Σοφία Βέμπο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Σοφία Βέμπο
Γέννηση10 Φεβρουαρίου 1910 (1910-02-10)
Καλλίπολη[1]
Θάνατος11 Μαρτίου 1978 (68 ετών)
Αθήνα
Αιτία θανάτουεγκεφαλικό επεισόδιο
Τόπος ταφήςΠρώτο Νεκροταφείο Αθηνών
Χώρα πολιτογράφησηςΕλλάδα[2]
Ιδιότητατραγουδιστής και ηθοποιός
Εν ενεργεία1933–1978
ΣύζυγοςΜίμης Τραϊφόρος (1957–1978)
ΤέκναΧάιδω Τραϊφόρου[3]
ΑδέλφιαΑνδρέας Βέμπος
Γιώργος Βέμπος
Αλίκη Βέμπο
Όργαναφωνή
ΒραβεύσειςΤάγμα της Ευποιΐας
Υπογραφή
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Η Σοφία Βέμπο (Καλλίπολη Ανατολικής Θράκης, 10 Φεβρουαρίου 1910 – Αθήνα, 11 Μαρτίου 1978)[4][5] ήταν κορυφαία Ελληνίδα ερμηνεύτρια και ηθοποιός της οποίας η καλλιτεχνική πορεία εκτείνεται από τον Μεσοπόλεμο έως τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια και τη δεκαετία του ’50. Χαρακτηρίστηκε «Τραγουδίστρια της Νίκης» λόγω των εθνικών τραγουδιών που ερμήνευε κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940.

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το όνομα Βέμπο επέλεξε η ίδια να υιοθετήσει κάνοντας και τις απαραίτητες νόμιμες διαδικασίες, επειδή έτσι (εσφαλμένα) είχε συνηθίσει να προφέρει το όνομά της το κοινό. Το πραγματικό της όνομα ήταν Σοφία Μπέμπου. Γεννήθηκε στην Καλλίπολη της Ανατολικής Θράκης στις 10 Φεβρουαρίου του 1910. Η μητέρα της, Πηνελόπη, το γένος Παντίρη, ήταν από την Καλλίπολη και ο πατέρας της Αθανάσιος Γ. Μπέμπος (1864-1944), καταγόμενος από την Τσαριτσάνη είχε εγκατασταθεί στη θρακική πόλη και δούλευε ως καπνεργάτης. Το 1912 η οικογένειά της μετεγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου γεννήθηκε ο αδελφός της, Γιώργος (1914-1969), που τον αποκαλούσαν Τζώρτζη, η αδελφή της, Αλίκη (1913-1993), και ο μικρότερος αδελφός της, Ανδρέας (1919-1989).

Το 1924, με την υπογραφή της ελληνοτουρκικής συμφωνίας ανταλλαγής πληθυσμών που συνομολόγησε η κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου, η οικογένειά της αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη και να επιστρέψει στην Τσαριτσάνη, και από εκεί να εγκατασταθεί μόνιμα στον Βόλο. Ο θείος της, αδελφός της μητέρας της, Ιωάννης Παντίρης, εγκαταστάθηκε στον Λαγκαδά με άλλους Θρακιώτες πρόσφυγες και αργότερα διετέλεσε δήμαρχος Λαγκαδά. Η Σοφία πέρασε πολλά καλοκαίρια στον Λαγκαδά.[6][7]

Στο Βόλο, η Έφη Μπέμπο, όπως αρεσκόταν να λέγεται, μετά τις εγκύκλιες σπουδές της αναγκάστηκε λόγω φτώχειας να δουλεύει για να βοηθήσει την οικογένειά της. Έτσι ξεκίνησε να δουλεύει ταμίας στο κατάστημα «Φλωρία» του Βόλου. Παράλληλα, της άρεσε η μουσική και αγοράζοντας μία κιθάρα άρχισε να εξασκείται σ' αυτή με τη βοήθεια της φίλης της, Μαρίτσας Χασάπη.

Τον Σεπτέμβριο του 1933 αποφάσισε να πάει στη Θεσσαλονίκη να βρει τον αδελφό της, Τζώρτζη, που σπούδαζε εκεί, και που είχε καιρό να στείλει γράμμα. Έτσι, παίρνοντας την κιθάρα της επιβιβάστηκε στο Α/Π Κεφαλληνία, και στη διάρκεια του ταξιδιού της άρχισε με την κιθάρα της το τραγούδι. Σε ελάχιστο χρόνο όλοι οι επιβάτες του πλοίου και το πλήρωμα βρίσκονταν γύρω της και την χειροκροτούσαν ενθουσιασμένοι από τη φωνή της. Αυτή θεωρητικά ήταν και η πρώτη δημόσια εμφάνιση της Σοφίας.

Μεταξύ των επιβατών ήταν και ένας καλλιτεχνικός διευθυντής που, ακούγοντάς την, ενθουσιάστηκε τόσο πολύ, που στο τέλος την πλησίασε και της συστήθηκε. Ήταν ο Κωνσταντίνος Τσίμπας, ο μεγαλύτερος ιμπρεσάριος της Θεσσαλονίκης (που αργότερα αποδείχθηκε και πράκτορας των Γερμανών), ο οποίος και πρότεινε στην Μπέμπο με την άφιξή της στη Θεσσαλονίκη να δουλέψει στο μεγάλο κοσμικό κέντρο ΑΣΤΟΡΙΑ. Φθάνοντας η Μπέμπο στη Θεσσαλονίκη, όπου την περίμενε ο αδελφός της, συζήτησε την πρόταση του Τσίμπα, και με τη δική του συγκατάθεση ξεκίνησε την επομένη τις πρώτες καλλιτεχνικές της εμφανίσεις, όπου οι θαμώνες κάθε βράδυ παρέτειναν το πρόγραμμά της με τα συνεχή χειροκροτήματά τους.

Αρχή καριέρας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μέσα σε μια μόλις εβδομάδα η φήμη της φθάνει στην Αθήνα, και αμέσως της γίνεται πρόταση να εμφανιστεί στο θέατρο του Φώτη Σαμαρτζή. Η Μπέμπο, ενημερώνοντας σχετικά τους γονείς της, που δεν έφεραν αντίρρηση, αποδέχεται την πρόταση και στις 25 Οκτωβρίου του 1933 βρίσκεται στην αθηναϊκή σκηνή του θεάτρου «Κεντρικόν» του Φώτη Σαμαρτζή, στην πλατεία Κολοκοτρώνη, συμμετέχοντας στην επιθεώρηση «Παπαγάλος 33» με τον θίασο Σαμαρτζή-Μηλιάδη.

Στην επιθεώρηση αυτή η Μπέμπο παρουσιαζόταν σαν τσιγγάνα με μια κιθάρα, με την οποία και απέδιδε το πρώτο της τραγούδι, το "Μια γυναίκα πέρασε". Η επιτυχία που είχε ήταν εκπληκτική. Όταν στο τέλος υποκλίθηκε, και περνώντας την κιθάρα της στον ώμο κατευθύνθηκε προς τα παρασκήνια, οι άλλοι ηθοποιοί τής φώναζαν:
— «Πο'υ πας, δεν ακούς τον κόσμο που σου φωνάζουν "μπιζ";»
— «Και τι με νοιάζει εμένα αν φωνάζουν "μπιζ";» αποκρίθηκε η Μπέμπο, μη γνωρίζοντας τον όρο, που σήμαινε επανάληψη.

Τέσσερις φορές χρειάστηκε η Μπέμπο να επαναλάβει αυτό το τραγούδι κατά τη πρεμιέρα προκειμένου να ικανοποιήσει το κοινό που παραληρούσε και χειροκροτούσε όρθιο. Στο τέλος της παράστασης όλοι οι ηθοποιοί την συνεχάρησαν, λέγοντας της «μπράβο ήσουν υπέροχη», μεταξύ των οποίων ήταν οι Ορέστης Μακρής, Μαρίκα Νέζερ, Φώτης Αργυρόπουλος, κ.ά. Τότε υπέγραψε συμβόλαιο 10.000 δραχμών το μήνα, αστρονομικό για την εποχή εκείνη για έναν τραγουδιστή και για μία θεατρική περίοδο. Σημειώνεται μάλιστα, ότι στη παράσταση αυτή ο Πολ Νορ την βάπτισε καλλιτεχνικά Σοφία Βέμπο (αντί Έφη Μπέμπο). Από εκείνη την πρώτη παράσταση η καλλιτεχνική εξέλιξη της Σοφίας Βέμπο πλέον, υπήρξε αλματώδης.

Προπολεμική καριέρα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πρώτη αυτή μεγάλη αναγνώριση της Σοφίας Βέμπο στο αθηναϊκό κοινό προκάλεσε την ανανέωση του συμβολαίου της και την εμφάνισή της σε δύο θέατρα, στο «Κεντρικόν» και το «Μουντιάλ». Η φήμη της όμως έφθασε στην Αίγυπτο, όπου η Βέμπο ανταποκρινόμενη σε σχετική πρόσκληση εμφανίστηκε στο «Γκραν Τριανόν» της Αλεξάνδρειας, σημειώνοντας και εκεί τεράστια επιτυχία. Επιστρέφοντας το 1934, συνεχίζει τις παραστάσεις της στο θερινό θέατρο του Σαμαρτζή επί της οδού Καρόλου με νέα τραγούδια που γράφονται γι' αυτήν, όπως τα "Μαύρα μου μάτια" και "Μη ζητάς φιλιά". Αυτά γίνονται αμέσως επιτυχίες, ενώ μαζί της εμφανίζεται και η αδελφή της Αλίκη.

Η πρώτη ηχογράφηση τραγουδιών της Βέμπο έγινε στην εταιρεία Παρλοφόν, μετά την αρχική άρνηση του Α. Βιτάλη, υπευθύνου της εταιρείας Κολούμπια, με το αιτιολογικό ότι η φωνή της Βέμπο ξέφευγε από το καθιερωμένο τότε στυλ της λετζέρα σοπράνο. Όταν όμως αντελήφθη πόσο λάθος είχε, από την μεγάλη επιτυχία που σημείωσε το "Μη ζητάς φιλιά", έσπευσε αμέσως στη Βέμπο και σύναψε συμβόλαιο μεγάλης περιόδου. Έτσι όλα τα επόμενα τραγούδια τα ηχογραφούσε η Κολούμπια σε δίσκους των 78 στροφών, με πρώτο το "Σ' αγαπώ", των Κ. Νικολαΐδη και Κώστα Γιαννίδη, που είχε ομοίως τεράστια επιτυχία. Το ίδιο έτος (1934) ακολούθησε και το τραγούδι "Για το φιλί σου το στερνό".

Το 1935 η Βέμπο τραγουδά το "Ας πεθάνω", του οποίου οι στίχοι ήταν δικοί της, που υπήρξε νέα μεγάλη επιτυχία. Τότε και επιστρατεύτηκαν όλοι σχεδόν οι στιχουργοί να της γράφουν τραγούδια, με πρώτο τον Κώστα Γιαννίδη και συνθέτη τον Μιχάλη Σουγιούλ. Έτσι, εκείνο το έτος ακολουθούν τα τραγούδια "Αφήστε με να πιω" και "Να γιατί ακόμα σ' αγαπώ", με στίχους και μουσική του Κ. Γιαννίδη, Δεν έχεις τίποτα, μα έχεις κάτι, των Ν. Νικολαΐδη και Ν. Ντ' Άντζελι, και το "Κι αν μ' αγαπάς, μη μου το πεις".

Το 1936, νέες επιτυχίες της Βέμπο που τραγουδά όλη η Αθήνα είναι τα "Συγνώμη σού ζητώ, συγχώρεσέ με" και "Κάτι με τραβά κοντά σου", των Αιμ. Σαββίδη, Γαϊτάνου και Μ. Σουγιούλ. Το 1937 αποτελεί σταθμό στη καριέρα της Βέμπο. Εκτός της ηχογράφησης των νέων της τραγουδιών, "Για μια γυναίκα" και "Αντίο", το φθινόπωρο μεταβαίνει μετά από πρόσκληση για δεύτερη φορά στην Αίγυπτο, προκειμένου να επανεμφανιστεί στο «Γκραν Τριανόν» της Αλεξάνδρειας. Κατά την διάρκεια των εκεί παραστάσεών της, η Βέμπο δέχεται την πρόταση του κινηματογραφιστή παραγωγού Τόγκο Μιζράχι, με τον οποίο υπογράφει συμβόλαιο και συμμετέχει στην ταινία Η προσφυγοπούλα. Τον ίδιο ακριβώς χρόνο του συμβολαίου, ο Ν. Παπαδόπουλος των κινηματογραφικών γραφείων Σαντίγκου έλαβε άμεση παραγγελία από Αμερική για επείγουσα πραγματοποίηση στην Αθήνα ενός κινηματογραφικού «σορτς»[8], στο οποίο να τραγουδά απαραίτητα η δημοφιλής[8] ντιζέζ δις Σοφία Βέμπο, προκειμένου να συμπεριληφθεί στη νέα σεζόν των αμερικανικών κινηματογράφων περιοχών που διαμένουν Έλληνες. Η Βέμπο, πιστή στα συμβόλαιά της, δήλωσε στον Παπαδόπουλο τη δέσμευση του συμβολαίου της και την ανάγκη παραχώρησης της σχετικής άδειας από τον Μιζράχι.

Το 1938 χαρακτηρίστηκε χρυσή χρονιά της Σοφίας Βέμπο. Κατά την επιστροφή της από την Αίγυπτο στις 15 Φεβρουαρίου 1938, παραμένει στον Πειραιά για δύο μέρες. Κατά ευτυχή σύμπτωση, συναντά τον χρηματοδότη του Μιζράχι, τον Μπέχα, που κατευθυνόταν με πλοίο προς Ιταλία και που θα προσέγγιζε στον Πειραιά. Τελικά η συνάντηση έγινε, παρουσία του Παπαδόπουλου,[8] και η άδεια δόθηκε. Το γύρισμα όμως του σορτς, με πλάνα από τον εθνικό κήπο και από τον λόφο Νυμφών με θέα την Ακρόπολη, ξεκίνησε μετά την επιστροφή της Βέμπο από την Κωνσταντινούπολη, όπου κατόπιν πρόσκλησης εμφανίσθηκε στο κοσμικό θέατρο Μαξίμ, με τεράστια και εκεί επιτυχία.

Παράλληλα, οι δισκογραφικές επιτυχίες της Σ. Βέμπο το έτος αυτό είναι εκπληκτικές[εκκρεμεί παραπομπή]. Η εταιρεία Κολούμπια, σε νέο συμβόλαιο, της μεταβιβάζει το 10% των κερδών από την πώληση του κάθε δίσκου της. Αυτό συνέβαινε για πρώτη φορά, καθώς όλοι οι άλλοι πληρώνονταν κατ' αποκοπή (μεροκάματο) για κάθε δισκογραφία. Το καλοκαίρι του 1938 στο θέατρο Σαμαρτζή, που έχει ανεβάσει την επιθεώρηση "Σιρουέτα", η Βέμπο τραγουδά το "Κάποιο μυστικό" και το "Κλαις", σε στίχους Κοφινιώτη και μουσική Λεό Ραπίτη, των οποίων ακολούθησε η "Ζεχρά", σε στίχους Αιμ. Σαββίδη και σε μουσική Σουγιούλ, που γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Ακολούθησαν το "Θα σε περιμένω", το βουκολικό "Διαμαντούλα", του Θεόφραστου Σακελλαρίδη και το "Άσε τον παλιόκοσμο να λέει", των Αλέκου Σακελλάριου και Μ. Σουγιούλ. Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς, εγκαθίσταται ραδιοφωνική κεραία στο Ζάππειο στην Αθήνα, όπου τα τραγούδια της Βέμπο αποτελούν την πρώτη πειραματική μετάδοση. Την παραμονή των Χριστουγέννων του 1938, η Σοφία Βέμπο τραγουδά στο μεγάλο ρεβεγιόν του «Σαντεκλαίρ» στην Κύπρο. Επίσης, συνεργάστηκε με τους μεγάλους Κύπριους μουσικούς Μιχαλάκη και Αντωνάκη Γιασεμίδη.

Το 1939 η Σοφία Βέμπο έχει ήδη καταξιωθεί ως η πρώτη τραγουδίστρια του ελληνικού ελαφρού τραγουδιού. Το κινηματογραφικό «σορτς» που γυρίστηκε το προηγούμενο έτος με τον τίτλο Η Ελλάς του 1938 ομιλεί, το οποίο στην κυριολεξία ήταν ένα ζουρνάλ και όπου συμμετείχε με δύο τραγούδια[9], σπάει κυριολεκτικά τα ταμεία των αμερικανικών κινηματογράφων, ενώ ζητούνται κόπιες και στη Λατινική Αμερική. Σημειώνεται ότι την φωνοληψία της ταινίας αυτής είχε επιμεληθεί η ελληνική εταιρεία M. NOVAK Co.

Στο μεταξύ, οι θεατρικές της παρουσιάσεις με νέες δισκογραφικές επιτυχίες συνεχίζονται, αρχικά στο θέατρο Σαμαρτζή με τα τραγούδια "Πόσο λυπάμαι", των Β. Σπυρόπουλου και Κώστα Γιαννίδη, και "Την αλήθεια να μου πεις". Το καλοκαίρι δε, συνεχίζοντας στο θέατρο Μουντιάλ, τραγουδά τα δύο ταγκό "Στην ακρογιαλιά" και "Χειμώνας", που αμφότερα έγιναν επιτυχίες. Παραμονές των Χριστουγέννων του 1939, η Βέμπο βρίσκεται στο απόγειό της, όταν στην επιθεώρηση "Νάνι–νάνι" τραγουδά το ομώνυμο τραγούδι, το ρεφρέν του οποίου άφηνε με τον χρωματισμό της φωνής της υπονοούμενα, σημειώνοντας εξαιρετική επιτυχία. Λίγο πριν το τέλος του έτους, η Βέμπο είχε γνωριστεί με τον μεγάλο συνθέτη μουσικής τζαζ Απόστολο Μοσχούτη, του οποίου σύνθεση ήταν το τραγούδι "Δυο λουλούδια σε μιαν άκρη".

Το 1940 ανατέλλει με τα σύννεφα του πολέμου, πολλές χώρες ήδη έχουν καταληφθεί από τις δυνάμεις του άξονα. Στην Ελλάδα σημειώνονται οι πρώτες παραβιάσεις του εθνικού εναέριου χώρου από ιταλικά αεροπλάνα. Τον Ιανουάριο στο θέατρο Μουντιάλ έχει ανέβει η επιθεώρηση "Παύσατε πυρ", όπου η Σ. Βέμπο τραγουδά τη νέα της επιτυχία "Το καινούργιο φεγγάρι", των Α. Σακελλάριου και Γ. Κυπαρίσση. Στην επιθεώρηση εκείνη, η Σ. Βέμπο γνώρισε και τη Γεωργία Βασιλειάδου, την οποία υποσχέθηκε να βοηθήσει, διαβλέποντας το ταλέντο της. Λίγο αργότερα, το τραγούδι "Ψαροπούλα", των Χρήστου Γιαννακόπουλου και Χ. Χαιρόπουλου, γίνεται η νέα μεγάλη επιτυχία. Το καλοκαίρι ανεβαίνει η επιθεώρηση "Βραδινές τρέλες", στην οποία η Βέμπο τραγουδά το υπέροχο βαλς "Το πρωί με ξυπνάς με φιλιά", των Χ. Γιαννακόπουλου και Γ. Κυπαρίσση.

Στο μεταξύ η Σ. Βέμπο αναζητούσε τραγούδι με τοπικό ιδίωμα της ελληνικής υπαίθρου. Στο αίτημά της αυτό έσπευσαν κάποιοι με διάφορα δημοτικά της εποχής, πλην όμως η ίδια επέλεξε τελικά ένα από την περιοχή της, που φέρεται να τραγουδούσε παλαιότερα η μητέρα της, συμπληρώνοντας η ίδια κάποιους στίχους με τη βοήθεια του Μοσχούτη. Ήταν το τραγούδι "Στ' Λάρισ' βγαίν' ο αυγερινός". Όταν η Βέμπο το ολοκλήρωσε με ιδιαίτερο ενθουσιασμό, ίσως και από φόρτο αναμνήσεων, το έδωσε στον Κ. Γιαννίδη για να το παίξει σε πρόβα. Εκείνος διαβάζοντάς το, αρνήθηκε έντονα λέγοντάς της:
— «Είσαι καλά, Σοφία μου, που θα παίξω εγώ αυτό το βλαχοτράγουδο; Παραιτούμαι!»
Μετά όμως από την επιμονή της Σοφίας και του θεατρικού επιχειρηματία Α. Μακέδου, ο Γιαννίδης, με κρύα καρδιά, άρχισε να το παίζει. Στην πρώτη παράσταση που ακολούθησε, έγινε χαλασμός. Το θεατρικό κοινό υποχρέωσε τη Σοφία Βέμπο να επανέλθει στη σκηνή τέσσερις φορές. Όταν μετά την παράσταση, ο επιχειρηματίας ρώτησε τον Κ. Γιαννίδη τη γνώμη του, εκείνος απάντησε:
— «Μα δεν είδατε; Μας το τραγούδησε με σκέρτσα που δεν την έφτανε ο χώρος της σκηνής, μας το τραγούδησε ακουμπισμένη στο πιάνο, μας το τραγούδησε ακουμπισμένη πάνω στη κουίντα, μας το τραγούδησε με την πλάτη στο κοινό, μόνο ανάσκελα που δεν μας το τραγούδησε!»

Σημειώνεται ότι το ίδιο ακριβώς συνέβη αργότερα και με το τραγούδι "Ανακασά".

Η Βέμπο στον πόλεμο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η έκρηξη στην καριέρα της ήρθε με την κήρυξη του πολέμου στις 28 Οκτωβρίου 1940. Τότε, όλες οι επιθεωρήσεις προσάρμοσαν τη θεματική τους στην πολεμική επικαιρότητα και τα τραγούδια επαναγράφονται με πατριωτικούς στίχους. Η Βέμπο τραγουδά σατιρικά και πολεμικά τραγούδια και γίνεται η εθνική φωνή που εμψυχώνει τους Έλληνες στρατιώτες στο μέτωπο και συγκλονίζει το πανελλήνιο. Την ίδια εποχή, σε μία συμβολική πράξη, προσφέρει στο Ελληνικό Ναυτικό 2.000 χρυσές λίρες. Με την είσοδο των ναζιστικών στρατευμάτων στην Αθήνα φυγαδεύεται μεταμφιεσμένη σε καλόγρια στη Μέση Ανατολή,[10] όπου συνεχίζει να τραγουδά για τα εκεί ελληνικά και συμμαχικά στρατεύματα.

Μεταπολεμικές επιτυχίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Σοφία Βέμπο με τον Ευάγγελο Καλαντζή σε εκδήλωση της Βασιλικής Χωροφυλακής.

Το 1949 απέκτησε δική της θεατρική στέγη στο Μεταξουργείο, το «Θέατρον Βέμπο». Μετά από μακροχρόνιο δεσμό με το Μίμη Τραϊφόρο, παντρεύτηκαν τελικά το 1957, ένας δεσμός πολυκύμαντος που διήρκεσε μέχρι τον θάνατό της και υπήρξε καταλυτικός για την ερμηνεύτρια. Στα μέσα της δεκαετίας του '60 αραιώνει τις θεατρικές εμφανίσεις της, τις οποίες σταματά οριστικά στις αρχές της επόμενης δεκαετίας. Τη βραδιά του Πολυτεχνείου η Βέμπο ανοίγει το σπίτι της και κρύβει φοιτητές, τους οποίους αρνείται να παραδώσει όταν η ασφάλεια χτυπά την πόρτα της.

Η εμφάνισή της στην εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στο Καλλιμάρμαρο για την επάνοδο της Δημοκρατίας, τραγουδώντας Παιδιά της Ελλάδος παιδιά, / και τα τανκς γονάτισαν κείνη τη βραδιά… ήρθε να απαλύνει τις θλιβερές εντυπώσεις από την παρουσία της πάνω στα κακόγουστα άρματα στις φιέστες των συνταγματαρχών λίγα χρόνια πριν στον ίδιο χώρο.[11]

Απεβίωσε σε ηλικία 68 ετών από εγκεφαλικό επεισόδιο στις 11 Μαρτίου του 1978 και η κηδεία της μετατράπηκε σε ένα πάνδημο συλλαλητήριο. Η Τραγουδίστρια της Νίκης[12] αποθεώθηκε εκείνη τη μέρα από τον ελληνικό λαό, που τη θεωρούσε ηρωίδα του.

Χαρακτηριστικές ερμηνείες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το μνήμα της Σ. Βέμπο στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών.
Το επίγραμμα του Μίμη Τραϊφόρου στο μνήμα της Σοφίας Βέμπο.
  • Αγάπη μου η ώρα φτάνει
  • Ανθρωπός μου
  • Απόψε σε θυμάμαι
  • Άρχισε ο χειμώνας πάλι
  • Ας ήταν για λίγο για λίγα λεπτά
  • Άσε τον παλιόκοσμο να λέει
  • Αφήστε με να πιω
  • Αχ να γύριζαν τα χρόνια τα παλιά
  • Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του
  • Βιολιστή τσιγγάνε
  • Δεν είν' αυτή ζωή δεν είναι
  • Δεν έχεις τίποτα μα έχεις κάτι
  • Δεν κλαίω πια
  • Δεν ξέρω τι κρύβει η καρδιά σου
  • Ειρήνη
  • Ζεχρά
  • Θα καθόμουνα πλάι σου
  • Θέλω να μπορούσε να γίνει
  • Καινούργια τώρα ζωή
  • Καλό σου ταξίδι
  • Κάνε κουράγιο Ελλάδα μου
  • Κάποιο μυστικό
  • Κάποιος κάπου κάποτε
  • Κάτι με τραβά κοντά σου
  • Κι αν μ' αγαπάς μη μου το πης
  • Κλαις
  • Κορόιδο Μουσολίνι
  • Κρασί
  • Λόντρα, Παρίσι, Νιού Γιόρκ
  • Μ' αρέσει
  • Μαριτάνα
  • Μάρω, Μάρω
  • Μη φύγης ξανά
  • Μονά ζυγά
  • Να γιατί ακόμα σ' αγαπώ
  • Να η Αθήνα
  • Να με παίρνανε τα σύννεφα
  • Να μην έφευγα ξανά
  • Νάνι-νάνι
  • Ο Γιάννος κι η Παγώνα
  • Ο μήνας έχει δεκατρείς
  • Ομόνοια Πλας
  • Όπου κι’ αν πας θα θυμάσαι
  • Όταν γυρίζουν τα χελιδόνια
  • Πάντα μαζί
  • Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά
  • Πατρίδα (Καλύτερα μιάς ώρας ελεύθερη ζωή)
  • Παρελθόν
  • Πόσο λυπάμαι
  • Ποτέ δεν θα στο πω
  • Ραντεβού στην Αθήνα
  • Σ' αγαπώ γιατί είσαι ο μόνος
  • Σ’ αγαπώ και μ’ αρέσει η ζωή
  • Σβήσε το φως και γεμάτη γαλήνη
  • Σουβενίρ ντ' Ατέν
  • Σπανιόλικο τραγούδι
  • Στην ακρογιαλιά
  • Στον πόλεμο βγαίνει ο Ιταλός
  • Συγγνώμη σου ζητώ, συγχώρεσέ με
  • Ταμπακιέρα
  • Το καινούργιο φεγγάρι
  • Το πρωί με ξυπνάς με φιλιά
  • Το τραγούδι της λευτεριάς
  • Το τραγούδι του Μοριά
  • Το φεγγάρι είναι κόκκινο
  • Φεριχά
  • Χειμώνας
  • Χωριάτα
  • Ψεύτικα βγήκανε όσα ονειρεύτηκα

Κινηματογράφος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Σοφία Βέμπο έχει συμμετάσχει στις ελληνικές ταινίες Η προσφυγοπούλα (1938) σε σενάριο Δημήτρη Μπόγρη και σκηνοθεσία Τόγκο Μιζράχι, στον ρόλο της Σοφίας Νάκου,[13] Στέλλα (1955), στον ρόλο της Μαρίας, και στην ταινία του 1959 Στουρνάρα 288, σε διπλό ρόλο: της ηλικιωμένης καθηγήτριας πιάνου κυρίας Ευγενίας (πάλαι ποτέ διάσημης Τζένης Μπλανς) και της Σοφίας Βέμπο. Χαρακτηριστική παραμένει η σκηνή στην οποία οι δύο χαρακτήρες συναντώνται και ανταλλάσσουν φιλοφρονήσεις.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. (Αγγλικά) Carnegie Hall linked open data. Ιουνίου 2017. 20087. Ανακτήθηκε στις 2  Μαΐου 2022.
  2. www.altcine.com/person.php?id=7248.
  3. www.irafina.gr/pethane-i-kori-tis-sofias-vempo-ke-tou-mimi-traiforou/.
  4. «Η τραγουδίστρια της νίκης - Σοφία Βέμπο» της Τζωρτζίνα Ντούτση στο in.gr. Δημοσιεύθηκε 26/10/2016. Αρχειοθετήθηκε 28/10/2016
  5. (Αγγλικά) "Sophia Vembo is WW II’s Singer of Victory" by A. Makris at greekreporter.com. Published 27/10/2010. Archived 11/01/2015. Retrieved 05/03/2018.
  6. Το καλοκαίρι, συνήθιζε ο θείος μου νά παίρνῃ ἕνα δυό ἀπό μᾶς τά παιδιά στό Λαγκαδᾶ. Πηγαίναμε γιά ἐξοχή, γιά τίς διακοπές τοῦ σχολείου. Ὁ Λαγκαδᾶς εἶναι μιά ἀπ’ τίς πιό ὄμορφες τοποθεσίες τῆς Πατρίδος μας. Κι’ ὅλοι σας ξέρετε πόσο ὄμορφη εἶναι ἡ Ἑλλάδα μας.
  7. Η Σοφία Βέμπο και ο Λαγκαδάς, lagadas.net
  8. 8,0 8,1 8,2 «Τα Παρασκήνια» (16-7-1938)
  9. Γιάννης Σολδάτος, Ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου
  10. Τάκης Καλογερόπουλος, «Βέμπο Σοφία», στο Λεξικό της Ελληνικής Μουσικής, τομ. 1, εκδ. Γιαλλελή, Αθήνα, 1998, σελ. 354.
  11. Λάμπρος Λιάβας, Το Ελληνικό τραγούδι:από το 1821 έως τη δεκαετία του 1950, εκδ. Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα 2009, σελ. 187
  12. Τη "βάφτισε" έτσι ο Αχιλλέας Μαμάκης. Τάκης Καλογερόπουλος, «Βέμπο Σοφία», στο Λεξικό της Ελληνικής Μουσικής, τομ. 1, εκδ. Γιαλλελή, Αθήνα, 1998, σελ. 354
  13. Αργύρης, Τσιάπος. Οι πρώτες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου. Σέρρες: Α. Τσιάπος. σελ. 329–344. ISBN 978-960-93-7608-2. 

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα τομ. 14ος, σελ. 17.
  • ΕΡΤ: «Σοφία Βέμπο 100 χρόνια από τη γέννησή της» Ειδικό ραδιοφωνικό αφιέρωμα – Οκτώβριος 2010.
  • Τα Παρασκήνια (εβδομαδιαίο περιοδικό κριτικής τέχνης – 16-7-1938) τεύχος 98.
  • Γιάννης Σολδάτος: Ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου τομ. 4ος - Αθήνα.
  • Η είδηση του θανάτου της, Μακεδονία, 12 Μαρτίου 1978.
  • Λάμπρος Λιάβας, Το Ελληνικό τραγούδι:από το 1821 έως τη δεκαετία του 1950, εκδ. Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα 2009, σελ. 178-187
  • Τάκης Καλογερόπουλος, «Βέμπο Σοφία», στο Λεξικό της Ελληνικής Μουσικής, τομ. 1, εκδ.Γιαλλελή, Αθήνα, 1998, σελ.354

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]