Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας (ταινία, 1932)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας
ΣκηνοθεσίαΗλίας Παρασκευάς
ΣενάριοΔημήτρης Τσακίρης
Βασισμένο σεΟ αγαπητικός της βοσκοπούλας (θεατρικό)
ΠρωταγωνιστέςΔημήτρης Τσακίρης, Μάνος Κατράκης, Νίνα Αφεντάκη και Σοφία Δαμόγλου
ΜουσικήΔιονύσης Λαυράγκας
ΤραγούδιΔημήτρης Ζάχος
Εταιρεία παραγωγήςΟλύμπια Φιλμ
Πρώτη προβολή25 Ιανουαρίου 1932 (Αθήνα)
Κυκλοφορία
Διάρκεια70 λεπτά[1]
ΠροέλευσηΕλλάδα
ΓλώσσαΕλληνικά

Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας είναι ασπρόμαυρη ελληνική βουκολική ταινία του 1932 σε σκηνοθεσία του Ηλία Παρασκευά και σενάριο του Δημήτρη Τσακίρη βασισμένο στο ομώνυμο θεατρικό έργο του Δημητρίου Κορομηλά, το οποίο αντλεί την έμπνευσή του από το ποίημα του Γιάννη Ζαλοκώστα «Μια βοσκοπούλα αγάπησα». Πρωταγωνιστούν οι Δημήτρης Τσακίρης, Νίνα Αφεντάκη, Μάνος Κατράκης, και Σοφία Δαμόγλου.

Πλοκή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στα βουνά της Αρτοτίνας, ένα μικρό τσελιγκόπουλο, ο Μήτρος, σιγοτραγουδά ένα ατέλειωτο τραγούδι αγάπης στη βοσκοπούλα Μάρω. Ένα βράδυ, που η βοσκοπούλα γυρίζει στη στάνη, το μικρό τσελιγκόπουλο της εξομολογείται τον έρωτά του. «Για της αγάπης τους καημούς είσαι μικρός ακόμα» του απαντά εκείνη, τον φιλά και φεύγει.

Μετά από πολλά χρόνια ο Μήτρος γίνεται ένας μεγάλος τσέλιγκας, ξακουστός σε όλη την περιφέρεια της Αρτοτίνας, τον οποίο και σέβονται όλοι. Με την έλευση του χειμώνα οι τσελιγκάδες κατεβάζουν από τις δροσερές κορυφές τα κοπάδια τους κάτω στα χειμαδιά. Εκεί ένας φίλος του Μήτρου, ο Κώστας, τον ανταμώνει στο γεφύρι του Μόρνου και τον προσκαλεί στο χωριό του για το πανηγύρι. Την ώρα που συζητούν οι δύο φίλοι κι είναι έτοιμοι να περάσουν με τα κοπάδια το γεφύρι, ο Λιάκος, ένας νεαρός πιστικός του τσέλιγκα Γκέρλα, πέφτει ξαφνικά με τα πρόβατά του στο ποτάμι. Τότε ορμά ο Μήτρος και τον γλιτώνει από βέβαιο πνιγμό. Οι τσελιγκάδες σε λίγο φτάνουν στο χωριό του Κώστα, διηγούνται το κατόρθωμα του Μήτρου.

Στο χωριό, ένας προύχοντας, ο γερο-Χρόνης, μαθαίνοντας το κατόρθωμα του Μήτρου, σκέφτεται να τον κάνει γαμπρό για την ανιψιά του, την Κρυστάλλω, και τον προσκαλεί στο σπίτι της μάνας της, της χήρας Στάθαινας, που είναι η ομορφότερη γυναίκα του χωριού. Ο Μήτρος αποδέχεται την πρόσκληση. Ωστόσο ο Λιάκος, που είναι ερωτευμένος με την Κρυστάλλω, αποφασίζει να πάει στη μητέρα της και να τη ζητήσει και επίσημα σε γάμο. Η Στάθαινα όμως έχει άλλα σχέδια για την κόρη της και απορρίπτει τον Λιάκο για γαμπρό, καθώς είναι πολύ φτωχός και μπιστικός ενός τσέλιγκα.

Την ίδια μέρα η Κρυστάλλω πηγαίνει στη βρύση για να πάρει νερό, όπου την βλέπει ο Μήτρος και του θυμίζει την παλιά του αγάπη, τη Μάρω. Συγκινημένος από αυτή την ανάμνηση ο Μήτρος κρεμάει στο λαιμό της Κρυστάλλως ένα χρυσό μενταγιόν. Όταν η Κρυστάλλω επιστρέφει στο σπίτι η Στάθαινα βλέπει το μενταγιόν και της ζητά θυμωμένη να το βγάλει. Ωστόσο όταν ο Μήτρος πηγαίνει στο σπίτι της Στάθαινας, αυτή αλλάζει γνώμη και δέχεται να γίνει το προξενιό για την Κρυστάλλω, προκειμένου να απαλλαγεί από τον Λιάκο.

Ο Λιάκος παρόλο που νοιώθει μεγάλη ευγνωμοσύνη απέναντι στον Μήτρο που του έσωσε την ζωή, βυθίζεται στην απελπισία όταν μαθαίνει ότι θα παντρευτεί την Κρυστάλλω. Τον συναντά και λέει ότι την αγαπάει αυτός και να την αφήσει. Ομως ο Μήτρος εντυπωσιασμένος από την ομορφιά της Κρυστάλλως αρνείται. Ο Λιάκος, τυφλός από οργή, ορμάει να τον μαχαιρώσει, όμως τον σταματάνε έγκαιρα άλλοι παρευρεσκόμενοι. Ο Μήτρος φανερά εκνευρισμένος ζητά από την Στάθαινα να γίνει την ίδια μέρα ο γάμος.

Η μητέρα του Λιάκου, η κυρα-Γιάνναινα βλέποντας την κακή ψυχολογική κατάσταση του γιου της, πηγαίνει να παρακαλέσει τη Στάθαινα, λίγο πριν γίνει ο γάμος, για να τη δώσει στο γιο της. Η Στάθαινα αρνείται και η κυρα-Γιάνναινα τότε την καταριέται. Παρ' όλα αυτά η Στάθαινα εμμένει στην απόφαση της να προξενέψει την κόρη της στον Μήτρο. Όταν όμως η κυρα-Γιάνναινα καταριέται την Κρυστάλλω, τότε η Στάθαινα τρομάζει και ματαιώνει το γάμο. Ο Μήτρος της ζητάει εξηγήσεις. Τότε η Στάθαινα αποκαλύπτει ότι είναι αυτή η Μάρω και πως δεν μπορεί να δώσει την κόρη της στον άνθρωπο που είχε η ίδια σχέση.

Στο μεταξύ έρχεται ο Λιάκος μετανιωμένος και ζητά συγχώρεση από τον Μήτρο. Συγκινημένος ο τσέλιγκας τον συγχωρά και γυρίζοντας στο γερο-Χρόνη του λέει:

Ε, μπάρμπα Χρόνη! Διπλά να 'ναι τα στέφανα, διπλός θα γίνει ο γάμος... Εννοώντας το γάμο της Κρυστάλλως με τον Λιάκο και το δικό του με την παλιά του αγάπη, τη Μάρω.

Διανομή ρόλων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Δημήτρης Τσακίρης - Μήτρος
  • Νίνα Αφεντάκη - Κρυστάλλω
  • Μάνος Κατράκης - Λιάκος
  • Σοφία Δαμόγλου - Στάθαινα
  • Μιχάλης Βλαχόπουλος - μπαρμπα-Χρόνης
  • Αιμιλία Μαρίκου - κυρά Γιάνναινα
  • Δημήτρης Κοτζιάς - Κώστας
  • Γιώργος Μπάτης - μπιστικός του Μήτρου
  • Παναγής Σβορώνος - Γκέρλας

Παραγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας είναι η πρώτη ομιλούσα ελληνική ταινία που γυρίστηκε στην Ελλάδα[2]. Αποτελεί την τρίτη κατά σειρά ταινία που χαρακτηρίζεται και ως είδος «φουστανέλα», μετά την Γκόλφω του Κωνσταντίνου Μπαχατώρη (1914) και την Αστέρω του Δημητρίου Γαζιάδη (1929).

Η φωνοληψία έγινε στο στούντιο Λιχνόζεν του Βερολίνου[2], ενώ την μουσική έγραψε ο επτανήσιος συνθέτης Διονύσιος Λαυράγκας. Σύμφωνα με την εφημερίδα Πατρίς, το έργο «κόστισε 1.600.000 δραχμάς, ποσό δυσβάστακτον διά την Ελλάδα, παρ' όλα ταύτα απεφασίσθη να προβληθή».[2]

Επιλογή ηθοποιών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Τσακίρης σκέφτηκε τη Σοφία Δαμόγλου[α] για πρωταγωνίστρια μετά από πλήθος δημοσιευμάτων για την άφιξή της στην Ελλάδα το 1930. Την έψαξε παντού, μέχρι που την εντόπισε στο Λουτράκι. Εκεί, με τη βοήθεια ενός φίλου γιατρού και κατοίκου της περιοχής, την προσέγγισε. Οταν ο Τσακίρης της υπέβαλε τη σχετική πρόταση, η Δαμόγλου δέχτηκε και πήρε τον ρόλο της Στάθαινας.[3]

Για τον ρόλο της Κρυστάλλως, επιλέχθηκε η 14χρόνη Νίνα Αφεντάκη, κόρη δημοφιλών ηθοποιών της οπερέτας Νίκου και Έλλης Αφεντάκη.[4] Για τη συμμετοχή της στην ταινία η Αφεντάκη πληρώθηκε με 15.000 δραχμές,[4] με την ίδια να δήλωνε ότι ήταν ευχαριστημένη από την κινηματογραφική της εμπειρία.

Γυρίσματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα εξωτερικά γυρίσματα ξεκίνησαν το φθινόπωρο του 1930 στο Μαντούδι της Εύβοιας, στο Χελμό, στα περίχωρα των Αθηνών και στα Τέμπη[5] με προοπτική την προβολή της ταινίας για τις αρχές του 1931. Ωστόσο τελικά χρειάστηκε να περάσει και η πρωτοχρονιά του 1932 για να ετοιμαστεί πλήρως η ταινία.

Υποδοχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εισιτήρια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κοσμοσυρροή έξω από το Σπλέντιτ για τον "Αγαπητικό της Βοσκοπούλας".Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ακρόπολις στις 10.02.1932

Η πρεμιέρα του Αγαπητικού της βοσκοπούλας έγινε στις 25 Ιανουαρίου 1932 στον κινηματογράφο Σπλέντιτ, όπου προβλήθηκε επί τρεις εβδομάδες.[6] Κατά τις δυο πρώτες εβδομάδες την ταινία παρακολούθησαν 60.000 θεατές, παρότι προβαλλόταν σε μία μόνο αίθουσα. Ήταν τόσο μεγάλη η επιτυχία ώστε επαναπροβλήθηκε στον Σπλέντιτ πριν το τέλος της σεζόν.[6]

Ο Αγαπητικός της βοσκοπούλας θεωρείται ότι είχε σημειώσει ρεκόρ εισπράξεων από την εμφάνιση των κινηματογράφων στην Ελλάδα με κριτήριο των αριθμό εισιτήριων, που κόπηκαν μέσα σε μία ημέρα. Σύμφωνα με την εφημερίδα Η Ημέρα, την πρώτη θέση σε απόλυτα νούμερα κατείχε ο Τρωικός Πόλεμος με 8.000 εισιτήρια, ακολουθούσε ο Χάρολδ Λόυντ με 7.000 εισιτήρια, ενώ τρίτος ήρθε ο Αγαπητικός της βοσκοπούλας με 5.630 εισιτήρια σε μια μέρα, λαμβάνοντας υπόψην την μικρή χωρητικότητα του κινηματοθεάτρου Σπλέντιτ, μπορεί το ρεκόρ του Αγαπητικού της Βοσκοπούλας να θεωρηθεί ότι κατέχει την πρώτη θέση.[7]

Η ταινία κυκλοφόρησε επίσης στις Ηνωμένες Πολιτείες, χάρη στην πρωτοβουλία των ομογενών επιχειρηματιών Νίκου Βασιλειάδη και Θωμά Λαγκαριά, οι οποίοι διένεμαν την ταινία σε διάφορες πόλεις που ζούσε μεγάλος αριθμός ομογενών, σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία.[8] Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι της Νέας Υόρκης, όπου ο Αγαπητικός της βοσκοπούλας ξεκίνησε να προβάλλεται τα Χριστούγεννα του 1932 στο «Mansfield Theatre». Την ημέρα της πρεμιέρας της ταινίας παραβρέθηκαν στην αίθουσα συνολικά 2.000 θεατές.[8] Ακολούθησαν αναρίθμητες προβολές σε διάφορες πόλεις επί σειρά ετών.

Κριτικές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ελλάδα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην κριτική του για την ταινία ο Σώτος Πετράς έγραψε στην Βραδυνή:

«Η τζαζμπάντ και οι μαύροι καταργούνται και τα φοξ και τα βαλς και η ρούμπες πάνε στην μπάντα. Θα χορευθούν ελληνικοί χοροί, ο «συρτός», ο «καλαματιανός» και άλλοι και δε θα φιγουράρουν πια ο Σηκουάνας, ο Τάμεσης, ο Πύργος του Άιφελ, ούτε οι ουρανοξύστες με τα 1555 πατώματα! Τώρα θα δούμε ελληνικά τοπεία, θα μοσκοβολίσει το θυμάρι των θεσσαλικών Τεμπών, θα πρωταγωνιστήσουν τα ελληνικά χωριά, το Μαντούδι της Εύβοιας και ο Χελμός των Καλαβρύτων».

Ο Πετράς αναφερόμενος στους δυο άνδρες πρωταγωνιστές, σχολίασε πως ο Κατράκης ήταν «ένα ελληνικό παλληκάρι με τέχνη και ψυχή... που ασφαλώς θα διαπρέψη, γιατί έχει όλα τα προσόντα που του χρειάζονται να το επιτύχη αυτό», ενώ ο Τσακίρης «με την κορμοστασιά του και την λεβεντιά του θα φανή αντάξιος της φουστανέλας που του στολίζει το ανδρικώτατο κορμί του».[5]

Μια θετική κριτική έδωσαν στην ταινία και τα Μακεδονικά Νέα:

«Ειμπορούμε να εξευρωπαϊσθούμε όσο θέλουμε. Να κόψουμε μουστάκια οι αρσενικοί και μαλλιά οι θηλυκοί, να ντυνόμαστε κατά την τελευταίαν διαταγήν του πρίγκηπος της Ουαλλίας... οι απόγονοι του Αδάμ και κατά τον τελευταίον εκ Παρισίων φετφάν αι θυγατέρες της Εύας. Δώστε μας όμως λίγη φλογέρα, λίγη στρούγκα, λίγο κουδούνι κοπαδιού, λίγο τραγούδι βοσκού, λίγη πίπιζα και λοιπά εγχώρια χλαμπατσίμπανα και μπορείτε να πάρετε την ψυχή μας».[9]

Ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας ωστόσο δέχθηκε και αρνητικές κριτικές, όπως αυτή που δημοσιεύτηκε στην κυριακάτικη έκδοση της εφημερίδας Μακεδονία:

«Ασφαλώς ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας δεν είναι η χειρότερη ελληνική ταινία που είδαμε. Από τεχνικής απόψεως μάλιστα ίσως είναι η καλύτερη», σπεύδοντας η εφημερίδα να διευκρινίσει πως «δεν είναι ό,τι μπορεί να πη κανείς "μια καλή ταινία"». Το τοπικό χρώμα της, το φολκλόρ της, πιθανόν να προκαλή και στον ξένο μιαν απλή περιέργεια, όχι όμως μιαν ιδιαίτερην απόλαυσην.[10] Συμπληρώνοντας πως «Ούτε οι ηθοποιοί, ούτε ο σκηνοθέτης θέλησαν να κουράσουν την φαντασία τους. Ίσως μου πήτε πως δεν είχαν καθόλου φαντασία. Ε, μα γι’ αυτό ακριβώς πρόκειται. Και για τον «Αγαπητικό της Βοσκοπούλας», καθώς για τις προηγούμενες ελληνικές ταινίες δε χρησιμοποιήθηκε κατάλληλο έμψυχο υλικό».[10]

Ηνωμένες Πολιτείες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Εθνικός Κήρυκας της Νέας Υόρκης έγραψε:

«Η πλοκή του, η ηθογραφία του, η φουστανέλλα του, το χωριό, τα λαγκάδια, τα τραγούδια, τα μεράκια, οι αγάπες και οι αισθηματικές περιπέτειές του, ουδέποτε αποτυγχάνουν προκειμένου όπως μεταφέρουν νοερώς τον ελληνοαμερικανόν εις τας προμεταναστευτικάς ημέρας του, εκεί πίσω στον γελαστόν ουρανό και στα αγαπημένα χώματα...[] Το κινηματόδραμα διακρίνει πιστότης εν τω αντικατοπτρισμώ όχι μόνον της Ελληνικής αισθηματολογίας και της Ελληνικής νοοτροπίας, αλλά και αυτής της Ελληνικής αγροτικής ζωής. Το διακρίνει επίσης η παρουσία ηθοποιών αμφοτέρων των φύλων, όπως η Δαμόγλου και ο Βλαχόπουλος, που έμαθαν να μη χάνουν εις φυσικότητα και αυτοδήλωσιν προ του κινηματογραφικού φακού....»[11]

Μια άλλη ομογενειακή εφημερίδα της Νέας Υόρκης, η Ατλαντίς ανέφερε τις «αλματικές προόδους» της ελληνικής κινηματογραφίας γράφοντας χαρακτηριστικά ότι:

«'«Ήτο η πρώτη φορά καθ' ην ο Ελληνισμός της Νέας Υόρκης είδε και ήκουσεν όσα τώρα χρόνια και χρόνια έχει αφήσει στο μικρό χωριό του λησμονημένα και έτσι επί δύο ώρας ευρέθη μέσα εις Ελληνικήν ατμόσφαιραν ζωντανήν, διότι το έργον "ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας" έχει το πλεονέκτημα ότι έγεινε και συστήματος Μovietone, και έτσι η οθόνη του Κινηματογράφου παρουσίασε κάτι στα μάτια των θεατών, το οποίον ποτέ προηγουμένως δεν είδον».[8]

Αντίθετα, αρνητικές ήταν οι κριτικές δύο αγγλόφωνων αμερικανικών εφημερίδων με έδρα το Πίτσμπουργκ. Η The Pittsburgh Press περιέγραψε την ταινία ως ένα «αφελές, μικρό ρομάντζο» με πλοκή «ασαφή και χωρίς συνοχή» και ηθοποιούς που «σπρώχνονται μπροστά στην κάμερα».[12] Η Pittsburgh Post-Gazette από την πλευρά της επισήμανε τον «ερασιτεχνισμό, την «ασυνέχεια» της πλοκής και τις βαρετές μέχρι υπνηλίας ερμηνείες.[13]

Αποκατάσταση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η αποκατάσταση της ταινίας έγινε από το Τμήμα Συντήρησης και Αποκατάστασης της Ταινιοθήκης της Ελλάδος με την οικονομική ενίσχυση του κοινοτικού προγράμματος "Lumiere", από διάφορες ατελείς κόπιες και ορισμένα μέρη ήχων, από τα οποία ανασυνετέθη όλο το έργο.

Ριμέικ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η εμπορική επιτυχία της ταινίας, οδήγησε την εταιρεία παραγωγής Ολύμπια Φιλμ να προχωρήσει στο ριμέικ το 1955 σε σκηνοθεσία του Ντίμη Δαδήρα (γιο του κινηματογραφικού παραγωγού της πρώτης Παναγιώτη Δαδήρα) και πρωταγωνιστές τους Θάνο Κωτσόπουλο (Μήτρος), Αλίκη Βουγιουκλάκη (Κρουστάλλω), και Ανδρέα Ζησιμάτο (Λιάκος).[14]

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Η Σοφία Δαμόγλου ήταν Ελληνίδα από την Κωνσταντινούπολη, απ’ όπου είχε φύγει σε μικρή ηλικία και μεγάλωσε στο Λονδίνο. Υοθετώντας το καλλιτεχνικό όνομα Σοφία Ντοριβάλ συμμετείχε σε αρκετές βρετανικές ταινίες, όπως στο «Άβε, Μαρία», το οποίο προβλήθηκε και στην Ελλάδα.[3]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. (Αγγλικά) Internet Movie Database. tt0231103.
  2. 2,0 2,1 2,2 «Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας (1932)». digitallib.parliament.gr. Εφημερίδα Πατρίς. 25 Ιανουαρίου 1932. σελ. 185. Ανακτήθηκε στις 7 Οκτωβρίου 2023. 
  3. 3,0 3,1 «ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ «ΑΣΤΕΡΙΑ» ΠΟΥ ΑΝΑΤΕΛΛΟΥΝ...,». digitallib.parliament.gr. Η Ελληνική. 7 Οκτωβρίου 1930. σελ. 41. Ανακτήθηκε στις 7 Οκτωβρίου 2023. 
  4. 4,0 4,1 «Ένας περίπατος με την δίδα Νίνα Αφεντάκη». digitallib.parliament.gr. Η Ημέρα. 28 Φεβρουαρίου 1932. σελ. 380. Ανακτήθηκε στις 7 Οκτωβρίου 2023. 
  5. 5,0 5,1 «ΜΙΑ ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ ΑΓΑΠΗΣΑ, ΜΙΑ ΖΗΛΕΜΕΝΗ ΚΟΡΗ». digitallib.parliament.gr. Η Βραδυνή. 23 Ιανουαρίου 1932. σελ. 147. Ανακτήθηκε στις 7 Οκτωβρίου 2023. 
  6. 6,0 6,1 «Κινηματογραφικός αστήρ - Έτος Θ' αρ.4 (290)». Πρόγραμμα Λήκυθος. Κινηματογραφικός Αστήρ. 28 Φεβρουαρίου 1932. Ανακτήθηκε στις 7 Οκτωβρίου 2023. 
  7. «Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας (1932)». digitallib.parliament.gr. Η Ημέρα. 8 Φεβρουαρίου 1932. σελ. 260. Ανακτήθηκε στις 7 Οκτωβρίου 2023. 
  8. 8,0 8,1 8,2 «Ο ΑΓΑΠΗΤΙΚΟΣ ΤΗΣ ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑΣ». digitallib.parliament.gr. Ατλαντίς. 31 Δεκεμβρίου 1932. σελ. 511. Ανακτήθηκε στις 8 Οκτωβρίου 2023. 
  9. «ΕΓΧΩΡΙΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ». digitallib.parliament.gr. Μακεδονικά Νέα. 17 Φεβρουαρίου 1932. σελ. 280. Ανακτήθηκε στις 7 Οκτωβρίου 2023. 
  10. 10,0 10,1 «ΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΑΙ ΤΑΙΝΙΑΙ ΚΑΙ Ο ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ». digitallib.parliament.gr. Εφημερίδα Μακεδονία. 14 Φεβρουαρίου 1932. σελ. 277. Ανακτήθηκε στις 7 Οκτωβρίου 2023. 
  11. «Ο ΑΓΑΠΗΤΙΚΟΣ ΤΗΣ ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑΣ». digitallib.parliament.gr. Εθνικός Κήρυξ. 28 Δεκεμβρίου 1932. σελ. 600. Ανακτήθηκε στις 7 Οκτωβρίου 2023. 
  12. «Avenue OffersGreek Feature» (στα Αγγλικά). The Pittsburgh Press: σελ. 22. 14 Μαρτίου 1933. https://news.google.com/newspapers?nid=djft3U1LymYC&dat=19330314&printsec=frontpage&hl=en. Ανακτήθηκε στις 8 Οκτωβρίου 2023. 
  13. «Shepherd’s Sweetheart» (στα Αγγλικά). Pittsburgh Post-Gazette: σελ. 17. 14 Μαρτίου 1933. https://news.google.com/newspapers?nid=gL9scSG3K_gC&dat=19330314&printsec=frontpage&hl=en. Ανακτήθηκε στις 8 Οκτωβρίου 2023. 
  14. «Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας (1955)». tainiothiki.gr. Ταινιοθήκη της Ελλάδος. Ανακτήθηκε στις 7 Οκτωβρίου 2023. 

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]