Μικρασιατική εκστρατεία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μικρασιατική Εκστρατεία
Μέρος του τουρκικού πολέμου της ανεξαρτησίας
Έφοδος Ελληνικού Πεζικού κοντά στον ποταμό Ερμό κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία
ΧρονολογίαΜάιος 1919 – Οκτώβριος 1922
ΤόποςΔυτική Μικρά Ασία
ΈκβασηΤουρκική νίκη
Παραχωρήσεις
που δώθηκαν
Κίνημα της 11ης Σεπτεμβρίου 1922
Συνθήκη της Λωζάνης
• Ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ των δύο χωρών
• Τερματισμός της Ελληνικής παρουσίας στη Μικρά Ασία
• Εδάφη που είχαν αρχικά παραχωρηθεί στην Ελλάδα από την Οθωμανική Αυτοκρατορία ενσωματώθηκαν στη Δημοκρατία της Τουρκίας
Αντιμαχόμενοι
Ηγετικά πρόσωπα
Απολογισμός
Τακτικός στρατός:
9,167 νεκροί[6]
2,474 νεκροί εκτός μάχης ή από τραύματα[6]
11,150 αγνοούμενοι
31,097 τραυματίες[6]
6,522 αιχμάλωτοι[7][σημ. 3]
Τακτικός στρατός:
19,362 νεκροί[8]
4,878 νεκροί εκτός μάχης ή από τραύματα
18,095 αγνοούμενοι
48,880 τραυματίες
10,000 αιχμάλωτοι[σημ. 4]
Άμαχοι (ελληνικής καταγωγής):
264,000 νεκροί[9]
Σημειώσεις:
  1. Η Τουρκική Μεγάλη Εθνοσυνέλευση ξεκίνησε το 1920.
  2. Ο Οθωμανικός στρατός (Κουβά-ι μιλιέ) λειτούργησε ανεξάρτητα μεταξύ 1919–1920 μέχρι να τεθεί υπό τον έλεγχο της Τουρκικής Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης.
  3. Ahmet Özdemir (1990), Savaş esirlerinin Milli mücadeledeki yeri (2,6 έκδοση), Πανεπιστήμιο Άγκυρας, Türk İnkılap Tarihi Enstitüsü Atatürk Yolu Dergisi, σελ. 328–332, http://dergiler.ankara.edu.tr/dergiler/45/783/10069.pdf : Η Ελλάδα πήρε 22.071 στρατιωτικούς και πολίτες αιχμάλωτους. Από αυτούς 520 ήταν αξιωματικοί και 6.002 στρατιώτες. Το 1923, κατά τη διάρκεια της ανταλλαγής αιχμαλώτων, 329 αξιωματικοί, 6.002 στρατιώτες και 9.410 πολίτες αιχμάλωτοι επέστρεψαν στην Τουρκία. Οι υπόλοιποι 6.330, κυρίως πολίτες κρατούμενοι, προφανώς πέθαναν σε αιχμαλωσία.
  4. Σειρά Μεγάλες Μάχες: Μικρασιατική Καταστροφή (Νο 8), συλλογική εργασία, έκδοση περιοδικού Στρατιωτική Ιστορία, Αθήνα: Εκδόσεις Περισκόπιο, Νοέμβριος 2002, σελ. 62–64 : Σύμφωνα με τουρκικές πηγές ελήφθησαν αιχμάλωτοι 20.826 Έλληνες. Από αυτούς περίπου 10.000 έφθασαν στην Ελλάδα κατά την ανταλλαγή αιχμαλώτων το 1923. Οι υπόλοιποι πιθανώς πέθαναν σε αιχμαλωσία και θα έπρεπε να περιλαμβάνονται μεταξύ των αγνοουμένων ή αυτών που έχασαν τη ζωή τους κατά τη διάρκεια του πολέμου.

Η Μικρασιατική Εκστρατεία, γνωστή διεθνώς ως Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1919–1922 και στην Τουρκία ως Kurtuluş Savaşı Batı Cephesi (Δυτικό Μέτωπο του τουρκικού πολέμου της Ανεξαρτησίας) ήταν μια σειρά στρατιωτικών γεγονότων, που συνέβησαν κατά το διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μεταξύ Μαΐου 1919 και Οκτωβρίου 1922. Ο πόλεμος διεξήχθη μεταξύ της Ελλάδας και του Τουρκικού Εθνικού Κινήματος, που θα ίδρυε αργότερα τη Δημοκρατία της Τουρκίας.

Σύνοψη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο επονομαζόμενος Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1919–1922, ονομάστηκε έτσι από το γενικευμένο πόλεμο των Συμμάχων κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κατά τον οποίο και ενεπλάκη η Ελλάδα στη λεγόμενη Μικρασιατική εκστρατεία. Είναι επίσης γνωστός και ως Πόλεμος της Μικράς Ασίας, και για την Τουρκία αποτελεί κομμάτι του Τούρκικου πολέμου της Ανεξαρτησίας από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις κατοχής (Βρετανία, Γαλλία, Ιταλία, θεωρούμενη ομοίως και η Ελλάδα), όπως και εναντίον των πιστών στο σουλτάνο, τακτικών οθωμανικών στρατευμάτων.

Το 1919, ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας Ελευθέριος Βενιζέλος και η κυβέρνησή του, έχοντας την υποστήριξη των νικητών Άγγλων και Γάλλων του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου [παρά τις αμφιβολίες των στρατιωτικών τους επιτελείων για την ελληνική απόβαση, π.χ. ο στρατάρχης Χένρι Ουίλσον του είπε "κατέστρεψες τη χώρα σου" ή τις εκτιμήσεις των επιτελείων -Τσόρτσιλ, υπόμνημα Φος- που σε γενικές γραμμές υπολόγιζαν ότι ο έλεγχος της Μικράς Ασίας απαιτούσε στρατό 600,000 ανδρών] διέταξε την απόβαση ελληνικών στρατευμάτων στην Μικρά Ασία με συμμαχική «εντολή» την αποκατάσταση της ειρήνης και της τάξης, καθώς και την προστασία όλου του χριστιανικού (και όχι μόνο) πληθυσμού από αυθαιρεσίες. Η Ελλάδα στην ουσία προσδοκούσε την επικείμενη συνθήκη ειρήνης επί των ηττημένων Τούρκων. Και μπορεί μεν ο τελικός στόχος των Ελλήνων να ήταν η προσάρτηση περιοχών της Μικράς Ασίας στο πλαίσιο της Μεγάλης Ιδέας (κυρίως στα παράλια, όπου το ελληνικό στοιχείο, είτε ως πλειοψηφία είτε όχι, ζούσε και δραστηριοποιούνταν έντονα), πρωταρχική όμως μέριμνα της κυβέρνησης Βενιζέλου ήταν, όντως, η προστασία των ελληνικών πληθυσμών από την τουρκική αυθαιρεσία. Μάλιστα αυτά γίνονται με νωπή την εμπειρία από την αισχρή μεταχείριση των πληθυσμών αυτών μετά τους βαλκανικούς πολέμους, όταν δηλαδή χιλιάδες μη μουσουλμάνοι μικρασιάτες (και όχι μόνον Έλληνες) υπέστησαν απάνθρωπες πιέσεις και εκδιώχθηκαν από τις πατρογονικές εστίες τους κατά τρόπο που άγγιζε και συχνά ξεπερνούσε τα όρια της εθνοκάθαρσης. Ο ελληνικός στρατός στάλθηκε εκεί από τους συμμάχους "δίκην χωροφύλακα", χωρίς η Ελλάδα να έχει εξασφαλίσει απτά δικαιώματα επί της Σμύρνης και της ευρύτερης ηπειρωτικής της περιοχής. Μόνο μετά από 5 χρόνια και αφού θα διενεργείτο δημοψήφισμα, θα αποφασιζόταν η τύχη της Σμύρνης και σε ποια χώρα θα περνούσε. Προφανώς όμως η Ελλάδα πίστευε ότι, εκ των πραγμάτων, θα "κέρδιζε" το δημοψήφισμα. Η Σμύρνη εκείνη την εποχή είχε περίπου 270,000 πληθυσμό εκ των οποίων 140,000 Έλληνες (και οι λοιποί μουσουλμάνοι Τούρκοι, φραγκολεβαντίνοι, Αρμένιοι, δυτικοί και Εβραίοι). Στο βιλαέτι Σμύρνης όμως το μουσουλμανικό στοιχείο ήταν πλειοψηφία.[10]

Το 1920 υπογράφηκε η Συνθήκη των Σεβρών (10 Αυγούστου 1920), η οποία καθόριζε τους όρους ειρήνης των Συμμάχων με την ηττημένη Οθωμανική αυτοκρατορία.

Και ενώ ο Σουλτάνος δέχθηκε τη συνθήκη, οι Νεότουρκοι με επικεφαλής τον Μουσταφά Κεμάλ ή Ατατούρκ, όπως ονομάστηκε από τους ομοεθνείς του στη συνέχεια, δεν την αναγνώρισαν, ενώ ήδη βρίσκονταν σε ανταρτοπόλεμο με την Αντάντ και τους Έλληνες συμμάχους της. Αυτό οδήγησε την ελληνική κυβέρνηση στην ανάληψη δράσης προκειμένου να επιβάλει τα συμφωνηθέντα, με την προοπτική να κερδίσει πιθανώς και επιπλέον εδάφη. Έτσι, τα ελληνικά στρατεύματα άρχισαν το καλοκαίρι του 1920 να προελαύνουν σε εδάφη έξω από τη ζώνη της Σμύρνης.

Στο μεταξύ στην Ελλάδα η κοινή γνώμη είχε αρχίσει να στρέφεται εναντίον του Βενιζέλου και στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 δεν εξελέγη ούτε καν βουλευτής, ενώ στην Τουρκία ο Μουσταφά Κεμάλ εδραιωνόταν όλο και πιο γερά. Αυτό οδήγησε στην αποδυνάμωση του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία, το οποίο βασιζόταν κυρίως σε βενιζελικούς αξιωματικούς, και αντίστροφα, σε ενδυνάμωση του τουρκικού. Παράλληλα η άνοδος του Κωνσταντίνου στον θρόνο έδωσε στις ήδη διστακτικές μεγάλες δυνάμεις το πρόσχημα να απαγκιστρωθούν πλήρως από τη μικρασιατική εκστρατεία, καθώς ο Κωνσταντίνος είχε άμεσες σχέσεις με την έκπτωτη βασιλική οικογένεια της ηττημένης Γερμανίας.[11]

Το 1922 τα τουρκικά στρατεύματα άρχισαν την αντεπίθεση. Αφού επέτυχαν τη διάσπαση των ελληνικών δυνάμεων και την αποκοπή και συντριβή μέρους αυτών, ο κεμαλικός τουρκικός στρατός ανάγκασε τον εναπομείνοντα ελληνικό να υποχωρεί διαρκώς, ενώ μαζί με τον ελληνικό στρατό έφευγαν άμαχοι Έλληνες, Αρμένιοι και Κιρκάσιοι (οι τελευταίοι είχαν πολεμήσει στο πλευρό του ελληνικού στρατού και ως εκ τούτου φοβόντουσαν αντίποινα από τους Τούρκους) για να γλυτώσουν τη ζωή τους. Ο ελληνικός στρατός αναγκάστηκε να αποχωρήσει από τη Μ.Ασία και ο πόλεμος είχε ουσιαστικά τελειώσει. Με τη Συνθήκη της Λωζάνης (24 Ιουλίου 1923), καθορίστηκαν τα νέα εδαφικά καθεστώτα του ελληνικού και τουρκικού κράτους αντίστοιχα.

Μαύρες σελίδες στην ιστορία του πολέμου αυτού αποτελούν η πυρπόληση της Σμύρνης, η οποία σύμφωνα με τους Έλληνες αλλά και αρκετούς υπηκόους ξένων κρατών της Ευρώπης και των ΗΠΑ που ήσαν αυτόπτες μάρτυρες, προκλήθηκε από τους Τούρκους (η Σμύρνη αποτελούσε τότε μεγάλο φάρο του ελληνισμού) και η ανταλλαγή πληθυσμών ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία που ξεσπίτωσε 1.650.000 Έλληνες και 570.000 Τούρκους.

Τα πραγματικά αίτια της Μικρασιατικής καταστροφής παραμένουν μέχρι και σήμερα ένα περίπλοκο και πολύ αμφιλεγόμενο ζήτημα. Οι περισσότεροι ιστορικοί συμφωνούν πως το γενικευμένο κλίμα διχόνοιας που είχε αφήσει στην Ελληνική κοινωνία ο Εθνικός Διχασμός εκτός άλλων δημιούργησε πολιτική αστάθεια και στέρησε από τον Ελληνικό στρατό έμπειρα στελέχη. Επίσης η γενικότερη υποτίμηση των Τούρκων μετά τις νίκες των Βαλκανικών Πολέμων και του Πρώτου Παγκοσμίου δημιούργησαν αισθήματα έπαρσης σε μεγάλο μέρος των Ελλήνων, οι οποίοι δεν πήραν στα σοβαρά ούτε την απειλή που συνιστούσε ο Κεμάλ, ούτε τα έξοδα της εκστρατείας, αλλά ούτε και τη σταδιακή απομόνωση της χώρας σε διεθνές επίπεδο. Άλλοι πάλι όπως ο Ιωάννης Μεταξάς είχαν επιχειρηματολογήσει πως η μικρασιατική εκστρατεία θα ήταν καταδικασμένη να αποτύχει εξαρχής, καθώς η Ελλάδα δεν είχε τα απαραίτητα μέσα για να κυριαρχήσει στα οροπέδια της κεντρικής Μικράς Ασίας όπου και θα κρινόταν τελικά η έκβαση του πολέμου.

Αίτια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η αιτία για την έναρξη του πολέμου ήταν οι μυστικές συμφωνίες των Δυτικών δυνάμεων για να διαμελίσουν την Οθωμανική αυτοκρατορία μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Συγκεκριμένα, η Αγγλία υποσχέθηκε στους Έλληνες εδαφικές προεκτάσεις εις βάρος των Τούρκων αν συμμαχούσαν με τους Συμμάχους στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα εδάφη που υποσχέθηκαν οι Άγγλοι ήταν η Ίμβρος, η Τένεδος και τα μικρασιατικά παράλια, ενώ παλαιότερα (1915) είχε προσφερθεί και η Κύπρος, αλλά η προσφορά απορρίφθηκε από την ελληνική βασιλική κυβέρνηση του Αλ. Ζαΐμη[12].

Αυτή την περίοδο, ο Μουσταφά Κεμάλ, στρατιωτικός και ηγέτης μίας ομάδας επαναστατών, ίδρυσε το Τούρκικο Εθνικό Κίνημα στη Μικρά Ασία. Οι επαναστάτες θέλησαν να ελευθερώσουν τα μέρη που είχαν παραδοθεί στην Ελλάδα με την απραξία της Υψηλής Πύλης.

Κατάληψη Ανατολικής Θράκης και Ζώνης της Σμύρνης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 2/15 Μαΐου 1919 ελληνικά στρατεύματα της 1ης Μεραρχίας με διοικητή το στρατηγό Ζαφειρίου αποβιβάσθηκαν στη Σμύρνη και κατέλαβαν την πόλη και τις γύρω περιοχές, με την κάλυψη του Ελληνικού, Γαλλικού, Βρετανικού και Ιταλικού ναυτικού, ενώ οι Γάλλοι ήδη είχαν καταλάβει μέρος της Κιλικίας και οι Ιταλοί (από το Μάρτιο του 1919) τα νότια παράλια της Μικράς Ασίας. Αργότερα (Ιούλιο του 1920) ο ελληνικός στρατός θα καταλάβει και την Ανατολική Θράκη εξουδετερώνοντας το κίνημα του Τζαφέρ Ταχιάρ.

Αιματηρά επεισόδια σημειώθηκαν από τις πρώτες στιγμές της παρουσίας του ελληνικού στρατού στην πόλη, καθώς πυροβολισμοί που ρίχτηκαν από την πλευρά των τουρκικών στρατώνων (χωρίς ποτέ να διευκρινιστεί επακριβώς αν πρόκειτο για προβοκάτσια τρίτης δύναμης [13], αυθόρμητη ή εκ των προτέρων σχεδιασμένη τουρκική ενέργεια[14] [15]) έφεραν σαν άμεσο αποτέλεσμα την αντίδραση των ελληνικών δυνάμεων. Υπήρξαν αρκετοί νεκροί και τραυματίες[16], ενώ η ελληνική διοίκηση, λίγες μέρες αργότερα εκτέλεσε δια τυφεκισμού δυο ευζώνους ως υπαίτιους από ελληνικής πλευράς. Η Διασυμμαχική Ανακριτική Επιτροπή που συστάθηκε καταλόγισε ευθύνες όμως μόνο στα ελληνικά στρατεύματα. Από τις πρώτες στιγμές παρατηρήθηκε μια γαλλική υπαναχώρηση όσον αφορά τον ελληνικό στρατό στη Μικρά Ασία, η οποία με την αλλαγή της γαλλικής κυβέρνησης τον Φεβρουάριο του 1920 θα γίνει ακόμα πιο έντονη, θεωρώντας λάθος την ελληνική απόβαση καθώς συνέβαλλε στην ανάπτυξη του κεμαλικού κινήματος. Η ελληνική πλευρά είχε παρ'όλα αυτά τη στήριξη του Λόιντ Τζορτζ, που πίστευε στην ελληνική επικράτηση επί των κεμαλικών (έναντι των οποίων όμως καμία δύναμη της Αντάντ δεν είχε διάθεση να πολεμήσει, έχοντας ήδη πίσω τους τα 4 χρόνια παγκοσμίου πολέμου και με τον κύριο στόχο -τη Γερμανία- να έχει ηττηθεί.)

Έλληνες και Αρμένιοι της Σμύρνης υποδέχτηκαν τους Έλληνες ως σωτήρες, ενώ οι Τούρκοι έβλεπαν τους Έλληνες ως κατακτητές στον τόπο τους. Το μεγαλύτερο μέρος του τουρκικού στρατού στην περιοχή παραδόθηκε στα συμμαχικά στρατεύματα ή κατέφυγε στο εσωτερικό της Ανατολίας.

Την ίδια στιγμή οι Ιταλοί έλεγχαν τη νοτιοδυτική Μικρά Ασία, οι Γάλλοι βρίσκονταν στην Κιλικία, ενώ στη Ζώνη των Στενών διοικούσε Διασυμμαχική Επιτροπή (στην ουσία οι Βρετανοί).

Μέσα σε 15 μόλις μέρες από την άφιξη των ελληνικών δυνάμεων στη Σμύρνη, ολόκληρες οι περιοχές των σαντζακίων (διοικητική διαίρεση των Οθωμανών) Σμύρνης και Αϊδινίου (Μενεμένη, Τσεσμέ, Πέργαμος, Αϊβαλί/Κυδωνίες) είχαν καταληφθεί από τους Έλληνες.[17]. Ο Μουσταφά Κεμάλ είχε ήδη αρχίσει να κινητοποιεί τους τουρκικούς πληθυσμούς και να τους καλεί να αντισταθούν κυρίως στην ελληνική κατοχή, την οποία θεωρούσε τον μέγιστο κίνδυνο.

Ισχυροποίηση των Ελληνικών διεκδικήσεων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παρέλαση τμήματος του Ελληνικού Στρατού στην προκυμαία της Σμύρνης, 2 Μαΐου 1919.

Τον Μάιο του 1919 η Ελλάδα (εκ των νικητών του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου) εξασφάλισε από τις μεγάλες δυνάμεις της «Τριπλής Συνεννοήσεως» («Αντάντ») -και χάρις στις ενέργειες του πρωθυπουργού της Ελευθέριου Βενιζέλου- την άδεια να αποβιβάσει στρατεύματα στη Σμύρνη. Καταλυτικό ρόλο σε αυτή την απόφαση έπαιξε η απόβαση των Ιταλών, χωρίς να λάβουν συναίνεση των συμμάχων, στη νοτιοδυτική Μικρά Ασία. Η Αντάντ είχε μεν υποσχεθεί εδαφικά ανταλλάγματα στην Ιταλία (μαζί και με τη Σμύρνη), αλλά εκ των υστέρων δίσταζε στο να δώσει άδεια για τη κατάληψή τους, με αποτέλεσμα να αποφασιστεί συνοπτικά η ελληνική κατάληψη ώστε να μη πέσει σε ιταλικά χέρια.

Οι διπλωματικές ικανότητες του Βενιζέλου είχαν άλλωστε ήδη δημιουργήσει γόνιμο έδαφος για τις ελληνικές διεκδικήσεις στη Μικρά Ασία, καθώς και η ανάγκη να προστατευτούν οι χριστιανικοί πληθυσμοί της Ιωνίας από δολιοφθορές των Τούρκων ατάκτων. Η κατάληψη της πρωτεύουσας της Ιωνίας έγινε μέσα σε πανηγυρικό κλίμα και χωρίς αντίσταση (αν και κατά τις πρώτες ημέρες καταγράφηκαν αρκετά αιματηρά επεισόδια με ευθύνη και των δύο πλευρών), τοποθετήθηκαν ελληνικές διοικητικές αρχές που υπήχθησαν στις εντολές του αρμοστή Αριστείδη Στεργιάδη και ξεκίνησε η προσπάθεια να αναχαιτιστούν οι εχθρικές επιβουλές, με στρατιωτικές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις προς τα ενδότερα. Το Φεβρουάριο του 1920 συγκροτήθηκε η «Στρατιά Μικράς Ασίας», αποτελούμενη από το Α΄Σώμα Στρατού και το Σώμα Στρατού Σμύρνης.

Με τη συμφωνία των Σεβρών (Αύγουστος 1920) που υπέγραψε η ηττημένη του πολέμου Οθωμανική αυτοκρατορία, αναγνωρίσθηκε η επικυριαρχία του Σουλτάνου στην περιοχή Σμύρνης, πλην όμως το χρονοδιάγραμμα προέβλεπε ελληνική διοίκηση για την επόμενη πενταετία πέραν της οποίας παρεχόταν η δυνατότητα μέσω δημοψηφίσματος να περιέλθει οριστικά στην Ελληνική επικράτεια. Παράλληλα, η Ανατολική Θράκη παραχωρήθηκε στην Ελλάδα έως την Τσατάλζα, λίγα χιλιόμετρα από την Κωνσταντινούπολη, ενώ με τη ξεχωριστή συμφωνία Βενιζέλου-Τιτόνι, η Ιταλία είχε συμφωνήσει να αποδώσει αργότερα και τα Δωδεκάνησα στην Ελλάδα (η συμφωνία αναιρέθηκε το καλοκαίρι του 1920 από την Ιταλία).

Προώθηση στη μικρασιατική ενδοχώρα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η προώθηση του Ελληνικού στρατού στη μικρασιατική ενδοχώρα
Τμήμα Ελληνικού Πεζικού στις πλαγιές του Τμώλου.

Η συμφωνία των Σεβρών που υπεγράφη στις 28 Ιουλίου (σύμφωνα με το παλαιό ημερολόγιο) του 1920 αποτέλεσε μια μεγάλη διπλωματική επιτυχία του Βενιζέλου, την οποία όμως δεν επικύρωσε καμία από τις πλευρές που την υπέγραψαν (λόγω των μετέπειτα πολιτικών εξελίξεων), και την οποία ουδέποτε αναγνώρισε ο Μουσταφά Κεμάλ, μετέπειτα γνωστός και ως «Ατατούρκ» (περίφημος αξιωματικός του τουρκικού στρατού που είχε διακριθεί στην αντίσταση κατά των δυτικών δυνάμεων στη χερσόνησο της Καλλίπολης, όπου η Αντάντ υπέστη πανωλεθρία). Ο Κεμάλ είχε ήδη οργανώσει ανταρτικό στρατό και ήδη ορίσει την έδρα της επαναστατικής του κυβέρνησης στην Άγκυρα κηρύσσοντας αγώνα μέχρις εσχάτων. Επρόκειτο επομένως στην ουσία για "συνθήκη πολέμου" παρά για συνθήκη ειρήνης, καθώς το κέντρο εξουσίας στην Τουρκία είχε αλλάξει.

Ο Βενιζέλος, συνειδητοποιώντας πως η συνθήκη των Σεβρών κινδύνευε να παραμείνει «νεκρό γράμμα», αποφάσισε να την επιβάλει. Το καλοκαίρι του 1920 διέταξε την εντατικοποίηση των στρατιωτικών επιχειρήσεων (που γρήγορα μετατράπηκαν σε ολοκληρωτικό πόλεμο με εκατέρωθεν ωμότητες[18]) και την προώθηση του στρατού προς το εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Το καλοκαίρι του 1920, ελληνικές δυνάμεις μαζί με βρετανικές, προέλασαν και κατέλαβαν μια σειρά από πόλεις (Πάνορμο, Μουδανιά, Προύσα, Νικομήδεια (Ιζμίτ), Ουσάκ). Ήταν η μόνη επιχείρηση του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία που έγινε σε συνδυασμό με συμμαχικές δυνάμεις. Στις 6 Ιουνίου του 1920 η ελληνική στρατιά άρχισε να προελαύνει προς βορρά και έως το τέλος του Οκτωβρίου είχε πετύχει να καταλάβει τη γραμμή Νικομήδεια - Προύσα - Ουσάκ.

Η εκστρατεία έγινε υπό τη διοίκηση του στρατηγού Λεωνίδα Παρασκευόπουλου. Ο ελληνικός στρατός, παρά τον σκληρό ανταρτοπόλεμο των ατάκτων Τσετών κατόρθωσε να καταλάβει μια σειρά από πόλεις στις οποίες κατοικούσαν ελληνικής καταγωγής πληθυσμοί και να δώσει το δικαίωμα στην πολιτική ηγεσία να ελπίζει σε περιορισμό του τουρκικού στοιχείου στην κεντρική Μικρά Ασία. Παράλληλα, μια σειρά από πολιτιστικές και κοινωνικές πρωτοβουλίες της ελληνικής διοίκησης της Μικράς Ασίας, όπως αρχαιολογικές ανασκαφές, ιδρύσεις εκπαιδευτικών και άλλων ιδρυμάτων αποσκοπούσαν στην εμπέδωση της ελληνικής συνείδησης των κατοίκων και τη δημιουργία υποδομών για την οριστική ενσωμάτωση των απελευθερωμένων (κατακτημένων κατά την τουρκική πλευρά) περιοχών στην ελληνική επικράτεια.

Καθώς όμως η κεμαλική αντίσταση δεν εξασθενούσε, -αντιθέτως ο Κεμάλ είχε συνεχείς νίκες κατά Γάλλων και Αρμενίων στα ανατολικά-, το Σεπτέμβριο/Οκτώβριο του 1920 ο Βενιζέλος συνέταξε υπόμνημα προς τον Βρετανό πρωθυπουργό Λόυντ Τζορτζ προτείνοντας αναθεώρηση των όρων συνθήκης ειρήνης. Πρότεινε περαιτέρω συνδυασμένες επιχειρήσεις με τους Βρετανούς, επέλαση του ελληνικού στρατού προς την Άγκυρα, καθώς και αποστολή στρατευμάτων στον Πόντο για τη δημιουργία ανεξάρτητου κράτους (το ποντιακό ζήτημα έως τότε είχε υποτιμηθεί και δεν είχε συμπεριληφθεί στους όρους ειρήνης - η συνθήκη προέβλεπε οι Έλληνες του Πόντου να συμπεριληφθούν στο ευρύτερο αρμενικό κράτος, με τους Ποντίους να αντιδρούν και να απορρίπτουν αυτή τη λύση). Επίσης πρότεινε να διεθνοποιηθούν η Κωνσταντινούπολη και τα στενά με την ανακήρυξη ενδεχομένως ξεχωριστού κράτους. Οι επερχόμενες ελληνικές εκλογές, όμως και η ήττα του Βενιζέλου σε αυτές, οδήγησαν σε εγκατάλειψη του σχεδίου.

Αλλαγή κυβέρνησης - Ανοικτή μεταστροφή του διεθνούς παράγοντα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Έφοδος τμήματος του Ελληνικού Στρατού κοντά στον ποταμό Ερμό.

Στην Ελλάδα ωστόσο παρά τον ενθουσιασμό της βενιζελικής πλευράς που θεωρούσε πλέον γεγονός τη καθιέρωση της χώρας ως μία περιφερειακή δύναμη των "δύο ηπείρων και πέντε θαλασσών" και την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης πλέον ζήτημα χρόνου, στη πράξη η δυσαρέσκεια του κόσμου που ήταν ήδη υπαρκτή λόγω του Εθνικού Διχασμού αυξήθηκε από τις πολλές αυθαιρεσίες των βενιζελικών εναντίον των αντιβενιζελικών, εκ των οποίων πολλοί -αλλά όχι όλοι- ήταν φιλοκωνσταντινικοί. Ιδιαίτερα μεγάλο ρόλο στη πόλωση της κοινωνίας αλλά και στη δυσαρέσκεια κατά του Βενιζέλου έπαιξε το πογκρόμ του Ιουλίου 1920, τα λεγόμενα "Ιουλιανά", που ξέσπασαν στην Αθήνα την επομένη της απόπειρας δολοφονίας κατά του πρωθυπουργού από δύο απότακτους βασιλόφρονες αξιωματικούς στο σιδηροδρομικό σταθμό της Λυών του Παρισιού. Η απόπειρα κατά του πρωθυπουργού εξαγρίωσε τη Βενιζελική παράταξη και μέλη της οποίας μαζί με παρακρατικούς προέβησαν σε πλήθος βιαιοπραγιών προς γνωστούς αντιβενιζελικούς και βανδαλισμούς των περιουσιών τους. Ο φόνος του επιφανούς στελέχους της αντιβενιζελικής παράταξης και ενός από τους κυριότερους διεκδικητές της επόμενης πρωθυπουργίας, λογίου και πολιτικού Ίωνα Δραγούμη, που διέπραξε στρατιωτικό άγημα στη διάρκεια των επεισοδίων συντάραξε τη χώρα και συντέλεσε στη μείωση της λαϊκής αποδοχής της κυβέρνησης. Η πλέον εξοργισμένη και συνασπισμένη αντιπολίτευση δήλωνε ότι θα φρόντιζε να εξασφαλίσει την επιστροφή των ταλαιπωρημένων στρατιωτών που βρίσκονταν στα όπλα από το 1912 χωρίς σχεδόν καμία διακοπή, ενώ η ξαφνική απώλεια από δάγκωμα πιθήκου του νεαρού βασιλιά (Αλέξανδρος Α'), που είχε διαδεχθεί τον έκπτωτο πατέρα του (Κωνσταντίνος Α') και είχε αρμονική συνεργασία με το Βενιζέλο, επέτεινε την πολιτική αστάθεια.

Προπαγανδιστικός χάρτης που δημιουργήθηκε ενόψει των εκλογών του 1920 από υποστηρικτές του Ελευθέριου Βενιζέλου. Η ζώνη της Σμύρνης σύμφωνα με τη συνθήκη των Σεβρών θα γινόταν μέρος της ελληνικής επικράτειας μόνο μετά από μελλοντικό δημοψήφισμα ενώ η Βόρεια Ήπειρος αν και διεκδικήθηκε δεν έγινε ποτέ τμήμα της ελληνικής επικράτειας. Η Κωνσταντινούπολη αντίστοιχα βρισκόταν υπό τη κατοχή της Αντάντ και δεν επρόκειτο για ελληνική επικράτεια.

Τον Οκτώβριο του 1920, ο ελληνικός στρατός προχώρησε στην κεντρική Μικρά Ασία με τη διστακτική στήριξη των δυτικών οι οποίοι ήθελαν να επιβάλουν στην εθνικιστική τουρκική κυβέρνηση τη Συνθήκη των Σεβρών, αν και παράλληλα είχαν αρχίσει να προχωρούν σε κρυφές διαπραγματεύσεις με τους νεότουρκους. Ο Βενιζέλος ύστερα από συνεχή αιτήματα της αντιπολίτευσης αποφάσισε να προσφύγει σε εκλογές (είχε προαναγγείλει ότι εκλογές θα γίνονταν μετά την υπογραφή της συνθήκης ειρήνης), όπου, χάρις στο εκλογικό σύστημα που εφαρμόσθηκε, η «Ηνωμένη Αντιπολίτευσις» και ο επικεφαλής της Δημήτριος Γούναρης θριάμβευσαν, παρότι υπολείπονταν σε ψήφους. Έτσι οι πολεμικές επιχειρήσεις που ξεκίνησαν από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, συνεχίστηκαν από τις νέες φιλοβασιλικές κυβερνήσεις.

Οι διοικητές του Τουρκικού Στρατού.

Την ίδια στιγμή, τα νέα από τα ανατολικά δεν ήταν θετικά, καθώς ο τουρκικός στρατός νικώντας τους Αρμένιους, και με σοβιετική υποστήριξη, τους ανάγκασε (με τη συνθήκη της Αλεξανδρούπολης/Γκιουμρί) να αποκηρύξουν τη συνθήκη των Σεβρών, περιορίζοντας δραστικά το αρμενικό κράτος.

Ο Βενιζέλος, χωρίς να έχει εκλεγεί βουλευτής, μετά από αυτή την εκλογική ήττα έφυγε για το Παρίσι, ενώ η νέα κυβέρνηση, ενδίδοντας και στη λαϊκή πίεση, αποφάσισε να διοργανώσει δημοψήφισμα για την επιστροφή του εξόριστου Κωνσταντίνου.

Η Ιταλία, που απ'την αρχή δυσφορούσε με την ελληνική παρουσία στη Μικρά Ασία, και ιδίως η Γαλλία, για την οποία ο Κωνσταντίνος ήταν "κόκκινο πανί", βρήκαν σε αυτή την εξέλιξη το πρόσχημα που αναζητούσαν για να απαγκιστρωθούν από τη μεταπολεμική συμμαχική τους "αλληλεγγύη" και κατά συνέπεια και από τη Μικρά Ασία, στην οποία κατείχαν μεν σημαντικά εδάφη αλλά ήδη είχαν έλθει σε μυστικές συνεννοήσεις για την αποχώρησή τους με ανταλλάγματα, ενώ με την αποχώρηση των στρατευμάτων τους συμφωνήθηκε όλο το πολεμικό υλικό τους να έμενε στα χέρια των Τούρκων. [19][20] Μάλιστα, απείλησαν την Ελλάδα ότι ενδεχόμενη παλινόρθωση του Κωνσταντίνου θα οδηγούσε σε ρήξη των σχέσεων, κάτι που όμως αγνόησε η νέα ελληνική κυβέρνηση. Το Νοέμβριο του 1920 ο Κωνσταντίνος επέστρεψε στο θρόνο ύστερα από δημοψήφισμα. Αγγλία, Γαλλία και Ιταλία παρέδωσαν διακοινώσεις στη νέα κυβέρνηση με τις οποίες δεν αναγνώριζαν τον Κωνσταντίνο ως αρχηγό του κράτους και πάγωσαν όλα τα δάνεια που είχαν δρομολογηθεί προς την Ελλάδα. Μόνο η Αγγλία συνέχισε πλέον, αν και μόνο σε διπλωματικό επίπεδο, να υποστηρίζει την Ελλάδα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο, καθώς ο ελληνικός στρατός λειτουργούσε ως ασπίδα για τους ίδιους στα στενά.

Στην Τουρκία, ο Κεμάλ συνέχιζε τον αγώνα του κατά του Σουλτάνου (ο οποίος ήταν πρόθυμος να δεχθεί τη συμφωνία των Σεβρών, διατηρώντας τα προνόμιά του) αλλά και των ξένων στρατευμάτων (κυρίως Ελλήνων και Αρμενίων, δευτερευόντως Γάλλων και Βρετανών, ενώ κατά των Ιταλών δεν πραγματοποίησε καμία επίθεση). Η κυβέρνηση Γούναρη κρίνοντας πως η προεκλογική της υπόσχεση να αποσύρει τα στρατεύματα εν μέσω ολοκληρωτικού πολέμου θα ήταν εκ των πραγμάτων αυτοκτονική, αποφάσισε με την παρότρυνση των Άγγλων (που εξυπηρετούσαν τα δικά τους συμφέροντα) να συνεχίσει την πολιτική του Βενιζέλου και να κλιμακώσει τις στρατιωτικές επιχειρήσεις ώστε να βάλει γρήγορα τέλος στη τουρκική αντίσταση, η οποία γινόταν μέρα με τη μέρα δυνατότερη. Την ελληνική ηγεσία απασχολούσε έντονα (σύμφωνα και με δηλώσεις του ίδιου του Γούναρη) η τύχη των ελληνικής καταγωγής πληθυσμών, σε περίπτωση που αποφασιζόταν η διακοπή της εκστρατείας, λόγω του μεγάλου φανατισμού των κεμαλικών, οι οποίοι είχαν δείξει πολλάκις ότι δεν χαρίζονταν στους αμάχους.

Οι νέες κυβερνήσεις έκαναν στρατηγούς του ελληνικού στρατού κωνσταντινικούς, ενώ απομάκρυναν πολλούς βενιζελικούς αξιωματικούς από το στράτευμα, ιδίως όσους είχαν συμμετάσχει στο κίνημα Εθνικής Αμύνης. Η πρακτική ενώ ήταν συνηθισμένη για την εποχή και αναμενόμενη, στη πράξη δημιούργησε σύγχυση και πολλά προβλήματα, αφού πολλοί βενιζελικοί στρατιωτικοί είχαν πολυετή εμπειρία στο πεδίο της μάχης. Πολλοί αποχώρησαν μόνοι τους χωρίς εντολές (π.χ. Κονδύλης). Η Κωνσταντινούπολη έγινε το κέντρο των απόστρατων βενιζελικών που μέσω της "Δημοκρατικής Άμυνας" άρχισαν να ασκούν κριτική στις νέες κυβερνήσεις.

Οι ελληνικές δυνάμεις εν τω μεταξύ είχαν μία αποστολή. Να νικήσουν τον στρατό των κεμαλικών και να τους αναγκάσουν σε αποδοχή της συνθήκης ειρήνης.

Η εξέλιξη των επιχειρήσεων το έτος 1921[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 28 Δεκεμβρίου του 1920, σύμφωνα με το ανακοινωθέν που εξέδωσε ο νέος διοικητής της ελληνικής στρατιάς Μικράς Ασίας, Αναστάσιος Παπούλας, είχε επιτευχθεί πλήρως ο αντικειμενικός σκοπός των στρατιωτικών επιχειρήσεων στα ενδότερα της Μικράς Ασίας. Αυτός ήταν, σύμφωνα πάντοτε με την ίδια ανακοίνωση[21] «η διασκόρπισις των προ του Σώματος Στρατού Αμύνης εχθρικών δυνάμεων, αίτινες είχον συγκεντρωθή αυτόθι με επιθετικάς κατ’ αυτόν διαθέσεις». Οι ελληνικές μονάδες, κατά το διήμερο 27 – 28 Δεκεμβρίου είχαν απωθήσει τις τουρκικές μονάδες, που υποχώρησαν άτακτα προς το Εσκή Σεχίρ. Αναφέρεται ότι υπήρξαν πολλοί αιχμάλωτοι Τούρκοι στρατιώτες, ότι στα ελληνικά χέρια περιήλθε πολεμικό υλικό (εξοπλισμός και πολεμοφόδια) και ότι καταρρίφθηκε ένα αεροπλάνο της τουρκικής αεροπορίας το οποίο καταστράφηκε εντελώς. Οι ελληνικές απώλειες από τη διήμερη μάχη, με βάση τα στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα, ήταν 39 νεκροί και 138 τραυματίες. Η προώθηση των ελληνικών στρατευμάτων έφτασε έως τα οχυρά υψώματα της περιοχής Κοβαλίτσα, τα οποία καταλήφθηκαν από το 6ο Σύνταγμα της Μεραρχίας Αρχιπελάγους (διοικητής Σταυριανόπουλος).[22]

Ωστόσο το γεγονός ότι οι ελληνικές μονάδες καταδίωξαν τους υποχωρούντες Τούρκους μόνο έως την περιοχή Ινονού, και εν-συνεχεία επέστρεψαν στις θέσεις τους δίπλα στις σιδηροδρομικές γραμμές του σταθμού του Καράκιοϊ προς Βαγδάτη[23], επέτρεψε στον τουρκικό τύπο να κάνει προπαγανδιστικά λόγο για την πρώτη ελληνική ήττα[24]. Τους παραπάνω όμως τουρκικούς ισχυρισμούς ανατρέπει δημοσίευμα της γαλλικής εφημερίδας «Ματαίν» (18841944) η οποία παραθέτει «τηλεγράφημα εξ’ Αγκύρας, αγγέλων ότι ο Κεμάλ δι’ ανακοινωθέντος, αναγνωρίζει την νίκην του ελληνικού στρατού. Το ανακοινωθέν τονίζει, ότι η ελληνική νίκη οφείλεται εις το γεγονός, ότι αι Ελληνικαί δυνάμεις ήσαν υπέρτεραι»[25]

Σύμφωνα με τις τουρκικές πηγές, η πρώτη ήττα για τους Έλληνες ήρθε στην πρώτη μάχη του Ινονού, η οποία διεξήχθηκε από τις 6 έως και τις 11 Ιανουαρίου 1921, κάτι εντούτοις που δεν αποδεικνύεται από τα ντοκουμέντα της εποχής. Στη δεύτερη μάχη του Ινονού (23 Μαρτίου - 1 Απριλίου 1921) αντίθετα, όντως η ελληνική ολιγωρία και η έλλειψη εφεδρειών οδήγησε την ελληνική πλευρά στην πρώτη ουσιαστικά καθήλωσή της στην τοποθεσία Αβγκίν - Κοβαλίτσα[26][27]από τον κεμαλικό στρατό, που πλέον εμφανιζόταν πλήρως οργανωμένος, σε αντίθεση με την εικόνα που παρουσίαζε τα προηγούμενα δύο έτη (άτακτοι). Έτσι, η δεύτερη μάχη του Ινονού κατέληξε σε επιτυχία των τούρκικων δυνάμεων[28] που πέτυχαν να ανακόψουν την ελληνική προέλαση. Η εξέλιξη αυτή προβλημάτισε την ελληνική ηγεσία, η οποία αποφάσισε να γίνουν επιχειρήσεις για την κατάληψη των σιδηροδρομικών γραμμών της γραμμής Εσκί Σεχίρ-Αφιόν Καραχισάρ-Κιουτάχεια, με στόχο τη διακοπή του ανεφοδιασμού του εχθρού.

Οι δυτικές δυνάμεις εν τω μεταξύ ήθελαν να επισπεύσουν τον διπλωματικό διάλογο φοβούμενες χειροτέρευση της κατάστασης και επιδιώκοντας πλέον ειρήνευση και όχι εξόντωση του κεμαλικού στρατού.[29]. Στις 8 Φεβρουαρίου 1921 συγκλήθηκε στο Λονδίνο διεθνής διάσκεψη με πρωτοβουλία των Δυνάμεων και εκπροσώπηση της ελληνικής πλευράς από τον πρωθυπουργό Ν. Καλογερόπουλο και της τουρκικής από το Μπεκήρ Σαμή, προκειμένου να αναζητηθεί κάποια λύση[30]. Μετά από διάφορες αμφιταλαντεύσεις της στάσης των Συμμάχων[31] [32] οι οποίες έφτασαν έως του σημείου να προταθεί, αφενός, δημογραφικός έλεγχος από διασυμμαχική επιτροπή σε Θράκη και Σμύρνη, αφετέρου ακόμη και αναθεώρηση της Συνθήκης των Σεβρών,[33] η Διάσκεψη διακόπηκε απότομα στις 3 Μαρτίου 1921 χωρίς να ληφθεί απόφαση, ενώ η ελληνική κυβέρνηση προχώρησε σε επιστράτευση[34]. Στις 10 Μαρτίου 1921 άρχισε νέα επιθετική ενέργεια από ελληνικής πλευράς[35] Οι ελληνικές δυνάμεις αφού πρώτα κατέλαβαν το Αφιόν - Καραχισάρ, έφτασαν τελικά προ του Εσκισεχίρ συναντώντας επίμονη τουρκική αντίσταση.[36] Οι Βρετανοί, αν και ήταν με το μέρος της Ελλάδος, αρνήθηκαν τη στρατιωτική στήριξη, για να μην προκαλέσουν τη Γαλλική κυβέρνηση. Εν τω μεταξύ, η Τουρκία έλαβε σημαντική στρατιωτική και χρηματική βοήθεια από τη Σοβιετική ένωση[37].

Η ελληνική κυβέρνηση είχε αντιληφθεί ότι η προεκλογική δέσμευσή της για τον τερματισμό της Μικρασιατικής εμπλοκής δεν μπορούσε να τηρηθεί εκ των πραγμάτων, έτσι αποφάσισε τη συνέχεια των επιχειρήσεων. Μάλιστα, στις 16 Απριλίου του 1921, ο πρωθυπουργός Γούναρης έφτασε στη Σμύρνη, συνοδευόμενος από τον υπουργό επί των Στρατιωτικών Ν. Θεοτόκη και είχε συνεργασία με τον αρχιστράτηγο Αν. Παπούλα, τον αρχηγό του επιτελείου Β. Δούσμανη και τον επιτελάρχη Ξ. Στρατηγό. Επίσης, συναντήθηκε με το Μητροπολίτη Χρυσόστομο και με τον Αρμοστή Αρ. Στεργιάδη[38]. Νέα συμβιβαστική πρόταση των Δυνάμεων, απορρίφθηκε από την κυβέρνηση Γούναρη το Μάιο του 1921[39]. Στις 29 Μαίου του 1921 (σε μία συμβολικά επιλεγμένη χρονική στιγμή, 468 χρόνια από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης) ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος αποβιβάσθηκε στη Σμύρνη και συμμετείχε σε ευρεία στρατιωτική σύσκεψη[40], όπου ορίστηκε ως στόχος η κατάληψη της Άγκυρας και η καταστροφή του σταθμού ανεφοδιασμού του εχθρού, ενέργεια η οποία σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ελληνικού επιτελείου θα οδηγούσε τον Κεμάλ σε συνθηκολόγηση. Έπειτα ανέλαβε τυπικά την αρχιστρατηγία του εκεί Ελληνικού Στρατού, αντικαθιστώντας εν μέρει τον Αναστάσιο Παπούλα. Η κατάσταση της υγείας του όμως επιδεινώθηκε και επέστρεψε στην Αθήνα.

Στις 28 Ιουνίου του 1921 και ενώ είχε σταματήσει κάθε διπλωματική πρωτοβουλία, η ελληνική επίθεση επαναλήφθηκε από 4 σημεία: 4 Μεραρχίες που εξόρμησαν από την Προύσα προσέβαλαν τους τομείς Ουσάκ, μοίρα αεροπλάνων βομβάρδισε την Κιουτάχεια, ενώ τα ελληνικά τμήματα έδωσαν σφοδρή μάχη γιά το Εσκή Σεχίρ, με αποτέλεσμα τελικά αυτό να πέσει στα χέρια των Ελλήνων στις 6 Ιουλίου, [41], εν συνεχεία δε, οι ίδιες δυνάμεις -ενισχυμένες από 2 ακόμη μεραρχίες πεζικού και την ταξιαρχία Ιππικού που είχαν εξορμήσει από Τουμλού Μπουνάρ και Ουσάκ- αφού προηγουμένως (4 Ιουλίου) είχαν καταλάβει την Κιουτάχεια[42], ενώ από την 30 Ιουνίου κρατούσαν ήδη το Αφιόν Καραχισάρ[43], κατέλαβαν με τη Μάχη του Εσκί Σεχίρ και το σημαντικότατο αυτόν σιδηροδρομικό κόμβο.[44].

Εκστρατεία Σαγγαρίου-Άγκυρας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Λαϊκή εικόνα της εποχής που εικονίζει τη Μάχη του Σαγγάριου.

Σε πολεμικό συμβούλιο που έγινε στην Κιουτάχεια, η ελληνική ηγεσία αποφάσισε τη συνέχιση της προέλασης προς κατάληψη της Άγκυρας.

Η προέλαση του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος (120.000 άνδρες) μέσω της Αλμυρής Ερήμου ξεκίνησε την 1 Αυγούστου 1921[45] με τη συμμετοχή των Α΄, Β' και Γ΄ Σωμάτων και της Ταξιαρχίας Ιππικού (συνολικά 9 Μεραρχίες) και έφερε τις ελληνικές δυνάμεις προ των πυλών της Άγκυρας, στις 8 Αυγούστου με τη διάβαση του ποταμού Σαγγαρίου. Εκεί, στην κρίσιμη μάχη που ακολούθησε τον Αύγουστο του 1921 με έναρξη τις 11 Αυγούστου, ο ελληνικός στρατός παρότι διέσπασε τις δυο πρώτες αμυντικές ζώνες των Τούρκων αλλά όχι και την τρίτη και τελευταία, αναγκάσθηκε να καθηλωθεί, καθώς οι αντίπαλοι Τούρκοι στρατιώτες -έχοντας εντολές απαγόρευσης υποχώρησης, με απειλή θανάτου- προέβαλαν λυσσαλέα αντίσταση. Διαθέτοντας επίσης πολλές μονάδες ιππικού, προέβαιναν σε καταδρομικές επιθέσεις μέχρι τα μετόπισθεν της Ελληνικής Στρατιάς, χτυπώντας εφοδιοπομπές, σιδηροδρομικούς σταθμούς και νοσοκομεία. Μάλιστα την 14η Αυγούστου τρία τουρκικά συντάγματα ιππικού επιτέθηκαν στο Αρχηγείο της Στρατιάς που βρισκόταν στο χωριό Ουζούνμπεη, με τον Αρχιστράτηγο, τον συνταγματάρχη και Διάδοχο Γεώργιο, το επιτελείο τους και δύο χειρουργεία εκστρατείας πλαισιωμένα και με Αθηναίες εθελόντριες νοσοκόμες[46]. Στις 28 Αυγούστου ο τουρκικός στρατός αντεπιτέθηκε με δύναμη[47] και τη νύχτα της 30ης προς 31η Αυγούστου η ελληνική στρατιά αναγκάσθηκε να συμπτυχθεί (τακτική υποχώρηση), επιστρέφοντας στις θέσεις εξόρμησής της (Νικομήδεια-Εσκή Σεχίρ-Σεϊντί Γαζή-Κιουτάχεια-Αφιόν Καραχισάρ-ποταμός Μαίανδρος)[48] [49]. Παράλληλα, ο Κεμάλ -που σύμφωνα με τους βιογράφους του ήταν έτοιμος να οπισθοχωρήσει και να μεταφέρει το κέντρο επιχειρήσεων στην Καισάρεια- αναθάρρησε και συνέχισε τον ανεφοδιασμό, τη στρατολόγηση νέων ανδρών (που συνέρρεαν στις τάξεις του) και τις μυστικές συμφωνίες, τόσο με τη νεοπαγή Σοβιετική Ένωση (καθώς οι Μπολσεβίκοι, εξασφαλίζοντας τον έλεγχο περιοχών που θα τους απέδιδε ο Κεμάλ μετά από ενδεχόμενη επικράτησή του επί των Ελλήνων, του παραχώρησαν πολύτιμο εξοπλισμό), όσο και με Κούρδους αυτονομιστές.

Καθήλωση και αδράνεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την εγκατάσταση του Ελληνικού Στρατού σε ενεργητική άμυνα γύρω από το Εσκί Σεχήρ - Κιουτάχεια - Αφιόν Καραχισάρ, για ένα ολόκληρο χρόνο συνεχιζόταν αυτή η κατάσταση, με τους Τούρκους να απορρίπτουν προτάσεις των Δυνάμεων της Αντάντ για ειρήνη και απαιτώντας τη συνθηκολόγηση και αποχώρηση της Ελληνικής στρατιάς, προετοιμάζοντας ταυτόχρονα την επίθεσή τους. Ταυτόχρονα, ο Κεμάλ με μυστική συμφωνία με τους Γάλλους (Συνθήκη της Αγκύρας, 20 Οκτωβρίου του 1921) ακύρωσε τη συνθήκη των Σεβρών, ενώ παράλληλα οι Γάλλοι εγκατέλειψαν την Κιλικία[50] αφήνοντας άφθονο πολεμικό υλικό στα χέρια των Τούρκων, οι οποίοι απέκτησαν πλέον και αεροπλάνα.

Κατάρρευση του μετώπου και γενοκτονία - Η Μικρασιατική Καταστροφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υπερέκταση και αποδυνάμωση - απόπειρα κατάληψης της Κωνσταντινούπολης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 5 Απριλίου 1922 η Ιταλία εκκένωσε τις κτήσεις της στη νοτιοδυτική Μικρά Ασία, ουσιαστικά εξαναγκάζοντας έτσι τον Ελληνικό στρατό να στείλει μέρος των στρατευμάτων για τη κατάληψή τους. Τον Μάιο του 1922 ο διοικητής της Στρατιάς Αναστάσιος Παπούλας υπέβαλε την παραίτηση του, διαφωνώντας με την πολιτική της κυβέρνησης στη Μικρά Ασία και ιδιαίτερα με τον Αρμοστή της Σμύρνης, Αριστείδη Στεργιάδη και αντικαταστάθηκε από τον Γεώργιο Χατζανέστη. Μετά από ένα χρόνο αδράνειας είχε γίνει σαφές πως ήταν αδύνατο ο Κεμάλ να νικηθεί δια των όπλων, τουλάχιστον υπό τις παρούσες συνθήκες, ενώ η παραμονή των στρατευμάτων στη Μικρά Ασία χωρίς κανένα εδαφικό ή στρατηγικό κέρδος συνέχιζε να αποδυναμώνει οικονομικά το Ελληνικό κράτος και να εκθέτει τη χώρα διεθνώς. Σε μία ύστατη προσπάθεια να παγιώσουν τις κτήσεις τους στην Ανατολή οι κυβερνώντες κατέληξαν πως ο μόνος τρόπος να αναγνωριστούν διπλωματικά ως οι κυρίαρχοι της Δυτικής Μικράς Ασίας ήταν να καταλάβουν τη Κωνσταντινούπολη η οποία βρισκόταν υπό κατοχή της Αντάντ, εξαναγκάζοντας έτσι τις Μεγάλες Δυνάμεις να συμβιβαστούν με την ύπαρξη της Μεγάλης Ελλάδας. Την ιδέα αυτή είχε προτείνει σε επιστολή προς τη κυβέρνηση ο Ιωάννης Μεταξάς τον Απρίλιο του 1921, αλλά μέχρι τότε την απέρριπταν ως έσχατη λύση.

Σε συννενόηση με τους κυβερνώντες ο Χατζανέστης παρά το γεγονός ότι ο στρατός βρισκόταν ήδη σε υπερέκταση, επέτρεψε στα τέλη Ιουνίου τη μεταφορά τριών συνταγμάτων και δυο ταγμάτων από την Ανατολία στη Θράκη, όπου ενίσχυσαν την ελληνική παρουσία εκεί αλλά ταυτόχρονα αποδυνάμωσαν περεταίρω το μικρασιατικό μέτωπο. Ο Γεώργιος Μπαλτατζής, είχε ήδη ενημερώσει τους αντιπροσώπους των συμμαχικών δυνάμεων στην Αθήνα, πως μόνο μια ελληνική κατοχή της Οθωμανικής πρωτεύουσας (Κωνσταντινούπολης) θα έφερνε την ειρήνη. Ημερομηνία έναρξης της επιχείρησης ορίστηκε η 16η Ιουλίου. Το σχέδιο προέβλεπε την ταχεία κατάληψη της νοητής γραμμής που ένωνε τη λίμνη Δέρκων με το Μπουγιούκ Τσεκμετζέ και την ταχύτατη προέλαση προς την Κωνσταντινούπολη. Με την επικείμενη κατάληψη της Κωνσταντινούπολης αυξήθηκε πολύ η πίεση προς τους Κεμαλικούς. Ο Άγγλος Βουλευτής Γκλην πήρε τηλεγράφημα από τον Άγγλο στρατηγό Τάουνσεντ από την Άγκυρα που ανάφερε ότι ο «Κεμάλ είναι διατεθειμένος διαπραγματευτεί ειρήνην» σε περίπτωση που οι Έλληνες καταλάμβαναν τη Πόλη. Ο Ουίνστον Τσώρτσιλ τόνιζε ότι: "...η Ελλάς ζήτησε από τους Συμμάχους την άδεια να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ήταν οι Έλληνες σε θέση να το κάνουν και μόνη δε η απειλή της επιχείρησης κατετάραξε τους Τούρκους στην Άγκυρα...".

Ωστόσο, ενώ η Ελληνική κυβέρνηση υπολόγιζε στη σχετική αδιαφορία των συμμάχων μπροστά στο σχέδιο τους, καθώς εκτός άλλων τα συμμαχικά στρατεύματα στην ουδέτερη ζώνη ήταν λιγοστά σε σχέση με τα Ελληνικά, οι τελευταίοι σύσσωμοι και κυρίως η Γαλλία και η Ιταλία απαγόρευσαν την εισβολή των Ελληνικών στρατευμάτων, δίνοντας στα λίγοστά μεν αλλά ταυτόχρονα συμμαχικά στρατεύματα την εντολή να υπερασπιστούν τη Πόλη δια των όπλων. Ο Βρετανικός τύπος αποδοκίμασε τη στάση της Αντάντ και της κυβέρνησής τους, χωρίς ωστόσο κάποιο αποτέλεσμα. Τελικά στις 18 Ιουλίου αποφασίστηκε η οριστική εγκατάλειψη του σχεδίου καθώς η κυβέρνηση δε θέλησε να βρεθεί αντιμέτωπη με την οργή των Μεγάλων Δυνάμεων, ρίχνοντας ταυτόχρονα το ηθικό όλων των Ελλήνων και ιδίως αυτών που βρίσκονταν στο Μικρασιατικό μέτωπο. [51][52] Ταυτόχρονα, οι σχέσεις της Ελλάδας με τις δυνάμεις τις Αντάντ είχαν γίνει πιο τεταμένες από ποτέ, καθώς από άλλοτε συμμαχικές τώρα είχαν φτάσει στο παραπέντε να συγκρουστούν έξω από τη Κωνσταντινούπολη. Αυτό το γεγονός σε συνδυασμό με τις διάφορες συμφωνίες που είχε συνάψει η Γαλλία και η Ιταλία με τους Νεότουρκους ίσως μπορεί να εξηγήσει εν μέρει την παγερή στάση ουδετερότητας που ακολούθησαν μπροστά στις σφαγές και ιδιαίτερα στην καταστροφή της Σμύρνης.

Η υπερέκταση των Ελληνικών γραμμών που είχε διαμορφωθεί, τα οποία δηλαδή εκτείνονταν σε μία τεράστια απόσταση χωρίς να υπάρχει η απαραίτητη αλληλοκάλυψη των τμημάτων, σε συνδυασμό με την εξάντληση των στρατιωτών από την πολύχρονη παραμονή τους σε κατάσταση εκστρατείας μέσα σε ένα απόλυτα εχθρικό περιβάλλον πολύ μακριά από τα φιλικά παράλια, η ενδυνάμωση του αντιπάλου και οι σχεδόν εχθρικές σχέσεις με τους πρώην "συμμάχους" ήταν τα άμεσα αίτια που οδήγησαν στην ξαφνική αλλά και απολύτως λογική κατάρρευση του μετώπου τον Αύγουστο. Όπως περιέγραψε ο βρετανός στρατηγός Τιμ Χάρινγκτον, τα ελληνικά στρατεύματα κατέρρευσαν "σαν τραπουλόχαρτα". [53]

Η Μικρασιατική Καταστροφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 13 Αυγούστου του 1922 και ενώ δύο ημέρες πριν είχε εκδηλωθεί παραπλανητική επίθεση στην τοποθεσία του Ντερέκιοϊ της περιοχής Μελετζίκ[54] [55], ο ενισχυμένος Κεμαλικός στρατός πραγματοποίησε την κύρια προσβολή των ελληνικών γραμμών με γενική επίθεση στην πλέον αδύναμη θέση τους, στο νότιο τομέα και ΒΔ του Αφιόν Καραχισάρ[56]. Τα Α΄και Β΄ Σώματα Στρατού προέβαλαν σκληρή αντίσταση αλλά την επομένη ημέρα (14 Αυγούστου 1922) η γραμμή του μετώπου διασπάστηκε και ξεκίνησε η σύμπτυξη των ελληνικών δυνάμεων[57]. Ωστόσο, πολύ γρήγορα κάποιες από τις ελληνικές δυνάμεις περικυκλώθηκαν, υποχρεούμενες είτε να παραδοθούν και να υποστούν ταπεινωτική αιχμαλωσία, είτε να υποχωρήσουν άτακτα προς τα παράλια, καταδιωκόμενα από τις εχθρικές μονάδες. Αντίθετα, το Γ΄ Σώμα Στρατού και η 6η Μεραρχία που κάλυπταν το βόρειο τομέα του μετώπου υποχώρησαν συντεταγμένα καθώς δεν είχαν δεχτεί ιδιαίτερη πίεση. Οι τουρκικές μονάδες εισήλθαν στην Προύσα και την ανακατέλαβαν στις 24 Αυγούστου σύμφωνα με ανακοινωθέν του ειδησεογραφικού σταθμού «Χόρσεϊ» του Λονδίνου, το οποίο εκδόθηκε την 23η βραδυνή ώρα[58]. Το τουρκικό επιτελείο ανακοίνωσε ότι η πρώτη φάση των επιθετικών του ενεργειών ολοκληρώθηκε με την κατάληψη του Εσκί Σεχίρ και του Ουσάκ, όπως μετέδωσε το γαλλικό πρακτορείο ειδήσεων «Βορδώ» του Παρισιού, στις 24 Αυγούστου 1922[59] Οι ίδιες, επίσημες πηγές της Άγκυρας ανέφεραν ότι ο ελληνικός στρατός πυρπόλησε, αποχωρώντας, τη μουσουλμανική συνοικία του Αφιόν Καραχισάρ[60]. Πανικόβλητη, η κυβέρνηση των Αθηνών υπό τον Π. Πρωτοπαπαδάκη αποφάσισε την αντικατάσταση του αρχιστράτηγου Χατζανέστη με τον αντιστράτηγο Πολυμενάκο[61] και διέταξε εκκένωση της Μικράς Ασίας. Στις 5 Σεπτεμβρίου τα τελευταία τμήματα του Ελληνικού Στρατού εγκατέλειψαν τη Μικρά Ασία.

Στις 8 Σεπτεμβρίου οι πρώτοι Τούρκοι στρατιώτες μπήκαν στη Σμύρνη και στις 13 ξεκίνησε η καταστροφή. Οι νικητές προέβησαν σε εκτεταμένες βιαιοπραγίες και ωμότητες εις βάρος του χριστιανικού πληθυσμού όλης της Μικράς Ασίας. Η γενοκτονία των Ελλήνων που ξεκίνησε το 1906 από τη Θράκη[62] ολοκληρωνόταν στη Σμύρνη από τους Νεότουρκους[63]. Οι ελληνικές και αρμενικές συνοικίες της Σμύρνης παραδόθηκαν στις φλόγες, ενώ οι κάτοικοί τους αναζητούσαν απεγνωσμένα τρόπο διαφυγής προς το Αιγαίο, κάτω από τα αδιάφορα (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων) βλέμματα των πληρωμάτων των συμμαχικών πλοίων τα οποία τηρούσαν στάση αυστηρής ουδετερότητας (όπως είχαν διαταχθεί) μπροστά στη σφαγή, ενώ καταγράφηκαν και περιπτώσεις όπου οι άνδρες των πληρωμάτων ράβδιζαν τα χέρια των ικετεύοντων χριστιανών που προσπαθούσαν να ανεβούν στα καταστρώματα για να σωθούν, συμμετέχοντας έτσι στο έγκλημα των Τούρκων. [64]

Η αρνητική έκβαση της μικρασιατικής εκστρατείας οδήγησε στη μεγάλη καταστροφή, την απώλεια εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπινων ζωών και την προσφυγοποίηση 1,5 εκατομμυρίου άλλων. Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε ο Ελ. Βενιζέλος με το υπόμνημά του στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης του Παρισιού, στη Μικρά Ασία ζούσαν 1.694.000 Έλληνες. Στη Θράκη και την περιοχή της Κωνσταντινούπολης 731.000. Στην περιοχή της Τραπεζούντας 350.000 και στα Άδανα 70.000. Σύνολο 2.845.000 Έλληνες που αποτελούσαν το 20% του πληθυσμού των περιοχών, αλλά που κυριαρχούσαν οικονομικά, είχαν δε καταφέρει να διατηρήσουν την πολιτιστική τους κληρονομιά, παρ' ότι αποτελούσαν μειονότητα σε εχθρικό περιβάλλον, έχοντας 2.177 σχολεία με 177.505 μαθητές και 4.596 δασκάλους, καθώς και 2.232 εκκλησίες.

Οι διασωθέντες έφτασαν στο Βασίλειο της Ελλάδας ως πρόσφυγες και τραγικές αποδείξεις μιας ανολοκλήρωτης πορείας. Ερωτηματικό παραμένει ως σήμερα, ο μεγάλος αριθμός κρυπτοχριστιανών οι οποίοι παραμένουν ως και σήμερα, αφανείς. Στα συντρίμια της Σμύρνης τερματίσθηκε η ελληνική παρουσία 2.500 ετών στη Μικρά Ασία και ενταφιάστηκε η ιδεολογία της «Μεγάλης Ιδέας», η οποία είχε αποτελέσει επί σχεδόν έναν αιώνα τον κεντρικό άξονα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και τη βασική πηγή τροφοδότησης της νεοελληνικής αυτοσυνειδησίας.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Jelavich, Barbara (1983). History of the Balkans: Twentieth century. Cambridge University Press. σελ. 131. ISBN 978-0-521-27459-3. 
  2. The Place of the Turkish Independence War in the American Press (1918-1923) από τον Bülent Bilmez: «...η κατοχή της δυτικής Τουρκίας από τον ελληνικό στρατό υπό τον έλεγχο των Συμμαχικών Δυνάμεων και η διαμάχη ανάμεσά τους ήταν προφανής και δημοσίως γνωστή. Καθώς οι Ιταλοί ήταν κατά αυτής της κατοχής από την αρχή, άρχισαν «μυστικά» να βοηθούν τους κεμαλιστές. Αυτή η σύγκρουση μεταξύ των Συμμαχικών Δυνάμεων, και η ιταλική υποστήριξη για τους κεμαλιστές αναφέρονταν τακτικά από τον Αμερικανικό τύπο.»
  3. Mütareke Döneminde Mustafa Kemal Paşa-Kont Sforza Görüşmesi, Mevlüt Çelebi Αρχειοθετήθηκε 2018-12-22 στο Wayback Machine. (Τουρκικά)
  4. Mustafa Kemal Paşa – Kont Sforza ve İtalya İlişkisi (Τουρκικά)
  5. «Απόφαση Αρείου Πάγου 1675/2010 περί επανάληψης της Δίκης των υπευθύνων της Μικρασιατικής Καταστροφής Ανακτήθηκε στις 2 Ιουλίου 2021». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 Ιουλίου 2021. Ανακτήθηκε στις 9 Ιουλίου 2021. 
  6. 6,0 6,1 6,2 Sabahattin Selek: Millî mücadele - Cilt I (engl.: National Struggle - Edition I), Burçak yayınevi, 1963, page 109, (Τουρκικά)
  7. Taşkıran, Cemalettin (2005). "Kanlı mürekkeple yazın çektiklerimizi ... !": Milli Mücadelede Türk ve Yunan esirleri, 1919–1923. σελ. 26. ISBN 978-975-8163-67-0. 
  8. Επίτομος Ιστορία Εκστρατείας Μικράς Ασίας 1919–1922, Athens: Directorate of Army History, 1967 .
  9. Death by Government, Rudolph Rummel, 1994.
  10. saith.gr
    Ο Ι.Μεταξάς στο υπόμνημά του το 1914 ήταν της γνώμης ότι πιο συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί ζούσαν στα παράλια της βορειοδυτικής Μικράς Ασίας
  11. Ζολώτα, Αναστασίου Π. (1995). Η Εθνική Τραγωδία. Πανεπιστήμιο Αθηνών (Ε.Κ.Π.Α.), Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημοσίας Διοικήσεως. 
  12. «"Η Μηχανή του Χρόνου": Η Ελλάς δεν δύναται να αποδεχθεί την προσφορά να προσαρτήσει την Κύπρο και θα παραμείνει ουδέτερη. Όταν ο Ζαϊμης απέρριψε την πρόταση των Άγγλων να παραχωρήσουν την Κύπρο στην Ελλάδα». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Ιανουαρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 8 Φεβρουαρίου 2017. 
  13. «Η Βενιζελική απόφαση για την αποβίβαση του Ελληνικού στρατού στην Σμύρνη». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 Μαρτίου 2015. Ανακτήθηκε στις 14 Νοεμβρίου 2014. 
  14. «Η ελληνική απόβαση στη Σμύρνη». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 Μαρτίου 2019. Ανακτήθηκε στις 14 Νοεμβρίου 2014. 
  15. «Οργανωμένα έκτροπα» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 4 Σεπτεμβρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 14 Νοεμβρίου 2014. 
  16. Ο Γάλλος καθηγητής Εντουάρ Ντριό ο οποίος ανέλαβε κατόπιν εντολής της Ελληνικής Κυβέρνησης να συγγράψει την ελληνική διπλωματική ιστορία της περιόδου 1908 - 1923, στο πόνημά του "Ελλάδα και Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος" (ελληνική έκδοση "Πελασγός", Β΄ έκδοση, Νοέμβριος 2000, σελ. 322) κάνει λόγο για 42 νεκρούς εκ μέρους της ελληνικής πλευράς, εκ των οποίων οι δυο ήταν στρατιώτες και για 66 τραυματίες εκ των οποίων έξι ήταν στρατιώτες, για δε την τουρκική πλευρά αναφέρει έναν συνολικό αριθμό 300-400 νεκρών και τραυματιών τη συγκεκριμένη ημέρα (15 Μαΐου 1919
  17. Ο Εντουάρ Ντριό (όπως πριν, σελ. 323) αναφέρει ότι το βράδυ της 29 προς 30 Μαΐου 1919 οι ελληνικής καταγωγής υπήκοοι εκκένωσαν το Αϊδίνι στα περίχωρα του οποίου είχαν σχηματιστεί ήδη ομάδες ένοπλων τούρκων ατάκτων οι οποίοι στη συνέχεια πυρπόλησαν ολόκληρη τη χριστιανική συνοικία της πόλης. Τα θύματα τα υπολογίζει σε 1.500-2.000 από την ελληνική πλευρά και 1.200-1.500 από την τουρκική. Στις 4 Ιουνίου ισχυρές μονάδες του ελληνικού στρατού κινήθηκαν και κατόπιν προσωπικής εντολής του Βενιζέλου προέβησαν σε αντίποινα πυρπολώντας την τουρκική συνοικία, με αποτέλεσμα να καταστραφούν τα 2/3 της πόλης. Στις 17 Ιουνίου στη Μαινεμένη που απείχε σημαντική απόσταση από τη Σμύρνη, ο ελληνικός στρατός έχασε τον έλεγχο κατά τη διάρκεια συγκέντρωσης τούρκων που διαδήλωναν και άνοιξε πυρ εναντίον του πλήθους με απολογισμό 200 νεκρούς και ισάριθμο περίπου αριθμό τραυματιών
  18. «Τάσος Κωστόπουλος: "Η Μαύρη Βίβλος του Γιουνάν ασκέρ" Ανακτήθηκε στις 12/12/2019». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Απριλίου 2020. Ανακτήθηκε στις 13 Δεκεμβρίου 2019. 
  19. https://www.tanea.gr/2003/09/17/greece/afiepwma-mikrasiatiki-katastrofi-symmaxia-gallias-kemal/
  20. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Φεβρουαρίου 2020. Ανακτήθηκε στις 27 Φεβρουαρίου 2020. 
  21. [ http://efimeris.nlg.gr/ns/pdfwin.asp?c=108&dc=1&db=1&da=1921 Φύλλο εφημερίδας «Εμπρός» της 1 Ιανουαρίου 1921, σελ. 4: «Αν ηθέλαμεν θα είμεθα εις το Εσκή Σεχίρ»]
  22. Εφημερίδα «Εμπρός», φύλλο της 3 Ιανουαρίου 1921, σελ. 4: «Θέσεις απόρθητοι εκυρ/θησαν δια της ελληνικής λόγχης»
  23. Εφημερίδα «ΣΚΡΙΠ», φύλλο της 4 Ιανουαρίου 1921, σελ. 4: «Ανακοινωθέν του Επιτελείου δια τον σκοπόν των τελευταίων επιχειρήσεων»
  24. Εφημερίδα «ΣΚΡΙΠ», φύλλο της 13 Ιανουαρίου 1921, σελ. 4: «Αι Ελληνικαί επιχειρήσεις εσημείωσαν σημαντικάς επιτυχίας – Βεβαίωσις εγκύρου αγγλικής πηγής. Λονδίνον, 12 Ιανουαρίου (τηλ.)- Ο ‘Εωθινός Ταχυδρόμος’ δημοσιεύει τηλεγραφήματα εκ Κωνσταντινουπόλεως αγγέλοντα ότι κατά τας βεβαιώσεις εγκύρων αγγλικών κύκλων, αι Ελληνικαί πολεμικαί επιχειρήσεις επερί το Εσκή Σεχίρ εσημείωσαν σημαντικάς επιτυχίας. Κατά τα ίδια τηλεγραφήματα, ο τουρκικός τύπος, μη δυνάμενος να κρύψη τας συμπαθείας του προς την κυβέρνησιν του Κεμάλ, δημοσιεύει κύρια άρθρα εξυμνών τας δήθεν νίκας των Τούρκων εθνικοφρόνων, ζητών συνάμα όπως αι Δυνάμεις αναγνωρίσουν την κυβέρνησιν της Αγκύρας και αναθεωρήσουν την Συνθήκην των Σεβρών»
  25. Εφημερίδα «Μακεδονία», φύλλο της 11 Ιανουαρίου 1921, σελ. 2: «Ο Κεμάλ αναγνωρίζει την ήτταν του».
  26. "Πεσόντες Σερβαίοι στη Μικρασιατική Εκστρατεία" Ανακτήθηκε στις 22/1/2020
  27. «Φύλλο εφημερίδας Μακεδονία της [[1 Απριλίου]] 1921, σελ. 2: "[[Αθήνα|Αθήναι]], 31 (ιδ. τηλ.) Τηλεγραφείται εκ Κων/πόλεως ότι η Ιλερή της Αγκύρας λέγει, ότι τα εθνικά στρατεύματα εδόξασαν τα εθνικά όπλα προ του Καρά-Χισάρ. Ο Κεμάλ, εν συνεντεύξει διαβεβαιοί τον τουρκικόν λαόν ότι λίαν συντόμως οι σύμμαχοι θα αναγκασθούν να αναγνωρίσουν τα δίκαια της Τουρκίας επί της Θράκης και της Μικράς Ασίας. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Απριλίου 2018. Ανακτήθηκε στις 4 Ιανουαρίου 2017. 
  28. Φύλλο εφημερίδας 'Έθνος' της 30 Μαρτίου 1921, σελ. 4: "Απόκρουσις επιθέσεως πέραν του Αφιόν Καραχισσάρ"
  29. Εφημερίδα 'Έθνος', φύλλο της 12 Ιανουαρίου 1921, σελ. 2: "Επί του Πιεστηρίου - Η Διάσκεψις και το Ανατολικόν ζήτημα - Αμφιβολίαι περί της λύσεώς του"
  30. Φύλλο εφημερίδας 'ΣΚΡΙΠ' της 8/2/1921, σελ.1 : "Η σημερινή μεγάλη ημέρα"[νεκρός σύνδεσμος]
  31. Φύλλο εφημερίδας 'Μακεδονία' της 13 Φεβρουαρίου 1921, σελ. 2: "Απρόοπτος μεταβολή εις την στάσιν των Συμμάχων έναντι των Τούρκων"[νεκρός σύνδεσμος]
  32. Φύλλο εφημερίδας 'Εμπρός' της 17 Φεβρουαρίου 1921, σελ. 4: "Απαράδεκτοι και παράλογοι! Που κείται η μόνη λύσις"[νεκρός σύνδεσμος]
  33. Εφημερίδα 'Έθνος', φύλλο της 22 Φεβρουαρίου 1921, σελ. 2: "Η νέα συνεδρίασις δια το Ανατολικόν"
  34. Φύλλο εφημερίδας 'ΣΚΡΙΠ' της 3/3/1921, σελ. 4: "Η Διάσκεψις διέκοψε τας εργασίας χωρίς να επιτευχθή αποτέλεσμα"[νεκρός σύνδεσμος]
  35. Φύλλο εφημερίδας 'Μακεδονία' της 11 Μαρτίου 1921, σελ. 1: "Το τελικόν κτύπημα κατά του Κεμάλ"[νεκρός σύνδεσμος]
  36. Εφημερίδα 'Έθνος' της 27 Μαρτίου 1921, σελ. 4: "Τρομεραί αι απώλειαι των Τούρκων εις το Εσκή Σεχήρ"
  37. Φύλλο εφημερίδς Μακεδονία της 4 Απριλίου 1921, σελ. 2 : "Ο Κεμάλ εφοδιάζεται εις πολεμεφόδια εκ Ρωσσίας"[νεκρός σύνδεσμος]
  38. Φύλλο εφημερίδας Εμπρός της 17 Απριλίου 1921, σελ. 4: "Η χθεσινή ημέρα του κ. Γούναρη εις Σμύρνην. Σήμερον αναχώρουν εις το μέτωπον Ουσάκ"
  39. Ηλίας Μαγκλίνης, "1921, μία μοιραία χρονιά", εφημερίδα "Η Καθημερινή", φύλλο της Κυριακής 28 Φεβρουαρίου 2021, σελ. 15
  40. Εφημερίδα "Εμπρός", φύλλο της 30 Μαΐου 1921, σελ. 1: "Προς την νίκην! Το διάγγελμα του Βασιλέως προς τον ελληνικόν λαόν"
  41. Φύλλο εφημερίδας ΣΚΡΙΠ της 8 Ιουλίου 1921, σελ. 1: "Ο ελληνικός στρατός εισήλθε την Τρίτην στο Εσκη Σεχήρ"[νεκρός σύνδεσμος]
  42. Κουκουτσάκης, στο φύλλο της εφημερίδας "Εμπρός" της 7 Ιουλίου 1921, σελ. 4: "Η φάλαγξ Άδρανος εισήλθε πρώτη εις την πόλιν"
  43. Φύλλο εφημερίδας 'ΣΚΡΙΠ' της 16 Μαρτίου 1921, σελ. 1: "Αι λεπτομέριαι της καταλήψεως του Αφιόν-Καραχισσάρ"[νεκρός σύνδεσμος]
  44. Φύλλο εφημερίδας Μακεδονία της 14 Ιουλίου 1921, σελ. 2: "Λεπτομερής επίσημος έκθεσις περί της μεγαλειώδους νίκης του Εσκή Σεχήρ"
  45. «Φύλλο εφημερίδας Μακεδονία της [[2 Αυγούστου]] 1921, σελ. 1: "Η επίθεσις κατά του εχθρού ήρχισεν. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Οκτωβρίου 2021. Ανακτήθηκε στις 4 Ιανουαρίου 2017. 
  46. Καλαιτζής, Γεώργιος, συνταγματάρχης Πεζικού (1965). Η Εκστρατεία στη Μικρά Ασία,τόμος πέμπτος. Αθήνα: Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, Γενικό Επιτελείο Στρατού. σελ. 163. 
  47. Φύλλο εφημερίδας 'ΣΚΡΙΠ' της 31 Αυγούστου 1921, σελ. 4: "Αποκρούονται αι εχθρικαί αντεπιθέσεις"[νεκρός σύνδεσμος]
  48. Εφημερίδα 'Έθνος' της 30 Αυγούστου 1921, σελ. 4: "Απεκρούσθη ισχυρά τουρκική επίθεσις"
  49. Εφημερίδα 'Ριζοσπάστης', φύλλο της 31 Αυγούστου 1921, σελ. 2: "Χαλάρωσις των επιχειρήσεων του μετώπου"[νεκρός σύνδεσμος]
  50. Χρήστος Κονταρίδης, "Το Κύκνειο Άσμα του Μικρασιατικού Ελληνισμού", μηνιαία εφημερίδα "Εθνική Ηχώ", φύλλο 647 (Σεπτέμβριος 2017), σελ. 12
  51. Llewellyn-Smith, Michael (1973). Ionian Vision: Greece in Asia Minor 1919-1922. London: Allen Lane. σελ. 264, 273-4, 277, 278. 
  52. https://www.historical-quest.com/diafhmisteite-se-mas/108-
  53. Vansittart, The Mist Procession, 289-90. Harington, Tim Harington Looks Back, 110
  54. Εφημερίδα "Μακεδονία", φύλλο της 13 Αυγούστου 1922, σελ. 2: "Αι Επιχειρήσεις εις την Μικράν Ασίαν - Επίθεσις και Αντεπίθεσις - Αθήναι (12) - Ανακοινωθέν 11 Αυγούστου - Χατζηανέτης (υπογραφή)" Ανακτήθηκε από την ιστοσελίδα της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος, στις 13/8/2021
  55. Φύλλο εφημερίδας 'ΣΚΡΙΠ' της 13 Αυγούστου 1922, σελ. 4: "Ο εχθρός επιτεθείς ηναγκάσθη να υποχωρήση ατάκτως - Ελάχισται αι απώλειαι των ημετέρων"[νεκρός σύνδεσμος]
  56. Εφημερίδα 'Έθνος', φύλλο της 14 Αυγούστου 1922, σελ. 4: "Ήρχισεν από χθες επίθεσις των Τούρκων εις το Αφιόν Καραχισσάρ"
  57. Πρωτοσέλιδο άρθρο της εφημερίδας 'Μακεδονία' στο φύλλο της 17 Αυγούστου 1922, με τίτλο: "Η εξέλιξις της εχθρικής επιθέσεως - ο αγών συνάπτεται δυτικώς του Αφιόν Καραχισσάρ - Διατί εξεκινώθη το Αφιόν - Αι άλλαι μετακινήσεις του στρατού"[νεκρός σύνδεσμος]
  58. Φύλλο εφημερίδας 'ΣΚΡΙΠ' της 25/8/1922, σελ. 4
  59. 'ΣΚΡΙΠ', ό.π.
  60. 'ΣΚΡΙΠ', ό.π.
  61. Φύλλο εφημερίδας 'ΣΚΡΙΠ' της 25 Αυγούστου 1922, σελ. 4: "Αρχιστράτηγος ανέλαβεν ο κ. Πολυμενάκος"
  62. «Η Γενοκτονία του Ελληνισμού της Ανατολής (Πόντου, Μ. Ασίας, Θράκης)». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Νοεμβρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 18 Ιανουαρίου 2016. 
  63. Η άρνηση της Γενοκτονίας των Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (1914-1923)
  64. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Δεκεμβρίου 2019. Ανακτήθηκε στις 27 Φεβρουαρίου 2020. 

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Δημήτρης Κιτσίκης, Συγκριτική Ιστορία Ελλάδος και Τουρκίας στον 20ο αιώνα, Αθήνα, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 3η έκδοση, 1998.
  • «Σύντομη ιστορία της νεώτερης Ελλάδος» (Richard Clogg)
  • Ένθετο «Ιστορικά» (Εφημερίδα «Ελευθεροτυπία»)
  • «Τρεις αιώνες, μια ζωή» (Φιλιώ Χαϊδεμένου και «Λιβάνης»)
  • «Πως έζησα την καταστροφή της Σμύρνης» (Μιχ. Βαζλαβάνης και «Κωστόγιαννος» 1998)
  • «Δακρυσμένη Μικρασία» (Βασίλης Τζανακάρης και «Μεταίχμιο» 2007)

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]