Μετάβαση στο περιεχόμενο

Κανέλλος Δεληγιάννης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Κανέλλος Δεληγιάννης
Πορτρέτο του Κανέλλου Δεληγιάννη, 19ος αιώνας, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο
Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων
Περίοδος
20 Δεκεμβρίου 1844  31 Οκτωβρίου 1845
ΠρωθυπουργόςΑνδρέας Μεταξάς
ΜονάρχηςΌθων
ΠροκάτοχοςΝικήτας Σταματελόπουλος
ΔιάδοχοςΡήγας Παλαμήδης
Προσωπικά στοιχεία
Γέννηση14 Φεβρουαρίου 1780 (1780-02-14), Λαγκάδια Αρκαδίας, Εγιαλέτι του Μοριά, Οθωμανική Αυτοκρατορία
Θάνατος18 Σεπτεμβρίου 1862 (82 ετών)
Αθήνα, Αττικοβοιωτία, Βασίλειο της Ελλάδας
ΕθνότηταΈλληνας
Υπηκοότητα Ελλάδα
ΣύζυγοςΑναστασία Παπατσώνη
ΠαιδιάΜαρία Δεληγιάννη
ΕπάγγελμαΣτρατιωτικός
Στρατιωτική υπηρεσία
Υπηρεσία/κλάδος Φιλική Εταιρεία
Ελληνικός Στρατός
ΒαθμόςΣυνταγματάρχης (τιμητικά)
Μάχες/πόλεμοιΕλληνική Επανάσταση του 1821
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Κανέλλος Δεληγιάννης (Λαγκάδια Αρκαδίας, 14 Φεβρουαρίου 1780 - Αθήνα, 18 Σεπτεμβρίου 1862) ήταν εξέχων Έλληνας πρόκριτος και οπλαρχηγός, πρωτεργάτης της Επανάστασης του 1821 στην Πελοπόννησο, και μετέπειτα πολιτικός.

Βιογραφικά στοιχεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γεννήθηκε στην κωμόπολη Λαγκάδια της επαρχίας Γορτυνίας, όπου και μεγάλωσε. Ήταν γιος του Ιωάννη Δεληγιάννη-Παπαγιαννόπουλου, προκρίτου του Μοριά και εκ των πιο ισχυρών και επιδραστικών μορφών της εποχής, και της Μαρίας Πετροπούλου από την Σμύρνη. Έμαθε τα πρώτα του γράμματα στην πατρίδα του, από τον Επίσκοπο Ακόβων Δανιήλ, που εργαζόταν ως οικοδιδάσκαλος της οικογένειας. Νυμφεύθηκε την Αθανασία Α. Παπατσώνη, γόνο της παλαιάς οικογένειας των Παπατσώνηδων. Από τον γάμο αυτό απέκτησαν μία κόρη, τη Μαρία, η οποία έζησε μέχρι το 1854.

Χάρη στην πρωτοκαθεδρία της οικογένειάς του στην περιοχή, ο Δεληγιάννης αναδείχθηκε σύντομα σε πρόκριτο, με ηγετικό ρόλο στα κοινωνικοπολιτικά ζητήματα της περιοχής. Το 1819 ταξίδεψε για ενάμισι χρόνο στην Κωνσταντινούπολη με τον αδελφό του Αναγνώστη, όπου και μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία από τον Παναγιώτη Σέκερη (στον κατάλογος της Εταιρείας αναφέρεται ως μυητής του ο Παναγιώτης Αβδάλης). Στην συνέχεια μύησε και τα αδέλφια του, Δημητράκη και Κωνσταντάκη.

Στα Χρόνια της Επανάστασης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά τη δολοφονία του πατέρα του στις 12 Φεβρουαρίου 1816, ο Κανέλλος Δεληγιάννης ανέλαβε την ηγεσία της οικογένειας, εδραιώνοντας τη θέση του μεταξύ των ισχυρών προκρίτων του Μοριά. Με ίδια μέσα, τόσο σε επίπεδο οργάνωσης όσο και χρηματοδότησης, συνέβαλε αποφασιστικά στην προετοιμασία και την κήρυξη της Επανάστασης του 1821 στην Πελοπόννησο. Ύστερα από σειρά μικροσυμπλοκών τόσο με οθωμανικές δυνάμεις όσο και με αντίπαλες τοπικές οικογένειες προκρίτων, ο Δεληγιάννης, από κοινού με άλλους αγωνιστές, ανακήρυξε την έναρξη της Επανάστασης στα Λαγκάδια στις 23 Μαρτίου 1821. Την 1η Απριλίου του ιδίου έτους, προέβη στη διαταγή μαζικής σφαγής του μουσουλμανικού πληθυσμού της περιοχής (περί τις 40 οικογένειες) και στην πυρπόληση του τοπικού τεμένους. Η επιχείρηση αυτή είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο περίπου 300 άοπλων ανδρών, γυναικών και παιδιών, οι οποίοι είχαν προηγουμένως αφοπλιστεί. Η ενέργεια αυτή, αν και σκληρή, λειτούργησε αποτρεπτικά για τους Οθωμανούς και προκάλεσε κύμα φόβου στους κατοίκους της ευρύτερης περιοχής, πολλοί εκ των οποίων συντάχθηκαν τελικώς με τους Δεληγιανναίους, οι οποίοι πλέον είχαν περιέλθει σε δυσμένεια έναντι των οθωμανικών αρχών και αναζητούσαν συμμαχίες.[1]

Επιστολή του Κανέλλου Δεληγιάννη, τον καιρό που ήταν Πρόεδρος της Βουλής, προς τον Ιωάννη Κωλέττη. 22 Ιανουαρίου 1845, Συλλογή Ακαδημίας Αθηνών

Στο πλαίσιο της στρατιωτικής του δράσης, ο Δεληγιάννης διόρισε ως γενικό στρατηγό του ιδιότυπου στρατεύματός του, το οποίο αριθμούσε περίπου 3.500 εμπειροπόλεμους μισθοφόρους, τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη. Η επιλογή αυτή υπήρξε ιδιαιτέρως αξιοσημείωτη, δεδομένου ότι ο Κολοκοτρώνης είχε κατά το παρελθόν εργαστεί στην υπηρεσία της οικογένειας ως κάππος, αλλά στη συνέχεια είχε διωχθεί έντονα από τον πατέρα του Κανέλλου και άλλους προκρίτους, κατόπιν εντολής της Υψηλής Πύλης, εξαιτίας των εκτεταμένων λεηλασιών που διενεργούσε εναντίον τόσο χριστιανικών όσο και μουσουλμανικών πληθυσμών· η Πύλη είχε μάλιστα απειλήσει με γενική εξόντωση του ελληνικού πληθυσμού σε περίπτωση μη σύλληψής του.

Ο Κανέλλος Δεληγιάννης συμμετείχε ενεργά σε σημαντικές στρατιωτικές επιχειρήσεις του Αγώνα, όπως στη Μάχη του Πέτα, στην πολιορκία του Μεσολογγίου και της Τριπολιτσάς, καθώς και σε άλλες καίριες συγκρούσεις. Ιδιαίτερα τραγική υπήρξε η απώλεια του αδελφού του κατά την άλωση της Τριπολιτσάς· ο τελευταίος είχε προηγουμένως παραδοθεί στους Οθωμανούς ως όμηρος, στο πλαίσιο στρατηγικής εξαπάτησης, με σκοπό την καθυστέρηση της τουρκικής αντίδρασης πριν την επίσημη έναρξη της Επανάστασης.

Κατά τη διάρκεια του πρώτου εμφυλίου πολέμου (1823), ο Δεληγιάννης συντάχθηκε με το μέτωπο των προκρίτων του Μοριά και των Υδραίων, επηρεάζοντας καθοριστικά και τη στάση του Κολοκοτρώνη, τον οποίο προσέλκυσε μέσω της σύναψης αρραβώνα μεταξύ της θυγατέρας του και του υιού του στρατηγού, Κολίνου. Στη δεύτερη φάση του εμφυλίου, όμως, συνελήφθη και φυλακίστηκε μαζί με άλλους προκρίτους, συμπεριλαμβανομένου του Κολοκοτρώνη, κατόπιν εντολής της κυβέρνησης Κουντουριώτη. Οι κρατούμενοι οδηγήθηκαν στη Μονή του Προφήτη Ηλία στην Ύδρα, απ' όπου και απελευθερώθηκαν μερικούς μήνες αργότερα, προκειμένου να αντιμετωπίσουν από κοινού την απειλή της εκστρατείας του Ιμπραήμ Πασά στην Πελοπόννησο.

Μετά τη σύσταση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, στον Δεληγιάννη απονεμήθηκε σύνταξη Αντιστρατήγου. Κατά την περίοδο της βασιλείας του Όθωνα έφερε τον βαθμό του συνταγματάρχη και υπηρέτησε ως νομοεπιθεωρητής Μεσσηνίας.[2] Παρά την κοινωνική και πολιτική του σταδιοδρομία, απεβίωσε εν τέλει εν πλήρει ενδεία, έχοντας δαπανήσει το σύνολο της οικογενειακής περιουσίας στον Αγώνα για την Ελευθερία.[3][4]

Ο Κανέλλος Δεληγιάννης κατά την περίοδο 1853 - 1856 συνέγγραψε τα απομνημονεύματά του και την ίδια σχεδόν περίοδο ανασκεύασε το έργο του Σπυρίδωνα Τρικούπη για την ιστορία της ελληνικής επανάστασης.[5] Και τα δύο έργα παρέμειναν στην αφάνεια μέχρι το 1957, οπότε και εκδόθηκαν από κοινού. Ο λόγος της καθυστέρησης της έκδοσής τους φαίνεται να οφειλόταν στις πολιτικές φιλοδοξίες των επιγόνων του, οι οποίοι δεν ήθελαν να ανακινήσουν τα πάθη μεταξύ των πολιτικών οικογενειών της επανάστασης.[6] Τα απομνημονεύματα του Δεληγιάννη αποτελούν μία από τις ελάχιστες μαρτυρίες των Πελοποννήσιων προυχόντων για την Επανάσταση του 1821.

Εκκινώντας με την απολογητική υπεράσπιση της συμβιβαστικής στάσης του πατέρα του, Ιωάννη Δεληγιάννη-Παπαγιαννόπουλου, έναντι των Οθωμανών, στάση την οποία παρουσιάζει ως σωτήρια για τη διατήρηση της κοινωνικής ειρήνης και της ασφάλειας του χριστιανικού πληθυσμού στον Μοριά, ο Δεληγιάννης επιχειρεί να αναδείξει τον ρόλο των προκρίτων όχι ως απλώς συμβιβαστικών παραγόντων του παλαιού καθεστώτος, αλλά ως θεμελιωδών πυλώνων της εθνικής επιβίωσης και, κατ’ επέκτασιν, της εθνικής παλιγγενεσίας. Ένας εκ των βασικών στόχων του συγγραφέα φαίνεται να είναι η ηθική και πολιτική εξύψωση τόσο της οικογενείας του όσο και γενικότερα της τάξης των προκρίτων, τους οποίους υπερασπίζεται με συνέπεια και σφοδρότητα έναντι άλλων κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων της Επανάστασης. Εντός του έργου του, η πολεμική του κατά επιφανών αγωνιστών – και κυρίως κατά του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη – είναι εμφανής και συστηματική, φανερώνοντας όχι μόνο προσωπικές αντιπαλότητες αλλά και βαθύτερες ιδεολογικές και ταξικές συγκρούσεις που χαρακτήρισαν την προεπαναστατική και επαναστατική περίοδο. Παράλληλα, στα κείμενα του Δεληγιάννη περιλαμβάνονται αναφορές σε αιματηρές έριδες μεταξύ οικογενειών των προκρίτων, οι οποίες, σύμφωνα με την οπτική του συγγραφέα, διαδραμάτισαν ρόλο καταλύτη στην έναρξη της Επανάστασης, προδίδοντας έναν εσωτερικά πολωμένο και συγκρουσιακό κοινωνικό ιστό ήδη πριν το 1821.[7]

Το έργο παρουσιάζει απολογητικό και πολεμικό χαρακτήρα και έχει χαρακτηριστεί από τον Κωνσταντίνο Δημαρά ότι αποτελεί την χαρακτηριστική έκφραση της οπτικής των κοτζαμπάσηδων και των προεστών της Πελοποννήσου κατά τη διάρκεια και μετά την Ελληνική Επανάσταση.[8] Ωστόσο, κατά τον Νίκο Ροτζώκο "η κριτική αυτή παραγνωρίζει την ιστορική συνθήκη παραγωγής και το πλαίσιο αναφοράς της θέσης του" καθώς ο Κ. Δεληγιάννης δεν φαίνεται να μιλά από τη θέση του κοτζαμπάση αλλά από αυτή του ανθρώπου που διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στην Επανάσταση.[9] Κατά τον ίδιο "ο λόγος του είναι απολογητικός και επιθετικός, όχι μόνο επειδή πιστεύει ότι οι αγώνες του δεν δικαιώθηκαν αλλά και επειδή αισθάνεται υποχρεωμένος να απολογηθεί που ανήκει στην τάξη των κοτζαμπάσηδων".[9]

  1. Δεληγιάννης Κανέλλος, Απομνημονεύματα, εκδ. Πελεκάνος, Αθήνα 2005, σελ 182-183, 225, 229-230
  2. Κωστή Παπαγιώργη, Κανέλλος Δεληγιάννης, εκδόσεις Καστανιώτη, πέμπτη έκδοση, Αθήνα 2001, σελ. 25.
  3. Κωστή Παπαγιώργη, Κανέλλος Δεληγιάννης, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2001. Απόσπασμα στον ιστοχώρο mesaellada.wordpress.com.
  4. Βίκτωρ Γ. Παπαγιαννόπουλος, Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ ΛΙΤΙΝΑ ΛΙΘΙΝΟΥ LITINUS
  5. Δεληγιάννης, Κανέλλος (2023). Ροτζώκος, Νίκος, επιμ. Απομνημονεύματα. Α. Αθήνα: Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων. σελ. 83.
  6. Δεληγιάννης, Κανέλλος (2023). Ροτζώκος, Νίκος, επιμ. Απομνημονεύματα. Α. Αθήνα: Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων. σελ. 85.
  7. Κωνσταντίνος Δημαράς, «Κανέλλος Δεληγιάννης», στο: Κ.Θ.Δημαράς, Σύμμικτα Α' Από την παιδεία στην λογοτεχνία, (επιμ.Αλέξης Πολίτης), Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού, Αθήνα, 2000, σελ.139
  8. Κωνσταντίνος Δημαράς, «Κανέλλος Δεληγιάννης», στο: Κ.Θ.Δημαράς, Σύμμικτα Α' Από την παιδεία στην λογοτεχνία, (επιμ.Αλέξης Πολίτης), Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού, Αθήνα, 2000, σελ.138
  9. 1 2 Δεληγιάννης, Κανέλλος (2023). Ροτζώκος, Νίκος, επιμ. Απομνημονεύματα. Α. Αθήνα: Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων. σελ. 89.