Δίφθογγος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Δίφθογγος , η, (θηλ.) ονομάζεται η ακολουθία δύο φωνηέντων που συμπροφέρονται σε μία συλλαβή με αποτέλεσμα το ένα από αυτά να λαμβάνει τον χαρακτήρα ημίφωνου. Διακρίνονται σε ανοικτές και κλειστές διφθόγγους: στις πρώτες το ημίφωνο εντοπίζεται στην έμβαση της συλλαβής (π.χ. ισπανικά, viaje ['bja.xe]) ενώ στις δεύτερες στην έξοδο (π.χ. ελληνικά: γάιδαρος ['ɣaj.ða.ɾos].[1] Διαφέρουν από τις μονοφθόγγους, τις τριφθόγγους (την ταυτόχρονη ένταξη στην ίδια συλλαβή τριών φωνηέντων: ισπανικά, Paraguay [pa.ɾa.'gwaj]) και τη χασμωδία (την προφορά δύο συνεγγών φωνηέντων σε διαφορετικές συλλαβές: φάει /'fa.i/). Στο ΔΦΑ οι δίφθογγοι ορίζονται είτε με την παρουσία του ημιφώνου είτε με το διακριτικό ⟨◌̯⟩ που ορίζει τη μη συλλαβικότητα.[2]

Ελληνική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αρχαία Ελληνική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην αρχαία ελληνική γλώσσα απαντώνται οι ακόλουθες δίφθογγοι : /yi̯/ <υι>, /ei̯/, <ει>, /eu̯/ <ευ>, /oi̯/ <οι>, /ou̯/ <ου>, /ai̯/ <αι>, /au̯/ <ᾰυ>, /ɛːi̯/ <ῃ>, /ɛːu̯/ <ηυ>, /ɔːi̯/ <ῳ>, /ɔːu̯/ <ωυ>, /aːi̯/ <ᾳ> και /aːu̯/ <ᾱυ>. Επειδή η αρχαία γλώσσα είχε και μακρά φωνήεντα, ο χρόνος προφοράς τους θα μπορούσε να διαφέρει από τη νέα ελληνική. Από αυτές, ορισμένες έχουν μετατραπεί σε μονόφθογγους με την εξέλιξη της φωνητικής της αττικής ελληνικής παρότι ορθογραφικά αποδίδονται με δίγραφα, ενώ άλλες έχουν μεταβάλει το ημιφωνήεν σε σύμφωνο (/eu̯/>/ef/).[3]

Νέα Ελληνική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η νέα ελληνική διαθέτει μόνο κλειστές διφθόγγους, όπως το [aj] και το [oj].[1] Έτερες είναι αρκετά σπάνιες με την πρώτη να εμφανίζεται σε λέξεις όπως γάιδαρος και αηδόνι και τη δεύτερη στο ρόιδι. Ορθογραφικώς δεν υφίσταται κάποιο ιδιαίτερο γράφημα που να συμβολίζει τα ημίφωνα ενώ δεν υφίσταται ένας σταθερός κανόνας που να προβλέπει την εμφάνισή του. Επομένως για παράδειγμα οι λέξεις πάει ή λέει αποτελούνται από δύο συλλαβές /pa.i, le.i/.

Συχνά σε γραμματικές εμφανίζεται ο ανακριβής όρος «καταχρηστικές δίφθογγοι» που περιγράφει τα ζεύγη /σύμφωνο + i + ταυτοσυλλαβικό φωνήεν/ (π.χ. /ðia.'va.zo/, /'ftia.xno/) που πραγματώνονται με συμφωνιοποίηση του ουρανικού φωνήεντος σε ουρανικό τριβόμενο ηχηρό ή άηχο ανάλογα με την ηχηρότητα του αρχικού συμφώνου ([ðʝa.'va.zo], ['ftça.xno]). Οι παραπάνω περιπτώσεις δεν αποτελούν διφθόγγους δεδομένου ότι απουσιάζουν τα δύο φωνήεντα στη φωνητική πραγμάτωσή τους.[1]

Αγγλική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η επίσημη βρετανική αγγλική γλώσσα έχει δέκα διφθόγγους: [əʊ̯] low, [aʊ̯] loud, [aɪ̯] lied, [eɪ̯] lay, [ɔɪ̯] loin, [ʊu̯] loon, [ɪi̯] lean, [ɪə̯] leer, [ɛə̯] lair, [ʊə̯] lure.[4]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 Μποτίνης, Α. (2011): Φωνητική της ελληνικής. ISEL. σελ. 31.
  2. IPA (1999): Handbook of the IPA. Cambridge University Press.
  3. Comrie, B. (2009): The World's Major Languages. Routledge. σελ. 354.
  4. Roach, Peter (2004), "British English: Received Pronunciation", Journal of the International Phonetic Association, 34 (2): 239–245.