Λατίνοι
Οι Λατίνοι (Λατινικά: Latini) ήταν αρχαίος λαός της Ιταλίας που ζούσαν στην περιοχή του Λατίου. Ζούσαν σε ανεξάρτητες πόλεις-κράτη αλλά είχαν κοινή γλώσσα, θρησκεία και λάτρευαν από κοινού τον Λατίνο σε ετήσια γιορτή. Πίστευαν ότι ήταν απόγονοι του Λατίνου γιου του Αινεία, επίσης είχαν εμπορικές σχέσεις μεταξύ τους. Ένα από τα λατινικά κράτη, η Ρώμη, το 341 π.Χ. άρχισε σταδιακά να προσαρτά τα υπόλοιπα λατινικά πόλεις-κράτη δίνοντας τους ρωμαϊκή υπηκοότητα και ισονομία. Στην Βυζαντινή αυτοκρατορία Λατίνοι αποκαλούνταν όλοι οι δυτικοευρωπαίοι.
Θεωρίες καταγωγής
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι Λατίνοι ανήκαν στις Ιταλικές φυλές που μιλούσαν τις Ινδοευρωπαϊκές γλώσσες με επίκεντρο την κεντρική Ιταλία, όταν ξεκίνησε η Εποχή του Σιδήρου (900 π.Χ.). Η πιο αποδεκτή θεωρία είναι ότι οι Λατίνοι και οι πρώτο-Ιταλικές φυλές εγκαταστάθηκαν στην μετέπειτα Εποχή του Χαλκού σαν Πολιτισμός της Πρώτο-Βιλανόβα, τμήμα του πανευρωπαικού πολιτισμού των Τεφροδόχων.[1][2] Σημαντικοί ιστορικοί όπως η Μαρίγια Γκιμπούτας είδαν μεγάλες ομοιότητες των πρώτο-Βιλανόβα με τους Τεφροδόχους σε άλλες Ευρωπαϊκές περιοχές την Βαυαρία, την Άνω Αυστρία και την μέση κοιλάδα του Δούναβη.[3][4][5] Ο Ντέιβιντ Άντονυ θεωρεί ότι οι πρώτο-Λατίνοι κατάγονταν από την ανατολική Ουγγαρία την ίδια εποχή που βρισκόταν σε ακμή ο Πολιτισμός Γιαμνάγια (3100 π.Χ.).[6][7] Ο Κρίστιαν Κρίστιανσεν σχετίζει με την σειρά του τους πρώτο-Βιλανόβα με αντίστοιχους πολιτισμούς στην Μοραβία και την Αυστρία.[8] Τους πρώτο-Βιλανόβα θα ακολουθήσουν ο Πολιτισμός του Λατίου, ο Πολιτισμός της Έστε και ο Πολιτισμός της Βιλανόβα. Οι νεότεροι πολιτισμοί θα εισάγουν την χρήση του σιδήρου στην Ιταλική χερσόνησο από την Κεντρική Ευρώπη όπου βρισκόταν ο Πολιτισμός των Τεφροδόχων (1300-750 π.Χ.) και ο διάδοχος του Πολιτισμός Χάλστατ.[9]
Ο σύγχρονος Πολιτισμός του Κανεγκράτε, στην Κόμο την βορειότερη Ιταλία που αναμείχθηκε με τους Λίγυρες είναι τυπικό παράδειγμα του Πολιτισμού του Χάλστατ σε λαούς που μιλούσαν Κέλτικες γλώσσες.[10][11][12][13] Πολλοί συγγραφείς διαβεβαιώνουν ότι ο πανευρωπαικός Πολιτισμός του Λάγυνου είναι η κοιτίδα των δυτικών Ινδο-Ευρωπαικών φυλών που χωρίστηκαν κατόπιν σε Κέλτες, Γερμανούς, Ιταλούς και Σλάβους.[14][15] Οι πληθυσμοί αυτοί κατάγονταν από τους προ-πρώτο-Ινδοευρωπαίους των Γιαμνάγια που χωρίστηκαν σε προ-Κέλτες, προ-Γερμανούς, προ-Ιταλούς και πρώτο-Ινδοευρωπαίους.[6][16][17] Πέρα από τις αρχαιολογικές ενδείξεις οι μεταναστεύσεις πληθυσμών στην χερσόνησο περιλαμβάνουν πολλούς λαούς με διαφορετικά χαρακτηριστικά και γλώσσες. Το πρώτο κύμα ήταν οι "δυτικές ανατολικές ομάδες", ακολούθησαν οι ανατολικές ομάδες που ήταν οι Ομβρικοί και οι Οσκικοί.
Το ζήτημα των Ετρούσκων
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι δυτικές διάλεκτοι ήταν σε ακμή σε μεμονωμένες περιοχές, αντίθετα οι ανατολικές σε μεγάλα τμήματα στην κεντρική και νότια Ιταλία.[18] Δεν είναι γνωστές οι χρονολογίες μετανάστευσης, οι Ετρούσκοι μη Ίνδο-Ευρωπαίοι σχετίζονταν με πληθυσμούς που μιλούσαν την Ραιτική γλώσσα στις Άλπεις. Άλλα παραδείγματα μη Ινδο-Ευρωπαίων στην Ιταλία ήταν όσοι μιλούσαν την Καμουνική γλώσσα και την Παλαιοσαρδηνική γλώσσα. Άλλοι ιστορικοί θεωρούν ότι η Ετρουσκική γλώσσα ήταν παλιότερη πριν την άφιξη των πρώτο-Ινδοευρωπαίων και άλλοι ότι εισήχθη αργότερα από Έλληνες μετανάστες.[1][19] Ο Έλληνας ιστορικός Ηρόδοτος έγραψε ότι οι Ετρούσκοι ήρθαν στην κεντρική Ιταλία από την Λυδία στην Μικρά Ασία, οι Λυδοί ωστόσο μιλούσαν μια διαφορετική διάλεκτο.[20] Περισσότερες ενδείξεις για την καταγωγή των Ετρούσκων από την Μικρά Ασία βρέθηκαν σε μια στήλη που προέρχεται από την νήσο Λήμνος στο Αιγαίο Πέλαγος, γραμμένη στην Λημνιακή γλώσσα. Η Λημνιακή γλώσσα έφτασε στο νησί την μετέπειτα Εποχή του Χαλκού όταν Μυκηναίοι ηγεμόνες χρησιμοποιούσαν μισθοφόρους από την Σικελία, την Σαρδηνία και άλλες περιοχές της Ιταλικής χερσονήσου.[21] Μερικοί ιστορικοί θεωρούν ότι η ύπαρξη της Ετρουσκικής γλώσσας στην Λήμνο οφείλεται σε Ετρούσκους τυχοδιώκτες που έφτασαν στο νησί από την Δύση πριν το 700 π.Χ.[22]
Τα αρχαιολογικά ευρήματα δεν έχουν παρουσιάσει εισβολή ή μαζική μετανάστευση από την Ανατολή στην κεντρική Ιταλική χερσόνησο σε βαθμό που θα επιβάλει μια νέα γλώσσα.[22][23] Στα τέλη της Εποχής του Χαλκού και στις αρχές της Εποχής του Σιδήρου πολλές Ευρωπαϊκές περιοχές του Πολιτισμού των Τεφροδόχων και των διαδόχων τους Χάλστατ είχαν ασπαστεί την Ελληνική τέχνη όπως οι Ετρούσκοι, αυτό οφειλόταν στο εμπόριο και όχι την μετανάστευση.[23] Οι γενετικές μελέτες στο DNA των Ετρούσκων δεν έδειξαν γενετική καταγωγές από τα ανατολικά αλλά αυτόχθονη.[24][25][26] Μια μελέτη του Στάνφορντ (2019) που ανέλυσε το γενετικό υλικό των κατοίκων γύρω από την Ρώμη κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι Ετρούσκοι έχουν όμοιο γενετικό υλικό με τους Λατίνους.[27] Ο Βρετανός αρχαιολόγος Φιλ Πέρκινς κατέληξε "όλες οι γενετικές μελέτες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι Ετρούσκοι είναι αυτόχθονες στην κεντρική Ιταλία".[28][29]
Υλικός πολιτισμός
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η αρχαιότερη επιγραφή η οποία καταγράφεται στην Λατινική γλώσσα φαίνεται ότι ήταν η "μελανή λίθος" που ανακαλύφθηκε στο Ρωμαϊκό Φόρουμ (1899), χρονολογείται γύρω στο 600 π.Χ.[30] Το κείμενο γραμμένο σε Αρχαϊκά Λατινικά δείχνει ότι οι Ρωμαίοι παρέμειναν Λατινόφωνοι τόσο στην γλώσσα όσο και στον πολιτισμό. Οι βασιλείς της Ρώμης που καταγράφονται εκείνη την εποχή δεν ήταν μυθικοί αλλά ιστορικά πρόσωπα. Δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι το Λάτιο φιλοξενούσε μόνιμους οικισμούς στην Εποχή του Χαλκού, σύμφωνα με τις επιγραφές ωστόσο ζούσαν στην περιοχή κτηνοτρόφοι.[31] Οι Λατίνοι κατέλαβαν αρχικά το Παλαιό Λάτιο, πιθανότατα μετά το 1000 π.Χ. Οι πρώτοι Λατίνοι μετανάστες συγκεντρώθηκαν στους χαμηλούς λόφους που επεκτείνονταν από την κεντρική οροσειρά των Απεννίνων μέχρι την παραθαλάσσια πεδιάδα. Η τοποθεσία που εγκαταστάθηκαν πήρε το όνομα Αλβανοί Λόφοι, ένα οροπέδιο περίπου 20 χιλιόμετρα από την Ρώμη που περιείχε ηφαίστεια και 5 λίμνες, είχαν τον ρόλο μιας υδροδοτούμενης βάσης.[32] Οι λόφοι που βρίσκονταν στην πλευρά της Ρώμης όπως ο Παλατίνος λόφος, ο Καπιτωλίνος λόφος και ο Κυρινάλιος λόφος φιλοξενούσαν οικισμούς από τα αρχικά στάδια.[33] Οι Λατίνοι μετά το 1000 π.Χ. διαφοροποιήθηκαν από τους υπόλοιπους Οσκο-Ουμβρικούς πληθυσμούς.[32] Οι Λατίνοι ασπάστηκαν τον Λατινικό πολιτισμό στην Κοιλάδα του Πάδου, οι Οσκο-Ούμβριοι αντίθετα ακολούθησαν τους Ετρούσκους. Η σημαντικότερη διαφορά του Λατινικού πολιτισμού ήταν οι τεφροδόχοι με το σχήμα καλύβας.
Στην Α΄ φάση του Λατινικού πολιτισμού (1000 π.Χ.-900 π.Χ.) οι τεφροδόχοι με την μορφή καλύβας εμφανίστηκαν σποραδικά, στην Β΄ φάση (900-770 π.Χ.) έγιναν μόνιμοι.[34] Οι τεφροδόχοι παριστάνουν τις καλύβες που ζούσαν οι απλοί αγρότες της εποχής, τείχη με βέργες και λάσπη και ψάθινες στέγες στηριγμένες σε ξύλινους στύλους. Οι καλύβες αυτές παρέμειναν η βασική μορφή της Λατινικής αγροτικής κατοικίας μέχρι το 650 π.Χ.[35] Το πιο διάσημο παράδειγμα ήταν η "κατοικία του Ρωμύλου" στην νότια πλαγιά του Παλατίνου Λόφου που υποτίθεται ότι οικοδόμησε ο μυθικός ιδρυτής της Ρώμης Ρωμύλος, η καλύβα αυτή είχε επιζήσει και την εποχή που έγινε αυτοκράτορας ο Οκταβιανός Αύγουστος.[36][37] Από το 650 π.Χ. ξεκίνησε μια μορφή αστικοποίησης και δημιουργήθηκαν οι Λατινικές πόλεις-κράτη. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η Ρώμη, διάσπαρτοι αγροτικοί οικισμοί που κατόπιν γίνονται ενιαία πόλη με την ίδρυση του Φόρουμ (625 π.Χ.)
Θρησκεία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σύμφωνα με την θεωρία του Κουργκάν οι πρώτοι Ινδο-Ευρωπαίοι κατάγονται από την Ευρασιατική στέπα, η διαβίωση τους στηρίχτηκε στα άλογα και την κτηνοτροφία. Στις ιστορικές περιόδους διατήρησαν την ίδια μορφή, έμειναν γνωστοί με εθνοτικά ονόματα όπως Σκύθες, Σαρμάτες και Αλανοί, λαοί που η γλώσσα τους προερχόταν από τον Ινδο-Ευρωπαικό κλάδο. Η κοινωνία ήταν αυστηρά πατρογονική, η καταγωγή οριζόταν από την οικογένεια του πατέρα, η γυναίκα δεν υπολογιζόταν στην καταγωγή της οικογένειας, την ίδια κατάσταση βρίσκουμε και στην Ρωμαϊκή κοινωνία. Ο υπέρτατος θεός ήταν ο "Θεός-ήλιος" ή "πατέρας-ήλιος", από αυτόν προερχόταν ο ύπατος Λατίνος θεός Γιούπιτερ, λατρευόταν σαν θεός της βροντής και του κεραυνού.[38] Η διαβίωση τους συνδέθηκε με την οικογενειακή εστία που συμβολίστηκε με την φωτιά, από αυτή προήλθε η κορυφαία πανάρχαια θρησκεία ο Ζωροαστρισμός. Οι Ρωμαίοι λάτρευαν την ιερή φωτιά στον ναό της Βέστας, ήταν συμβολικά ο μόνος ναός που ήταν στρογγυλός και όχι τετράγωνος όπως οι υπόλοιποι.[39] Η νομαδική ζωή επικεντρώθηκε στα άλογα, η θυσία του αλόγου γινόταν μόνο στην στέψη των βασιλέων σαν ευλογία. Μετά την θυσία ακολουθούσε μια συμβολική ένωση του νεκρού ζώου με την βασίλισσα, στην συνέχεια τεμαχιζόταν και μοιραζόταν στο πλήθος. Οι Ρωμαίοι ακολούθησαν την ίδια τακτική, ένα από τα άλογα των νικητών των αγώνων θυσιαζόταν στον θεό του πολέμου Μαρς, το κεφάλι του κοβόταν και η ουρά του κρεμόταν στα παλιά Ρωμαϊκά βασιλικά ανάκτορα.[39] Το σύμβολο της Σβάστικας ή ο Αγγυλωτός Σταυρός χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα από τους Ινδο-Ευρωπαικούς πληθυσμούς. Η προέλευση του συμβόλου εντοπίζεται στον Πολιτισμό του Βίντσα που είχε ακμάσει την Εποχή του Λίθου (5500 π.Χ.-4500 π.Χ.) στα Βαλκάνια. Το σύμβολο που χρησιμοποιούσαν σίγουρα οι προ-Ινδοευρωπαίοι μεταδόθηκε και στους Ινδο-Ευρωπαίους, συμβόλιζε τον υπέρτατο Θεό-ήλιο ή τον Θεό Ουρανό. Οι Ρωμαίοι μόνο περιστασιακά τον ταύτιζαν με τον Γιούπιτερ, το έκαναν ωστόσο έντονα οι Γαλάτες που ζούσαν στην Γαλλία με αμέτρητες επιγραφές.[40] Όταν ο Χριστιανισμός αντικατέστησε τον Παγανισμό (4ος αιώνα μ.Χ.) έγινε το σύμβολο του Σύμπαντος και της αιώνιας ζωής.
Λατρεία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι Λατινικές πόλεις-κράτη παρά τους σκληρούς εμφύλιους πολέμους διατήρησαν κλειστές λατρευτικές σχέσεις σε όλη την διάρκεια της ιστορίας τους. Η σημαντικότερη από αυτές ήταν το "Λατινικό Φεστιβάλ", εορταζόταν κάθε χειμώνα στο ηφαίστειο που βρισκόταν στο λατρευτικό Όρος Άλβανον. Οι εορτές κλιμακώνονταν με μιά σειρά από θυσίες στον "Γιούπιτερ του Λατίου", το κρέας των θυσιασμένων ζώων μοιραζόταν στο πλήθος. Οι τελετές έπρεπε να γίνουν με μεγάλη ακρίβεια, σε περίπτωση λάθους η τελετή επαναλαμβανόταν από την αρχή. Οι τελετές συνεχίστηκαν με ευλάβεια και στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορική ηγεμονία. Ο ιστορικός Τίτος Λίβιος έγραψε (20 μ.Χ.) ότι η καταστροφική ήττα από τον Αννίβα στην Μάχη της λίμνης Τρασιμένης (217 π.Χ.) χρεώνεται στην απροθυμία των Λατίνων να ενωθούν με τον στρατό του Υπάτου Γάιου Φλαμίνιου στο Αρέτσο επειδή δεν παραβρέθηκε στο "Λατινικό φεστιβάλ".[41] Οι τελετές λατρείας ήταν δημόσιες και γινόντουσαν στο ιερό της Ντιάνας στην Αρίτσια. Σε ένα χαμένο θραύσμα από το έργο "Καταγωγές του Κάτωνα" αναφέρεται ότι την εορτή την καθιέρωσαν Λατινικές φυλές περί το 500 π.Χ. υπό την ηγεσία του δικτάτορα του Τούσκουλου.[42] Ο Κορνέλ με την σειρά του εγγυάται ότι τον ναό της Ντιάνας ίδρυσε ο Ρωμαίος βασιλιάς Σέρβιος Τύλλιος στον Αβεντίνο Λόφο της Ρώμης, έγινε Λατινικό ιερό έξω από τα όρια της πόλης.[43] Υπήρχε άλλο ένα ιερό στο Λαβίνιο αφιερωμένο στους πανάρχαιους οικιακούς θεούς Πενάτες. Ο Κορνέλ καταγράφει ότι "το ιερό των 13 βωμών" που ανακάλυψαν την δεκαετία του 1960 στο Λαβίνιο ήταν αφιερωμένο στους Πενάτες. Οι βωμοί διαφέρουν σε στυλ και ημερομηνία, αυτό δείχνει ότι οικοδομήθηκαν από διαφορετικές πόλεις-κράτη.[44]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 Cornell 1995, σ. 44
- ↑ Encyclopædia Britannica Latium
- ↑ M.Gimbutas - Bronze Age Cultures in Central and Eastern Europe σσ. 339-345
- ↑ John M. Coles - The Bronze Age in Europe: An Introduction to the Prehistory of Europe C. 2000–700 BC, σσ. 422
- ↑ Massimo Pallottino-Etruscologia σ. 40
- ↑ 6,0 6,1 David W. Anthony - The Horse, The Wheel and Language σ. 344
- ↑ David W. Anthony - The Horse, The Wheel and Language σ. 367
- ↑ K. Kristiansen - Europe Before History σ. 388
- ↑ https://www.britannica.com/topic/Villanovan-culture
- ↑ Chadwick, Nora (1970). The Celts. σ. 30
- ↑ Kruta, Venceslas (1991). The Celts. Thames and Hudson. σσ. 89–102
- ↑ Stifter, David (2008). Old Celtic Languages - Addenda. σ. 25
- ↑ Alfons Semler, Überlingen: Bilder aus der Geschichte einer kleinen Reichsstadt,Oberbadische Verlag, Singen, 1949, σσ. 11–17
- ↑ "Almagro-Gorbea - La lengua de los Celtas y otros pueblos indoeuropeos de la península ibérica", 2001 p.95. In Almagro-Gorbea, M., Mariné, M. and Álvarez-Sanchís, J. R. (eds) Celtas y Vettones, σσ. 115-121
- ↑ J.P. Mallory, 'The Indo-Europeanization of Atlantic Europe', in Celtic From the West 2: Rethinking the Bronze Age and the Arrival of Indo-European in Atlantic Europe, eds J. T. Koch and B. Cunliffe (Oxford, 2013), σσ. 17-40
- ↑ Cornell 1995, σσ. 31-34
- ↑ Cornell 1995, σ. 41
- ↑ Cornell 1995, σ. 42
- ↑ Haarmann, Harald (2014). "Ethnicity and Language in the Ancient Mediterranean". In McInerney, Jeremy (ed.). A Companion to Ethnicity in the Ancient Mediterranean. Chichester, UK: John Wiley & Sons, Inc
- ↑ Ηρόδοτος, "Ηροδότου Ιστορίαι", Α΄, 94
- ↑ https://www.talanta.nl/wp-content/uploads/2014/08/TAL-40-412008-2009-pag-151-172-DeLigt.pdf
- ↑ 22,0 22,1 Wallace, Rex E. (2010). "Italy, Languages of". In Gagarin, Michael (ed.). The Oxford Encyclopedia of Ancient Greece and Rome. Oxford, UK: Oxford University Press. σσ. 97–102
- ↑ 23,0 23,1 Cornell 1995, σ. 47
- ↑ Ghirotto S, Tassi F, Fumagalli E, Colonna V, Sandionigi A, Lari M, et al. (2013). "Origins and Evolution of the Etruscans' mtDNA"
- ↑ Tassi F, Ghirotto S, Caramelli D, Barbujani G, et al. (2013). "Genetic evidence does not support an Etruscan origin in Anatolia". American Journal of Physical Anthropology. 152 (1): 11–18
- ↑ Leonardi, Michela; Sandionigi, Anna; Conzato, Annalisa; Lari, Martina; Tassi, Francesca (2018). "The female ancestor's tale: Long‐term matrilineal continuity in a nonisolated region of Tuscany". American Journal of Physical Anthropology. 167 (3): 497–506
- ↑ Antonio, Margaret L.; Gao, Ziyue; M. Moots, Hannah (2019). "Ancient Rome: A genetic crossroads of Europe and the Mediterranean". Science. Washington D.C.: American Association for the Advancement of Science (published November 8, 2019). 366 (6466): 708–714
- ↑ Perkins, Phil (2017). "Chapter 8: DNA and Etruscan identity". In Naso, Alessandro (ed.). Etruscology. Berlin: De Gruyter. σσ. 109–18
- ↑ Perkins, Phil (2009). "DNA and Etruscan identity". In Perkins, Phil; Swaddling, Judith (eds.). Etruscan by Definition: Papers in Honour of Sybille Haynes. London: The British Museum Research Publications. σσ. 95–111
- ↑ Cornell 1995, σσ. 94-95
- ↑ Cornell 1995, σ. 32
- ↑ 32,0 32,1 Britannica Latium
- ↑ Cornell 1995, σσ. 54-55
- ↑ Cornell 1995, σ. 51
- ↑ Cornell 1995, σ. 57
- ↑ Dionysius I.79
- ↑ Dio XLVIII.43
- ↑ Fortson 2010, σσ. 25,26
- ↑ 39,0 39,1 Fortson 2010, σ. 27
- ↑ Green, Miranda (1989). Symbol and Image in Celtic Religious Art. σ. 166
- ↑ Τίτος Λίβιος, Ab Urbe Condita XXI.63
- ↑ Cornell 1995, σ. 297
- ↑ Cornell 1995, σ. 295
- ↑ Cornell 1995, σ. 109
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Alföldi, Andreas (1966): Early Rome and the Latins
- Antonio, Margaret L.; et al. (November 8, 2019). "Ancient Rome: A genetic crossroads of Europe and the Mediterranean". Science. American Association for the Advancement of Science. 366 (6466): 708–714.
- Cornell, T. J. (1995). The Beginnings of Rome.
- Encyclopædia Britannica 15th Ed. (1995): Micropædia: "Latium"
- Fortson, Benjamin W. (2010). Indo-European Language and Culture.
- Georgiev, Vladimir I. (1979). La Lingua e l'Origine degli Etruschi.
- Wade, Lizzie (November 8, 2019). "Immigrants from the Middle East shaped Rome". Science. American Association for the Advancement of Science. 366 (6466): 673.
- Barker, Graeme. Landscape and Society: Prehistoric Central Italy. London: Academic Press, 1981.
- Bietti Sestieri, Anna Maria, Ellen Macnamara, and Duncan R Hook. Prehistoric Metal Artefacts From Italy (3500-720BC)In the British Museum. London: British Museum, 2007.
- Bradley, Guy Jolyon, Elena Isayev, and Corinna Riva. Ancient Italy: Regions without Boundaries. Exeter, UK: University of Exeter Press, 2007.
- Brown, A. C. Ancient Italy before the Romans. Oxford: Ashmolean Museum, 1980.
- Forsythe, Gary. A Critical History of Early Rome: From Prehistory to the First Punic War. Berkeley: University of California Press, 2005.
- Ridgway, David. Ancient Italy In Its Mediterranean Setting: Studies In Honour of Ellen Macnamara. London: Accordia Research Institute, University of London, 2000.
- Whitehouse, Ruth. Underground Religion: Cult and Culture In Prehistoric Italy. London: Accordia Research Centre, University of London, 1992.