Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αθανάσιος Χριστόπουλος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αθανάσιος Χριστόπουλος
Προσωπογραφία του Αθανάσιου Χριστόπουλου από τον Γεώργιο Ροϊλό, δημοσιευμένη στο Πάνθεον Ελλήνων ποιητών (1879)
ΌνομαΑθανάσιος Χριστόπουλος
Γέννηση2 Μαΐου 1772 (1772-05-02)
Καστοριά, Εγιαλέτι της Ρούμελης, Οθωμανική Αυτοκρατορία
Θάνατος19 Ιανουαρίου 1847 (74 ετών)
Βουκουρέστι, Ηγεμονία της Βλαχίας
Επάγγελμα/
ιδιότητες
Ποιητής
Συγγραφέας
Δικαστής
Εθνικότητα Έλληνας
Υπηκοότητα Οθωμανική Αυτοκρατορία
Σχολές φοίτησηςΠανεπιστήμιο Έτβες Λόραντ
Περίοδος1805-1853
Αξιοσημείωτα έργα
  • Πολιτικά Σοφίσματα
  • Λυρικά
  • Γραμματική της Αιολοδωρικής, ήτοι της ομιλουμένης τωρινής των Ελλήνων γλώσσας
Commons page Πολυμέσα σχετικά με τoν συγγραφέα

Ο Αθανάσιος Χριστόπουλος (Καστοριά, 2 Μαΐου 1772 - Βουκουρέστι, 19 Ιανουαρίου 1847),[1] γνωστός και ως «άλλος Ανακρέων», όπως χαρακτηρίστηκε από τον Γεώργιο Σακελλάριο,[2] ήταν Έλληνας ποιητής, νομικός, ανώτατος δικαστικός, θεατρικός συγγραφέας, λόγιος, καθώς και μέλος της Φιλικής Εταιρείας.[3] Υπήρξε ένας από τους προπάτορες του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, που οδήγησαν στην ζύμωση και ανάπτυξη της ιδέας της Ελληνικής Επανάσταση του 1821. Το ποιητικό του έργο τον καθιστά έναν από τους βασικούς εκπρόσωπους της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας, μαζί με τους Ιωάννη Βηλαρά και Ρήγα Βελεστινλή. Θεωρείται πρόδρομος της λογοτεχνικής κίνησης που προώθησε τη χρήση της δημοτικής γλώσσας, ανοίγοντας νέους ποιητικούς δρόμους και προάγοντας τη λυρική έκφραση του εθνικού φρονήματος. Παράλληλα, το επιστημονικό του έργο, το οποίο περιλαμβάνει πραγματείες σε ποικίλα πεδία όπως η γλωσσολογία, η πολιτική, η φιλοσοφία και οι φυσικές επιστήμες, αποτέλεσε σημαντική συνεισφορά στην ευρύτερη πνευματική κίνηση της εποχής, αν και πολλές από τις πραγματείες αυτές δεν έχουν διασωθεί.

Η λυρική του προσφορά έχει τύχει μεγάλης εκτίμησης από σημαντικούς εκπροσώπους της ελληνικής διανόησης, όπως ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, ο Δημήτριος Βερναρδάκης και ο Εμμανουήλ Ροΐδης. Επιπλέον, ο Κωνσταντίνος Καβάφης, σε ένα από τα στιχουργήματά του, αφιέρωσε ποίημα στον Αθανάσιο Χριστόπουλο, υπογραμμίζοντας τη διαρκή επίδραση του έργου του στην ελληνική ποιητική παράδοση.

Ο Αθανάσιος Χριστόπουλος, γεννήθηκε στις 2 Μαΐου 1772 στην Καστοριά. Σύμφωνα με τον καθηγητή ελληνικής λογοτεχνίας και πρύτανη του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, Κορνέλιο Κόνγουεϊ Φέλτον, καταγόταν από την Κλεισούρα Καστοριάς.[4] Η μητέρα του κατάγονταν από την Κοζάνη.[εκκρεμεί παραπομπή] Οι οικονομικές και πολιτικές συνθήκες της εποχής ανάγκασαν την οικογένειά του να μεταναστεύσει στο Βουκουρέστι το 1780, όταν ο Αθανάσιος ήταν μόλις οκτώ ετών.[5] Ο κληρικός πατέρας του, Γιάννης Χρήστου, είχε εγκατασταθεί στην πρωτεύουσα των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών, προκειμένου να ξεφύγει από τη δυσχερή οικονομική κατάσταση και τις συνθήκες καταπίεσης στην πατρίδα του. Ο Χριστόπουλος πραγματοποίησε τις εγκύκλιες σπουδές του στο Λύκειο του Βουκουρεστίου, και είναι πιθανό να υπήρξε μαθητής του διακεκριμένου δασκάλου Γρηγορίου Κωνσταντά. Στη συνέχεια, συνέχισε τις σπουδές του στα Πανεπιστήμια της Βούδας και της Πάδοβας. Στο Πανεπιστήμιο της Βούδας εμβάθυνε στη λατινική φιλολογία, τη φιλοσοφία και την ιατρική, ενώ στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας σπούδασε νομικά. Η ακαδημαϊκή του πορεία συνδυάστηκε με την καλλιέργεια των γραμμάτων και της σκέψης, στοιχεία που θα τον χαρακτήριζαν καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής του.

Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του, ο Χριστόπουλος επέστρεψε στο Βουκουρέστι, όπου εισήλθε στην αυλή του ηγεμόνα της Βλαχίας, Αλέξανδρου Μουρούζη. Αρχικά εργάστηκε ως διδάσκαλος των παιδιών του ηγεμόνα και αργότερα ανέλαβε δικαστικά καθήκοντα, λαμβάνοντας τον τίτλο του «καμινάρη». Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην αυλή, ανέπτυξε και έντονη συγγραφική δραστηριότητα. Το έργο του περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τη συγγραφή ενός θεατρικού έργου με τίτλο Αχιλλεύς, καθώς και τη συγγραφή της Γραμματικής της Αιολοδωρικής, ενός από τα πλέον σημαντικά έργα του. Στο έργο αυτό, ο Χριστόπουλος υπερασπίζεται τη χρήση της δημοτικής γλώσσας, την οποία θεωρούσε ως κράμα της αρχαίας δωρικής και αιολικής διαλέκτου, προτείνοντας την ως κατάλληλη μορφή για την καθημερινή επικοινωνία των Ελλήνων της εποχής του.[6]

Μετά το 1806, ο Χριστόπουλος ακολούθησε τον Μουρούζη στην Κωνσταντινούπολη, όταν ο τελευταίος απομακρύνθηκε από τη θέση του. Στην Κωνσταντινούπολη, η αφιέρωσή του στο συγγραφικό έργο διευκολύνθηκε, καθώς απαλλάχθηκε από τα καθήκοντά του ως δικαστή και επειδή τα τέκνα του ηγεμόνα είχαν ενηλικιωθεί. Αυτή η περίοδος υπήρξε εξαιρετικά γόνιμη για το έργο του: συνεργάστηκε στη σύνταξη ενός λεξικού της νέας ελληνικής με άλλους λόγιους, όπως ο Γρηγόριος Κωνσταντάς και ο Άνθιμος Γαζής. Επίσης, προσπάθησε να οργανώσει ένα Πανεπιστήμιο στη Ζαγορά Πηλίου, ενώ έγραψε έργα όπως μια πραγματεία περί του κενού στη φύση, μια γλωσσολογική μελέτη περί της προφοράς στην οποία αναιρούσε τις θέσεις του Εράσμου σχετικά με την προφορά της κλασικής αρχαίας ελληνικής γλώσσας, καθώς και μια πραγματεία περί ποιητικής.

Η ζωή του Χριστόπουλου υπέστη σημαντική αναταραχή το 1812, όταν ο Δημητράκης Μουρούζης, προστάτης των γραμμάτων, δολοφονήθηκε από τους Οθωμανούς. Ο Χριστόπουλος κατέφυγε στο Βουκουρέστι, στην αυλή του ηγεμόνα Ιωάννη Καρατζά, αλλά ένα σημαντικό τμήμα του έργου του (όπως οι μελέτες για το κενό και την προφορά και το λεξικό που είχε ξεκινήσει) χάθηκε κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Ο Ιωάννης Καρατζάς διόρισε τον Χριστόπουλο ξανά στη θέση του δικαστή, απονέμοντάς του τον τίτλο του Μεγάλου Λογοθέτη, και του ανέθεσε τη σύνταξη νέας νομοθεσίας για την Ηγεμονία της Βλαχίας. Ο Χριστόπουλος αφιερώθηκε σε αυτό το έργο μέχρι το 1816. Περί το 1815, συνέγραψε το φιλοσοφικοπολιτικό έργο Πολιτικά Σοφίσματα, το οποίο διαπνέεται από τις αρχές του Νικολό Μακιαβέλι. Το έργο, ωστόσο, προκάλεσε αρνητική κριτική και δεν δημοσιεύθηκε κατά τη διάρκεια της ζωής του. Κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1960, επιμελημένο από τον Λ. Βρανούση, και θεωρείται το πρώτο πρωτότυπο νεοελληνικό πολιτειακό έργο.

Το 1818, όταν ο Ιωάννης Καρατζάς δραπέτευσε στη Δύση, ο Χριστόπουλος κατέφυγε στην πόλη Σιμπίνι της Τρανσυλβανίας. Εκεί, μελέτησε και μετέφρασε έργα του Σέξτου Εμπειρικού και συνέγραψε τις μελέτες Στοιχείωσις της σκεπτικής φιλοσοφίας και Πολιτικά παράλληλα. Κατά τα έτη αυτά, μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία, ωστόσο οι πληροφορίες σχετικά με τη δράση του ως μέλος της Εταιρείας και για τη ζωή του κατά τη διάρκεια της Επανάστασης παραμένουν περιορισμένες.[7]

Μετά την απελευθέρωση, ο Χριστόπουλος επισκέφθηκε το νεοσύστατο Βασίλειο της Ελλάδας το 1836, αλλά παρέμεινε λιγότερο από έναν χρόνο, επιστρέφοντας τελικά στο Σιμπίνι, όπου συνέχισε το συγγραφικό του έργο. Στο πλαίσιο αυτό, ασχολήθηκε κυρίως με τη μετάφραση της Ιλιάδας, αρχικά σε ομοιοκατάληκτους στίχους και από το 1844 σε ανομοιοκατάληκτους, καθώς και με το έργο Ελληνικά αρχαιολογήματα, το οποίο πραγματεύεται ζητήματα σχετικά με τα ελληνικά φύλα και τις αρχαίες διαλέκτους.

Ο Χριστόπουλος σήμερα μνημονεύεται κυρίως για το ποιητικό του έργο, τη συλλογή Λυρικά που είχε γίνει πολύ δημοφιλής: κατά την διάρκεια της ζωής του εκδόθηκε 11 φορές (πρώτη έκδοση το 1811 στη Βιέννη). Τα ποιήματά του είναι σύντομες συνθέσεις επηρεασμένες από τον αρκαδισμό και τον ανακρεοντισμό (γι' αυτό και τον αποκαλούσαν «Νέο Ανακρέοντα»)[8], με κομψή στιχουργική και εύθυμη διάθεση, που συχνά όμως επικρίθηκε ως ψυχρή και επιφανειακή. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν επίσης οι μεταφράσεις του από την αρχαιοελληνική γραμματεία, μία μετάφραση της ραψωδίας Α΄ της Ιλιάδας και ποιημάτων της Σαπφούς. Τα Λυρικά του Χριστόπουλου ήταν κάποια από τα ποιήματα που μελέτησε ο Διονύσιος Σολωμός στην προσπάθειά του να διαμορφώσει την ποιητική του γλώσσα.

Το μεγάλο αποτύπωμα που άφησε ο Αθανάσιος Χριστόπουλος είναι η χρήση της νεοελληνικής γλώσσας. Επηρεασμένος από τα δυτικομακεδονικά ελληνικά ιδιώματα της Καστοριάς και κυρίως από το κοζανίτικο ιδίωμα, χρησιμοποίησε για πρώτη φορά τη δημώδη γλώσσα, όπως ομιλούνταν, σε ποιήση αλλά και επιστημονικά συγγράματα. Δικαίως αποκαλείται ο πρώτος νεοέλληνας ποιητής[εκκρεμεί παραπομπή], καθώς η γλώσσα που έγραψε μελετήθηκε και ενέπνευσε τους κατοπινούς μεγάλους ποιητές και πεζογράφους, όπως ο Διονύσιος Σολωμός.

Όταν στα τέλη του 1822 ο Σπυρίδων Τρικούπης επεσκέφθηκε τη Ζάκυνθο, ο Διονύσιος Σολωμός του απήγγειλε στα ιταλικά την ωδή Per Prima Messa. Αντί επαίνου, όπως φαίνεται από τα παρακάτω, ο Τρικούπης τον συμβούλεψε να γράφει στην νεοεληνική και τον προέτρεψε να μελετήσει Αθανάσιο Χριστόπουλο:

«Να, ιδε αυτό το στήθος/οπού πλέον το πικρό/με των σαϊτιών το πλήθος/το κατάντησε νεκρό (γ΄στροφή από το Αγκάλεσμα). Τώρα τάφος πλησιάζει/τώρα θάνατος φωνάζει/τώρα χάρος λυπηρός (από τα Γεράματα). Αυτά λοιπόν λαλώντας/μ΄αγκάλιασε το σώμα/και πρόσχαρα γελώντας/μ΄εφίλησε στό στόμα/και πέταγ΄υψηλά (Ερατώ- Α΄Ψάλτης).
Εχάθηκ΄ η αγάπη μου/σβήστηκε το φως μου/ο ήλιος εσκοτείνιασε/και μαύρισε εμπρός μου. /Μαυροφορέστε νάρκισσοι/
μαυροφορέστε κρίνοι/και κάθε άνθος δάκρυα/φαρμακωμένος χύνει. Θρήνος.
Καθαρότατες παρθένες/με κισσόν στεφανωμένες/εις τον τρύγο συναχθείτε/κι'αλαφρά ν'ασκουμπωθείτε. Τρύγος (Λυρικά))»

Για τον ιστορικό Γιάννη Κορδάτο, ο Χριστόπουλος «είναι ο ποιητής του σαλονιού. Οι στίχοι του δεν έχουν πλαστικότητα. Η ποίησή του δεν έχει βαθύτερο νόημα».[9]

Πέραν του ποιητικού του έργου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Χριστόπουλος ασχολήθηκε σοβαρά και με επιστημονικά θέματα. Η νομοθεσία του - η Σύνταξη του Κώδικα ιδιωτικού Δικαἰου - φέρει εμφανείς επιδράσεις από τις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης και εισάγει νέους όρους, προκειμένου να ικανοποιήσει προβλήματα που έθετε η εμπορική και οικονομική ανάπτυξη των περιοχών. Πριν από την έναρξη της Επανάστασης ανέλαβε από την Αλέξανδρο Υψηλάντη αποστολή της Φιλικής Εταιρείας[10] στα Ιόνια νησιά. Για το λόγο αυτό κατέβηκε και έμεινε στη Ζάκυνθο δύο μήνες. Αργότερα εκλέχτηκε μέλος της επαναστατικής Επιτροπής στις Ηγεμονίες και σύμβουλος του αρχηγού της Επανάστασης. Ύστερα από μια αποτυχημένη προσπάθεια να εγκατασταθεί στην ελεύθερη Ελλάδα, αποσύρθηκε πάλι στην Τρανσυλβανία, όπου και έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του.

  • Γραμματική της Αιολοδωρικής, ήτοι της ομιλουμένης τωρινής των Ελλήνων γλώσσας, Βιέννη, 1805
  • Γραμματική περί της των οκτώ του λόγου μερών συντἀξεως
  • Δράμα ηρωικόν, Βιέννη, 1805. Η τραγωδία αυτή θα παιχτεί για πρώτη φορά στο Ιάσιο με τον τίτλο Αχιλλέας ή ο θάνατος του Πατρόκλου[11] [νεκρός σύνδεσμος]
  • Λυρικά, 1811 (πρώτη έκδοση, ακολούθησαν πολλές άλλες.)
  • Πολιτικά Παράλληλα, 1833
  • Ελληνικά Αρχαιολογήματα, 1853
  • Πολιτικά Σοφίσματα, γράφτηκε το 1815, αλλά εκδόθηκε το 1960 σε επιμ. Λ. Βρανούση.
  1. Γεώργιος Βαλέτας, Αθανάσιος Χριστόπουλος «Άπαντα», Αθήνα 1969
  2. Γεώργιος Σακελλάριος. Ποιημάτια 1817
  3. Ιωάννης Φιλήμων, Δοκίμιον ιστορικόν περί της Φιλικής Εταιρείας
  4. Felton, Cornelius Conway (1856). Selections from modern Greek writers in prose and poetry. London, TRUBNER & Co., 12 Patekkoster Row: J. Bartlett. σελ. 213.
  5. Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, Τόμος 9Β, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ
  6. Κ.Θ.Δημαράς, Ιστορἰα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας
  7. Τάσος Α. Καπλάνης. Αθανάσιος Χριστόπουλος (Καστοριά 1772 – Βουκουρέ­στι 1847). Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. 24/12/2015. Ανακτήθηκε στις 11/04/2025.
  8. «Ο Αλέξανδρος Σούτσος έγραψε: Εις τον ωραίον Βόσπορον, εις της τρυφής τα στήθη, / η ποίησις της νέας μας Ελλάδος εγεννήθη./ Εκεί ο Αθανάσιος, ο νέος Ανακρέων, / ωραίος πρώτος έψαλλε τα κάλλη των ωραίων[...]»Γιάνης Κορδάτος, σελ. 159, υποσημ. 1
  9. Γιάνης Κορδάτος, σελ. 161
  10. Παναγιώτης Σέκερης, Η Φιλική Εταιρεία. Αρχείον
  11. https://repository.kallipos.gr/bitstream/11419/3332/1/02_chapter_8.pdf%5Bνεκρός+σύνδεσμος%5D. Σελ. 300

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]