Απουλία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 41°0′31″N 16°30′46″E / 41.00861°N 16.51278°E / 41.00861; 16.51278

Απουλία

(Έμβλημα)

(Σημαία)
Διοικητικές πληροφορίες
Χώρα    Ιταλία
Πρωτεύουσα   Μπάρι
Πρόεδρος   Μικέλε Εμιλιάνο
Περιοχή
Έκταση   19.358 χλμ²
Πληθυσμός   4.045.949 (30-10-2012)
Άλλες πληροφορίες
Ζώνη ώρας   UTC+1
Τοποθεσία
Χάρτης
Χάρτης
Χάρτης της περιφέρειας διαιρεμένης σε επαρχίες
Επίσημη ιστοσελίδα

Η Απουλία (ιταλικά: Puglia) είναι μία από τις 20 Περιφέρειες της Ιταλίας στη νότια Ιταλία (ιταλ. παρ. Mezzogiorno). Βρέχεται από την Αδριατική Θάλασσα στα ανατολικά, το Ιόνιο Πέλαγος στα νοτιοανατολικά, το Στενό του Οτράντο και τον Κόλπο του Τάραντα στα νότια. Η Περιφέρεια της Απουλίας έχει έκταση 19.345 τετραγωνικά χιλιόμετρα και πληθυσμό 4.000.000 κατοίκους. Η Απουλία συνορεύει με την Περιφέρεια του Μολίζε στα βόρεια, με την Περιφέρεια της Καμπανίας στα δυτικά και με την Περιφέρεια της Μπαζιλικάτα στα νοτιοδυτικά. Αντικρίζει πέρα από την Αδριατική και το Ιόνιο Πέλαγος την Αλβανία, τη Βοσνία και Ερζεγοβίνη, την Κροατία, την Ελλάδα και το Μαυροβούνιο, η πρωτεύουσα της περιφέρειας είναι το Μπάρι.

Γεωγραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Απουλία συνορεύει βόρεια με την περιφέρεια του Μολίζε, δυτικά με την Καμπανία και τη Μπαζιλικάτα, ενώ βρέχεται από την Αδριατική από βόρεια και ανατολικά και από το Ιόνιο Πέλαγος από νότια και δυτικά.

Η έκταση της Απουλίας ανέρχεται σε 19.366 τ.χλμ. και ο πληθυσμός της Απουλίας σε 4.072.839 κατοίκους. Είναι η περιφέρεια με τα λιγότερα ορεινά εδάφη στην Ιταλία (~2%) ενώ μεγάλο μέρος της είναι σε υψόμετρα μεταξύ 100-300 μέτρων. Από υδρογραφικής άποψης η Απουλία διαρρέεται από διάφορα —όχι μεγάλα— ποτάμια, ενώ σπουδαιότερη λίμνη είναι της Λεσίνα και του Βαράνο, στα βόρεια. Η νησιωτική Απουλία αποτελείται από τα νησιά Τρέμιτι που ανήκουν στην επαρχία της Φότζια (ιταλ. "Foggia").

Η Απουλία έχει ίσως τις περισσότερες βιομηχανίες στον ιταλικό Νότο, με κυριότερο σημείο παρουσίας μονάδων κάθε είδους στο τρίγωνο Μπάρι-Μπρίντιζι-Τάραντα. Οι βιομηχανίες ειδικεύονται στην παραγωγή και μεταποίηση αγροτικών προϊόντων (λαχανικά, ελιές, σιτηρά κ.λπ.), στην επεξεργασία δερμάτινων ειδών, παπουτσιών κ.ά.

Κυριότερες πόλεις της Απουλίας είναι οι: Μπάρι (Bari), Φότζια (Foggia), Μπρίντιζι (Brindisi), Λέτσε (Lecce) και Τάραντο (Taranto). Με την Ελλάδα υπάρχει καθημερινή ακτοπλοϊκή επικοινωνία (μεταξύ Πάτρας ή Ηγουμενίτσας και Μπάρι ή Μπρίντιζι), ενώ ιδιαίτερα το καλοκαίρι υπάρχει και απευθείας αεροπορική σύνδεση μεταξύ Αθήνας και Μπάρι (όχι όμως τακτικά).

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αρχαιότητα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Απουλία είναι η πιο πλούσια περιφέρεια της Ιταλίας σε αρχαιολογικά ευρήματα. Εποικίστηκε για πρώτη φορά από τις Μυκήνες.[1] Στην Αρχαιότητα ήταν τμήμα της Μεγάλης Ελλάδος, εκτεινόμενη ΒΑ των νότιων Απέννινων κατά μήκος της Αδριατικής. Την κατοικούσαν οι Μεσσάπιοι ή Σελεντίνοι, οι Πευκέτιοι, και οι Δαύνιοι ή Απουλίοι. Από τον 4ο αιώνα π.Χ. η Απουλία καταλήφθηκε από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και αργότερα ενσωματώθηκε στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Τα εδάφη της Καλαβρίας και της Απουλίας ανήκαν στο Βυζαντινό Θέμα Λογγοβαρδίας. Ήταν κατάλοιπο του Εξαρχάτου της Ραβέννας και ανήκε στο Κατεπανάτο της Ιταλίας. Οι Λομβαρδοί αποτελούσαν τον πληθυσμό στην περιοχή γύρω από την Απουλία και το Μέλφι.

Νορμανδική κατάκτηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις αρχές του 11ου αιώνα οι Άραβες απειλούσαν τις Βυζαντινές κτήσεις στην Ιταλία. Ο Μιχαήλ Δ΄ ο Παφλαγών έστειλε τον έμπειρο στρατηγό Γεώργιο Μανιάκη, που συνέτριψε δύο φορές τους Άραβες στη Σικελία (1038, 1040) και ανακατέλαβε το νησί. Ο Γεώργιος Μανιάκης είχε στην υπηρεσία του πολλούς μισθοφόρους από τη βόρεια Ευρώπη, ανάμεσα τους και Νορμανδοί. Αρχηγοί των Νορμανδών μισθοφόρων ήταν ο Γουλιέλμος Α΄ της Απουλίας ή Γουλιέλμος ο Σιδηρόχειρ και τα αδέλφια του, μέλη του Οίκου των Ωτβίλ. Ο Γουλιέλμος ο Σιδηρόχειρ ως αρχηγός των Νορμανδών μισθοφόρων στη Σικελία την περίοδο 1038-1040 σκότωσε ο ίδιος τον Άραβα εμίρη στις Συρακούσες. Στη μοιρασιά των λαφύρων, ο Μανιάκης πρόσβαλε τον αρχηγό των Λομβαρδών και αυτοί εξεγέρθηκαν (1041).[2]

Οι Βυζαντινοί, ωστόσο, ήρθαν σύντομα σε σκληρή εμφύλια σύγκρουση, με αποτέλεσμα την κατάρρευση και την απώλεια των κατακτήσεων τους από τους ίδιους τους μισθοφόρους τους. Ο Μανιάκης συκοφαντήθηκε από τον Βυζαντινό ναύαρχο Στέφανο, κατηγορήθηκε για προδοσία στον αυτοκράτορα και ανακλήθηκε. Τον αντικατέστησε ο ίδιος ο Στέφανος.[3] Ο Μανιάκης κέρδισε ξανά την αυτοκρατορική εύνοια, επανήλθε στη Σικελία, αλλά συκοφαντήθηκε δεύτερη φορά σε μεγαλύτερο βαθμό από τον Βυζαντινό στρατηγό Ρωμανό Σκληρό, με αποτέλεσμα να σπάσει όλους τους δεσμούς του με την Κωνσταντινούπολη. Οι Λομβαρδοί της Απουλίας εκμεταλλεύτηκαν την κατάσταση, εξεγέρθηκαν και υπό την ηγεσία των Νορμανδών μισθοφόρων έδιωξαν τους Βυζαντινούς από την περιοχή. Ο Γουλιέλμος ο Σιδηρόχειρ πέτυχε την αναγνώριση των Λομβαρδών ηγεμόνων, ίδρυσε την Κομητεία της Απουλίας και της Καλαβρίας και ανακηρύχθηκε ο πρώτος κόμης (1042).

Κομητεία της Απουλίας και της Καλαβρίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα σύμβολα της Κομητείας και του Δουκάτου της Απουλίας και της Καλαβρίας.

Η κομητεία κυβερνήθηκε από τον Οίκο των Ωτβίλ,. Τον Γουλιέλμο Α΄ διαδέχθηκε ο αδελφός του Ντρόγκο της Απουλίας (1046) που έγινε υποτελής απευθείας του αυτοκράτορα Ερρίκου Γ΄.[4] Ο Ροβέρτος Γυισκάρδος, μικρότερος ετεροθαλής αδελφός του Γουλιέλμου Α΄ και του Ντρόγκο, διαδέχθηκε τα αδέλφια του στην κομητεία, που πέθαναν χωρίς απογόνους (1057), κατέκτησε την Καλαβρία και έδιωξε όλους τους Άραβες από τη Σικελία.[5] Ο Πάπας Νικόλαος Β΄ έδωσε στον Ροβέρτο Γυισκάρδο τον τίτλο του "Δούκα" (1059). Από τότε η κομητεία πήρε την ονομασία "Δουκάτο της Απουλίας και της Καλαβρίας".

Η πρωτεύουσα της κομητείας και του δουκάτου ήταν αρχικά το Μέλφι. Μετά την κατάκτηση του πριγκιπάτου του Σαλέρνου από τον Ροβέρτο Γυισκάρδο (1077), η πρωτεύουσα μετακινήθηκε στο Σαλέρνο. Ο Ρογήρος Β΄ της Σικελίας, γιος του μικρότερου αδελφού του Ροβέρτου Γυισκάρδου Ρογήρου Α΄ της Σικελίας που κυβερνούσε την Κομητεία της Σικελίας, διαδέχθηκε στο Δουκάτο της Απουλίας και της Καλαβρίας τον άκληρο ξάδελφο του Γουλιέλμο Β΄ της Απουλίας (1127). Ο Ρογήρος Β΄ ένωσε το Δουκάτο της Απουλίας και της Καλαβρίας με την κομητεία της Σικελίας και δημιούργησε το Βασίλειο της Σικελίας. Ο τίτλος του Δούκα της Απουλίας και της Καλαβρίας διατηρήθηκε μέχρι το 1161 με μέλος της βασιλικής οικογένειας που διόριζε ο βασιλιάς. Τελευταίος εκπρόσωπος ήταν ο ανήλικος Ρογήρος Δ΄ της Απουλίας.

Βασίλειο της Σικελίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Toν Φεβρουάριο του 1154 πεθαίνει ο Ρογήρος Β' και τον διαδέχεται ο τέταρτος γιος του Γουλιέλμος Α΄. Την ίδια χρονιά ο Ροβέρτος του Bassonville έρχεται σε επαφή με τον Μιχαήλ Παλαιολόγο και τον Ιωάννη Δούκα, οι οποίοι είχαν αποσταλεί στην Ιταλία από τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Μανουήλ Α΄ Κομνηνό με αποστολή να αποσταθεροποιήσουν το νορμανδικό Βασίλειο. Ο Ροβέρτος ενώνει τις στασιαστικές στρατιωτικές του δυνάμεις με τις μισθοφορικές δυνάμεις των Βυζαντινών εναντίον του Γουλιέλμου.[6] Οι Παλαιολόγος και Δούκας όμως, αποτυγχάνουν να πείσουν τον Γερμανό ηγεμόνα Φρειδερίκο Μπαρμπαρόσσα να συμμετάσχει σε κοινή εκστρατεία εναντίον των Νορμανδών. Έτσι, το βυζαντινό στράτευμα και οι δυνάμεις του Ροβέρτου κινούνται ως συμμαχικό στράτευμα εναντίον του Βασιλείου της Σικελίας. Από κοινού κατάφεραν να καταλάβουν μεγάλο μέρος της Απουλίας.[7] Αφού κατέλαβαν τη Βάρι (Μπάρι) και άλλες παράκτιες περιοχές, ο αυτοκράτορας Μανουήλ στέλνει ενισχύσεις. Ο Μιχαήλ Παλαιολόγος προσπάθησε να υποβιβάσει τον Ροβέρτο του Bassonville σε μισθοφόρο του Βυζαντινού αυτοκράτορα, προσφέροντάς του ένα χρηματικό ποσό, όμως ο Ροβέρτος αρνείται την προσφορά, και η απόπειρα του Μιχαήλ αποτυγχάνει. Εν συνεχεία οι συμμαχικές δυνάμεις καταλαμβάνουν το Βροντήσιο (Πρίντεζι) και η φρουρά τη πόλης οχυρώνεται στην ακρόπολη.[8] Η πληροφορία ότι ο Γουλιέλμος Α΄ ερχόταν στην πόλη επικεφαλής μεγάλης στρατιωτικής δύναμης για να συνδράμει την πολιορκούμενη φρουρά σε συνδυασμό με το ότι η νορμανδική φρουρά αρνιόταν πεισματωδώς να παραδώσει την ακρόπολη, κάνει τον Ροβέρτο να εγκαταλείψει την πολιορκία και να αποχωρήσει. Η άρνηση των Βυζαντινών ηγετών να ικανοποιήσουν τις μισθολογικές απαιτήσεις των Ιταλών μισθοφόρων, κάνει τους δεύτερους να αποχωρήσουν επίσης. Το στράτευμα του Γουλιέλμου νικά τους εναπομείναντες μισθοφόρους των Βυζαντινών στις 28 Μαΐου του 1156, και ανακαταλαμβάνει τις πόλεις που είχαν καταληφθεί από τους στασιαστές.[9]

Ο αυτοκράτορας Φρειδερίκος Β΄ Χοενστάουφεν.

Τελευταίος εκπρόσωπος του Οίκου των Ωτβίλ ήταν η Κωνσταντία του Ωτβίλ μικρότερη κόρη του Ρογήρου Β΄ από τον τελευταίο του γάμο, παντρεύτηκε τον αυτοκράτορα Ερρίκο ΣΤ΄ από τότε το βασίλειο της Σικελίας πέρασε στον Οίκο των Χοενστάουφεν. Ο γιος τους Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Φρειδερίκος Β΄ Χοενστάουφεν οικοδόμησε μία μεγάλη σειρά από κάστρα, το σημαντικότερο ήταν το Καστέλ ντελ Μόντε που μερικές φορές το ονομάζουν "Στέμμα της Απουλίας".[10][11] Ο Οίκος των Χοενστάουφεν ήρθε σε σκληρή σύγκρουση με την Αγία Έδρα, ο ίδιος ο Φρειδερίκος Β΄ αφορίστηκε τέσσερις φορές. Ο Πάπας Ουρβανός Δ΄ έδωσε το βασίλειο της Σικελίας στον Κάρολο τον Ανδεγαυό, γενάρχη του Οίκου των Καπέετιδών του Ανζού, μικρότερο αδελφό του Γάλλου βασιλιά Λουδοβίκου του Αγίου (1263). Ακολούθησε η "μάχη του Μπενεβέντο" στην οποία ο Μανφρέδος της Σικελίας νόθος γιος του αυτοκράτορα Φρειδερίκου Β΄ συνετρίβη από τον Κάρολο τον Ανδεγαυό και σκοτώθηκε (26 Φεβρουαρίου 1266).[12] Ο Κάρολος ο Ανδεγαυός κατέκτησε την Απουλία μαζί με τη Σικελία (1266), όταν ξέσπασε ο Σικελικός Εσπερινός (1282) έχασε τη Σικελία και η Απουλία ενσωματώθηκε στο Ανδεγαυικό Βασίλειο της Νεαπόλεως.

Βασίλειο της Νεαπόλεως[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το βασίλειο της Νεαπόλεως ήταν ανεξάρτητο και κυβερνήθηκε από τους Ανδεγαυούς (1282 - 1442), στη συνέχεια πέρασε στον Οίκο της Τραστάμαρα που ήταν πλάγιος κλάδος του Καστιλιανού Οίκου της Ιβρέας (1442 - 1501). Με την έκρηξη του Γάλλο-Ισπανικού πολέμου ο Λουδοβίκος ΙΒ΄ της Γαλλίας κατέκτησε το βασίλειο της Νεαπόλεως (1501 - 1504), στη συνέχεια η Νάπολη πέρασε ξανά στους Αραγωνέζους της Τραστάμαρα και στην Ισπανική αυτοκρατορία (1504 - 1574). Όταν οι Βερβερίνοι πειρατές από τη βόρεια Αφρική λεηλάτησαν τη Φότζα (1554) εκτιμάται ότι πήραν περίπου 7.000 αιχμαλώτους.[13] Οι ακτές της Απουλίας σποραδικά κατελήφθησαν από την Οθωμανική αυτοκρατορία και τη Δημοκρατία της Βενετίας.[14] Η Απουλία συμμετείχε στην Ιταλική ενοποίηση και στο Βασίλειο της Ιταλίας με πρωτεύουσα το Τορίνο. Οι ιστορικοί τονίζουν ότι "το Οτράντο είναι πιο κοντά σήμερα σε 17 ξένες πρωτεύουσες παρά στο Τορίνο".[15]

Διοικητική διαίρεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Απουλία διοικητικά χωρίζεται σε έξι (6) επαρχίες :

Η επαρχία των Μπαρλέττα-Άντρια-Τράνι ιδρύθηκε πρόσφατα και δεν λειτουργεί ακόμη πλήρως.

Από πολιτιστική και ιστορική άποψη χωρίζεται στις περιοχές Daunia, Tavoliere, Gargano, Murge e Valle d'Itria, Arco Ionico tarantino και Salento.

Δημογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο πληθυσμός της Απουλίας[16] ανά επαρχία:

Επαρχία Πληθυσμός
(κάτ.)
Έκταση
(χμ²)
Πυκνότητα
(κάτ./χμ²)
Πρωτεύουσα
Μπάρι 1.595.359 5.139 310,44 Μπάρι
Λέτσε 808.939 2.759 293,2 Λέτσε
Φότζια 684.273 7.192 95.14 Φότζα
Τάραντα 580.676 2.437 210,33 Τάραντας
Μπρίντιζι 353.543 1.657 213 Μπρίντιζι
Σύνολο 4.071.518 19.357,9 288,9

Πολιτική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο ανεξάρτητος Μικέλε Εμιλιάνο είναι πρόεδρος της περιφέρειας από τις 26 Ιουνίου 2015. Ο Εμιλιάνο επανεξελέγη κερδίζοντας τις περιφερειακές εκλογές στις 20-21 Σεπτεμβρίου 2020 λαμβάνοντας ποσοστό 46,8%.


Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Elizabeth A. Fisher, The Mycenaeans and Apulia. An Examination of Aegean Bronze Age Contacts with Apulia in Eastern Magna Grecia, Astrom, 1998
  2. Raoul Manselli. "Altavilla, Drogone d'". Dizionario Biografico degli Italiani, vol. 2, Alberto Ghisalberti (ed.) Rome: Istituto dell'Enciclopedia italiana, 1960.
  3. Ο ναύαρχος Στέφανος ήταν συγγενής του αυτοκράτορα και του ευνούχου Ιωάννη Ορφανοτρόφου που ουσιαστικά κυβερνούσε την αυτοκρατορία. Ο πανίσχυρος ευνούχος συνέβαλε και στην απόφαση για τη δεύτερη ανάκληση του Μανιάκη.
  4. στη φεουδαρχία ο υποτελής ("vassal") έδινε φόρο τιμής ("homage") στον επικυρίαρχο ("suzerain").
  5. Rogers 2010, σ. 66.
  6. M. Angold, Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία από το 1025 έως το 1204. Μια Πολιτική Ιστορία, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 2008, σσ. 325-326.
  7. Ό. π. σ. 326.
  8. Ό π. σ. 326.
  9. Ό. π. σσ. 326-327.
  10. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Μαΐου 2019. Ανακτήθηκε στις 15 Μαΐου 2019. 
  11. Heinz Götze, Castel Del Monte: Geometric Marvel of the Middle Ages (1998), σ. 89
  12. Runciman 1958, σσ. 92, 94.
  13. Asaolu, Richard Oluseyi (n.d.). Slavery:Abolition. Mainz: Pedia. σ. 50. Retrieved 3 June 2017.
  14. Dursteler, Eric R., ed. (2013). A Companion to Venetian History, 1400-1797. Leiden: Koninklejke. σσ. 142–43.
  15. David Gilmour, The Pursuit of Italy: A History of a Land, Its Regions and their Peoples (2012), σ. 24
  16. Δεδομένα ISTAT/Ιταλικής Στατιστικής Υπηρεσίας 2007

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Asaolu, Richard Oluseyi (n.d.). Slavery:Abolition. Mainz: Pedia.
  • David Gilmour, The Pursuit of Italy: A History of a Land, Its Regions and their Peoples (2012)
  • Dursteler, Eric R., ed. (2013). A Companion to Venetian History, 1400-1797.
  • Heinz Götze, Castel Del Monte: Geometric Marvel of the Middle Ages (1998)
  • Rogers, Clifford J. (2010). The Oxford Encyclopedia of Medieval Warfare and Military Technology: Vol. 1. Oxford: Oxford University Press.
  • Runciman, Sir Steven (1958). The Sicilian Vespers: A History of the Mediterranean World in the Later Thirteenth Century. Cambridge University Press.
  • Desmond Seward, An Armchair Traveller's History of Apulia (Haus Publishing, 2013)
  • Stefania Mola, Apulia: the Cathedrals (Adda, 2008)
  • Francesco Carofiglio, Apulia, a Tourist's Guide to the Culture of Apulia (1988)
  • Susanna Gelmetti, Italian Country Cooking: Recipes from Umbria & Apulia (1996)
  • Apulia: A Film Tourism Guide (Laterza, 2009, 246 pp)
  • Tessa Garton, Early Romanesque Sculpture in Apulia (Courtauld Institute, 1984)
  • "Apulia", Encyclopædia Britannica (11th ed.), New York, 1910, OCLC 14782424
  • Roy Domenico (2002). "Apulia". Regions of Italy: a Reference Guide to History and Culture. Greenwood.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]