Πόντος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Πόντος
ΧώραΤουρκία
Γεωγραφική υπαγωγήΜικρά Ασία
Γεωγραφικές συντεταγμένες40°40′48″N 37°49′48″E
Η περιοχή του Πόντου

Ο Πόντος είναι γενικώς η ονομασία της γεωγραφικής περιοχής που αποτελεί παράλληλα ιστορική περιοχή των βορειοανατολικών ακτών της Μικράς Ασίας, παράλια περιοχή της Καππαδοκίας, ανατολικά της Παφλαγονίας, η οποία σήμερα ανήκει στην Τουρκία.

Ο Πόντος υπήρξε στην αρχαιότητα πεδίο έντονου ελληνικού αποικισμού αλλά και βασίλειο επί Μιθριδάτη. Στην ύστερη βυζαντινή περίοδο, ξαναϋπήρξε ως ανεξάρτητο κράτος. Μέχρι το 1923 και την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών που ακολούθησε κατ΄ επιταγή της Συνθήκης της Λωζάνης κατοικούνταν, σε σημαντικό ποσοστό, από ελληνόφωνους χριστιανικούς επί το πλείστον και μουσουλμανικούς σε δεύτερο βαθμό πληθυσμούς.

Γεωγραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η λίμνη Σαράχο (Ουζουνγκιόλ) κοντά στην Τραπεζούντα

Η γεωγραφική θέση και έκταση του Πόντου ορίζεται δυτικά από τον ποταμό Παρθένιο της Βιθυνίας, νότια από την οροσειρά Ολγασύς, ανατολικά από τη λεγόμενη Μεγάλη Αρμενία και βόρεια από τη θάλασσα του Ευξείνου Πόντου που σήμερα ονομάζεται και Μαύρη Θάλασσα (τουρκικά: Καρά-Ντενίζ). Κατά τον Ηρόδοτο, τον Ξενοφώντα και άλλους αρχαίους ιστορικούς, Πόντος ονομάζεται η επιμήκης και ευρεία παραλιακή χώρα του Εύξεινου Πόντου. Από χωροταξική άποψη περιλαμβάνει τα εδάφη ανάμεσα στον Φάση ποταμό, κοντά στον οποίο βρίσκεται η σημερινή πόλη Βατούμ της Γεωργίας και στην Ηράκλεια την Ποντική. Στο εσωτερικό η περιοχή εκτείνεται σε βάθος 200 έως 300 χιλιομέτρων οριοθετημένη από τις απροσπέλαστες οροσειρές του Σκυσίδη, του Παρυάδρη και του Αντιταύρου. Οι δύο κύριες δίοδοι επικοινωνίας του Πόντου με την υπόλοιπη Μικρασία είναι η δίοδος Σαμψούντας - Σεβάστειας και ενδοχώρας και η δίοδος Τραπεζούντας - Ερζερούμ και Ανατολικής Τουρκίας. Η πρόσβαση στην ενδοχώρα από την ακτή γίνεται μέσω λίγων στενών κοιλάδων. Το ορεινό και άγονο, σε μεγάλο μέρος του, έδαφος διαρρέεται από τους ποταμούς Άλυ (τουρκ. Kızılırmak), Ίρη (Yeşilırmak), Μελάνθιο, Θερμώδοντα (Termecay), Χαρσιώτη (Harşit), Πρύτανη, Πυξίτη ή Δαφνοπόταμο (Değirmen Deresi) και Καλοπόταμο.[1] Όλοι οι κύριοι ποταμοί του Πόντου εκβάλλουν στον Εύξεινο Πόντο. Ο ποταμός Άκαμψις (τουρκ. Τσορούχ) εκβάλλει κοντά στο Βατούμι, της νότιας Γεωργίας.

Σε κάποιες περιοχές του Πόντου η στενή παραλιακή λωρίδα πλατύνεται δίνοντας γόνιμα, καλλιεργούμενα δέλτα ποταμών. Η περιοχή της Σαμψούντας, στον δυτικό Πόντο, είναι σημαντικό καπνοβιομηχανικό κέντρο. Ανατολικά της Σαμψούντας παράγονται πολλά εσπεριδοειδή. Ανατολικά της Σαμψούντας, η περιοχή γύρω από την Τραπεζούντα είναι παγκοσμίως γνωστή για τα φουντούκια της, ενώ στη Ριζούντα υπάρχουν πολλές φυτείες τσαγιού. Οι καλλιεργήσιμες περιοχές του Πόντου και οι ορεινές περιοχές που δεν είναι πολύ απότομες χρησιμοποιούνται ως βοσκοτόπια. Το υγρό και ήπιο κλίμα του Ευξείνου Πόντου κάνει την εμπορική γεωργία προσοδοφόρα.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αρχαιότητα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ελληνικές αποικίες του Εύξεινου Πόντου

Στους αρχαίους συγγραφείς, Ησίοδο, Πίνδαρο και στους μεταγενέστερους, η λέξη «Πόντος», όταν χρησιμοποιείται για να ονομάσει θαλάσσιο χώρο, ταυτίζεται με τον Εύξεινο Πόντο. Στους αττικούς ρήτορες η ονομασία «Πόντος» αποδίδεται στην Ταυρική χερσόνησο (Κριμαία), ενώ αργότερα μετά τον Ηρόδοτο και, κυρίως, έπειτα από τον Ξενοφώντα (Κύρου Ανάβασις), οι γεωγράφοι και οι συγγραφείς «Πόντο» αποκαλούν τη νότια περιοχή του Εύξεινου Πόντου, που περιλαμβάνει τον παραλιακό χώρο ανάμεσα στον Άλυ ποταμό και την Κολχίδα, ανατολικά της Τραπεζούντας, από την πόλη Διοσκουριάδα (σημ. Σοχούμι) ως τη Σινώπη στα δυτικά. Τοποθετώντας την περιοχή αυτή σε ένα ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο κατά την αρχαιότητα, μπορούμε να τη χωρίσουμε στις εξής ιστορικές περιόδους.

Προελληνική αρχαιότητα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με πληροφορίες των Ηροδότου, Αισχύλου, Ξενοφώντα, καθώς και του Στράβωνα (65 π.Χ.-23 μ.Χ.), στο εσωτερικό της ποντιακής γης ζούσαν διάφοροι γηγενείς λαοί, μερικοί από τους οποίους τα κατοπινά χρόνια εξελληνίστηκαν ή, κατά τη ρωμαϊκή και βυζαντινή περίοδο, σταδιακά εκχριστιανίστηκαν, όπως έγινε και στις υπόλοιπες ελληνιστικές και βυζαντινές περιοχές. Σύμφωνα με τις πηγές σε αυτόν τον γεωγραφικό χώρο κατοικούσαν οι Ασοί ή Ασαίοι, οι Σάονες, οι Φθειροφάγοι, οι Επτακωμήτες, οι Ηνίοχοι, οι Σίνδες, οι Σάσπειρες, οι Βέχειροι, οι Βυζήρες, οι Κίσσιοι, οι Παφλαγόνες και οι Αλιζώνες για τους οποίους κάνει μνεία ο Όμηρος. Άλλα φύλα που κατοικούσαν στην περιοχή πριν την έλευση των Ελλήνων ήταν οι Αμαζόνες, οι Λευκοσύροι ή Σύριοι, οι Τιβαρίνοι, οι Μαριανδυνοί, οι Χάλυβες, οι Μοσσύνοικοι, οι Μόσχοι, οι Δρίλλες, οι Μάκρωνες, οι Μακροκέφαλοι, οι Σκυθινοί, οι Καππαδόκες, οι Καύκωνες, οι Χαλδαίοι, οι Σάννοι, οι Κερκίτες, οι Τάοχοι, οι Φασιανοί και οι Κόλχοι. [2]

Από τους λαούς αυτούς πιο γνωστοί στους Έλληνες υπήρξαν οι Κόλχοι ή Λαζοί, οι οποίοι κατοικούσαν στην περιοχή της Λαζικής (Lazona), ανατολικά της Τραπεζούντας, και είχαν πάρει το όνομα τους από τον απόγονο του Αιήτη, Κόλχο. Διακρίνονταν σε πολλές φυλές, όπως Μαχελόνες, Ζυνδρείτες, Άψιλες (Αψίλιους), Αβασγοούς κ.ά. και κατά τον Ηρόδοτο, ήταν αιγυπτιακής καταγωγής, υπολείμματα των στρατευμάτων του Αιγύπτιου βασιλιά Σέσωστρη, που είχε εκστρατεύσει στον Πόντο. Αυτή η άποψη του Ηροδότου όμως, αντιφάσκει με το γεγονός ότι η γλώσσα των σύγχρονων Λαζών και του συγγενικού τους φίλου, των Μιγγρελίων της Γεωργίας, δεν έχει καμιά σχέση με τη γλώσσα των αρχαίων Αιγυπτίων διότι τα λαζικά και τα μιγγρελικά ανήκουν στον γλωσσολογικό κλάδο του Νότιου Καυκάσου, όπως και η γεωργιανή γλώσσα, ενώ τα αρχαία αιγυπτιακά ανήκουν σε έναν τελείως διαφορετικό γλωσσολογικό κλάδο, αυτόν της αφροασιατικής ομογλωσσίας.

Ελληνικός αποικισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η αποστολή του Ιάσονα και των Αργοναυτών στην Κολχίδα, οι περιπλανήσεις του Ορέστη στη Θοανία του Πόντου, οι περιπέτειες του Οδυσσέα στη χώρα των Κιμμερίων, η τιμωρία του Προμηθέα από τον Δία και η εξορία του στον Κάυκασο, το ταξίδι του Ηρακλή στον Πόντο, αποτελούν μύθους που αναφέρονται ειδικά στον συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο, επιβεβαιώνοντας την ύπαρξη πανάρχαιων εμπορικών δρομολογίων. Παράλληλα λειτούργησαν σαν μαγνήτες που τράβηξαν τις μεγάλες μάζες των Ελλήνων μεταναστών απ’ την Ελλάδα στη Μικρά Ασία και τον Πόντο.

Νόμισμα με τον Αετό της Σινώπης στη μία όψη του και γυναικεία μορφή στην άλλη

Γύρω στο 1000 π.Χ τοποθετούν οι μελετητές την πραγματοποίηση των πρώτων εμπορικών ταξιδιών στην περιοχή αυτή για την αναζήτηση κυρίως χρυσού και άλλων μεταλλευμάτων. Η εποχή του μεγάλου αποικισμού ξεκινά δύο αιώνες αργότερα τον 8ο αι. π.Χ. με τη Μίλητο της Ιωνίας να αποικίζει τα παράλια του Εύξεινου Πόντου ιδρύοντας τη Σινώπη σε εξαιρετικά στρατηγική θέση εξαιτίας του καλού λιμανιού της και της δυνατότητας ομαλής επικοινωνίας με τις γύρω περιοχές. Η Σινώπη, με τη σειρά της ίδρυσε το 756 π.Χ την Τραπεζούντα, την Κρώμνη, το Πτέρυον, την Κύτωρο και άλλες φημισμένες πόλεις της περιοχής. Όμορφη και επιβλητική, η Σινώπη αναδείχθηκε γρήγορα σε αξιόλογο λιμάνι, αποκτώντας πολυάριθμο στόλο και ισχύ. Σημειώνεται πως η Τραπεζούντα εώς την εποχή του Ξενοφώντα ήταν φόρου υποτελής οικειοθελώς στη μητρόπολη Σινώπη[3].

Ο Ξενοφώντας στο έργο του Κύρου Ανάβασις, το 401 π.Χ περιγράφει την πατροπαράδοτη φιλοξενία των Ελλήνων του Πόντου, που γνώρισε ο ίδιος και οι «Μύριοι» μένοντας τριάντα μέρες στην Τραπεζούντα. Οι ελληνοπρεπείς γιορτές που περιγράφει περιλάμβαναν αθλητικούς αγώνες προς τιμήν του ελληνικού δωδεκάθεου και τον ένοπλο πυρρίχιο χορό. Επιπλέον χαρακτηρίζει την πόλη «πόλιν Ελληνίδα μεγάλην και ευδαίμονα».[4] Ο αρχαίος γεωγράφος Στράβων, ο οποίος καταγόταν από την Αμάσεια του Πόντου, περιγράφει την περιοχή στα Γεωγραφικά του ως χώρα με εύκρατο κλίμα χωρίς ξηρασία, πολύ ευνοϊκή για την ενασχόληση με την αγροτική παραγωγή, την κτηνοτροφία και το κυνήγι[5]. Από τη Σινώπη καταγόταν ο φιλόσοφος Διογένης ο Κυνικός, ο διασημότερος εκπρόσωπος της κυνικής σχολής στην αρχαιότητα.

Η περσική κυριαρχία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την κατάλυση του μηδικού κράτους από τον Κύρο των Περσών, ο Πόντος θα περάσει στην κηδεμονία της Περσίας, χωρίς να γνωρίσει τους καταστροφικούς πολέμους της περσικής επέκτασης. Οι πόλεις, κυρίως της μικρασιατικής παραλίας μέχρι την Κολχίδα, επί περσικής επικυριαρχίας, υπάγονταν στον μέγα βασιλέα, ενώ διατηρούσαν παράλληλα εσωτερική αυτονομία. Επί της δυναστείας των Αχαιμενιδών, οι πόλεις της ανατολικής μικρασιατικής παραλίας υπάγονταν στην ίδια σατραπεία, αλλά η κυριαρχία τους ήταν περισσότερο τυπική, διότι επί Ξενοφώντα πολλές από τις γειτονικές φυλές ήταν σχεδόν ανεξάρτητες και πολεμούσαν συχνά τις ελληνικές πόλεις. Οι Πέρσες αυτονομούν επίσης τον Πόντο από την οικονομική ζωή του Αιγαίου, δημιουργώντας την εμπορική οδό από την Έφεσο ως τα Σούσα, μέσω της οποίας οι μεταφορές γίνονταν δια ξηράς, λόγω περισσότερης ασφάλειας και συντομίας, αφού τα προϊόντα διοχετεύονταν κατευθείαν στη μεγάλη αγορά της Μεσοποταμίας. Σύμφωνα δε με τον Ξενοφώντα και τον Ηρόδοτο, η Τραπεζούντα και η γύρω από αυτήν περιοχή δεν είχαν γνωρίσει τον περσικό ζυγό, λόγω του ότι οι Κόλχοι και οι Χαλδαίοι είχαν παραμείνει αυτόνομοι, αφού ο Δαρείος ασχολήθηκε περισσότερο με τον ελληνικό χώρο, ο Κύρος νικήθηκε στο μέτωπο των σκυθικών χωρών και ο Καμβύσης στράφηκε κυρίως στην Αίγυπτο και την Αραβία.

Σημαντικές πληροφορίες για τις ελληνικές πόλεις του Πόντου, κατά τη διάρκεια της περσικής επικυριαρχίας, αποκομίζονται από έργο του Ξενοφώντα «Κύρου Ανάβασις», όπου περιγράφεται η Κάθοδος των Μυρίων (401-400 π.Χ.), των Ελλήνων δηλαδή στρατιωτών που πολέμησαν ως μισθοφόροι στο πλευρό του Κύρου εναντίον του αδελφού του, Αρταξέρξη. Μετά τη συμπλοκή όμως των δύο αδελφών και τον θάνατο του Κύρου, οι Έλληνες βρέθηκαν μόνοι στο εσωτερικό της εχθρικής χώρας προσπαθώντας με τεράστιες δυσκολίες να φτάσουν στα ελληνικά εδάφη. Όταν από το όρος Θήχης αντίκρισαν τη θάλασσα (Εύξεινος Πόντος), ένιωσαν ότι βρίσκονται στην Ελλάδα. Στο έργο αναφέρεται η άφιξη τους στην Τραπεζούντα (401 π.Χ.) η οποία ήταν υποτελής στη μητρική πόλη Σινώπη, καθώς και η βοήθεια όλων των άλλων Ελλήνων κατοίκων των παράλιων αποικιών του Εύξεινου Πόντου — Κερασούντας, Κοτυώρων, Σινώπης, Ηράκλειας— για να διεκπεραιωθούν στη Θράκη.

Μακεδονική κυριαρχία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αργυρό τετράδραχμο που απεικονίζει τον Μέγα Αλέξανδρο με κέρατα

Κατά την εποχή ανάμεσα στο πέρασμα του Ξενοφώντα μέχρι την κοσμοκρατορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, η Τραπεζούντα και όλες οι ελληνικές αποικιακές πόλεις του Ευξείνου απόλαυσαν περιόδου ειρήνης και ευημερίας, επεκτεινόμενες επίσης όχι μόνο στα παράλια μέρη, αλλά και προς το εσωτερικό της περιοχής, εξελληνίζοντας συνέχεια όλο και περισσότερα φύλα. Κατά τον Γερμανό ιστορικό Φαλμεράυερ, «οι Τραπεζούντιοι, σοφότεροι από τα αδελφά κράτη στις ακτές της Ιωνίας, ήξεραν να επιλέγουν μάλλον τα πλεονεκτήματα μιας ονομαστικής εξάρτησης από έναν μακρινό μονάρχη παρά εκείνα μιας πολυτάραχης αυτονομίας, και ήταν ευτυχισμένοι και πλούσιοι, ενώ η Φώκαια και η Μίλητος δεν άργησαν να μεταβληθούν σε ερείπια».[6] Με αυτόν τον τρόπο ενισχύθηκαν και ανακάλυψαν νέες πηγές πλούτου, όπως άργυρο, χαλκό και σίδηρο, μέταλλα που βρίσκονταν ακόμα και στις δασώδεις και ορεινές περιοχές.

Ως εξελληνισμένες περιοχές κατά την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου αναφέρονται τα Κόμανα, τα Κάβειρα, η Γαζίουρα και η Αμάσεια. Την ίδια περίοδο η Τραπεζούντα, τα Κοτύωρα, η Αμισός και η Σινώπη βρίσκονταν σε υψηλό επίπεδο εμπορικής και πολιτικής δύναμης όπως μπορεί να συμπεράνει κανείς από τα πολυάριθμα νομίσματα, έχοντας παράλληλα απόλυτη αυτονομία και ανεξαρτησία. Αναφέρεται μάλιστα ότι ο Μέγας Αλέξανδρος επανέφερε το δημοκρατικό πολίτευμα στην Αμισό, που το είχε στερηθεί επί περσοκρατίας. Με λίγα λόγια, η ελληνική παιδεία, ο ελληνικός τρόπος ζωής και η ελληνική γλώσσα θα εξαπλωθούν σε όλες τις αποικίες και, μέσω των στενών του Ελλησπόντου, θα ανοίξουν δρόμους για εμπορικές συναλλαγές, μεγαλώνοντας έτσι την οικονομική και πολιτιστική αίγλη των ελληνικών ποντιακών πόλεων.

Το Βασίλειο του Πόντου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά την περίοδο των μεταλεξανδρινών χρόνων ιδρύθηκε στην περιοχή του Πόντου ένα βασίλειο με ισχυρά ελληνικές επιρροές, γνωστό ως ελληνιστικό βασίλειο του Πόντου (302/301-64/63 π.Χ.). Δημιουργός του κράτους υπήρξε ο πρώην σατράπης της Κίου, Μιθριδάτης Α΄, ο οποίος έκανε πρωτεύουσά του την Αμάσεια. Αρχικά το κράτος αυτό περιελάμβανε την Καππαδοκία (Μεγάλη Καππαδοκία και Καππαδοκία του Πόντου), αλλά αργότερα επεκτάθηκε και στις ελληνικές πόλεις των ακτών του Ευξείνου. Η ελληνική γλώσσα καθιερώθηκε στο βασίλειο ως επίσημη γλώσσα. Η ελληνική θρησκεία και λατρεία κυριάρχησαν παντού και χτίστηκαν ναοί προς τιμήν των Ολύμπιων Θεών σε ολόκληρο τον Πόντο. Το δωδεκάθεο του Ολύμπου αφομοίωσε τις περισσότερες περσικές και ντόπιες θεότητες. Στα Κόμανα του Πόντου, μαζί με την τοπική θεά Αναΐτιδα, λατρευόταν και ο Απόλλωνας, η Αθηνά, ο Διόνυσος και η Νίκη, στην Κερασούντα ο Δίας, ο Διόνυσος, ο Ασκληπιός, ο Ποσειδώνας, ο Πάνας και ο Ηρακλής ενώ στην Τραπεζούντα ο Ερμής, ο Διόνυσος, ο Πάνας και ο Ηρακλής. Η λατρεία του περσικού θεού Μίθρα δεν έκλειψε ποτέ αλλά με το πέρασμα του χρόνου ελληνοποιήθηκε και ταυτίστηκε με τους Ήλιο, Απόλλωνα και Ερμή.[7]

Ανάμεσα στις νέες κτήσεις του Μιθριδάτη περιλαμβανόταν και η Τραπεζούντα. Στη συνέχεια, στο βασίλειο ενσωματώθηκαν και διάφορες φυλές εξ ανατολών, όπως οι Τιβαρηνοί, οι Μοσσύνοικοι, οι Μάκρωνες κ.ά. Οι ανεπτυγμένες ελληνικές πόλεις παρέμειναν εμπορικά κέντρα, ενώ η καλλιέργεια της γης αποτελούσε την κύρια απασχόληση των κατοίκων, ιδιαίτερα στις κοιλάδες και τα δέλτα των ποταμών. Μεγάλη υπήρξε επίσης και η εκμετάλλευση των πλούσιων κοιτασμάτων αργύρου, σιδήρου, χαλκού. Περί τον 2ο αι. π.Χ. το κράτος του Πόντου εγκαινίασε επιθετική πολιτική με την κατάληψη της Σινώπης από τον Φαρνάκη Α’ (βασ. 185-169 π.Χ.), καθώς και των Ποντικών Άλπεων και της παραλιακής ζώνης του Ευξείνου (Κερασούντα, Κύτωρο, Αρμήνη κ.ά.). Αφού στο βασίλειο συμπεριλήφθηκε και η Τραπεζούντα, επί Φαρνάκη Α’ και των διαδόχων του ευνοήθηκαν οι οικονομικές συμφωνίες με τη χερσόνησο της Κριμαίας, καθώς και οι πολιτικοί και οικονομικοί δεσμοί με τη Δήλο και την Αθήνα. Οι πολυάριθμες νομισματικές συλλογές των πόλεων της Τραπεζούντας, της Αμισού, των Κοτυώρων και της Σινώπης επιβεβαιώνουν την οικονομική, εμπορική και πολιτική ακμή εκείνης της περιόδου, η οποία δεν ανατράπηκε ούτε μετά την κατάληψη της Τραπεζούντας το 63 π.Χ από τον Ρωμαίο Ύπατο Πομπήιο. Κατά την εποχή της βασιλείας του Μιθριδάτη Ε’ του Ευεργέτη (περίπου 150-120 π.Χ.) δημιουργήθηκε μισθοφορικός στρατός σύμφωνα με τα ελληνικά πρότυπα.

Νόμισμα στο οποίο απεικονίζεται ο τελευταίος βασιλιάς του Πόντου, Μιθριδάτης ΣΤ' Ευπάτωρ (112 π.Χ.-63 π.Χ.) Νομισματικό Μουσείο Αθηνών[8]

Το 120 π.Χ. τον διαδέχεται ο γιος του Μιθριδάτης ΣΤ΄ Ευπάτωρ (120-63 π.Χ.). επί βασιλείας του οποίου το βασίλειο του Πόντου έφτασε στο υψηλότερο σημείο της ακμής του και απέκτησε πολύ μεγάλη φήμη. Η παιδεία που δέχτηκε ο Μιθριδάτης από την Ελληνίδα μητέρα του, τη γυναίκα του αλλά και από τους Έλληνες αξιωματικούς, ιστορικούς, ποιητές, πολιτικούς και φιλοσόφους του περίγυρού του, τον κατέστησε γνωστό σε όλο τον πολιτισμένο κόσμο εκείνης της εποχής. Επιχειρώντας να πραγματοποιήσει τη φιλοδοξία του για την ίδρυση εξελληνισμένου ασιατικού κράτους, ήλθε αντιμέτωπος με την πανίσχυρη τότε ρωμαϊκή αυτοκρατορία και πραγματοποίησε εναντίον της 4 πολέμους, που είναι γνωστοί ως Μιθριδατικοί Πόλεμοι. Κατά τον Α΄ Μιθριδατικό πόλεμο (89-84 π.Χ.) ο Μιθριδάτης, έχοντας ως σύμμαχο τον βασιλιά της Αρμενίας, Τιγράνη, εξόντωσε 80.000, περίπου, Ρωμαίους που βρίσκονταν στη Μικρά Ασία («Εφέσιος Εσπερινός», 88 π.Χ.), πήρε με το μέρος του την Αθήνα, τη Βοιωτία και τη Λακεδαίμονα, κατέλαβε τη Δήλο και ανάγκασε τον επικεφαλής των ρωμαϊκών δυνάμεων, Λεύκιο Κορνήλιο Σύλλα, να υπογράψει τη συνθήκη της Δαρδάνου. Κατά τον Β΄ Μιθριδατικό Πόλεμο (83-81) ο Μιθριδάτης κατέλαβε τμήμα της Καππαδοκίας. Ο Γ´ Μιθριδατικός πόλεμος απέβησαν μοιραίοι για τον Πόντιο βασιλιά, γιατί, αφού υπέστη αρχικά ήττες από τον Ρωμαίο ύπατο, Μάριο Αυρήλιο Κόττα, στη Χαλκηδόνα, δέχτηκε το τελικό χτύπημα από τον Γναίο Πομπήιο (64 π.Χ.) που κατέλαβε τη Σινώπη και τελευταία την Τραπεζούντα (63 π.Χ.).

Βυζαντινή εποχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με την κατάλυση του βυζαντινού κράτους από τους σταυροφόρους (1204) οι αδελφοί Αλέξιος και Δαβίδ, απόγονοι της αυτοκρατορικής δυναστείας των Κομνηνών, ίδρυσαν στην περιοχή του Πόντου ανεξάρτητο βασίλειο, γνωστό και ως «Αυτοκρατορία των Μεγάλων Κομνηνών». Στα 257 χρόνια της, ο Πόντος γνώρισε μεγάλη οικονομική ευμάρεια και πολιτιστική ακμή.

Το λιμάνι της Τραπεζούντας αναπτύχθηκε σε κέντρο εμπορίου, όπου έδρευαν προξενεία Γενουατών, Μασσαλιωτών, Βενετών, κ.ά. Οι τελωνειακοί φόροι και η παραγωγή μεταλλευμάτων εξασφάλιζαν την οικονομική ευρωστία του κράτους.

Οι Μεγαλοκομνηνοί ενδιαφέρθηκαν ιδιαίτερα για την καλλιέργεια των γραμμάτων και των τεχνών. Οι μονές του Πόντου έγιναν κέντρα πολιτιστικής ανάπτυξης, που προσέλκυσαν πολλούς λόγιους της πρώην Βασιλεύουσας. Πόντιοι λόγιοι όπως ο χρονικογράφος Μιχαήλ Πανάρετος, ο μαθηματικός και αστρονόμος Γρηγόριος Χιονιάδης και οι θεολόγοι Βησσαρίων, Γεώργιος Τραπεζούντιος και Γεώργιος Αμιρούτζης διέπρεψαν στις επιστήμες. Οι θαυμάσιες τοιχογραφίες και τα χειρόγραφα που σώζονται μαρτυρούν την ιδιαίτερη ανάπτυξη της ζωγραφικής, ενώ σπουδαία κτίσματα, εκκλησίες, μονές, ανάκτορα και δημόσια κτίρια δείχνουν τη λαμπρότητα της εποχής.

Με σύμβολο τον μονοκέφαλο αετό και προστάτη τον Άγιο Ευγένιο, πολιούχο Τραπεζούντας, οι Μεγαλοκομνηνοί διατήρησαν την αυτοκρατορία τους ως το 1461, οκτώ χρόνια μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, οπότε υπέκυψε και ο Πόντος στους Οθωμανούς.

Η οθωμανική κυριαρχία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Περαιτέρω πληροφορίες: Πόντιοι και Γενοκτονία των Ελλήνων
Τα ποσοστά του χριστιανικού πληθυσμού στον Πόντο, το 1896

Ο Πόντος μοιράστηκε από τους Οθωμανούς σε δύο μπεηλερμπεϊλίκια, κάτι σαν τα Θέματα των Βυζαντινών: της Τραπεζούντας και του «Ρουμ», δηλαδή των Ρωμιών, που περιλάμβανε τα δυτικά εδάφη και το εσωτερικό του Πόντου. Κατά τον 18ο αιώνα, στον χώρο του μικρασιατικού Πόντου υπήρχαν τρεις μητροπόλεις, η μητρόπολη Αμασείας με τίτλο μητροπολίτη «Υπέρτιμος και έξαρχος παντός Ευξείνου Πόντου», Νεοκαισαρείας και Ινέου με τίτλο «Υπέρτιμος και έξαρχος Πόντου Πολεμωνιακού» και Τραπεζούντας με τίτλο «Υπέρτιμος έξαρχος πάσης Λαζικής». Η ελληνική κοινωνία του μικρασιατικού Πόντου θα σημαδευτεί - όπως και κάθε άλλο μέρος του ελληνικού κόσμου- από τον εξισλαμισμό και την εμφάνιση του κρυπτοχριστιανικού φαινομένου. Το πρώτο κύμα εξισλαμισμών θα εμφανιστεί μετά την παράδοση της Τραπεζούντας στους Οθωμανούς. Οι Χριστιανοί εκδιώκονται και περιθωριοποιούνται και οι εκκλησίες μετατρέπονται σε τεμένη. Στην Τραπεζούντα και στην περιφέρειά της οι εξισλαμισμοί θα λάβουν μεγάλη έκταση. Οκτώ χιλιάδες Χριστιανοί από την πάλαι ποτέ πρωτεύουσα των Κομνηνών θα ιδρύσουν ορεινούς οικισμούς στην περιοχή της Θοανίας, που θα μείνει γνωστή ως Τόνγια. Οι πληθυσμοί αυτοί θα εξισλαμιστούν στη συνέχεια. Το μεγάλο κύμα εξισλαμισμών θα ενσκήψει στα τέλη του 17ου αιώνα. Ο μητροπολίτης Τραπεζούντος Χρύσανθος πληροφορεί οτι οι εξισλαμισμοί στον Πόντο πραγματοποιήθηκαν την περίοδο 1648-1687 από τις πιέσεις των φεουδαρχών, των Ντερεμπέηδων. Γράφει ο Χρύσανθος: «Ενεκα των από των Τερε-βέηδων πιέσεων τούτων και των δεινών διωγμών οι από του ποταμού Ακάμψιος (Τσορόχ) μέχρι Τραπεζούντος συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί, οι κατοικούντες τας περιφερείας Ριζαίου, Οφεως, Σουρμένων και Γημωράς εξισλαμίστηκαν αθρόως. Οι Χριστιανοί της περιφέρειας Όφεως είχον εξισλαμισθεί κατά την παράδοσιν ομού μετά του επισκόπου αυτών Αλεξάνδρου μετονομασθέντος Ισκεντέρ..». Ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος επισκέφθηκε την Τραπεζούντα το 1681 και δίνει πολύτιμες πληροφορίες για τον εξισλαμισμό των Ελλήνων. Αναφέρει ότι τον χρόνο της επίσκεψής του επραγματοποιήθει ο εξισλαμισμός των ελληνικών πληθυσμών της Θοανίας, της σημερινής Τόνγιας. Σε οθωμανικό ντοκουμέντο που αποκαλύπτει άγνωστες πτυχές της ζωής του υπόδουλου ποντιακού ελληνισμού ένα αιώνα μετά την άλωση της Τραπεζούντας συμπεραίνεται ότι «θεώρησαν πιο αρμόζον και συμφέρον γι αυτούς να αλλαξοπιστήσουν για να βελτιώσουν την κοινωνική τους κατάσταση». Από τα τέλη του 17ου αιώνα θα ξεκινήσει η εκπαιδευτική κίνηση στον Πόντο όπως και στον υπόλοιπο ελληνικό κόσμο. Η Τραπεζούντα θα εξελιχθεί σε κέντρο των ελληνικών γραμμάτων. Το πρώτο σχολείο που λειτούργησε ήταν το «Φροντιστήριον Τραπεζούντος» το 1682. Στη Σινώπη υπήρχε ελληνικό σχολείο από το 1675. Στην Αργυρούπολη ιδρύθηκε το 1733 και στα τέλη του 18ου αιώνα ιδρύθηκαν σχολεία στη Σαμψούντα και στην Κερασούντα. Κατά τον 19ο αιώνα εκατοντάδες ελληνικά και αλληλοδιδακτικά σχολεία ιδρύθηκαν στον Πόντο.

Κατανομή των μιλλέτ στο βιλαέτι της Τραπεζούντας[9]
Πηγή Μουσουλμάνοι Έλληνες Αρμένιοι Συνολικά
Επίσημα οθωμανικά στατιστικά, 1910 1.047.889
72.56%
351.104
24.31%
45.094
3.12%
1.444.087
Στατιστικά του Οικουμενικού Πατριαρχείου, 1912 957.866
70.33%
353.533
25.96%
50.624
3.72%
1.362.026

Μεγάλες κοινότητες (περίπου το 25% του πληθυσμού[εκκρεμεί παραπομπή]) των Χριστιανών Ποντίων παρέμειναν στην περιοχή (συμπεριλαμβανομένων των Ποντίων στην Τραπεζούντα και το Καρς της βορειοανατολικής Τουρκίας και του Ρωσικού Καυκάσου) μέχρι τη δεκαετία του 1920 όπου συνέβη η ανταλλαγή των πληθυσμών. Στη Γεωργία και την Αρμενία παρέμειναν μέχρι τη δεκαετία του 1990, διατηρώντας τα έθιμά τους και την ποντιακή διάλεκτο. Οι Κρωμναίοι ήταν ομάδα εξισλαμισμένων Ποντίων, αλλά οι τουρκικές αρχές τους υποπτεύονταν ως Κρυπτοχριστιανούς. Οι Κρωμναίοι ζούσαν στην Κρώμνη και άλλα χωριά.[10] Πολλοί εξισλαμισμένοι Έλληνες συνέχισαν να μιλούν τα ποντιακά, η οποία είναι γνωστή για τη μοναδική διατήρηση χαρακτηριστικών της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Σήμερα μερικοί Πόντιοι ζουν ακόμη στην κοιλάδα του Όφεως, μιλώντας την τοπική διάλεκτο Όφεως.

Οι ντερεμπέηδες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με την απαρχή της παρακμής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ο έλεγχος της κεντρικής εξουσίας στην περιοχή του Πόντου ατόνισε. Η εξουσία πέρασε στα χέρια των παλιών σπαχήδων, δηλαδή των στρατιωτικών-τιμαριούχων, οι οποίοι λάμβαναν από τον σουλτάνο μεγάλες εκτάσεις γης, με αντάλλαγμα να τον συνοδεύουν στους κατακτητικούς πολέμους. Σε κάποια φάση τα κτήματα άρχισαν να κληροδοτούνται από πατέρα σε γιο και οι τοπάρχες να μην οφείλουν υπακοή στον σουλτάνο. Οι άρχοντες αυτοί (οι ντερεμπέηδες), ενώ ήταν υπεύθυνοι για την τήρηση της τάξης, από τα τέλη του 18ου αιώνα μεταβλήθηκαν σε στυγνούς καταπιεστές του πληθυσμού (Χριστιανών και Μουσουλμάνων). Επέβαλλαν αυθαίρετα φορολογία, εκτελούσαν επιδρομές κατά χριστιανικών οικισμών και επιδίδονταν ακόμη και στο δουλεμπόριο.

Στον ανατολικό Πόντο κυριαρχούσαν οι οικογένειες των Χαζνεντάρογλου, που είχαν τα κτήματά τους δυτικά της Τραπεζούντας, και των Γιακούμπογλου και των Τουτζούογλου, στη Λαζική. Οι δύο οικογένειες ήρθαν σε σύγκρουση μεταξύ τους και μάλιστα σε εποχή κατά την οποία διεξαγόταν ο Ρωσο-τουρκικός Πόλεμος, με αποτέλεσμα να θέσουν σε κίνδυνο την ασφάλεια ολόκληρου του Πόντου. Το αποτέλεσμα ήταν ο σουλτάνος Μαχμούτ Β΄ να στείλει στρατεύματα και να καταλύσει την κυριαρχία τους.

Το τελικό χτύπημα στους ντερεμπέηδες ήταν το Χαττ-ι Χουμαγιούν του 1856, διατάγμα με το οποίο ο σουλτάνος αναγνώριζε επίσημα όσα προνόμια και όσες παραχωρήσεις είχε κάνει κατά καιρούς στους πληθυσμούς της αυτοκρατορίας και διακήρυττε ότι θα σεβαστεί τα δικαιώματά τους. Επίσης, ανέφερε ότι όλοι είναι ελεύθεροι να εκτελούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα.

Το διάταγμα είχε πολλές επιπτώσεις. Πρώτα απ' όλα δημιούργησε σημαντικό ρεύμα επανόδου των εξισλαμισμένων χριστιανών προς τον χριστιανισμό. Οι «Κλωστοί», όπως έμειναν στην ιστορία οι εξισλαμισμένοι που ζητούσαν να επιστρέψουν στη χριστιανική Εκκλησία, αποτέλεσαν ένα από τα πιο σοβαρά ζητήματα στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.

Επίσης, με τα προνόμια που δόθηκαν στους Χριστιανούς δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για την άνθηση του εμπορίου και της εκπαίδευσης. Το εμπόριο οδήγησε το χριστιανικό στοιχείο σε οικονομική ευημερία, στη συνέχεια στην ενίσχυση της εθνικής εκπαίδευσης και στο αίτημα για την εθνική απελεύθερωση.

Ο ρόλος της Ρωσίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1768-1774 και έπειτα, η Οθωμανική Αυτοκρατορία περιορίστηκε στα νότια παράλια της Μαύρης Θάλασσας. Τα επόμενα 150 χρόνια, η Ρωσία προσπαθούσε να βρει ευκαιρία για να κηρύξει τον πόλεμο στην Τουρκία, ώστε να προωθηθεί εδαφικά, ακόμη και να καταλύσει την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στη διάρκεια του 19ου αιώνα, τα ρωσικά στρατεύματα ήρθαν στον Πόντο τρεις φορές: το 1828-1829, το 1854-1856 και το 1876-1877. Οι Χριστιανοί του Πόντου τούς έβλεπαν ως ελευθερωτές, όχι όμως και οι Μουσουλμάνοι, που φοβούνταν ότι σε περίπτωση προσάρτησης στη Ρωσία θα έπρεπε να εγκαταλείψουν τη χώρα τους. Έτσι, ο φόβος των Ρώσων και η δυσαρέσκεια για την οικονομική άνοδο των χριστιανών έτρεφε το μίσος των Μουσουλμάνων.

Οι Νεότουρκοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οικογένειες Ελλήνων Ποντίων στις αρχές του 20ού αιώνα. Οικογένειες Ελλήνων Ποντίων στις αρχές του 20ού αιώνα.
Οικογένειες Ελλήνων Ποντίων στις αρχές του 20ού αιώνα.

Το κίνημα των Νεότουρκων, το 1908, έδωσε προσωρινά ελπίδες για ένα διαφορετικό μέλλον, τόσο στους μουσουλμάνους όσο και στους χριστιανούς. Ο πόλεμος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με την Ιταλία, το 1911, και με τα βαλκανικά κράτη, το 1912-1913, δεν είχε άμεσες σημαντικές επιπτώσεις στους χριστιανούς του Πόντου, όμως σίγουρα δημιούργησε ανασφάλειες στους νέους ηγέτες, οι οποίοι ήθελαν μια εθνική και όχι πολυεθνική Τουρκία.

Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος έφερε την Οθωμανική Αυτοκρατορία στο ίδιο στρατόπεδο με τους Γερμανούς και τους Αυστριακούς. Μεσούντος του πολέμου οι Νεότουρκοι αποφάσισαν να απαλλαγούν από τους «ενοχλητικούς» χριστιανικούς πληθυσμούς. Με το πρόσχημα ότι οι Χριστιανοί μπορούσαν να λειτουργήσουν ως 5η φάλαγγα για τον ρωσικό στρατό που προήλαυνε προς τον Πόντο, οι Χριστιανοί στον δυτικό Πόντο διατάχθηκαν να εγκαταλείψουν τις πόλεις τους προκειμένου να μετεγκατασταθούν σε άλλα ασφαλέστερα μέρη. Το καλοκαίρι του 1915 έλαβε χώρα η γενοκτονία των Αρμενίων. Την ίδια εποχή οι Έλληνες δεινοπαθούσαν από τις κακουχίες και τις πορείες στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Μόνο στον ανατολικό Πόντο η κατάσταση ήταν καλύτερη, λόγω της ρωσικής κατοχής από το 1916 έως το 1918.

Το θέμα της Ποντοαρμενικής Ομοσπονδίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Σημαία της Ποντιακής Δημοκρατίας, κατά την περίοδο προσπάθειας αυτονόμησης της περιοχής από την Οθωμανική Αυτοκρατορία

Το τέλος του πολέμου βρήκε την Οθωμανική Αυτοκρατορία μαζί με τους ηττημένους. Οι Έλληνες του Πόντου, οι Αρμένιοι και οι Κούρδοι, ενθαρρυμμένοι από τον πρόεδρο των Η.Π.Α. Γούντροου Ουίλσον, ζήτησαν αυτοδιάθεση. Μαζί με τις πιέσεις στο διπλωματικό πεδίο εμφανίστηκαν και ανταρτικά σώματα Ποντίων, Αρμενίων και Κούρδων, που διεκδικούσαν με αυτόν τον τρόπο την ευόδωση του εθνικού σκοπού. Η δράση, όμως, έφερε και αντίδραση. Λιποτάκτες του οθωμανικού στρατού και Τούρκοι εθνικιστές δημιούργησαν ξεχωριστά τουρκικά ανταρτικά σώματα.

Οι Έλληνες του Πόντου προσανατολίζονταν είτε στη δημιουργία ελληνικού ποντιακού κράτους με ειδική σχέση με την Ελλάδα είτε σε μια μορφή ομοσπονδίας με τους Αρμενίους. Οι Αρμένιοι από την πλευρά τους ζητούσαν τη δημιουργία ανεξάρτητης Αρμενίας. Τον Ιανουάριο του 1920 Έλληνες και Αρμένιοι υπέγραψαν τη συμφωνία ίδρυσης μιας Ποντοαρμενικής Ομοσπονδίας με σύνορα από την Τραπεζούντα ως τη λίμνη Βαν. Όμως το κράτος αυτό δεν δημιουργήθηκε ποτέ, καθώς συνάσπισε εναντίον του τους Τούρκους και Κούρδους εθνικιστές. Η ήττα των Αρμενίων από τις δυνάμεις του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ και η συνθηκολόγησή τους το 1920 έδειξε ότι οι Έλληνες κινδύνευαν.

Το τέλος των Ελλήνων του Πόντου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πόντιοι ποδοσφαιριστές καταδικάστηκαν και απαγχονίστηκαν, χωρίς απτές αποδείξεις αντι-τουρκικής δραστηριότητας: Οι Τούρκοι εθνικιστές αισθάνθηκαν προσβεβλημένοι επειδή η φανέλα της ομάδας των Ποντίων έφερε τα χρώματα της ελληνικής σημαίας

Το 1921 ο Κεμάλ υπέγραψε σύμφωνο φιλίας και συνεργασίας με τη Σοβιετική Ένωση. Έτσι γινόταν εύκολο γι' αυτόν να στραφεί εναντίον του ελληνικού στρατού που είχε προελάσει στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Ο αγώνας του Κεμάλ κατά του ελληνικού στρατού είχε ως αποτέλεσμα να θεωρηθούν οι Έλληνες του Πόντου και της Μικράς Ασίας ως δυνάμει συνεργάτες του «εχθρού» και «προδότες».

Έτσι, αρχικά οι ηγέτες των Ελλήνων Ποντίων εξοντώθηκαν σε δίκες παρωδίες και στη συνέχεια άρχισε κύμα τρομοκρατίας κατά των ελληνικών πληθυσμών. Πρωτοστάτης στο έργο αυτό ήταν ο Τοπάλ Οσμάν από την Κερασούντα. Η τρομοκρατία και οι αγριότητες κορυφώθηκαν στα τέλη του 1921 και στις αρχές του 1922.

Τελικά, με ειδική σύμβαση που περιεχόταν στη συνθήκη της Λωζάνης οι Χριστιανοί της Μικράς Ασίας, ανεξάρτητα από την εθνικότητα, υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να μετοικήσουν στην Ελλάδα, ενώ το ίδιο συνέβη και με τους Μουσουλμάνους του ελληνικού κράτους. Η επιλογή του θρησκεύματος ως κριτηρίου για την ανταλλαγή ή την παραμονή είχε ως αποτέλεσμα την άφιξη στην Ελλάδα, εκτός των Ελλήνων, και των διασωθέντων Αρμενίων, ενώ από την ανταλλαγή εξαιρέθηκαν οι εξισλαμισμένοι Πόντιοι.

Αρκετοί (περίπου 85.000-100.000) Έλληνες Πόντιοι είχαν εγκαταλείψει τις εστίες τους ήδη από το 1918, ακολουθώντας τον ρωσικό στρατό κατά την υποχώρησή του. Αυτοί εγκαταστάθηκαν ως πρόσφυγες στη Γεωργία και την Κριμαία. Διατήρησαν τους δεσμούς τους και το εθνικό τους φρόνημα, και μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το 1990 οι απόγονοι αυτών εγκαταστάθηκαν ως πρόσφυγες στην Ελλάδα.

Η αποχώρηση των Ελλήνων είχε ως αποτέλεσμα την ερήμωση και την οικονομική παρακμή της περιοχής. Σε αντίθεση με άλλες περιοχές της Τουρκίας, ο Πόντος δεν μπόρεσε να αναπτυχθεί οικονομικά και η υστέρησή του από τον μέσο όρο της οικονομίας της Τουρκίας ήταν έντονη.

Το αποτέλεσμα ήταν να προκληθεί μεγάλο κύμα μετανάστευσης αρχικά προς τα μεγάλα αστικά κέντρα της Τουρκίας και στη συνέχεια προς τη Γερμανία. Η Τουρκία προσπάθησε να δημιουργήσει κίνητρα, με την εισαγωγή της καλλιέργειας του ρυζιού και του φουντουκιού, αλλά τα αποτελέσματα ήταν περιορισμένα.

Τον Σεπτέμβριο του 1968, ισχυρός σεισμός συγκλόνισε τη Σαμψούντα, τη Σινώπη, το Μπολού και το Μπαρτίν[11].

Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης είχε ως αποτέλεσμα να πλημμυρίσουν τα λιμάνια του Πόντου από Ρώσους, Γεωργιανούς και Αρμένιους οικονομικούς μετανάστες, οι οποίοι ασχολούνταν με το εμπόριο, τις κατασκευές και διάφορες ημιπαράνομες δραστηριότητες. Όμως, η οικονομική ανάκαμψη που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια στη Ρωσία έχει ενθαρρύνει το κύμα επιστροφής των οικονομικών μεταναστών προς τις πατρίδες τους[12].

Σήμερα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το γεωγραφικό διαμέρισμα του Ευξείνου Πόντου (τουρκικά: Karadeniz Bölgesi‎‎) αποτελείται από 22 επαρχίες, οι οποίες ανήκουν εξ ολοκλήρου ή εν μέρει σε αυτό. Είναι μια από τις επτά ορισμένες για απογραφή γεωγραφικές περιοχές της Τουρκίας.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Φωτιάδης, Κωνσταντίνος (2009). Πόντος Ελλενικός, μεγάλος και ευδαίμων. Αθήνα: Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ανατολικής Αττικής. σελ. 11. 
  2. Φωτιάδης, Κωνσταντίνος (2009). σελ. 7,8.
  3. Φωτιάδης, Κωνσταντίνος (2009). σελ. 15,16
  4. Κύρου Ανάβασις, Ξενοφών
  5. Στράβωνος. Γεωγραφικά. σελίδες ΙΑ΄ Βιβλίο. 
  6. Fallmerayer, Jakob Philipp (1827). Geschichte des Kaisertums von Trapezunt. 
  7. Φωτιάδης, Κωνσταντίνος (2009). σελ
  8. Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, τόμ. 6, σ. 181, εκδ. Αθηνών,1987
  9. Pentzopoulos, Dimitri (2002). The Balkan exchange of minorities and its impact on Greece. C. Hurst & Co. Publishers. σελίδες 29–30. ISBN 978-1-85065-702-6. 
  10. Χιούσεν, σ. 54.
  11. Ιστορικό Λεύκωμα 1968, σελ. 144, Καθημερινή (1998)
  12. Βλάσης Βλασίδης, Πόντος, σελ. 20-23, εκδόσεις Explorer (2006)

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Προτεινόμενη βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Εγκυκλοπαίδεια του Ποντιακού Ελληνισμού, Μαλλιάρης Παιδεία, Τόμος 12 (2007). ISBN 960-457-006-4
  • Στάθης Πελαγίδης, «Οι κρυπτοχριστιανοί του Πόντου. Νέα στοιχεία από τα Ελληνικά και Βρετανικά αρχεία», Ελληνική Ιστορική Εταιρεία, Ε' Πανελλήνιο Ιστορικό Συνέδριο-Πρακτικά, Αθήνα, 1984, σελ 239 κ.εξ.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]