Ψι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Καλλιτεχνική γραφή
Μέγα Ετυμολογικόν, 1499
Ελληνικό αλφάβητο
Αα Άλφα Νν Νι
Ββ Βήτα Ξξ Ξι
Γγ Γάμμα Οο Όμικρον
Δδ Δέλτα Ππ Πι
Εε Έψιλον Ρρ Ρω
Ζζ Ζήτα Σσς Σίγμα
Ηη Ήτα Ττ Ταυ
Θθ Θήτα Υυ Ύψιλον
Ιι Ιώτα Φφ Φι
Κκ Κάππα Χχ Χι
Λλ Λάμδα Ψψ Ψι
Μμ Μι Ωω Ωμέγα
Ιστορία
Αρχαϊκές τοπικές παραλλαγές
  • Δίγαμμα
  • Ήτα
  • Σαν
  • Τσαν
  • Κόππα
  • Σαμπί
Σημεία στίξης Συμπλέγματα
Αριθμοί
ϛ (6) ϟ (90) ϡ (900)
Σε άλλες γλώσσες
Σχετικά λήμματα


π  σ  ε

Το γράμμα ψι (παλαιά γραφή: ψῖ· κεφαλαίο Ψ, πεζό ψ) είναι το εικοστό τρίτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Είναι διπλό σύμφωνο που προκύπτει από συνδυασμούς ενός χειλικού συμφώνου /p, v, f/ με τον φατνιακό τριβόμενο /s/. Στα ελληνικά, από την αρχαιότητα, αναπαριστά την ακολουθία /ps/ (π.χ. άψητος).[1]

Όπως το Φ και το Χ, το Ψ προστέθηκε στο αλφάβητο από τους Έλληνες και δεν έχει κάποιο αντίστοιχο στο φοινικικό αλφάβητο αποτελώντας μια πρωτοπόρα λύση για την αναπαράσταση των ιδιαίτερα συχνών συμφωνικών συνδυασμών χειλικού με φατνιακό τριβόμενο σε ρηματικές μορφές όπως λείψω ([[λείπ][σω]]). Προήλθε από το γράφημα <Υ> με προέκταση της κάτω κεραίας στο μέσο της διχάλας· στα δυτικά ελληνικά αλφάβητα η ίδια ακολουθία συμβολιζόταν ως <ΦΣ>.[1]

Στο λατινικό αλφάβητο δεν υπάρχει αντίστοιχο γράμμα. Στις λέξεις - δάνεια από τα ελληνικά αποδίδεται με το ps, παραδείγματος χάριν Psychologia. Στο κυριλλικό αλφάβητο υπήρχε ως Ѱ ѱ στην πρώιμη μορφή του, αλλά αργότερα καταργήθηκε και η χρήση του περιορίστηκε σε εκκλησιαστικά κείμενα.

Στο ελληνικό σύστημα αρίθμησης είναι το 25ο ψηφίο και έχει αριθμητική αξία ψ´=700. Το γράμμα που προηγείται, το χ΄, αντιστοιχεί στο 600, και το ω΄, που έπεται, στο 800.

Συμβολισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Το Ψ χρησιμοποιείται διεθνώς ως λογόγραμμα της επιστήμης της Ψυχολογίας, ως το πρώτο γράμμα της λέξης.
  • Το πεζό ψ στα μαθηματικά δηλώνει τον κατακόρυφο άξονα ενός συστήματος συντεταγμένων.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 Μπαμπινιώτης, Γ. (2005): Λεξικό της Νέας Ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. s.v. «Ψ».