Αργεντινή
Συντεταγμένες: 37°11′00″S 67°22′00″W / 37.1833°S 67.3667°W
Αργεντινή Δημοκρατία
República Argentina | |||
---|---|---|---|
| |||
Εθνικό σύνθημα: En unión y libertad «Ενωμένοι και Ελεύθεροι» | |||
Η θέση της Αργεντινής (σκούρο πράσινο) στη Νότια Αμερική (γκρι) | |||
και μεγαλύτερη πόλη | Μπουένος Άιρες 34°36′S 58°23′W / 34.600°S 58.383°W | ||
Ισπανικά[1] | |||
Ομοσπονδιακή προεδρική δημοκρατία | |||
Χαβιέρ Μιλέι Βικτόρια Βιγιαρουέλ Νικολάς Ποσέ | |||
Ανεξαρτησία -Επανάσταση του Μαΐου -Κήρυξη ανεξαρτησίας -Αναγνώριση | από την Ισπανία 25 Μαΐου 1810 9 Ιουλίου 1816 9 Ιουλίου 1859 | ||
• Σύνολο • % Νερό • Σύνορα Ακτογραμμή | 2.780.400 km2 (8η) 1,1% 11.968 km 4.989 km | ||
Πληθυσμός • Εκτίμηση 2024 • Απογραφή 2010 • Πυκνότητα | 47.067.641[2] (32η) 40.117.096[3] 16,9 κατ./km2 (211η) | ||
ΑΕΠ (ΙΑΔ) • Ολικό (2018) • Κατά κεφαλή | 959,528 δισ. $[4] (25η) 21.529 $ (56η) | ||
ΑΕΠ (ονομαστικό) • Ολικό (2018) • Κατά κεφαλή | 625,921 δισ. $ (21η) 14.044 $ (53η) | ||
ΔΑΑ (2021) | 0,842[5] (47η) – πολύ υψηλός | ||
Νόμισμα | Πέσο Αργεντινής (ARS) | ||
ART (UTC -3) | |||
Internet TLD | .ar | ||
Οδηγούν στα | δεξιά | ||
Κωδικός κλήσης | +54 |
Η Αργεντινή (ισπανικά: Argentina), επίσημα Αργεντινή Δημοκρατία (ισπανικά: República Argentina) είναι χώρα της Νότιας Αμερικής. Πήρε το όνομά της από το χημικό στοιχείο του αργύρου (λατινικά: argentum)
Βρίσκεται μεταξύ των Άνδεων και του νότιου Ατλαντικού Ωκεανού. Είναι η δεύτερη σε έκταση χώρα της Λατινικής Αμερικής μετά τη Βραζιλία. Συνορεύει με τις Ουρουγουάη, Βραζιλία, Παραγουάη, Βολιβία και Χιλή. Πήρε την ονομασία της από το «αργέντουμ» (άργυρος), το πολύτιμο μέταλλο το οποίο προμηθεύονταν οι πρώτες ευρωπαϊκές αποικίες από την περιοχή. Πρωτεύουσα είναι το Μπουένος Άιρες, το οποίο βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα της χώρας και είναι ένα από τα μεγαλύτερα λιμάνια του Ατλαντικού Ωκεανού. Άλλες σημαντικές πόλεις είναι οι Σάντα Φε και Ροσάριο στο κεντρικό τμήμα της χώρας, Τουκουμάν στο βόρειο και Ρίο Γκράντε στο νότιο.
Ετυμολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το όνομα της χώρας προέρχεται από το λατινικό argentum (ασήμι), το οποίο προέρχεται από το Αρχαίο Ελληνικό ἀργήεις που θα πει λευκός, λαμπερός. Η πρώτη χρήση του ονόματος γίνεται το 1602 στο ποίημα "La Argentina y conquista del Río de la Plata" του Μαρτίν ντελ Μπάρκο Σεντενέρα ή Θεντενέρα. Αν και το όνομα Argentina χρησιμοποιούταν αρκετά τον 18ο αιώνα η επίσημη ονομασία της περιοχής ήταν Αντιβασιλεία του Ρίο δε λα Πλάτα μέχρι την Επανάσταση του Μαΐου όπου το Αντιβασιλεία αντικαταστάθηκε με το Ενωμένες Επαρχίες.
Η πρώτη εμφάνιση της λέξης ήταν στον Εθνικό ύμνο της Αργεντινής οποίος έκανε και πολλές αναφορές για τον συνεχιζόμενο, ακόμα, Πόλεμο Ανεξαρτησίας της Αργεντινής. Η πρώτη επίσημη χρήση του όρου ήταν στο σύνταγμα του 1826. Έπειτα με το σύνταγμα του 1853 ονομάστηκε Αργεντίνικη Συνομοσπονδία και με το σύνταγμα του 1860 Δημοκρατία της Αργεντινής, ονομασία που ισχύει ακόμα και σήμερα.
Γεωγραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η συνολική έκταση της Αργεντινής (χωρίς τις εδαφικές διεκδικήσεις της στην Ανταρκτική) ανέρχεται σε 2.780.400 τετρ. χλμ., από τα οποία τα 2.736.690 είναι ξηρά και τα 43.710 επιφανειακά ύδατα. Στον άξονα βορρά-νότου η χώρα εκτείνεται κατά περίπου 3.900 χλμ., ενώ το μέγιστο εύρος της στον άξονα ανατολής-δύσης είναι 1.400 χλμ.
Η Αργεντινή διακρίνεται σε τέσσερις κύριες περιοχές: τα υψίπεδα του Γκραν Τσάκο στον βορρά με το υποτροπικό κλίμα, τις γόνιμες πεδιάδες (πάμπας) στο κέντρο της χώρας, τις στεππώδεις εκτάσεις της Παταγονίας στον νότο, και την οροσειρά των Άνδεων στα δυτικά σύνορα με τη Χιλή. Το υψηλότερο σημείο της χώρας βρίσκεται στην περιοχή Μεντόσα, με την κορυφή Ακονκάγουα στα 6.962 μέτρα να είναι το ψηλότερο βουνό σε όλη την ήπειρο της Αμερικής[6] (Βόρειας και Νότιας), καθώς και του νοτίου ημισφαιρίου[7]. Το χαμηλότερο σημείο της Αργεντινής είναι η λίμνη Λαγούνα ντελ Καρμπόν στην περιοχή Σάντα Κρους, στα -105 μέτρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας[8]. Το σημείο αυτό είναι και το χαμηλότερο στη Νότια Αμερική. Το γεωγραφικό κέντρο της χώρας βρίσκεται στη νοτιοδυτική επαρχία της Λα Πάμπα. Η Αργεντινή διεκδικεί μέρος της Ανταρκτικής, πράξη που δεν αναγνωρίζεται από καμία άλλη χώρα, και διατηρεί από το 1904 συνεχή παρουσία εκεί.
Γεωγραφικές περιοχές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Αργεντινή διακρίνεται παραδοσιακά σε διάφορες χαρακτηριστικές γεωγραφικές περιοχές:
Πάμπας: Οι πάμπας προσδιορίζονται ως οι πεδιάδες δυτικά και νότια από την πρωτεύουσα Μπουένος Άιρες και καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος των επαρχιών του Μπουένος Άιρες και της Κόρδοβα, καθώς και τμήματα των επαρχιών της Σάντα Φε και Λα Πάμπα. Το δυτικό τμήμα της τελευταίας και η επαρχία Σαν Λουίς είναι επίσης μέρος των πάμπας, αλλά πιο ξηρές. Χαρακτηριστικό τοπογραφικό στοιχείο της ευρύτερης αυτής περιοχής είναι η οροσειρά Σιέρρα ντε Κόρδοβα.
Γκραν Τσάκο: Η περιοχή του Γκραν Τσάκο βρίσκεται στο βόρειο τμήμα της χώρας και έχει υποτροπικό κλίμα με ξηρή και υγρή εποχή. Εκτείνεται στις επαρχίες Τσάκο και Φορμόσα, ενώ το μεγαλύτερο μέρος της καλύπτεται από υποτροπικά δάση, θαμνώδεις εκτάσεις και ορισμένους υδροβιότοπους, ενδιαίτημα πολλών ειδών χλωρίδας και πανίδας. Η επαρχία του Σαντιάγο ντελ Εστέρο βρίσκεται επίσης στην πιο ξηρή περιοχή του Γκραν Τσάκο.
Μεσοποτάμια: Η περιοχή μεταξύ των ποταμών Παρανά και Ουρουγουάη είναι γνωστή με τον χαρακτηρισμό Μεσοποταμία, και εκτείνεται στις επαρχίες Κορριέντες και Έντρε Ρίος. Αποτελείται κύρια από επίπεδες εκτάσεις και τους υδροβιότοπους της Ιμπερά στην κεντρική Κορριέντες. Η επαρχία Μισιόνες έχει περισσότερο τροπικά χαρακτηριστικά και εντάσσεται στη γεωγραφική περιοχή των βραζιλιανών υψιπέδων, με χαρακτηριστική τροπική βλάστηση του δάσους βροχής και τους καταρράκτες Ιγκουαζού.
Παταγονία: Η Παταγονία είναι γνωστή από τις χαρακτηριστικές της στέπες που εκτείνονται στις επαρχίες Νεουκέν, Ρίο Νέγρο, Τσουμπούτ και Σάντα Κρους. Η περιοχή χαρακτηρίζεται ημίξηρη και εύκρατη στον βορρά και ψυχρή ξηρή στον νότο, αλλά υπάρχουν δασικές εκτάσεις στις δυτικές παρυφές της, καθώς και αρκετές λίμνες. Η Γη του Πυρός έχει ψυχρό και υγρό κλίμα, με επιρροές ωκεάνιων κλιματικών χαρακτηριστικών. Η βόρεια Παταγονία αναφέρεται και ως Κομάουε.
Κούγιο: Η κεντροδυτική Αργεντινή κυριαρχείται από την οροσειρά των Άνδεων, ενώ στην ανατολική πλευρά τους βρίσκεται η ξηρή περιοχή του Κούγιο. Η περιοχή διατρέχεται από νερά προερχόμενα από τα βουνά, δημιουργώντας έτσι γόνιμο έδαφος για την καλλιέργεια φρούτων και αμπελιών στις επαρχίες Μεντόσα και Σαν Χουάν. Βορειότερα το κλίμα είναι επίσης ξηρό αλλά πιο θερμό, όπου βρίσκεται και η επαρχία Λα Ριόχα. Το ανατολικό όριο του Κούγιο καθορίζεται από τα υψίπεδα Σιέρρας Παμπεάνας, με άξονα βορρά-νότου στο βόρειο τμήμα της επαρχίας Σαν Λουίς.
Βορειοδυτική περιοχή: Η περιοχή αυτή έχει το μεγαλύτερο μέσο υψόμετρο και αποτελείται από παράλληλες οροσειρές, με κορυφές υψηλότερες και από 6.000 μέτρα, που διευρύνονται προς τον βορρά. Χαρακτηριστικές εύφορες κοιλάδες συμπληρώνουν το τοπίο, ενώ οι επαρχίες της περιοχής είναι οι Καταμάρκα, Τουκουμάν και Σάλτα. Η επαρχία Χουχούι βορειότερα προς τη Βολιβία ανήκει κύρια στο υψίπεδο Αλτιπλάνο των κεντρικών Άνδεων, ενώ στο βορειότερο σημείο της περιοχής διέρχεται και ο Τροπικός του Αιγόκερω.
Υδρογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι κυριότεροι ποταμοί της Αργεντινής είναι ο Πιλκομάγιο, ο Παραγουάης, ο Μπερμέχο, ο Κολοράδο, ο Ρίο Νέγρο, ο Σαλάδο, ο Ουρουγουάης και ο μεγαλύτερος ποταμός Παρανά. Οι τελευταίοι δύο εκβάλουν μαζί στον Ατλαντικό ωκεανό, σχηματίζοντας τον Ρίο ντε λα Πλάτα. Ποταμοί περιφερειακής σημασίας είναι ο Ατουέλ και ο Μεντόσα, στην ομώνυμη περιοχή, ο Τσουμπούτ στην Παταγονία, ο Ρίο Γκράντε στο Χουχούι και ο Σαν Φρανσίσκο στη Σάλτα.
Στην Αργεντινή υπάρχουν πολλές μεγάλες λίμνες, πολλές από τις οποίες βρίσκονται στην Παταγονία. Μεταξύ αυτών είναι η Αρχεντίνο και η Βιέδμα στη Σάντα Κρους, η Ναουέλ Ουαπί στην επαρχία Ρίο Νέγρο, η Φανιάνο στη Γη του Πυρός και οι Κολουέ Ουαπί και Μόστερς στην επαρχία Τσουμπούτ. Η λίμνη Μπουένος Άιρες και η λίμνη Ο'Χίγκινς / Σαν Μαρτίν βρίσκονται στα σύνορα με τη Χιλή. Η Αργεντινή έχει επίσης πολλές θερμές πηγές, όπως οι Τέρμας ντε Ρίο Χόντο με θερμοκρασίες μεταξύ 27 °C και 41 °C[9].
Ακτογραφία και θαλάσσια γεωγραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Αργεντινή έχει συνολικά 4.665 χλμ ακτογραμμής.[10] Η ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα είναι γενικά ασυνήθιστα πλατιά, και η υπερκείμενη θάλασσα στον Ατλαντικό ωκεανό είναι γνωστή με την ονομασία Μαρ Αρχεντίνο (Θάλασσα της Αργεντινής). Οι ακτές του Ατλαντικού αποτελούν εδώ και αιώνες δημοφιλές θέρετρο για τους κατοίκους της ενδοχώρας. Η θάλασσα είναι πλούσια σε ψάρια και επίσης εικάζεται ότι υπάρχουν σημαντικά κοιτάσματα υδρογονανθράκων. Οι ακτές της χώρας ποικίλλουν, καθώς αλλού υπάρχουν αμμόλοφοι ή θίνες και αλλού απόκρημνοι βράχοι. Τα δύο βασικά θαλάσσια ρεύματα που επηρεάζουν τις ακτές, είναι το θερμό ρεύμα της Βραζιλίας και το ψυχρό ρεύμα Φόκλαντ. Λόγω της ανισοκατανομής του μεγέθους της ξηράς από βορρά προς νότο, τα δύο ρεύματα αλλάζουν την επιρροή τους στο τοπικό κλίμα και δεν επιτρέπουν την ομοιόμορφη πτώση της θερμοκρασίας με το γεωγραφικό πλάτος.
Κλίμα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Επειδή η Αργεντινή εκτείνεται σε μεγάλο εύρος γεωγραφικών πλατών, καθώς και έχει μεγάλες υψομετρικές διακυμάνσεις, παρατηρείται στη χώρα ένα σύνολο κλιματικών τύπων. Κατά κανόνα, το κλίμα είναι κυρίως εύκρατο με διακυμάνσεις από υποτροπικό στον βορρά και υποπολικό στον νότο. Το βόρειο τμήμα της χώρας έχει χαρακτηριστικά ιδιαίτερα θερμά καλοκαίρια και ήπιους ξηρούς χειμώνες, με περιοδικές περιόδους ξηρασίας. Η κεντρική Αργεντινή έχει θερμά καλοκαίρια με καταιγίδες και ψυχρούς χειμώνες. Είναι χαρακτηριστικό ότι το μεγαλύτερο μέγεθος χαλαζιού παγκόσμια έχει καταγραφεί στην κεντροδυτική Αργεντινή. Οι νοτιότερες περιοχές έχουν θερμά καλοκαίρια και ψυχρούς χειμώνες με έντονες χιονοπτώσεις, ιδιαίτερα στις ορεινές ζώνες. Τα μεγαλύτερα υψόμετρα έχουν πιο ψυχρές συνθήκες σε όλα τα γεωγραφικά πλάτη.
Οι πιο ακραίες τιμές θερμοκρασίες σε όλη τη Νότια Αμερική έχουν καταγραφεί στην Αργεντινή. Η μέγιστη θερμοκρασία των 49,1 °C σημειώθηκε στη Βίγια ντε Μαρία στην επαρχία Κόρδοβα στις 2 Ιανουαρίου του 1920. Η ελάχιστη θερμοκρασία που έχει καταγραφεί είναι -39 °C στη Βάγιε ντε λος Πάτος Σουπεριόρ, στην επαρχία Σαν Χουάν, στις 17 Ιουλίου του 1972.
Χαρακτηριστικός άνεμος της Αργεντινής είναι ο ψυχρός Παμπέρο που πνέει στις πεδιάδες της Παταγονίας και στις πάμπας, ενώ στο τέλος του χειμώνα ακολουθείται από θερμούς βόρειους ανέμους. Αντίστοιχα, ο Ζόντα είναι ένας θερμός ξηρός άνεμος της κεντροδυτικής χώρας. Προερχόμενος από τις Άνδεις έχει εξατμίσει όλη την υγρασία του κατά την κατάβαση από τα 6.000 μέτρα, και συχνά παρουσιάζει ριπές μέχρι και τα 120 χλμ/ώρα. Ο Ζόντα εμφανίζεται από τον Ιούνιο ως τον Νοέμβριο και είναι επικίνδυνος για την εκδήλωση πυρκαγιών, ενώ συνοδεύεται με χιονοθύελλες στα μεγάλα υψόμετρα των Άνδεων. Οι Σουντεστάδα είναι νότιοι άνεμοι που πνέουν κατά την εμφάνιση ιδιαίτερα χαμηλών βαρομετρικών συστημάτων τον χειμώνα, φέρνοντας μέτριες χαμηλές θερμοκρασίες και έντονες βροχοπτώσεις, θαλασσοταραχή και παράκτιες πλυμμήρες. Συνήθως εμφανίζονται στο τέλος του φθινοπώρου και τον χειμώνα στις ακτές της κεντρικής χώρας και στο Ρίο ντε λα Πλάτα.
Βασικό στοιχείο στις νότιες περιοχές της Αργεντινής είναι η μεγάλη περίοδος ημέρας από τον Νοέμβριο ως τον Φεβρουάριο, που κυμαίνεται μέχρι και 19 ώρες τη μέρα, καθώς και αντίστροφα μεγάλες νύχτες από τον Μάιο ως τον Αύγουστο.
Ιστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Προκολομβιανή περίοδος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα πρώιμα στοιχεία ανθρώπινης παρουσίας στην Αργεντινή έχουν βρεθεί στην Παταγονία (Πιέδρα Μουσέο, Σάντα Κρους) και χρονολογούνται από το 11.000 π.Χ. (Σάντα Μαρία, Ουάρπες, Ντιαγκίτας, Σαναβιρόνες). Η αυτοκρατορία των Ίνκας κατά την ηγεμονία του Πατσακούτεκ ξεκίνησε μία επεκτατική εκστρατεία το 1480, κατακτώντας τη σημερινή βορειοδυτική Αργεντινή και ενσωματώνοντάς την στην ευρύτερη περιοχή γνωστή με την ονομασία Κογιασούγιου. Αντίστοιχα, οι αυτόχθονες Γκουαρανί ανέπτυξαν ένα πολιτισμό βασισμένο στη γεωργία και στην καλλιέργεια της γιούκας, της γλυκοπατάτας και του καλαμποκιού. Στις κεντρικές και νότιες περιοχές (πάμπας και Παταγονία) υπήρχαν νομαδικές φυλές που ενώθηκαν κατά τον 17ο αιώνα κάτω από την αρχηγία των Μαπούτσε.
Αποικιοκρατία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι πρώτοι Ευρωπαίοι εξερευνητές ("κονκισταδόρες") έφτασαν στην Αργεντινή το 1516, συναντώντας διάφορα ινδιάνικα φύλα που βρίσκονταν σε σχετικά χαμηλό επίπεδο πολιτιστικής ανάπτυξης (Διαγίτοι ή Διαγουίτες στον βορρά, Ουάρπες, Κεράντοι, Πουέλτσε, Γκουαρανοί κ.α.). Η Ισπανία αρχικά, επιχείρησε να αντισταθμίσει την επέκταση των Πορτογάλων (που ήδη κατείχαν τη Βραζιλία) και έτσι τελικά ίδρυσε μία αποικία στη θέση του σημερινού Μπουένος Άιρες το 1580. Στο ξεκίνημα όμως της αποίκησης (1516), όταν οι Ισπανοί υπό τον Χουάν Ντίαζ ντε Σόλις ανακάλυψαν το Ρίο ντε λα Πλάτα (όπως ονόμασαν και τη χώρα), συντρίφτηκαν στις βόρειες ακτές από την αντίδραση των γηγενών, για να επιστρέψουν δυο χρόνια μετά (1518), με επικεφαλής το Σεμπάστιαν Κάμποτ και σε βάθος χρόνου, να διεισδύσουν στο εσωτερικό. Στα 1536 ο Πέδρο δε Μεντέσα ίδρυσε τη "Σάντα Μαρία δε λος Μπουένος Άιρες", την πρώτη δηλαδή αποικία στο έδαφος όπου σήμερα βρίσκεται το Μπουένος Άιρες. Το 1580 ο Χουάν ντε Γκαράι ξεκινώντας από την Ασουνσιόν της Παραγουάης δημιούργησε τον οριστικό οικισμό του Μπουένος Άιρες. Το 1776 με πρωτοβουλία του Ισπανού βασιλιά Καρόλου Γ΄ ιδρύθηκε η Αντιβασιλεία του Ρίο ντε λα Πλάτα και η ευρύτερη περιοχή αποικήθηκε από Ισπανούς και τους μετέπειτα απογόνους τους, που προσδιορίζονταν με την ονομασία κριόγιος. Παράλληλα, υπήρχαν σημαντικοί πληθυσμοί αυτοχθόνων φυλών, καθώς και Αφρικανών σκλάβων. Τουλάχιστον το 1/3 των εποίκων της αποικιοκρατικής περιόδου ήταν συγκεντρωμένοι στο Μπουένος Άιρες και σε άλλες πόλεις, ενώ το υπόλοιπο κατοικούσε στις πάμπας. Οι αυτόχθονες κάτοικοι βρίσκονταν σε όλη την υπόλοιπη χώρα. Η Βρετανική Αυτοκρατορία προσπάθησε να κατακτήσει το Μπουένος Άιρες δύο φορές το διάστημα 1806-07, αλλά συνάντησε τη σθεναρή αντίσταση των κριόγιος με αρχηγό τον εθνικό ήρωα Μανουέλ Μπελγράνο και απέτυχε. Στην απώθηση των Βρετανών συνεισέφερε τα μέγιστα ο Γάλλος αξιωματικός Σαντιάγο ντε Λινιέρ. Η επιτυχής αντίσταση κατά των Άγγλων έκανε να φουντώσει η επιθυμία των κατοίκων της Αργεντινής για πολιτική χειραφέτηση από τους Ισπανούς.
Ανεξαρτησία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στις 25 Μαΐου του 1810, μετά από επιβεβαίωση της φήμης για την ανατροπή του βασιλιά Φερδινάνδου του 7ου από τον Ναπολέοντα, οι πολίτες του Μπουένος Άιρες ίδρυσαν την πρώτη τοπική κυβέρνηση, γνωστή ως "Χούντα". Επρόκειτο, ουσιαστικά, για ανακήρυξη ανεξαρτησίας, καθώς ακολούθησε διορισμός μιας προσωρινής "Επιτροπής των Ενωμένων Επαρχιών του Ρίο ντε λα Πλάτα", με επικεφαλής τους Κορνέλιο Σααβέρδα (ως πρόεδρο), Μαριάνο Μορένο και Μανουέλ Μπελγκράνο (ο οποίος σχεδίασε και την πρώτη σημαία της χώρας). Ακολούθησαν σφοδρές εμφύλιες συγκρούσεις, ενώ κατά τα επόμενα έτη μέχρι και το 1822, οι Ισπανοί εκδιώχθηκαν οριστικά από τα εδάφη της Αργεντινής[11]. Από αυτή την επανάσταση δημιουργήθηκαν δύο κράτη: Οι Ηνωμένες Επαρχίες της Νότιας Αμερικής (1810) και η Λίγα Φεδεράλ (Ομοσπονδία) (1815). Άλλες επαρχίες, ως αποτέλεσμα διαφορών μεταξύ αυτονομιστικών και συγκεντρωτικών ρευμάτων, καθυστέρησαν την είσοδό τους στην Ένωση. Η Παραγουάη αποχώρησε το 1811, κηρύσσοντας την ανεξαρτησία της.
Οι στρατιωτικές εκστρατείες με ηγέτη τον στρατηγό Χοσέ ντε Σαν Μαρτίν μεταξύ του 1814 και του 1817 ενίσχυσαν την ανεξαρτησία της Αργεντινής, και ο Σαν Μαρτίν θεωρείται σήμερα ο εθνικός ήρωας της ανεξαρτησίας. Η στρατιά του διέσχισε το 1817 τις Άνδεις και νίκησε βασιλικές δυνάμεις στη Χιλή και το Περού, εξασφαλίζοντας την αυτοδιάθεση της χώρας. Η βουλή του Τουκουμάν, που συνεδρίασε στις 9 Ιουλίου του 1816, διακήρυξε επίσημα την ανεξαρτησία από την Ισπανία. Η Λίγα Φεδεράλ ηττήθηκε το 1820 από δυνάμεις των Ηνωμένων Επαρχιών της Νότιας Αμερικής και στρατιωτικές δυνάμεις της Πορτογαλίας, προερχόμενες από τη Βραζιλία, και ενσωματώθηκε τελικά στην Ένωση. Η Βολιβία κήρυξε την ανεξαρτησία της το 1825, ενώ η Ουρουγουάη δημιουργήθηκε το 1828 ως αποτέλεσμα της εκεχειρίας στον πόλεμο Αργεντινής-Βραζιλίας. Αυτή η αντιφατική εκεχειρία οδήγησε στην άνοδο του κυβερνήτη της επαρχίας του Μπουένος Άιρες, Χουάν Μανουέλ ντε Ρόσας, ο οποίος, ως υποστηρικτής της ομοσπονδίας, κυβέρνησε αυταρχικά, αλλά διατήρησε την ενότητα της εύθραυστης Ένωσης.
Οι κεντρώοι Ουνιτάριος (Ενωτικοί) και οι Φεδεράλες (Ομοσπονδιακοί) διατήρησαν μία αντιπαλότητα μέχρι την αποπομπή της κυβέρνησης του ντε Ρόσας το 1852, και για να αποφευχθούν μελλοντικές διαμάχες, το 1853 συντάχθηκε το πρώτο σύνταγμα της χώρας. Η εθνική ενότητα ενισχύθηκε το 1865 μετά από επίθεση της Παραγουάης σε τοπικά βρετανικά συμφέροντα, και οδήγησε στον Πόλεμο της Τριπλής Συμμαχίας και την ήττα της Παραγουάης[12].
Η σύγχρονη Αργεντινή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ένα κύμα ξένων επενδύσεων και μετανάστευσης από την Ευρώπη μετά το 1870, οδήγησε στην ανάπτυξη της σύγχρονης γεωργίας και τη σχεδόν αναγέννηση της κοινωνίας και της οικονομίας της Αργεντινής, ενισχύοντας παράλληλα τη συνομοσπονδία σε ένα ενιαίο κράτος. Παρόλα αυτά, η «κατάκτηση της ερήμου» τη δεκαετία του 1870 εξάρθρωσε τους υπάρχοντες αυτόχθονες πληθυσμούς των νότιων πάμπας και της Παταγονίας[13][14].
Η Αργεντινή ενίσχυσε την ευημερία και τον πλούτο της μεταξύ του 1880 και του 1929, καθώς ήταν μία από τις δέκα πλουσιότερες χώρες στον κόσμο με μία επικερδή οικονομία βασισμένη στην αγροτική παραγωγή. Με τη μετανάστευση και τη μείωση της θνησιμότητας, ο πληθυσμός σχεδόν πενταπλασιάστηκε και τα οικονομικά μεγέθη έγιναν σχεδόν 15 φορές μεγαλύτερα[15]. Στην πολιτική σκηνή κυριαρχούσαν συντηρητικά συμφέροντα με μη δημοκρατικά μέσα μέχρι το 1912, όταν ο πρόεδρος Ροκέ Σάενς Πένια καθιέρωσε την καθολική (μόνο για τους άντρες) και μυστική ψηφοφορία. Αυτό επέτρεψε στους παραδοσιακούς αντιπάλους των συντηρητικών, δηλαδή την κεντρώα Ριζοσπαστική Αστική Ένωση, να κερδίσει τις πρώτες ελεύθερες εθνικές εκλογές το 1916. Ο πρόεδρος Ιπόλιτο Ιριγόγιεν εφάρμοσε κοινωνικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις και ενίσχυσε την υποστήριξη στις αγροτικές οικογένειες και τις μικρές επιχειρήσεις. Η μεγάλη οικονομική κρίση και η πολιτική απομόνωση όμως, οδήγησε στην παύση του από τον στρατό το 1930. Το διάδοχο συντηρητικό καθεστώς κυβέρνησε για μία δεκαετία, εφαρμόζοντας προστατευτικές πολιτικές. Η Αργεντινή παρέμεινε ουδέτερη κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και για το μεγαλύτερο μέρος του Δευτέρου, ενώ ήταν από τους μεγαλύτερους προμηθευτές εφοδίων και τροφής για τους Συμμάχους.
Η κυβέρνηση Περόν και η τελευταία δικτατορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η πολιτική αλλαγή οδήγησε στην προεδρία του Χουάν Περόν το 1946, ο οποίος υποστήριξε την εργατική τάξη και διέδωσε το συνδικαλισμό, εφαρμόζοντας παράλληλα κοινωνικά και εκπαιδευτικά προγράμματα. Η σύζυγος του Περόν, Εύα Περόν, γνωστή και ως Εβίτα, έπαιξε έναν σημαντικό ρόλο ως πρώτη κυρία κατά τις δύο πρώτες θητείες του Περόν. Αποτελούσε την κινητήρια δύναμη για την επιτυχία του Περόν στην εργατική τάξη. Το 1947 ίδρυσε το Ίδρυμα Εύα Περόν με προσανατολισμό κοινωνικής προσφοράς[16].
Αυτή ήταν και η πρώτη φορά που η χώρα προσανατολίζονταν στην κοινωνική πρόνοια, κάτι που συνάντησε την αντίδραση της ολιγαρχίας. Η Εβίτα ήταν ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στον μη εκφραστικό Περόν και τους υποστηρικτές του. Εισήγαγε την ψήφο των γυναικών και οργάνωσε το Γυναικείο Κόμμα Περονιστών[17]. Κατά τις δύο πρώτες θητείες του Περόν ενισχύθηκε η βιομηχανική και αστική ανάπτυξη[15]. Μετά τον θάνατο της Εβίτα το 1952 στην ηλικία των 33 ετών, η κυβέρνηση Περόν αποσυντονίστηκε μέσα από διαμάχες με την Καθολική Εκκλησία. Ο Περόν απομάκρυνε αρκετούς σημαντικούς και ικανούς συμβούλους του, ενώ προώθησε τον απολυταρχισμό. Ένα βίαιο πραξικόπημα τον ανέτρεψε το 1955, μετά από τον βομβαρδισμό της Κάσα Ροσάδα και τον θάνατο πολλών πολιτών. Ο Περόν διέφυγε στο εξωτερικό και τελικά παρέμεινε στην Ισπανία.
Μετά από προσπάθειες υποβάθμισης της επιρροής του Περόν και τον εξοστρακισμό των Περονιστών από την πολιτική ζωή, οι εκλογές του 1958 έφεραν τον Αρτούρο Φροντίτσι στην κυβέρνηση, ο οποίος είχε την υποστήριξη μερικών οπαδών του Περόν, ενώ η πολιτική του ενίσχυσε τις απαιτούμενες επενδύσεις στη βιομηχανία και την ενέργεια, που παρουσίαζαν μεγάλο έλλειμμα για την Αργεντινή. Ο στρατός όμως παρενέβαινε συχνά υπέρ των συντηρητικών συμφερόντων και τα αποτελέσματα της πολιτικής ήταν αμφιλεγόμενα[15]. Ο Φροντίτσι υποχρεώθηκε σε παραίτηση το 1962. Στις 8 Αυγούστου του 1962, ξέσπασε κρίση μεταξύ της κυβέρνησης και πραξικοπηματιών, η οποία έληξε στις 24 Σεπτεμβρίου με την επικράτηση μετριοπαθέστερων αντιπερονιστών, πιστών στον πρόεδρο του στρατιωτικού καθεστώτος Χοσέ Μαρία Γκουίντο[18]. Το 1963 εκλέχθηκε ο Αρτούρο Ουμπέρτο Ίγια και εφάρμοσε επεκτατικές πολιτικές. Παρά την ευημερία, οι προσπάθειές του να συμπεριλάβει περονιστές στην πολιτική σκηνή κατέληξε στην επέμβαση του στρατού για μία ακόμη φορά, με ένα αναίμακτο πραξικόπημα στις 27 Ιουνίου του 1966. Ο Ίγια είχε αρχίσει διαβουλεύσεις με τους περονιστές εν όψει των βουλευτικών εκλογών και των εκλογών για την ανάδειξη κυβερνητών τον επόμενο χρόνο. Ο στρατός, ανήσυχος λόγω της υψηλής δημοτικότητας των περονιστών, προειδοποίησε τον Ίγια να μην προχωρήσει σε τέτοια συνεργασία. Όταν αυτός αρνήθηκε να συμμορφωθεί, επενέβη για πολλοστή φορά ο στρατός, κηρύσσοντας την "Αργεντίνικη Επανάσταση" -πολιτική, οικονομική και κοινωνική. Την επομένη, πρόεδρος ορκίστηκε ο βετεράνος των πραξικοπημάτων, αντιπερονιστής Χουάν Κάρλος Ογκάνια[19].
Το πρωί της 8ης Ιουνίου του 1970, ο στρατός έζωσε το προεδρικό μέγαρο και το κεντρικό κτίριο του Οργανισμού Τηλεπικοινωνιών. Μία ακόμη στρατιωτική χούντα κατέλαβε πραξικοπηματικά την εξουσία. Με απόφαση των αρχηγών των τριών όπλων καθαιρέθηκε ο στρατηγός Χουάν Κάρλος Ονγκάνια. Την "ολοκλήρωση του έργου της επανάστασης, την αποκατάσταση της τάξης και τη σταδιακή επιστροφή στον κοινοβουλευτισμό" επικαλέστηκαν, την επομένη της ανατροπής του Ονγκάνια ο ναύαρχος Πέδρο Νιάβι, ο αντιστράτηγος Αλεχάντρο Λανούσε και ο ταξίαρχος της αεροπορίας Κάρλος Ρέι. Στις 18 Ιουνίου, νέος πρόεδρος διορίστηκε ο στρατηγός Ρομπέρτο Μαρσέλο Λέβινγκστον. Η θητεία του αποδείχθηκε σύντομη, αφού καθαιρέθηκε και αυτός στις 22 Μαρτίου του 1971 και την εξουσία ανέλαβε απευθείας η χούντα. Το 1970 η καθαίρεση του Ονγκάνια ήταν το επιστέγασμα ενός ταραγμένου χρόνου εργατικών και φοιτητικών κινητοποιήσεων, αιματηρών συγκρούσεων και βομβιστικών επιθέσεων στα μεγάλα αστικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας. Την αφορμή έδωσε στις 29 Μαΐου η απαγωγή από τους αριστερούς περονιστές αντάρτες "Μοντομέρος" του στρατηγού Πέδρο Εουχένιο Αραμπούρου, προσωρινού προέδρου της Αργεντινής στο διάστημα 1956-1958, υπέρμαχου της επιστροφής στον κοινοβουλευτισμό και πιθανού διαδόχου του Ονγκάνια. Ο Αραμπούρου εκτελέστηκε την 1η Ιουνίου, επειδή "κρίθηκε ένοχος από επαναστατικό δικαστήριο για την εκτέλεση περονιστών ηγετών κατά την απόπειρά τους να καταλάβουν την εξουσία το 1956" εξήγησαν οι αντάρτες, που κατηγόρησαν τον Ονγκάνια ότι "απεργαζόταν την επάνοδο του Αραμπούρου στην εξουσία, για να εξαπατά τον λαό". Για να παραδώσουν τη σορό του, οι αντάρτες ζήτησαν να τους παραδοθεί η σορός της Εβίτα Περόν, νεκρής από το 1952 και ενταφιασμένης σε μυστικό σημείο. Η σορός του Αραμπούρου ανακαλύφθηκε θαμμένη στο υπόγειο αγροκτήματος στις 17 Ιουλίου. Η υπόθεση επέσπευσε το τέλος του Ονγκάνια, αντιμέτωπου επί ένα χρόνο με οξύτατη πολιτική και κοινωνική κρίση. Μολονότι ο πληθωρισμός είχε πέσει από 30% στο 6% και είχαν βελτιωθεί οι ρυθμοί ανάπτυξης της οικονομίας, οι χαμηλοί σε σχέση με τον τιμάριθμο μισθοί τροφοδότησαν τη λαϊκή δυσαρέσκεια στην πάντα διχασμένη ανάμεσα σε περονιστές και αντιπερονιστές Αργεντινή, που διατρέχεται από αριστερά κινήματα, όπως και οι περισσότερες χώρες της Λατινικής Αμερικής. Μέχρι τον Μάρτιο του 1970 οι πέντε κύριες ανταρτικές οργανώσεις ήταν, εκτός από τους "Μοντονέρος", οι "Ένοπλες Δυνάμεις των Περονιστών", οι "Ένοπλες Επαναστατικές Δυνάμεις" (περονιστές και καστρικοί), οι "Ένοπλες Απελευθερωτικές Δυνάμεις" (καστρικοί) και ο "Επαναστατικός Λαϊκός Στρατός" (περονιστές-τροτσκιστές). Ιδιαίτερα δραστήρια ήταν στα βιομηχανικά κέντρα και τα εργατικά συνδικάτα, τα οποία κατατάσσονταν σε "αριστερά προσκείμενα στον Περόν" και "μετριοπαθή" διαφόρων αποχρώσεων. Ταυτόχρονα, άρχισε να ξεχωρίζει μία νέα μορφή πάλης, το "αντάρτικο των πόλεων". Η κρίση που σοβούσε τα τελευταία χρόνια ξέσπασε το 1969. Ο Μάιος και ο Ιούνιος ήταν οι μήνες της κορύφωσης των ταραχών, με φοιτητικές και απεργιακές κινητοποιήσεις στα βιομηχανικά κέντρα του Ροσάριο και της Κόρδοβα, όπου η γενική απεργία στις 30 Μαΐου οδήγησε σε συγκρούσεις απεργών και αστυνομίας με 30 νεκρούς. Μετά τη δολοφονία του μετριοπαθούς συνδικαλιστή ηγέτη Αουγκούστο Βανεάρ κηρύχθηκε κατάσταση έκτακτης ανάγκης σε ολόκληρη την Αργεντινή. Οι ταραχές κόπασαν κάπως, για να ξαναρχίσουν στην Κόρδοβα στις 23 Απριλίου του 1970 μετά τη γενική απεργία σε ένδειξη διαμαρτυρίας για το πάγωμα των μισθών. Η απομάκρυνση του Ονγκάνια δεν εκτόνωσε την ένταση. Μόνο στις 16 Σεπτεμβρίου σημειώθηκαν 16 εκρήξεις βομβών στο Μπουένος Άιρες, στις 14 Νοεμβρίου δολοφονήθηκε ο ομοσπονδιακός επίτροπος Οσβάλντο Σαντοβάλ που ερευνούσε τη δολοφονία του Αραμπούρου, και στις 29 Δεκεμβρίου ομάδα ενόπλων γάζωσε με ριπές πολυβόλου το προεδρικό μέγαρο[20].
Αν και απολυταρχικό, το νέο καθεστώς συνέχισε να υποστηρίζει την τοπική ανάπτυξη και επένδυσε υψηλά ποσά σε δημόσια έργα. Η οικονομία μεγάλωσε δυναμικά, ενώ η φτώχεια μειώθηκε στο 7% το 1975. Η πολιτική βία όμως κλιμακώθηκε και ο Περόν από την εξορία στήριξε τις φοιτητικές και εργατικές διαμαρτυρίες, με συνέπεια τη διεξαγωγή ελεύθερων εκλογών από το καθεστώς το 1973. Ο Περόν επέστρεψε από την εξορία και σχημάτισε κυβέρνηση[21]. Ο θάνατός του το 1974, έφερε την αντιπρόεδρο και τρίτη σύζυγό του, Ισαμπέλ, στην εξουσία. Η Ισαμπέλ Περόν αποτέλεσε μία συμβιβαστική επιλογή ανάμεσα στα ρεύματα των Περονιστών, με σύντομο χρόνο ζωής, καθώς η σύγκρουση μεταξύ των ακραίων ρευμάτων προκάλεσε οικονομικό χάος με αποτέλεσμα ένα νέο πραξικόπημα στις 24 Μαρτίου του 1976, με επικεφαλής τον στρατηγό Χόρχε Ραφαέλ Βιδέλα.
Στα τέλη της δεκαετίας του '60 και στις αρχές του '70, ένοπλες αριστερές ομάδες, όπως ο Επαναστατικός Λαϊκός Στρατός απήγαγαν και δολοφονούσαν πολίτες σχεδόν κάθε εβδομάδα[22]. Το αυτονομαζόμενο καθεστώς της Εθνικής Διαδικασίας Αναδιοργάνωσης καταπίεζε την αντιπολίτευση και τα αριστερά ρεύματα με βίαια και παράνομα μέτρα, γνωστά και ως ο βρώμικος πόλεμος. Χιλιάδες διαφωνούντες εξαφανίστηκαν, ενώ η μυστική υπηρεσία SIDA συνεργάζονταν με τη χιλιανή DINA και άλλες νοτιοαμερικανικές υπηρεσίες, αλλά και τη CIA, στην Επιχείρηση Κόνδορας. Πολλοί από τους στρατιωτικούς αρχηγούς που έλαβαν μέρος στον βρώμικο πόλεμο εκπαιδεύτηκαν σε σχολές με αμερικανική χρηματοδότηση, όπως οι Αργεντινοί δικτάτορες Ρομπέρτο Εντουάρντο Βιόλα (που διαδέχτηκε τον Βιντέλα τον Μάρτιο του 1981) και Λεοπόλντο Γκαλτιέρι (1981 - 1982)[23]. Αυτή η νέα δικτατορία έφερε αρχικά σταθερότητα στη χώρα και κατασκεύασε μεγάλο αριθμό σημαντικών δημοσίων έργων. Αλλά το συχνό πάγωμα μισθών και η απορρύθμιση της οικονομίας κατέληξε σε απότομη μείωση του επιπέδου ζωής και υψηλό δημόσιο χρέος[15]. Η αποβιομηχάνιση, η κατάρρευση του πέσο της Αργεντινής και η πτώση των επιτοκίων, μαζί με τη διαφθορά, τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την τελική ήττα της Αργεντινής στον πόλεμο των Φόκλαντ, οδήγησαν στην πτώση του καθεστώτος (τον Ιούνιο του 1982 ο στρατηγός Γκαλτιέρι αντικαταστάθηκε από τον ομόβαθμό του, Ρεϊνάλδο Μπινιόνε) και στις ελεύθερες εκλογές του 1983.
Δημοκρατία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η κυβέρνηση του Ραούλ Αλφονσίν (1983) ανέλαβε δράσεις για την αποκατάσταση των διωγμένων, καθιέρωσε τον πολιτικό έλεγχο στις ένοπλες δυνάμεις και εδραίωσε τους δημοκρατικούς θεσμούς. Τα μέλη των τριών δικτατοριών δικάστηκαν και καταδικάστηκαν σε ισόβια, ωστόσο με παρέμβαση του στρατού και τις πιέσεις που ασκήθηκαν, μόνο οι πρωταίτιοι τιμωρήθηκαν ενώ οι υπόλοιποι, αργότερα αμνηστεύθηκαν. Σύμφωνα με έκθεση της Εθνικής Επιτροπής για τους αγνοούμενους που δημοσιοποιήθηκε στα 1984, συνολικά 8.960 άτομα κάθε προέλευσης και φύλου "εξαφανίσθηκαν" κατά τη διάρκεια της δικτατορίας (1976 - 1983). Το δημόσιο χρέος που κληροδότησε το τελευταίο καθεστώς, άφησε την οικονομία της Αργεντινής σε κρίσιμη κατάσταση απέναντι στους ιδιώτες δανειστές και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Προτεραιότητα δόθηκε στην εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους σε βάρος των δημοσίων έργων και του εσωτερικού χρέους. Η αδυναμία του Αλφονσίν να επιλύσει τα συνεχώς διογκούμενα οικονομικά προβλήματα οδήγησαν στην απώλεια της λαϊκής στήριξης. Μετά από μία νομισματική κρίση το 1989 και τον σχεδόν δεκαπενταπλασιασμό των τιμών, η κυβέρνηση παραιτήθηκε πέντε μήνες νωρίτερα από τη θητεία της.[24]
Ο νεοεκλεγείς πρόεδρος Κάρλος Μένεμ ξεκίνησε τις διαδικασίες ιδιωτικοποιήσεων και μετά από ένα δεύτερο επεισόδιο υπερπληθωρισμού το 1990, ζήτησε τη συνδρομή του οικονομολόγου Ντομίνγκο Καβάγιο, ο οποίος επέβαλε σταθερή ισοτιμία πέσο-δολαρίου το 1991 και υιοθέτησε μακροπρόθεσμες πολιτικές αγοράς, καταργώντας τον προστατευτισμό και επιχειρηματικούς κανονισμούς, επιταχύνοντας τις ιδιωτικοποιήσεις. Αυτές οι μεταρρυθμίσεις συνέβαλαν σε σημαντικές αυξήσεις των επενδύσεων και της ανάπτυξης με σταθερές τιμές για το μεγαλύτερο διάστημα της δεκαετίας του 1990. Η σταθερή αξία του πέσο όμως μπορούσε να διατηρηθεί μόνο με τη χρήση δολαρίων στην εγχώρια αγορά, γεγονός που οδήγησε στην αύξηση του εξωτερικού χρέους. Το 1998 όμως, μία σειρά διεθνών κρίσεων στην οικονομία και η υπερεκτίμηση του πέσο προκάλεσαν σταδιακά μία εγχώρια οικονομική κρίση. Η αίσθηση της σταθερότητας και ευημερίας που επικρατούσε υποχώρησε γρήγορα και με το τέλος της θητείας του το 1999, ο Μένεμ δεν ήταν καθόλου δημοφιλής.[25]
Ο διάδοχος πρόεδρος Φερνάντο ντε λα Ρούα κληρονόμησε μειωμένη ανταγωνιστικότητα στις εξαγωγές, καθώς και χρόνια ελλείμματα. Ο κυβερνών συνασπισμός επανέφερε τον Καβάγιο στο Υπουργείο Οικονομικών, γεγονός που ερμηνεύτηκε ως μία κίνηση πανικού από τις αγορές παραγώγων. Ο Καβάγιο αναγκάστηκε να λάβει μέτρα για τα διαφυγόντα κεφάλαια και να αντιμετωπίσει την κρίση με πάγωμα των λογαριασμών. Η λαϊκή δυσφορία εντάθηκε και στις 20 Δεκεμβρίου του 2001, η Αργεντινή μπήκε στη χειρότερη θεσμική και οικονομική της κρίση από το 1890. Βίαιες διαδηλώσεις και συγκρούσεις με τις αρχές οδήγησαν σε τραυματισμούς και θανάτους. Το χαοτικό κλίμα που εντεινόταν και οι φωνές διαμαρτυρίας οδήγησαν τελικά στην παραίτηση του πρόεδρου ντε λα Ρούα.[26]
Διοικητική διαίρεση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Επαρχίες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Αργεντινή διαιρείται διοικητικά σε 23 επαρχίες (provincias) και μία αυτόνομη πόλη, την ομοσπονδιακή πρωτεύουσα του Μπουένος Άιρες (capital federal - Ciudad Autónoma de Buenos Aires).
Αν και το Μπουένος Άιρες ανακηρύχθηκε πρωτεύουσα το 1853, στην πράξη έγινε το 1880, καθώς υπήρχαν διάφορες προσπάθειες να μεταφερθεί το διοικητικό κέντρο σε άλλες πόλεις. Κατά την προεδρία του Ραούλ Αλφονσίν ρυθμίστηκε νομοθετικά η μεταφορά της ομοσπονδιακής πρωτεύουσας στη Βιέδμα, πόλη της επαρχίας Ρίο Νέγρο της Παταγονίας. Κατά τη διάρκεια εκπόνησης των μελετών όμως, οικονομικά προβλήματα προκάλεσαν την ακύρωση της προσπάθειας αυτής το 1989. Αν και η ρύθμιση δεν έχει τυπικά ακυρωθεί, παραμένει ανεφάρμοστη.
Οι επαρχίες της Αργεντινής χωρίζονται σε μικρότερες διοικητικές μονάδες που καλούνται ντεπαρταμέντος (τμήματα), που αριθμούν 376 σε όλη τη χώρα. Η επαρχία του Μπουένος Άιρες έχει 134 αντίστοιχες υποδιαιρέσεις, γνωστές με την ονομασία παρτίδος. Τα ντεπαρταμέντος και τα παρτίδος διαχωρίζονται διοικητικά στη συνέχεια σε δήμους και διαμερίσματα.
Πόλεις και μητροπολιτικές περιοχές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι κυριότερες πόλεις από άποψη πληθυσμού στην Αργεντινή είναι το Μπουένος Άιρες, η Κόρδοβα, το Ροσάριο, η Μεντόσα, το Σαν Μιγκέλ ντε Τουκουμάν, η Λα Πλάτα, η Μαρ ντελ Πλάτα, η Σάλτα, η Σάντα Φε, το Σαν Χουάν, η Ρεσιστένσια και το Νεουκέν.
Οι 25 μεγαλύτερες σε πληθυσμό μητροπολιτικές περιοχές της Αργεντινής, είναι οι εξής:
# | Πόλη | Επαρχία | Πληθυσμός | Περιοχή |
---|---|---|---|---|
1 | Μπουένος Άιρες | Πόλη & 31 παρτίδος της Επαρχίας Μπουένος Άιρες | 12.789.000 | Πάμπας |
2 | Κόρδοβα | Κόρδοβα | 1.372.000 | Πάμπας |
3 | Ροσάριο | Σάντα Φε | 1.242.000 | Πάμπας |
4 | Μεντόσα | Μεντόσα | 885.000 | Κούγιο |
5 | Σαν Μιγκέλ ντε Τουκουμάν | Τουκουμάν | 789.000 | Βορειοδυτική |
6 | Λα Πλάτα | Μπουένος Άιρες | 732.000 | Πάμπας |
7 | Μαρ ντελ Πλάτα | Μπουένος Άιρες | 604.000 | Πάμπας |
8 | Σάλτα | Σάλτα | 516.000 | Βορειοδυτική |
9 | Σάντα Φε | Σάντα Φε | 493.000 | Πάμπας |
10 | Σαν Χουάν | Σαν Χουάν | 453.000 | Κούγιο |
11 | Ρεσιστένσια | Τσάκο | 377.000 | Γκραν Τσάκο |
12 | Σαντιάγο ντελ Εστέρο | Σαντιάγο ντελ Εστέρο | 357.000 | Γκραν Τσάκο |
13 | Κορριέντες | Κορριέντες | 345.000 | Μεσοποτάμια |
14 | Μπαΐα Μπλάνκα | Μπουένος Άιρες | 304.000 | Πάμπας |
15 | Σαν Σαλβαδόρ ντε Χουχούι | Χουχούι | 298.000 | Βορειοδυτική |
16 | Ποσάδας | Μισιόνες | 287.000 | Μεσοποτάμια |
17 | Παρανά | Έντρε Ρίος | 268.000 | Μεσοποτάμια |
18 | Νεουκέν | Νεουκέν | 255.000 | Παταγονία |
19 | Φορμόσα | Φορμόσα | 229.000 | Γκραν Τσάκο |
20 | Σαν Φεντάντο ντελ Βάγιε ντε Καταμάρκα | Καταμάρκα | 196.000 | Βορειοδυτική |
21 | Σαν Λουίς | Σαν Λουίς | 192.000 | Κούγιο |
22 | Λα Ριόχα | Λα Ριόχα | 172.000 | Βορειοδυτική |
23 | Ρίο Κουάρτο | Κόρδοβα | 161.000 | Πάμπας |
24 | Κονκόρδια | Έντρε Ρίος | 148.000 | Μεσοποτάμια |
25 | Κομοδόρο Ριβαδάβια | Τσουμπούτ | 141.000 | Παταγονία |
Δημογραφικά στοιχεία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σύμφωνα με την τελευταία απογραφή (2011) του Εθνικού Ινστιτούτου Στατιστικής και Απογραφών (INDEC) της Αργεντινής, ο πληθυσμός της χώρας ανέρχεται στα 40.117.096, τρίτος σε σειρά στη Νότια Αμερική και τριακοστός πρώτος παγκόσμια. Ο πληθυσμός της είναι 47.067.641 κάτοικοι,[2] σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση για το 2024. Η πληθυσμιακή πυκνότητα εκτιμάται στους 16,9 κατοίκους ανά τετρ. χλμ., αρκετά χαμηλότερα από τη μέση τιμή των 50 κατοίκων ανά τετρ. χλμ. παγκόσμια. Η κατανομή της πληθυσμιακής πυκνότητας δεν είναι ομοιόμορφη, καθώς το Μπουένος Άιρες έχει πυκνότητα μεγαλύτερη από 14.000 κατ./τετρ. χλμ., ενώ η επαρχία Σάντα Κρους μικρότερη από 1 κατ./τετρ. χλμ. Η ηλικιακή κατανομή του πληθυσμού είναι 24,74% στις ηλικίες από 0 ως 14 ετών, 63,71% από 15-64 και 11,55% από 65 ετών και μεγαλύτερες. Ο πληθυσμός έχει αυξητικές τάσεις με ποσοστό 0,93% ανά έτος, ενώ τα ποσοστά γεννήσεων και θανάτων είναι 16,64 ανά 1.000 κατοίκους και 7,33 ανά 1.000 κατοίκους, αντίστοιχα.[27] Το προσδόκιμο ζωής στο σύνολο του πληθυσμού, σύμφωνα με εκτιμήσεις του 2019 του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας ήταν 76,6 χρόνια (73,5 χρόνια οι άνδρες και 79,5 οι γυναίκες).[28] Η Αργεντινή είναι επίσης το μόνο κράτος στη Λατινική Αμερική με εισροή μεταναστών, η οποία ανέρχεται σε 0,4 μετανάστες ανά 1.000 κατοίκους σε ετήσια βάση.
Εθνοτικές ομάδες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 85% του πληθυσμού αποτελείται από λευκούς ενώ το υπόλοιπο 15% από Ινδιάνους και άλλες φυλές.
Η Αργεντινή, όπως οι περισσότερες χώρες της Αμερικανικής ηπείρου, θεωρείται χώρα μεταναστών. Οι περισσότεροι Αργεντίνοι είναι απόγονοι Ευρωπαίων μεταναστών του 19ου και 20ου αιώνα, ενώ το 86% του πληθυσμού αυτοπροσδιορίζεται ως Ευρωπαϊκής καταγωγής. Η πλειοψηφία των μεταναστών προέρχοταν από τη Γερμανία, την Ισπανία και την Ιταλία. Περίπου 25 εκατομμύρια Αργεντίνοι (60% του πληθυσμού) δηλώνουν ότι έχουν έστω και κάποιο βαθμό ιταλικής καταγωγής. Το 8% περίπου του πληθυσμού προσδιορίζεται ως μεστίζο (mestizo), δηλαδή μιγάδες ινδιάνων με Ευρωπαίους, ενώ ένα 4% έχουν αραβική ή ανατολικοασιατική καταγωγή. Κατά την τελευταία απογραφή, περίπου 600.000 Αργεντίνοι αυτοπροσδιορίστηκαν ως αυτόχθονες ινδιάνοι. Οι εύφορες πεδιάδες της Αργεντινής και το εύκρατο κλίμα της περιοχής, είναι μεταξύ των βασικών λόγων που τα ποσοστά των κατοίκων ευρωπαϊκής καταγωγής είναι σημαντικά υψηλότερα από άλλες λατινοαμερικάνικες χώρες.
Μειονότητες και μετανάστες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά την άφιξη των Ισπανών αποίκων, περίπου 6,2 εκατ. Ευρωπαίοι μετανάστευσαν στην Αργεντινή από το μέσο του 19ου ως το μέσο του 20ου αιώνα. Τα μεγαλύτερα ποσοστά προέλευσης καταγράφονται από την Ιταλία (αρχικά από το Πεδεμόντιο, το Βένετο και τη Λομβαρδία, ενώ αργότερα από την Καμπανία και την Καλαβρία), από την Ισπανία (Γαλικία και Χώρα των Βάσκων), τη Γερμανία και τη Γαλλία. Μικρότερες, αλλά σημαντικές σε μέγεθος ομάδες μεταναστών, προέρχοταν από τη Ρωσία και την Αρμενία, την Ελλάδα, το Ισραήλ, τη Σουηδία, την Πορτογαλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιρλανδία. Αντίστοιχα, από την ανατολική και κεντρική Ευρώπη οι περισσότεροι μετανάστες είχαν προέλευση από τη Βουλγαρία, την Ουκρανία, τη Λιθουανία, την Πολωνία, την Ουγγαρία, τη Ρουμανία, την Κροατία, το Μαυροβούνιο και τη Σλοβενία. Επίσης, υπάρχει μία μεγάλη παροικία Αρμένιων, ενώ μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού στην επαρχία Τσουμπούτ είναι Ουαλικής καταγωγής.
Μικροί αλλά αυξανόμενοι αριθμοί ατόμων από την ανατολική Ασία εγκαθίστανται στην Αργεντινή, κυρίως στην πόλη του Μπουένος Άιρες. Οι πρώτοι Ασιάτες άποικοι προέρχοταν από την Ιαπωνία, ενώ υπάρχουν ακόμα ομάδες από την Κορέα, το Βιετνάμ και την Κίνα, που αριθμούν συνολικά περίπου 60.000 άτομα.
Επίσης, η πλειοψηφία της Εβραϊκής παροικίας της Αργεντινής είναι Εβραίοι Ασκενάζι, ενώ περίπου το 15-20% είναι Σεφαρδιστές, κυρίως Εβραίοι Σύροι. Η Εβραϊκή κοινότητα της Αργεντινής είναι η πέμπτη σε μέγεθος στον κόσμο.
Η Παταγονία έχει επίσης μία μοναδική κοινότητα Νοτιοαφρικάνων Μπόερς, που βρήκαν εκεί καταφύγιο μετά τον πόλεμο με την Αγγλία το 1902. Υπολογίζεται ότι περίπου 100-120 αγροτικές οικογένειες Μπόερς διαμένουν ακόμα στις περιοχές που τους δόθηκαν από τον στρατηγό Χούλιο Ρόκα.
Η Αργεντινή επίσης έχει μία μεγάλη κοινότητα Αράβων, κυρίως από μετανάστες από τη Συρία και τον Λίβανο, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι Χριστιανοί Ορθόδοξοι ή Μαρωνίτες, με μικρές κοινότητες Μωαμεθανών και Εβραίων. Αρκετοί έχουν αναδειχθεί στο κοινωνικό, επιχειρηματικό και πολιτικό σκηνικό της χώρας, όπως ο πρώην πρόεδρος Κάρλος Μένεμ, Συριακής καταγωγής.
Αν και μικρή σε πληθυσμό, η Αγγλική παροικία της Αργεντινής έχει παίξει ένα σημαντικό ρόλο στη δημιουργία του σύγχρονου κράτους, καθώς οι περισσότεροι Άγγλοι μετανάστες βρέθηκαν σε θέσεις ισχύος στους τομείς των μεταφορών, της βιομηχανίας και της γεωργίας. Οι σχέσεις μεταξύ των Άγγλων και των Αργεντινών παρέμεναν ιστορικά συγκεχυμένες, μέχρι την κατάργηση της οικονομικής επιρροής τους με τις εθνικοποιήσεις πολλών βρετανικών εταιριών από τον Χουάν Περόν τη δεκαετία του 1940, και πιο πρόσφατα με τον πόλεμο των Φόκλαντ το 1982.
Η παράνομη μετανάστευση εντοπίζεται έντονη στα πρόσφατα δημογραφικά στοιχεία της Αργεντινής. Οι περισσότεροι παράνομοι μετανάστες προέρχονται από τη Βολιβία και την Παραγουάη, μέσω των βόρειων συνόρων της χώρας, ενώ μικρότεροι αριθμοί παράνομων μεταναστών προέρχονται από το Περού, τον Ισημερινό και τη Ρουμανία. Η κυβέρνηση της Αργεντινής υπολογίζει ότι περίπου 750.000 κάτοικοι της χώρας δεν έχουν επίσημα έγγραφα, ενώ εφαρμόζει ένα πρόγραμμα με την ονομασία «Μεγάλη Πατρίδα» (Patria Grande) για να ενθαρρύνει την επισημοποίηση των παράνομων μεταναστών. Μέχρι στιγμής στο πρόγραμμα έχουν υποβληθεί περίπου 670.000 αιτήσεις.
Αστικοποίηση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο πληθυσμός της Αργεντινής παρουσιάζει μεγάλα ποσοστά αστικοποίησης, καθώς οι δέκα μεγαλύτερες μητροπολιτικές περιοχές της χώρας έχουν περίπου το μισό συνολικό πληθυσμό, ενώ το λιγότερο από το 10% ζει σε αγροτικές περιοχές. Η αυτόνομη πόλη του Μπουένος Άιρες έχει πληθυσμό περίπου 3 εκατομμυρίων, ενώ η ευρύτερη μητροπολιτική περιοχή αριθμεί 12.8 εκατ. κατοίκους, μία από τις μεγαλύτερες παγκόσμια. Οι αντίστοιχες μητροπολιτικές περιοχές των δύο επόμενων μεγάλων πόλεων της Αργεντινής, της Κόρδοβα και του Ροσάριο, αριθμούν 1.3 και 1.2 εκατ. κατοίκους, αντίστοιχα, ενώ άλλες πέντε αστικές περιοχές έχουν πληθυσμούς μεγαλύτερους του μισού εκατομμυρίου.
Οι περισσότεροι Ευρωπαίοι μετανάστες στην Αργεντινή εγκαταστάθηκαν σε πόλεις, στις οποίες έβρισκαν δουλειά, εκπαίδευση και ευκαιρίες για να ενταχθούν στη μεσαία τάξη. Πολλοί μετοίκησαν επίσης σε μικρές αναπτυσσόμενες πόλεις κατά μήκος των επεκτάσεων του σιδηροδρομικού δικτύου, ενώ από το 1930 έχει παρατηρηθεί ρεύμα μετοίκησης των αγροτών στις πόλεις.
Στη δεκαετία του 1990 πολλές επαρχιακές πόλεις σταδιακά εγκαταλείφθηκαν μετά την κατάργηση του σιδηροδρομικού δικτύου, ενώ η τοπική παραγωγή προϊόντων αντικαταστάθηκε από μαζικές εισαγωγές αντίστοιχων αγαθών. Φτωχές συνοικίες, γνωστές και ως "villas miserias", περιβάλλουν πολλές πόλεις της χώρας και επεκτάθηκαν κατά τη διάρκεια εκείνης της δεκαετίας, ενώ υπολογίζεται ότι εκεί διαβιούν περίπου 4.000.000 άνθρωποι (750.000 νοικοκυριά). Ο πληθυσμός τους αποτελείται κυρίως από εισοδήματα χαμηλής τάξης, αγροτικούς μετανάστες από τις βόρειες περιοχές, καθώς και πολλούς μετανάστες από γειτονικές χώρες που μετοίκησαν στην Αργεντινή μεταξύ του '60 και του '90. Αν και μεγάλος αριθμός αυτών των μεταναστών επαναπατρίστηκε κατά την κρίση του 2001-2002, πολλοί έχουν επιστρέψει μετά την ανάκαμψη της οικονομίας.
Πολλές αστικές περιοχές παρουσιάζουν Ευρωπαϊκά χαρακτηριστικά, αντανακλώντας την επίδραση των Ευρωπαίων μεταναστών. Οι περισσότερες πόλεις έχουν ρυμοτομία παρόμοια με το Ισπανικό ορθογωνικό σύστημα, με παράλληλους και κάθετους δρόμους να αναπτύσσονται περιμετρικά από μία κεντρική πλατεία (plaza), πάνω στην οποία συνήθως βρίσκονται ο καθεδρικός ναός και σημαντικά κυβερνητικά ή διοικητικά κτίρια. Ο γενικός σχεδιασμός της αστικής ρυμοτομίας είναι γνωστός με την ονομασία "damero" που σημαίνει σκακιέρα, καθώς είναι βασισμένος σε μία επανάληψη ορθογώνιων τετραγώνων, αν και οι σύγχρονες επεκτάσεις συχνά αποκλίνουν. Η πόλη της Λα Πλάτα που ιδρύθηκε στο τέλος του 19ου αιώνα, είναι ρυμοτομημένη με το πρότυπο damero, συμπληρωμένο με διαγώνιες λεωφόρους σε τακτές αποστάσεις, ενώ ήταν η πρώτη στη Λατινική Αμερική με ηλεκτρικό φωτισμό στους δρόμους.
Μόρφωση - Εργατικό δυναμικό
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το ποσοστό των αναλφάβητων ανέρχεται στο 2,5% (2007). Το εργατικό δυναμικό της χώρας είναι 15 εκατομμύρια (1999) από τα οποία το 5% ασχολείται με τη γεωργία, το 28% εργάζεται στη βιομηχανία και το 67% σε διάφορες άλλες υπηρεσίες, δημόσιες και μη.
Θρησκεία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η επίσημη θρησκεία του κράτους είναι η ρωμαιοκαθολική (93%) και ακολουθούν οι ευαγγελικοί με 10%, οι εβραίοι με 2% και με 6% διάφορες άλλες, μεταξύ των οποίων Σουνίτες ισλαμιστές (1,5%) και μια μεγάλη κοινότητα Μορμόνων που αριθμεί γύρω στα 330.000 μέλη. Επίσης, υπάρχουν 145.701 Μάρτυρες του Ιεχωβά[29] και 421.971 Μορμόνοι της Εκκλησίας του Ιησού Χριστού των Αγίων των Τελευταίων Ημερών[30].
Διακυβέρνηση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Δικαίωμα ψήφου στις εκλογές έχουν όσες και όσοι είναι ηλικίας 18 ετών και άνω. Η ψηφοφορία είναι υποχρεωτική.
Σήμερα, από τον Δεκέμβριο του 2023, πρόεδρος της χώρας είναι ο Χαβιέρ Μιλέι και Αντιπρόεδρος η Βικτόρια Βιλαρουέλ. Πρωθυπουργός, με την επίσημη ονομασία Αρχηγός του Συμβουλίου υπουργών της Αργεντινής, είναι ο Γκουιλέρμο Φράνκος από τον Μάιο του 2024.
Οικονομία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Αργεντινή κατέχει άφθονους φυσικούς πόρους, πληθυσμό με υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης, εξαγωγικό αγροτικό τομέα και ελαφρά διαφοροποιημένη βιομηχανική υποδομή. Αποτελεί μέλος των 20 μεγαλύτερων οικονομιών του πλανήτη (G20), με την τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της Λατινικής Αμερικής μετά από αυτές της Βραζιλίας και της Χιλής. Η οικονομία της αναπτύσσεται με υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και η χώρα κατατάσσεται στις αναπτυσσόμενες οικονομίες. Αποτελεί διαχρονικά έναν από τους μεγαλύτερους εξαγωγείς στον κόσμο. Το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ) της βασίζεται κυρίως στον τομέα των υπηρεσιών (60%), της βιομηχανίας (16%), της αγροτικής (9%) και της μεταλλευτικής παραγωγής (4%). Κύρια προβλήματα τις οικονομίας της αποτελούν ο πολύ υψηλός πληθωρισμός και οι έντονες οικονομικές ανισότητες.
Το σημερινό της νόμισμα, το Αργεντίνικο Πέσο εισήχθη το 1992, αντικαθιστώντας το Αουστράλ (1 peso = 10.000 australes), με σταθερή ισοτιμία με το Αμερικανικό δολάριο στο 1 προς 1. Ωστόσο, οι οικονομικές δυσκολίες που αντιμετώπισε στις αρχές της δεκαετίας του 2000, οι οποίες οδήγησαν στη χρεωκοπία το 2002, ανάγκασαν τη χώρα να πραγματοποιήσει υποτίμηση του νομίσματος κατά 75%.
Η εσωτερική αστάθεια και οι διεθνείς τάσεις συνέβαλαν στην παρακμή της Αργεντινής από την εξέχουσα θέση του 10ου πιο πλούσιου κράτους ανά κεφαλή το 1913, στην 36η θέση το 1998. Αν και δεν υπάρχει σχετική καταγραφή, τα συστημικά προβλήματα της χώρας περιλαμβάνουν το αυξανόμενο δημόσιο χρέος, την αβεβαιότητα του νομισματικού συστήματος, την υπερβολική γραφειοκρατία, περιορισμούς στο ελεύθερο εμπόριο, καθώς και αδύναμους νόμους σε συνδυασμό με διαφθορά. Ακόμα όμως και κατά την περίοδο της παρακμής της, από το 1930 ως το 1980, η οικονομία της Αργεντινής δημιούργησε τη μεγαλύτερη μεσαία τάξη αναλογικά στη Λατινική Αμερική. Αυτό το μέρος του πληθυσμού όμως επλήγη περισσότερο από τις διαδοχικές οικονομικές κρίσεις μεταξύ του 1981 και του 2002, όταν η σχετική ύφεση έλαβε έντονα χαρακτηριστικά.
Η οικονομία της Αργεντινής εισήλθε σε σχετικά αργούς ρυθμούς ύφεσης μετά το 1930, κατά τη μεγάλη οικονομική κρίση, και ανέκαμψε μερικά στη συνέχεια. Ασταθείς πολιτικές οδήγησαν τη χώρα σε σοβαρά προβλήματα ρευστότητας κατά τα διαστήματα 1949-52 και 1959-63, χάνοντας παράλληλα τη θέση ανάμεσα στα πλούσια κράτη σε παγκόσμιο επίπεδο, αν και η εκβιομηχάνισή της συνεχιζόταν. Μετά από μία αισιόδοξη δεκαετία, η οικονομία συνέχισε να παρακμάζει κατά τη δικτατορία μεταξύ του 1976 και του 1983, αλλά και για ένα διάστημα στη συνέχεια. Η κυβέρνηση προσπάθησε μία φιλελευθεροποίηση στην οικονομία, χωρίς όμως οργάνωση και διαφάνεια, η οποία αύξησε το δημόσιο χρέος και ανέστειλε τη βιομηχανική ανάπτυξη και την κοινωνική ανάταση. Περισσότερες από 400.000 εταιρίες όλων των μεγεθών χρεωκόπησαν μέχρι το 1982, ενώ οι πολιτικές που υιοθετήθηκαν από το 1983 ως το 2001 απέτυχαν να αναστρέψουν την κατάσταση.
Οι πληρωμές των εξωτερικών χρεών έφτασαν σε πρωτόγνωρα επίπεδα, ενώ η φοροδιαφυγή και η διαφυγή κεφαλαίων συνέβαλαν σε μία κρίση ισοζυγίου πληρωμών, που έθεσε την οικονομία σε καταστολή από το 1975 ως το 1990. Για την αντιμετώπιση της κατάστασης, ο οικονομολόγος Ντομίνγκο Καβάγιο υποτίμησε το πέσο σε σχέση με το δολάριο το 1991 και μείωσε τις χρηματικές παροχές. Το οικονομικό επιτελείο του προώθησε την απελευθέρωση του εμπορίου, την άρση του προστατευτισμού και τις ιδιωτικοποιήσεις. Ο πληθωρισμός έπεσε και το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 1/3 μέσα σε τέσσερα χρόνια. Οι εξωτερικές όμως δυσμενείς συνθήκες και η αδυναμία του συστήματος ακύρωσαν τυχόν θετικά αποτελέσματα, προκαλώντας τη σταδιακή υποβάθμιση της οικονομίας από το 1995 μέχρι την τελικής της κατάρρευση το 2001. Τη διετία 2001-02 η οικονομία της Αργεντινής παρουσίασε τη χειρότερη κατάσταση από το 1930. Το 2002, το χρέος είχε αυξηθεί, το ΑΕΠ είχε συρρικνωθεί, ενώ η ανεργία ανερχόταν στο 25%, με το πέσο να έχει υποτιμηθεί κατά 70%.
Αμέσως μετά την πτώχευση του 2002 μια σειρά από εξωστρεφείς πολιτικές και οι εξαγωγές αγαθών συνέβαλαν σε αύξηση του ΑΕΠ, μια τάση η οποία οδήγησε σε ανάπτυξη της οικονομίας της Αργεντινής με σταθερό ρυθμό 9% μέχρι το 2008 και κατά 7% το 2008. Η παγκόσμια οικονομική κρίση επηρέασε την οικονομία της χώρας, που σημείωσε ύφεση της οικονομίας κατά 0,8% το 2009, για να επανέλθει όμως σε υψηλά νούμερα ξανά το 2010 και 2011. Την πενταετία της ανάπτυξης (2003-2008) δημιουργήθηκαν στη χώρα πάνω από 5 εκατομμύρια νέες θέσεις εργασίας, υποστηρίζοντας την εσωτερική κατανάλωση και έγινε σημαντική προσπάθεια να βελτιωθεί η κατάσταση με τις έντονες κοινωνικοοικονομικές ανισότητες. Το ποσοστό αστικής φτώχειας μειώθηκε στο 18% στα μέσα του 2008, φτάνοντας το 1/3 από την εκτίμηση του 2002, αν και παρέμενε σε επίπεδα μεγαλύτερα του 1976. Το κύριο και διαχρονικό πρόβλημα της χώρας παρέμενε ο υψηλός πληθωρισμός ο οποίος, αν και επίσημα ανερχόταν στο 9% το 2006, εκτιμάτο από άλλες πηγές στο 12-15% για το ίδιο έτος, και περισσότερο από 15% το 2008.
Η Αργεντινή αντιμετώπισε την ελάττωση των ρυθμών ανάπτυξης στο πλαίσιο της διεθνούς οικονομικής κρίσης μέσω ενός πρωτοποριακού προγράμματος δημοσίων έργων της τάξης των 32 δις δολαρίων για το διάστημα 2009-10, και με νέες περικοπές φόρων της τάξης των 4 δις δολαρίων. Παράλληλα, προχώρησε στην εθνικοποίηση ιδιωτικών συνταξιοδοτικών προγραμμάτων, τα οποία απαιτούσαν οικονομικές επιβαρύνσεις, σε μία κίνηση χρηματοδότησης των εθνικών χρεών. Τον Ιούνιο του 2010 ο υπουργός Οικονομίας Αρμάντο Μπουντού ανακοίνωσε ότι η χώρα πέτυχε να επιστρέψει στον δανεισμό από τις χρηματαγορές για πρώτη φορά από το 2001, εισπράττοντας 12,1 δισ. δολάρια[31]. Η χώρα προσπάθησε με εθνικοποιήσεις μεγάλων εταιριών να προσεγγίσει νέους επενδυτές, σχέδιο που όμως, σε αρκετές περιπτώσεις δεν απέδωσε τα αναμενόμενα, εμποδίζοντας την πλήρη επάνοδο στις διεθνείς αγορές. Στις αρχές του 2013 η χώρα αντιμετώπισε μια μίνι-κρίση, που την ανάγκασε να προχωρήσει σε μέτρα όπως η εισαγωγή νέου δείκτη μέτρησης του προϋπολογισμού και σε αύξηση των επιτοκίων.
Ωστόσο, το 2014 η χώρα τέθηκε ξανά σε κατάσταση χρεωκοπίας, για δεύτερη φορά μέσα 12 χρόνια, αν και με διαφορετικούς όρους σε σχέση με την κατάσταση του 2002. Τα κερδοσκοπικά ταμεία (hedge funds) NML και Aurelious από τις ΗΠΑ, που είχαν αρνηθεί να δεχθούν την αναδιάρθρωση του χρέους της Αργεντινής μετά τη χρεοκοπία της χώρας το 2002, αφού δικαιώθηκαν δικαστικά στις ΗΠΑ, απαίτησαν την άμεση αποπληρωμή 1,3 δισ. δολαρίων σε αυτά, πετυχαίνοντας να μπλοκάρουν την αποπληρωμή δόσης ομολόγων ύψους 539 εκατομμυρίων ευρώ σε πιστωτές που είχαν συμφωνήσει με το κούρεμα ομολόγων το 2002 πριν ικανοποιηθούν τα ίδια. Οι συζητήσεις που ακολούθησαν τους μήνες μετά την απόφαση δεν οδήγησαν σε κάποιου είδους συμφωνία και στα τέλη Ιουλίου του 2014 η χώρα τέθηκε εκ νέου σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών.[32]. Ο επικεφαλής του υπουργικού συμβουλίου της χώρας, Χόρχε Κάπιτανιτς (Jorge Capitanich), δεν συμφώνησε, απορρίπτοντας τον όρο «χρεοκοπία» και αποκαλώντας ταυτόχρονα «ανίκανο» τον Αμερικανό μεσολαβητή Ντανιέλ Πόλακ[33]. Σύμφωνα με τον οικονομολόγο-καθηγητή Κ. Λαπαβίτσα «Η απόφαση της Αργεντινής να μην δεχτεί κανένα συμβιβασμό εκτός από την υποστήριξη των συμφερόντων της, είναι και μια γενναία πράξη που θα έπρεπε να υποστηριχτεί από όλους, ιδιαίτερα από τις υπερχρεωμένες χώρες της ευρωζώνης»[34].
Οικονομικοί τομείς
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Φυσικοί πόροι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Αργεντινή είναι ένας από τους μεγαλύτερους αγροτικούς παραγωγούς παγκόσμια, καταλαμβάνοντας την τρίτη θέση στην παραγωγή μελιού, σόγιας και ηλιόσπορων, ενώ είναι πέμπτη στην παραγωγή καλαμποκιού, και ενδέκατη στην παραγωγή σιταριού. Το 2007, η αγροτική παραγωγή ανέρχονταν στο 9,4% του ΑΕΠ και περίπου στο 1/3 των συνολικών εξαγωγών. Η σόγια και τα παραπροϊόντα της, κυρίως ζωοτροφές και φυτικά έλαια, αποτελούν βασικά εξαγώγιμα αγαθά, καταλαμβάνοντας το 24% του συνόλου. Το σιτάρι, το καλαμπόκι και άλλα αγρωστώδη αποτελούν το 8%. Η κτηνοτροφία αποτελεί επίσης μεγάλη βιομηχανική δύναμη, κυρίως όμως για εσωτερική κατανάλωση. Τα βοοειδή, το δέρμα και τα γαλακτοκομικά προϊόντα ανέρχονται στο 5% των συνολικών εξαγωγών. Επίσης, η εκτροφή προβάτων και το μαλλί είναι σημαντική οικονομική παράμετρος στην Παταγονία, αν και από το 1990 αυτές οι δραστηριότητες συνεχώς συρρικνώνονται.
Βιομηχανίες-Ενέργεια-Πρώτες ύλες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στην Αργεντινή υπάρχουν αρκετές βιομηχανίες, τόσο ελαφριές όπως επεξεργασίας τροφίμων, υφαντουργία κλπ, όσο και βαριές όπως μεταλλουργίας, αυτοκινήτων και επεξεργασίας χημικών και πετροχημικών.
Η παραγωγή ηλεκτρικού ανέρχεται στα 97,17 δισεκατομμύρια κιλοβάτ (2001) ενώ οι ανάγκες κυμαίνονται στα 92,12 δις κιλοβάτ. Υπάρχει εισαγωγή και εξαγωγή ηλεκτρικού της τάξεως των 7,417 δις και 5,662 δις κιλοβάτ αντίστοιχα (2001). Η παραγωγή πετρελαίου φτάνει στα 828.600 βαρέλια ανά ημέρα ενώ οι ανάγκες δεν ξεπερνούν τα 486.000 βαρ./μερα (στοιχεία 2001). Επίσης η παραγωγή φυσικού αερίου φτάνει τα 37,15 δις κυβικά τον χρόνο ενώ οι ανάγκες είναι 31,1 δις κυβικά ανά έτος (στοιχεία 2001).
Εισαγωγές-εξαγωγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η χώρα εισάγει μηχανικούς εξοπλισμούς, πλαστικά, χημικά, μηχανοκίνητα οχήματα. Οι εισαγωγές κατά το 2003 ανήλθαν στα 13,27 δις αμερικανικά δολάρια χωρίς τους φόρους. Η Αργεντινή εισάγει προϊόντα κατά κύριο λόγο από τις Βραζιλία 28,1%, Η.Π.Α 20,1% και Γερμανία 6,2%. Οι εξαγωγές της αφορούν κυρίως πρώτες ύλες και κρεατικά είδη. Το ύψος αυτών των συναλλαγών κατά το 2003 κυμάνθηκε στα 29,57 δις αμερικάνικα δολάρια χωρίς φόρους. Κύριοι συνέταιροι είναι η Βραζιλία σε ποσοστό 18,8%, η Χιλή 11,5%, οι Η.Π.Α 11,5%, η Ισπανία 4,5%, η Κίνα 4,2% και η Ολλανδία 4,1%.
Ναυτιλία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Κύριοι λιμένες της Χώρας είναι το Μπουένος Άιρες, η Μπαΐα Μπλάνκα, η Λα Πλάτα, η Ροσάριο και η Σάντα Φε. Το 1974 ο εμπορικός στόλος της αποτελούνταν από 176 πλοία συνολικής χωρητικότητας 1.256. 297 κ.ο.χ. και κατελάμβανε την 24η σειρά στον κόσμο.
Μεταφορές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η οδήγηση γίνεται στα δεξιά.
Δείτε επίσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Ο αστεροειδής 469 Αργεντινή (469 Argentina), που ανακαλύφθηκε το 1901, πήρε το όνομά του από τη μεγάλη αυτή χώρα.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ El País Argentina.gob.ar
- ↑ 2,0 2,1 «Proyecciones nacionales». Instituto Nacional de Estadística y Censos (INDEC). Νοέμβριος 2013. Ανακτήθηκε στις 30 Ιουνίου 2024.
- ↑ Población por sexo e índice de masculinidad. Superficie censada y densidad, según provincia. Total del país. Año 2010 Instituto Nacional de Estadística y Censos
- ↑ Report for Selected Countries and Subjects International Monetary Fund
- ↑ Human Development Report 2021-22: Uncertain Times, Unsettled Lives: Shaping our Future in a Transforming World (PDF). hdr.undp.org. United Nations Development Programme. 8 Σεπτεμβρίου 2022. σελίδες 272–276. ISBN 978-9-211-26451-7. Αρχειοθετήθηκε (PDF) από το πρωτότυπο στις 8 Σεπτεμβρίου 2022. Ανακτήθηκε στις 8 Σεπτεμβρίου 2022.
- ↑ Mountains of the Earth The Highest Mountain Peak on Each Continent
- ↑ Aconcagua, the highest in the Western Hemisphere
- ↑ Depressions The Lowest Surface Point on Each Continent
- ↑ SANTIAGO DEL ESTERO Αρχειοθετήθηκε 2008-07-09 στο Wayback Machine..
- ↑ «Global Argentina». National Law Center for Inter-American Free Trade. 1997. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 30 Μαρτίου 2012.
- ↑ "Βραζιλία, Αργεντινή, Ουρουγουάη, Παραγουάη", ταξιδιωτική έκδοση "Versus Travel", Αθήνα, 2007, σελ. 70-80
- ↑ Pro Diversitas, La guerra contra el Paraguay por Eduardo Galeano, 2005
- ↑ Carlos A. Floria and César A. García Belsunce, 1971. Historia de los Argentinos I and II; ISBN 84-599-5081-6.
- ↑ «Argentina Desert War 1879-1880». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Ιανουαρίου 2011. Ανακτήθηκε στις 12 Απριλίου 2009.
- ↑ 15,0 15,1 15,2 15,3 Lewis, Paul. The Crisis of Argentine Capitalism. Univ. of North Carolina Press, 1990.
- ↑ Todo Argentina: Perón (Ισπανικά)
- ↑ Barnes, John. Evita, First Lady: A Biography of Eva Perón. New York: Grove Press, 1978.
- ↑ Συγκρούσεις σε Βενεζουέλα-Αργεντινή, Ιστορικό Λεύκωμα 1962, σελ. 99, Καθημερινή (1997)
- ↑ Χορός πραξικοπημάτων, Ιστορικό Λεύκωμα 1966, σελ. 114-115, Καθημερινή (1997)
- ↑ Ένα ακόμη πραξικόπημα στην Αργεντινή, Ιστορικό Λεύκωμα 1970, σελ. 122-125, Καθημερινή (1998)
- ↑ Rock, David. Argentina, 1516-1982. University of California Press, 1987.
- ↑ Nancy Scheper-Hughes. Child Survival: Anthropological Perspectives on the Treatment and Maltreatment of Children.
- ↑ Andersen, Martin. Dossier Secreto. Westview Press, 1993.
- ↑ Todo Argentina: Alfonsín (Ισπανικά)
- ↑ Todo Argentina: Menem (Ισπανικά)
- ↑ Todo Argentina: de la Rúa (Ισπανικά)
- ↑ «CIA World Fact Book». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Αυγούστου 2008. Ανακτήθηκε στις 8 Ιανουαρίου 2009.
- ↑ Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, Προσδόκιμο ζωής και υγιές προσδόκιμο ζωής, Δεδομένα ανά χώρα
- ↑ Βιβλίο Έτους των Μαρτύρων του Ιεχωβά 2014, Watch Tower Bible And Tract Society of Pennsylvania, σελ. 178
- ↑ "Facts and Statistics", mormonnewsroom.org
- ↑ in.gr, Επιστροφή στις χρηματαγορές για δανεισμό πέτυχε η Αργεντινή για πρώτη φορά μετά το 2001, 23-6-2010.
- ↑ «Χρεοκοπεί ξανά η Αργεντινή». tvxs.gr. 31 Ιουλίου 2014. http://tvxs.gr/news/kosmos/se-xreokopia-odigeitai-i-argentini. Ανακτήθηκε στις 31 Ιουλίου 2014.
- ↑ «Αργεντινή: Μετά την «χρεοκοπία»». Naftemporiki.gr. 31 Ιουλίου 2014. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2014-08-03. https://web.archive.org/web/20140803203429/http://www.naftemporiki.gr/video/838720/argentini-meta-tin-xreokopia. Ανακτήθηκε στις 31 Ιουλίου 2014.
- ↑ «Αλήθειες και ψέματα για τη χρεοκοπία της Αργεντινής». The Press Project. 31 Ιουλίου 2014. http://www.thepressproject.gr/article/66275/Alitheies-kai-psemata-gia-ti-xreokopia-tis-Argentinis. Ανακτήθηκε στις 31 Ιουλίου 2014.