Μετάβαση στο περιεχόμενο

Νικηταράς

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Νικηταράς
Λιθογραφική προσωπογραφία του Νικηταρά από τον Καρλ Κράτσαϊζεν, Μόναχο 1831
Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων
Περίοδος
7 Σεπτεμβρίου 1844  20 Δεκεμβρίου 1844
ΠρωθυπουργόςΑνδρέας Π. Μεταξάς
ΜονάρχηςΌθων Α΄
ΔιάδοχοςΚανέλλος Δεληγιάννης
Μέλος της Γερουσίας των Ελλήνων
Περίοδος
1844  1864
Προσωπικά στοιχεία
ΓέννησηΝικήτας Σταματελόπουλος1784, Νέδουσα Μεσσηνίας, Εγιαλέτι του Μοριά, Οθωμανική Αυτοκρατορία
Θάνατος25 Σεπτεμβρίου 1849 (65 ετών)
Πειραιάς, Αττικοβοιωτία, Βασίλειο της Ελλάδας
ΕθνότηταΈλληνας
Υπηκοότητα Οθωμανική Αυτοκρατορία
Ελλάδα
Πολιτικό κόμμαΡωσικό κόμμα
ΣύζυγοςΑγγελίνα Μπαρμπιτσιώτη
ΠαιδιάΣοφία Σταματελοπούλου
Ρεγγίνα Σταματελοπούλου
Ιωάννης Σταματελόπουλος
ΕπάγγελμαΣτρατιωτικός
ΒραβεύσειςΑργυρό αριστείο του Αγώνα
Χρυσός Σταυρός του Σωτήρος
Υπογραφή
Στρατιωτική υπηρεσία
Υπηρεσία/κλάδος Ρωσικός Στρατός
Φιλική Εταιρεία
Ελληνικός Στρατός
ΒαθμόςΥποστράτηγος
Μάχες/πόλεμοιΕλληνική Επανάσταση του 1821
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Νικήτας Σταματελόπουλος, ευρύτερα γνωστός ως Νικηταράς (Νέδουσα Μεσσηνίας, 1784 - Πειραιάς, 25 Σεπτεμβρίου 1849) υπήρξε μια από τις πιο εξέχουσες και ηγετικές μορφές της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Ανέπτυξε σημαντική δράση κατά τη διάρκεια της επανάστασης, διακρινόμενος για την ηρωική του συμμετοχή σε πολυάριθμες κρίσιμες μάχες και για το αγνό του σθένος του στην υπεράσπιση απέναντι στην οθωμανική κυριαρχία. Το προσωνύμιο «Τουρκοφάγος», με το οποίο έμεινε γνωστός, αντλείται από τη φήμη του ως σφοδρού πολέμιου των Οθωμανών, ενώ η ανδρεία και το πάθος του για την ελευθερία της πατρίδας του τον καθιέρωσαν ως σύμβολο του αγώνα και της αντίστασης.

Ο Νικήτας Σταματελόπουλος προερχόταν από μία οικογένεια με έντονη επαναστατική παράδοση και συνεισφορά στον αγώνα κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Πατέρας του ήταν ο Σταματέλος, ευρύτερα γνωστός ως «Τουρκολέκας», ένα προσωνύμιο που απέκτησε από το ομώνυμο χωριό της Αρκαδίας, όπου υπηρέτησε ως αγωνιστής και έλαβε μέρος σε σημαντικές πολεμικές δραστηριότητες στην περιοχή του Λεονταρίου. Η μητέρα του, Σοφία Δημητρίου Καρούτσου, προερχόταν από τον γειτονικό Άκοβο και ήταν δευτερότοκη θυγατέρα της οικογένειας Καρούτσου, αδελφή της Αικατερίνης, συζύγου του Θόδωρου Κολοκοτρώνη, και της Μαρίας, συζύγου του Γιωργάκη Μεταξά από τον Άκοβο.

Η οικογένεια του Νικηταρά δεν περιοριζόταν μόνο στην εμπλοκή του ίδιου στον αγώνα, καθώς και τα αδέλφια του είχαν σημαντική δράση και ιστορική αξία. Ο Ιωάννης Τουρκολέκας, ο οποίος υπήρξε άγιος παιδομάρτυς της Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας και νεομάρτυς, κατατάσσεται ως μία από τις πιο συγκινητικές μορφές του οικογενειακού κύκλου. Ο Ιωάννης μαρτύρησε στις 16 Οκτωβρίου του 1816 σε ηλικία μόλις 11 ετών, αφήνοντας πίσω του ένα ανεξίτηλο σημάδι στο θρησκευτικό και εθνικό φαντασιακό της εποχής. Επίσης, ο Νικόλαος Σταματελόπουλος, αδελφός του Νικηταρά, συμμετείχε επίσης στον αγώνα για την ανεξαρτησία του ελληνικού έθνους, αν και λιγότερο γνωστός σε σχέση με τον ήρωα της Επανάστασης.[εκκρεμεί παραπομπή]

Ο Νικήτας Σταματελόπουλος γεννήθηκε το 1784, στη Μεγάλη Αναστάσοβα (σημερινή Νέδουσα Μεσσηνίας), όπως αναφέρεται στα απομνημονεύματά του, τα οποία καταγράφηκαν από τον Γεώργιο Τερτσέτη. Στην πρώτη σελίδα των απομνημονευμάτων του, ο ίδιος γράφει:

Εγεννήθηκα εις ένα χωριό Μεγάλη Αναστάσοβα αποδώθε από του Μυστρά προς την Καλαμάτα. Ο προπάππος μου ήτον Προεστός και ο πατέρας μου έφυγε δεκαέξι χρόνων και επήγε με τα στρατεύματα τα Ρούσικα στην Πάρο και ήτον πολεμικός. Τον εσκότωσαν εις την Μονεμβασιά μαζί με έναν αδελφό και μ' έναν κουνιάδο μου. Από ένδεκα χρόνων, μαζί με τον πατέρα μου, έσερνα άρματα. Ετουφέκισα έναν Τούρκο στο Λεοντάρι.

Η οικογένεια του Νικηταρά ζούσε στην περιοχή του Λεονταρίου, στο σημερινό χωριό Τουρκολέκα. Εκεί γεννήθηκαν τα αδέλφια του, ο Νικόλαος και ο Γιάννης (γεννηθείς το 1805). Ο Γιάννης, όμως, έμελλε να υποστεί τη φριχτή καταδίωξη από τους Οθωμανούς και να θανατωθεί το 1816 στη Μονεμβασιά, μαζί με τον πατέρα του Σταματέλο.

Από νεαρή ηλικία, ο Νικηταράς εντάχθηκε στην επαναστατική δράση, αναλαμβάνοντας τον ρόλο του «μπουλουξή» (επικεφαλής μπουλουκιού) στο σώμα του γνωστού κλέφτη Ζαχαριά. Η ανδρεία του και η ηγετική του ικανότητα τον κατέστησαν αναγνωρίσιμο στην επαναστατική κοινότητα. Το 1805, ύστερα από την καταστολή των κλεφταρματολών του Μοριά, κατέφυγε στη Ζάκυνθο, η οποία τότε βρισκόταν υπό ρωσική κατοχή. Εκεί, εντάχθηκε στα ρωσικά στρατεύματα και πολέμησε στην Ιταλία εναντίον του Ναπολέοντα. Στη συνέχεια, μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Τιλσίτ το 1807, όταν τα Επτάνησα πέρασαν υπό γαλλική κατοχή, υπηρέτησε ως μέλος των Γαλλικών δυνάμεων.

Το 1808, επέστρεψε στο Μοριά μαζί με τον θείο του, Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, και συμμετείχε στον αγώνα κατά του Βελή Πασά, ο οποίος καταδίωκε τον Αλή Φαρμάκη. Στην πορεία του αυτή, ο Νικηταράς αναμείχθηκε στην στρατολόγηση Αλβανών Τσάμηδων, στο πλαίσιο του γαλλικού σχεδίου για την ίδρυση ενός ελληνοαλβανικού κράτους. Μετά την κατάληψη των Επτανήσων από τους Βρετανούς, κατατάχθηκε ως αξιωματικός στα Ελληνικά Τάγματα υπό την καθοδήγηση του Ρίτσαρντ Τσωρτς και συμμετείχε στη στρατιωτική δράση στη νότια Ιταλία, πολεμώντας κατά των δυνάμεων του Ναπολέοντα. Όταν τα Τάγματα διαλύθηκαν, παρέμεινε στη Ζάκυνθο, αναμένοντας τις επόμενες εξελίξεις.

Στις 18 Οκτωβρίου 1818, ενώ βρισκόταν στην Καλαμάτα, μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Ηλία Χρυσοσπάθη, γεγονός που σήμανε την αρχή μιας νέας πορείας στην επαναστατική του δράση. Επιπροσθέτως αποφάσισε να μην κρατήσει το οικογενειακό επώνυμο «Σταματέλος», αλλά να υιοθετήσει το υποκοριστικό «Σταματελόπουλος». Το παράδειγμά του ακολούθησε και ο αδελφός του Νικόλας.

Αναμνηστική πλάκα στο ξωκλήσι του Αϊ-Γιάννη στα Άνω Δολιανά Αρκαδίας
Το σπίτι όπου ταμπουρώθηκε ο Νικηταράς κατά τη διάρκεια της Μάχης των Δολιανών. Πλέον το οίκημα έχει κηρυχθεί διατηρητέο κτήριο και λειτουργεί ως μουσείο.
Προτομή του Νικηταρά στο ρέμα του Τσάκωνα, εκεί όπου δόθηκε η Μάχη των Δολιανών.

Με την έκρηξη της Επανάστασης του 1821, ο Νικηταράς έδειξε άμεσα την αποφασιστικότητα και την αφοσίωσή του στον αγώνα, σπεύδοντας να μεταβεί από το στρατόπεδο των Βερβένων σε αυτό του Βαλτετσίου, προκειμένου να συμμετάσχει στην κρίσιμη μάχη της 12ης-13ης Μαΐου 1821. Ωστόσο, σύμφωνα με την καταγραφή του χρονογράφου και στενού συνεργάτη του Κολοκοτρώνη, Φωτάκου, ο Νικηταράς δεν κατάφερε να φτάσει εγκαίρως στο πεδίο της μάχης. Ο λόγος ήταν η ταχύτητα και η ένταση των γεγονότων που προηγήθηκαν. Όταν ο Κεχαγιάμπεης, ο Οθωμανός διοικητής, αντιλήφθηκε την προσέγγιση του Νικηταρά και άλλων οπλαρχηγών όπως ο Ιωάννης Κολοκοτρώνης, διέταξε άμεση υποχώρηση των Οθωμανικών δυνάμεων, καθώς ήδη υπήρχε άμεσος κίνδυνος περικύκλωσης από τις ελληνικές δυνάμεις.

Η γρήγορη αντίδραση του Κεχαγιάμπεη, αν και κατάφερε να αποτρέψει την άμεση σύγκρουση, μαρτυρά την επιτυχία της στρατηγικής πίεσης που ασκούσαν οι Έλληνες, και τον ρόλο του Νικηταρά ως βασικού παράγοντα στη διαμόρφωση αυτής της ανατροπής. Παρά την απώλεια της μάχης για τον ίδιο, η παρουσία του στην περιοχή και η απειλή που προκαλούσε στις Οθωμανικές δυνάμεις δεν πέρασε απαρατήρητη, συνεισφέροντας ουσιαστικά στην τελική νίκη των Ελλήνων.[1]

Η πρώτη μάχη στην οποία ο Νικηταράς έλαβε ενεργά μέρος και η οποία τον καθιέρωσε ως σπουδαίο στρατιωτικό ηγέτη ήταν η μάχη των Δολιανών, τον Ιούνιο του 1821. Στη μάχη αυτή, ο Νικηταράς, με 450 άντρες, υπερασπίστηκε τα Άνω Δολιανά, αντιμετωπίζοντας χιλιάδες Οθωμανούς, οι οποίοι είχαν την υποστήριξη πυροβολικού.[2] Παρά την υπεροχή των εχθρικών δυνάμεων, κατάφερε να αποκρούσει τις επιθέσεις, προκαλώντας μεγάλες απώλειες στους Τούρκους. Από εκείνη τη μέρα, οι άνδρες του άρχισαν να τον αποκαλούν «Τουρκοφάγο»,[3] καθώς ο ίδιος υπήρξε υπεύθυνος για τον θάνατο πολλών Οθωμανών στρατιωτών, αναδεικνύοντας την αμείλικτη αντίσταση που παρουσίασε στο πεδίο της μάχης. Η επιτυχία του στη μάχη των Δολιανών αποτέλεσε μόνο την αρχή της στρατιωτικής του καριέρας. Στις μάχες που ακολούθησαν, συνεργάστηκε στενά με τον θείο του, Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, και διακρίθηκε για την ηγεσία του και το στρατηγικό του δαιμόνιο. Ιδιαίτερη αναφορά αξίζει στην πολιορκία και άλωση της Τριπολιτσάς,[4] όπου ο Νικηταράς συνέβαλε ουσιαστικά στην κατάληψη της πόλης, η οποία ήταν κομβική για την πορεία του αγώνα. Παράλληλα, συμμετείχε και σε άλλες σημαντικές μάχες στη Στερεά Ελλάδα,[5] ενισχύοντας την επαναστατική προσπάθεια. Διατηρούσε δικό του ένοπλο σώμα από άνδρες καταγόμενους από όλα τα μέρη του ελλαδικού χώρου. Η δράση του υμνήθηκε σε πολλά ηρωικά τραγούδια της δημοτικής παράδοσης, τα λεγόμενα «κλέφτικα», όπως το ακόλουθο: «Του Λεωνίδα το σπαθί, Νικηταράς θα το φορεί».

Ο Νικηταράς, με τη στρατηγική του ευχέρεια και τη γενναιότητά του, διακρίθηκε για άλλη μια φορά στην αντιμετώπιση του Δράμαλη κατά την επιδρομή του στην Πελοπόννησο το 1822.[6] Η σύγκρουση αυτή υπήρξε καθοριστική για την έκβαση της Επανάστασης, καθώς οι Οθωμανοί υπό την ηγεσία του Δράμαλη προχώρησαν σε επιθετική εκστρατεία, με σκοπό να καταπνίξουν την ελληνική αντίσταση. Ωστόσο, οι Έλληνες, υπό την ηγεσία των Κολοκοτρωναίων, του Νικηταρά και άλλων, κατόρθωσαν να αποτρέψουν την προέλαση του Δράμαλη και να καταστρέψουν τη στρατιά του στα στενά των Δερβενακίων, από τις 26 έως τις 28 Ιουλίου 1822.

Ο Νικηταράς, μαζί με τον Δημήτριο Υψηλάντη και τον Παπαφλέσσα, είχε αναλάβει να καταλάβει τη χαράδρα γύρω από τον Άγιο Σώστη, στρατηγικό σημείο από το οποίο περνούσε ο Οθωμανικός στρατός. Η επιτυχία τους εκεί υπήρξε καθοριστική για την καταστροφή των τουρκικών δυνάμεων. Κατά τη διάρκεια της μάχης, υπήρξε κυριολεκτικά αήττητος, καθώς πολεμούσε με φρενήρη ρυθμό. Λέγεται μάλιστα ότι έσπασε τρία σπαθιά στον αγώνα και, όταν το τελευταίο του σπαθί έσπασε, το χέρι του υπέστη αγκύλωση από την ένταση της μάχης και χρειάστηκε ιατρική βοήθεια για να το ανοίξει και να βγάλει το σπαθί. Παρά τις σφοδρές μάχες και τον πόνο, δεν σταμάτησε να μάχεται, αποδεικνύοντας την ακατάβλητη θέλησή του.

Όταν ο Δράμαλης, αντιλαμβανόμενος την ήττα του, άρχισε την υποχώρηση προς το Άργος, ο Νικηταράς συνέχισε να καταδιώκει τις τουρκικές δυνάμεις και κατέλαβε την οχυρή θέση του Αγιονόρι, από όπου εξουδετέρωσε πολλούς Τούρκους που προσπαθούσαν να διαφύγουν μέσω αυτής. Η συνεχής πίεση που άσκησε μαζί με τους υπόλοιπους Έλληνες οδήγησε τελικά στη συντριβή της στρατιάς του Δράμαλη, αποτελώντας μια από τις μεγαλύτερες νίκες της Επανάστασης.[4]

Η στρατιωτική του ικανότητα και η ανδρεία του στη μάχη των Δερβενακίων ενίσχυσαν περαιτέρω τη φήμη του ως ενός από τους πιο αποφασιστικούς και ηρωικούς ηγέτες του αγώνα για την ανεξαρτησία. Στη συνέχεια, πήρε μέρος σε πολλές ακόμη μάχες μέχρι την απελευθέρωση της χώρας, συνεχίζοντας την ηρωική του πορεία στον αγώνα κατά των Οθωμανών και συνεισφέροντας ουσιαστικά στην τελική νίκη της Επανάστασης του 1821.[7]

Μετά την Επανάσταση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την απελευθέρωση της χώρας, βρέθηκε να παίζει έναν σημαντικό, αλλά και πολιτικά ευαίσθητο ρόλο στον ελληνικό πολιτικό στίβο. Εντάχθηκε στο Κόμμα των Ναπαίων, το οποίο ήταν ένθερμο υπέρμαχο των ρωσικών συμφερόντων και της προσέγγισης με τη Ρωσία. Ωστόσο, αυτή η ρωσόφιλη στάση τον έθεσε σε αντιπαράθεση με την κυβέρνηση του Όθωνα, η οποία φοβόταν ότι το ρωσόφιλο κόμμα επιδίωκε την αντικατάσταση του βασιλιά Όθωνα με κάποιον Ρώσο πρίγκιπα, γεγονός που ενδεχομένως να απειλούσε την πολιτική σταθερότητα της χώρας.

Το 1839, συνελήφθη και φυλακίστηκε στην Αίγινα,[8] με την κατηγορία ότι είχε εμπλακεί στην συνωμοσία της Φιλορθοδόξου Εταιρείας, η οποία στόχευε στην απομάκρυνση του Όθωνα από τον θρόνο. Η δράση των συνωμοτών προδόθηκε από πρώην μέλος της εταιρείας, και παρότι υπήρχαν ενδείξεις για τη συμμετοχή του Νικηταρά, κατά τη διάρκεια της δίκης δεν παρουσιάστηκαν ενοχοποιητικά στοιχεία που να αποδεικνύουν τη σύσταση «μυστικής εταιρείας». Η αθώωση του Νικηταρά έγινε για πολιτικούς λόγους, κυρίως για να μη θιγεί ο ρωσικός παράγοντας, και για να αποφευχθεί μια άμεση σύγκρουση με τη Ρωσία.[9] Παρά την αθώωσή του, η πολιτική κατάσταση προκαλούσε αντιδράσεις, καθώς πολλοί θεωρούσαν ότι η στάση της κυβέρνησης απέναντι στους συνωμότες ήταν υπερβολικά επιεικής, ιδίως για τον Νικηταρά, ο οποίος είχε πρωταγωνιστήσει στη συνωμοσία.[10]

Ο ηλικιωμένος Νικηταράς, όπως τον φιλοτέχνησε ο Διονύσιος Τσόκος.

Το 1836-1837, του παραχωρήθηκαν κτήματα ως αναγνώριση για τις υπηρεσίες του στον αγώνα.[11] Το 1843, όταν ο Όθωνας αναγκάστηκε να παραχωρήσει Σύνταγμα στην Ελλάδα, ο Νικηταράς αναγνωρίστηκε για τη συνεισφορά του στην Επανάσταση και του απονεμήθηκε ο βαθμός του υποστρατήγου, μαζί με σύνταξη. Το διάστημα 7/9/1844 - 20/12/1844, ο Νικηταράς ανέλαβε τη θέση του Προέδρου της Βουλής των Ελλήνων, και το 1847 διορίστηκε Γερουσιαστής, συνεχίζοντας την πολιτική του πορεία, παρά τις σωματικές του δυσχέρειες.[12]

Μετά την αποφυλάκισή του, αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα υγείας. Δεν είχε αντιληφθεί ότι έπασχε από διαβήτη, γεγονός που είχε σοβαρές συνέπειες για την υγεία του, όπως την απώλεια όρασης. Του παραχωρήθηκε μια απλή άδεια επαιτείας στον Πειραιά, συγκεκριμένα στο χώρο όπου βρίσκεται σήμερα ο ναός της Ευαγγελίστριας, κάθε Παρασκευή, για να εξασφαλίσει το βιοπορισμό του.

Ο Νικηταράς απεβίωσε στις 6 το πρωί, στις 25 Σεπτεμβρίου 1849, σε ηλικία 62 ετών. Η κηδεία του πραγματοποιήθηκε στην Εκκλησία της Αγίας Ειρήνης. Η τελευταία του επιθυμία ήταν να ταφεί δίπλα στον θείο του, Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών,[11] όπου και τάφηκε. Τον επιτάφιο εκφώνησε ο Παναγιώτης Σούτσος. Μια παράγραφος από τον λόγο του έλεγε:«Ω σεις Αίαντες, Διομήδαι, Αγαμέμνονες, Οδυσσείς και Νέστορες του ελληνικού αγώνος, οι συνοδεύοντες εις το έσχατον αναπαυτήριον του νέου Αχιλλέα του Τουρκομάχου Ελλάδος Νικήταν τον Τουρκοφάγον». Με το θάνατό του, η σύζυγός του, Αγγελίνα, συνέχισε να λαμβάνει σύνταξη, ως αναγνώριση της σημαντικής του προσφοράς στον αγώνα και στην ίδρυση του ελληνικού κράτους.

Οι κυριότερες μάχες της Ελληνικής Επανάστασης στις οποίες πήρε μέρος ο Νικηταράς ήταν οι:

Τιμητικές διακρίσεις

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Για τις υπηρεσίες που προσέφερε στον υπέρ Ανεξαρτησίας των Ελλήνων αγώνα, μετά την ίδρυση του Νεοελληνικού Κράτους έλαβε τις παρακάτω τιμητικές διακρίσεις:

  1. Το 1834 του απονέμεται ο βαθμός του Συνταγματάρχη του Τακτικού Στρατού και διορίζεται Στρατιωτικός Νομοεπιθεωρητής
  2. Στις 18 (30) Σεπτεμβρίου 1835 εγκρίθηκε η απονομή του Αργυρού Σταυρού του Αγώνα (Αργυρού Αριστείου). Το σχετικό δίπλωμα υπογράφηκε από τη βασίλισσα Αμαλία και τέθηκε η ανάγλυφη Μεγάλη του Κράτους Σφραγίδα, στις 20 Φεβρουαρίου (3 Μαρτίου) 1836. Το πρωτότυπο του Διπλώματος φυλάσσεται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, των οποίων αποτελεί ιδιοκτησία. Ακριβές αντίγραφο τηρείται στο Ιστορικό & Λαογραφικό Μουσείο της Τοπικής Κοινότητας Αρτεμισίας του Δήμου Καλαμάτας, δωρεά του Σμηνάρχου (ΤΥΕ) ε.α. Ηλία Λαζάρου
  3. Στις 23 Ιανουαρίου 1835, με Β.Δ. το οποίο δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ. 1Α/23-1-1835, τιμήθηκε με τον Ταξιάρχη του Τάγματος του Σωτήρος
  4. Την 1η Ιανουαρίου 1838, με Β.Δ. το οποίο δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ /1Α/1-1-1838 τιμήθηκε με τον Ανώτερο Ταξιάρχη του Τάγματος του Σωτήρος
  5. Το 1843 προάγεται από Συνταγματάρχης σε Υποστράτηγο (τότε δεν υπήρχε ο ενδιάμεσος βαθμός του Ταξιάρχου).
  6. Το 1847 διορίστηκε Γερουσιαστής
  7. Διετέλεσε Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων (07/09/1844 - 20/12/1844) [13]
  1. Αγαπητός 1877, σελ. 210-211.
  2. Αγαπητός 1877, σελ. 212.
  3. «Η Μάχη των Δολιανών – 1821: Το άνθος της Λευτεριάς». 1821. 26 Ιουνίου 2018. Ανακτήθηκε στις 29 Μαρτίου 2020.
  4. 1 2 Αγαπητός 1877, σελ. 213-214.
  5. Αγαπητός 1877, σελ. 211-212.
  6. Αγαπητός 1877, σελ. 213.
  7. Αγαπητός 1877, σελ. 215.
  8. https://thesis.ekt.gr/thesisBookReader/id/3504?lang=el#page/171/mode/1up σελίδες 175-176
  9. "H συγκρότηση του ελληνικού κράτους 1821-1897" ως συνόλου ανήκουν στο Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, Η "Φιλορθοδόξος Εταιρεία\"
  10. https://thesis.ekt.gr/thesisBookReader/id/3504?lang=el#page/139/mode/1up
  11. 1 2 στο: Η μηχανή του Χρόνου, Ήρωες του 1821 - Η αχαριστία της πολιτείας
  12. https://www.academia.edu/33390041/%CE%9D%CE%99%CE%9A%CE%97%CE%A4%CE%91%CE%A1%CE%91%CE%A3
  13. https://argolikivivliothiki.gr/2009/03/17/nikitaras/

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]