ αποτέλεσε ίσως τον πρώτο σταρ του ελληνικού σινεμά.[23] Γενικά, το διάστημα μέχρι το 1926 θεωρείται μια μεταβατική περίοδος για το ελληνικό σινεμά, καθώς η εδαφική επέκταση του κράτους προσέφερε περισσότερες προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης για τους τομείς διανομής και προβολής.[24]

Ο Αχιλλέας Μαδράς, παρά τις κακές κριτικές που έλαβαν οι ταινίες του, συγκαταλέγεται στους πρωτοπόρους του πρώιμου ελληνικού σινεμά[25]

Η κινηματογραφική παραγωγή έφτασε στο απόγειό της την επταετία 1927-1933, όταν δραστηριοποιήθηκαν πολλές εταιρείες παραγωγής (DAG Film, Άστρο Φιλμ, Ακροπόλ Φιλμ, Άγιαξ Φιλμ κ.ά.). Πρόκειται για την πιο παραγωγική περίοδο πριν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς παρουσιάστηκαν 32 ταινίες.[26] Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται οι Έρως και κύματα (1927), η μεγαλύτερη έως τότε εμπορική επιτυχία,[26] Αστέρω (1929), Μαρία Πενταγιώτισσα (1929), Τα Γαλάζια Κεριά (1930), Η μπόρα (1930) και Κοινωνική σαπίλα (1932). Το αριστούργημα της εποχής του βωβού ελληνικού κινηματογράφου θεωρείται το Δάφνις και Χλόη (1931), σε σκηνοθεσία του Ορέστη Λάσκου.[27][28] Η ταινία αυτή χαρακτηρίζεται από αρκετές τεχνικές καινοτομίες και περιέχει την πρώτη σκηνή γυμνού στην ιστορία του ευρωπαϊκού κινηματογράφου.[29][30]

Παράλληλα με τις βωβές ταινίες, έγιναν και οι πρώτες προσπάθειες για ενσωμάτωση ήχου. Στις ΗΠΑ, η πρώτη ομιλούσα ταινία προβλήθηκε το 1927 και μέχρι το 1930 όλες οι παραγόμενες αμερικανικές ταινίες ήταν ομιλούσες.[31] Μολαταύτα, η απαιτούμενη τεχνολογία άργησε να έρθει στην Ελλάδα. Με τις ταινίες Οι απάχηδες των Αθηνών (1930) και Φίλησέ με Μαρίτσα (1930), η DAG Film των αδελφών Γαζιάδη προσπάθησε να συγχρονίσει την εικόνα με μουσική προερχόμενη από δίσκους γραμμοφώνου.[32] Οι πρώτες ομιλούσες ταινίες, όπως το Λαγιαρνί (1930) και το εξαιρετικά επιτυχημένο Ο Αγαπητικός της βοσκοπούλας (1932), χρειάστηκε να σταλούν σε εργαστήρια του εξωτερικού, καθώς στην Ελλάδα δεν υπήρχε ο κατάλληλος εξοπλισμός.[33]

Η αδυναμία των ελληνικών κινηματογραφικών εταιρειών να ανταγωνιστούν τις αμερικανικές ηχητικές ταινίες, οδήγησε στην κατάρρευση του εγχώριου στερεώματος το 1935.[34] Κατά συνέπεια, οι επόμενες ελληνικές ταινίες (Δόκτωρ Επαμεινώνδας – 1937, Αρραβών μετ' εμποδίων – 1938 κ.ά.) γυρίστηκαν στην Αίγυπτο, όπου υπήρχαν στούντιο με σύγχρονα μηχανήματα. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει Η Προσφυγοπούλα (1938), στην οποία πρωταγωνιστούσε η Σοφία Βέμπο. Πάντως, παρά τα σημαντικά ελαττώματα των ταινιών αυτών, η μεγάλη ζήτηση του ελληνικού κοινού για ομιλούσες ταινίες εξασφάλισε την εμπορική τους επιτυχία.[35] Η περίοδος, μάλιστα, μεταξύ 1932-1940 αποκαλείται και "αιγυπτιακή περίοδος" του ελληνικού κινηματογράφου.[10]

Το δικτατορικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου, που εγκαθιδρύθηκε το 1936, επέβαλε λογοκρισία και φόρο 70% στα «δημόσια θεάματα».[36] Αυτός ο νόμος αποδυνάμωσε ακόμα περισσότερο τον ελληνικό κινηματογράφο. Το βάρος της παραγωγής έπεσε σε σύντομα ντοκιμαντέρ, που πρόβαλλαν τον Μεταξά ως «Πατέρα του Έθνους» και προπαγάνδιζαν τη δράση της ΕΟΝ. Υπολογίζεται ότι κατά την τετραετία 1936-1941, γυρίστηκαν περίπου 450 τέτοια φιλμ.[37] Το τραγούδι του χωρισμού (1940), σε συμπαραγωγή της Σκούρας Φιλμ και του Φιλοποίμενος Φίνου, ήταν η πρώτη ομιλούσα ταινία με εξ ολοκλήρου επεξεργασία στην Ελλάδα.[38][39] Πρόκειται για τη μοναδική ταινία που σκηνοθέτησε ο Φιλοποίμην Φίνος, στην οποία μάλιστα πρωταγωνιστούσε ο μετέπειτα διάσημος ηθοποιός Λάμπρος Κωνσταντάρας. Με το γεγονός αυτό κλείνει συμβολικά η περίοδος του πρώιμου ελληνικού κινηματογράφου.[38]

Κατοχικό σινεμά (1941-1944)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι συνθήκες της Κατοχής σχεδόν εκμηδένισαν την παραγωγή, παρότι ορισμένοι κινηματογράφοι, τουλάχιστον τον πρώτο καιρό, συνέχισαν να προβάλλουν ξένες ταινίες.[40] Ο γερμανικός στρατός κατάσχεσε τα στούντιο και τον τεχνικό εξοπλισμό, καταστρέφοντας ουσιαστικά τις εταιρείες παραγωγής.[38]

Το 1943 η νεοϊδρυθείσα τότε Φίνος Φιλμ παρουσίασε την πρώτη κατοχική ταινία, ονόματι Η φωνή της καρδιάς του Δημήτρη Ιωαννόπουλου, στην οποία έπαιζαν μεταξύ άλλων οι Αιμίλιος Βεάκης, Καίτη Πάνου, Δημήτρης Χορν και Λάμπρος Κωνσταντάρας. Πάντως, από τις ελάχιστες ταινίες που γυρίστηκαν το διάστημα αυτό ξεχωρίζουν τα Χειροκροτήματα (1944), με πρωταγωνιστή τον Αττίκ. Τα Χειροκροτήματα ήταν το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Γιώργου Τζαβέλλα, μιας από τις σημαντικότερες μορφές του μεταπολεμικού σινεμά.[41][42]

Πρώτα μεταπολεμικά χρόνια (1945-1954)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παρά τη δυσχερή οικονομική κατάσταση που επικρατούσε στην Ελλάδα μετά την απελευθέρωση, οι κινηματογραφικές παραγωγές αυξήθηκαν σε μεγάλο βαθμό, καθώς ιδρύθηκαν πολλές νέες εταιρείες (Ανζερβός, Σπέντζος Φιλμ, Μήλλας Φιλμ κ.ά.). Την πρώτη κιόλας μεταπολεμική χρονιά, το 1945, ο Ορέστης Λάσκος σκηνοθέτησε τις Ραγισμένες καρδιές, ένα ρομαντικό δράμα με φόντο τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο. Ήταν η πρώτη από τις πολλές μεταγενέστερες μελοδραματικές και ρομαντικές ταινίες που εκτυλίσσονταν στο εν λόγω ιστορικό πλαίσιο.[43]

Η Έλλη Λαμπέτη

Ακολούθησαν αρκετά αξιοσημείωτα έργα, μεταξύ των οποίων τα Μαντάμ Σουσού (1948), Μαρίνος Κονταράς (1948), Ο κόκκινος βράχος (1949) και Τελευταία αποστολή (1949), η πρώτη ελληνική ταινία που συμμετείχε στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών.[44] Από το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1950 ξεχωρίζουν οι ταινίες Ένα βότσαλο στη λίμνη (1952), Το ξυπόλυτο τάγμα (1953), Σάντα Τσικίτα (1953), Κυριακάτικο ξύπνημα (1954), Μαγική Πόλη (1954) και Το ποντικάκι (1954).

Πάντως οι δύο σημαντικότερες ταινίες αυτής της περιόδου είναι Οι Γερμανοί ξανάρχονται (1948) του Αλέκου Σακελλάριου και Ο Μεθύστακας (1950) του Γιώργου Τζαβέλλα. Η καλλιτεχνική και εισπρακτική τους επιτυχία αποτέλεσε το εναρκτήριο γεγονός για την περαιτέρω εξέλιξη του ελληνικού κινηματογράφου και την είσοδο στη Χρυσή Εποχή του.[45]

Μέσα από όλες αυτές τις ταινίες συστήθηκαν στο κοινό μερικά από τα γνωστότερα ονόματα του χώρου, όπως οι σκηνοθέτες-σεναριογράφοι Μιχάλης Κακογιάννης, Νίκος Τσιφόρος, Γρηγόρης Γρηγορίου και Νίκος Κούνδουρος και οι ηθοποιοί Ορέστης Μακρής, Βασίλης Λογοθετίδης, Βασίλης Διαμαντόπουλος, Ειρήνη Παππά, Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, Έλλη Λαμπέτη, Ίλυα Λιβυκού και Αλίκη Βουγιουκλάκη.

Η Χρυσή Εποχή (1955-1973)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Χρυσή Εποχή του ελληνικού κινηματογράφου χαρακτηρίζεται από τη συστηματική παραγωγή, διανομή σε βιομηχανική κλίμακα και τη δημιουργία ενός ισχυρού σταρ σύστεμ, βασισμένου σε ξένα πρότυπα.[46][47] Στο διάστημα αυτό, ιδιαίτερα τη δεκαετία του 1960, η Ελλάδα παρήγαγε τις περισσότερες ταινίες κατά κεφαλήν σε παγκόσμιο επίπεδο[4] ή, κατά άλλους, βρισκόταν στη δεύτερη θέση πίσω από το Μπόλυγουντ.[48] Ο ρυθμός αυξανόταν διαρκώς και από το 1960, όταν προβλήθηκαν 57 ταινίες, ο αριθμός έφτασε τις 196 το 1967.[49] Η Φίνος Φιλμ αναδείχθηκε στη μεγαλύτερη εταιρεία παραγωγής.[4] Οι βασικότεροι ανταγωνιστές της ήταν οι Ανζερβός, κυρίως τη δεκαετία του 1950, Δαμασκηνός-Μιχαηλίδης και Καραγιάννης-Καρατζόπουλος.[50]

Η αφίσα της ταινίας Ο Δράκος

Τυπικά, η έναρξη της Χρυσής Εποχής ορίζεται το 1955, όταν προβλήθηκαν τα Ιστορία μιας κάλπικης λίρας και Στέλλα. Η Ιστορία μιας κάλπικης λίρας, σε σκηνοθεσία του Γιώργου Τζαβέλλα, ήταν η πρώτη ελληνική ταινία που είχε τόσο μεγάλη διεθνή απήχηση, αφού προβλήθηκε σε περίβλεπτα φεστιβάλ, όπως αυτά της Βενετίας και του Κάρλοβι Βάρι.[51] Η Στέλλα, η δεύτερη ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη και το ντεμπούτο της Μελίνας Μερκούρη, προκάλεσε επίσης ιδιαίτερη αίσθηση στο εξωτερικό, καθώς προτάθηκε για το Χρυσό Φοίνικα στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών και τιμήθηκε με Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας.[52] Οι επόμενες ταινίες του Κακογιάννη (Το κορίτσι με τα μαύρα – 1956, Το τελευταίο ψέμα – 1958, Ερόικα – 1962, Ηλέκτρα – 1962) διακρίθηκαν επανειλημμένως σε ξένα φεστιβάλ και βραβεία.

Το 1956 προβλήθηκε Ο Δράκος του Νίκου Κούνδουρου, μια ταινία-σταθμός. Αντιμετωπίστηκε με εχθρότητα από κοινό και κριτικούς, αλλά απέσπασε θετικά σχόλια στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας[53] και σήμερα θεωρείται ευρέως ένα από τα αριστουργήματα της ελληνικής κινηματογραφίας.[54][55][56]

Τη δεκαετία του 1960 γυρίστηκαν μερικές από τις διασημότερες συμπαραγωγές με ξένες εταιρείες. Το Ποτέ την Κυριακή (1960) του Ζυλ Ντασέν κέρδισε το Όσκαρ Καλύτερου Πρωτότυπου Τραγουδιού για τη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι,[57] ενώ η Μελίνα Μερκούρη βραβεύτηκε με το Βραβείο Γυναικείου ρόλου στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών.[58] Το 1964 ο Αλέξης Ζορμπάς του Μιχάλη Κακογιάννη ήταν μια μεγάλη εισπρακτική επιτυχία, επίσης με διακρίσεις στα Όσκαρ.[59] Η συγκεκριμένη ταινία επηρέασε σε μεγάλο βαθμό την εικόνα της Ελλάδας στο εξωτερικό, μια επιρροή που είναι ευδιάκριτη ακόμα και σήμερα.[60]

Αν και στις αρχές της δεκαετίας του 1950 υπήρχε ένα σχετικά ευρύ φάσμα ειδών, με το χρόνο κυριάρχησαν οι κωμωδίες.[61] Παρά την κοινωνική και πολιτιστική τους σημασία, οι περισσότερες από αυτές χαρακτηρίζονται από αφέλεια και τυποποίηση στην αφήγηση.[62]

Η Αλίκη Βουγιουκλάκη έγινε γνωστή ως η «εθνική σταρ» της Ελλάδας[63]

Κεντρικές προσωπικότητες του κωμικού σινεμά αποτέλεσαν οι Αλέκος Σακελλάριος και Γιάννης Δαλιανίδης. Ο Σακελλάριος σκηνοθέτησε και έγραψε, συχνά μαζί με τον Χρήστο Γιαννακόπουλο, πολλές από τις πλέον αγαπητές κωμωδίες της εποχής, συμπεριλαμβανομένων των Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο (1955), Η θεία απ' το Σικάγο (1957), Ο Ηλίας του 16ου (1959), Τα κίτρινα γάντια (1960), Το ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο (1959) και Υπάρχει και φιλότιμο (1965). Η φιλμογραφία του Δαλιανίδη περιλαμβάνει πληθώρα γνωστών κωμωδιών (Ζητείται ψεύτης – 1961, Η Χαρτοπαίχτρα – 1964, Φωνάζει ο κλέφτης – 1965 κ.ά.), ενώ κάποιες εξ αυτών (Μερικοί το προτιμούν κρύο... – 1962, Κορίτσια για φίλημα – 1965 κ.ά.) θεωρούνται τα καλύτερα δείγματα εγχώριου μιούζικαλ.[64] Παράλληλα συνέδεσε το όνομά του με τα επιτυχημένα δράματα Ο Κατήφορος (1961) και Νόμος 4000 (1962).

Άλλες δημοφιλείς κωμωδίες είναι οι Της κακομοίρας (1963) του Ντίνου Κατσουρίδη και Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα (1965) του Γιώργου Τζαβέλλα. Ο Ντίνος Δημόπουλος, ασχολήθηκε κυρίως με την κωμωδία (Δεσποινίς διευθυντής – 1964, Μια τρελλή τρελλή οικογένεια – 1966 κ.ά.), όμως σκηνοθέτησε επίσης τις επιτυχημένες δραματικές ταινίες Λόλα (1964), Κοινωνία ώρα μηδέν (1966) και Κατηγορώ τους ανθρώπους (1966).

Παράλληλα, ιδιαίτερα λαοφιλείς αναδείχτηκαν οι μελοδραματικές ταινίες, σαν τον Λουστράκο (1962) της Μαρίας Πλυτά και το Με πόνο και με δάκρυα (1965) του Απόστολου Τεγόπουλου.

Αρκετές ταινίες αυτής της περιόδου υπέστησαν λογοκρισία. Η Συνοικία του όνειρο (1961) του Αλέκου Αλεξανδράκη αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα κατά τη διάρκειά της παραγωγής, αλλά και στην πρεμιέρα, καθώς σύμφωνα με την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, αποτελούσε δυσφήμηση για την εικόνα της χώρας.[65][66] Ορισμένες σκηνές της ταινίας κόπηκαν, αλλά ακόμα κι έτσι θεωρείται πλέον μια από τις σπουδαιότερες ελληνικές ταινίες.[65][67] Ο Αδελφός Άννα (1963) του Γρηγόρη Γρηγορίου λογοκρίθηκε λόγω των αναφορών στα θέματα της παιδοφιλίας και της σεξουαλικής κακοποίησης, ενώ το Αμόκ (1963) του Ντίνου Δημόπουλου θεωρήθηκε πολύ τολμηρό, λόγω του σεξουαλικού περιεχομένου ορισμένων σκηνών.[68]

Τα υπόλοιπα είδη τύχαιναν γενικά μικρότερης προσοχής, αν και ορισμένα είχαν αξιοπρόσεκτη παρουσία στο εξωτερικό. Για παράδειγμα, το ιστορικό δράμα Το χώμα βάφτηκε κόκκινο (1966) του Βασίλη Γεωργιάδη προτάθηκε για Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας.[69] Το Κοντσέρτο για πολυβόλα (1967) του Ντίνου Δημόπουλου αποτελεί ένα αξιόλογο πολεμικό δράμα. Όσον αφορά το νουάρ και το θρίλερ έγιναν λίγες, αλλά αξιόλογες προσπάθειες, όπως το Έγκλημα στα παρασκήνια (1960) του Ντίνου Κατσουρίδη, ένα από τα πλέον άρτια ελληνικά νουάρ,[70] ο Εφιάλτης (1961) του Ερρίκου Ανδρέου και Ο θάνατος θα ξανάρθει (1961) του Ερρίκου Θαλασσινού. Ο Φόβος (1966) του Κώστα Μανουσάκη ήταν μια πρωτοποριακή ταινία με στοιχεία θρίλερ, που παρότι προβλήθηκε σε αρκετές χώρες της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής, έμεινε για πολλά χρόνια στην αφάνεια.[71]

Το Ολύμπιον, η έδρα του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης

Ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα της δεκαετίας του 1960 ήταν η διοργάνωση της Εβδομάδας Ελληνικού Κινηματογράφου στη Θεσσαλονίκη, που μετεξελίχθηκε στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου. Παρά τα προβλήματα που κατά καιρούς έχει αντιμετωπίσει, η συνεισφορά του στα κινηματογραφικά πράγματα της Ελλάδας, αλλά και των Βαλκανίων γενικότερα, θεωρείται αξιοσημείωτη.[72][73]

Επί Χούντας (1967-1974)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στα πρώτα χρόνια από την επιβολή της Χούντας των Συνταγματαρχών, ο ελληνικός κινηματογράφος δεν άλλαξε σε μεγάλο βαθμό. Οι κωμωδίες και τα μιούζικαλ απολάμβαναν της προτίμησης του μεγαλύτερου μέρους του κοινού και τα πρόσωπα που πρωταγωνίστησαν την προηγούμενη περίοδο, συνέχισαν να δημιουργούν επικερδείς ταινίες, όπως οι Κάτι κουρασμένα παλικάρια (1967), Ένας ιππότης για τη Βασούλα (1968), Μια κυρία στα μπουζούκια (1968), Η αρχόντισσα κι ο αλήτης (1968), Η νεράιδα και το παλικάρι (1969), Η θεία μου η χίπισσα (1970) και Μια Ελληνίδα στο χαρέμι (1971).

Η δημοτικότητα του μελοδράματος έφτασε στο απόγειο με τις ταινίες της Κλακ Φιλμ, που χαρακτηρίζονταν από υπερβολικό συναισθηματισμό και έλλειψη πρωτοτυπίας.[74] Η διλογία Ξεριζωμένη γενιά (1968) και Η Οδύσσεια ενός ξεριζωμένου (1969) με πρωταγωνιστή το Νίκο Ξανθόπουλο, μακράν το διασημότερο ηθοποιό του είδους,[75] ήταν η πλέον επιτυχημένη.

Το Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση θεωρείται η κορυφαία στιγμή του Θανάση Βέγγου[76]

Το δικτατορικό καθεστώς επέβαλε έντονη λογοκρισία και προώθησε ενεργά ταινίες με πατριωτικό και αντικομμουνιστικό περιεχόμενο.[77] Πράγματι, γυρίστηκαν πολυάριθμες ταινίες με θέμα τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, την Αντίσταση (Όχι – 1969, Οι γενναίοι του Βορρά – 1969, Στη Μάχη της Κρήτης – 1970 κ.ά.) και την Επανάσταση του 1821 (Μαντώ Μαυρογένους – 1971, Παπαφλέσσας – 1971 κ.ά.). Το Υπολοχαγός Νατάσσα (1970) του Νίκου Φώσκολου παραμένει έως σήμερα μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του ελληνικού σινεμά.[78] Ο Ελληνοαμερικανός Τζέιμς Πάρις υπήρξε ο παραγωγός των περισσοτέρων, με μεγάλη τεχνική και οικονομική ενίσχυση από τη Χούντα.[77]

Παράλληλα όμως με αυτές, προβλήθηκαν οι Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση (1971) και Θανάση, πάρε τ' όπλο σου (1972) του Ντίνου Κατσουρίδη, που επίσης διαδραματίζονται στα χρόνια της Κατοχής, αλλά έχουν εμφανή αντιφασιστικά μηνύματα. Και οι δύο ταινίες γνώρισαν μεγάλη εισπρακτική και κριτική επιτυχία, προκαλώντας έντονες αντιδράσεις στη Χούντα, που λογόκρινε την ταινία και προέβαλε εμπόδια στην παραγωγή.[79]

Από τα μέσα του 1960, η παραγωγή των μεγάλων εταιρειών είχε διογκωθεί σε τέτοιο βαθμό, που η μικρή ελληνική αγορά δεν κατάφερε να τη στηρίξει. Ελάχιστες ταινίες εξάγονταν[3] και η αύξηση των πωλήσεων ήταν δυσανάλογη με την προσφορά νέων ταινιών, με αποτέλεσμα η μέση θεαματικότητα να πέσει σε ασύμφορα επίπεδα.[80] Επιπροσθέτως, ο κορεσμός ανάγκασε κριτικούς και κοινό να στρέψουν το βλέμμα τους στο σινεμά του εξωτερικού, που παρουσίαζε μεγαλύτερη πρωτοτυπία.[81] Αυτοί οι παράγοντες, μαζί με την είσοδο της τηλεόρασης στα σπίτια, οδήγησαν στην κατάρρευση του συστήματος που κυριαρχούσε μέχρι τότε.[82] Η συνολική παραγωγή μειωνόταν διαρκώς από το 1967 και από τις 196 ταινίες που προβλήθηκαν το έτος αυτό, ο αριθμός είχε πέσει κάτω από τις 100 το 1971.[49] Ομοίως, ο αριθμός των εισιτηρίων έφτασε στην κορυφή το 1968 και μετά ακολούθησε καθοδική πορεία.[83]

Προς το τέλος της Χούντας, οι Αλέκος Σακελλάριος και Γιάννης Δαλιανίδης ήταν ίσως οι πιο επιτυχημένοι σκηνοθέτες των μεγάλων στούντιο, με ταινίες όπως Η κόμησσα της Κέρκυρας (1972), Το κοροϊδάκι της πριγκηπέσσας (1972) και Η Μαρία της σιωπής (1973).

Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος

Από το 1970 εμφανίστηκαν οι πρώτες ταινίες που εντάσσονται στον Νέο Ελληνικό Κινηματογράφο,[84] ο οποίος γενικά χαρακτηρίζεται από την έμφαση στην καλλιτεχνική πτυχή των ταινιών και το πολιτικό περιεχόμενο.[85] Παρά τη λογοκρισία, οι σκηνοθέτες του ρεύματος αυτού κατάφεραν να θίξουν θέματα όπως ο Εμφύλιος Πόλεμος και η πολιτική καταπίεση.[86]

Το 1970 προβλήθηκε η Αναπαράσταση (1970), η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Διακρίθηκε στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου και σηματοδότησε την έναρξη του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου.[87] Η Ευδοκία (1971) του Αλέξη Δαμιανού είναι επίσης μια από τις σημαντικότερες ταινίες του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου και συγκαταλέγεται στις κορυφαίες του ελληνικού σινεμά γενικώς.[54]

Οι προαναφερθείσες ταινίες, μαζί με τις Μέρες του '36 (1972) του Αγγελόπουλου, Το προξενιό της Άννας (1972) του Παντελή Βούλγαρη, Ιωάννης ο βίαιος (1973) της Τώνιας Μαρκετάκη και Η φόνισσα (1974) του Κώστα Φέρρη, αποτέλεσαν την αιχμή του δόρατος για τη νέα πραγματικότητα του ελληνικού κινηματογράφου.

Ο ενθουσιασμός του κοινού οφειλόταν εν μέρει και στο γεγονός ότι οι νέοι αυτοί σκηνοθέτες ερευνούσαν σημαντικά ζητήματα, αντιμετωπίζοντας παράλληλα τη λογοκρισία της δικτατορίας.[88] Από αισθητικής άποψης, εισήγαγαν νέες γωνίες λήψεις, μείωσαν τη συμμετοχή της μουσικής και μετέφεραν τα γυρίσματα σε εξωτερικούς χώρους.[89] Ο σκηνοθέτης αντικατέστησε τον ηθοποιό ως την κινητήρια δύναμη της ταινίας,[90] ενώ παράλληλα απεικόνισαν πιο σύνθετους χαρακτήρες.[89] Επιπλέον, η νοοτροπία σε ό,τι αφορά την οικονομική πλευρά του σινεμά παραγωγή ήταν διαφορετική. Η χρηματοδότηση γινόταν από μικρές εταιρείες, όπως επίσης και η διανομή.[87][90] Η επίδραση του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου στο εγχώριο σινεμά αντικατοπτρίζεται και στην παραδοχή του 1970 ως το έτος που διαχωρίζει το «παλιό» και το «καινούργιο» ελληνικό σινεμά.[1]

Μεταπολίτευση και η κάμψη της δεκαετίας του 1980 (1974-1989)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Μεταπολίτευση έφερε ριζικές αλλαγές στο σύνολο της κοινωνίας και αυτό είχε άμεσο αντίκτυπο στην πολιτιστική ζωή της χώρας. Στο χώρο του κινηματογράφου, το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, που είχε ιδρυθεί το 1970, πέρασε στη δικαιοδοσία του Υπουργείου Πολιτισμού και άρχισε να παίζει μεγαλύτερο ρόλο στη χρηματοδότηση των ταινιών.[91] Παρόλα αυτά, η ελευθερία και κατ' επέκταση η κατάργηση της λογοκρισίας, σήμαινε ότι πλέον ήταν πιο δύσκολο για έναν σκηνοθέτη να είναι «τολμηρός».[88] Ταυτόχρονα, η αυξανόμενη διείσδυση της τηλεόρασης στα νοικοκυριά άλλαξε τις ψυχαγωγικές συνήθειες του πληθυσμού, με συνέπεια να μειωθούν δραματικά οι αίθουσες προβολής.[88] Αυτά τα δύο γεγονότα αποδυνάμωσαν μερικώς το καλλιτεχνικό σινεμά της εποχής, που ωστόσο επικράτησε στην εγχώρια σκηνή.

Ο Θίασος (1975), που διακρίθηκε σε αρκετά διεθνή φεστιβάλ, αποτελεί μια από τις πλέον φημισμένες ταινίες του ελληνικού σινεμά και καθιέρωσε τον Θόδωρο Αγγελόπουλο ως έναν σκηνοθέτη παγκοσμίου φήμης.[92] Οι τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας (1978) του Νίκου Παναγιωτόπουλου, Τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα (1979) του Νίκου Νικολαΐδη, Παραγγελιά! (1980) του Παύλου Τάσιου και Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο (1980) του Νίκου Τζίμα αποτελούν ορισμένες άλλες σημαντικές ταινίες της νέας εποχής.

Ως τα μέσα της δεκαετίας του 1970, το αντίβαρο του καλλιτεχνικού σινεμά ήταν οι ερωτικές ταινίες (Μιρέλλα, η σάρκα της ηδονής – 1973, Διεστραμμένοι από τη γέννα τους – 1974, Λεσβιακός Αύγουστος – 1974 κ.ά.). Έχοντας ξεκινήσει ήδη από τα τέλη του 1960, το ερωτικό σινεμά γνώρισε αξιοσημείωτη επιτυχία.[93] Προοδευτικά, ο ελληνικός κινηματογράφος γινόταν ολοένα και πιο εσωστρεφής. Ειδικά μετά το 1981, όταν εκλέχθηκε η σοσιαλιστική κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, δινόταν υπέρμετρη έμφαση στην καλλιτεχνική πλευρά των ταινιών και ο εμπορικός κινηματογράφος εξοβελίστηκε.[94] Ωστόσο, πολλές σημαντικές ταινίες προβλήθηκαν αυτή την περίοδο, όπως η Γλυκιά Συμμορία (1983) του Νίκου Νικολαΐδη, Ρεμπέτικο (1983) του Κώστα Φέρρη, Ταξίδι στα Κύθηρα (1984) του Θόδωρου Αγγελόπουλου και Η τιμή της αγάπης (1984) της Τώνιας Μαρκετάκη. Σε διαφορετική κατηγορία ανήκουν οι χιουμοριστικές ταινίες των Θόδωρου Μαραγκού και Νίκου Περάκη. Ο Μαραγκός με το Μάθε παιδί μου γράμματα (1981), τη μεγαλύτερη επιτυχία της χρονιάς, σατίριζε τα προβλήματα της παιδείας.[95] Η Λούφα και παραλλαγή (1984) του Περάκη ήταν η πιο επικερδής ταινία της δεκαετίας του 1980 και θεωρείται μια από τις πλέον εμβληματικές κωμωδίες του νεότερου ελληνικού κινηματογράφου.[78][96][97]

Η γενικευμένη εσωστρέφεια των Ελλήνων σκηνοθετών έκανε τις ταινίες αδιάφορες προς το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού. Αυτή η τάση είχε ως συνέπεια τη μεγάλη μείωση της προσέλευσης του κοινού στις κινηματογραφικές αίθουσες: από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 μέχρι το 1980 είχαν απωλέσει το 50% των θεατών.[98] Ο αριθμός των παραγόμενων ταινιών, που πλέον χρηματοδοτούνταν αποκλειστικά από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου,[99] επίσης μειωνόταν ραγδαία, με μόλις 20 ταινίες να προβάλλονται το 1989.[100]

Ο κύκλος του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου έκλεισε το 1985 με την ταινία Πέτρινα χρόνια του Παντελή Βούλγαρη, που είχε αξιόλογη πορεία στα ταμεία.[101] Γενικά, ο πολιτικός κινηματογράφος, που κούρασε το κοινό, είχε εκλείψει μέχρι το 1985, δίνοντας τη θέση του σε ταινίες με κοινωνικό περιεχόμενο.[102] Ωστόσο, η άνοδος των ταινιών σε βιντεοκασέτες την περίοδο αυτή είχε ως συνέπεια την επιμήκυνση της απουσίας του κοινού από τους κινηματογράφους.[103] Έτσι, ενώ υπήρξαν σημαντικές ταινίες, πολλές με διακρίσεις σε διεθνές επίπεδο, όπως οι Μανία (1985) του Γιώργου Πανουσόπουλου, Η Φωτογραφία (1986) του Νίκου Παπατάκη, Πρωινή περίπολος (1987) του Νίκου Νικολαΐδη, Ο Μελισσοκόμος (1986) και Τοπίο στην ομίχλη (1988) του Θόδωρου Αγγελόπουλου, το κοινό αδιαφορούσε.[104]

Μια από τις πιο ανορθόδοξες μορφές του κινηματογράφου αυτής της περιόδου ήταν ο Σταύρος Τορνές. Τα Καρκαλού (1984), Ντανίλο Τρέλες (1986) και Ένας ερωδιός για τη Γερμανία (1987) διαφέρουν υφολογικά από τις ταινίες των συγχρόνων του, λόγω του σουρεαλισμού και παραλογισμού που τις διέπουν.[105]

Η μεταβατική περίοδος 1990-1994

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το διάστημα μεταξύ 1990 και 1994 χαρακτηρίζεται από έντονες αλλαγές κοινωνικοπολιτικές αλλαγές. Η βιομηχανία του κινηματογράφου είχε σχεδόν καταρρεύσει, με το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου να είναι σχεδόν ο αποκλειστικός χρηματοδότης. Η παραγωγή συνέχισε την καθοδική της πορεία και το 1991 βγήκαν μόλις 14 μεγάλου μήκους ταινίες,[106] από τις οποίες ξεχωρίζουν οι Ήσυχες μέρες του Αυγούστου του Παντελή Βούλγαρη και Το Μετέωρο βήμα του πελαργού του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Το 1993, το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, στην προσπάθειά του να αναζωογονήσει το χώρο, οργάνωσε ένα πρόγραμμα χρηματοδότησης για νέους σκηνοθέτες.

Η βραβευμένη ταινία Απ' το χιόνι (1993) του Σωτήρη Γκορίτσα θεωρείται πρόδρομος ενός νέου στυλ στον ελληνικό κινηματογράφο.[107] Άλλες αξιόλογες ταινίες αυτής της τετραετίας είναι οι Μπάυρον: Μπαλάντα ενός δαιμονισμένου (1992) του Νίκου Κούνδουρου, Κρυστάλλινες νύχτες (1992) της Τώνιας Μαρκετάκη, Παρακαλώ γυναίκες, μην κλαίτε (1992) του Σταύρου Τσιώλη, Τα δελφινάκια του Αμβρακικού (1993), η τελευταία ταινία του Ντίνου Δημόπουλου, Η εποχή των δολοφόνων (1993) του Νίκου Γραμματικού, Καβάφης (1994) του Γιάννη Σμαραγδή, Ο κήπος του Θεού (1994) του Τάκη Σπυριδάκη και Τέλος εποχής (1994) του Αντώνη Κόκκινου.

Από τα μέσα του 1990 στις αρχές του 21ου αιώνα (1995-2008)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1995 αποτέλεσε έτος-ορόσημο για το ελληνικό σινεμά, λόγω της ταινίας Το βλέμμα του Οδυσσέα του Θόδωρου Αγγελόπουλου.[108] Λίγα χρόνια αργότερα, η βράβευση του Αγγελόπουλου με τον Χρυσό Φοίνικα για το Μία αιωνιότητα και μία μέρα (1998) αποτέλεσε επίσης ένα καθοριστικό γεγονός για τον σύγχρονο ελληνικό κινηματογράφο.[109]

Η πτώση του κομμουνισμού, η μεγάλη εισροή μεταναστών από το πρώην Ανατολικό Μπλοκ και οι μεταβολές στη δημογραφία της χώρας είχαν ολοένα και μεγαλύτερη επίδραση στον ελληνικό κινηματογράφο. Ως εκ τούτου, το ενδιαφέρον μετατοπίστηκε από τη διερεύνηση της νεοελληνικής ιστορίας σε μια ποικίλη θεματολογία (μετανάστευση, ΛΟΑΤ κ.ά.), η οποία αποτυπώθηκε με ρεαλισμό από πολλούς νέους σκηνοθέτες.[110] Όσον αφορά τον οικονομικό τομέα, η χρηματοδότηση γινόταν συχνά από τηλεοπτικά κανάλια[82] και η έλευση των multiplex κινηματογράφων είχε ως αποτέλεσμα την κατακόρυφη αύξηση των εισπράξεων των δημοφιλέστερων ταινιών.[111]

Ο Γιάννης Οικονομίδης

Το Από την άκρη της πόλης (1998) του Κωνσταντίνου Γιάνναρη θεωρείται μια ιδιαίτερα σημαντική ταινία, καθώς έθεσε τις βάσεις για ένα νέο είδος αστικού δράματος.[112] Ο Νίκος Γραμματικός μέσα από τους Απόντες (1996) απεικόνισε τις αλλαγές της ελληνικής κοινωνίας στο διάστημα 1986-1994. Στη συνέχεια, με την ταινία Ο βασιλιάς (2002) καταπιάστηκε με ένα από τα κυρίαρχα θέματα της τότε κινηματογραφίας, τη φυγή από την Αθήνα και την επιστροφή στην επαρχία.[113] Το 2002 προβλήθηκε το Σπιρτόκουτο, η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Γιάννη Οικονομίδη. Αυτή, αλλά και Η ψυχή στο στόμα (2006), δίχασαν το κοινό λόγω της πρωτόγνωρης λεκτικής βίας.[114] Παράλληλα, σημειώθηκε ανανέωση της κωμωδίας. Το Βαλκανιζατέρ (1997) του Σωτήρη Γκορίτσα, ένα εύστοχο σχόλιο πάνω στη νεοελληνική πραγματικότητα, ήταν και η πρώτη σύγχρονη ελληνική ταινία που έφτασε σε εξαψήφιο νούμερο εισιτηρίων (περίπου 180.000),[111] ενώ Η εαρινή σύναξις των αγροφυλάκων (1999) του Δήμου Αβδελιώτη βραβεύθηκε στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου.[115] Άξιο αναφοράς είναι και το Ας περιμένουν οι γυναίκες (1998), που τοποθέτησε τον Σταύρο Τσιώλη στους καλύτερους σκηνοθέτες του είδους.[114]

Ένα πιο εμπορικό είδος κωμωδίας είναι αυτό που συνδέεται με τα Ο οργασμός της αγελάδας (1997) της Όλγας Μαλέα και το Safe Sex (1999) των Μιχάλη Ρέππα και Θανάση Παπαθανασίου, που αναφέρονται στο θέμα της σεξουαλικότητας με έναν άγνωστο για την εποχή τρόπο. Μάλιστα, το Safe Sex υπήρξε μια πρωτοφανής εισπρακτική επιτυχία, καθώς έφτασε το 1,5 εκατομμύριο εισιτήρια.[78] Η επιτυχία του έδωσε ώθηση σε ανάλογου ύφους κωμωδίες, οι οποίες προσέλκυσαν πολλούς θεατές (Ένας κι Ένας – 2000, Στάκαμαν – 2001, Ο καλύτερός μου φίλος – 2001, Το κλάμα βγήκε απ' τον Παράδεισο – 2001 κ.ά.).[111] Το 2005, η Λούφα και Παραλλαγή: Σειρήνες στο Αιγαίο του Νίκου Περάκη ξεπέρασε το 1 εκατομμύριο εισιτήρια.[78]

Σταδιακά, και οι δραματικές ταινίες έφερναν περισσότερο κόσμο στους κινηματογράφους. Το 2003, η Πολίτικη Κουζίνα του Τάσου Μπουλμετή έσπασε κάθε ρεκόρ, αγγίζοντας το 1,6 εκατομμύριο εισιτήρια, και αποτελεί μέχρι σήμερα την πιο επικερδή ταινία του ελληνικού σινεμά.[78] Πλέον, αρκετές επιτυχημένες ταινίες, όπως οι Νύφες (2004) του Παντελή Βούλγαρη και το Ελ Γκρέκο (2007) του Γιάννη Σμαραγδή, ήταν συμπαραγωγές με ξένες εταιρείες, αλλά και με τηλεοπτικά κανάλια.[116] Αυτές, μαζί με τον Όμηρο (2005) του Κωνσταντίνου Γιάνναρη, άνοιξαν τον δρόμο για την αναγέννηση του ανεξάρτητου σινεμά, που δε θα βασιζόταν εξ ολοκλήρου στην κρατική στήριξη.[117]

Το σινεμά της κρίσης (2009-2019)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Γιώργος Λάνθιμος

Στα πρώτα χρόνια της οικονομικής κρίσης, οι εισπράξεις ήταν αρκετά υψηλές, με ταινίες όπως η Νήσος (2009) του Χρήστου Δήμα, Ψυχή Βαθιά (2009) του Παντελή Βούλγαρη και I Love Karditsa (2010) του Στράτου Μαρκίδη. Μάλιστα, σε αρκετές περιπτώσεις, οι ελληνικές ταινίες ξεπερνούσαν σε εισπράξεις μεγάλες παραγωγές του εξωτερικού.[111] Ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης αναδείχθηκε στον πλέον επιτυχημένο σκηνοθέτη της περιόδου, καθώς το Ένας άλλος κόσμος (2015) έκοψε περισσότερα εισιτήρια από κάθε άλλη ελληνική ταινία τη δεκαετία του 2010, ενώ το Αν... (2012) ξεπέρασε και αυτή τα 500.000 εισιτήρια.[118] Άλλες σημαντικές επιτυχίες της δεκαετίας είναι οι Το τανγκό των Χριστουγέννων (2011) του Νίκου Κουτελιδάκη, Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι (2012) του Γιάννη Σμαραγδή, Μικρά Αγγλία (2013) του Παντελή Βούλγαρη, Η Ρόζα της Σμύρνης (2016) του Γιώργου Κορδέλλα και Ευτυχία (2019) του Άγγελου Φραντζή.

Το 2009 προβλήθηκε ο Κυνοδόντας του Γιώργου Λάνθιμου. Είχε μεγάλη επιτυχία σε παγκόσμιο επίπεδο, καθώς μεταξύ άλλων βραβεύτηκε στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών[119] και ήταν υποψήφιο για Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας.[120] Η επόμενη ταινία του Λάνθιμου, Άλπεις (2011) είχε επίσης σημαντική φεστιβαλική πορεία. Μαζί με το εξίσου πολυβραβευμένο Attenberg (2010) της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη, τα έργα του Λάνθιμου δημιούργησαν ένα σύνολο που πολλοί ξένοι κριτικοί ονόμασαν Greek Weird Wave.[7][121] Με κοινά στοιχεία την εμμονή στη βία, συχνά με ακατάληπτους διαλόγους και αφύσικες ερμηνείες, το συγκεκριμένο ρεύμα περιλαμβάνει επίσης τις ταινίες Χώρα προέλευσης (2010) του Σύλλα Τζουμέρκα, Το αγόρι τρώει το φαγητό του πουλιού (2012) του Έκτορα Λυγίζου και Miss Violence (2013) του Αλέξανδρου Αβρανά.[8] Ο Αστακός (2015), η πρώτη αγγλόφωνη ταινία του Λάνθιμου, σηματοδότησε το τέλος του Greek Weird Wave.[122]

Με το Μαχαιροβγάλτη (2010) και Το μικρό ψάρι (2014), ο Γιάννης Οικονομίδης καθιερώθηκε ως ένας από τους σημαντικότερους δημιουργούς του σύγχρονου ελληνικού σινεμά.[114][123] Το μικρό ψάρι, υποψήφιο για τη Χρυσή Άρκτο,[124] βρίσκεται ανάμεσα σε πολλές άλλες ταινίες, όπως οι Στρέλλα (2009) και Ξενία (2014) του Πάνου Κούτρα, Chevalier (2015) της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη, Τετάρτη 04:45 (2016) του Αλέξη Αλεξίου και Suntan (2016) του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου, που απέσπασαν βραβεία και θετικές κριτικές σε εγχώρια και διεθνή φεστιβάλ.

Το σινεμά μετά την πανδημία (2020-σήμερα)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Πανδημία COVID-19 στην Ελλάδα που ξέσπασε μετά το πρώτο τρίμηνο του 2020 οδήγησε σε πολύμηνο κλείσιμο των κινηματογράφων, που συνεχίστηκε μέχρι και το 2021. Παγκοσμίως υπήρξε αναστολή κινηματογραφικών παραγωγών που άρχισε να επανέρχεται μετά την άνοιξη του 2021 με την πρόοδο του εμβολιασμού του πληθυσμού. Η πρώτη επιτυχημένη ταινία στις νέες συνθήκες που δημιουργήθηκαν ήταν Ο Άνθρωπος του Θεού, μια Ελληνική και διεθνής συμπαραγωγή σκηνοθετημένη από τη Σερβικής καταγωγής Γελένα Πόποβιτς, με κυρίως ελληνικούς συντελεστές. Αν και δεν ξεκίνησε με ευνοϊκές κριτικές, σημείωσε ρεκόρ εισιτηρίων πρώτου 4ημέρου με 61.000 εισιτήρια παρά τους περιορισμούς στην είσοδο του κοινού στις κινηματογραφικές αίθουσες.[125]

Στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο πολλές ταινίες, ιδίως οι κωμωδίες, περιείχαν μουσικές σκηνές.[126] Πολλοί κορυφαίοι μουσικοί και τραγουδιστές του λαϊκού ερμήνευσαν κομμάτια στις ταινίες αυτές, εμφανιζόμενοι στην οθόνη. Ανάμεσά τους συμπεριλαμβάνονται ο Μανώλης Χιώτης με τη Μαίρη Λίντα (Ο ατσίδας – 1962, Ο φίλος μου ο Λευτεράκης – 1963 κ.ά.), ο Γιώργος Ζαμπέτας (Τα κόκκινα φανάρια – 1963, Λόλα – 1964, Πατέρα κάτσε φρόνιμα – 1967 κ.ά.), ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης (Ζητείται ψεύτης – 1961, Συνοικία το Όνειρο – 1961 κ.ά.) και η Βίκυ Μοσχολιού (Περάστε την πρώτη του μηνός – 1965, Κατηγορώ τους ανθρώπους – 1966 κ.ά.).

Ο Μίμης Πλέσσας

Ένας από τους συνθέτες που έχει συνδέσει περισσότερο το όνομά του με τον ελληνικό κινηματογράφο, είναι ο Μίμης Πλέσσας. Ο Πλέσσας έχει γράψει τραγούδια για περισσότερες από 100 ταινίες,[127] ιδίως των δεκαετιών 1960 και 1970. Έγινε γνωστός κυρίως μέσα από τα μιούζικαλ του Γιάννη Δαλιανίδη (Μερικοί το προτιμούν κρύο... – 1962, Κάτι να καίει – 1964, Κορίτσια για φίλημα – 1964, Οι θαλασσιές οι χάντρες – 1966, Μια κυρία στα μπουζούκια – 1967, Μαριχουάνα stop! – 1971 κ.ά.), όπου εμπνεόμενος από το λαϊκό τραγούδι συνεργάστηκε με τον στιχουργό Λευτέρη Παπαδόπουλο και με μερικούς από τους διασημότερους τραγουδιστές της εποχής, όπως η Μαρινέλλα και ο Γιάννης Πουλόπουλος. Αντιθέτως, στα νουάρ Έγκλημα στα παρασκήνια (1960) και Πυρετός στην άσφαλτο (1967), ανέμειξε την τζαζ με τη ροκ.[128]

Ιδιαίτερα παραγωγικός ήταν και ο Μάνος Χατζιδάκις, καθώς έγραψε μουσική για 80 περίπου ταινίες, ελληνικές και ξένες.[129] Ανάμεσα σε αυτές είναι οι Ιστορία μιας κάλπικης λίρας (1955), Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο (1955), Ο Δράκος (1956), Μια ζωή την έχουμε (1958), Το ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο (1959), Μανταλένα (1960) και Η Αλίκη στο ναυτικό (1961). Τα πιο γνωστά του τραγούδια ερμήνευσε η Μελίνα Μερκούρη στις ταινίες Στέλλα (1955) και Ποτέ την Κυριακή (1960). Ειδικά η μουσική του Ποτέ την Κυριακή έκανε δημοφιλή την ελληνική μουσική στο διεθνές κοινό[130] και του χάρισε το Όσκαρ Καλύτερου Πρωτότυπου Τραγουδιού.[57]

Ο Μίκης Θεοδωράκης, ένας από τους πιο αναγνωρισμένους Έλληνες συνθέτες, έχει επίσης γράψει μουσική για περισσότερες από 40 ταινίες, πολλές εκ των οποίων ξένες.[131] Όσον αφορά τον ελληνικό κινηματογράφο, μουσική του ακούγεται μεταξύ άλλων στις Το ξυπόλυτο τάγμα (1953), Ποια είναι η Μαργαρίτα (1961), Συνοικία το Όνειρο (1961), Ηλέκτρα (1962), Το μπλόκο (1965) και Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο (1980). Με το «Συρτάκι» από την ταινία Αλέξης Ζορμπάς (1964), ο Θεοδωράκης έγινε γνωστός σε παγκόσμιο επίπεδο.[131]

Άλλοι σημαίνοντες συνθέτες, του παλιού κυρίως κινηματογράφου, είναι ο Γιώργος Κατσαρός (Κραυγή – 1964, Τα 201 καναρίνια – 1964, Η κόμησσα της Κέρκυρας – 1972 κ.ά.), ο Νίκος Μαμαγκάκης (Παρένθεση – 1968, Η νεράιδα και το παλικάρι – 1969, Λούφα και παραλλαγή – 1984 κ.ά.), ο Σταύρος Ξαρχάκος (Λόλα – 1964, Κορίτσια στον ήλιο – 1968, Ρεμπέτικο – 1983 κ.ά.), ο Αργύρης Κουνάδης (Τζο ο τρομερός – 1955, Αντιγόνη – 1961 κ.ά.), ο Γιάννης Μαρκόπουλος (Μικρές Αφροδίτες – 1963, Κοινωνία ώρα μηδέν – 1966 κ.ά.) και ο Χρήστος Λεοντής (Η ώρα της οργής – 1968, Τα δελφινάκια του Αμβρακικού – 1994).

Με την έλευση του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου, η μουσική έλαβε έναν πιο μινιμαλιστικό ρόλο.[89] Ωστόσο, υπάρχουν πολλές σημαντικές συνεργασίες. Για παράδειγμα, ο Διονύσης Σαββόπουλος τιμήθηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης για τη μουσική της ταινίας Happy Day (1976)[132] του Παντελή Βούλγαρη και η Ελένη Καραΐνδρου έχει συνθέσει τη μουσική για όλες τις ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου, από το Ταξίδι στα Κύθηρα (1984) και μετά. Το «Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας» του Μάνου Λοΐζου, που γράφτηκε για την ταινία Ευδοκία (1971), έχει αναδειχθεί σε ένα από τα διασημότερα ζεϊμπέκικα.[133][134]

Από τη σύγχρονη περίοδο του ελληνικού σινεμά ξεχωρίζουν οι βραβευμένοι Νίκος Κυπουργός (Ο δραπέτης – 1991, Πολυξένη: Μια ιστορία από την Πόλη – 2017), Παναγιώτης Καλατζόπουλος (Peppermint – 1999), Σταμάτης Κραουνάκης (Αυτή η νύχτα μένει – 2000), Γιάννης Αγγελάκας (Ο χαμένος τα παίρνει όλα – 2002, Ψυχή βαθιά – 2009), Ευανθία Ρεμπούτσικα (Πολίτικη κουζίνα – 2003), Σταμάτης Σπανουδάκης (Νύφες – 2004), Felizol (Νορβηγία – 2014, Τετάρτη 04:45 – 2015) και The Boy (Οι αισθηματίες – 2014, Winona – 2019).

  1. 1,0 1,1 Papadimitriou (2005), σελ. 13.
  2. Ρούβας, Άγγελος· Σταθακόπουλος, Χρήστος (2005). Ελληνικός Κινηματογράφος. Β΄. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. σελ. 278. ISBN 9789604067763. 
  3. 3,0 3,1 Tzioumakis, Yannis (2017). «What Makes a Film Greek: Inward Investment, Outward Aspirations, and the Case of Jules Dassin's Pote tin Kyriaki (Never on Sunday, 1960)». Film History 29 (2): 1–31. doi:10.2979/filmhistory.29.2.01. ISSN 0892-2160. http://www.jstor.org/stable/10.2979/filmhistory.29.2.01. 
  4. 4,0 4,1 4,2 Langman (2000), σελ. 196.
  5. Malcolm, Derek (15 Ιουνίου 2000). «Theo Angelopoulos: The Travelling Players». the Guardian (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 26 Μαρτίου 2018. 
  6. Karalis (2012), σελ. ix.
  7. 7,0 7,1 Rose, Steve (26 Αυγούστου 2011). «Attenberg, Dogtooth and the weird wave of Greek cinema». the Guardian (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 26 Μαρτίου 2018. 
  8. 8,0 8,1 Παρίδης, Χρήστος (2013-9-11). «Η επόμενη μέρα του weird wave». LiFO. http://www.lifo.gr/mag/features/3960. Ανακτήθηκε στις 2018-03-26. 
  9. Karalis (2012), σελ. 1.
  10. 10,0 10,1 Αργύρης, Τσιάπος. Οι πρώτες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου. Σέρρες: Α. Τσιάπος. σελ. 329–344. ISBN 978-960-93-7608-2. 
  11. «Νυκτερινή ζωή». Πατρίς: σελ. 3. 30 Νοεμβρίου 1911. 
  12. Karalis (2012), σελ. 2.
  13. Karalis (2012), σελ. 3.
  14. Iordanova (2006), σελ. 4.
  15. Eleftheriotis, Dimitris (2010). Cinematic Journeys: Film and Movement. Edinburgh: Edinburgh University Press. σελ. 145. ISBN 9780748633135. 
  16. Αρκολάκης (2009), σελ. 160.
  17. Αρκολάκης (2009), σελ. 161.
  18. 18,0 18,1 Abel, Richard, επιμ. (2005). Encyclopedia of Early Cinema. Abingdon, Oxon, OX: Routledge. σελ. 287. ISBN 9780415234405. 
  19. Karalis (2012), σελ. 7.
  20. 20,0 20,1 Karalis (2012), σελ. 8.
  21. Αρκολάκης (2009), σελ. 167.
  22. Αρκολάκης (2009), σελ. 173.
  23. Karalis (2012), σελ. 12.
  24. Παραδείση & Νικολαΐδου (2017), σελ. 39.
  25. Karalis (2012), σελ. 13.
  26. 26,0 26,1 Αρκολάκης (2009), σελ. 184.
  27. Σολδάτος (2015), σελ. 13.
  28. Bandhauer, Andrea· Royer, Michelle (2015). Stars in World Cinema: Screen Icons and Star Systems across Cultures. London: I.B. Tauris. σελ. 186. ISBN 9781780769776. 
  29. «Οι Ιταλοί θαυμάζουν το «Δάφνις και Χλόη»». Ελευθεροτυπία. 2009-07-03. http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=60015. Ανακτήθηκε στις 2018-03-26. 
  30. Karalis (2009), σελ. 26.
  31. Nowell-Smith, Geoffrey (2017). The History of Cinema: A Very Short Introduction. Oxford, United Kingdom: Oxford University Press. σελίδες 13–14. ISBN 9780198701774. 
  32. Karalis (2012), σελ. 22.
  33. Karalis (2012), σελ. 22-23.
  34. Γιάννης, Σολδάτος (2002). Ιστορία του Ελληνικού Κινηματογράφου. 1ος. Αθήνα: Αιγόκερως. σελίδες 47–48. ISBN 9603221236. 
  35. Αρκολάκης (2009), σελ. 195.
  36. Karalis (2012), σελ. 31.
  37. Karalis (2012), σελ. 32.
  38. 38,0 38,1 38,2 Παραδείση & Νικολαΐδου (2017), σελ. 40.
  39. Τριανταφυλλίδης (2000), σελ. 48-49.
  40. Αρκολάκης (2002), σελ. 201.
  41. Ζουμπουλάκης, Γιάννης (14 Σεπτεμβρίου 2014). «Γιώργος Τζαβέλλας: Ο πρίγκιπας του ελληνικού κινηματογράφου». Το Βήμα. Ανακτήθηκε στις 27 Μαρτίου 2018. 
  42. Luhr (1987), σελ. 275.
  43. Σολδάτος (2015), σελ. 16.
  44. Τριανταφυλλίδης (2000), σελ. 55.
  45. Karalis (2012), σελ. 52.
  46. Kazakopoulou, Tonia (2015). Nelmes, Jill· Selbo, Jule, επιμ. Women Screenwriters: An International Guide. Houndmills, Basingstoke, Hampshire: Springer. σελ. 399. ISBN 9781137312372. 
  47. Papadimitriou (2005), σελ. 123.
  48. Karalis (2012), σελ. 79.
  49. 49,0 49,1 Σωτηροπούλου (1995), σελ. 38.
  50. Papadimitriou (2015), σελ. 117.
  51. Πασχάλη, Μαρία (8 Απριλίου 2012). «Γιώργος Τζαβέλλας: Αγόρι μου, εν αρχή ην ο λόγος». Το Βήμα. Ανακτήθηκε στις 29 Μαρτίου 2018. 
  52. Karalis (2012), σελ. 187.
  53. Γκιώνης, Δημήτρης (2016-08-07). «Ενας «Δράκος» χρειαζόταν…». Η Εφημερίδα των Συντακτών. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2017-12-26. https://web.archive.org/web/20171226094909/http://www.efsyn.gr/arthro/enas-drakos-hreiazotan. Ανακτήθηκε στις 2018-03-31. 
  54. 54,0 54,1 «Οι ψηφοφορίες της ΠΕΚΚ». www.pekk.gr. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 29 Μαρτίου 2018. 
  55. Ζουμπουλάκης, Γιάννης (4 Ιανουαρίου 2015). «Ντίνος Ηλιόπουλος: Ο αέρινος και συνεσταλμένος υπηρέτης της τέχνης του». Το Βήμα. Ανακτήθηκε στις 29 Μαρτίου 2018. 
  56. Βροντή, Σελάνα (2014-12-22). «Οι πιό αγαπημένες ελληνικές ταινίες όλων των εποχών». Η Καθημερινή. http://www.kathimerini.gr/796926/article/politismos/kinhmatografos/oi-pio-agaphmenes-ellhnikes-tainies-olwn-twn-epoxwn. Ανακτήθηκε στις 2018-03-29. 
  57. 57,0 57,1 «The 33rd Academy Awards | 1961» (στα αγγλικά). Oscars.org | Academy of Motion Picture Arts and Sciences. https://www.oscars.org/oscars/ceremonies/1961. Ανακτήθηκε στις 2018-04-06. 
  58. «Never on Sunday». Festival de Cannes (στα Γαλλικά). Ανακτήθηκε στις 29 Μαρτίου 2018. 
  59. «The 37th Academy Awards | 1965» (στα αγγλικά). Oscars.org | Academy of Motion Picture Arts and Sciences. https://www.oscars.org/oscars/ceremonies/1965. Ανακτήθηκε στις 2018-03-31. 
  60. Karalis (2012), σελ. 101-102.
  61. Karalis (2012), σελ. 58.
  62. Karalis (2012), σελ. 87.
  63. ««Μεγάλοι Ελληνες Ηθοποιοί» με την «Κ» της Κυριακής: Η βιογραφία της «Εθνικής Σταρ», Αλίκης Βουγιουκλάκη». Η Καθημερινή. 9 Νοεμβρίου 2018. Ανακτήθηκε στις 16 Απριλίου 2020. 
  64. Karalis (2012), σελ. 130.
  65. 65,0 65,1 Ζουμπουλάκης, Γιάννης (5 Ιουνίου 2011). «Μια θρυλική συνοικία, μια καταραμένη ταινία». Το Bήμα. Ανακτήθηκε στις 29 Μαρτίου 2018. 
  66. Γκιώνης, Δημήτρης (2016-10-02). ««Συνοικία το όνειρο» - η περιπέτεια μιας ταινίας». Η Εφημερίδα των Συντακτών. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2017-09-11. https://web.archive.org/web/20170911142927/http://www.efsyn.gr/arthro/synoikia-oneiro-i-peripeteia-mias-tainias. Ανακτήθηκε στις 2018-03-29. 
  67. Sifaki, Poupou & Nikolaidou (2014), σελ. 38.
  68. Karalis (2012), σελ. 108-109.
  69. «The 38th Academy Awards | 1966» (στα αγγλικά). Oscars.org | Academy of Motion Picture Arts and Sciences. https://www.oscars.org/oscars/ceremonies/1966. Ανακτήθηκε στις 2018-03-31. 
  70. Δερμεντζόγλου, Αλέξης, επιμ. (2007). Σε Σκοτεινούς Δρόμους. Θεσσαλονίκη: Ερωδιός. σελίδες 44–45. ISBN 9789604540662. 
  71. Τρούσας, Φώντας (2017-07-10). «Ο «Φόβος» του Κώστα Μανουσάκη: μια θρυλική ταινία από το 1966 με αληθινή διεθνή καριέρα». LiFO. http://www.lifo.gr/articles/cinema_articles/152077. Ανακτήθηκε στις 2018-03-29. 
  72. Karalis (2012), σελ. 89.
  73. de Valck, Marijke (2007). Film festivals : from European geopolitics to global cinephilia. Amsterdam: Amsterdam University Press. σελ. 110. ISBN 9789053561928. 
  74. Karalis (2012), σελ. 136.
  75. Papadimitriou (2005), σελ. 35.
  76. «Ντίνος Κατσουρίδης: μόνο σινεμά». flix.gr. Ανακτήθηκε στις 1 Απριλίου 2018. 
  77. 77,0 77,1 Karalis (2012), σελ. 138.
  78. 78,0 78,1 78,2 78,3 78,4 Δερμιτζάκης (2016), σελ. 41.
  79. Γεωργακοπούλου, Βένα (2010-01-11). «Ο Κατσουρίδης πήρε τ' όπλο του». Ελευθεροτυπία. http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=119663. Ανακτήθηκε στις 2018-04-01. 
  80. Papadimitriou (2005), σελ. 15.
  81. Karalis (2012), σελ. 137.
  82. 82,0 82,1 Papadimitriou (2005), σελ. 16.
  83. Σωτηροπούλου (1995), σελ. 37.
  84. Luhr (1987), σελ. 279.
  85. Iordanova (2006), σελ. 100.
  86. Langman (2000), σελ. 197.
  87. 87,0 87,1 Papadimitriou (2015), σελ. 120.
  88. 88,0 88,1 88,2 Horton (2016), σελ. 76.
  89. 89,0 89,1 89,2 Karalis (2012), σελ. 148.
  90. 90,0 90,1 Karalis (2012), σελ. 154.
  91. Karalis (2012), σελ. 193.
  92. Horton (2016), σελ. 123.
  93. Karalis (2012), σελ. 166.
  94. Karalis (2012), σελ. 196.
  95. Karalis (2012), σελ. 199.
  96. Κατσουνάκη, Μαρία (2017-10-23). «Νίκος Περάκης, ο παρατηρητής». Η Καθημερινή. http://www.kathimerini.gr/931345/article/proswpa/synentey3eis/nikos-perakhs-o-parathrhths. Ανακτήθηκε στις 2018-04-02. 
  97. Ζουμπουλάκης, Γιάννης (4 Δεκεμβρίου 2005). «Η «Λούφα» τότε και τώρα». Το Bήμα. Ανακτήθηκε στις 2 Απριλίου 2018. 
  98. Karalis (2012), σελ. 181.
  99. Βασίλης, Ραφαηλίδης (1995). Ελληνικός κινηματογράφος: Κριτική 1965-1995. Αθήνα: Αιγόκερως. σελ. 94. ISBN 9789603220695. 
  100. Karalis (2012), σελ. 226.
  101. Karalis (2012), σελ. 210.
  102. Karalis (2012), σελ. 201.
  103. Κασσαβέτη, Ορσαλία-Ελένη (2014). Η ελληνική βιντεοταινία (1985-1990): Ειδολογικές, κοινωνικές και πολιτισμικές διαστάσεις. Αθήνα: Ασίνη. σελ. 15. ISBN 9786188087248. 
  104. Karalis (2012), σελ. 218.
  105. Karalis (2012), σελ. 213.
  106. Karalis (2012), σελ. 229.
  107. Karalis (2012), σελ. 234.
  108. Karalis (2012), σελ. 250.
  109. Κατσουνάκη, Μαρία (2015-05-24). «Από τον Αγγελόπουλο στον Λάνθιμο και αντίστροφα». Η Καθημερινή. http://www.kathimerini.gr/816219/opinion/epikairothta/politikh/apo-ton-aggelopoylo-ston-lan8imo-kai-antistrofa. Ανακτήθηκε στις 2018-04-04. 
  110. Karalis (2012), σελ. 239.
  111. 111,0 111,1 111,2 111,3 Χαρμπής, Αιμίλιος (2016-03-06). «Η τιμή του ελληνικού σινεμά». Η Καθημερινή. http://www.kathimerini.gr/851782/article/politismos/kinhmatografos/h-timh-toy-ellhnikoy-sinema. Ανακτήθηκε στις 2018-04-04. 
  112. Karalis (2012), σελ. 254.
  113. Karalis (2012), σελ. 248.
  114. 114,0 114,1 114,2 Δερμιτζάκης (2016), σελ. 24.
  115. Ζουμπουλάκης, Γιάννης (10 Φεβρουαρίου 2013). «Φεστιβάλ Βερολίνου: Οι ξένοι δεν μας κάνουν χάρη». Το Bήμα. Ανακτήθηκε στις 4 Απριλίου 2018. 
  116. Karalis (2012), σελ. 277.
  117. Karalis (2012), σελ. 265.
  118. Εκσιέλ, Ρόμπυ (15 Μαΐου 2019). «Ξέρουμε τι βλέπατε εδώ και εννέα χρόνια: Ελληνικό box office 2010-2019». flix.gr. Ανακτήθηκε στις 17 Μαΐου 2019. 
  119. «Kynodontas». Festival de Cannes (στα Γαλλικά). Ανακτήθηκε στις 4 Απριλίου 2018. 
  120. «The 83rd Academy Awards | 2011» (στα αγγλικά). Oscars.org | Academy of Motion Picture Arts and Sciences. https://www.oscars.org/oscars/ceremonies/2011. Ανακτήθηκε στις 2018-04-04. 
  121. «Dark, haunting and wonderfully weird». The Economist (στα Αγγλικά). 6 Δεκεμβρίου 2011. Ανακτήθηκε στις 4 Απριλίου 2018. 
  122. Αντίοχος, Γιάγκος (2015-10-20). «Ο «Αστακός» και το τέλος του Greek Weird Wave». Αθηνόραμα. http://www.athinorama.gr/cinema/article/o_astakos_kai_to_telos_tou_greek_weird_wave-2509839.html. Ανακτήθηκε στις 2018-04-05. 
  123. Παραδείση & Νικολαΐδου (2017), σελ. 254.
  124. Κρανάκης, Μανώλης (12 Φεβρουαρίου 2014). «Berlinale 2014 - Μέρα 6η: To «Μικρό Ψάρι» του Γιάννη Οικονομίδη σε πρώτο πλάνο». flix.gr. Ανακτήθηκε στις 5 Απριλίου 2018. 
  125. «Ρεκόρ εισιτηρίων στη μετα-covid εποχή από τον «Άνθρωπο του Θεού» – Μια ματιά στο ελληνικό box-office | LiFO». www.lifo.gr. 2 Σεπτεμβρίου 2021. Ανακτήθηκε στις 20 Οκτωβρίου 2021. 
  126. Papadimitriou (2005), σελ. 28.
  127. Βαρδάκη, Έρη (14 Νοεμβρίου 2016). «Μίμης Πλέσσας: «Αν δεν είσαι τρελός, δεν κάνεις αυτή τη δουλειά»». Το Bήμα. Ανακτήθηκε στις 6 Απριλίου 2018. 
  128. Karalis (2012), σελ. 94.
  129. Κρανάκης, Μανώλης (15 Ιουνίου 2015). «Τα 10 καλύτερα κινηματογραφικά τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι». flix.gr. Ανακτήθηκε στις 6 Απριλίου 2018. 
  130. Hischak (2015), σελ. 289.
  131. 131,0 131,1 Hischak (2015), σελ. 664.
  132. Τρούσας, Φώντας (2014-12-02). «Ο Σαββόπουλος ήθελε να μπει στο συγκρότημά μας, αλλά δεν τον θέλαμε επειδή δεν ήταν μοντέρνος». LiFO. http://www.lifo.gr/team/music/53545. Ανακτήθηκε στις 2018-04-07. 
  133. Κατσαντώνη, Χριστίνα (2015-05-28). «Η ιστορία του θρυλικού ζεϊμπέκικου της Ευδοκίας». The TOC. http://www.thetoc.gr/magazine/eudokia-i-istoria-tou-thrulikou-zeimpekikou. Ανακτήθηκε στις 2018-04-07. 
  134. «Το κατά Δαμιανόν ζεϊμπέκικο της «Ευδοκίας»». Η Καθημερινή. 2006-05-14. http://www.kathimerini.gr/250913/article/politismos/arxeio-politismoy/to-kata-damianon-zeimpekiko-ths-eydokias. Ανακτήθηκε στις 2018-04-07. 

Ελληνική

  • Αρκολάκης, Μανόλης (2009). Ελληνικός κινηματογράφος (1896-1939): συγκρίσεις σε ευρωπαϊκό και μεσογειακό πλαίσιο. Τρόποι παραγωγής και διανομής, Διδακτορική διατριβή, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο (ΕΑΠ), Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών.
  • Δερμιτζάκης, Σπύρος Γ. (2016). 100 Χρόνια Σινεμά: Ιστορία του Ελληνικού Κινηματογράφου. Θεσσαλονίκη: Ρώμη. ISBN 9786185140908.
  • Παραδείση, Μαρία & Νικολαΐδου, Αφροδίτη (επιμ.) (2017). Από τον Πρώιμο στον Σύγχρονο Ελληνικό Κινηματογράφο: Ζητήματα μεθοδολογίας, θεωρίας, ιστορίας. Αθήνα: Gutenberg. ISBN 9789600118360.
  • Σολδάτος, Γιάννης (2015). Συνοπτική Ιστορία του Ελληνικού Κινηματογράφου. Αθήνα: Αιγόκερως. ISBN 9789603224891.

Ξενόγλωσση

  • Horton, Andrew (2016). The Films of Theo Angelopoulos: A Cinema of Contemplation. Princeton, New Jersey: Princeton University Press. ISBN 9781400884421.
  • Iordanova, Dina (2006). The Cinema of the Balkans. London: Wallflower. ISBN 9781904764816.
  • Karalis, Vrasidas (2012). A History of Greek Cinema. New York & London: Continuum. ISBN 9781441194473
  • Langman, Larry (2000). Destination Hollywood: The Influence of Europeans on American Filmmaking. Jefferson, N.C.: McFarland. ISBN 9780786406814.
  • Luhr, William (1987). World Cinema Since 1945. New York: Ungar. ISBN 9780804430784.
  • Papadimitriou, Lydia (2005). The Greek Film Musical: A Critical and Cultural History. Jefferson, N.C.: McFarland. ISBN 9781476610184.


Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ψηφιακό αρχείο ΕΡΤ

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]