Λάμπρος Κατσώνης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Λάμπρος Κατσώνης
Προσωπογραφία του Λάμπρου Κατσώνη
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Λάμπρος Κατσώνης (Ελληνικά)
Γέννηση1752[1]
Λιβαδειά[2]
Θάνατος1805
Μόσχα
Χώρα πολιτογράφησηςΡωσική Αυτοκρατορία
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςνέα ελληνική γλώσσα
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταστρατιωτικός
πειρατής
επαναστάτης
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΒραβεύσειςΤάγμα του Αγίου Γεωργίου, Δ΄ Τάξη
Υπογραφή
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Λάμπρος Κατσώνης (1752 - 1805) ήταν Έλληνας συνταγματάρχης του ρωσικού αυτοκρατορικού στρατού (ή Ναυτικού), ιππότης του ρωσικού Τάγματος του Αγίου Γεωργίου (4ης τάξεως) και ήρωας του απελευθερωτικού κινήματος του 1787.

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γεννήθηκε στη Λιβαδειά και σε νεαρή ηλικία έλαβε μέρος στα Ορλωφικά.Οι γονείς του ήταν Λειβαδίτες: H μητέρα του είχε συγγένεια με τον Νικόλα Νάκο και ο πατέρας του ήταν ο Δημήτριος Κατσώνης. Η παράδοση θέλει ως αφορμή για να εγκαταλείψει τη Λειβαδιά ένα συμβάν σε ένα γάμο στο οποίο ενεπλάκη. Στον γάμο όπου ήταν κουμπάρος, παρευρέθηκε και ο γιος ενός μπέη, ο οποίος προσέβαλε τον Λάμπρο, ρίχνοντάς του μία κούπα κρασί, αφού ο Λάμπρος τον πίεσε να το πιει. Έτσι ο Λάμπρος τον πυροβόλησε και τον σκότωσε, οπότε αναγκάστηκε να διαφύγει στο χωριό Λιβανάτες, όπου χαίρει προστασίας από τον Ανδρέα Βερούση, έπειτα στην Ύδρα, για δύο χρόνια στη Ζάκυνθο και στη συνέχεια στο Λιβόρνο.[3]

Από το 1770 ήταν μέλος του ρωσικού στόλου, ως αξιωματικός, χάρις στο θάρρος και στην εξυπνάδα που είχε επιδείξει κατά τη δράση του στο Αιγαίο.Έτσι, μαζί µε τους αδερφούς Ορλόφ κατέπλευσε στα ελληνικά παράλια, ενώ συμμετείχε επίσης στην πολιορκία της Κορώνης και στη ναυμαχία του Τσεσμέ. [4]Ο Κατσώνης –όπως πολλοί άλλοι ομογενείς, συμπολεμιστές των Ρώσων– μετά τη ειρήνη του 1774, μη θέλοντας να επιστρέψει στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, εγκαταστάθηκε στην Κριμαία. Το 1774 κατατάχθηκε ως αξιωματικός στο ελληνικό τάγμα του Ρωσικού στρατού, όπου ανήλθε μέχρι το βαθμό του λοχαγού.[5]

Το 1787 στο λιμάνι του Οτσακώφ κυρίευσε ένα τούρκικο φορτηγό πλοίο, προκαλώντας το δέος του αρχιστράτηγου Ποτεμκίνου, που τον προβίβασε στον βαθμό του ταγματάρχη. Μετά την, έναρξη του Ρωσοτουρκικού πολέμου (1787-1792) πήγε στην Τεργέστη, όπου παρέλαβε από τους εκεί Έλληνες ομογενείς μερικά πλοία, με τα οποία ξεκίνησε τις επιδρομές και τις επιθέσεις κατά των πειρατικών και Οθωμανικών πλοίων στο Ιόνιο Πέλαγος. Σταδιακά επεκτάθηκε και στο Αιγαίο, προκαλώντας έντονη ενόχληση στους Τούρκους και παρεμποδίζοντας τελείως το εμπόριό τους και αιχμαλωτίζοντας πλήθος πλοίων τους, παρά την αριθμητική τους υπεροχή. Στις 31 Αυγούστου του 1788 στην Κάρπαθο νίκησε τον Οθωμανικό στόλο, ο οποίος είχε προβεί σε καταδίωξη του Κατσώνη προκειμένου να τον αναχαιτίσει.[4] Για τη νίκη του αυτή προήχθη σε υποχιλίαρχο ενώ ο στόλος του ονομάστηκε «στόλος της Ρωσικής αυτοκρατορίας» μετά από διαταγή της αυτοκράτειρας Αικατερίνης. Στη συνέχεια πήγε στη Ζάκυνθο για να επισκευάσει τα καράβια του [6] όπου κλήθηκε στην Τεργέστη για να απολογηθεί για ορισμένες, αβάσιμες εν τέλει, κατηγορίες από γαλλικές αρχές.[4][7] Οι Τούρκοι αφού επιχείρησαν έντονα αλλά ανεπιτυχώς να ανακόψουν την πορεία του, προσπάθησαν, μετά από μια σφοδρή ήττα τους, να συνθηκολογήσουν μαζί του. Ο Λάμπρος όμως ήταν αμετάπειστος.[8]

Την περίοδο 1789-1790 πήγαινε συχνά στην Τεργέστη και στη Βιέννη, όπου οι Ρώσοι συγκέντρωναν εφόδια, προκειμένου να λάβει χρηματοδότηση του αγώνα του από εύπορους Έλληνες των παροικιών. Επιπλέον, αν και στρατολογούσε και εκεί άνδρες, περισσότερο το έκανε στις ακτές της Ηπείρου και σε νησιά όπως οι Παξοί και η Κέρκυρα.[9]

Την άνοιξη του 1790, αφού είχε οργανώσει την Κέα ως ορμητήριό του μαζί με τον Ανδρέα Βερούση, διενήργησε επιδρομές στα παράλια της Μ. Ασίας. Τον Μάιο, όταν πληροφορήθηκε ότι μέρος του τουρκικού στόλου βρισκόταν στον Άγιο Γεώργιο της Σκύρου, απέπλευσε προς επίθεση του, πιθανόν με εννέα πλοία. Ωστόσο, λόγω δυσμενών καιρικών συνθηκών, καθυστέρησε και έπεσε σε ενέδρα στην Άνδρο. Στην ακόλουθη σκληρή σύγκρουση υπέστη σημαντική ήττα. Πολλά από τα πλοία του κατέλαβαν οι Τούρκοι, ο ίδιος τραυματίστηκε και διέφυγε με δύο μόνο πλοία του. Παρόλα αυτά, οι απώλειες που υπέστη ήταν πολύ μικρές, αν και ο ίδιος είχε 565 νεκρούς και 53 αιχμαλώτους, σε σχέση με αυτές που προκάλεσε στους αντιπάλους του, απώλειες που ανέρχονταν σε πάνω από 3000 νεκρούς και τραυματίες [10][11]Μετά από μία στάση στη Μήλο, κατέφυγε στα Κύθηρα, όπου η αυτοκράτειρα Αικατερίνη Β΄ τον προήγαγε σε χιλίαρχο και τον διέταξε να συντονίσει τη δράση του με το Ρωσικό αυτοκρατορικό στόλο στη Μεσόγειο. Τον χειμώνα τον ανακάλεσαν στην Τεργέστη και τη Βιέννη όπου του ανέθεσαν καινούργιο στόλο. Το καλοκαίρι του 1791 είχε καταφέρει να συγκεντρώσει στην Ιθάκη 24 πλοία, όμως πριν αναχωρήσει έφτασαν τα νέα για την ανακωχή μεταξύ των δύο αντιμαχόμενων αυτοκρατοριών, που συνομολογήθηκε στις 11 Αυγούστου του 1791, και η εντολή να αναστείλει κάθε δραστηριότητα. [10]

Η υπογραφή της Συνθήκης του Ιασίου προκάλεσε μεγάλη δυσαρέσκεια στον Λάμπρο, που απρόθυμος να σταματήσει τη δράση του στράφηκε στη Μάνη. Εκεί διαμόρφωσε το ορμητήριό του, και συνέχισε την επανάσταση, σε συνεργασία με τον Ανδρούτσο, τους Μανιάτες και πολλούς κλέφτες. Τότε, τον Μάιο του 1792 εξέδωσε το μανιφέστο "Φανέρωσις του εξοχωτάτου χιλιάρχου και ιππέως Λάμπρου Κατσώνη", με το οποίο διαμαρτυρόταν για τη ρωσοτουρκική ειρήνη, εξέφραζε τα παράπονα και την απογοήτευσή του κατηγορώντας τη ρωσική πολιτική, η οποία είχε αγνοήσει τους Έλληνες και τον αγώνα τους για ανεξαρτησία. Συνέπεια αυτού ήταν η Μεγάλη Αικατερίνη να του αφαιρέσει το βαθμό και να του απαγορεύσει να κάνει χρήση της ρωσικής σημαίας.[12]

Πιθανόν στις 28 Ιουνίου 1792, δέχτηκε επίθεση στη βάση του, το Πόρτο Κάγιο. Ακόμα και η Γαλλία, φοβούμενη για τα εμπορικά της συμφέροντα, αφού από την περιοχή περνούσαν αρκετά γαλλικά εμπορικά πλοία, έστειλε δύο γαλλικά πολεμικά μονόκροτα, τα οποία, με τη συνεργασία 30 οθωμανικών πλοίων, επιτέθηκαν κατά του στόλου του Κατσώνη. Μετά από τρεις μέρες αντίσταση και δεινή σφαγή όσων αποβιβάζονταν από τους πολεμίους, κι αφού είχε σχεδόν χάσει τη μάχη, με δώδεκα συντρόφους του διέπλευσε στα Κύθηρα, και έπειτα με την προτροπή του ηγεμόνα της Μάνης Τζανέτου Γρηγοράκη απέπλευσε για την Ιθάκη, και μέσω Πάργας επέστρεψε στη Ρωσία και συγκεκριμένα στην Αγία Πετρούπολη, όπου εγκαταστάθηκε μόνιμα με την οικογένειά του.[13]

Η δράση του όλα αυτά τα χρόνια εκτός από το ότι επέδρασε κατασταλτικά στον οθωμανικό στόλο και στις επεκτατικές αποστολές του, είχε μεγάλη σημασία για τον μετέπειτα Αγώνα των Ελλήνων. Μάλιστα, οι επιτυχίες του είχαν ρόλο ενθαρρυντικό για την ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας, όπως αναφέρει ο Εμμανουήλ Ξάνθος στα Απομνημονεύματά του, ενώ ο Γάλλος πρόξενος στη Σμύρνη Jassaud το 1809 τον αποκαλεί «παλινορθωτή της ελευθερίας» και επισημαίνει ότι οι Έλληνες, αν ελευθερωθούν οφείλουν να του αφιερώσουν άγαλμα για όσα προσέφερε. [14]

Στη Ρωσία, αν και δεν έτυχε εκ μέρους της αυτοκράτειρας ευμενούς υποδοχής, στη συνέχεια έχαιρε της εκτίμησής της, παρευρισκόμενος στις επίσημες δεξιώσεις. To 1798 τού αναγνωρίστηκε ο βαθμός του συνταγματάρχη. Εξαιτίας όμως της κόντρας του με τον υπουργό των Ναυτικών Νικολάι Μορντβίνοφ, δεν κατάφερε να πάρει τιμητικά προαγωγή και να ανέλθει στο βαθμό του στρατηγού. Παραιτήθηκε από το ρωσικό στρατό το 1802. Από το 1798 είχε εγκατασταθεί στην Κριμαία, σε κτήμα που του δώρισε η αυτοκράτειρα Αικατερίνη Β΄, έκτασης 22.000 εκταρίων, το οποίο και ονόμασε Λιβαδειά, σε ανάμνηση της γενέτειράς του.

Ήταν παντρεμένος με την Αγγελίνα-Μαρία Σοφιανού. Είχε τρία παιδιά, από τα οποία ο πρώτος δολοφονήθηκε στην Κέα από τους Τούρκους, ο δεύτερος, ο Λυκούργος (17901863), πραγματοποίησε λαμπρή σταδιοδρομία στο ρωσικό στρατό φτάνοντας έως το βαθμό του χιλιάρχου, ενώ ανήκε και στην τάξη των ευγενών, και ο τρίτος ο Αλέξανδρος, ο οποίος γεννήθηκε στην Κριμαία, έφτασε έως το βαθμό του υπολοχαγού και αργότερα εκλέχθηκε αρχηγός των ευγενών όλου του νομού της Ταυρίδας. Αναφέρεται επίσης και μια κόρη του, η Γαρουφαλιά.[15] Επίσης εγγονός του Λυκούργου ήταν ο Σπυρίδων Αλεξάνδρου Κατσώνης, ο οποίος διέπρεψε ως συγγραφέας στη Ρωσία. Σημερινός απόγονος του Λάμπρου Κατσώνη είναι ο Ανατόλι Νικολάεβιτς Κατσώνης, κάτοικος Μόσχας.

Ο Λάμπρος Κατσώνης δολοφονήθηκε το 1805 στην Κριμαία με μυστηριώδη τρόπο. Δεν έχουν βρεθεί μέχρι τώρα στα αρχεία στοιχεία για τις λεπτομέρειες της δολοφονίας του. Κατά μία εκδοχή, δολοφόνος ήταν ο οικογενειακός γιατρός του, πιθανώς υποκινούμενος από τη σύζυγο του Κατσώνη, λόγω αντιζηλιών και οικονομικών διαφορών.

Ήταν πνευματικός πατέρας του Οδυσσέα Ανδρούτσου.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 Διεθνές Πρότυπο Aναγνωριστικό Ονόματος. 0000000115764757. Ανακτήθηκε στις 13  Αυγούστου 2015.
  2. «Большая советская энциклопедия» (Ρωσικά) Η Μεγάλη Ρωσική Εγκυκλοπαίδεια. Μόσχα. 1969. Ανακτήθηκε στις 28  Σεπτεμβρίου 2015.
  3. Λάππα, 1978 (σελ. 7,8,9)
  4. 4,0 4,1 4,2 Βακαλόπουλου, (σελ. 89)
  5. Λάππα, 1978 (σελ. 29)
  6. Λάππα, 1978 (σελ. 36,37)
  7. Κατσιαρδή-Hering 1994, σελ. 196-197
  8. Λάππα, 1978 (σελ. 39)
  9. Βακαλόπουλου, (σελ. 91)
  10. 10,0 10,1 Βακαλόπουλου, (σελ. 92)
  11. Λάππα, 1978 (σελ. 55)
  12. Βακαλόπουλου (σελ. 93)
  13. Βακαλόπουλου, (σελ. 94, 95)
  14. Βακαλόπουλου, (σελ. 96)
  15. Στάμου 2011, σελ. 14

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Βακαλόπουλος, Α. (1975). "Ο ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1787-1792 και οι Έλληνες. Οι αγώνες των Σουλιωτών και η δράση του Λάμπρου Κατσώνη". Ιστορία του ελληνικού έθνους - Τόμος 11: Ο Ελληνισμός υπό ξένη κυριαρχία (περίοδος 1669-1821). Τουρκοκρατία - Λατινοκρατία (σελ. 85-97). Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών.
  • Κατσιαρδή-Hering, Ο. (1994). "Μύθος και Ιστορία. Ο Λάμπρος Κατσώνης, οι χρηματοδότες του και η πολιτική τακτική". Ροδωνιά. Τιμή στον Μ. Μανούσακα, Τόμος 1ος (σελ. 195-214). Ρέθυμνο: Πανεπιστήμιο Κρήτης.
  • Λάππας, Τ. (1978). Λάμπρος Κατσώνης: Παραδόσεις, απόγονοι, βιογραφία. Αθήνα.
  • Στάμος, Π. (2011). Πληροφορίες για τους απογόνους του Λάμπρου Κατσώνη. Περιοδικό Λάμπρος Κατσώνης, τ. 114 (σελ. 11-15). Λεβαδειά: Σύλλογος Λεβαδέων "Ο Λάμπρος Κατσώνης".