Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Ελληνοτουρκικός Πόλεμος (1897))
Ελληνοτουρκικος πόλεμος του 1897
Χρονολογία3 Απριλίου – 7 Μαΐου 1897
ΤόποςΘεσσαλία, Ήπειρος
ΈκβασηΝίκη των Οθωμανών
Αντιμαχόμενοι
Ηγετικά πρόσωπα
Δυνάμεις
56.500 πεζικό
600 ιππικό
144 πυροβόλα
121.500 πεζικό
1.300 ιππικό
215 πυροβόλα
Απώλειες
672 νεκροί
2.823 τραυματίες
253 αιχμάλωτοι
1.111 νεκροί
3.329 τραυματίες
16 αιχμάλωτοι
Η μάχη των Φαρσάλων του Γεωργίου Ροϊλού

Ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897 (γνωστός στην Ελλάδα και ως Μαύρο '97 ή Ατυχής πόλεμος) ήταν ο πόλεμος μεταξύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και του Βασιλείου της Ελλάδας το 1897. Άμεση αφορμή ήταν το Κρητικό Ζήτημα, στο οποίο η Ελληνική πλειοψηφία της Οθωμανικής επαρχίας της Κρήτης επιθυμούσε την Ένωση με την Ελλάδα. Παρά την αποφασιστική Οθωμανική στρατιωτική νίκη, η αυτόνομη Κρητική Πολιτεία υπό οθωμανική επικυριαρχία ιδρύθηκε το επόμενο έτος (ως αποτέλεσμα της παρέμβασης των Μεγάλων Δυνάμεων μετά τον πόλεμο), με τον Πρίγκιπα Γεώργιο της Ελλάδας και της Δανίας ως πρώτο Ύπατο Αρμοστή. Αυτή ήταν η πρώτη πολεμική προσπάθεια στην οποία δοκιμάστηκε το στρατιωτικό και πολιτικό προσωπικό της Ελλάδας μετά την Επανάσταση του 1821 και την πτώχευσή της τον Δεκέμβριο του 1893.

Αξιωματικοί του Οθωμανικού Στρατού σε κάποια ανάπαυλα του πολέμου με την Ελλάδα (1897).

Ο πόλεμος αυτός, αν μπορεί να χαρακτηριστεί έτσι, με δεδομένο ότι δεν δόθηκε ποτέ διαταγή επίθεσης στο στρατόπεδο των Ελλήνων, «ακήρυχτος» όπως τον χαρακτήρισε η τότε ελληνική κυβέρνηση και η αντιπολίτευση, στην ουσία «οθωμανική εισβολή» κατέληξε σε ήττα της Ελλάδας και στην υποβολή της σε διεθνή οικονομικό έλεγχο ύστερα από απαίτηση της Γερμανίας. Εντούτοις η σημασία του υπήρξε τεράστια, όχι μόνο ως προς την εξέλιξη του Κρητικού ζητήματος που τελικά η Ελλάδα ήταν αυτή που δικαιώθηκε.[1] Στάθηκε η αιτία να παραμείνει η ελληνική κυβέρνηση σθεναρά ανυποχώρητη στην απόφασή της για ενίσχυση του στρατού μη φειδόμενη των όποιων οικονομικών συνεπειών, με δεδομένη την από τετραετίας (19 Δεκεμβρίου 1893), κήρυξη πτώχευσης του Χ. Τρικούπη, καθώς ακόμα και των απειλών των Μεγάλων Δυνάμεων περί επιβολής ναυτικών αποκλεισμών. Το αποτέλεσμα αυτής της απόφασης ήταν η άμεση προετοιμασία και ανταπόκριση της Ελλάδας στους Βαλκανικούς πολέμους που κατέληξαν τουλάχιστον για την ίδια νικηφόροι[2][3].

Παρά τη διακοίνωση των Μεγάλων Δυνάμεων ότι όποιος και αν θα είναι ο νικητής της επαπειλούμενης σύρραξης δεν θα του αναγνωριζόταν «κανένα εδαφικό όφελος» τελικά ο πόλεμος άρχισε στις 6 Απριλίου / 18 Απριλίου (ν. ημερολ) 1897 και έληξε με την παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων, στις 7 Μαΐου / 19 Μαΐου (ν. ημερολ) «ανακωχή», αφού οι Τούρκοι είχαν καταλάβει τη Θεσσαλία. Η ειρήνη υπογράφηκε στις 6 Σεπτεμβρίου / 18 Σεπτεμβρίου (ν. ημερολ.), σε προσωρινή συνθήκη μετά από πεντάμηνες διαπραγματεύσεις των Μεγάλων Δυνάμεων με το Οθωμανικό κράτος (την Υψηλή Πύλη). Η τελική συνθήκη υπογράφηκε στις 22 Νοεμβρίου / 4 Δεκεμβρίου (ν. ημερολ) 1897[4] όπου και ακολούθησε η εκκένωση της Θεσσαλίας από τους Τούρκους και δέκα μήνες μετά η αυτονόμηση της Κρήτης με Ύπατο Αρμοστή τον Πρίγκιπα Γεώργιο (Ελλάδας και Δανίας).

Ο πόλεμος του 1897 απετέλεσε την πρώτη πλήρους κλίμακας πολεμική εμπλοκή της Ελλάδας 67 χρόνια μετά από την απόκτηση της ανεξαρτησίας της, κατά την οποία και δοκιμάσθηκε σε εκστρατεία τόσο ο τότε πολεμικός μηχανισμός της όσο και το πολεμικό δυναμικό της, με ό,τι ατέλειες και αδυναμίες παρουσίαζε.[3]

Η οθωμανική κυβέρνηση είχε αναγνωρίσει με τη Συνθήκη του Βερολίνου (1878) την υποχρέωσή της να εφαρμόσει στην Κρήτη τον οργανικό κανονισμό του 1868, με τις προσδιοριζόμενες μεταρρυθμίσεις (κατά τη Σύμβαση της Χαλέπας). Οι διορισθέντες όμως υπό του Σουλτάνου γενικοί διοικητές της Κρήτης παραβίαζαν την συμφωνία εκείνη, είτε αυτοβούλως, είτε υπό την πίεση του οθωμανικού πληθυσμού της νήσου με αποτέλεσμα να προκύψει μια σειρά από επαναστάσεις όπως η Κρητική επανάσταση του 1885, η επανάσταση του 1888 καθώς και εκείνη του 1889.

Το 1894 βαλής (διοικητής) της Κρήτης διορίσθηκε ο τέως ηγεμόνας της Σάμου, ο Αλέξανδρος Καραθεοδωρής, που πράγματι επέδειξε ιδιαίτερο ζήλο για την εφαρμογή των φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων (Χαλέπας) αλλά δυστυχώς όμως συνάντησε την έντονη αντίδραση των Οθωμανών της νήσου. Τις αντιδράσεις εκείνες ακολούθησαν ταραχές που κατέληξαν σε σοβαρή ρήξη μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων με αποτέλεσμα, ένα μόλις χρόνο μετά, να ξεσπάσει η νέα Κρητική Επανάσταση (1895-1898) και ο Καραθεοδωρής να παραιτηθεί (Δεκέμβριος 1895).

Παράλληλα τον Ιούλιο του ίδιου έτους οι διαπραγματεύσεις της ελληνικής κυβέρνησης με τους Ευρωπαίους κατόχους ομολόγων του ελληνικού κράτους είχαν οδηγηθεί σε αδιέξοδο. Ειδικότερα στις 28 Ιουλίου του 1894 ο Γερμανός πρέσβης στην Αθήνα ειδοποίησε την ελληνική κυβέρνηση ότι η μη ικανοποίηση των κατόχων ομολόγων ίσως να οδηγούσε στη διακοπή των διπλωματικών σχέσεων των δύο χωρών. Το θέμα αυτό εξηγεί και την έντονη στη συνέχεια ανθελληνική στάση εκ μέρους του Κάιζερ Γουλιέλμου Β΄ στην έκβαση του πολέμου.

Από τον Δεκέμβριο του 1895 τουρκικές ενισχύσεις άρχισαν να φθάνουν και να αποβιβάζονται στη Κρήτη ενώ παράλληλα ανεξάρτητες ελληνικές ομάδες εθελοντών από την Ελλάδα άρχισαν να καταφθάνουν προς ενίσχυση των Κρητών επαναστατών, ειδικότερα μετά την πολιορκία του Βάμου και των σφαγών των Χριστιανών των Χανίων που ακολούθησαν ως αντίποινα (Μάιος 1896). Τον ίδιο καιρό άρχισαν και να καταπλέουν στα ύδατα της Κρήτης πολεμικά πλοία των Μεγάλων Δυνάμεων, με αποτέλεσμα μέρα με τη μέρα το κλίμα να εντείνεται. Με την επέμβαση όμως αυτή των Μεγάλων Δυνάμεων, τελικά ο Σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίτ Β΄ παραχώρησε τις ζητούμενες εγγυήσεις για την εφαρμογή των συμφωνηθεισών μεταρρυθμίσεων και προσωρινά φάνηκε να έχει αποκατασταθεί η ηρεμία.

Όμως οι Τούρκοι της νήσου δεν φαίνονταν και τόσο ικανοποιημένοι βλέποντας ότι με τις μεταρρυθμίσεις που είχαν επιβληθεί, ουσιαστικά η διοίκηση της Κρήτης παραδινόταν στους Έλληνες. Έτσι από τον Ιανουάριο του 1897 ο ερεθισμός αυτός μεταξύ των δύο εντοπίων λαών έφθασε σε μεγάλη ένταση. Δολοφονίες, εμπρησμοί χωριών, φονικές συμπλοκές ξέσπασαν διαδοχικά στις πόλεις και τα χωριά προκαλούμενες από τους Τούρκους, αποδεδειγμένα συμπράττοντας σ' αυτά και ο εκεί υφιστάμενος οθωμανικός στρατός.

Στις 2 Φεβρουαρίου 1897 ο πρόξενος της Γαλλίας στα Χανιά τηλεγραφούσε στην Κυβέρνησή του:

Χθές η πάλη διήρκεσεν όλην την ημέραν και ως λέγεται τα θύματα είναι πολυάριθμα. Οι Χριστιανοί προσδραμόντες αθρόως εκ του εσωτερικού απέκλεισαν τα Χανιά. Κατέχω αποδείξεις ότι η σύγχρονος αυτή εξέγερσις των Μωαμεθανών εν Ηρακλείω, Ρεθύμνω και Χανίοις είναι αποτέλεσμα οδηγιών εκ Κωνσταντινουπόλεως προς πρόκλησιν ταραχών, όπως παρακωλυθή η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων.

Είναι άξιο προσοχής το ότι στο τηλεγράφημα οι Κρήτες διακρίνονται σε Χριστιανούς και Μουσουλμάνους και όχι με εθνικά ονόματα λαών.

Πράγματι οι ταραχές εκείνες έλαβαν μεγάλη έκταση. Οι Τούρκοι έκαψαν την ελληνική συνοικία των Χανίων, ενώ μέγα μέρος του ελληνικού πληθυσμού της πόλης κατέφυγε στα πολεμικά πλοία των Μ. Δυνάμεων. Τότε ακριβώς οι Έλληνες της Κρήτης κήρυξαν νέα επανάσταση ζητώντας πλέον την ένωση με την Ελλάδα καθόσον αγήματα πεζοναυτών από τα ξένα πολεμικά πλοία αποβιβάστηκαν στα Χανιά.

Υφιστάμενη κατάσταση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης

Την εποχή εκείνη στα πολιτικά πράγματα της χώρας ήταν η Κυβέρνηση Θεοδώρου Δηλιγιάννη που είχε διαδεχθεί την Κυβέρνηση Νικολάου Δεληγιάννη στις 31 Μαΐου του 1895.

Ο Δημήτριος Ράλλης, περιοδικό Εστία του 1893


Ένα σωματείο που είχε δημιουργηθεί και σε πολύ σύντομο διάστημα είχε καταστεί πανίσχυρο, ήταν η Εθνική Εταιρεία, η οποία, με πολυάριθμους οπαδούς στο στρατό, στον πνευματικό χώρο, στο δικαστικό σώμα και στις εφημερίδες άρχισε να επηρεάζει τα δρώμενα.

Μόλις έφθασαν οι πρώτες ειδήσεις περί σφαγών και εμπρησμών στη Κρήτη (Σφαγή των Χανίων (1897)), αμέσως συνήλθε συμβούλιο και αποφασίσθηκε στο όνομα του δικαίου της άμυνας και της οφειλόμενης προστασίας, η αποστολή μοίρας ελληνικών πολεμικών πλοίων στη Κρήτη υπό την αρχηγία του δευτερότοκου γιου του βασιλιά, πρίγκηπα Γεωργίου, με την εντολή της παρεμπόδισης κάθε περαιτέρω αποβίβασης τουρκικών δυνάμεων στη μεγαλόνησο.

Στις 25 Ιανουαρίου (νέο ημερολόγιο) απέπλευσαν τα πρώτα τορπιλοβόλα, στις 27 Ιανουαρίου το σχεδόν νεότευκτο θωρηκτό Ύδρα με διοικητή της θωρηκτής μοίρας τον ναύαρχο Αριστείδη Ράινεκ, ακολουθούμενο από τα Μυκάλη και Πηνειός, ενώ στις 29 Ιανουαρίου ακολούθησαν το τορπιλοβόλο Ιωνία με γενικό διοικητή της τορπιλοβόλου μοίρας τον πρίγκηπα Γεώργιο, μαζί με άλλα μεταγωγικά. Με αυτή την ενέργεια η Ελλάδα προσπαθούσε να δημιουργήσει τετελεσμένο γεγονός για την επίτευξη της ένωσης. Οι σκοποί αυτοί της Ελλάδας έγιναν φανεροί με τη διακοίνωση που επέδωσε στους διπλωματικούς εκπροσώπους της στο εξωτερικό, μετά από τις εξηγήσεις που ζήτησαν οι πρεσβευτές των Μεγάλων Δυνάμεων στην Αθήνα.[5]

Αναχώρηση ελληνικών στρατευμάτων για την Κρήτη


Ο Δηλιγιάννης επέμεινε και τελικά αποφασίσθηκε η αποστολή μικτού αποσπάσματος από δύο τάγματα πεζικού, ένα λόχο ευζώνων, ένα τάγμα μηχανικού και μια ορειβατική πυροβολαρχία, υπό τη διοίκηση του συνταγματάρχη Τιμολέοντα Βάσσου. Σκοπός του αποσπάσματος ήταν να προβεί σε κατοχή του νησιού, δημιουργώντας έτσι τετελεσμένο γεγονός για την ένωση με την Ελλάδα, για να προλάβει τη σχεδιαζόμενη διεθνή κατοχή και αυτονόμηση της Κρήτης.[6]

Στις 7 Φεβρουαρίου άρχισε την επίθεσή του κατά του Πύργου των Βουκολιών, και καταφέρνοντας την επομένη περίλαμπρη νίκη.

Ενέργειες Μεγάλων Δυνάμεων

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο συνταγματάρχης Τιμολέων Βάσσος με το γιο του στο ελληνικό αρχηγείο στην Κρήτη

Το μικτό ελληνικό απόσπασμα στάλθηκε την 1 Φεβρουαρίου με το Αλφειός και το επίτακτο Ιωνία. Την ίδια όμως μέρα που απέπλεαν το τορπιλοβόλο με τον πρίγκηπα Γεώργιο και η δύναμη του μικτού αποβατικού σώματος από 1.200 αξιωματικούς και οπλίτες υπό τον Βάσσο μέσα σε φρενήρεις και ενθουσιώδεις επευφημίες του λαού που είχε συρρεύσει στον Πειραιά, οι στόλοι της Γαλλίας (υπό τον ναύαρχο Ποτιέ), Αγγλίας (υπό τον ναύαρχο Χάρρις), Ρωσίας (υπό τον ναύαρχο Άντριεφ), Αυστρίας (υπό τον ναύαρχο Μπραχ), και Ιταλίας (υπό τον ναύαρχο Κανεβάρο), είχαν καταπλεύσει στη Κρήτη. Αποβίβασαν αγήματα στα Χανιά, 50 - 100 ανδρών ανά εθνικότητα, υπό Ιταλό πλοίαρχο-διοικητή των συμμαχικών αποβατικών δυνάμεων, θέτοντας έτσι την Κρήτη, και με τη συγκατάθεση της Τουρκίας, υπό την προστασία τους, και απαγορεύοντας κάθε περαιτέρω τουρκική απόβαση. Αμέσως μετά οι σημαίες των παραπάνω Μεγάλων Δυνάμεων υψώθηκαν παράπλευρα της τουρκικής στο φρούριο των Χανίων. Έτσι, όταν έφθασε το ελληνικό μικτό απόσπασμα του Βάσσου, αναγκάσθηκε εκ των πραγμάτων ν' αποβιβασθεί στη θέση Κολυμπάρι (24 χλμ. δυτικά των Χανίων).

Την επομένη (2 Φεβρουαρίου) ο συνταγματάρχης Βάσσος από τη Μονή Γωνιάς (βορείως του Κολυμπαρίου) εξέδωσε, εν ονόματι του βασιλιά των Ελλήνων, προκήρυξη προς τον κρητικό λαό με την οποία και ανήγγειλε την κατάληψη της Κρήτης. Και ενώ ο Βάσσος αποφάσισε την επομένη, σε συνεργασία και με το ναύαρχο Ράινεκ την κατάληψη των Χανίων ακολουθώντας την παραλιακή οδό, τον συνάντησε ένστολος αξιωματικός της διεθνούς χωροφυλακής και του επέδωσε μήνυμα – εντολή του τοποτηρητή ότι αφενός η Κρήτη έχει τεθεί υπό την προστασία των 5 Μεγάλων Δυνάμεων, αφετέρου ο ελληνικός στόλος που έχει καταπλεύσει εκεί έπρεπε ν΄ απέχει από κάθε πολεμική επιχείρηση, το δε μικτό απόσπασμα να παρέμενε εκεί που βρισκόταν χωρίς καμία περαιτέρω ενέργεια.

Παρά την παραπάνω όμως διακοίνωση, ακολούθησε στις 7 Φεβρουαρίου η μάχη των Βουκολιών και την επόμενη η μάχη των Λειβαδιών όπου το ελληνικό στράτευμα πέτυχε σημαντική νίκη σε βάρος 4.000 Τουρκοκρητών και τακτικού οθωμανικού στρατού. Ενοχλημένοι όμως οι ναύαρχοι των Μεγάλων Δυνάμεων απαγόρευσαν κάθε παραπέρα κίνηση και πολεμική ενέργεια του ελληνικού μικτού σώματος. Το μικρό ελληνικό εκστρατευτικό σώμα ανακλήθηκε το Μάρτιο και ενσωματώθηκε στη δύναμη της Θεσσαλίας.

Διακοίνωση Δυνάμεων

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 18 Φεβρουαρίου/2 Μαρτίου 1897, οι παραπάνω Μεγάλες Δυνάμεις επέδωσαν στην ελληνική κυβέρνηση διακοίνωση με την οποία κατέστησαν γνωστή την απόφασή τους να παραχωρήσουν στην Κρήτη καθεστώς αυτονομίας, υπό την υψηλή κυριαρχία (επικυριαρχία) του Σουλτάνου, αφού απέκλεισαν την ένωσή της με την Ελλάδα. Για να τεθούν οι προϋποθέσεις της αυτονομίας (της οποίας οι λεπτομέρειες δεν είχαν συμφωνηθεί ακόμη), έθεταν προθεσμία 6 ημερών προκειμένου η Ελλάδα ν' ανακαλέσει το εκστρατευτικό της σώμα από την Κρήτη, ενώ τα τουρκικά στρατεύματα θα μειώνονταν και θα περιορίζονταν στα φρούρια.

Η Υψηλή Πύλη συμφώνησε προς τη λύση αυτή, η ελληνική κυβέρνηση όμως την απέρριψε. Στη φάση αυτή η ελληνική κυβέρνηση, κάτω από την πίεση της αντιπολίτευσης και της εκτεταμένης δράσης της Εθνικής Εταιρείας που υποκινούσαν οχλοκρατικές εκδηλώσεις στους δρόμους της Αθήνας, αλληλοκατηγορούμενοι οι πάντες για «εσχάτη προδοσία» αν η Κρήτη αυτονομείτο, αντέκρουσε τη διακοίνωση ζητώντας τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος των Κρητών, προκειμένου ν' αποφασίσουν οι ίδιοι. Όμως οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν συναινούσαν στον τρόπο που εννοούσε η Ελλάδα την αυτονομία. Η Αγγλία και η Ιταλία ήταν πιο δεκτικές σε αυτονομία υπό τον πρίγκηπα Γεώργιο της Ελλάδας, αλλά η Γερμανία, που επιθυμούσε την ανατροπή του βασιλιά της Ελλάδας ως αγγλόφιλου και την αντικατάστασή του με το γερμανόφιλο Διάδοχο Κωνσταντίνο, ήταν βασική ενάντιος κάθε συμβιβασμού.[7] Μαζί της συμπαρατάσσονταν η Ρωσία και η Αυστρία.

Μετά την άρνηση της Ελλάδας να συμμορφωθεί στην απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων περί αυτονομίας της Κρήτης, ήταν ολοφάνερο πως, απομονωμένη από κάθε διεθνή υποστήριξη και με τις Μεγάλες Δυνάμεις να μην της επιτρέπουν να έρθει σε συνεννόηση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, προχωρούσε προς τον πόλεμο. Το ίδιο συνέβαινε και στην αντίπαλη πλευρά, όπου ο Σουλτάνος ήταν δέσμιος των πολεμοχαρών υπουργών και στρατιωτικών του.[7] Τελικά, η οθωμανική κυβέρνηση αποφάσισε τον πόλεμο κατά της Ελλάδας, αφού όμως της δόθηκε αφορμή με την εισβολή των ατάκτων στη Μακεδονία.

Κατάσταση των εμπολέμων δυνάμεων

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
«Δεν έχομεν στρατόν. Ο ελληνικός στρατός της σήμερον είναι αγέλη.»

Πρωθυπουργός Χαρίλαος Τρικούπης[8]

Ο Ελληνικός Στρατός την εποχή εκείνη δεν ήταν σε επαρκή κατάσταση ετοιμότητας. Η σχετική φράση του πρωθυπουργού Χαριλάου Τρικούπη στη Βουλή πριν λίγα χρόνια, ανταποκρινόταν όχι μόνο σε μεγάλο βαθμό στην αλήθεια, αλλά και σε μια περίτρανη και ταυτόχρονα κυνική ομολογία ότι τίποτε δεν είχε πράξει και εκείνος ως πολιτικός υπεύθυνος περί αυτού στις δύο προηγούμενες περιόδους της πρωθυπουργίας του. Οι αξιωματικοί του Πεζικού, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, ήταν εντελώς αμαθείς και ανίκανοι, όπως και αυτοί του Ιππικού. Σε κάπως καλύτερη κατάσταση βρίσκονταν οι αξιωματικοί του Πυροβολικού και του Μηχανικού, έχοντας τουλάχιστον θεωρητική μόρφωση αλλά με σημαντικό πρόβλημα στην πρακτική εκπαίδευση (πολλοί πυροβολητές δεν είχαν ρίξει, πριν τον πόλεμο, ούτε μια βολή). Ακόμη και ο οπλισμός του στρατού υστερούσε, έχοντας ως βασικό όπλο το τυφέκιο Γκρα (Gras), ένα αργό οπισθογεμές όπλο, με φυσίγγια του 1886 ή και παλαιότερων εποχών.
Βέβαια το γεγονός αυτό το γνώριζε πολύ καλύτερα και ο ίδιος ο βασιλεύς Γεώργιος ο Α΄, όταν επιστρέφοντας το προηγούμενο καλοκαίρι (1896) από την Ευρώπη, δημοσίευσε σε ΦΕΚ μια επιστολή - εντολή προς τον πρωθυπουργό Θεόδωρο Δηλιγιάννη (22 Νοεμβρίου 1896), για πρόσκληση εφεδρειών στο στρατό προκειμένου η αξιόμαχη δύναμη αυτού να συμπληρώνει τους 10-12.000 άνδρες, τη δημιουργία μεγάλου στρατοπέδου μεταγωγών καθώς και εκτελέσεις γυμνασίων των κυριοτέρων σχηματισμών.[9] Η ιστορική αυτή αδιαβάθμητη και επίσημα δημοσιευθείσα επιστολή που καλούσε σε επείγουσα στρατιωτική ανασύνταξη, ουσιαστικά αποτελούσε αφενός μεν ευθεία βολή κατά της επιδειχθείσης σχετικής αναλγησίας των τελευταίων κυβερνήσεων και αφετέρου εξυπηρετούσε κάποιους διπλωματικούς εξωτερικούς στόχους, με συνέπεια να προκαλέσει ιδιαίτερη εντύπωση.

Αντίθετα οι Οθωμανοί ήταν εξοπλισμένοι με επαναληπτικά τουφέκια τύπου Μάουζερ (Mauser), ενώ το βεληνεκές των πυροβόλων τους ήταν αρκετά μεγαλύτερο από αυτό των ελληνικών. Μόνο στο ναυτικό ήταν αδιαμφισβήτητη η ελληνική υπεροχή,[8] εξ ου και δεν εμφανίσθηκε πουθενά ο Οθωμανικός Στόλος, παρότι διέθετε και θωρηκτά πλοία. Ο Οθωμανικός Στρατός ήταν σε σαφώς καλύτερη κατάσταση. Διέθετε όχι μόνο αριθμητική υπεροχή και καλύτερο οπλισμό αλλά και καλύτερη εκπαίδευση στελεχών από Γερμανούς συμβούλους-αξιωματικούς. Είναι χαρακτηριστικό πως αν η οθωμανική στρατιωτική διοίκηση δεν έκανε σειρά τακτικών σφαλμάτων, ειδικά κατά τη μάχη των Φαρσάλων, θα είχε επιτύχει την εκμηδένιση του Ελληνικού Στρατού.[8]

Τα γεγονότα του πολέμου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 18 Φεβρουαρίου, τη μέρα της απόρριψης από την Ελλάδα της διακοίνωσης των Συμμάχων για την αυτονομία της Κρήτης, κηρύχθηκε επίσημα γενική επιστράτευση (που όμως είχε ξεκινήσει αθόρυβα τρεις μέρες πριν), με πολλές ατέλειες, κατά την οποία κλήθηκαν τελικά 10 κλάσεις εφέδρων. Η τουρκική επιστράτευση είχε ξεκινήσει και εκείνη νωρίτερα, ακανόνιστα όμως και πολύ πιο πρόχειρα, ενώ η έλλειψη οικονομικών μέσων επαύξανε την αταξία επιστράτευσης των Τούρκων. Την εποχή εκείνη Μέγας Βεζίρης ήταν ο Χαλίλ Ριφάτ Πασάς και Υπουργός Πολέμου ο Μεχμέτ Ριζά Πασάς.

Το 1897 η ελληνοοθωμανική μεθόριος στη Θεσσαλία βρισκόταν στις ΝΑ προσβάσεις του Ολύμπου και στις νότιες προσβάσεις των Χασίων σχηματίζοντας ένα Υ με τη βάση του μεταξύ των χωριών Γκρίζανος και Ζάρκος, όπως αυτή είχε προσδιοριστεί από την Επιτροπή Καθορισμού Ελληνοοθωμανικών Συνόρων (Θεσσαλίας - Ηπείρου), επί σχεδίων που είχε εκπονήσει ο Άγγλος ταγματάρχης Τζον Άρνταγκ, που υπογράφηκε στις 20 Ιουνίου του 1882 και ολοκληρώθηκε περί το τέλος του ίδιου έτους, στις 5 Νοεμβρίου του 1882.
Ο ποταμός Πηνειός αποτελούσε για τον Τούρκο Διοικητή προγεφύρωμα για την εκδίωξη των Ελλήνων. Η ελληνική διοίκηση πιστή μέχρι τότε στα γαλλικά πρότυπα πολεμικής τακτικής είχε εμπιστευθεί στον Γάλλο στρατηγό Βοσσέρ της γαλλικής αποστολής την οργάνωση της άμυνας στα υπερκείμενα του Πηνειού περάσματα Μελούνας (Β. του Τυρνάβου) και Ρεβένι (Ν. του Τυρνάβου), αμφότερα δυτικά της Λάρισας.

Ορειβατικό πυροβόλο του Ε.Σ. το 1897
Πεδινό πυροβόλο του Ε.Σ. το 1897

Ελληνικές δυνάμεις

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο ελληνικός στρατός εκστρατείας που συγκροτήθηκε απετέλεσε τρεις μεραρχίες. Την 1η (Ι Μεραρχία) με Διοικητή τον υποστράτηγο Νικόλαο Μακρή, με στρατηγείο τη Λάρισα και 2η (ΙΙ Μεραρχία) με διοικητή τον συνταγματάρχη Γεώργιο Μαυρομιχάλη με στρατηγείο τα Τρίκαλα, που συγκεντρώθηκαν στη Θεσσαλία και η 3η (ΙΙΙ Μεραρχία) με διοικητή τον συνταγματάρχη Θρασύβουλο Μάνο, στη περιοχή της Άρτας. Αρχηγός του στρατού Θεσσαλίας ορίσθηκε, με Διάταγμα που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 12/25 Μαρτίου ο Διάδοχος Κωνσταντίνος, που έφθασε στο στρατηγείο του και ανέλαβε στις 17/29 Μαρτίου από τον υποστράτηγο Μακρή και με αρχηγό του επιτελείου τον συνταγματάρχη πυροβολικού Κωνσταντίνο Σαπουτζάκη και υπασπιστή τον λοχαγό Χατζηπέτρο. Τότε ο Διάδοχος Κωνσταντίνος ήταν ο μοναδικός Έλληνας αξιωματικός με βαθμό στρατηγού. Η σύνθεση της τότε ελληνικής μεραρχίας περιελάμβανε:

  • 2 ταξιαρχίες, συγκροτούμενη έκαστη από 2 συντάγματα πεζικού.
  • 4 ανεξάρτητα τάγματα ευζώνων.
  • 1 σύνταγμα πυροβολικού.
  • 1 σύνταγμα ιππικού και
  • 2 λόχους μηχανικού.

Έτσι η δύναμη της Ηπείρου ήταν όπως η προαναφερόμενη της Μεραρχίας ενώ της Θεσσαλίας ήταν διπλάσια (2 Μεραρχίες). Η δε δύναμη του στρατού Θεσσαλίας ανέρχονταν σε 36.000, 400 ιππείς και 96 πυροβόλα, με ακόμα 2.500 άνδρες από το Εθελοντικό Σώμα που αποτελείτο κύριος από Κύπριους, Ιταλούς και Κρητικούς Εθελοντές, ενώ της Άρτας σε 18.000 άνδρες, 200 ιππείς και 48 πυροβόλα.

Τουρκικές δυνάμεις

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο τακτικός σουλτανικός στρατός (ο επιλεγόμενος επίσημα «Ασκερί Νιζαμιγιέ Σαχανέ») εκστρατείας που συγκροτήθηκε αντίστοιχα αποτελούνταν από 8 μεραρχίες πεζικού και μία μεραρχία ιππικού (3πλάσιες δυνάμεις των ελληνικών). Εξ αυτών 2 μεραρχίες πεζικού διατέθηκαν στην Ήπειρο ενώ η κύρια δύναμη των 6 μεραρχιών πεζικού και της μεραρχίας ιππικού διατέθηκε στα Θεσσαλικά σύνορα. Η σύνθεση της τότε τουρκικής μεραρχίας ήταν:

  • 15-18 τάγματα πεζικού, δηλαδή από 5-6 συντάγματα περίπου
  • 3-6 πεδινές πυροβολαρχίες,
  • 1 ίλη ιππικού

Η τουρκική μεραρχία ιππικού περιελάμβανε 16 ίλες και 3 έφιππες πυροβολαρχίες. Εκτός όμως της τακτικής αυτής δύναμης ο τουρκικός στρατός Θεσσαλίας διέθετε και γενική εφεδρεία αποτελούμενη από 10 τάγματα πεζικού, 9 πεδινές πυροβολαρχίες και 3 λόχους μηχανικού. Έτσι η συνολική τουρκική δύναμη εις μεν τα Θεσσαλικά σύνορα έφθανε τους 92.500 άνδρες πεζικού, 1300 ιππείς, με 186 πυροβόλα εις δε της Ηπείρου 29.000 άνδρες με 24 πυροβόλα. Επίσης παρά τον τουρκικό στρατό υπήρχε γερμανική εκπαιδευτική στρατιωτική αποστολή υπό τον Γερμανό στρατηγό φον ντερ Γκολτς.

Αρχηγός του τουρκικού εκστρατευτικού στρατού ήταν ο Ετέμ Πασάς που είχε ως σύμβουλό του τον Γερμανό φον Γρούμβκοφ και αρχηγό του επιτελείου τον Σεφκέτ μπέη. Διοικητές των μεραρχιών ήταν οι στρατηγοί Χαϊρή (1ης), Νεσκάτ (2ης), Μεμντούχ (3ης), Χαϊντέρ (4ης), Χακή (5ης), Χαμντή (6ης) και Σουλεϋμάν της μεραρχίας του ιππικού.


Έλληνες άτακτοι στη Θεσσαλία

Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, πριν φθάσει στο στρατηγείο της Λάρισας και αναλάβει την διοίκηση των επιχειρήσεων κατ' εντολή της κυβέρνησης ο Διάδοχος Κωνσταντίνος, περίπου 2.500 – 3.000 άτακτοι (κατ' εκτίμηση του Γάλλου λοχαγού Ντουσύ), ή μόνο 2.000 (κατ' εκτίμηση του Π. Μελά, που κρίνεται ορθότερο[10]) εισόρμησαν στην τουρκοκρατούμενη Μακεδονία. Η δύναμη αυτή είχε οργανωθεί από την Εθνική Εταιρεία η οποία, από τον Φεβρουάριο, όπλιζε συρφετούς απολέμων και αμάχων.[11]

Οι επιχειρήσεις των ατάκτων κατά παραμεθορίων τουρκικών φυλακίων και μερικά χιλιόμετρα περί αυτών εντός της Μακεδονίας διήρκεσαν τελικά τέσσερις μόνο ημέρες. Στις 31 Μαρτίου / 12 Απριλίου (π. ημ. / ν. ημερ.) η όλη δραστηριότητά τους είχε κατασταλεί πλήρως από τρία ενισχυμένα τουρκικά αποσπάσματα, ενώ οι περισσότεροι εξ αυτών είχαν καταφύγει στη Θεσσαλία. Από την πρώτη ημέρα της εισβολής των ατάκτων η ελληνική κυβέρνηση έσπευσε να διακηρύξει ότι ουδεμία σχέση είχε με αυτούς και αντίθετα την ευθύνη είχε η τουρκική πλευρά που δεν διασφάλιζε τα σύνορά της. Αλλά και εκ μέρους του Σουλτάνου δεν υπήρξε σχετική διαμαρτυρία επ' αυτών των «ληστρικών συμμοριών» όπως τις χαρακτήρισε σε τηλεγράφημά του ο Ετέμ πασάς. Ο δε αρχιστράτηγος Διάδοχος Κωνσταντίνος μόλις ενημερώθηκε σχετικά, φθάνοντας στη Λάρισα, έδωσε εντολή καμία στρατιωτική μονάδα να μη κινηθεί καθώς και να απομακρυνθούν από τα σύνορα και οι έτεροι 2.000 άτακτοι που παρέμεναν στη περιοχή της Ηπείρου.

Η εισβολή των ατάκτων προκάλεσε την οργή των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων οι οποίες την χαρακτήρισαν ανειλικρινή ενέργεια και έδωσε στην Οθωμανική αυτοκρατορία την αφορμή πολέμου που αναζητούσε.[11]

Διακοπή διπλωματικών σχέσεων

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τη νύκτα της 16ης προς 17η του μηνός, η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατηγόρησε την Ελλάδα για κατάληψη υψωμάτων στις περιοχές Ανάληψη και Παδίκα. Το πρωί δε της επομένης, δηλαδή στις 17 Απριλίου (ν.η.) το Σουλτανικό υπουργικό συμβούλιο και ο Σουλτάνος αποφάσισαν τελικά να διατάξουν τις μεσημβρινές ώρες τον οθωμανικό στρατό ν' απωθήσει τις τελευταίες καταλήψεις των Ελλήνων και να περάσει στην επίθεση. Το ίδιο βράδυ κλήθηκε ο Έλληνας πρεσβευτής στη Κωνσταντινούπολη Ν. Μαυροκορδάτος από τον υπουργό Εξωτερικών, τον Τουρχάν Πασά, πρώην Βαλή της Κρήτης, ο οποίος επιστρέφοντας το διαβατήριό του του επέδωσε διακοίνωση διακοπής των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών «ένεκα αρξαμένων υπό της Ελλάδος εχθροπραξιών κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας».
Την επομένη, στις 6 / 18 Απριλίου, ανήμερα της Κυριακής των Βαΐων (1897), στις 10.30 το πρωί, ο Τούρκος πρέσβης στην Αθήνα Ασήμ Μπέης επέδωσε στον Έλληνα υπουργό Εξωτερικών Α. Σκουζέ τη ρηματική διακοίνωση περί διακοπής των διπλωματικών σχέσεων. Το κείμενο της τουρκικής διακοίνωσης είχε ως εξής:

ΥΨΗΛΗ ΠΥΛΗ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΝ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ

5 Απριλίου 1897

ΔΙΑΚΟΙΝΩΣΙΣ ΡΗΜΑΤΙΚΗ

Ο Υπουργός εξωτερικών λαμβάνει την τιμήν να κοινοποιήση εις την Αυτού Εξοχότητα τον απεσταλμένον της ελληνικής Αυτού Μεγαλειότητος, ότι ένεκα της εχθρικής πλέον στάσεως της κυβερνήσεως της Ελλάδος προς την Αυτοκρατορικήν οθωμανικήν κυβέρνησιν, αι διπλωματικαί μεταξύ των δύο κρατών σχέσεις διεκόπησαν και ο εν Κωνσταντινουπόλει πρέσβης της Αυτού Μεγαλειότητος (Ελλάδος), καθώς και οι καθ' όλην την οθωμανικήν επικράτειαν πρόξενοι (Έλλάδος) διετάχθησαν ν' αναχωρήσωσιν, ομοίως δε και ο εν Αθήναις πρέσβης της αυτοκρατορικής οθωμανικής κυβέρνησης και οι απανταχού της Ελλάδος πρόξενοι προσεκλήθησαν κατεπειγόντως εις Κωνσταντινούπολιν.

Συμφώνως προς την ληφθείσαν απόφασιν οι εμπορευόμενοι και οι υπήκοοι Έλληνες οι ευρισκόμενοι εις Αυτοκρατορίαν οφείλουσι να εγκαταλείψωσι το έδαφος αυτής εντός δεκαπενθημέρου προθεσμίας. Ομοίως διετάχθησαν οι εν Ελλάδι υπήκοοι Οθωμανοί να εγκαταλείψωσι το έδαφος του Βασιλείου της Ελλάδος εντός της αυτής προθεσμίας.

Το Ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών αμέσως μετά την επίδοση προέβη σε έντονη διαμαρτυρία ότι «η Ελλάς όχι μόνο δεν προέβη σε πράξεις εχθρότητας, αλλά απεναντίας και υπέστη τις τελευταίες ημέρες επί πλείστων σημείων της οροθετικής γραμμής αλλεπάλληλες επιθέσεις του τουρκικού στρατού» Λαμβάνοντας δε τη διακοίνωση αυτή ο τότε πρωθυπουργός Θ. Δηλιγιάννης συγκάλεσε σε έκτακτη συνεδρίαση την ελληνική Βουλή όπου και έκανε το απόγευμα της ίδιας ημέρας την ακόλουθη ανακοίνωση στη Βουλή:

Από της 10ης πρωινής της σήμερον διατελούμεν εν σταδίω εχθροπραξιών των οποίων ήρξατο το όμορον κράτος εν πολέμω ακηρύκτω, από της 10ης της πρωίας της σήμερον είμεθα εν διακοπή σχέσεων με την Υψηλή Πύλη, ήτις σημαίνει τούτο ωσεί είμεθα εν πολέμω ...

Η τουρκική κυβέρνησις ανεκοίνωσεν εις ημάς, ότι διακόπτει τα σχέσεις προς το ελληνικόν κράτος, διότι ημείς ηρξάμεθα εχθροπραξιών. Δεν υποθέτω ότι σύνηθες θάρρος ηδύνατο να δικαιολογήση τοιαύτην ακρίβειαν.

Το Ελληνικόν κράτος είχε σκοπόν, σκοπόν ευγενή, σκοπόν επιβαλλόμενον υπό των καθηκόντων προς τον πολιτισμόν, σκοπόν εμβαλλόμενον υπό του αισθήματος, όπερ πρέπει να έχη έκαστος λαός προς τους ομοθρήσκους και ομοφύλους αυτού. Τον σκοπόν τούτον προσεπάθει να αναπληρώση δια μέσων ειρήνης. Παρασκευάζετο προς πόλεμον, αλλά παρασκευάζετο δια να προβή εις τον πόλεμον, όταν εξηντλείτο πάσα ελπίς περί της εκπληρώσεως του σκοπού δια των μέσων της ειρήνης, αλλ' αφ' ου τον πόλεμον μας προκηρύττει το όμορον κράτος καθήκον έχομεν να τον δεχθώμεν και τον εδέχθημεν.

Ελπίζω ότι ο ελληνικός λαός όπου Γης και αν είναι θέλει αισθανθεί εις τα στέρνα του το πυρ της αγάπης προς την πατρίδα και θέλει ενθυμηθή ότι, εάν αυτή δεν δύναται να αξιώσει, ότι εδημιούργησε μέχρι τούδε η ιστορία μεγάλου λαού, ότι όμως δεν ελησμόνησε ότι είναι απόγονος μεγάλου λαού, όστις εδίδαξεν την δύσιν και την ανατολήν την αλήθειαν και την δικαιοσύνην. Επομένως δεν αμφιβάλλω ότι οι άνδρες οίτινες συνεκεντρώθησαν υπό την κυανόλευκον, θέλουσι πάντες προτιμήσει τον θάνατον, ουδέποτε δε ανεχθή την ατίμωσιν της ιεράς ταύτης γης.

Μέσα σε θύελλα ζητωκραυγών και από την αντιπολίτευση όπου ο αρχηγός της Δ. Ράλλης όρθιος χειροκροτούσε τον πρωθυπουργό ανήλθε στο βήμα και προέβη στις ακόλουθες δηλώσεις:

Οφείλομεν να κηρύξωμεν εντεύθεν ότι ευλογημένη η ώρα κατά την οποίαν οι Τούρκοι προεκάλεσαν ημάς, κηρύξαντες τον ακήρυκτον αυτόν πόλεμον. Δεν θα είναι ούτος πόλεμος μεταξύ δύο Πολιτειών, μεταξύ δύο κρατών, είναι πόλεμος του Γένους περί υπάρξεως, και εις τοιούτον πόλεμον οφείλει να αποδυθή ο Ελληνικός Λαός ... Ο ελληνισμός έχει να εκδικήση την ύβριν τεσσάρων και πλέον αιώνων, και αποδυόμενος εις τον υπέρ των όλων αγώνα, εννοεί την ύβριν ταύτην να εκδικήση και θα νικήση ή δ' άλλως ας εξοντωθή.

Τον Ράλλη ακολούθησαν στο Βήμα και άλλοι αρχηγοί κομμάτων με ίδια ενθουσιώδη συμπεριφορά, στους δε δρόμους της Αθήνας που είχαν μαθευτεί σχετικά τα δρώμενα είχε ξεχυθεί ο κόσμος ως χείμαρρος και πανηγύριζε με σάλπιγγες, ενώ το ίδιο βράδυ στις εκκλησίες, στην ακολουθία του Νυμφίου γίνονταν πολεμικές δεήσεις, όπου γονατιστοί όλοι έψελναν το τροπάριο της «Υπερμάχου Στρατηγού».[12]

Το δε απόγευμα της ίδιας ημέρας επιστράφηκε το διαβατήριο του Τούρκου πρέσβη, ενώ ο Έλληνας ομόλογός του στη Κωνσταντινούπολη αποχώρησε στις 20 Απριλίου. Μάλιστα κατά την αναχώρησή του παρευρέθηκε όλο το Διπλωματικό Σώμα της Κωνσταντινούπολης με εξαίρεση τον πρέσβη της Γερμανίας. Στην απορία του Ν. Μαυροκορδάτου περί της απουσίας του, κάποιος διπλωμάτης επεσήμανε «Εξοχότατε φαίνεται πως είστε σε πόλεμο και με την Αυτοκρατορία της Γερμανίας!». Η φράση αυτή παρά την υπερβολή της στην ουσία δεν απείχε πολύ από την αλήθεια.[13]

Στη συνέχεια έπεσε η Κυβέρνηση Θ. Δηλιγιάννη την οποία και διαδέχθηκε η Κυβέρνηση του Δημητρίου Ράλλη.

Ο Διάδοχος Κωνσταντίνος, αρχηγός του στρατού Θεσσαλίας

Στην Θεσσαλία οι Τούρκοι είχαν συγκεντρώσει έξι μεραρχίες με 58.000 πεζούς, 1500 ιππείς και 156 πυροβόλα υπό την διοίκηση του Εντέμ Πασά με αρχηγείο την Ελασσόνα, ενώ μια έβδομη ήρθε αργότερα. Οι Έλληνες ήταν 45.000 πεζοί, 800 ιππείς και 96 πυροβόλα, και διοικούνταν από τον πρίγκηπα Κωνσταντίνο με στρατηγείο τη Λάρισα. Ο ελληνικός στόλος του 1897 κυριαρχούσε στην θάλασσα, αφού ήταν μεγαλύτερος του τουρκικού.

Μία μέρα πριν φθάσει ο Διάδοχος Κωνσταντίνος στο στρατηγείο, περίπου 2.000 άτακτοι από την Εθνική Εταιρεία πέρασαν τα σύνορα προσπαθώντας να ξεσηκώσουν σε επανάσταση την Μακεδονία όπου και σημειώθηκαν οι πρώτες αψιμαχίες.

Το σχέδιο του Τούρκου αρχηγού (και του γερμανικού επιτελείου του) ήταν να περάσει από την ελληνική αριστερή πλευρά, και το ταχύτερο δυνατόν ή να κυκλώσει τους Έλληνες ή να φθάσει στο Πηνειό όπου με προγεφύρωμα αυτόν ν' απωθήσει τους Έλληνες στη Στερεά, πλην όμως στη πράξη συνάντησε σθεναρή πλευρική αντίσταση ενώ το κέντρο του αντίθετα προχώρησε. Έτσι το αρχικό σχέδιο συνέχεια μεταβαλλόταν με συνέπεια τις αργές μετακινήσεις των τουρκικών σχηματισμών.

Το σχέδιο του ελληνικού επιτελείου όπως το είχε παραδώσει ο Γάλλος Βοσσέρ και είχε προηγουμένως επεξεργασθεί και εγκρίνει ο υποστράτηγος Μακρής[8] ήταν κυρίως αμυντικό, βασισμένο όμως στη γαλλική τακτική, δηλαδή της ανάπτυξης ανοικτών πεδίων εμπλοκής με τις γνωστές οδυνηρές ατέλειες, τις ίδιες ακριβώς που είχε αντιμετωπίσει και ο Γεώργιος Καραϊσκάκης στη μάχη του Φαλήρου, ειδικά όταν ο εχθρός είναι αριθμητικά υπέρτερος [εκκρεμεί παραπομπή]. Επιπλέον, δεν είχαν εκπονηθεί αναλυτικά σχέδια ούτε υλοποιηθεί σοβαρά αμυντικά έργα και δεν υπήρχαν εφεδρείες που θα επέτρεπαν το σχηματισμό 2ης αμυντικής γραμμής και την αποστολή ενισχύσεων στα σημεία όπου θα υπήρχε ανάγκη.[8]

Όμως ο Διάδοχος Κωνσταντίνος έκρινε μη ικανοποιητική αυτή τη διάταξη και στις 19 Μαρτίου έδωσε εντολή για αναπροσαρμογή της. Συγκεκριμένα, ο στρατός θα διατασσόταν σε βάθος, αντί της προηγούμενης γραμμικής παράταξης, ώστε να συγκεντρωθεί σε ισχυρότερες μονάδες, στα πιθανά σημεία εισβολής των Τούρκων. Η διαταγή αυτή, λίγες μέρες πριν από την έναρξη των εχθροπραξιών, ήταν λογικό να συναντήσει δυσκολίες και να μην έχει προλάβει να συμπληρωθεί στις πρώτες μέρες του πολέμου.[8]

Απεικόνιση των ελληνικών θέσεων και της τουρκικής προέλασης στη Μελούνα, από το αγγλικό περιοδικό The Graphic
Οθωμανικό πεζικό επιτίθεται κατά τη Μάχη του Δομοκού. Πίνακας του Φάουστο Ζονάρο, ανάκτορο του Ντολμάμπαχτσε

Στο Μάτι οι Έλληνες είχαν οχυρωθεί καλύπτοντας τον δρόμο για τον Τύρναβο. Εδώ έγιναν σκληρές μάχες στις 21 και 22 με τους Έλληνες να προσπαθούν να υπερκεράσουν το τουρκικό δεξί πλευρό. Αυτό δεν έγινε δυνατό αλλά στις 23 το αριστερό των Οθωμανών έκανε νέα προέλαση και όταν όλες οι οθωμανικές δυνάμεις μπόρεσαν να ευθυγραμμιστούν πίεσαν τις ελληνικές πτέρυγες. Το απόγευμα το ελληνικό στρατηγείο διέταξε υποχώρηση προκαλώντας πανικό. Οι Έλληνες στρατιώτες εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και άτακτα υποχώρησαν περνώντας την Λάρισα η οποία και εκκενώθηκε. Η πόλη καταλήφθηκε τελικά στις 27 του μήνα αφού οι οθωμανικές δυνάμεις δεν καταδίωξαν τις ελληνικές αλλά προχώρησαν αργά.

Κοντά στα Φάρσαλα ο Ελληνικός στρατός επανήλθε σε τάξη και σχημάτισε νέα γραμμή, σχεδιάζοντας αντεπίθεση, όμως το ηθικό των στρατιωτών είχε πέσει. Είχαν περάσει άλλωστε πίσω από τις στρατηγικές θέσεις της Λάρισας και του Βελεστίνου. Τελικά στάλθηκε σιδηροδρομικώς μια μεραρχία στο Βελεστίνο, αλλά έτσι οι ήδη κατώτερες ελληνικές δυνάμεις διαιρέθηκαν σε δύο κομμάτια με απόσταση 60 χιλιομέτρων ανάμεσά τους. Οι μάχες στο Βελεστίνο διήρκησαν από τις 15 έως και τις 24 Απριλίου, με τους Έλληνες να προβάλουν υπό τις διαταγές του Συνταγματάρχη Πυροβολικού Σμολένσκη, σθεναρή άμυνα.

Οι Οθωμανοί εν τω μεταξύ έκαναν ετοιμασίες και στις 24 Απριλίου επιτέθηκαν στα Φάρσαλα (Μάχη Φαρσάλων) με τρεις μεραρχίες απωθώντας τις ελληνικές δυνάμεις από τις θέσεις που είχαν πάρει μπροστά από την πόλη. Οι μάχες συνεχίστηκαν μέχρι το βράδυ και ο ελληνικός στρατός συμπτύχθηκε με σχετική τάξη στον Δομοκό. Το Βελεστίνο εγκαταλείφθηκε από τις δυνάμεις του Σμολένσκη, οι οποίες συμπτύχθηκαν στον Αλμυρό μόλις ολοκληρώθηκε με ασφάλεια η ανασύνταξη στον Δομοκό. Οι Έλληνες είχαν τον χρόνο να οχυρωθούν μέχρι τη νέα επίθεση στον Δομοκό από τον Εντέμ Πασά στις 5 Μαΐου, με τρία σημεία κρούσης. Στη μάχη του Δομοκού πήραν μέρος σαν εθελοντές, πολυάριθμοι ευρωπαίοι φιλέλληνες, κυρίως Ιταλοί (που αποτελούσαν και τη μεγάλη πλειονότητα), Άγγλοι και Γάλλοι[14]. Ντυμένοι με κόκκινες στολές, ήταν γνωστοί σαν «Λεγεώνα Φιλελλήνων και Γαριβαλδίνων» (ή «Τάγμα των Ερυθροχιτώνων») και ο αριθμός τους ανερχόταν σε περίπου 3.000[15]. Κατά τη διάρκεια της μάχης, το δεξί τουρκικό άκρο αναχαιτίστηκε από το απόσπασμα τού Τερτίπη και την Λεγεώνα των Φιλελλήνων και τούς Γαριβαλδινούς (συνολικά 3.060 ξένοι, εκ των οποίων 2.783 Ιταλοί, ανάμεσα τους οι Νικόλα Μπαρμπάτο, Ριτσιότι Γκαριμπάλντι -γιος του Τζουζέπε Γκαριμπάλντι- ο Αντόνιο Φράττι, ο οποίος σκοτώθηκε σε αυτή τη μάχη, Φερρούτσιο Τολομέϊ και Τζουζέππε Εβανγκελίστι, Αμιλκάρε Τσιπριάνι)[16]. Το κέντρο υπέστη σοβαρές απώλειες. Το αριστερό όμως προέλασε μέχρι τις ελληνικές γραμμές, οπότε και αυτή η τοποθεσία εγκαταλείφθηκε την νύχτα, όπως και η Φούρκα την επόμενη. Ο Σμολένσκη έφτασε στις 18 του μήνα από τον Αλμυρό και διατάχτηκε να κρατήσει το πέρασμα στις Θερμοπύλες. Δεν χρειάστηκε να πολεμήσουν όμως, αφού ο Σουλτάνος διέταξε παύση πυρός στις 20 Μαΐου μετά από προτροπή του Ρώσου Τσάρου.

Στην Ήπειρο υπήρχαν 15.000 Έλληνες στρατιώτες υπό την διοίκηση του Συνταγματάρχη Θρασύβουλου Μάνου έναντι 28.000 Οθωμανών με 48 πυροβόλα υπό τις διαταγές του Αχμέτ Χιφσί Πασά. Οι ελληνικές δυνάμεις είχαν σχηματίσει γραμμή άμυνας από την Άρτα στο Πέτα, ενώ οι Οθωμανοί βρίσκονταν στην περιοχή των Ιωαννίνων, στα Πέντε Πηγάδια και μπροστά από την Άρτα. Οι στρατιωτικές δυνάμεις που υπήρχαν στην Άρτα ήταν οι εξής: Το 6ο Σύνταγμα Πεζικού, το 9ο Σύνταγμα Πεζικού, το 10ο Σύνταγμα Πεζικού, το 12ο Σύνταγμα Πεζικού, το 1ο Τάγμα Ευζώνων, το 3ο Τάγμα Ευζώνων και το 10ο Τάγμα Ευζώνων. Στην περιοχή, εκτός από αυτές τις δυνάμεις, υπήρχε και το 1ο Σύνταγμα Πυροβολικού με 4 ορεινές και 4 πεδινές πυροβολαρχίες και δύο συζυγαρχίες πυρομαχικών πυροβολικού, ένα τάγμα Μηχανικού με 5 λόχους και μία διμοιρία Τηλεγραφητών, τρεις ίλες ιππικού του 1ου Ιππικού Συντάγματος, 6 μονάδες χειρουργείων και 2 ουλαμοί εφοδιασμού.[17]

Διάταξη στρατιωτικών δυνάμεων στην περιοχή της Άρτας.

Στην είσοδο του Αμβρακικού κόλπου υπήρχε η Δυτική Μοίρα του ελληνικού στόλου, υπό τον Πλοίαρχο Δημήτριο Κριεζή και χωριζόταν σε δύο υπομοίρες. Σύμφωνα με το σχέδιο, η μία Μοίρα θα αναλάμβανε να βομβαρδίσει τα φρούρια μέσα στον Αμβρακικό κόλπο ενώ η άλλη Μοίρα θα βομβάρδιζε το φρούριο της Πρέβεζας και θε έλεγχε γενικότερα την κίνηση στο θαλάσσιο χώρο του Αμβρακικού. Τη Δυτική Μοίρα αποτελούσαν τα εξής πλοία: Το θωρηκτό «Σπέτσαι», η θωρακοβάρις «Βασιλεύς Γεώργιος Α΄», ο ατμομυοδρόμωνας «Ευρώτας», το οπλιταγωγό «Θράκη», το οπλιταγωγό «Ιωνία», η ατμοβάρις «Άκτιον», η ατμοβάρις «Αμβρακία», η κανονιοφόρος «Α», η κανονιοφόρος «Β», η κανονιοφόρος «Γ», η κανονιοφόρος «Δ», η ατμοημιολία «Κίχλη», η ατμοημιολία «Αφρόεσσα» και το καταδρομικό «Μιαούλης». Η μεταφορά πολεμικού υλικού εντός του Αμβρακικού κόλπου γινόταν με το ατμόπλοιο «Μακεδονία».[18][19]

Το πρωί στις 6 Απριλίου/18 Απριλίου 1897, Κυριακή των Βαΐων το ατμόπλοιο «Μακεδονία» δέχτηκε καταιγιστικά πυρά στο στόμιο της Πρέβεζας και προσάραξε σε αβαθή προς το Άκτιο.[20] Το συγκεκριμένο γεγονός σήμανε την έναρξη του πολέμου στο μέτωπο της Ηπείρου. Στην πόλη της Άρτας ο ελληνικός στρατός έλαβε θέση μάχης. Η 2η πεδινή πυροβολαρχία χτύπησε πρώτη το τουρκικό φρούριο στη θέση «Ιμαρέτ» και έλαβε άμεση απάντηση με καταιγισμό πυρών από τα 6 μεγάλα πυροβόλα, τα οποία έβαλλαν συντονισμένα κατά του Αμυντικού Στρατώνα Άρτας. Κατά τη διάρκεια των εχθροπραξιών στο Ιμαρέτ υπήρξε και ταυτόχρονη ανταλλαγή πυροβολισμών στη γέφυρα της Άρτας αλλά και στην περιοχή της Κάτω Παναγιάς και της Περάνθης. Στις 4 μ.μ. τα κανονιοφόρα του ελληνικού στόλου βομβάρδισαν το φρούριο της Σαλαώρας και κατέστρεψαν τα 2 πυροβόλα τύπου «Άρμστρονγκ».[21]

Αποβίβαση Ελλήνων στρατιωτών στη Σαλαώρα και μεταφορά ενός τούρκικου κανονιού

Το βράδυ της 6ης Απριλίου, τοποθετήθηκε κινητή γέφυρα στο ύψος της Περάνθης και το πρωί της 7ης Απριλίου διήλθαν από αυτή, ένας λόχος Μηχανικού, ένας λόχος του 9ου Συντάγματος Πεζικού και 2 ίλες ιππικού και ύστερα από σφοδρή μάχη κατέλαβαν τα χωριά Νεοχώρι, Παχυκάλαμος και Ακροποταμιά. Οι Τούρκοι, χρησιμοποιώντας ως ασπίδα τα γυναικόπαιδα της περιοχής, υποχώρησαν στο χωριό Μύτικα και οχυρώθηκαν στον Πύργο του Φουάτ Μπέη όπου υπήρχαν περίπου 1000 στρατιώτες.[22] Το πρωί της 9ης Απριλίου, έφτασαν πληροφορίες ότι οι Τούρκοι είχαν εγκαταλείψει τον Αρτινό κάμπο κατά τη διάρκεια της νύχτας και είχαν κινηθεί προς τη γέφυρα του Λούρου και τη Φιλιππιάδα. Την επόμενη ημέρα, 10 Απριλίου, τοποθετήθηκαν λόχοι του 9ου, 10ου και 12 Συντάγματος Πεζικού στη Σαλαώρα και στις 11 π.μ. κατέφθασε ο αρχικυβερνήτης Τομπάζης με την ατμοβαρίδα «Άκτιο» και αποβιβάστηκαν 200 στρατιώτες, οι οποίοι ύψωσαν την ελληνική σημαία στο υπό κατοχή φρούριο.[23] Μέχρι το βράδυ της 10ης Απριλίου/22 Απριλίου είχε απελευθερωθεί το μεγαλύτερο μέρος του κάμπου και η Φιλιππιάδα.

Οι Έλληνες προχώρησαν μέχρι τα Πέντε Πηγάδια όπου είχαν οχυρωθεί οι Τούρκοι αλλά μετά από αψιμαχίες στις 27 και νέες επιθέσεις στις 28 και 29 δεν μπόρεσαν να κάνουν κάτι αφού δεν έρχονταν ενισχύσεις. Στις 12 Μαΐου έγινε νέα Ελληνική επίθεση ενώ Ηπειρώτες εθελοντές προσπάθησαν να αποκόψουν την τουρκική φρουρά στην Πρέβεζα. Το ελληνικό κέντρο επιτέθηκε στις 13 κοντά στην Στρεβίνα με σκοπό να καταλάβει και να κρατήσει μια αμυντική θέση, πράγμα που κατάφερε την επόμενη με ενισχύσεις από την αριστερή πτέρυγα. Τελικά όμως οπισθοχώρησαν στις 15 Μαΐου

Τελικά με τη μεσολάβηση των ευρωπαϊκών δυνάμεων και της Ρωσίας, στις 20 Σεπτεμβρίου υπογράφηκε ειρήνη. Η Ελλάδα αναγκάστηκε να πληρώσει ένα μεγάλο ποσό σαν πολεμικές αποζημιώσεις, καθώς και να δώσει ένα μικρό κομμάτι της Θεσσαλίας στην Τουρκία. Η ελληνική κυβέρνηση του Δ. Ράλλη για να πληρώσει το ποσό αυτό υποχρεώθηκε να παραχωρήσει στην Επιτροπή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου όλες τις θεωρούμενες επαρκείς προσόδους για αποζημίωση. Για την εξόφληση του δημόσιου χρέους εκχωρήθηκαν στην ΕΔΟΕ τα μονοπώλια άλατος, πετρελαίου, σπίρτων, παιγνιοχάρτων, τσιγαρόχαρτου, ναξίας σμύριδος, ο φόρος κατανάλωσης καπνού, τα τέλη χαρτοσήμου και οι δασμοί του τελωνείου Πειραιώς. Η συνθηκολόγηση αυτή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ταπεινωτική για τους Έλληνες και το ελληνικό έθνος, αφού έχασαν προσωρινά (μέχρι το 1908) ορισμένες από τις ελευθερίες για τις οποίες αγωνίστηκαν κατά τη διάρκεια της Επανάστασης.

Σώμα Ελλάδα Τουρκία
Αξιωματικοί Οπλίτες Αξιωματικοί Οπλίτες
Φονευθέντες 32 640 52 1.059
Τραυματίες 98 2.383 91 3.238
Αιχμάλωτοι 1 252 1 15
Τραυματίες από άλλες αιτίες 5 337 - -
Σύνολο 136 3.612 144 4.312
Γενικό σύνολο 3.748 4.456

Φιλέλληνες στον πόλεμο του 1897

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Γερμανοί φιλέλληνες εθελοντές εκπαιδεύονται στην χρήση του οπλισμού τους

Η συμμετοχή εθελοντών στον πόλεμο του 1897 είχε και άλλες αφετηρίες εκτός του φιλελληνισμού. Κυρίως τις κοινωνικοπολιτικές θεωρίες των συμμετεχόντων. Έτσι σχηματίστηκαν φιλελληνικά κομιτάτα με σκοπό την υποστήριξη των Ελλήνων από την τουρκική επιθετικότητα. Τα σωματεία ενίσχυαν ευρωπαϊκοί πολιτικοί σχηματισμοί και μορφώματα, συνήθως αντιπολιτευόμενοι την εξωτερική πολιτική της χώρας τους, όπως το ιταλικό δημοκρατικό κόμμα, επαναστατικά κομιτάτα όπως το Commitato Pro-Grecia, οι γαριβαλδίνοι και οι αναρχικοί αλλά και εταιρείες, φιλοσοφικοκοινωνικές, όπως οι Ελευθεροτέκτονες.[24] Στην Ιταλία συγκεκριμένα, η φιλελληνική οργάνωση Commitato Pro Grecia οργάνωσε σώμα αλλά λόγω πιέσεων που οι Ελληνικές αρχές δέχθηκαν από τις Ιταλικές, δεν τους παρείχαν διευκολύνσεις και δεν μπόρεσε να λάβει μέρος στον πόλεμο.[25] Η «Φιλελληνική Λεγεώνα» ήταν ένα σώμα μικτό από Γερμανούς και Πολωνούς φιλέλληνες. Ήταν αυτόνομη ομάδα οργανωμένη στην Ελλάδα από την Κυβέρνηση Δηλιγιάννη, με σκοπό την ένταξη σε αυτήν μεμονωμένων εθελοντών. Συνολικά συμμετείχαν εθελοντές από 16 εθνότητες.[26]


  1. Ντάγκλας Ντέικιν, «Η Ενοποίηση της Ελλάδας 1770-1923» σελ. 235
  2. Ντάγκλας Ντέικιν, «Η Ενοποίηση της Ελλάδας 1770-1923», σελ.235
  3. 3,0 3,1 ΔΕΚ/ΓΕΣ "Στρατιωτική Ιστορία Νεώτερης Ελλάδος"
  4. Τρύφωνος Ε. Ευαγγελίδου (1898). Τα μετά τον Όθωνα : ήτοι ιστορία της μεσοβασιλείας και της βασιλείας Γεωργίου του Α'. (1862-1898). Εν Αθήναις: Εκδοτικόν Κατάστημα Γεωργίου Δ. Φέξη. σελίδες 771, 778. 
  5. Ιστορία Ελληνικού Έθνους, σ. 119
  6. Ιστορία Ελληνικού Έθνους, σ. 120
  7. 7,0 7,1 Ιστορία Ελληνικού Έθνους (1977), σ. 125
  8. 8,0 8,1 8,2 8,3 8,4 8,5 Ιστορία Ελληνικού Έθνους (1977), σ. 126
  9. Κ. Παπαρρηγόπουλος τομ. 8ος, σελ. 80
  10. Ο ακριβής αριθμός των ατάκτων που πέρασαν τα σύνορα παρέμεινε συγκεχυμένος. Ξένοι ανταποκριτές τους υπολόγιζαν συνολικά σε 4.000 εκ των οποίων μόνο 1.500 - 2.000 πέρασαν τα σύνορα. Η Ιστορία του Ελληνικού Έθνους της Εκδοτικής λαμβάνει υπόψη την εκτίμηση του Γάλλου λοχαγού, ο Γ. Ρούσος στο "Μαύρο 97" λαμβάνει την εκτίμηση του Π. Μελά, ο δε Ετέμ Πασάς στα απομνημονεύματά του δεν δίνει ακριβή αριθμό, χαρακτηρίζοντας όμως αυτούς αντάρτικο σώμα του Αλεξ. Μυλωνά
  11. 11,0 11,1 Ιστορία Ελληνικού Έθνους, σ. 127
  12. Ο Γ. Ρούσος παραδέχεται ότι όλα αυτά αντηχούσαν τον πόθο του λαού ανεξάρτητα της όποιας έκβασης, ο δε τύπος αποκάλεσε την ιστορική εκείνη συνεδρίαση της Βουλής "μυσταγωγία" και "πόθο του έθνους", ενώ ο Ασπρέας την χαρακτηρίζει "συνεδρίαση παντελούς ερημίας της συναίσθησης της πραγματικότητας που εμφάνιζαν κυβέρνηση και αντιπολίτευση".
  13. Ι. Κασσεσιάν σελ.43
  14. Φύλλο εφημερίδας «Εμπρός», της 4 Ιουνίου 1897, άρθρο με τίτλο: «Ο Γαριβλάλδης περί της μάχης του Δομοκού»
  15. «Ο «ατυχής» Ελληνοτουρκικός πόλεμος και η μάχη του Δομοκού, 5 Μαΐου 1897»
  16. [Γεώργιος Ρούσος, Το Μαύρο 97, Φυτράκης 1974, σ. 177]
  17. Έκθεσις επί της πολεμικής ενεργείας εν Ηπείρω κατά τον Ελληνοτουρκικόν πόλεμον του 1897 / Συνταχθείσα υπό του διεξάγοντος τας στρατιωτικάς επιχειρήσεις αρχηγού του εν Ηπείρω στρατού καθ' όλην την διάρκειαν του πολέμου Θρασυβούλου Μάνου, Μάνος Θρασύβουλος, Εν Αθήναις, 1899.
  18. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους: Νεότερος Ελληνισμός (1833-1881, 1881-1913, 1913-1941), σ. 157, Εκδοτική Αθηνών,Αθήνα, 1980
  19. Ιστορικόν αρχείον Αντιναυάρχου Ι.Θεοφανίδου, 1877-1939.
  20. «Τήν πρωίαν τής 6 Απριλίου τό Ελληνικόν άτμοπλοιον «Μακεδονία» έκφορτώσαν τά άλτυρα, τούς ήμιόνους τούς όποιους έφερε, έξήρχετο διά τοΰ στενοΰ τοΰ Άμβρακικοΰ κόλπου, οτε τά έκείθεν του στενοΰ Τουρκικά πυροβολεία ήρχισαν νά τήν κανονιοβολώσι. Έν τούτοις ο πλοίαρχος τής «Μακεδονίας» κατώρθωσε νά ρίψη το πλοϊον έπΐ τής άριστερας παραλίας και τοιουτοτρόπως έμεινεν έλευθέρα ή δίοδος.», Ιστορία Ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897, Λυγηράκης Αλέξανδρος, Εν Αθήναις, 1912, σ.20.
  21. «Οπωςδήποτε όμως τ'άποτελέσματα τοΰ πρώτου τούτου βομβαρδισμού δέν ήσαν καί ολίγα. Κατεστράφησαν ή Σαλαώρα καί τα πυροβολεία Σκαφιδάκι καί Χαμηδιέ, έπήλθον δέ σπουδαία ρήγματα καί βλάβαι είς τ άλοι πυροβολεία, ούτως ώστε ή πρώτη αύτη δράσις τοΰ στόλου μας ήδύνατο νά πληρώση Ελπίδων το μέλλον.», Ιστορία Ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897, Λυγηράκης Αλέξανδρος, Εν Αθήναις, 1912.]
  22. «Καί τήν δευτέραν ταύτην ήμέραν οί Τούρκοι έδειξαν τήν άπαθρωπίαν αύτών, ή οποία τούς έφερεν είς τήν τάξιν άγρίου λαού, έν μέσω τής πεπολιτισμένης Ευρώπης. Διότι ένω οί ήμέχεροι προύχώρουν καί οί Τούρκοι έβλεπον, δτι δέν θά ήδύναντο νά τούς έμποδίσουν, τί έσκέφθησαν! νά θέσωσιν έμπρος γέροντας παιδία καί γυναίκας Χριστιανών, ώστε οί ήμέτεροι πυροβολοΰντες νά φονεύωσι τούς ομοεθνεΐς καί ομοθρήσκους των.», Ιστορία Ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897, Λυγηράκης Αλέξανδρος, Εν Αθήναις, 1912, σ.44.
  23. «Τὴν ἰδίαν ήμέραν, ἐνῶ τής γνωστὸν ήδη ή Σαλαώρα είχεν απὸ ξηράς καταληφθεϊ ήδη απὸ τής 9ης 'Απριλίου, ή Μοίρα 'Αμβρακικού απεβίβασεν ἐκεῖ δύναμιν 200 ἀνδρῶν έκ Βονίτσης.»,Ιστορική μελέτη 1821-1897 και ο πόλεμος του 1897, Αλέξανδρος Μαζαράκης-Αινιάν, 1950, σ.236.
  24. Νίκος Κουρκουμέλης, «Έλληνες και ξένοι εθελοντές στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897», Ηπειρωτικά χρονικά, τομ. 43(2009), σελ. 181
  25. Νίκος Κουρκουμέλης, «Έλληνες και ξένοι εθελοντές στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897», Ηπειρωτικά χρονικά, τομ. 43(2009), σελ. 196-197
  26. Νίκος Κουρκουμέλης, «Έλληνες και ξένοι εθελοντές στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897», Ηπειρωτικά χρονικά, τομ. 43(2009), σελ. 197
  • ΔΕΚ/ΓΕΣ «Στρατιωτική Ιστορία Νεώτερης Ελλάδος» Αθήναι 1980
  • «Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ηλίου» τομ. 6ος, σελ. 662.
  • «Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια« τομ. ΙΑ΄, σελ. 13.
  • Κ. Παπαρρηγόπουλος «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» τομ. 8ος.
  • Σ. Μαρκεζίνης «Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος».
  • Ντάγκλας Ντέικιν, «Η Ενοποίηση της Ελλάδας 1770-1923» Μεταφρ. Α. Ξανθόπουλου, Β΄έκδοση, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ) - Αθήνα 1984.
  • Κ. Ρος (πολεμικός ανταποκριτής): «1897 - Με τους Έλληνες στη Θεσσαλία» Λονδίνο 1897, επανέκδοση στην ελληνική 1997.
  • Ιστορία Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1977, τ. ΙΔ΄.
  • Γεώργιος Ρούσος «Το Μαύρο 97», Εκδ. Φυτράκης Αθήναι 1974.
  • Ιωσήφ Ι. Κασσεσιάν «Ο «Άτυχος» Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897» Εκδ. Κούριερ Εκδοτική Αθήνα 1997.
  • Νίκος Κουρκουμέλης, «Έλληνες και ξένοι εθελοντές στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897», Ηπειρωτικά χρονικά, τομ. 43(2009), σελ. 179-209

Περαιτέρω ανάγνωση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Γ. Ασπρέας «Διηγήματα από την καταστροφήν» Αθήναι 1900
  • Γ. Ασπρέας «Πολιτική Ιστορία της Νεοτέρας Ελλάδος» Β΄ έδοση Αθήναι 1930.
  • Α. Βερναρδάκης «Τα μετά την καταστροφήν, τι εστοίχισεν ο πόλεμος και τι ποιητέον δια την ανόρθωσίν μας» Αθήναι 1898.
  • Χ. Βόγιας «Ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 Κινηματογραφικές, Υγειονομικές και άλλες Πρωτοτυπίες - Ευρεία Γενική Βιβλιογραφία» Αθήνα 2016.
  • Π. Βρυζάκης «Πολεμικαί εικόνες» - Αθήναι 1904.
  • Μ. Γονζάγα «Ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 εν Θεσσαλία» Αθήναι 1906.
  • Βίκτωρ Δούσμανης «Απομνημονεύματα, Ιστορικές σελίδες που έζησα» Αθήναι 1946.
  • Στέφανος Δραγούμης «Σταυρωθήτω – Η Ελλάς μετά την προκαταρτικήν» Αθήναι 1899.
  • Τρύφων Ευαγγελίδης «Ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος» Αθήναι 1897.
  • Διον. Ζαφειρόπουλοςν «Απομνημονεύματα» Κέρκυρα 1898.
  • Κάδμιος «Πολεμικές επιχειρήσεις παρά την Πρέβεζαν» 1900.
  • Ιωσήφ Γ. Κασσεσιάν «Ο «άτυχος» Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897» - Αθήνα 1997 (βασισμένο σε αρχικές δημοσιεύσεις).
  • Καθημερινή 7 Ημέρες, Αφιέρωμα, τ. 11/05/1997.
  • Καραπάνος «Η κατάστασις της χώρας» Αθήναι 1898.
  • Αντώνης Κλάψης, Πολιτική και διπλωματία της ελληνικής εθνικής ολοκλήρωσης, 1821-1923, Εκδόσεις Πεδίο, Αθήνα, 2019.
  • Μανούσος Κούνδουρος «Ιστορικαί και Διπλωματικαί αποκαλύψεις» Αθήναι 1921 (σπουδαία πηγή)
  • Αριστ. Κυριακός «Ιστορία του ελληνοτουρκικού πολέμου» Αθήναι (χωρίς έτος έκδοσης).
  • Λυγηράκης «Ιστορία του Ελληνοτουρκικού Πολέμου» (χωρίς τόπο και έτος έκδοσης)
  • Αλεξ. Αινιάν Μαζαράκης «Ιστορική μελέτη 1821-1897 και ο πόλεμος του 1897» Αθήναι 1950.
  • Θρ. Μάνος «Έκθεσις περί της πολεμικής ενεργείας εν Ηπείρω» (χωρίς τόπο και έτος έκδοσης)
  • Ηλίας Οικονομόπουλος «Ιστορία του Ελληνοτουρκικού Πολέμου» Αθήναι 1898 (σπουδαία πηγή της δράσης των ατάκτων).
  • Θ. Πάγκαλος «Τα Απομνημονεύματά μου» Αθήναι 1950.
  • Αμαλία Παπασταύρου «Η φοβερά νυξ της φυγής της Λαρίσης» Αθήναι 1897.
  • Α. Ρυκάκης «Η Κρήτη και ο ελληνοτουρκικός πόλεμος» Αθήναι 1898.
  • Αντ. Σπηλιωτόπουλος «Ιστορία του Ελληνοτουρκικού πολέμου» Αθήναι
  • Γ. Φιλάρετος «Ξενοκρατία και Βασιλεία εν Ελλάδι» Αθήναι 1897.
  • Ashmead-Bartlett Elis. «The Battlefields of Thessaly», London 1897.
  • Bingham Clive «With the Turkish Army in Thessaly», London-New York 1897.
  • Brailsford H. N. «The Broom of the War God», London 1898.
  • Ekinci, Mehmet Uğur. The Unwanted War: The Diplomatic Background of the Ottoman-Greek War of 1897. Saarbrücken: VDM, 2009. ISBN 978-3-639-15456-6.
  • Gladstone W. E. «The Easter Crisis», London 1897.
  • Hoger William «The Great Powers and the Greek Dept. 1893-1898. A Study of the Connection between Diplomacy and International Finance, Columbia 1943.
  • Nevinson «Scenes in 30 Days War between Greece and Turkey», London 1897.
  • Nikolas, Prince of Greece and Danmark «My Fifty Years», London 1927.
  • Northop, Henry Davenport «The Turko-Grecian War and the Armenian Massacres», New York 1897.
  • Palmer Frederic «Going to War in Greece, New York 1897.
  • Papadopoulos G. S. «England and the Near East 1896-1898», Thesaloniki 1969.
  • Perris G. H. «The Eastern Crisis of 1897 and the British Policy in the Near East», London 1897.
  • Rose W. Kinnaird «With the Greeks in Thessaly», London 1897.
  • Stevens G. W. «With the Conquering Turk» Edimburg and London 1897.
  • Tatsios Theodore George «The «Megali Idea» and the Greek-Turkish War of 1897», New York 1984.
  • Becker «La Guerre Contemporaine dans les Balkans - Dissertations sur la Guerre Turko-grecque», Paris 1897.
  • Douchy, Capitaine, «La Guerre Gréco-turque», Paris 1897.
  • Fuster Louis «Guerre Gréco-turque. Journal d' un Volontaire», Montpellier 1897.
  • Richemond Odysée «Le Crime de l' Europe», Paris 1897.
  • Lami M. «La Débandade», Montpellier 1897.
  • Tsokopoulos G. «Histoire de la guerre gréco-turque», New York 1914.
  • Turot M. Henri «L' Insurrection cretoise et la guerre greco-turque», Paris 1898.
  • Fezer, «Aus dem thessalicchen Feldzug der Turkei», 1898.
  • Gabrielidi, V. «Der griechisch-turkische Krieg» (Die Zukunt, Berlin, V. Jahrg. no 36, 5 June 1897)
  • Goltz, Colmar, Freiher von der, Γ-18 «Der Thessalische Krieg und die turkische Armee», 1898.
  • Margutti, A. «Der Turkische-Grieschische Conflict 1987» Temesvar 1898.
  • Prollius, A. von, «Der Tuskische-grieschische Krieg von Jahren 1897», Leipzig 1897.
  • Weber, Robert, «Aus dem Feidzug in Thessalien», Zurich 1898.