Διγλωσσία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Είναι δύσκολο να αποσαφηνιστεί το περιεχόμενο του όρου διγλωσσία λόγω ζητημάτων στην ορολογία. Ενώ ο όρος διγλωσσία χρησιμοποιείται στα ελληνικά για την "γνώση δύο γλωσσών", διεθνώς χρησιμοποιείται για αυτή τη σημασία συνήθως ο όρος bilingualism.[1] [2]Ακόμη διεθνώς ο όρος diglossia σημαίνει συνήθως τη χρήση δύο μορφών της ίδιας γλώσσας. Στα ελληνικά, λόγω της δέσμευσης του όρου διγλωσσία για τη σημασία "χρήση δύο γλωσσών", προς αποφυγή εννοιολογικής σύγχυσης απαντώνται για τη δήλωση της δεύτερης σημασίας πολλοί εναλλακτικοί τύποι όπως κοινωνική διγλωσσία, διμορφία, διπλοτυπία κ.ά. (Καρυολαίμου, 2013. Πετρούνιας, 2013 στο Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα. Κανάκης, 2012 στο Λεξικό Γλωσσολογικών Όρων).[3][4][5]

Στη γλωσσολογία, διγλωσσία [diglossia] είναι μια κατάσταση όπου, σε μια δεδομένη κοινωνία, υπάρχουν δύο (συχνά) στενά συνδεδεμένες γλώσσες, μια υψηλού γοήτρου, που χρησιμοποιείται γενικά από την κυβέρνηση, τους επίσημους εκπροσώπους καθώς και διάφορα μέσα, και μια χαμηλού γοήτρου, η οποία είναι -μερικές φορές προφορική-ιδιωματική γλώσσα. Η γλώσσα υψηλού γοήτρου τείνει να είναι τυποποιημένη, ενώ η χαμηλού γοήτρου απλή και πιο ασαφής όσον αφορά τη δομή και το συντακτικό καθώς και πιο ανοικτή στο λεξιλόγιο. Ο γλωσσολόγος Charles Ferguson το 1959 χρησιμοποίησε για πρώτη φορά τον όρο "διγλωσσία" (diglossia) που στα ελληνικά σημαίνει "γνώση δύο γλωσσών"[6][7][8][9]

Ο Ferguson (1959) χρησιμοποίησε για πρώτη φορά τον όρο διγλωσσία ("diglossia") για να δηλώσει τη χρήση δύο διαφορετικών μορφών της ίδιας γλώσσας από τους ομιλητές ανάλογα με τις περιστάσεις (π.χ. στα ελληνικά ως διγλωσσία θεωρείται η χρήση στο παρελθόν της καθαρεύουσας -- της λεγόμενης "υψηλής" γλώσσας-- στον γραπτό λόγο και της δημοτικής -- "χαμηλή" γλώσσα-- στον προφορικό λόγο).[10][11]

Συμπερασματικά ο όρος "διγλωσσία" στην γλωσσολογία σημαίνει: 1) την γνώση και την ικανότητα χρήσης δύο διαφορετικών γλωσσών από τους ομιλητές της ίδιας κοινότητας (π.χ. στην Νέα Υόρκη στην Ισπανική κοινότητα πολλοί ομιλητές μιλούν συγχρόνως ισπανικά και αγγλικά και επιλέγουν ανάλογα με την περίσταση και τις ανάγκες της συγκεκριμένης στιγμής ποια γλώσσα θα χρησιμοποιήσουν) 2) χρήση από τους ομιλητές της ίδιας γλώσσας δύο ξεχωριστών μορφών της συγκεκριμένης γλώσσας ανάλογα με τις κοινωνικές συνθήκες (μία "επίσημη" γλώσσα που ομιλείται από τους πιο μορφωμένους και θεωρείται γλώσσα υψηλού κύρους και μία πιο "συνηθισμένη" γλώσσα που ομιλείται από τους περισσότερους και θεωρείται γλώσσα χαμηλού κύρους, "ταπεινή" γλώσσα).[12][13][14][15]

Στην Ελλάδα για μεγάλο χρονικό διάστημα επικρατούσε διγλωσσία που είναι γνωστή ως γλωσσικό ζήτημα [χρήση καθαρεύουσας στον γραπτό λόγο - δημοτικής στον προφορικό] Η ελληνική περίπτωση διγλωσσίας - γλωσσικό ζήτημα στην διεθνή βιβλιογραφία αποδίδεται ως "diglossia".

Με τη στενή έννοια του όρου, η διγλωσσία [diglossia] έχει τρία θεμελιώδη χαρακτηριστικά:

1.Υπάρχουν δύο ποικιλίες της δεδομένης γλώσσας όπως προαναφέρθηκε, μια που θεωρείται υψηλού γοήτρου (high variety) και μια που θεωρείται χαμηλού γοήτρου (low variety)

2.Καθένα από τα παραπάνω είδη/μορφές γλώσσας, χρησιμοποιείται για διαφορετικές λειτουργίες, όμως τα δύο αυτά είδη αλληλοσυμπληρώνονται μεταξύ τους.

3.Η γλώσσα υψηλού γοήτρου δεν χρησιμοποιείται συνήθως στην καθημερινότητά μας. Χρησιμοποιείται κυρίως στον γραπτό λόγο και σε επίσημες περιστάσεις.[16]

Η διγλωσσία ως χαρακτηριστικό, αναφέρεται περισσότερο σε κοινωνίες και κοινότητες, παρά στους ίδιους τους ανθρώπους. Ένας άνθρωπος μπορεί βεβαίως να χαρακτηριστεί ως δίγλωσσος, όμως δίγλωσσες είναι κατά κύριο λόγο οι κοινωνίες και οι κοινότητες [17]. Στην Ελλάδα η πιο γνωστή δίγλωσση κοινότητα είναι αυτή των Μουσουλμάνων της Θράκης, όπου οι Έλληνες πολίτες μουσουλμανικού θρησκεύματος χρησιμοποιούν στην πλειονότητά τους και την Ελληνική γλώσσα.

Ορισμοί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υπάρχουν διάφοροι ορισμοί σχετικά με τον όρο διγλωσσία. Ο Βάινραϊχ για παράδειγμα θεωρεί τη διγλωσσία «πρακτική της εναλλακτικής χρήσης δύο γλωσσών». Βέβαια τη δεκαετία του 1960, ο Mackey διατύπωσε τη γνώμη ότι η διγλωσσία τελικά είναι ο κανόνας της γλώσσας, ενώ η μονογλωσσία η εξαίρεση αυτού[18][19]. Ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, με την επικράτηση της αγγλικής ως παγκόσμιας γλώσσας συνεννόησης, η άποψη του Mackey φαίνεται να είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα.

Η διγλωσσία με τη σημασία της γνώσης δύο διαφορετικών φυσικών γλωσσών μπορεί να αποδοθεί με τον όρο "bilingualism". Οι κοινωνιογλωσσόλογοι μπορούν να χρησιμοποιήσουν τον όρο διγλωσσία [diglossia] με τη σημασία της γνώσης δύο γλωσσών [bilingualism]. Ωστόσο ο όρος διγλωσσία [diglossia] δηλώνει συνήθως μία κατάσταση στην οποία δύο μορφές/ποικιλίες της ίδιας γλώσσας χρησιμοποιούνται από τα μέλη της κοινότητας/κοινωνίας σε διαφορετικές κοινωνικές περιστάσεις (π.χ. καθαρεύουσα - δημοτική στο παρελθόν για τα ελληνικά) [20][21][22].

Παράγοντες που επηρεάζουν το επίπεδο διγλωσσίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Διάφοροι είναι οι παράγοντες που επηρεάζουν το επίπεδο στο οποίο θα κατακτήσει ο δίγλωσσος τη δεύτερη του γλώσσα. Αυτοί είναι[23] [24]:

  • Η ηλικία του ατόμου
  • το φύλο
  • Η γλωσσική επάρκεια
  • Η νοητική οργάνωση (πώς εκφράζεται το άτομο)
  • Το γλωσσικό περιβάλλον (εκτός του οικογενειακού κύκλου)
  • Το κοινωνικοπολιτισμικό περιβάλλον
  • Η στάση και οι συναισθηματικές σχέσεις ανάμεσα στον δίγλωσσο και την επικρατούσα γλωσσική ομάδα. Τα λεγόμενα κίνητρα ενσωμάτωσης (integrative motivation), δηλαδή η έντονη επιθυμία να ενσωματωθεί σε μία διαφορετική από τη δική του εθνολογική ομάδα, και συγκεκριμένα εκείνη της δεύτερης γλώσσας μπορεί να επηρεάσει τον βαθμό κατάκτησης της δεύτερης γλώσσας.
  • Η θετική στάση (attitudes) απέναντι στη δεύτερη γλώσσα συμβάλλει στην αποτελεσματικότερη και ταχύτερη εκμάθησή της.
  • Η προσωπικότητα του ομιλητή/μαθητή. Πιο συγκεκριμένα η αυτοεκτίμηση (self-esteem) είναι δυνατόν να επηρεάσει τον βαθμό επάρκειας στη δεύτερη γλώσσα.
  • Η πολιτιστική ταυτότητα (τα ιδιαίτερα αυτά χαρακτηριστικά της ξένης γλώσσας και της κουλτούρας της)

Ένα γλωσσικό- κοινωνικό περιβάλλον, το οποίο απομονώνει τους "ξενόγλωσσους" και αποθαρρύνει τη χρήση μιας άλλης γλώσσας--συνήθως της μητρικής-- πέρα της επικρατούσας, μπορεί να προκαλέσει στον δίγλωσσο ομιλητή ντροπή για την άλλη του γλώσσα --συνήθως τη μητρική-- (και τα στοιχεία που τον συνδέουν με τον πολιτισμό της), και να τον οδηγήσει στην σταδιακή παύση της χρήσης της γεγονός που επιδρά αρνητικά και στην εκμάθηση της δεύτερης γλώσσας, εφόσον σύμφωνα με την θεωρία αλληλεξάρτησης των γλωσσών του Cummins οι γλώσσες αλληλοεπηρεάζονται και η μητρική ή πρώτη γλώσσα (Γ1) μπορεί να βοηθήσει στην εκμάθηση μίας δεύτερης γλώσσας (Γ2)[25]

Επίσης ένα γλωσσικό κοινωνικό περιβάλλον, το οποίο ενσωματώνει τους "ξενόγλωσσους" ομιλητές στους κόλπους της και ενθαρρύνει τη χρήση μιας άλλης γλώσσας πέρα της επικρατούσας, προσφέροντας θέσεις εργασίας, με την στάση των ανθρώπων να παραμένει φιλική απέναντι στους δίγλωσσους, μπορεί να κάνει τον δίγλωσσο ομιλητή να νιώσει περήφανος για τη γλώσσα του και να βοηθήσει στην ανάπτυξή της. Αυτό δημιουργεί μία θετική στάση απέναντι στην δεύτερη γλώσσα και τους ομιλητές της επιταχύνοντας την εκμάθηση της δεύτερης γλώσσας.[26]

Κρίνεται σκόπιμο σε αυτό το σημείο να σημειωθεί ότι σύμφωνα με νέοτερες έρευνες το δίγλωσσο παιδί ωφελείται πολλαπλώς μέσα από την επαφή του με δύο γλώσσες. Πιο συγκεκριμένα:

  1. Το παιδί αποκτά αυξημένες μεταγλωσσικές ικανότητες μαθαίνοντας από μικρή ηλικία πολλά πράγματα για τη γλώσσα ως επικοινωνιακό εργαλείο.
  2. Αποκτά μεγαλύτερη επικοινωνιακή ευαισθησία αφού μαθαίνει από νωρίς να επιλέγει την κατάλληλη γλωσσική μορφή που ταιριάζει στην καθεμία επικοινωνιακή περίσταση
  3. Γνωρίζει την κουλτούρα άλλων λαών, αναπτύσσει την ενσυναίσθησή του [empathy] καθώς έρχεται σε επαφή με άλλους λαούς και πολιτισμούς και καλλιεργεί τον σεβασμό του στον διαφορετικό πολιτισμό ξεπερνώντας προκαταλήψεις για τον "Άλλο", τον διαφορετικό.
  4. Η γνώση πολλών γλωσσών αποτελεί για το παιδί μελλοντικό επαγγελματικό εφόδιο δίνοντάς του πλεονέκτημα στην αγορά εργασίας.[27]

Βέβαια, σημαντικοί για την ανάπτυξη της διγλωσσίας είναι και άλλοι παράγοντες, όπως η ύπαρξη σχολείων που διδάσκουν τη δεύτερη γλώσσα, οι σχέσεις του κράτους που διαμένουν οι δίγλωσσοι και του κράτους στο οποίο ανήκει η γλώσσα που μιλάνε, η πολιτική ελευθερία, η δυνατότητα σε πρόσβαση υλικού της ξένης γλώσσας κτλ.

Τα διάφορα είδη διγλωσσίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από τα διάφορα είδη διγλωσσίας ξεχωρίζουν τα εξής τρία[28] :

  1. Η προσληπτική διγλωσσία. Σε αυτό το είδος της διγλωσσίας τα άτομα έχουν την δυνατότητα να κατανοήσουν την δεύτερη γλώσσα, χωρίς όμως να μπορούν να παράγουν γραπτό ή προφορικό λόγο.
  2. Η παθητική διγλωσσία. Αυτή η διγλωσσία δεν διαφέρει ιδιαίτερα από το πρώτο είδος. Η κύρια διαφορά τους είναι πως η δεύτερη δεν αναγνωρίζει την σημασία της αποκωδικοποίησης της γλώσσας, ενώ η πρώτη την αναγνωρίζει.
  3. Η ενεργός ή παραγωγική διγλωσσία. Σε αυτό το είδος διγλωσσίας τα άτομα έχουν τη δυνατότητα να παράγουν και να κατανοήσουν τον γραπτό και τον προφορικό λόγο της δεύτερης γλώσσας. Δηλαδή μπορούν να διαβάζουν, να γράφουν, να ακούν και να μιλάν στη δεύτερη τους γλώσσα. Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει πως μπορούν να υπάρχουν και οι τέσσερις αυτές ενέργειες ταυτοχρόνως. Ένα άτομο μπορεί να ανήκει στην κατηγορία της παραγωγικής διγλωσσίας χωρίς να μπορεί να γράψει στη δεύτερη γλώσσα, αλλά μπορώντας να μιλήσει και να καταλάβει αυτά τα οποία ακούει.

Ακόμα, υπάρχει η διαφορά μεταξύ χρηστικής και λειτουργικής διγλωσσίας. Δηλαδή κατά πόσο ένα άτομο χρησιμοποιεί μια γλώσσα ανάλογα με τις συνθήκες. Οι δίγλωσσοι δύναται να δέχονται κοινωνικές πιέσεις από τον περίγυρο και την επικρατούσα γλωσσική ομάδα, με αποτέλεσμα να επιλέγουν τη χρήση της επικρατούσας γλώσσας στους δημόσιους χώρους, ενώ στο περιβάλλον του σπιτιού τους να επιλέγουν την πρώτη τους γλώσσα, τη γλώσσα δηλαδή που είναι διαφορετική της επικρατούσας.[29]


Η Ελλάδα είναι μια χώρα στην οποία η συντριπτική πλειοψηφία (99%) είναι σε θέση να μιλήσει την Ελληνική, πράγμα που την κατατάσσει σε υψηλές θέσεις στη λίστα των Ευρωπαϊκών χωρών[30].

Η λέξη διγλωσσία έχει και ένα ακόμα νόημα: την πρακτική του να παρουσιάζει κάποιος μία θέση την μία φορά και διαφορετική την άλλη. Μιλάμε, για παράδειγμα, για "Διγλωσσία στην Κυβέρνηση" υπονοώντας είτε την έλλειψη συντονισμού (ακούσια διγλωσσία) είτε την σκόπιμη προσπάθεια παραπλάνησης.

Δίγλωσση εκπαίδευση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η δίγλωσση εκπαίδευση ορίζεται με βάση το μέσο με το οποίο επιτυγχάνονται οι εκπαιδευτικοί στόχοι που κάθε φορά τίθενται. Άλλες φορές όμως ορίζεται σε σχέση με τους στόχους και τα εκπαιδευτικά προγράμματα που σχεδιάζονται για να καλλιεργήσουν της διγλωσσικές δεξιότητες των μαθητών. [31]

Ο Baker υποστηρίζει ότι η δίγλωσση εκπαίδευση μπορεί να στοχεύει [32]:

  • στη διατήρηση της πρώτης γλώσσας και την ενίσχυση της πολιτισμικής ταυτότητας, οπότε μιλάμε για δίγλωσση εκπαίδευση με στόχο τη διατήρηση και ουσιαστική διγλωσσία.
  • στην αφομοίωση της πρώτης γλώσσας από τη δεύτερη και πλειονοτική, οπότε μιλάμε για μεταβατική δίγλωσση εκπαίδευση και μονογλωσσία, αφού με την κατάκτηση της δεύτερης γλώσσας διακόπτεται η εκμάθηση της πρώτης.

Κατά αυτόν τον τρόπο προκύπτουν δύο κύριες κατηγορίες δίγλωσσων προγραμμάτων: α) τα αφομοιωτικά, που στοχεύουν στην αφαιρετική διγλωσσία και την κυριαρχία της πλειονοτικής γλώσσας, και β) τα πολυπολιτισμικά, που αποβλέπουν στην αθροιστική διγλωσσία, δηλαδή τη διατήρηση και των δύο γλωσσών, άρα και των πολιτισμών. Η αφαιρετική διγλωσσία επιφέρει αρνητικές συνέπειες στο άτομο ενώ η αθροιστική προσφέρει γνωστικά οφέλη.

Ανάλογα με το αν προωθούν τη διγλωσσία ή όχι, τα δίγλωσσα προγράμματα κατηγοριοποιούνται σε «ασθενείς μορφές δίγλωσσης εκπαίδευσης» και «ισχυρές μορφές δίγλωσσης εκπαίδευσης» και με βάση αυτόν τον διαχωρισμό μπορούμε να συναντήσουμε την παρακάτω κατάταξη δέκα τύπων προγραμμάτων δίγλωσσης εκπαίδευσης [32]:

1. Εμβύθισης (Δομημένη εμβάπτιση).

2. Εμβύθισης (με μεταβατικές- αντισταθμιστικές τάξεις).

3. Απομονωτικό.

4. Μεταβατικό.

5. Κύριας εκπαίδευσης με διδασκαλία μιας ξένης γλώσσας.

6. Διαχωριστικής εκπαίδευσης.

7. Δίγλωσσης εκπαίδευσης εμβάπτισης.

8. Εξελικτικής δίγλωσσης εκπαίδευσης γλωσσικής διατήρησης της κληρονομιάς.

9. Αμφίδρομης δίγλωσσης εκπαίδευσης.

10. Δίγλωσσης εκπαίδευσης σε κυρίαρχες γλώσσες.

Οι πέντε πρώτοι τύποι κατατάσσονται στις ασθενείς μορφές εκπαίδευσης για τη διγλωσσία, ενώ οι πέντε τελευταίοι στις ισχυρές μορφές εκπαίδευσης για τη διγλωσσία.

Σύμφωνα με τον Reich (1997 στο Κεσίδου, 2014) υπάρχουν διάφορα μοντέλα δίγλωσσης εκπαίδευσης.

  1. Επιπρόσθετη διδασκαλία της πρώτης γλώσσας ως γλώσσας ξένης παράλληλα με την διδασκαλία της γλώσσας της πλειονότητας

2. Προπαρασκευαστικά τμήματα που στοχεύουν στην εισαγωγή στη γλώσσα του σχολείου χρησιμοποιώντας την μητρική γλώσσα ως μεταβατική γλώσσα.

3. Σχολικό σύστημα υπεύθυνο μόνο για την εκμάθηση της δεύτερης γλώσσας στερώντας από τον δίγλωσσο μαθητή τη δυνάτοτητα ανάπτυξης των ικανοτήτων του και στην μητρική του γλώσσα(ιστορικά παλαιότερος τύπος δίγλωσσης εκπαίδευσης).

4. Ειδικές τάξεις ή και ολόκληρα σχολεία στα οποία διδάσκονται και οι δύο γλώσσες-- μητρική και δεύτερη-- εξίσου.[33]

Ο ρόλος του εκπαιδευτικού στη δίγλωσση εκπαίδευση είναι ιδιαίτερα σημαντικός. Χρειάζεται να καλλιεργεί κλίμα αλληλοσεβασμού, συνεργασίας, αμοιβαίας εμπιστοσύνης και αλληλοεκτίμησης μεταξύ των μαθητών και μεταξύ εκπαιδευτικού-μαθητών αποβλέποντας στη διαμόρφωση του κατάλληλου παιδαγωγικού κλίματος για την επίτευξη των βέλτιστων μαθησιακών αποτελεσμάτων. Η αποδοχή της ταυτότητας των δίγλωσσων μαθητών συμβάλλει στην γνωστική, συναισθηματική και κοινωνική ενδυνάμωσή τους.[34]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «bilingualism». 
  2. «1.7. Διγλωσσία (Diglossia) | Βάση Γλωσσολογικών όρων». www.greek-language.gr. Ανακτήθηκε στις 13 Ιανουαρίου 2024. 
  3. «Ανακοινώσεις του 9ου Συνεδρίου «Ελληνική Γλώσσα και Ορολογία» (Αθήνα, 7-9 Νοεμβρίου 2013) – ΕΛΕΤΟ». eleto.gr. Ανακτήθηκε στις 13 Ιανουαρίου 2024. 
  4. «1.7. Διγλωσσία (Diglossia) | Βάση Γλωσσολογικών όρων». www.greek-language.gr. Ανακτήθηκε στις 13 Ιανουαρίου 2024. 
  5. «Λεξικό γλωσσολογικών όρων». www.greek-language.gr. Ανακτήθηκε στις 15 Ιανουαρίου 2024. 
  6. «1.7. Διγλωσσία (Diglossia) | Βάση Γλωσσολογικών όρων». www.greek-language.gr. Ανακτήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 2024. 
  7. «Diglossia | Bilingualism, Dialects, Variation | Britannica». www.britannica.com (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 2024. 
  8. «Diglossia: The Coexistence of Language Varieties». ThoughtCo (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 14 Ιανουαρίου 2024. 
  9. «Diglossia». obo (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 15 Ιανουαρίου 2024. 
  10. «Diglossia | Bilingualism, Dialects, Variation | Britannica». www.britannica.com (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 2024. 
  11. «The Significance of Diglossia | QRF». www.qrf.org. Ανακτήθηκε στις 14 Ιανουαρίου 2024. 
  12. «Diglossia | Bilingualism, Dialects, Variation | Britannica». www.britannica.com (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 2024. 
  13. «Diglossia: The Coexistence of Language Varieties». ThoughtCo (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 2024. 
  14. «Diglossia: Meaning & Examples | StudySmarter». StudySmarter UK (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 2024. 
  15. «Λεξικό γλωσσολογικών όρων». www.greek-language.gr. Ανακτήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 2024. 
  16. «Diglossia: Meaning & Examples | StudySmarter». StudySmarter UK (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 13 Ιανουαρίου 2024. 
  17. «Γλώσσα και Κοινωνία». www.komvos.edu.gr. Ανακτήθηκε στις 13 Ιανουαρίου 2024. 
  18. Σκούρτου, Ε. (1997). Θέµατα διγλωσσίας και εκπαίδευσης. Αθήνα: Εκδόσεις Νήσος. σελ. 13-15. 
  19. «Λεξικό γλωσσολογικών όρων». www.greek-language.gr. Ανακτήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 2024. 
  20. «Diglossia | Bilingualism, Dialects, Variation | Britannica». www.britannica.com (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 2024. 
  21. «Diglossia: Meaning & Examples | StudySmarter». StudySmarter UK (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 2024. 
  22. «diglossia». 
  23. Μάζη-Σελλά, Ελένη (2016). Διγλωσσία, εθνική ταυτότητα και μειονοτικές γλώσσες. Αθήνα: Εκδόσεις Λειμών. σελ. 46-50. 
  24. Γκουντρουμπή, Σ. (2020).Διγλωσσία και Δίγλωσση εκπαίδευση-Διαπολιτισμική εκπαίδευση. Μια βιβλιογραφική μελέτη (διπλωματική εργασία, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών).
  25. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (χ.χ). 2ο κεφάλαιο: Διαπολιτισμική εκπαίδευση και διγλωσσία.
  26. Γκουντρουμπή, Σ. (2020). Διγλωσσία και Δίγλωσση εκπαίδευση- Διαπολιτισμική εκπαίδευση. Μια βιβλιογραφική μελέτη (διπλωματική εργασία, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών).
  27. «Λεξικό γλωσσολογικών όρων». www.greek-language.gr. Ανακτήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 2024. 
  28. Μάζη-Σελλά, Ελένη (2016). ∆ιγλωσσία, εθνική ταυτότητα και µειονοτικές γλώσσες. Αθήνα: Εκδόσεις Λειμών. σελ. 59. 
  29. Μάζη-Σελλά, Ελένη (2001). ∆ιγλωσσία και Κοινωνία. Η ελληνική πραγματικότητα. Αθήνα: Εκδόσεις Προσκήνιο. σελ. 46. 
  30. Special, Eurobarometer 386 (Ιανουάριος 2012). Europeans and their Languages. Europe: European Commission. σελ. 11. 
  31. Cummins, Jim (2005). Ταυτότητες υπό Διαπραγμάτευση- Εκπαίδευση με σκοπό την Ενδυνάμωση σε μια Κοινωνία της Ετερότητας. Αθήνα: Gutenberg. 
  32. 32,0 32,1 Baker, Colin (2001). Εισαγωγή στη Διγλωσσία και τη Δίγλωσση Εκπαίδευση. Aθήνα: Gutenberg. 
  33. «Emailing 10 (1).pdf». Google Docs. Ανακτήθηκε στις 18 Ιανουαρίου 2024. 
  34. «Emailing 10 (1).pdf». Google Docs. Ανακτήθηκε στις 18 Ιανουαρίου 2024.