Μετάβαση στο περιεχόμενο

Λουδοβίκος Α΄ της Βαυαρίας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Για άλλες χρήσεις, δείτε: Λουδοβίκος (αποσαφήνιση).
Λουδοβίκος Α΄
Περίοδος13 Οκτωβρίου 1825 - 20 Μαρτίου 1848
ΠροκάτοχοςΜαξιμιλιανός Α' Ιωσήφ
ΔιάδοχοςΜαξιμιλιανός Β΄ της Βαυαρίας
Γέννηση25 Αυγούστου 1786
Στρασβούργο, Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία
Θάνατος29 Φεβρουαρίου, 1868
Νίκαια, Γαλλία
Τόπος ταφήςΕκκλησία των Θεατίνων, Μόναχο, Βασίλειο της Βαυαρίας
ΣύζυγοςΘηρεσία της Σαξονίας-Χιλντμπουργκχάουζεν
ΕπίγονοιΜαξιμιλιανός Β΄
Ματθίλδη Καρολίνα
Όθων
Θεοδολίνδη
Λεοπόλδος
Αδελγόνδη
Χιλδεγάρδη
Αλεξάνδρα
Αδαλβέρτος
ΟίκοςΟίκος του Βίττελσμπαχ
ΠατέραςΜαξιμιλιανός Α΄ Ιωσήφ της Βαυαρίας
ΜητέραΑυγούστα Βιλελμίνη της Έσσης-Ντάρμστατ
Commons page Σχετικά πολυμέσα
δεδομένα (π  σ  ε )

Ο Λουδοβίκος Α΄ της Βαυαρίας (γερμανικά: Ludwig I, 25 Αυγούστου 1786, Στρασβούργο - 29 Φεβρουαρίου 1868, Νίκαια) του Οίκου των Βίττελσμπαχ ήταν βασιλιάς της Βαυαρίας (1825-1848).[1][2]

Διαδέχθηκε τον πατέρα του, Μαξιμιλιανό Α΄ Ιωσήφ, μετά το θάνατό του το 1825 και παρέμεινε στο θρόνο μέχρι τις Γερμανικές Επαναστάσεις των ετών 1848-1849, όταν παραχώρησε το θρόνο στον γιο του, Μαξιμιλιανό Β΄.[3][4][5]

Ο Λουδοβίκος Κάρολος Αύγουστος γεννήθηκε στις 25 Αυγούστου 1786 στο Στρασβούργο. Ήταν το πρώτο παιδί και ο πρώτος γιος του Μαξιμιλιανού Α΄ Ιωσήφ, Εκλέκτορα (μετά Βασιλιά) της Βαυαρίας, του Οίκου του Παλατινάτου-Μπίρκενφελντ-Ζβαϊμπρύκεν, κλάδου του Οίκου των Βίττελσμπαχ, και της Αυγούστας Βιλελμίνης, κόρης του Γεωργίου Γουλιέλμου της Έσσης-Ντάρμστατ. Είχε τέσσερα ακόμη αδέλφια από τα οποία τα τρία επιβίωσαν της παιδικής ηλικίας. Η μητέρα του πέθανε όταν ήταν εννιά ετών και ο πατέρας του ξαναπαντρεύτηκε και απέκτησε οκτώ παιδιά, εκ των οποίων επιβίωσαν τα πέντε.

Τον Οκτώβριο του 1810 νυμφεύτηκε τη Θηρεσία, κόρη του Φρειδερίκου της Σαξονίας-Χιλντμπουργκχαουζεν. Ο γάμος του αποτέλεσε το πρώτο Οκτόμπερφεστ. Ο Λουδοβίκος απέρριψε έντονα τη συμμαχία του πατέρα του με τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη.

Ήταν φιλέλληνας, φανατικός ελληνιστής, συλλέκτης και φίλος των τεχνών. Επί βασιλείας του το Μόναχο αναδείχτηκε καλλιτεχνικά. Άρχισε τις ανοικοδομητικές εργασίες πριν ακόμα βασιλεύσει, όταν ήταν πρίγκηπας, και συνέχισε ακόμα και μετά την καθαίρεσή του. Διέταξε την ανέγερση πολλών νεοκλασικών και νεο-ουμανιστικών κτηρίων, με πρότυπο την αρχιτεκτονική της αρχαίας Ελλάδας. Πολλά από τα έργα του διατηρούνται μέχρι σήμερα και βρίσκονται στο Μόναχο. Διαρρύθμισε την Λούντβιχστρασσε (Ludwigstraße, 'Οδός Λουδοβίκου') με το Πανεπιστήμιο του Μονάχου που το μετέφερε από την πόλη Λούντβιγκσμπουργκ, την Φέλντχερνχαλλε (Feldherrnhalle, 'Αίθουσα των Στραταρχών'), το Ζίγκεστορ (Siegestor, 'Πύλη της Νίκης'), η Εθνική Βιβλιοθήκη του Μονάχου, η Πλατεία του Βασιλέα (Königsplatz), η Γλυπτοθήκη, τα Προπύλαια, η Κρατική Αρχαιολογική Συλλογή Μονάχου, η Νέα και η Παλαιά Πινακοθήκη, η Ρούμεσχαλλε (Ruhmeshalle, 'Αίθουσα της Δόξας'), και το Άγαλμα της Βαυαρίας. Σε δύο βουνοπλαγιές έκτισε το Μνημείο της Βαλχάλλα και την Αίθουσα της Απελευθέρωσης.

Ο Λουδοβίκος υποστήριξε την ελληνική επανάσταση του 1821 και αναδείχθηκε σπουδαίος φιλέλληνας (ο Διονύσιος Κόκκινος στο πεντάτομο έργο του "Η Ελληνική Επανάστασις", έκδοση "Μέλισσα", Αθήνα, 1974, στον 5ο τόμο, σελ. 549, αναφέρει ότι, μόλις ο Λουδοβίκος πληροφορήθηκε τη θριαμβευτική νίκη του Γεώργιου Καραϊσκάκη στη μάχη της Αράχωβας, αναφώνησε ευτυχής: "Ανεστήθη η Ελλάς μου"), ενώ ο δευτερότοκος γιος του, Όθων, επιλέχτηκε ως βασιλιάς της Ελλάδας το 1832. Μετά από την επανάσταση του Ιουλίου στη Γαλλία το 1830, η προηγούμενη φιλελεύθερη πολιτική του έγινε όλο και περισσότερο κατασταλτική. Στο δημοκρατικό φεστιβάλ στο Χάμπακερ το 1832 εκδηλώθηκε η δυσαρέσκεια του πληθυσμού, που υπέφερε από τους υψηλούς φόρους και τη λογοκρισία. Η σχέση του με την χορεύτρια και ηθοποιό Λόλα Μοντέζ προκάλεσε επίσης σκάνδαλο.

Παραιτήθηκε στις 20 Μαρτίου 1848 υπέρ του γιου του, Μαξιμιλιανού. Ακόμη και μετά την παραίτησή του, ο Λουδοβίκος παρέμεινε σημαντικός χορηγός των τεχνών. Ωστόσο, στη διαδικασία ανοικοδόμησης των Νέων Ανακτόρων, επίσημη κατοικία του εν Ελλάδι εστεμμένου γιου του, η παρέμβασή του αποδείχτηκε ζημιογόνος για τα ελληνικά δημοσιονομικά δεδομένα, ενώ για την αποπεράτωσή τους καταχράσθηκε και απέστειλε στην Ελλάδα χρήματα του βαυαρικού ταμείου, τα οποία προορίζονταν για τεχνικά έργα υψίστης σημασίας.[6]

Πέθανε στη Νίκαια σε ηλικία 81 ετών το 1868, 20 χρόνια μετά την παραίτησή του. Τάφηκε στο Αββαείο του Αγίου Βονιφατίου στο Μόναχο που ο ίδιος είχε ιδρύσει το 1835.

Νυμφεύτηκε τη Θηρεσία των Βέττιν, κόρη του Φρειδερίκου της Σαξονίας-Χίλντμπουργκχαουζεν (μετά της Σαξονίας-Άλτενμπουργκ), και είχε τέκνα:

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]