Γενική

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η γενική είναι μαζί με την αιτιατική μία από τις δύο (παλαιότερα τρεις) πλάγιες πτώσεις της Ελληνικής και η πτώση που μεταχειρίζονται οι περισσότεροι λαοί στη γλώσσα τους όταν ζητούν απάντηση στο ερώτημα τίνος; Γενική έχουν πολλές γλώσσες, όμως δεν την σχηματίζουν όλες μονολεκτικά ή με τον ίδιο τρόπο. Στις περισσότερες γλώσσες η γενική δηλώνει κτήση (το σπίτι του Κώστα) ή στενή συσχέτιση (η αδελφή του Κώστα), ύλη ή περιεχόμενο (αποθήκη σιτηρών, ομάδα ανδρών), σύνολο στο οποίο ανήκει κάτι ή διαίρεση (από τα βάθη της ψυχής μου), το υποκείμενο ως υποκειμενική γενική (η αγάπη της μάνας), το αντικείμενο ή γενική αντικειμενική (οι υπερασπιστές της Ακρόπολης, λάτρης της μουσικής), γενική κατηγορηματική όταν υπάρχει συνδετικό ρήμα στην περίπτωση των Ελληνικών (το φαγητό είναι της ώρας), καταγωγή, γένος (Σωκράτης Ξανθίππου), ιδιότητα όταν δεν υπάρχει συνδετικό ρήμα και κατά συνέπεια δεν πρόκειται για κατηγορηματική γενική (παπούτσια περιπάτου) και πολλά άλλα.

Κάθε γλώσσα έχει το δικό της τρόπο να κλίνει τα ονόματα και να εκφέρει τη γενική ή να αντιμετωπίζει συντακτικά και γραμματικά τον προσδιορισμό της κτήσης, της συσχέτισης, της εξάρτησης, της πηγής, της αφετηρίας κ.λπ. Σε γενικές γραμμές τη συγκεκριμένη πτώση σε ποικίλες μορφές διαθέτουν μεταξύ άλλων γλωσσών τα Αλβανικά, τα Αραβικά, τα Αρμενικά, τα Βασκικά, τα Γερμανικά, τα Γεωργιανά, τα Εσθονικά, τα Ιρλανδικά, τα Λατινικά, τα Λιθουανικά, τα Πολωνικά, τα Ρουμανικά, τα Ρωσικά, τα Σανσκριτικά, τα Σερβικά, τα Σλοβακικά, τα Τουρκικά, τα Τσέχικα, τα Φινλανδικά, κ.ά.

Σε άλλες γλώσσες η γενική σχηματίζεται με αρκετές αλλαγές, όπως ταυτόχρονα στο άρθρο, στον τονισμό, συχνά στο ίδιο το θέμα της λέξης και πάντα στην κατάληξη (όπως στα Αρχαία και Νέα Ελληνικά) και σε άλλες διαμορφώνεται πιο απλά, με επιθήματα στο τέλος της λέξης (π.χ. στα Αγγλικά ή στα Ολλανδικά) ή με χρήση μιας πρόθεσης που δείχνει συσχέτιση ή κατοχή (στα Αγγλικά η πρόθεση «of» και στα Γαλλικά η «de») ή με αλλαγή του άρθρου (όπως στα Γερμανικά)

Ετυμολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η λέξη γενική (genitive στα Αγγλικά, από το λατινικό genitivus που προήλθε με τη σειρά του από την ελληνική «γενική πτώση») ονομάστηκε έτσι επειδή απέδιδε το «γένος» (την καταγωγή, το είδος, αλλά και το γενικότερο σύνολο στο οποίο κάτι ανήκε ή από το οποίο εξηρτάτο ή την έκταση στην οποίο αυτό εξαπλούτο - π.χ. «Σωκράτης Δημοσθένους», δηλαδή «του Δημοσθένη», «τρίχες κεφαλής», «σταγόνες ύδατος», «Έκτορος Ανδρομάχη» κ.λπ.)[1]. Φανέρωνε την γενική έννοια σε αντίθεση προς τις ειδικές έννοιες που υπάγονταν σε εκείνην. Ονομαζόταν επίσης[2] και πατρική και κτητική πτώση και από αυτούς τους όρους προήλθε και η λατινική πτώση genitivus patricus και communis.

Αρχαία Ελληνικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η γενική επιστημονική εκτίμηση[3] είναι ότι η γενική είχε τόσο ποικίλες εφαρμογές που κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά ποια ήταν η αρχική και να κατηγοριοποιήσει ανάλογα τις χρήσεις. Σε αρχαιότατους χρόνους η γενική αφομοίωσε και την πτώση της αφαιρετικής που απαντούσε στο ερώτημα «πόθεν» (από πού;) ή γενικά έδειχνε την αφετηρία, και έτσι διαμορφώθηκε τότε η γενική αφαιρετική. Όμως υπήρχε κυρίως η καθαρή γενική που λειτουργούσε σε πολλά επίπεδα.

Σχηματιζόταν κατά ποικίλους τρόπους και στο πέρασμα των αιώνων, ανάλογα και με την τοπική διάλεκτο κάθε περιοχής, πήρε πολλές μορφές. Στα πρωτόκλιτα για παράδειγμα ξεκίνησε στον ενικό από την απλή προσθήκη της κατάληξης -ας (και -οιο ή -ο στα δευτερόκλιτα), αλλά στη δωρική διάλεκτο κυριάρχησε αρχικά στη γενική των πρωτοκλίτων το και στην αρχαία αρκαδική το -αυ και -ου ενώ στην ιωνική το -ηο και -ευ και -εω. Στην αττική διάλεκτο η γενική ενικού είχε συχνότερα την κατάληξη -ου που προήλθε κυρίως από τα δευτερόκλιτα - εκείνα που στην γενική έληγαν σε -οιο και -οο. Από τη βαθμιαία συναίρεση των τελευταίων, προήλθε η κατάληξη -ου. Η συναίρεση όμως στη δωρική[4] και αρκαδική ή λεσβιακή διάλεκτο απέφερε το και όχι το -ου (π.χ. ανέμω και όχι του ανέμου)

Σταδιακά μερικά ονόματα άρχισαν να σχηματίζουν τη γενική χωρίς την κατάληξη -ου αλλά με απάλειψη του τελικού που είχαν στην ονομαστική (π.χ. ο βορράς, του βορρά)

Η γενική του δυϊκού έληγε σε -αιν και -οιν ή -οιιν ή -ωιν και -ῳν.

Η γενική πληθυντικού έληγε σε -αων, -ηων, -εων, -ῶν, -αν, -αουν (ανάλογα με τις διαλέκτους)

Μεσαιωνικά Ελληνικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Μεσαίωνα η γενική απλοποιήθηκε ακόμα περισσότερο και κυριάρχησαν στις καταλήξεις της το και το ενώ στο Βυζάντιο έχουμε και άλλους τύπους (π.χ. του Ραγκαβέ, του Κολοκύρι, του Μωρολέ, του Δάναπρι, του Τίγρη αντί του αρχαιότερου Τίγρητος κ.λπ.) Στο Μεσαίωνα ουσιαστικά η χρήση της γενικής περιορίστηκε κατά πολύ και αντικαταστάθηκε σε πολλές ελληνόφωνες περιοχές με εμπρόθετες περιφράσεις (αντί π.χ. η μυρωδιά του κρέατος, έλεγαν η μυρωδιά από το κρέας). Ταυτόχρονα, πάντως, συνέχιζε να επιβιώνει και μαζί με την αιτιατική, κατάπιαν τελείως τη δοτική.

Νέα Ελληνικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η γενική αναβίωσε και ξαναβρήκε πολλές από τις παλιότερες χρήσεις της. Στη Νέα Ελληνική προσδιορίζει συνήθως ένα άλλο όνομα (ή συνοδεύει ρήμα συνήθως συνδετικό) και δηλώνει στις περισσότερες περιπτώσεις σχέση κτήσης/καταγωγής/εξάρτησης/συγγένειας/στενής σχέσης (το σπίτι του Παπαδόπουλου, η Μαρία Παπαδοπούλου, δηλαδή η κόρη του Παπαδόπουλου, Δαρείου παίδες, ο εγγονός του Γιώργου, ο προϊστάμενος του Κώστα, το αφεντικό της Μαρίας, ο κολλητός της Ελένης κ.λπ.) Σε γενική πτώση βρίσκονται και οι ονομασίες των οδών καθώς θεωρούνται αφιερωμένες σε άνθρωπο ή γεγονός ή τόπο που ο λαός επιθυμεί να μείνει αλησμόνητος: η οδός (του) Βαλτετσίου, η οδός (του) Ιπποκράτους. Επίσης για τον ίδιο λόγο χρησιμοποιείται η γενική και σε περιοχές π.χ. (στου) Ζωγράφου, (στου) Φιλοπάππου. Υπάρχουν ελάχιστες εξαιρέσεις όπου η ονομασία της οδού προέρχεται από κάποια κατηγοριοποίηση, χρήση ή χαρακτηρισμό: η Ιερά οδός, η Εγνατία οδός, η Ιωνία οδός, η Αττική οδός, οπότε δεν εκφέρεται στη γενική. Στα Νέα Ελληνικά η γενική πτώση χρησιμοποιείται και για τα επώνυμα των γυναικών: π.χ. η Ελένη Παπαδοπούλου. Σε αυτήν την περίπτωση κλίνεται μόνον το μικρό όνομα και όχι το επώνυμο (δηλαδή της Ελένης Παπαδοπούλου). Επίσης δεν κλίνεται και η οδός (τής οδού Υψηλάντου, στην οδό Υψηλάντου).

Στη γενική κτητική προσεγγίζει και ουσιαστικά ανήκει η γενική του δημιουργού (π,χ, οι Νόμοι του Σόλωνα, ο Νόμος του Νεύτωνα), η τοπική (σκοτώθηκε στη Ναυμαχία της Σαλαμίνας) ή στη χρονική (θα έρθω του χρόνου, θα γίνει στα μέσα της εβδομάδας) καθώς και του σκοπού ή χρήσης (ποτήρι του νερού, καλάμι ψαρέματος).

Συγγενής προς την κτητική είναι και η γενική της παρομοίωσης, π.χ. είχε μάτια ελαφίνας, είχε ποδάρια λαγού, αθωότητα παιδιού.

Κοντά στην αρχαία αφαιρετική γενική που απαντούσε στο πόθεν και δήλωνε την αφετηρία είναι η σύγχρονη γενική της προέλευσης ή της πηγής (π.χ. το φως του ήλιου/των κεριών/του φεγγαριού). Επίσης κοντά της θεωρείται ότι είναι και η σημερινή γενική που συντάσσεται με ρήματα που δηλώνουν χωρισμό ή στέρηση ή απαλλαγή, π.χ. «ελεύθερος των κατηγοριών», «κενός αέρος» «ελεύθερος υπηρεσίας», «άμοιρος ευθυνών».

Εκτός από τη γενική κτητική και την αφαιρετική, μέχρι σχετικά πρόσφατα ήταν σε χρήση και η γενική διαιρετική, όμως δεν συνηθίζεται ιδιαίτερα με τον αρχαίο τρόπο. Μέχρι και τον περασμένο αιώνα ακουγόταν και προφερόταν η φράση «εις ή ένας των φίλων μου» ή «ένας εκ των φίλων μου» αλλά τώρα πια οι περισσότεροι λένε ένας από τους φίλους μου (δηλαδή προτιμούν την εμπρόθετη αιτιατική) Η γενική διαιρετική[5] επιβιώνει πάντως σε φράσεις όπως «διαβάστε τις πρώτες 10 σελίδες του βιβλίου» και «ο Χ είναι άνθρωπος του λαού» ή «είναι ευτυχέστερος όλων»

Η γενική της ύλης και του περιεχομένου παραμένει σε χρήση με διαφορετικό τρόπο. Οι περισσότεροι δεν λένε π.χ. εξ ελεφαντοστού και ρολόι χρυσού αλλά «από ελεφαντόδοντο» και «χρυσό ρολόι». Επιβιώνει όμως σε εκφράσεις όπως «εξ ολοκλήρου» και «ένα ποτήρι κρασιού», ή «αποθήκη σιτηρών/χαρτικών», «μία λίμνη αίματος», «υπηρετεί σε τάγμα πεζικού» κ.λπ.

Η γενική συγκριτική και της διαφοράς επιβιώνει σε φράσεις όπως «η ευθεία Χ είναι μεγαλύτερη της Ψ» ή «είναι ψηλότερός σου/του», όμως και σε αυτή την περίπτωση κατισχύει η εμπρόθετη περίφραση (είναι ψηλότερος από εμένα, εσένα κ.ο.κ.). Επίσης σε φράσεις όπως «είναι διαφορετικό του ...» και «το πέντε είναι διάφορο του έξι» κ.λπ.

Η γενική της αιτίας επίσης παραμένει σε χρήση, ειδικά σε επίσημες ορολογίες όπως «ένοχος ανθρωποκτονίας», «υπαίτιος εμπρησμού», αλλά και στην καθημερινή γλώσσα, π.χ. «η πίκρα του χωρισμού», «η χαρά του γυρισμού», «πεθαίνω της δίψας» κ.λπ.

Η γενική αντικειμενική και η γενική υποκειμενική παραμένει σε πλήρη χρήση με ουσιαστικά (π.χ. η υπεράσπιση των συνηγόρων ήταν ικανοποιητική, η αντιγραφή του κειμένου, η επανόρθωση της αδικίας, τα πάθη του Χριστού, το τάμα της γιαγιάς, ο φόβος της τιμωρίας κ.λπ.). Γίνεται πιο σαφής η ιδιότητά της όταν μετατραπεί σε ρήμα η ενέργεια του ουσιαστικού και τότε διερευνηθεί η λειτουργικότητα της γενικής (π.χ. η υπεράσπιση των συνηγόρων = υπερασπίζονται ποιοι; οι συνήγοροι, άρα γενική υποκειμενική - Οι φρουροί της πατρίδας = φρουρούν ποιόν; την πατρίδα, άρα γενική αντικειμενική).

Η γενική κατηγορηματική χρησιμοποιείται με ρήματα συνδετικά: π.χ. «Το φαγητό είναι της ώρας», «Το φουστάνι (που είναι) των 10 ευρώ/δραχμών/δολαρίων», «Τα κιβώτια (εννοείται, είναι) των πενήντα κιλών».

Η γενική της ιδιότητας και της αξίας ή του σκοπού είναι επίσης σε χρήση (αξίας 5 ευρώ/δολαρίων/δραχμών, ηλικίας 5 ετών, ταξίδι αναψυχής, παπούτσια περιπάτου, φόρεμα της μόδας, παιδί των γραμμάτων, άνθρωπος της τέχνης, υπάλληλος γραφείου, δεν περίμενα κάτι τέτοιο από άντρα του δικού σου επιπέδου κ.λπ)

Η γενική που συνόδευε ρήματα έχει περιοριστεί πολύ. Επιβιώνει σε ιστορικές φράσεις, όπως «μέμνησο των Αθηναίων», αλλά κατά τα άλλα έχει αντικατασταθεί από την αιτιατική (π.χ. να θυμάσαι τους Αθηναίους). Επιβιώνει επίσης σε φράσεις όπως «πέθανα της πείνας» (γενική της αιτίας), «έκανε του κεφαλιού του» (τρόπο), «θα έρθω των Φώτων» ή «θα έρθω του χρόνου» (γενική χρονική).

Ενώ σε πολλές περιπτώσεις η γενική έχασε έδαφος, σε άλλες κέρδισε έδαφος εις βάρος της δοτικής . Η γενική πήρε από τη δοτική κυρίως την χαριστική ιδιότητα, την ηθική, την περιποιητική: «σου πάει το φόρεμα», «χτένισέ του τα μαλλιά», και «κάνε μου τη χάρη», «φίλησέ μου τα παιδιά» κ.λπ. Επίσης κέρδισε έδαφος δίπλα σε επιρρήματα: π.χ. «ποτέ μου δεν είπα κάτι τέτοιο», «πήγαινε κοντά του», «είπα εντάξει, αλλά από μέσα μου έβραζα» , «αντίκρυ του»[6] Επίσης συνοδεύει επιφωνηματικές εκφράσεις όπως «Μπράβο σου!», «Αλοιμονό σου!», «Και του χρόνου!» (σε ευχές).

Λατινικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στα Λατινικά η ονομασία της γενικής ήταν genetivus και σχηματιζόταν με αλλαγή στην κατάληξη της λέξης.

Σλαβικές Γλώσσες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε αρκετές, κυρίως σλαβικές, γλώσσες η γενική χρησιμοποιείται αντί της ονομαστικής σε ορισμένες περιπτώσεις απαρίθμησης όπως π.χ. στα Πολωνικά όταν ο αριθμός των αντικειμένων δεν καταλήγει σε δύο, τρία ή τέσσερα (πλην των δώδεκα, δεκατρία και δεκατέσσερα και των αρρενο-προσωπικών). Επίσης χρησιμοποιείται αντί της ονομαστικής και σε αρνητικές προτάσεις.

Αγγλική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα Αγγλικά έχουν γενική (genitive case) αλλά την ονομάζουν συχνότερα κτητική ή δεύτερη πτώση. Η μονολεκτική γενική σχηματίζεται με την προσθήκη ενός «s» με απόστροφο π.χ. «Beethoven’s music» (η μουσική του Μπετόβεν, που στα Ελληνικά αντιστοιχεί στη γενική του δημιουργού), αλλά με το τελικό ’s σχηματίζεται και η γενική κτητική (it’s Paul’s = είναι του Paul). Επίσης οι γενικές των Αγγλικών σχηματίζονται περιφραστικά με την χρήση του of και του for.

Στα Αγγλικά η γενική μπορεί να είναι γενική υποκειμενική, δηλαδή η λέξη που βρίσκεται σε γενική να δηλώνει το υποκείμενο μιας ενέργειας. Όπως και στα Ελληνικά, η λειτουργία της γενικής αποκαλύπτεται πιο εύκολα όταν μετατρέπει κάποιος την έκφραση σε φράση με ρήμα. Π.χ. στη φράση « Beethoven’s music» ή περιφραστικά «the music of Beethoven» η γενική θεωρείται υποκειμενική γιατί ο «Μπετόβεν» είναι το υποκείμενο του εννοούμενου ρήματος. Η γενική μπορεί επίσης να έχει τη θέση του αντικειμένου όπως π.χ. στη φράση «love of my mother» (που όταν αναλύεται σε ρηματική πρόταση «I love my mother», η γενική αποκαλύπτεται ότι είναι το αντικείμενο).

Στα Αγγλικά υπάρχει και ο όρος «classifying genitive» (προσδιοριστική), όπου η γενική προσδιορίζει ή αποσαφηνίζει κάτι και σε αυτές τις περιπτώσεις χρησιμοποιείται πιο συχνά η γενική με το 's και όχι η περίφραση, επειδή η τελευταία θα δημιουργούσε παρερμηνείες. Π. χ. η φράση «the Hundred Years War» (ο Εκατονταετής Πόλεμος ή ομοίως ο Πόλεμος των Έξι Ημερών) αν μετατρεπόταν σε «War of a Hundred Years» δεν θα ξεκαθάριζε σε ποιο συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός αναφέρεται ή αν η φράση «two weeks’ notice» (προειδοποίηση δύο εβδομάδων) γινόταν «notice of two weeks» όπως και στην περίπτωση της φράσης «a day's pay» (μεροκάματο) –αν δηλαδή γινόταν «pay of a day»– το νόημα πάλι δεν θα ήταν τόσο σαφές.

Στη γενική του σκοπού το 's και πάλι προσδιορίζει τον σκοπό ή τον αποδέκτη της έννοιας του ουσιαστικού. Αν παραφραστεί, θα χρειαστεί την πρόθεση for και όχι of. Π.χ. στις φράσεις «women’s shoes» και «children’s literature» η περιφραστική γενική θα ήταν «παπούτσια για γυναίκες» και «λογοτεχνία για παιδιά», δηλαδή «shoes for women» και «literature for children».

Η απόστροφος με το 's βοηθά επίσης στον πιο λακωνικό προσδιορισμό της γενικής του μέτρου ή της ποσότητας όπως π.χ. στις φράσεις «a five mile journey» και «a ten foot pole».

Στα Αγγλικά, ειδικά στη λογοτεχνία και όχι τόσο στον προφορικό, καθημερινό λόγο, χρησιμοποιείται και η διπλή γενική. Όπως στα Ελληνικά όμως αποφεύγεται η χρήση δύο αφηρημένων ουσιαστικών στη σειρά (η ευγένεια της υψηλότητάς του) επειδή θεωρείται εξεζητημένη και παράγοντας που καθιστά πιο άκομψο και περίπλοκο το λόγο, έτσι και στα Αγγλικά προτιμάται να μην τίθενται στη σειρά δύο γενικές. Όμως η λογοτεχνία χρησιμοποιεί τις διπλές γενικές π.χ. «that hard heart of thine» και «this extreme exactness of his”.

Η γενική στα Αγγλικά χρησιμοποιείται και επιρρηματικά σε λέξεις που έχασαν την απόστροφο πριν από την κατάληξη 's , όπως π.χ. στο «closed Sundays» και στο «nowadays».[7]

Τουρκικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην τουρκική γλώσσα η γενική (του κατόχου) σχηματίζεται σε συνδυασμό με την κτητική (του κατεχομένου). Συγκεκριμένα γίνεται προσθήκη δύο καταλήξεων – μία για τον κάτοχο (και η κατάληξη σε αυτή την περίπτωση είναι nın) και μία άλλη για το κατεχόμενο αντικείμενο (). Καθώς π.χ. κλίνεται η φράση «τα γυναικεία παπούτσια», η οποία στα Τουρκικά είναι «kadın ("γυναίκα") ayakkabı ("παπούτσια")», η γενική γίνεται «kadının ayakkabı».

Αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. "Γενική εστιν εν η περιέχεται πολλά και ανόμοια είδη"
  2. από τον γραμματικό Διονύσιο τον Θράκα
  3. π.χ. του Χατζιδάκι
  4. Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια τους Παύλου Δρανδάκη
  5. The greek complex term and the use of the genitive case as the determining component, βραβευμένη το 2000 εργασία των Κώστα Βαλεοντή, Κατερίνας Ζερίτη και Άννας Νικολάκη
  6. Γεώργιος Π. Αναγνωστόπουλος, καθ. Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών μέχρι το 1940
  7. το κείμενο για την αγγλική γενική στηρίχτηκε στην αγγλόφωνη βικιπαίδεια