Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μυκηναϊκός πολιτισμός

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο Μυκηναϊκός πολιτισμός

Ο Μυκηναϊκός Πολιτισμός αφορά τον πολιτισμό της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, που αναπτύχθηκε το 1700–1100 π.Χ κυρίως στην κεντρική, νότια ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα.[1] Αντιπροσωπεύει τον πρώτο εξελιγμένο και ξεχωριστό ελληνικό πολιτισμό στην ηπειρωτική Ελλάδα, με τα παλάτια, την αστική οργάνωση, τα έργα τέχνης και το σύστημα γραφής (Γραμμική Β), που αποκωδικοποιήθηκε από τον Μ.Βέντρις (συνέβαλαν και οι Έμμετ Μπένετ, Άλις Κόμπερ, Τζων Τσάντγουικ) και αποδείχθηκε ότι η Γραμμική Β ήταν ελληνική γραφή.[2] Το επίθετο «μυκηναϊκός» προέρχεται από την πρώτη αρχαιολογική θέση στην οποία εντοπίστηκε, τις Μυκήνες της Αργολίδας, που αποτελούν και ένα από τα σημαντικότερα κέντρα του. Κατά την περίοδο της ακμής του, εξαπλώθηκε στην Κρήτη, τα υπόλοιπα νησιά του Αιγαίου, την Κύπρο, και την υπόλοιπη Ανατολική Μεσόγειο. Ο Μυκηναϊκός Πολιτισμός ταυτίζεται με την Υστεροελλαδική περίοδο. Ταξινομείται παραδοσιακά ως προϊστορικός, καθώς οι γνώσεις μας για αυτόν βασίζονται μέχρι σήμερα κυρίως σε αρχαιολογικά ευρήματα.[3]

Χρονολογικός πίνακας του Μυκηναϊκού Πολιτισμού. Σήμανση χρονολογιών με τη συντομογραφία π.Χ.

Οι περίοδοι εξέλιξης του Μυκηναϊκού Πολιτισμού ορίζονται με διάφορα κριτήρια. Από χρονολογικής άποψης σημαντική είναι η κεραμική, η οποία, καθώς εξελίσσεται με σχετικά γοργούς ρυθμούς, επιτρέπει την οριοθέτηση σύντομων φάσεων και την κατάρτιση ενός ευέλικτου χρονολογικού συστήματος. Ο Μυκηναϊκός Πολιτισμός καλύπτει χρονολογικά τις κεραμικές φάσεις Υστεροελλαδική (συντ. ΥΕ) Ι, ΙΙ και ΙΙΙ, με μικρότερες υποδιαιρέσεις. Φαινόμενα που προοιωνίζονται την εμφάνισή του παρατηρούνται ήδη κατά τη Μεσοελλαδική (ΜΕ) ΙΙΙ και παλιότερα. Η απόλυτη χρονολόγηση αυτών των φάσεων σε ημερολογιακά έτη ΠΚΕ παρουσιάζει διακυμάνσεις και οι αριθμοί που δίνονται στο διπλανό χρονολογικό πίνακα είναι ενδεικτικοί. Ακολουθούν σε γενικές γραμμές την άποψη της «υψηλής χρονολόγησης», που είναι σήμερα η περισσότερο αποδεκτή, και τοποθετεί τις εξελίξεις μέχρι και 100 χρόνια παλιότερα απ' ό,τι η «χαμηλή χρονολόγηση».

Σημαντικότερες για την παρακολούθηση ιστορικών φαινομένων είναι οι περίοδοι που ορίζονται με βάση πολιτισμικά χαρακτηριστικά, όπως η ταφή σε λακκοειδείς τάφους από τη ΜΕ ΙΙΙ ως την πρώιμη ΥΕ ΙΙΑ (Περίοδος των Λακκοειδών Τάφων) και η ύπαρξη ανακτόρων κυρίως κατά τις φάσεις ΥΕ ΙΙΙΑ1-ΥΕ ΙΙΙΒ2 (Ανακτορική Περίοδος). Σε χρήση είναι επίσης οι όροι «Πρώιμη Μυκηναϊκή Περίοδος» (ΜΕ ΙΙΙ-ΥΕ ΙΙΒ) και «Ύστερη Μυκηναϊκή Περίοδος» (ΥΕ ΙΙΙΑ1-ΥΕ ΙΙΙΓ). Την παρακμή του Μυκηναϊκού Πολιτισμού στο τέλος της ΥΕ ΙΙΙΓ φάσης ακολουθεί η περίοδος που, λόγω των πρώιμων γεωμετρικών μοτίβων της κεραμικής της, έχει ονομαστεί Πρωτογεωμετρική.

Σημαντικότερη πηγή για την πολιτισμική γεωγραφία του μυκηναϊκού κόσμου παραμένουν τα αρχαιολογικά ευρήματα, με δεύτερη σημαντικότερη τα κείμενα της Γραμμικής Β γραφής. Η μελέτη της μυκηναϊκής γεωγραφίας με βάση την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, που κυριάρχησε στην έρευνα τις προηγούμενες δεκαετίες, είναι εν πολλοίς παραπλανητική. Τα ομηρικά έπη στη μορφή που τα έχουμε σήμερα χρονολογούνται τουλάχιστον πέντε αιώνες ή δεκαπέντε γενιές μετά το τέλος του Μυκηναϊκού Πολιτισμού και είναι έργα ποιητικά-μυθολογικά, όχι ιστορικά-γεωγραφικά. Η συντριπτική πλειοψηφία των σύγχρονων ερευνητών αποδέχεται την άποψη του Moses Finley ότι τα ομηρικά έπη αντικατοπτρίζουν την εποχή που γράφτηκαν, καθώς και την αμέσως προηγούμενη περίοδο, και συνεπώς δεν αποτελούν «οδηγό» για τον μυκηναϊκό κόσμο.[4] Η αντιπαραβολή των μυκηναϊκών αρχαιολογικών και των ομηρικών λογοτεχνικών δεδομένων είναι θεμιτή στο βαθμό που συνειδητοποιείται ότι από αυτή την αντιπαραβολή φωτίζονται περισσότερο τα ίδια τα ομηρικά έπη και ειδικότερα η ποιητική εκμετάλλευση του παρελθόντος από τον ποιητή τους, παρά ο Μυκηναϊκός Πολιτισμός ως ιστορικό φαινόμενο.

Με βάση, λοιπόν, τη γεωγραφική εξάπλωση του λεγόμενου «μυκηναϊκού πακέτου» αρχαιολογικών ευρημάτων (ανακτορικό κτήριο τύπου μεγάρου, Γραμμική Β γραφή, θολωτοί και θαλαμοειδείς τάφοι, τροχήλατη στιλβωτή κεραμική μελανού σε ανοικτό βάθος),[5] τον γεωγραφικό πυρήνα του μυκηναϊκού κόσμου συγκροτεί η νότια ηπειρωτική Ελλάδα με την Πελοπόννησο, την ανατολική Στερεά Ελλάδα (Αττική, Βοιωτία) και την Εύβοια.[6] Ιδιαίτερη συγκέντρωση αρχαιολογικών θέσεων, στις οποίες περιλαμβάνονται και ανακτορικές ακροπόλεις, παρουσιάζουν η Αργολίδα και η Μεσσηνία, που μπορούν να θεωρηθούν τα δύο αρχαιότερα και σημαντικότερα κέντρα του Μυκηναϊκού Πολιτισμού, αν και η εικόνα αυτή οφείλεται ως ένα βαθμό στο γεγονός ότι αυτές οι περιοχές είναι και οι πιο εντατικά ερευνημένες. Σημαντικά αρχαιολογικά κατάλοιπα έχουν έλθει στο φως τα τελευταία χρόνια στην ευρύτερη περιοχή του Βόλου, που επιτρέπουν να εντάξουμε και τη Θεσσαλία στις περιοχές εξάπλωσης του Μυκηναϊκού Πολιτισμού, όπως και την Ήπειρο,[7] αλλά και τη Μακεδονία.[8]

Ο Μυκηναϊκός Πολιτισμός εξαπλώθηκε σταδιακά προς νότια και ανατολικά μέσω των θαλάσσιων δρόμων, ώστε για την εποχή ακμής του, το 13ο αι. π.Χ, να μπορεί να αναγνωριστεί μια ομοιογενής πολιτισμική σφαίρα επιρροής του Μυκηναϊκού Πολιτισμού τουλάχιστον στον χώρο του Αιγαίου, η λεγόμενη «Μυκηναϊκή Κοινή». Τα άφθονα ευρήματα εισηγμένης μυκηναϊκής κεραμικής στα νησιά του Αιγαίου και σε ολόκληρη την ανατολική Μεσόγειο, καθώς και η ανάπτυξη επιτόπιων απομιμήσεων, δίνουν τα σημαντικότερα στοιχεία. Ωστόσο από μόνη της η κεραμική δεν αποδεικνύει και την παρουσία Μυκηναίων εποίκων ούτε και διαφωτίζει τη σχέση πιθανών τέτοιων εποίκων με τους ιθαγενείς πληθυσμούς. Η παρουσία σε μια περιοχή ξένων ταφικών ή λατρευτικών εθίμων, που είναι στενά συνδεδεμένα με ένα λαό, και η γραφή, ως ενδεικτική της γλώσσας του, δίνουν πιο ισχυρές ενδείξεις. Με βάση αυτά τα δεδομένα θεωρείται σχεδόν βέβαιη η παρουσία Μυκηναίων στα νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη από την ΥΕ ΙΙΒ (περ. 1420 ΠΚΕ), στις Κυκλάδες από την ΥΕ ΙΙΙΑ1, στην Κύπρο από την ΥΕ ΙΙΙΑ1 (περ. 1400 ΠΚΕ) τα Δωδεκάνησα και τα παράλια της Μ. Ασίας λίγο αργότερα. Η εξάπλωση των Μυκηναίων στα νησιά του Αιγαίου, όπου προηγουμένως κυριαρχούσαν οι Μινωίτες, σχετίζεται ασφαλώς με τη μυκηναϊκή κυριαρχία στην Κρήτη.

Το επονομαζόμενο Προσωπείο του Αγαμέμνονα (16ος αι. Π.Χ.) είναι ίσως το διασημότερο τεχνούργημα του μυκηναϊκού πολιτισμού[9]

Στις Βόρειες περιοχές του ελλαδικού χώρου (Ήπειρο, Μακεδονία, Ανατολική και Δυτική Θράκη) οι εγκατάσταση των Μυκηναίων καθυστέρησε κάπως, περίπου 600-800 ΠΚΕ (βλέπε χάρτη).

Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτές οι χρονολογίες αφορούν τις πρώτες εγκαταστάσεις των Μυκηναίων (Αχαιών). Οι περισσότερες μετακινήσεις πληθυσμών έγιναν από την Παλαιά Ελλάδα (όπως αποκαλείται στα νεότερα χρόνια) μετά τη λεγόμενη Κάθοδο των Δωριέων, κατά τη διάρκεια του Πρώτου Ελληνικού Αποικισμού.

Γραπτές πηγές των Χετταίων μιλούν για τo βασίλειο Αχιγιάβα, το οποίο οι σύγχρονοι μελετητές θεωρούν ότι ταυτίζεται με τον μυκηναϊκό κόσμο (Αχαιούς) ή τουλάχιστον με τμήμα του.[10][11][12] Επιπλέον, η Μιλλάβαντα των Χετταιικών πηγών έχει ταυτιστεί με τη Μίλητο, η οποία εμφανίζεται στα σχετικά κείμενα ως τμήμα της επικράτειας Αχιγιάβα.[13]

Πληθυσμιακές ομάδες μυκηναϊκής καταγωγής είναι πιθανόν να εγκαταστάθηκαν στην Κιλικία της Μικράς Ασίας, στη νότια συροπαλαιστινιακή ακτή και στην Ιταλία κατά την ΥΕ ΙΙΙΓ (τέλη 12ου αι. ΠΚΕ). Το φαινόμενο συνδέεται ίσως με την αναστάτωση και την παρακμή που επικράτησε μετά την κατάρρευση των μυκηναϊκών βασιλείων στη μητροπολιτική Ελλάδα. Μακρινούς απόηχους αυτών των μετακινήσεων μπορεί να διασώζουν και οι αναφορές της Παλαιάς Διαθήκης στους Φιλισταίους, αν προέρχονται πράγματι από το Αιγαίο. Η «ξαφνική» ίδρυση νέων οικισμών (ή ο εξοπλισμός παλαιών) με οχυρωματικά τείχη μυκηναϊκού τύπου στις Κυκλάδες και στην Κύπρο είναι άλλη μια ένδειξη αναταραχών στη διάρκεια του 12ου αι. ΠΚΕ.

Πέρα από τις περιοχές με επαρκή στοιχεία για μόνιμη εγκατάσταση και κυριαρχία των Μυκηναίων, είναι γνωστές συστηματικές επαφές με σημαντικά ναυτικά και εμπορικά κέντρα της εποχής. Σε αυτά συγκαταλέγονται η Τροία στη βορειοδυτική Μικρά Ασία, η Ουγκαρίτ στη Συρία, η Σαρδηνία και η Ιβηρική Χερσόνησος. Τα μυκηναϊκά ευρήματα στην Αίγυπτο είναι σπάνια, υπάρχουν όμως αιγυπτιακές γραπτές πηγές και αιγυπτιακά ευρήματα στην Κρήτη και την Πελοπόννησο, που φανερώνουν επαφές με τη χώρα των φαραώ, και μάλιστα σε ανώτατο διπλωματικό επίπεδο. Μυκηναϊκά ευρήματα και αντικείμενα με γραμμική Β έχουν όμως βρεθεί και στη Γερμανία,[14] στη Γεωργία,[15] στην Ιρλανδία και στην Μεγάλη Βρετανία.[16][17][18][19]

Η Πύλη των Λεόντων στις Μυκήνες
Κυρίως άρθρο Μυκηναϊκή αρχιτεκτονική

Από τη μυκηναϊκή αρχιτεκτονική είναι γνωστές οχυρές ακροπόλεις, που περιλαμβάνουν ανάκτορα, και ταφικά μνημεία. Τειχισμένες ακροπόλεις έχουν βρεθεί στην Τίρυνθα, τις Μυκήνες και τη Μιδέα της Αργολίδας, στη Λάρισα του Άργους, στον Γλα της Βοιωτίας, καθώς και στην Αθήνα, στη θέση της μεταγενέστερης Ακρόπολης. Οι Έλληνες της πρώτης χιλιετίας αισθάνονταν δέος βλέποντας τα ερείπια των μυκηναϊκών ακροπόλεων και απέδιδαν την κατασκευή τους στους Κύκλωπες. Από εκεί προήλθε ο χαρακτηρισμός των μυκηναϊκών τειχών ως «κυκλώπειων».

Στην ταφική αρχιτεκτονική κυριαρχούν τρεις τύποι τάφων: ο λακκοειδής, ο λαξευτός θαλαμοειδής ή θαλαμωτός και ο θολωτός. Οι θολωτοί τάφοι συγκαταλέγονται χωρίς αμφιβολία στα πιο λαμπρά και εντυπωσιακά αρχιτεκτονήματα του Μυκηναϊκού Πολιτισμού.

Κοινωνικοπολιτική οργάνωση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Επαγγέλματα στα μυκηναϊκά κείμενα

a-to-po-qo

αρτοποιός

to-ko-so-wo-ko

κατασκευαστής τόξων

to-ro-no-wo-ko

επιπλοποιός

di-da-ka-ro

δάσκαλος

de-ku-tu-wo-ko

κατασκευαστής δικτυών

a-ra-ka-te-ja

υφάντρα

du-ru-to-mo

ξυλοκόπος

ri-na-ko-ro

συλλογέας λιναριού

e-re-ta

κωπηλάτης

ru-ra-ta

λυράρης

i-ja-te

ιατρός

ra-pte

ράφτης

ra-pi-ti-ra2

ράφτρα

i-je-re-u

ιερέας

i-je-re-ja

ιέρεια

to-ko-do-mo

κτίστης

ku-ru-so-wo-ko

χρυσοχόος

ka-ke-u

χαλκιάς

o-pi-su-ko

επόπτης των σύκων

ka-ru-ke

κήρυκας

ke-ra-me-u

αγγειοπλάστης

ku-na-ke-ta

κυνηγός

na-u-do-mo

ναυπηγός

pu-ka-wo

θερμαστής

Τάξεις

Άναξ

Αυλικοί

Ιερατείον

Δήμοι

Δούλοι

Βάσει αρχαιολογικής μαρτυρίας που παρέχεται από τις πινακίδες της Γραμμικής Β΄ προκύπτει πως η μυκηναϊκή κοινωνία διακρίνεται από αυστηρή ιεραρχία στην κορυφή της οποίας βρίσκεται ο άνακτας, ακολουθούμενος από αξιωματούχους που πιθανώς ανήκουν στην πολεμική κάστα, τοπικούς επίσημους αξιωματούχου. Ακολουθούν οι ιερείς και οι ιέρειες και ο λαός, που είναι επιφορτισμένος με βιοτεχνικά καθήκοντα και την καλλιέργεια γης. Όσον αφορά στο φύλο, οι γυναίκες απαντώνται ως τεχνίτριες ή ιέρειες και τα παιδιά αναφέρονται στο πλαίσιο της οικογενειακής μονάδας. Οι ρίζες της μυκηναϊκής κοινωνικής διαστρωμάτωσης εκτείνονται πιθανώς προς τα πίσω, στη μεσοελλαδική περίοδο, όπως υποδεικνύουν ευρήματα της περιόδου. Για την οποία δεν έχουμε ακόμα πλήρη και συνδυαστική εικόνα.

Ο μυκηναϊκός πολιτισμός από χρονολογική άποψη είναι απότοκος των ύστερων φάσεων της Μεσοελλαδικής περιόδου. Η κοινωνία περιγράφεται σχετικά απλή, χωρίς μαρτυρίες κοινωνικής διαστρωμάτωσης, τουλάχιστον ως τα τέλη της περιόδου και με χαλαρή κοινωνική οργάνωση πέρα από το επίπεδο της πυρηνικής οικογένειας[20]. Ωστόσο, η Μεσοελλαδική φαίνεται πως δεν ήταν απλό προοίμιο της ανάδυσης των Μυκηναίων. Αναφέρεται ως έντονο και δυναμικό πολιτιστικό φαινόμενο που καθιέρωσε κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις με τρόπο διαφορετικό από εκείνο των μικρών και συγκεντρωτικών πολιτειών της Πρωτοελλαδικής[21].

Προς αυτή την κατεύθυνση δείχνει η μελέτη του λακκοειδούς τάφου της ΜΕ ΙΙ με πλούσια κτερίσματα και των κτηριακών συγκροτημάτων στην Κολώνα Αίγινας, στην οποία φαίνεται διαμορφωμένης κοινωνική ιεραρχίας πολύ πριν την «επίσημη» χρονολογικά ανάδυση του μυκηναϊκού πολιτισμού[22]. Εδώ προστίθεται η άποψη του Rutter ότι «η τοποθέτηση μεγάλων ποσοτήτων κινητών ευρημάτων στη μορφή εισηγμένης κεραμικής, όπλων και χρυσών κοσμημάτων ως μίμηση, από τους κατοίκους της ηπειρωτικής Ελλάδας, είναι συνήθειες που δε μαθεύτηκαν από τους Μινωίτες, αλλά μάλλον από τους κοντινούς γείτονες της Αίγινας, με τους οποίους ήταν σε συχνότερη επαφή»[23]. Ακόμα και αν το ανωτέρω παράδειγμα δεν έχει καθολική ισχύ για την ΜΕ ΙΙ είναι πιθανό να λειτούργησε ως μοντέλο για τους μεταγενέστερους Μυκηναίους της άρχουσας τάξης[24]

Η μετάβαση από τη Μέση στην Υστεροελλαδική περίοδο είτε ως ήπια μεταβολή ή ως αποτέλεσμα αναταραχών, φαίνεται πως οδήγησε σε ευρείες αλλαγές τουλάχιστον στην κοινωνική δομή της περιόδου, διαμορφώνοντας παράλληλα μια διαφορετική κοινωνική δομή. Παρόλο που η φύση αυτών των αλλαγών δεν είναι αρκούντως κατανοητή, είναι σαφές ότι χαρακτηρίζεται από τη διαμόρφωση κοινωνικής ιεραρχίας και την ανάδυση ισχυρών και πλούσιων ελίτ, που λειτουργούσαν ως ηγετική τάξη[25].

Βάσει αρχαιολογικής μαρτυρίας που παρέχεται από τις πινακίδες της Γραμμικής Β΄ στην κορυφή της κοινωνικής διαστρωμάτωσης της μυκηναϊκής Πύλου αναφέρεται ο άνακτας (wa-na-ka), ο Fάναξ[26]. Το αρχαιολογικό αρχείο, συμπληρώνοντας τα κείμενα της Γραμμικής Β΄, φαίνεται να παρέχει σαφείς πληροφορίες για τις ιδεολογικές πτυχές της έννοιας, τουλάχιστον όσον αφορά στο μυκηναϊκό ανάκτορο, που αναφέρεται ως ενσωμάτωση της προσωπικής προπαγάνδας του άνακτα στην εξωτερική του όψη και ως μήνυμα βασιλικής εξουσίας προς την ελίτ στον εσωτερικό του διάκοσμο[27].

Μετά τον άνακτα στην ιεραρχική πυραμίδα εμφανίζεται ο lawagetas (ra-wa-ke-ta), που φέρεται ότι «άγει τον λαό». Ενίοτε ερμηνεύεται ως αρχηγός του στρατού, αλλά η συγκεκριμένη απόδοση δεν υποστηρίζεται από στερεή αρχαιολογική μαρτυρία. Η ακριβής πολιτική του θέση, παρά το εμφανές της υψηλής θέσης του, θεωρείται συζητήσιμη[28]. Οι «ακόλουθοι» του άνακτα, οι heqetai (e-qe-ta) φέρονται ως αριστοκρατική ελίτ που κατέχει σκλάβους, φορά ιδιαίτερα ενδύματα και διαθέτει πολεμικό άρμα. Στις πινακίδες της Πύλου αναφέρονται ως διοικητές και συνεπώς είναι συνδεδεμένοι με στρατιωτικό status[29].

Στη συνέχεια της ιεραρχίας που παραδίδει ο Killian εμφανίζεται ο telestas (te-re-ta). Είτε ήταν μυημένος ιερέας και συνδεόταν με θρησκευτικά καθήκοντα ή ήταν υψηλός ανακτορικός αξιωματούχος[30], φέρεται ότι είναι σε κάθε περίσταση ιδιοκτήτης γης[31]. Ακολουθεί ο qa-si-re-u (quasileus ή basileus). Η σύνδεση του qa-si-re-u με τον ομηρικό βασιλέα είναι πιθανώς εμφανής, αλλά είναι σαφές ότι ο μυκηναϊκός quasileus δεν ήταν τίποτα περισσότερο από κοινοτικός αξιωματούχος[32].

Στη συνέχεια εμφανίζεται ένας αριθμός τοπικών αξιωματούχων τοποθετημένων από τον άνακτα και φαίνεται να είναι υπεύθυνοι για ορισμένες περιοχές. Πιθανό τοπικό συμβούλιο πρεσβυτέρων αναφέρεται ως ke-ro-si-ja (geronsia) με κεντρικό πρόσωπο τον βασιλέα.

Σε γενικές γραμμές, η μυκηναϊκή κοινωνία φαίνεται πως χωρίζεται σε δύο ομάδες ελεύθερων. Το περιβάλλον του άνακτα, που διεξήγαγε διοικητικά καθήκοντα στο ανάκτορο και τον λαό, τον da-mo. Ο da-mo, που συχνά μεταφράζεται ως «λαός» ως σύνολο ή ακόμα και ως τοπική κοινότητα ή χωριό, είναι στην πραγματικότητα στη μυκηναϊκή ανακτορική περίοδο ένα σώμα ή ομάδα συλλογικής κατοχής, διαχείρισης και χρήσης της γης[33]. Οι ανώτεροι αξιωματούχοι ζούσαν πιθανότατα στις μεγάλες κατοικίες που βρίσκονταν κοντά στα μυκηναϊκά ανάκτορα, όπως και άλλοι, που συνδέονταν με το έργο τους στο ανάκτορο, δηλαδή οι τεχνίτες, οι αγρότες και πιθανώς οι έμποροι. Στην κοινωνική κλίμακα τελευταίοι ήταν οι σκλάβοι ή υπηρέτες, (do-e-ro), οι οποίοι είτε εργάζονταν στα ανάκτορα, είτε απασχολούνταν στην υπηρεσία συγκεκριμένων θεοτήτων[34].

Κατά την Όλσεν η μαρτυρία των κειμένων της Γραμμικής Β΄ από την Πύλο προσφέρει τη δυνατότητα διερεύνησης της οργάνωσης του φύλου κατά τη μυκηναϊκή περίοδο. Στο αρχείο της Πύλου καταγράφονται οι διαφορετικοί τρόποι με τους οποίους ενσωματώθηκαν οι γυναίκες στην κρατική οικονομία, ιδιαίτερα σε ζητήματα παραγωγής, ιδιοκτησίας, κατοχής γης και θρησκείας[35]. Οι ρόλοι των γυναικών ομαδοποιούνται σε εκείνες που ασκούν βιοτεχνικό έργο και εκείνες που ασκούν εξειδικευμένη και ανειδίκευτη χειρωνακτική εργασία. Στη δεύτερη ομάδα περιλαμβάνονται οι γυναίκες ιέρειες. Γυναίκες που εργάζονται για τον οίκο (Ϝοἶκος ) μιας θεότητας[36], όπως οι υφάντρες θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν και στις δύο ομάδες, ωστόσο η δραστηριότητά τους είναι κυρίως βιοτεχνική και όχι λατρευτική. Μικρός αριθμός γυναικών δεν ανήκει σε καμία ομάδα, πιθανώς επειδή κατέχει υψηλή κοινωνική θέση, χωρίς ωστόσο θρησκευτική διασύνδεση. Σε αντίθεση με τις ιέρειες, οι γυναίκες που εργάζονται σε βιοτεχνίες δε φαίνεται να κατέχουν γη είτε ατομικά ή ομαδικά. Τα περισσότερα από τα περισσότερα από τριάντα πέντε γυναικεία επαγγέλματα που αναφέρονται στις πινακίδες της Γραμμικής Β΄ συνδέονται την κλωστοϋφαντουργία και τα είδη ένδυσης[37].

Από τα επαγγέλματα που ασκούνται από γυναίκες, μόνο τέσσερα μοιράζονται με τους άνδρες στο πλαίσιο των θρησκευτικών καθηκόντων ή ως υπηρέτες και υπηρέτριες, όπως και στην κατεργασία δερμάτων και υφασμάτων. Ωστόσο, από τα κείμενα καθίσταται σαφές ότι ακόμη και στα κοινά επαγγέλματα, οι άνδρες και οι γυναίκες δεν εργάζονται στις ίδιες ομάδες και το εργασιακό τους περιβάλλον παραμένει διαχωρισμένο ανά φύλο[38]. Τα παιδιά εμφανίζονται στο πλαίσιο της οικογενειακής μονάδας, ως παραλήπτες σιτηρεσίων και συνοδευτικές ομάδες εργασίας εξειδικευμένων εργαστηρίων. Στη μυκηναϊκή κοινωνία η μητρότητα, ιδιαίτερα στην εικονογραφία, αποδίδεται με την εικόνα της γυναίκας στο οικιακό της πλαίσιο και όχι ως ιδεολόγημα per se[39].

Η Κυρά της Φυλακωπής, αγαλματίδιο που απεικονίζει θεότητα ή ιέρεια (περ. 1350 Π.Κ.Χ.)[40]
Θεότητες στα μυκηναϊκά κείμενα

di-we

Δίας

e-ra

Ήρα

e-ma-a

Ερμής

a-re

Άρης

a-pe-ro2

Απόλλων

po-se-da-o-ne

Ποσειδών

di-wo-nu-so

Διόνυσος

a-ta-na-po-ti-ni-ja

Ποτνία Αθηνά

a-ti-mi-te

Άρτεμις

e-nu-wa-ri-jo

Ενυάλιος

pa-ja-wo-ne

Παιήων

e-ri-nu-we

Ερινύς

da-pu2-ri-to-jo po-ti-ni-ja

Λαβυρίνθου Ποτνία

si-to po-ti-ni-ja

Σίτου Ποτνία

e-re-u-ti-ja

Ειλείθυια

te-o-i

θεοί

Οι πηγές που διαθέτουμε για τη μυκηναϊκή θρησκεία είναι τα αρχαιολογικά ευρήματα σε χώρους ιερών, οι εικονογραφικές μαρτυρίες στη μυκηναϊκή τέχνη και ιδιαίτερα στη σφραγιδογλυφία, και οι αναφορές των κειμένων της Γραμμικής Β σε θεότητες (βλ. διπλανό πίνακα), αφιερώματα και τελετουργίες.[41] Οι πηγές αυτές δεν είναι χωρίς προβλήματα. Η αρχαιολογική ταύτιση ιερών χώρων και ευρημάτων (ειδωλίων, λατρευτικών σκευών), καθώς και η θρησκευτική ερμηνεία εικονογραφικών παραστάσεων εμπεριέχουν πάντοτε το στοιχείο της υποκειμενικότητας και της αβεβαιότητας, καθώς δεν υπάρχουν επιγραφές που να καθοδηγούν αυτές τις ερμηνείες. Ένα επιπλέον πρόβλημα είναι ότι οι λατρευτικές πρακτικές, τα ιερά σκεύη και σύμβολα και η θρησκευτική τέχνη των Μυκηναίων αναπτύχθηκαν υπό την έντονη επίδραση του Μινωικού Πολιτισμού σε τέτοιο βαθμό, ώστε ακόμη και στο επίπεδο της έκφρασης να είναι εξαιρετικά δύσκολη η διάκριση του καθαρά μυκηναϊκού από το μινωικό στοιχείο ήδη από την ΥΕ Ι περίοδο. Η διάκριση της μυκηναϊκής από τη μινωική θρησκεία είναι πράγματι ένα από τα πιο ακανθώδη προβλήματα της θρησκειολογικής έρευνας του Μυκηναϊκού Πολιτισμού. Οι Κρητομυκηναϊκοί δαίμονες είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της επιρροής της μινωικής θρησκείας στην μυκηναϊκη.[42]

Τέλος, τα κείμενα της Γραμμικής Β είναι διοικητικά-λογιστικά και όχι θρησκευτικά, μυθολογικά ή τελετουργικά[43] και διασώζουν πληροφορίες για τέτοια θέματα μόνο στον βαθμό που άπτονται οικονομικών και διοικητικών θεμάτων. Έτσι, η μελέτη της μυκηναϊκής θρησκείας παραμένει αναγκαστικά στο πεδίο έρευνας της προϊστορικής αρχαιολογίας και ερευνάται ως πνευματικό δημιούργημα με βάση κυρίως υλικά κατάλοιπα, όσο κι αν αυτό ηχεί αντιφατικό. Η προσφυγή σε ελληνικά κείμενα της ιστορικής περιόδου για τη μελέτη της προϊστορικής θρησκείας κυριάρχησε στα πρώιμα στάδια της μελέτης του μυκηναϊκού παρελθόντος, σήμερα όμως θεωρείται εν πολλοίς αναχρονιστική. Ωστόσο πολλά στοιχεία της ιστορικής ελληνικής θρησκείας εντοπίζονται με βάση τις παραπάνω πηγές και στο Μυκηναϊκό Πολιτισμό, σε βαθμό που να μπορούμε να μιλάμε για συνέχεια της θρησκείας από τα προϊστορικά χρόνια. Οι περισσότερες ελληνικές θεότητες μαρτυρούνται ήδη στα μυκηναϊκά κείμενα[44] (βλ. τον διπλανό πίνακα, όπου οι μυκηναϊκοί τύποι αναγράφονται συνήθως στη δοτική, όπως αναφέρονται στις πινακίδες).

Ζωοθυσίες και συμπόσια

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η θυσία ζώων και η ακόλουθη τελετουργική κατανάλωση του κρέατος των σφαγίων (sa-pa-ke-te-ri-ja) είναι δύο σημαντικά λατρευτικά έθιμα στον μυκηναϊκό κόσμο. Στη Σειρά Wu των αρχείων της Θήβας και στην πινακίδα Un 138 από το μυκηναϊκό ανάκτορο της Πύλου είναι καταχωρισμένες οι εισφορές ζώων και άλλων τροφίμων από νομικά και φυσικά πρόσωπα, που αρκούν για την τροφοδοσία μέχρι και 1000 ατόμων κάθε φορά στο πλαίσιο θρησκευτικών συμποσίων που οργανώνονται από την κεντρική διοίκηση. Άλλα σκεύη, έπιπλα και σχετικός εξοπλισμός αναφέρονται στα αρχεία της Κνωσού και στη Σειρά Ta από την Πύλο. Στο ανάκτορο της Πύλου, που προφανώς χρησιμοποιήθηκε και για τη διοργάνωση πολυπληθών συμποσίων, βρέθηκαν 2854 κύλικες, το πιο διαδεδομένο αγγείο πόσεως κρασιού στη μυκηναϊκή περίοδο, μόνο στο Δωμάτιο 19. Άλλες βρέθηκαν διάσπαρτες στις αυλές του ανακτόρου. Στις μαρτυρίες αυτές προστίθεται η αποσπασματική Τοιχογραφία του Λυρωδού, που κοσμούσε τον τοίχο πίσω από το θρόνο στην κεντρική αίθουσα του μεγάρου της Πύλου. Εκεί διακρίνονται ένας ταύρος, μάλλον πάνω σε τράπεζα προσφορών έτοιμος για θυσία, άγνωστος αριθμός συμποσιαστών καθισμένων σε τραπέζια ανά δύο με υψωμένα χέρια (κρατώντας κύλικες;) και ένας μουσικός, που συνοδεύει με τη λύρα του την τελετή. Στην τοιχογραφία η τελετή φαίνεται να λαμβάνει χώρα στο ύπαιθρο, όμως και μέσα στο ίδιο δωμάτιο, δίπλα στο θρόνο, υπάρχουν αύλακες στο δάπεδο, που προφανώς χρησιμοποιούνταν για προσφορές υγρών στη θεότητα. Στον προθάλαμο του μεγάρου απεικονίζονταν λατρευτές να μεταφέρουν δώρα.

Όλα τα στοιχεία δείχνουν πως ο ἄναξ κατείχε κεντρική θέση στη μυκηναϊκή λατρεία ως οργανωτής και ως αποδέκτης της. Αναφορές που τον εμφανίζουν να λαμβάνει προσφορές λαδιού ανάμεσα μαζί με άλλες θεότητες, οδηγούν πολλούς μελετητές στο συμπέρασμα ότι αναγνωριζόταν θεϊκή υπόσταση και στον ίδιο τον άνακτα, όπως πιθανότατα και στους ηγεμόνες των μινωικών ανακτόρων παλιότερα.

Μυκηναϊκό κράνος κατασκευασμένο από χαυλιόδοντα αγριόχοιρου, 14ος/15ος αιώνας π.Χ., Εθνικό αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών

Τα Μυκηναϊκά ανακτορικά κέντρα ανέπτυξαν σημαντική πολεμική δραστηριότητα με σημαντικές καινοτομίες και ιδιαιτερότητες σε σχέση με τους υπόλοιπους πολιτισμούς της εποχής του Χαλκού της Ανατολικής Λεκάνης της Μεσογείου. Από τις σωζόμενες αναφορές των πινακίδων Γραμμικής Β της Κνωσού και Πύλου παρατηρούμε την κατασκευαστική εξειδίκευση των ανακτορικών κέντρων σε μαζικές κατασκευές οπλισμού. Τέσσερις μεταλλικές φολίδες θωράκισης οι οποίες έχουν βρεθεί στις Μυκήνες, στη Σαλαμίνα, στην Τίρυνθα και στο ναυάγιο του Uluburun της Τουρκίας υποδεικνύουν τη χρήση φολιδωτών θωράκων από τους Μυκηναίους[45]. Σημαντικά ευρήματα από την Καδμεία της Θήβας, την Κνωσσό αλλά περισσότερο από τη μεγάλη ανασκαφική ανακάλυψη της διάσημης «Πανοπλίας των Δενδρών» από τον Paul Astrom στα Δενδρά Αργολίδας[46], σημειώνουν τη χρήση χάλκινης ελασματικής θωράκισης κορμού για τον πρόμαχο Μυκηναίο Πολεμιστή κατά τη Μέση και Ύστερη περίοδο.

Κατά την τελευταία περίοδο της δεύτερης χιλιετίας ΠΚΕ τα μυκηναϊκά κέντρα εξουσίας καταστρέφονται (τις περισσότερες φορές από φωτιά) ή εγκαταλείπονται. Ο πληθυσμός αντιμετωπίζει δραματική μείωση, ο τρόπος ταφής γίνεται απλός, η μυκηναϊκή γραφή που ήταν το πρώτο είδος Ελληνικής γραφής εξαφανίζεται και η Ελληνική γραφή θα χρειαστεί αιώνες για να επανεμφανιστεί. Σχεδόν όλοι οι σημαντικοί οικισμοί δέχονται επίθεση ενώ ο τρόπος ζωής επιστρέφει σε Μεσολιθικά επίπεδα. Παρά τα όσα κακά προκλήθηκαν, οι φωτιές στα ανάκτορα βοήθησαν στην επιβίωση κειμένων της Μυκηναϊκής γραφής που μας βοήθησαν στην αποκωδικοποίηση.

Τρεις κυρίως εξηγήσεις έχουν προταθεί για την κατάρρευση των μυκηναϊκών βασιλείων και τη συνακόλουθη παρακμή Μυκηναϊκού Πολιτισμού: η φυσική καταστροφή, η εξωτερική εισβολή και οι εσωτερικές διαμάχες - αναταραχές. Φυσικές καταστροφές (σεισμοί, πυρκαγιές και ίσως κλιματικές αλλαγές) έχουν πιστοποιηθεί αρχαιολογικά, στο πρώτο κύμα τους όμως άντεξε το σύστημα και τα ανάκτορα ξαναχτίστηκαν. Η απειλή από εξωτερικούς εισβολείς μπορεί να είναι η αιτία για την ενίσχυση των οχυρώσεων, όμως ο υλικός πολιτισμός της ΥΕ ΙΙΙΓ δείχνει αδιάκοπη συνέχεια με την ανακτορική περίοδο πριν την καταστροφή. Ο μύθος της Καθόδου των Δωριέων, που έπλασαν οι Έλληνες της πρώτης χιλιετίας Π.Κ.Χ δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί με βεβαιότητα αρχαιολογικά για τη συγκεκριμένη περίοδο αλλά μόνο για το τέλος Ελληνικής σκοτεινής περιόδου. Επιπλέον οι μυστήριοι Λαοί της Θάλασσας που κατέστρεφαν οικισμούς τις εποχής μπορεί να έχουν μερίδιο ευθύνης στην πτώση του Μυκηναϊκού συστήματος. Η Μυκηναϊκή Διοίκηση ήταν εξαιρετικά ευάλωτη εξαιτίας των στενών δεσμών μεταξύ των κέντρων εξουσίας στις διάφορες Μυκηναϊκές περιοχές. Αν μία περιοχή έχανε τη σταθερότητα της, θα επηρέαζε πολλές άλλες περιοχές. Ταυτοχρόνως η Μυκηναϊκή οικονομία ήταν εξαρτημένη απο το "Διεθνές εμπόριο", μια αποσταθεροποίηση θα μπορούσε να διακόψει το εμπόριο.

Με την πτώση του Μυκηναϊκού πολιτισμού και των κέντρων διοίκησης, η Ελλάδα βυθίστηκε σε μία μακροχρόνια σκοτεινή περίοδο που οι Έλληνες άρχισαν να ξεπερνούν μόνο μετά το 900 ΠΚΕ[47][48]

Η αρχαιογενετική μελέτη με τίτλο "Genetic origins of the Minoans and Mycenaeans" που εκδόθηκε το 2017 κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι Μυκηναίοι είχαν στενή γενετική σχέση με τους Μινωίτες, και ότι και οι δύο σχετίζονταν στενά αλλά όχι απόλυτα με τους σύγχρονους Έλληνες. Η ίδια μελέτη ανέφερε επίσης ότι τουλάχιστον 3/4 του DNA των Μυκηναίων και των Μινωιτών προερχόταν από τους πρώιμους Νεολιθικούς γεωργούς που ζούσαν στη δυτική Μικρά Ασία και το Αιγαίο Πέλαγος (Μυκηναίοι ~74–78%, Μινωίτες ~84–85%), ενώ περί το υπόλοιπο 1/4 προερχόταν από αρχαίους πληθυσμούς που σχετίζονταν με τους κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες του Καυκάσου και το Νεολιθικό Ιράν (Μυκηναίοι ~8–17%, Μινωίτες ~14–15%). Σε αντίθεση με τους Μινωίτες, οι Μυκηναίοι είχαν επίσης κληρονομήσει ~4-16% από μία "βόρεια" πηγή που σχετίζεται με τους κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες της Ανατολικής Ευρώπης και της Άνω Παλαιολιθικής Σιβηρίας, και εισήχθη μέσω μίας εγγύτερης πηγής που σχετίζεται είτε με τους κατοίκους της Ποντιακής-Κασπιανής Στέπας είτε με την Αρμενία. Η μελέτη έδειξε επίσης ότι δεν υπάρχει μετρήσιμη πρόσμιξη από το Λεβάντες ή την Αφρική στους Μυκηναίους και τους Μινωίτες, απορρίπτοντας έτσι την υπόθεση ότι οι πολιτισμοί του Αιγαίου προέρχονταν από μετανάστες των συγκεκριμένων περιοχών.[49]

Μυκηναϊκά δείγματα μελέτης[49][α]
# Τοποθεσία Χρονολόγηση Φύλο mtDNA Y-DNA
1 Αγία Κυριακή, Σαλαμίνα 1411-1262 ΠΚΕ XX X2d
2 Απάθεια Γαλατά, Πελοπόννησος 1700-1200 ΠΚΕ XX X2
3 Περιστεριά Τριφυλίας, Πελοπόννησος 1416-1280 ΠΚΕ XX H
4 Απάθεια Γαλατά, Πελοπόννησος 1700-1200 ΠΚΕ XY X2 J2a1
  1. Το ΧΥ παραπέμπει σε αρσενικά δείγματα και το ΧΧ σε θηλυκά. Τα θηλυκά (XX) δείγματα δεν φέρουν πατρογραμμή (Y-DNA), εξού και το σύμβολο – που δεικνύει μη εφαρμογή.

Μια έρευνα του 2021 που έγινε πάνω στο γενετικό υλικό ατόμων από τους τρεις πολιτισμούς της Εποχής του Χαλκού στις περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας και του Αιγαίου πελάγους (τον Μινωικό, τον Κυκλαδικό και τον Ελλαδικό) έδειξε ότι οι πληθυσμοί των τριών αυτών πολιτιστικά διακριτών πολιτισμών ήταν γενετικά ομοιογενείς στην περιοχή του Αιγαίου και της δυτικής Μικράς Ασίας, στις αρχές της Εποχής του Χαλκού. Οι πρόγονοι αυτών των πληθυσμών ήταν κυρίως γηγενείς νεολιθικοί γεωργοί του Αιγαίου (άνω του 65%) και πληθυσμοί σχετιζόμενοι με τους κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες του Καυκάσου (17%–27%). Αυτά τα ευρήματα είναι συμβατά με τις διαχρονικές αρχαιολογικές θεωρίες μετάβασης από τη Νεολιθική περίοδο στην Εποχή του Χαλκού· δηλαδή τη μετανάστευση νέων πληθυσμών από τη Μικρά Ασία και τον Καύκασο. Ωστόσο, η σημαντικότατη γενετική συμβολή των γηγενών νεολιθικών πληθυσμών δείχνει ότι συνέβαλαν και αυτοί στις καινοτομίες της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού. Η έρευνα εξετάζει δύο νέα γυναικεία δείγματα από τη βόρεια Ελλάδα της Μέσης Εποχής του Χαλκού, τα οποία διαφέρουν ελαφρώς από τα Μυκηναϊκά δείγματα DNA της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, καθώς φέρουν περισσότερη επιρροή από την Ποντιακή-Κασπιανή Στέπα απ' ότι οι Μυκηναίοι, καθώς και σχεδόν καθόλου DNA από τους κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες του Καυκάσου[50]. Η έρευνα εξέτασε το ενδεχόμενο οι σύγχρονοι Έλληνες να κατάγονται κυρίως (κατά 90%) από το ένα εκ των δύο δειγμάτων της Μέσης Εποχής του Χαλκού με το υπόλοιπο 10% να προέρχεται από κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες από την Ανατολική Ευρώπη και Σιβηρία. Το μοντέλο αυτό είναι συμβατό, η πιθανότητα όμως να ισχύει είναι χαμηλή (0.16 πιθανότητα για Έλληνες από τη Θεσσαλονίκη και 0.08 για Έλληνες από την Κρήτη, με μέγιστο το 1.0). Το μοντέλο που εξέτασε τους σύγχρονους Κύπριους ως συνδυασμό Μινωιτών της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού (κατά 64%) και επιπρόσθετης επιρροής από κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες του Καυκάσου (κατά 32%) ήταν περισσότερο συμβατό (0.31 πιθανότητα).

Μια ομιλία του κορυφαίου γενετιστή Ντέιβιντ Ράιχ (David Reich) για την παρουσίαση μιας καινούρια γενετικής έρευνας με τίτλο "The Genetic History of the Southern Arc" αναφέρει στην περιγραφή της[51]:

We provide insights into the Mycenaean period of the Aegean by documenting variation in the proportion of steppe ancestry (including some individuals who lack it altogether), and finding no evidence for systematic differences in steppe ancestry among social strata, such as those of the elite buried at the Palace of Nestor in Pylos. (μετάφραση) Παρέχουμε πληροφορίες για τη μυκηναϊκή περίοδο του Αιγαίου τεκμηριώνοντας τη διαφορά στο ποσοστό του DNA από τη στέπα (σ.σ.: στους Μυκηναίους) (συμπεριλαμβανομένων ορισμένων ατόμων που δεν έχουν καθόλου DNA από τη στέπα) και δεν βρίσκουμε αποδείξεις για συστηματικές διαφορές στο ποσοστό του DNA από τη στέπα μεταξύ των κοινωνικών στρωμάτων, όπως αυτά της ελίτ που είχαν θαφτεί στο Ανάκτορο του Νέστορα στην Πύλο.

Αυτό μας δείχνει πως δεν υπήρχε γενετική διαφορά μεταξύ της Μυκηναϊκής αριστοκρατίας και άρχουσας τάξης και των συνηθισμένων Μυκηναίων υπηκόων. Παράλληλα βλέπουμε πως ορισμένοι Μυκηναίοι δεν είχαν καθόλου DNA από τη στέπα. (Ο όρος "στέπα" αναφέρεται στην Ποντιακή-Κασπιανή Στέπα.)

Σημειώσεις και παραπομπές

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  1. J.C. Wright, "A Survey of Evidence for Feasting in Mycenaean Society", στο: J.C. Wright (επιμ.), The Mycenaean Feast, Princeton 2004, σ. 14· B. Feuer, "Being Mycenaean: A View from the Periphery", American Journal of Archaeology 115, 2011, σ. 510.
  2. Gallafent, Alex (6 Ιουνίου 2013). «Alice Kober: Unsung heroine who helped decode Linear B» (στα αγγλικά). BBC News. https://www.bbc.com/news/magazine-22782620. Ανακτήθηκε στις 2021-09-22. 
  3. Χρησιμοποιείται όμως και η ταξινόμησή του ως πρωτοϊστορικός, εφόσον διαθέτει και κατανοητά πλέον γραπτά κείμενα. Είναι θέμα ορισμού των όρων Προϊστορία και Πρωτοϊστορίας. Άλλωστε όσο προχωρούν η εύρεση, η μελέτη και η αξιοποίηση όλο και περισσότερων κειμένων της περιόδου αυξάνεται σταδιακά και η σχετική τους αξία στην προσπάθεια απόδοσης της εικόνας για την εποχή.
  4. T.G. Palaima, "Mycenaean Religion", στο: C.W. Shelmerdine (επιμ.), The Cambridge Companion to the Aegean Bronze Age, Cambridge 2008, σ. 348.
  5. B. Feuer, "Being Mycenaean: A View from the Periphery", American Journal of Archaeology 115, 2011, σσ. 507-536 και ειδικότερα σ. 530.
  6. B. Feuer, "Being Mycenaean: A View from the Periphery", American Journal of Archaeology 115, 2011, σ. 523 εικ. 3 (χάρτης).
  7. Tandy, p. xii. "Figure 1: Map of Epirus showing the locations of known sites with Mycenaean remains"; Tandy, p. 2. "The strongest evidence for Mycenaean presence in Epirus is found in the coastal zone of the lower Acheron River, which in antiquity emptied into a bay on the Ionian coast known from ancient sources as Glykys Limin (Figure 2-A)."
  8. Aegeobalkan Prehistory - Mycenaean Sites
  9. Burns, Bryan E. (2010). Mycenaean Greece, Mediterranean Commerce, and the Formation of Identity. New York: Cambridge University Press. ISBN 9780521119542. 434439310. 
  10. Beckman Gary Michael, Cline Eric H., Bryce, R Trevor. (2012). «The Ahhiyawa Texts». Writings from the ancient world / Society of Biblical Literature, (28): 5. ISSN 1570-7008. http://www.sbl-site.org/assets/pdfs/pubs/061528P.front.pdf. 
  11. Jorrit Kelder. Ahhiyawa and the World of the Great Kings. A Re-evaluation of Mycenaean Political Structures, Talanta XLVI, 2012, X-X, σελ. 1.
  12. Αρχαία Ιστορία, Α' Γυμνασίου. Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, σελ. 32
  13. Ivo Hajnal, Graeco-Anatolian Contacts in the Mycenaean Period[νεκρός σύνδεσμος], σελ. 2
  14. «Bernstein Linear B in Germany». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 30 Αυγούστου 2016. Ανακτήθηκε στις 14 Ιουλίου 2010. 
  15. Boston University - The Historical Society
  16. The Ancient Greeks: An Introduction, Stephanie Lynn Budin, Oxford University press
  17. The Celtic Encyclopedia
  18. The Encyclopedia Americana, Volume 13
  19. Bryan Avery Feuer, Mycenaean civilization: an annotated bibliography through 2002, McFarland & Co Inc, 2004
  20. Dickinson 1977, 38.
  21. Philippa-Touchais et al. 2006, 1039.
  22. Gauß 2011, 76.
  23. Rutter 1993, 778.
  24. Rutter, J., Middle Helladic Greece, στο Aegean Prehistoric Archaeology, διαθέσιμο στο https://www.dartmouth.edu/~prehistory/aegean/?page_id=670#l91 Αρχειοθετήθηκε 2021-04-18 στο Wayback Machine., ανάκτηση 30/11/2019.
  25. Whittaker 2011, 137.
  26. Hooker 2009, 100.
  27. Kilian 1988, 291, 299.
  28. Kelder 2008, 64.
  29. Schofield 2007, 117-118.
  30. Thomas and Conant 2009, 170.
  31. Kilian 1988, 293, fig. 1.
  32. Chadwick 1976, 69-72.
  33. Palaima 2015, 623.
  34. Palaima 2015, 628.
  35. Olsen 2014, 252.
  36. Ο Ϝοἶκος, ορίζεται ως βιοτεχνικό σύμπλεγμα με θεϊκές διασυνδέσεις. Βλ. Constantinidou 1992, 144.
  37. Billigmeier and Turner 1981, 5.
  38. Olsen 1998, 383.
  39. Olsen 1998, 390.
  40. Renfrew, Colin· Wagstaff, Malcolm (1982). An Island polity : the archaeology of exploitation in Melos. Cambridge: Cambridge University Press. ISBN 9780521237857. 7551708. 
  41. T.G. Palaima, "Mycenaean Religion", στο: C.W. Shelmerdine (επιμ.), The Cambridge Companion to the Aegean Bronze Age, Cambridge 2008, σ. 342.
  42. «Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού | Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο». odysseus.culture.gr. Ανακτήθηκε στις 20 Ιουνίου 2024. 
  43. T.G. Palaima, "Mycenaean Religion", στο: C.W. Shelmerdine (επιμ.), The Cambridge Companion to the Aegean Bronze Age, Cambridge 2008, σσ. 342-343.
  44. T.G. Palaima, "Mycenaean Religion", στο: C.W. Shelmerdine (επιμ.), The Cambridge Companion to the Aegean Bronze Age, Cambridge 2008, σσ. 348-350.
  45. Howard, Dan (2011). Bronze age military equipment. South Yorkshire: Pen and sword military publishing. σελ. 74. ISBN 978-1848842939. 
  46. Astrom, Paul (1977). The Cuirass Tomb and other finds at Dendra. Lund: Studies in Mediterranean Archaeology Vol IV. σελ. 7-22. ISBN 9185058033. 
  47. Άγγελος Χανιώτης (μετάφραση), Fritz Gschnitzer,. Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Κοινωνίας. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης. 
  48. «Ancient Origins». 
  49. 49,0 49,1 Lazaridis, Iosif; Mittnik, Alissa; Patterson, Nick; Mallick, Swapan; Rohland, Nadin; Pfrengle, Saskia; Furtwängler, Anja; Peltzer, Alexander και άλλοι. (2 Αυγούστου 2017). «Genetic origins of the Minoans and Mycenaeans» (στα αγγλικά). Nature 548 (7666): 214–218. doi:10.1038/nature23310. ISSN 0028-0836. PMID 28783727. PMC 5565772. https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC5565772/. 
  50. Clemente, Florian; Unterländer, Martina; Dolgova, Olga; Amorim, Carlos Eduardo G.; Coroado-Santos, Francisco; Neuenschwander, Samuel; Ganiatsou, Elissavet; Cruz Dávalos, Diana I. και άλλοι. (13 Μαΐου 2021). «The genomic history of the Aegean palatial civilizations» (στα αγγλικά). Cell 184 (10): σελ. 41. doi:10.1016/j.cell.2021.03.039. ISSN 0092-8674. PMID 33930288. PMC 8127963. https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC8127963/. 
  51. «Lecture by Prof. David Reich - "The Genetic History of the Southern Arc: A Bridge between West Asia & Europe"». iias.huji.ac.il (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 21 Ιουνίου 2022. 
  • Bury, J.B., Meiggs, R. 1975, A History of Greece, London: MacMillan Press.
  • Βασιλικού, Ντ. 1995, Μυκηναϊκός πολιτισμός, Αθήνα: Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας αρ.152.
  • Billigmeier, J., Turner, J. A. 1981, The socio‐economic roles of women in Mycenaean Greece: A brief survey from evidence of the linear b tablets, Women’s Studies, 8(1-2), 3-20.
  • Chadwick, J. 1976, The Mycenaean World, Cambridge: Cambridge University Press.
  • Chadwick, J. 1999, Ο μυκηναϊκός κόσμος, (μτφρ. Κ. Ν. Πετρόπουλος), Αθήνα: Gutenberg.
  • Δημακοπούλου, Κ. (επιμ.), Ο Μυκηναϊκός Κόσμος. Πέντε αιώνες πρώιμου ελληνικού πολιτισμού. 1600-1100 π.Χ., Αθήνα 1988.
  • Constantinidou, S. 1992, The importance of bronze in early Greek religion, Dodone 21 137-164.
  • Dickinson, O.T.P.K. 1999, Η προέλευση του μυκηναϊκού πολιτισμού, (μτφρ. Αθ. Παπαδόπουλος), Αθήνα: Ινστιτούτο του Βιβλίου - Α. Καρδαμίτσα.
  • Dietrich, B.C. 2016, The Origins of Greek Religion, Berlin: Walter de Gruyter.
  • Gauß, W. 2011, "The Middle Helladic Large Building Complex at Kolonna. A Preliminary View", in Our Cups Are Full: Pottery and Society in the Aegean Bronze Age, edited by Gauß W., Lindblom, M. Smith, R.A. Wright, J.C. Papers Presented to Jeremy B. Rutter on the Occasion of his 65th Birthday, (76-87), Oxford: BAR International Series 2227.
  • Hooker, J.T. 2009, "The Wanax in Linear B Texts", Kadmos 18(2), 100-111.
  • Ιακωβίδης, Σπ. 1973, Αι μυκηναϊκαί ακροπόλεις, Αθήνα: Εκδόσεις Πανεπιστημίου Αθηνών.
  • Kilian, K. 1988, "The Emergence of Wanax Ideology in the Mycenaean Palaces", Oxford Journal of Archaeology, 7, 291-302.
  • Μανιατέας, Η. - Τεγόπουλος, Ι. (επιμ.), χ.χ., Ιστορία των Ελλήνων Ι. Προϊστορικοί χρόνοι, (344-609), Αθήνα: Εκδόσεις «Δομή» Α.Ε.
  • Olsen, B.A. 1998, "Women, Children and the Family in the Late Aegean Bronze Age: Differences in Minoan and Mycenaean Constructions of Gender", World Archaeology, 29(3), 380-392.
  • Olsen, B.A. 2014, Women in Mycenaean Greece: The Linear B tablets from Pylos and Knossos, London and N.Y.: Routledge.
  • Palaima, T. 2015, "The Mycenaean Mobilization of Labor in Agriculture and Building Projects: Institutions, Individuals, Compensation, and Status in the Linear B Tablets", in Labor in the Ancient World, edited by Steinkeller, P., Hudson, M. (583-617), The International Scholars Conference on Ancient Near Eastern Economies, vol. 5, ISLET-Verlag.
  • Philippa-Touchais, A., Touchais, G., Voutsaki, S., Wright, J. (eds.) 2006, "MESOHELLADIKA: La Grèce continentale au Bronze Moyen", Actes du colloque international organisé par l’École française d’Athènes, en collaboration avec l’American School of Classical Studies at Athens et le Netherlands Institute in Athens, BCH Suppl. 52.
  • Rutter, J.B. 1993, "Review of Aegean Prehistory II: The Pre-palatial Bronze Age of the Southern and Central Greek Mainland", AJA 97, 745-797.
  • Shelmerdine, C.W. 2001, "Review of Aegean Prehistory VI: The Palatial Bronze Age of the Southern and Central Greek Mainland" και "Addendum: 1997-1999", In Aegean Prehistory. A Review, edited by T. Cullen (ed.),American Journal of Archaeology Supplement 1, (329-381), Boston: Archaeological Institute of America.
  • Shelmerdine, C.W. (ed.) 2008, The Cambridge Companion to the Aegean Bronze Age, Cambridge: Cambridge University Press.
  • Thomas, C.G., Conant, C. 2009, Citadel to City-State: The Transformation of Greece, 1200-700 B.C.E., Bloomington: Indiana University Press

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]