Μάχη των Βασιλικών Φθιώτιδας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μάχη των Βασιλικών
Ελληνική Επανάσταση του 1821
"Πόλεμος των Βασιλικών"
Πίνακας του Παναγιώτη Ζωγράφου με την καθοδήγηση του Στρατηγού Μακρυγιάννη
Χρονολογία26 Αυγούστου 1821
ΤόποςΒασιλικά Φθιώτιδας, Στερεά Ελλάδα, Οθωμανική Αυτοκρατορία
38°42′29″N 22°45′14″E / 38.708°N 22.754°E / 38.708; 22.754
ΈκβασηΝίκη των Ελλήνων
Αντιμαχόμενοι
Ηγετικά πρόσωπα
Στρατάρχης Μπεϋράν Πασάς
Χατζή Μπεκήρ Πασάς
Μεμίς Πασάς
Σαχίν Αλή Πασάς
Δυνάμεις
περίπου 2.000[1]
8.000[2]
Απώλειες
17 ή 42 νεκροί
35 τραυματίες[3]
766 νεκροί
1.500 τραυματίες
220 αιχμάλωτοι[3]

Η Μάχη των Βασιλικών ήταν πολεμική σύγκρουση της επανάστασης του 1821 που έλαβε χώρα στα Βασιλικά Φθιώτιδας στις 26 Αυγούστου 1821, με νικηφόρα έκβαση για τους Έλληνες.

Τα προηγηθέντα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά την διάρκεια των πρώτων μηνών της Ελληνικής Επανάστασης, τα Οθωμανικά στρατεύματα που στάλθηκαν στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα, υπό την ηγεσία των Ομέρ Βρυώνη και Κιοσέ Μεχμέτ, συνάντησαν ισχυρές αντιστάσεις από τους Έλληνες.[2] Για να μπορέσουν να συνεχίσουν την εκστρατεία τους και να καταπνίξουν την επανάσταση, οι Οθωμανοί στρατηγοί ζήτησαν ενισχύσεις για την εκστρατεία τους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο σουλτάνος Μαχμούτ Β΄ να επιστρατεύσει 8.000 στρατιώτες (κατά τον Σπ. Τρικούπη 7.000),[4] εκ των οποίων οι περισσότεροι ήταν ιππείς.[2] Επικεφαλής αυτής της δυνατής στρατιάς ανατέθηκε ο αρχιστράτηγος Μπεϋράν πασάς, με επίκουρους τους στρατηγούς Χατζή Μπεκήρ πασά, Μεμίς πασά και Σαχίν Αλή πασά.[2] Η μεγάλη αυτή Οθωμανική δύναμη, αφού υπέταξε την Μακεδονία, βάδισε νότια, φθάνοντας πρώτα στην Λάρισα, και ύστερα στην πόλη της Λαμίας. Μαζί με μία επιπλέον οθωμανική δύναμη, ηγούμενη από τον Μαχμούτ πασά της Δράμας, που κατευθυνόταν προς την Ναύπακτο, ο στρατός αυτός θα ενώνονταν με τον Κιοσέ Μεχμέτ και τον Ομέρ Βρυώνη και θα εισέβαλε στον επαναστατημένο Μοριά.[2]

Η Mάχη στα Βασιλικά (πίνακας του Πέτερ φον Ες).

Οι Έλληνες οπλαρχηγοί της Ανατολικής Στερεάς, αντιλαμβανόμενοι τους κινδύνους που θα μπορούσε να διατρέξει η επανάσταση με την άφιξη των τουρκικών στρατευμάτων, αποφάσισαν να σταματήσουν την οθωμανική προέλαση με κάθε κόστος. Ο πρώτος οπλαρχηγός που ειδοποιήθηκε για την άφιξη του Μπεϋράν πασά στη Λαμία, ο Γιάννης Δυοβουνιώτης, ειδοποίησε αμέσως τους υπόλοιπους οπλαρχηγούς της περιοχής. Τότε, οι οπλαρχηγοί Κομνάς Τράκας, Νάκος Πανουργιάς, Παπαντρέας Κοκοβιστιανός και Γιάννης Γκούρας συγκεντρώθηκαν στο Μόδι, μαζί με τον Δυοβουνιώτη, από όπου κάλεσαν τον Δήμο Σκαλτσά να τους στείλει ενισχύσεις. Ο τελευταίος έστειλε τον Κώστα Μπίτη, τον Κώστα Καλύβα και τον Αντώνη Κοντοσόπουλο, από την Δωρίδα και την Αταλάντη, και τους Βασίλη Μπούσγο, Μήτρο Τριανταφυλλίνα και Γ. Λαππά από την Λιβαδειά.[2] Πολεμικό συμβούλιο έγινε στο Εργίνι όπου, παρά την πρόταση μερικών οπλαρχηγών πως οι Έλληνες έπρεπε να οχυρωθούν στην στενωπό της Φοντάνας, επικράτησε τελικά η γνώμη του Δυοβουνιώτη, πως έπρεπε οι δυνάμεις τους να οχυρωθούν στην δημόσια οδό των Βασιλικών Φθιώτιδας. Από τους 1.600 Έλληνες (2.000 κατά τον Τρικούπη)[4] μόνο 200 με τον Παπαντρέα στάλθηκαν να φυλάνε την Φοντάνα, και οι υπόλοιποι οχυρώθηκαν στα Βασιλικά. Στην είσοδο της διάβασης, μέσα σε ένα πυκνό δάσος, τοποθετήθηκε ο Δυοβουνιώτης με τους άντρες του για να παγιδέψει εκεί τους Τούρκους όταν θα εισέρχονταν, στο μέσο ο Κοντοσόπουλος κι ο Καλύβας, και στην έξοδο πήραν θέσεις, ως εφεδρικές δυνάμεις, ο Γκούρας, ο Νάκος Πανουργιάς και ο γιος του Δυοβουνιώτη, ο Γιώργος.[5]

Η πορεία της μάχης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 22 Αυγούστου 1821 , οι Τούρκοι συνέχισαν την προέλαση τους και στρατοπέδευσαν στο πεδίο του Πλατανιά, βόρεια των Ελληνικών θέσεων.[6] Από εκεί, στις 25 του μηνός, στάλθηκαν δύο ανιχνευτικά τμήματα στην Φοντάνα και στα Βασιλικά, τα οποία απώθησαν επιτυχώς οι επαναστάτες. Τα χαράματα της επόμενης κιόλας μέρας, ο Μπεϋράν πασάς βάδισε εναντίον των Βασιλικών με το στρατό του, έχοντας εμπιστοσύνη στην αριθμητική υπεροχή του. Ένας δεύτερος δρόμος στην Ανιβίτσα, που οδηγούσε στην Ελάτεια, καταλήφθηκε εγκαίρως από το πρωτοπαλίκαρο του Οδυσσέα Ανδρούτσου, τον Ιωάννη Ρούκη.[7] Ύστερα από επικλήσεις στον Αλλάχ, η οθωμανική εμπροσθοφυλακή άρχισε την επίθεσή στα τμήματα του Κοντοσόπουλου και του Καλύβα. Οι τελευταίοι αναχαίτισαν την επίθεση, αναγκάζοντας τον Μπεϋράν πασά να στείλει τέσσερις χιλιάδες άνδρες να εκτοπίσουν τους Έλληνες από εκεί. Η προσπάθεια του Γκούρα να τους βοηθήσει αποδείχτηκε μάταιη, καθώς οι Έλληνες κατέφυγαν στο διάσελο των Βασιλικών.[7] Την κρίσιμη εκείνη στιγμή, ο Γκούρας πήρε την αρχηγία των ελληνικών δυνάμεων και οχυρώθηκε με τους άντρες του σε μία παλιά εκκλησία, που προσέφερε μέτωπο εναντίον των Οθωμανών. Ο Μπεϋράν πασάς, τότε, ηγήθηκε του στρατού του και επιτέθηκε εναντίον της εκκλησίας. Εκείνη την ώρα κατέφθασαν 250 άντρες από την Λιβαδειά με τους Μπούσγο, Τριανταφυλλίνα και Λάππα για να βοηθήσουν τους συμπατριώτες τους.[7] Ο Γκούρας βλέποντας τους, λέγεται, αναφώνησε:

«Μωρέ παιδιά ο καπετάνιος έρχεται, απάνω τους»

Εννοούσε τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, που, αν και ο ίδιος δεν ήταν εκεί, προκάλεσε φόβο και αναταραχή στις τουρκικές γραμμές.[7] Ο Γκούρας, εκμεταλλευόμενος τον πανικό, άφησε μία μικρή δύναμη πολεμιστών να κρατήσει την εκκλησία, ενώθηκε με το σώμα του Ρούκη στην Ανιβίτσα και, διαγράφοντας μια κυκλωτική κίνηση, έφτασε στα μετόπισθεν των εχθρών τους, που είχαν ήδη δεχθεί επίθεση από τον Δυοβουνιώτη στο δάσος, καθώς και από τον Παπανδρέα, που έσπευσε να βοηθήσει από την Φοντάνα όταν αντιλήφθηκε τις κινήσεις των Τούρκων.[8] Οι τελευταίοι παγιδεύτηκαν και σφαγιάστηκαν από τους Έλληνες, ο ίδιος ο Γκούρας φόνευσε τον Μεμίς πασά και πολλοί άλλοι αξιωματικοί έπεσαν στο πεδίο της μάχης.[9] Ο Μπεϋράν διέταξε την υποχώρηση του στρατού του και, αφού έφτασαν στον Πλατανιά, διέταξε να καούν οι άμαξες και τα πολεμοφόδια του στρατού πριν τα πάρουν οι Έλληνες. Ύστερα, πέρασε την γέφυρα της Αλαμάνας, την οποία και διέταξε να γκρεμιστεί. Ελάχιστοι Έλληνες τον καταδίωξαν, καθώς οι περισσότεροι ασχολήθηκαν με τη θανάτωση των Τούρκων που παρέμεναν στα Βασιλικά και τη αρπαγή των λαφύρων. Αργότερα αποσύρθηκαν στη Δαμάστα, όπου την επόμενη συνάντησαν τον Ανδρούτσο, θλιμμένο που δεν πρόλαβε να πάρει μέρος στην μάχη.[3]

Η σημασία της μάχης των Βασιλικών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η μάχη των Βασιλικών είχε καταστροφικά αποτελέσματα για τους Οθωμανούς: 766 ήταν οι νεκροί (κατά άλλους 1.000 ή 1.200), οι τραυματίες 1.500 και 220 αιχμαλωτίστηκαν.[3][9] Ο Μπεϋράν πασάς είτε αυτοκτόνησε, είτε δολοφονήθηκε κατά σουλτανική διαταγή. Επιπλέον, στον Πλατανιά οι Έλληνες βρήκαν άφθονα λάφυρα, καθώς οι Τούρκοι πρόλαβαν να κάψουν τις 600 από τις 1.000 άμαξες. Οι υπόλοιπες, γεμάτες προμήθειες και πολεμοφόδια, έπεσαν στα χέρια των επαναστατών.[3]

Οι Έλληνες με την μάχη των Βασιλικών πέτυχαν τον σκοπό τους. Η ένωση των Οθωμανικών στρατευμάτων στην Ανατολική Στερεά δεν έλαβε ποτέ μέρος και δεν έφτασαν ποτέ ενισχύσεις στην Τρίπολη, το οποίο τόνωσε το ηθικό των επαναστατών εκεί. Δίκαια θεωρείται ως η μεγαλύτερη ελληνική νίκη στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα κατά το πρώτο έτος της επανάστασης.[3]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Έφη Αλλαμάνη, «Η μάχη των Βασιλικών», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τομ. ΙΒ, 1975, σελ. 154
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 2,5 Έφη Αλλαμάνη, «Η μάχη των Βασιλικών», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τομ. ΙΒ, 1975, σελ. 153
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 3,5 Έφη Αλλαμάνη, «Η μάχη των Βασιλικών», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τομ. ΙΒ, 1975, σελ. 158
  4. 4,0 4,1 Τρικούπης Σπυρίδων, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. Β', κεφ.ΚΔ, Εκδόσεις Χρ. Γιοβάνης, σελ.69
  5. Έφη Αλλαμάνη, «Η μάχη των Βασιλικών», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τομ. ΙΒ, 1975, σελ. 156
  6. Έφη Αλλαμάνη, «Η μάχη των Βασιλικών», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τομ. ΙΒ, 1975, σελ. 154-157
  7. 7,0 7,1 7,2 7,3 Έφη Αλλαμάνη, «Η μάχη των Βασιλικών», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τομ. ΙΒ, 1975, σελ. 157
  8. Έφη Αλλαμάνη, «Η μάχη των Βασιλικών», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τομ. ΙΒ, 1975, σελ. 157-158
  9. 9,0 9,1 Τρικούπης Σπυρίδων, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. Β', κεφ.ΚΔ, Εκδόσεις Χρ. Γιοβάνης, σελ.70

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]