Ρωμιοί

Ρωμιοί (ή Ρωμαίοι, τουρκικά: Rumları) ήταν το ενδώνυμο των Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι Ρωμιοί ανήκαν στο Ρουμ μιλέτ (Millet-i Rum) με το οποίο όμως δεν πρέπει να ταυτίζονται καθότι το μεν πρώτο αναφέρεται σε εθνική καταγωγή το δεύτερο συνιστά ευρύτερο θρησκευτικό όρο των Ορθόδοξων Χριστιανών απαντώμενο στο Κοράνιο. Κατοικούσαν στο χώρο που σήμερα αποτελεί το ελληνικό κράτος, την Κύπρο, την Ανατολική Θράκη (ιδίως γύρω από και στην Κωνσταντινούπολη), στη δυτική Μικρά Ασία (ιδίως στην περιοχή της Σμύρνης), την κεντρική Μικρά Ασία (κυρίως την Καππαδοκία), τη βορειοανατολική Μικρά Ασία (κυρίως το βιλαέτι του Ερζερούμ, στην περιοχή της Τραπεζούντας και στα βουνά του Πόντου. Σημαντικές ελληνορθόδοξες κοινότητες υπήρχαν και σε άλλα σημεία των Βαλκανίων, της Αρμενίας και του Καυκάσου, καθώς και στην περιοχή που από το 1878 ως το 1917 αποτέλεσε την επαρχία Καυκάσου της ρωσικής περιφέρειας Καρς.
Οι Ελληνορθόδοξοι Χριστιανοί της Μικράς Ασίας την τελευταία περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας αυτοπροσδιορίζονταν ως «Ρωμιοί» (τούρκικα: Rum), ονομασία που δήλωνε βυζαντινο-ρωμαϊκή καταγωγή και την ελληνορθόδοξη ταυτότητά τους, βασικότερο συστατικό της οποίας ήταν η χριστιανική πίστη, ενώ την ονομασία «Έλληνες» την χρησιμοποιούσαν μόνο για τους υπηκόους του ελληνικού κράτους.[1]
Ιστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, σύμφωνα με το μουσουλμανικό σύστημα των Ζιμμήδων, στους Έλληνες χριστιανούς εγγυόνταν ορισμένες ελευθερίες (όπως το δικαίωμα άσκησης θρησκείας), αλλά στο σύνολό τους αντιμετωπίζονταν ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Χριστιανοί και Εβραίοι δεν θεωρούνταν ίσοι με τους Μουσουλμάνους, και αυτό αποδεικνύονταν μέχρι και στις δικαστικές υποθέσεις. Τους απαγορευόταν να φέρουν όπλα, να ιππεύουν άλογα, να χτίζουν ψηλότερα σπίτια από αυτά των Μουσουλμάνων, να τελούν πρακτικές και έθιμα αντίθετα με την μουσουλμανική κουλτούρα, και άλλοι νομικοί περιορισμοί, των οποίων η παραβίαση μπορούσε να οδηγήσει σε τιμωρίες που κυμαίνονταν από την επιβολή προστίμων μέχρι εκτέλεση.[2] Στην ευνοϊκή μεταχείριση αυτών μπορούσε μερικές φορές να συμβάλλει ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, αναγνωρισμένος ως ο ανώτατος θρησκευτικός και πολιτικός ηγέτης (millet-bashi) όλων των Ορθόδοξων Χριστιανών υπηκόων του Σουλτάνου.
Οι τρεις ισχυρότερες ευρωπαϊκές δυνάμεις, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία και η Ρωσία (γνωστές ως Μεγάλες Δυνάμεις), διαφώνησαν με τον τρόπο που η Οθωμανική Αυτοκρατορία μεταχειριζόταν τον χριστιανικό πληθυσμό της και άσκησαν ολοένα και μεγαλύτερη πίεση στην κυβέρνησή της, την Υψηλή Πύλη, να επεκτείνει τα ίσα δικαιώματα σε όλους τους πολίτες της. Αρχής γενομένης από το 1839, η οθωμανική κυβέρνηση εφάρμοσε τις μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ για να βελτιώσει την κατάσταση των μη μουσουλμάνων, αν και αυτές αποδείχθηκαν σε μεγάλο βαθμό αναποτελεσματικές. Το 1856, το Χάτ-ι Χουμαγιούν υποσχέθηκε ισότητα για όλους τους Οθωμανούς πολίτες, ανεξάρτητα από την εθνικότητα και την ομολογία τους, διευρύνοντας το πεδίο εφαρμογής του Χατ-ι Σερίφ του Γκιουλχανέ του 1839. Η μεταρρυθμιστική περίοδος κορυφώθηκε με το Σύνταγμα (Kānûn-ı Esâsî), το οποίο δημοσιεύθηκε στις 23 Νοεμβρίου 1876. Καθιέρωσε την ελευθερία της πίστης και την ισότητα όλων των πολιτών ενώπιον του νόμου.
Στις 24 Ιουλίου 1908, οι ελπίδες των Ελλήνων για ισότητα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία επιβεβαιώθηκαν με την απομάκρυνση του Σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ Β΄ (βασιλεύοντας 1876–1909) από την εξουσία και την αποκατάσταση της χώρας σε συνταγματική μοναρχία. Η Επιτροπή Ένωσης και Προόδου (Νεότουρκοι), ένα πολιτικό κόμμα που αντιτίθετο στην απόλυτη κυριαρχία του Αμπντούλ Χαμίτ, είχε ηγηθεί μιας εξέγερσης εναντίον του ηγεμόνα τους. Οι φιλομεταρρυθμιστές Νεότουρκοι καθαίρεσαν τον Σουλτάνο και τον αντικατέστησαν με τον αναποτελεσματικό Μωάμεθ Ε΄ (βασιλεύοντας 1908–1918).
Πριν από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ζούσαν περίπου 1,8 εκατομμύρια Έλληνες.[3] Μερικοί εξέχοντες Οθωμανοί Έλληνες υπηρέτησαν ως κοινοβουλευτικοί βουλευτές. Στη Βουλή του 1908, υπήρχαν είκοσι έξι Έλληνες βουλευτές, αλλά ο αριθμός τους μειώθηκε σε δεκαοκτώ μέχρι το 1914.[4] Υπολογίζεται ότι ο ελληνικός πληθυσμός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στη Μικρά Ασία είχε 2.300 κοινοτικά σχολεία, 200.000 μαθητές, 5.000 δασκάλους, 2.000 ελληνορθόδοξες εκκλησίες και 3.000 Έλληνες ορθόδοξους ιερείς.[5]
Από το 1914 έως το 1923, οι Έλληνες της Θράκης και της Μικράς Ασίας υπέστησαν μια αιματηρή εκστρατεία διωγμών και απελάσεων, αναγνωρισμένη επίσημα ως γενοκτονία από την Διεθνή Ένωση Μελετητών Γενοκτονιών.
Διάσημοι Ρωμιοί
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Αλέξανδρος Καραθεοδωρής (1833–1906), πασάς, διπλωμάτης.
- Κωνσταντίνος Καραθεοδωρή (1873-1950), μαθηματικός.
- Βασίλης Ζαχάρωφ (1850–1936), επιχειρηματίας.
- Χρηστάκης Ζωγράφος (1820–1896), τραπεζίτης και ευεργέτης.
- Ελία Καζάν (1909–2003), σκηνοθέτης, παραγωγός, συγγραφέας και ηθοποιός.
- Ηλίας Βενέζης (1904–1973), συγγραφέας.
- Ευγγελινός Μισαηλίδης[6] (1820–1890), συγγραφέας και δημοσιογράφος.
- Μιχαήλ Βασιλείου, έμπορος και ευπατρίδης.
- Αλέξανδρος Βασιλείου, έμπορος και διαφωτιστής.
- Νικόλαος Μαυροκορδάτος (1670–1730) Φαναριώτης, ηγεμόνας της Μολδοβλαχίας.
- Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος (1791–1865), Φαναριώτης, πολιτικός.
- Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος (ο εξ απορρήτων) (1641-1709), Φαναριώτης, γιατρός.
- Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος ο Φιραρής (1754-1819), Φαναριώτης, ηγεμόνας της Μολδοβλαχίας
- Γεώργιος Ζαρίφης (1810–1884), τραπεζίτης και ευεργέτης.
- Αριστοτέλης Ωνάσης (1906–1975), εφοπλιστής και ευεργέτης.
- Αντώνης Χριστοφορίδης (1918–1985), πυγμάχος ελαφρών βαρών.
- Σερ Άλεκ Ισιγόνης (1906–1988), σχεδιαστής αυτοκινήτων, σχεδιαστής του αυτοκινήτου Mini.
- Σπυρίδων Βρυώνης (1928-2019), βυζαντινολόγος, ιστορικός.
- Αδαμάντιος Κοραής (1748–1833), διαφωτιστής και λόγιος.
- Ρόζα Εσκενάζυ (1890–1980), διάσημη τραγουδίστρια.
- Ρίτα Αμπατζή (1914–1969), διάσημη τραγουδίστρια.
- Γιώργος Σεφέρης (1900–1971), διάσημος ποιητής, κάτοχος βραβείου Νόμπελ.
- Μαρίκα Νίνου (1918–1957), διάσημη τραγουδίστρια.
- Γιάννης Παπαϊωάννου (1913–1972), διάσημος τραγουδιστής.
- Κώστας Σκαρβέλης (1880–1942), διάσημος τραγουδιστής.
- Ματθαίος Κωφίδης (1855-1921), επιχειρηματίας και βουλευτής του οθωμανικού κοινοβουλίου.
- Αθανάσιος Αγνίδης (1889 - 1984), διπλωμάτης.
Επιπλέον βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Αναγνωστοπούλου, Σία (1998). Μικρά Ασία 19ος αι.-1919 οι ελληνορθόδοξες κοινότητες : από το Μιλλέτ των Ρωμιών στο ελληνικό έθνος. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. ISBN 960-344-420-0. 41106563.
- Ρωμανίδης, Ιωάννης (1997) [1975]. Ρωμαιοσύνη, Ρωμανία, Ρούμελη. Θεσσαλονίκη: Π. Πουρνάρα. σελ. 411. ISBN 960-242-144-4. 42597938.
- Βρυώνης, Σπύρος (2008). Η παρακμή του μεσαιωνικού Ελληνισμού στη Μικρά Ασία και η διαδικασία του εξισλαμισμού (11ος-15ος αιώνας) (3η ανατ. έκδοση). Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης. σελ. 667, 11 α/μ εικόνες και 3 χάρτες. ISBN 960-250-117-0. 39282154.
Δείτε επίσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Υποσημειώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Doumanis, Nicholas (2012). Before the Nation: Muslim-Christian Coexistence and its Destruction in Late-Ottoman Anatolia. Οξφόρδη: Oxford University Press. σελίδες 8-9.
- ↑ Akçam, Taner. A Shameful Act: The Armenian Genocide and the Question of Turkish Responsibility. Νέα Υόρκη: Metropolitan Books. σελ. 24. ISBN 0-8050-7932-7.
- ↑ Alaux, Louis-Paul· Puaux, René (1916). Le déclin de l'hellénisme. Payot.
- ↑ Roudometof, Victor (30 Ιουλίου 2001). Nationalism, Globalization, and Orthodoxy: The Social Origins of Ethnic Conflict in the Balkans. Bloomsbury Academic. ISBN 978-0-313-31949-5.
- ↑ Lekka, Anastasia (2007-03-01). «Legislative Provisions of the Ottoman/Turkish Governments Regarding Minorities and Their Properties». Mediterranean Quarterly 18 (1): 135–154. doi:. ISSN 1047-4552. https://doi.org/10.1215/10474552-2006-038.
- ↑ «Μισαηλίδης, Ευαγγελινός». Academic Dictionaries and Encyclopedias (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 29 Απριλίου 2020.