Τσάμηδες

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
«Ο χορός των ξιφών» Σκιπιτάρηδες(skipitar= αρματωμένος άνδρας που αποκαλούσαν οι Τούρκοι Αρναούτες όσοι εντάσονταν στο ασκέρι τους. Αρχές του 19ου αι.

Οι Τσάμηδες ή Τσιάμηδες αποτελούν υποομάδα των Αλβανών οι οποίοι κατοικούσαν στην περιοχή της Ηπείρου, σε μία περιοχή που είναι γνωστή ως Τσαμουριά. Είχαν τη δικιά τους ιδιαίτερη πολιτιστική ταυτότητα, μείγμα αλβανικών και ελληνικών επιρροών, καθώς και δικών τους στοιχείων. Μιλούσαν τη δικιά τους διάλεκτο, τα τοσκικά. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν μουσουλμάνοι και μερικοί ορθόδοξοι χριστιανοί. Κατά τη διάρκεια της ανταλλαγής των πληθυσμών το 1923, οι μουσουλμάνοι Τσάμηδες εξαιρέθηκαν. Στο Β΄ παγκόσμιο πόλεμο συνεργάστηκαν με τις δυνάμεις του Άξονα, κάτι που προκάλεσε τη βίαιη εκδίωξη τους από τις δυνάμεις του ΕΔΕΣ υπό την υποστήριξη των Βρετανών και Αμερικάνων στρατιωτικών συνδέσμων, στην Αλβανία. Μεταπολεμικά συνάντησαν ιδιαίτερη καχυποψία από το κομμουνιστικό καθεστώς. Ενώ μετά τη πτώση του καθεστώτος, υπάρχουν από οργανώσεις Τσάμηδων προσπάθειες ανακίνησης θεμάτων -μεταξύ άλλων- επιστροφής περιουσιών.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τουρκοκρατία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στους Τσάμηδες, δόθηκε ο έλεγχος κάποιων εκτάσεων απο τους Οθωμανους κατά την Οθωμανική περίοδο [1] στις εκβολές του Αχέροντα, τη Σαγιάδα, τη Μαζαρακιά, το Φανάρι, το Μαργαρίτι μέχρι και την περιοχή της Παραμυθιάς. Οικονομικά βασίζονταν στην αλιεία, το αλάτι, τους ελαιώνες, τους εύφορους κάμπους της περιοχής, την καλλιέργεια ρυζιού,[2] σιτηρών και αραβόσιτου. Κατά την Τουρκοκρατία οι Τσάμηδες μουσουλμάνοι αγάδες συμμετείχαν για πολλά χρόνια στο ασκέρι του Αλή Πασά. Και αργότερα ακολούθησαν αρκετοί απ΄ αυτούς το οθωμανικό στράτευμα του Ομέρ Βρυώνη[3] στην Πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου, εναντίον της Επανάστασης του 1821.

Αρχές του 20ού αιώνα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας, η παρουσία των Τσάμηδων στην Ήπειρο δεν δημιουργεί ιδιαίτερα προβλήματα σε σχέση με τους τριγύρω χριστιανικούς πληθυσμούς, λόγω του χαρακτήρα της πολυεθνικής και πολυθρησκευτικής συνύπαρξης που είχε η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Με τους Βαλκανικούς Πολέμους όμως, η κατάσταση μεταβάλλεται, καθώς αλλάζει και το πλαίσιο μέσα στο οποίο μέχρι τότε συνυπήρχαν διαφορετικοί πληθυσμοί εντός του οθωμανικού κράτους. Η αντίπαλη δράση ελληνικών και αλβανικών παραστρατιωτικών ομάδων δημιουργεί κύκλους εκδίκησης κι αντεκδίκησης μεταξύ Ελλήνων και Τσάμηδων, θέτοντας το νέο πλαίσιο εντός του οποίου θα δημιουργηθεί στο μέλλον το πρόβλημα των Τσάμηδων εντός του ελληνικού κράτους.[4]

Μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους η περιοχή της Θεσπρωτίας, όπως και η υπόλοιπη περιφέρεια της Ηπείρου, ενσωματώθηκε στην Ελλάδα. Κατά τη διάρκεια της ανταλλαγής των πληθυσμών το 1923, οι μουσουλμάνοι Τσάμηδες εξαιρέθηκαν από αυτή ύστερα από έντονες πιέσεις της Αλβανίας.[5] Στην ανταλλαγή των πληθυσμών, όσοι ήταν μουσουλμάνοι στην Ελλάδα θεωρούνταν «Τούρκοι» και ανταλλάξιμοι. Ωστόσο οι ίδιοι οι Τσάμηδες, μην επιθυμώντας να φύγουν από την περιοχή τους, έκαναν διάφορα διεθνή διαβήματα, με τα οποία τόνιζαν την ιδιαίτερη σχέση με τον τόπο τους και, ουσιαστικά, να τους θεωρήσουν ως αλλόθρησκους Έλληνες στη διαδικασία του προσδιορισμού των «ανταλλάξιμων» πληθυσμών. Τελικά εξαιρέθηκαν από την ανταλλαγή και σε αυτό έπαιξε ρόλο, εκτός από τους παραπάνω, και η σθεναρή απροθυμία της Τουρκίας να τους δεχτεί.[6] Ένα μικρό μόνο μέρος των μουσουλμάνων της περιοχής συμμετείχε στο πρόγραμμα ανταλλαγής πληθυσμών και μετοίκησε στην Τουρκία. Υποστηρίζεται ότι οι Τσάμηδες δεν είχαν διαμορφώσει εθνική συνείδηση αλλά προσδιορίζονταν κυρίως από τη θρησκεία, γεγονός που εξηγεί τη σύγχυση για το αν θα συμπεριλαμβάνονταν στην ανταλλαγή ή όχι.[7]

Η εφαρμογή της ανταλλαγής πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας είχε ως αποτέλεσμα ένα μέρος των προσφύγων που ήρθαν στην Ελλάδα από τη Μικρά Ασία να εγκατασταθεί στην περιοχή των Τσάμηδων. Η απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης για αυτήν την εγκατάσταση αποδίδεται στην επιθυμία της να ασκηθεί πίεση προς τους Τσάμηδες, με στόχο τον εξαναγκασμό σε εθελούσια αναχώρηση από την Ελλάδα. Ταυτόχρονα, η απαλλοτρίωση μεγάλων γαιοκτησιών, που κατείχε μια πλούσια μειοψηφία Τσάμηδων, ώστε να μοιραστεί γη στους ακτήμονες Έλληνες πρόφυγες που είχαν καταφτάσει, αύξησε τις εντάσεις μεταξύ των δυο πληθυσμιακών ομάδων, μουσουλμάνων Τσάμηδων και χριστιανών Ελλήνων.[8] Αν και οι περισσότεροι πρόσφυγες εξαιτίας των προβλημάτων που δημιουργήθηκαν, μετεγκαταστάθηκε σε άλλες περιοχές, στη Δυτική Μακεδονία, το αίσθημα εχθρότητας χριστιανών και μουσουλμάνων δεν έσβησε. Σε αυτό προστέθηκε και η νέα διάσταση των ντόπιων χριστιανικών πληθυσμών που, στο πλαίσιο των νέων πολιτικών συνθηκών με την αλλαγή των συνόρων, θεωρούσαν πλέον τους Τσάμηδες ως ξένους εντός του ελληνικού εθνικού κράτους και εποφθαλμιούσαν τις περιουσίες τους, ιδιαίτερα εκείνες των πλούσιων μπέηδων. Στη διατήρηση των προβλημάτων στη συμβίωση μουσουλμάνων και χριστιανών έπαιξε ρόλο και η μη επικύρωση των ελληνοαλβανικών συμφωνιών του 1925, για την αποζημίωση όσων περιουσιών Τσάμηδων θα απαλλοτρίωνε το ελληνικό κράτος, διότι κρίθηκε τελικά πολύ ευνοϊκή για την αλβανική πλευρά.[9]

Οι τριβές μεταξύ των μουσουλμάνων Τσάμηδων και των χριστιανών Ελλήνων επεκτάθηκαν και πέρα από την οικονομική σφαίρα και το ζήτημα των περιουσιών. Για παράδειγμα, οι μουσουλμάνοι γονείς αρνούνταν τη φοίτηση των παιδιών τους στα Δημοτικά Σχολεία για θρησκευτικούς κυρίως λόγους. Επίσης αρνούνταν τους Έλληνες χριστιανούς δασκάλους και την από κοινού φοίτηση αγοριών και κοριτσιών. Το ελληνικό κράτος προσέλαβε μουσουλμάνους δασκάλους για τη διδασκαλία των θρησκευτικών και της αραβικής γλώσσας. Η ρευστότητα των Αλβανικών συνόρων σε συνδυασμό με την επιρροή της Ιταλίας δημιούργησε μια αλβανική ελίτ μουσουλμάνων Τσάμηδων η οποία έπαιξε σημαντικό ρόλο στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1940.[10] Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας ποτέ δεν προσέλκυσε τη στήριξη των Τσάμηδων, καθώς η πολιτική του φάνταζε κοσμική και εκσυγχρονιστική.[11]

Β' Παγκόσμιος Πόλεμος και Κατοχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ελληνο-ιταλικός πόλεμος (1940-1941)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την ιταλική κατοχή της Αλβανίας το 1939, οι μουσουλμάνοι Τσάμηδες χρησιμοποιήθηκαν ως όργανο προπαγάνδας από τους Ιταλούς για να δικαιολογήσουν την εισβολή στην Ελλάδα, ενώ με την έναρξη της ιταλικής επίθεσης, το ελληνικό κράτος εξόρισε ηγετικές μορφές Τσάμηδων, κάτι που φανέρωσε την αρνητική οπτική του στη μειονότητα. Αρκετοί Τσάμηδες πρόσφυγες με επικεφαλής του Αζίζ Τσάμι και Μουχαρέμ Ντέμι κατατάχθηκαν εθελοντικά στον ιταλικό στρατό, ενώ οι Τσάμηδες της Θεσπρωτίας υποδέχτηκαν τα ιταλικά στρατεύματα και τις αλβανικές δυνάμεις που τα συνόδευαν ως απελευθερωτές. Εκείνο το διάστημα τμήματα Τσάμηδων πυρπόλησαν και λεηλάτησαν οικισμούς όπως την Παραμυθιά, τους Φιλιάτες, τη Σαγιάδα, ενώ προέβησαν και σε δολοφονίες ντόπιων λόγω προηγούμενων αντιδικιών.[12] Ω αποτέλεσμα ένα μέρος του ελληνικού πληθυσμού αναγκάστηκε να καταφύγει προς τα εδάφη που βρίσκονταν εκτός ιταλικού ελέγχου.[13] Όμως όταν έγινε ανακατάληψη των εδαφών από τον Ελληνικό στρατό, σχεδόν όλος ο αντρικός πληθυσμός εξορίστηκε ενώ υπήρξε ανοχή στις τυφλές πράξεις βίας του Ελληνικού πληθυσμού που υπήρξε προηγουμένως θύμα της δράσης των Τσάμηδων.[14][15]

Κατοχή και δωσίλογη δράση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τη διάρκεια της κατοχής (1941-1944), η πλειοψηφία συντάχθηκε με τις δυνάμεις του άξονα με αλυτρωτικούς σκοπούς, για τη δημιουργία της "Μεγάλης Αλβανίας".[16] Ως απόρροια των ακροτήτων που διαπράχθηκαν από Τσάμηδες εκείνο το διάστημα (1941-1944) σε συνεργασία με τις κατοχικές αρχές, ο τοπικός χριστιανικός πληθυσμός είτε μεταναστεύει, είτε αντιστέκεται με τη δημιουργία μικρών αντιστασιακών ομάδων, ή εντάσσεται στο ΕΑΜ και στον ΕΔΕΣ.[16]:41

To 1942 πραγματοποιούνται ορισμένες δολοφονίες από Τσάμηδες μεταξύ αυτών εκτελείται ο διορισμένος από την Κατοχική κυβέρνηση Νομάρχης Θεσπρωτίας στην Ηγουμενίτσα, ενώ δημιουργούνται τα "Εθνικά Αλβανικά Συμβούλια Τοπικής Αυτοδιοίκησης" όπου ανέλαβαν τις κρατικές αρμοδιότητες. Το 1943, οι Τσάμηδες συνεργάζονται σε επιχειρήσεις με τον Ιταλικό στρατό Κατοχής, συγκροτώντας πολιτοφυλακή με Ιταλικές στολές με περιβραχιόνιο με την επισήμανση "Τσάμης" στα πρότυπα της Βλάχικης Λεγεώνας. Το 1943 η περιοχή των Τσάμηδων περνάει σε Γερμανική Κατοχή και περίπου 300 πολίτες δολοφονούνται από την πολιτοφυλακή των Τσάμηδων.[17]

Το διάστημα 29 Ιουλίου-31 Αυγούστου 1943, κοινό Γερμανικά-Τσάμικα τμήματα εξαπέλυσαν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στα βουνά της περιοχής, σε επιχείρηση γνωστή με την επωνυμία "Αύγουστος". Κατά τη διάρκειά της 600 Έλληνες και 50 Αλβανοί πολίτες έχασαν τη ζωή τους και 70 χωριά καταστράφηκαν.[18] Στις 27 Σεπτεμβρίου ομάδες αποτελούμενες από κοινού από Ναζί και Τσάμηδες εξαπέλυσαν επίθεσης πυρπόλησης και καταστροφής χωριών στη βόρεια της Παραμυθιάς: Ελευθεροχώρι, Σέλιανη, Άγιος Νικόλαος, Σεμελίκα, σκοτώνοντας 50 Έλληνες χωρικούς. Στη συγκεκριμένη επιχείρηση η Τσάμικη ομάδα, 150 ατόμων, πήρε τα εύσημα από τον Γερμανό διοικητή για την "αποτελεσματικότητα" της.[19] Στις 27 Σεπτεμβρίου 1943 πραγματοποιείται, με μεθοδεύσεις των Τσάμηδων ηγετών, Μαζάρ και Νούρι Ντίνο, η εκτέλεση 49 προκρίτων της Παραμυθιάς. Στα εκτελεστικά αποσπάσματα συμμετείχαν και Τσάμηδες ένοπλοι.[20] Η ένοπλη δοσιλογική δράση ομάδων Τσάμηδων επεκτάθηκε και στην Αλβανία, όπου το Τάγμα "Νούρι Ντίνο", δύναμης 1,000 ατόμων, εντάχθηκε στη Βέρμαχτ και συμμετείχε στην επιχείρηση "Χόριντο", με αποτέλεσμα το θάνατο 500 Αλβανών υπηκόων στην περιοχή της Κονισπόλης.[21] Η ποιότητα της από κοινού βίας με τις δυνάμεις της Βέρμαχτ χαρακτηρίζεται και ως εθνοκάθαρση.[22][23]

Απελευθέρωση και φυγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Προς το τέλος του πολέμου ένας πολύ περιορισμένος αριθμός πρώην δοσίλογων Τσάμηδων εντάσσεται στον ΕΛΑΣ[16] :66 και αποτέλεσε το 4/15 τάγμα του ΕΛΑΣ, που αποτελούταν από "Τουρκοαλβανούς". Το τάγμα όμως, αποτελούταν κυρίως από Χριστιανούς και Μουσουλμάνους Τσάμηδες της Αλβανίας, ενώ πήρε μέρος μόνο σε αψιμαχίες,[17] και δεν έχει καταγραφεί δράση τους κατά των Γερμανών, παρά μόνο κατά του ΕΔΕΣ.[24]

Τους επόμενους μήνες Γερμανοί και Τσάμηδες από κοινού προσπάθησαν να επανακαταλάβουν την Παραμυθιά όμως χωρίς επιτυχία.[25] Ο ΕΔΕΣ και για δεύτερη φορά προέτρεψε τους εκπρόσωπους των Τσάμηδων να εγκαταλείψουν τη φιλοναζιστική στάση τους και να παραδώσουν τα όπλα. Η έκκληση αυτή συνοδεύτηκε και από εγγυήσεις των Συμμάχων αλλά ακόμη και τότε επέμεναν να μείνουν στο πλευρό τους Βέρμαχτ και απάντησαν αρνητικά.[26] Μάλιστα, η ηγεσία των Τσάμηδων οργανώθηκε στρατιωτικά και στρατολόγησε ολόκληρο τον αντρικό πληθυσμό της, από 16 μέχρι 60 ετών, για πόλεμο εναντίον του προελαύνοντα ΕΔΕΣ.[26] Στις αρχές Αυγούστου 1944 η ένοπλη αντίσταση των Τσάμηδων εξουδετερώθηκε,[26] ενώ στις 17-18 Αυγούστου ένοπλα τμήματα Ναζί-Τσάμηδων ηττήθηκαν από τους μαχητές του ΕΔΕΣ στη Μάχη της Μενίνας. Η μάχη αυτή ήταν η σημαντικότερη που δόθηκε από τις αντιστασιακές δυνάμεις κατά των Γερμανών στην Ήπειρο. Εκεί οι δυνάμεις του ΕΔΕΣ νίκησαν τους Γερμανούς και τα τμήματα Τσάμηδων που τους υποστήριζαν. Ανάμεσα στις απώλειες καταμετρούνται και 86 νεκροί και αρκετοί αιχμάλωτοι ανάμεσα στους οποίους και 9 Τσάμηδες.[27]. Οι δυνάμεις του ΕΔΕΣ τελούσαν υπό των εντολών του Στρατηγείου Μέσης Ανατολής με το στόχο την παραπλάνηση των Γερμανών ότι επίκειται Συμμαχική απόβαση στην Ήπειρο[28], ενώ ο Κρις Μόνταγκιου Γουντχάους σε μεταγενέστερο υπηρεσιακό σημείωμα του 1945, αναφέρει ότι ο Ζέρβας ως ηγέτης του ΕΔΕΣ έπραξε κατόπιν ενθάρρυνσης της Συμμαχικής Αποστολής. Επακόλουθα, οι δυνάμεις του ΕΔΕΣ προέβησαν σε συλλογική βία έναντι του πληθυσμού της μειονότητας.[29] Μετά τη μάχη η κοινότητα των Τσάμηδων ξεκίνησε να περνάει τα σύνορα και κατέφευγε μαζικά στην Αλβανία.[30] Οι Τσάμηδες που πολέμησαν στους Φιλιάτες κατά του ΕΔΕΣ, φυλακίστηκαν, δικάστηκαν και εκτελέστηκαν την επόμενη ημέρα. Παρ' όλα αυτά οι ηγέτες τους Μαζάρ και Νούρι Ντίνο κατάφεραν να διαφύγουν στην Αλβανία, μαζί με σημαντικό τμήμα του Τσάμικου πληθυσμού μαζί με τον γερμανικό στρατό και με μέσα της Βέρμαχτ.[26][31]

Η ποιότητα της βίας χαρακτηρίζεται και ως εθνοκάθαρση.[29][32] Συνολικά τα θύματα υπολογίζονται περισσότεροι από 1200, ενώ κάποιες Αλβανικές πηγές αναφέρουν ότι ήταν 2000.[14] Τη βία εναντίον των Τσάμηδων την αποδέχτηκαν ή έμμεσα υποστήριξαν οι Βρετανοί και Αμερικάνοι σύνδεσμοι.[17] Οι εκφάνσεις βίας δεν είχαν συγκατάθεση της ηγεσίας ΕΔΕΣ ούτε της βρετανικής αποστολής, όμως ήταν αδύνατον να αποτραπούν απόλυτα,[33] καθώς άμαχοι πολίτες και χαμηλόβαθμοι αντιστασιακοί ήταν εξοργισμένοι από τη δωσίλογη ένοπλη δράση ομάδων Τσάμηδων και απαιτούσαν δικαιοσύνη. Άτομα που ανήκαν στον ΕΛΑΣ είχαν επίσης εμπλοκή σε αντεκδικήσεις που κατέληξαν σε θανάτους Τσάμηδων. Χαρακτηριστικά ο αξιωματικός του ΕΛΑΣ, Θανάσης Γιοχαλάς, συνέλαβε και εκτέλεσε 40 Μουσουλμάνους στην Πάργα. Τα γυναικόπαιδα διασώθηκαν από τμήματα του ΕΔΕΣ τα οποία τελικά συνέλαβαν και εκτέλεσαν τον Γιοχαλά.[34] Σε σύγκριση πάντως με τα αιματηρά επεισόδια με θύματα (εθνοτικά) Γερμανούς και άλλους πρόσφυγες που καταγράφηκαν κατά την προέλαση του Κόκκινου Στρατού τους τελευταίους μήνες των συγκρούσεων στο Ανατολικό Μέτωπο, τα βίαια επεισόδια εναντίον αμάχων Μουσουλμάνων σε περιοχές της Θεσπρωτίας ήταν εξαιρετικά περιορισμένα και αυτό επειδή τελικά ο Ζέρβας μπόρεσε να επιβάλει την αναγκαία πειθαρχία για την περιφρούρηση του συγκεντρωμένου σε διάφορα ασφαλή σημεία άμαχου μουσουλμανικού πληθυσμού.[35]

Μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά το τέλος του πολέμου, σχεδόν ολόκληρος ο πληθυσμός των μουσουλμάνων Τσάμηδων διέφυγε στην Αλβανία, λόγω του φόβου αντιποίνων με αιτία τη δοσιλογικής δραστηριότητας του. Οι περισσότεροι εγκαταστάθηκαν στην Αλβανία και μικρότερος αριθμός στην Τουρκία και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το καθεστώς της Λαϊκής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Αλβανίας τους παραχώρησε σπίτια με σκοπό να διασπάσει τη συμπαγή παρουσία σε περιοχές που διαβιούσαν ελληνικοί πληθυσμοί (Βόρεια Ήπειρος).[36] Παράλληλα, περίπου 8.000 Έλληνες που ζούσαν στην Αλβανία, υπό καθεστώς πιέσεων, διέφυγαν στην Ελλάδα εκείνη την περίοδο (1945-1946).[37] Στην Ελλάδα, από τους περίπου 20.000 Τσάμηδες που υπήρχαν προπολεμικά στη Θεσπρωτία, σύμφωνα με την απογραφή του 1951 είχαν παραμείνει μόνο 127.[38]

Η ηγεσία του ΚΚΕ κατά τη διάρκεια του ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου, προσανατολίστηκε στη στρατολόγηση στις τάξεις του ΔΣΕ Τσάμηδων που είχαν καταφύγει στην Αλβανία,[39] κάτι που συνάντησε τη σταθερή άρνηση τους, γεγονός που οδήγησε σε νέες διώξεις από το καθεστώς του Ενβέρ Χότζα.[40] Στις αρχές του 1949, μετά από συνεννόηση του ΚΚΕ με την αλβανική κυβέρνηση έγιναν προσπάθειες στρατολόγησης Τσάμηδων στον ΔΣΕ. Ωστόσο στις αρχές Απριλίου του 1949 υπήρχαν[ασαφές] περίπου 130-150 εθελοντές και ταυτόχρονα 800 εκτοπισμένοι σε στρατόπεδα εργασίας διότι αρνούνταν να πολεμήσουν, με αποτέλεσμα να εγκαταλειφθεί οριστικά το εν λόγω σχέδιο.[41]

Γενικά, οι Τσάμηδες που είχαν διαφύγει στην Αλβανία μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο αντιμετωπίστηκαν με ιδιαίτερη καχυποψία από το εκεί νεαρό σοσιαλιστικό καθεστώς ως αντικομμουνιστές, αλλά και συλλήβδην ως ταξικοί εχθροί λόγω της ύπαρξης, μεταξύ αυτών, των παλιών μεγαλοτσιφλικάδων της Θεσπρωτίας, μια ιδιότητα που, αν και είχαν λίγοι Τσάμηδες, αποδόθηκε σε όλους αδιάκριτα. Το 1947, οι Τσάμηδες της Θεσπρωτίας φέρονταν ως εμπλεκόμενοι σε μια, ενδεχομένως κατασκευασμένη από τις αλβανικές κομμουνιστικές αρχές, συνωμοσία, με αποτέλεσμα η θέση τους να γίνει ακόμα πιο δύσκολη, με δεδομένη και την απροθυμία τους να ενισχύσουν το ΔΣΕ κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου στη γειτονική Ελλάδα. Η εικόνα του αλβανικού καθεστώτος απέναντί τους επηρέασε αρνητικά και τη θέση των Τσάμηδων της Αλβανίας, δηλ. αυτών που ήταν Αλβανοί υπήκοοι και κατοικούσαν ήδη στην ενδοχώρα.[42] To 1953 ο Χότζα χορήγησε την Αλβανική υπηκοότητα στους πρόσφυγες Τσάμηδες που ζούσαν στο κράτος της Αλβανίας, ενώ όσοι αντιστάθηκαν στην εφαρμογή της νομοθεσίας διώχθησαν ή φυλακίστηκαν. Αργότερα ο Χότζα επικρίθηκε από πολιτικούς κύκλους και οργανώσεις Τσάμηδων για τους χειρισμούς στο ζήτημα· για το αλβανικό κομμουνιστικό καθεστώς οι Τσάμηδες συνιστούσαν πάντα μια αμφιλεγόμενη, ή και ύποπτη ακόμα, μειονότητα λόγω της παλιάς συνεργασίας με τις δυνάμεις του Άξονα.[43]

Πρόσφατα χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος στην Αλβανία, οργανώσεις Τσάμηδων ζήτησαν την επιστροφή τους στην Ελλάδα. Το 1990 δημιουργήθηκε ο Πατριωτικός σύλλογος Τσαμουριά με κύριο σκοπό όπως διατυπώθηκε στη συνεδρίαση της 17η Μαρτίου 1991 και δημοσιεύθηκε στο επίσημο δημοσιογραφικό όργανο της Τσαμουριά - Πατρική εστία η αναγνώριση και προάσπιση των δικαιωμάτων των Τσάμηδων. Κατηγορήθηκε η τότε ελληνική κυβέρνηση και ιδιαίτερα ο τότε πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης ότι προσπάθησε να υποβαθμίσει το θέμα των Τσάμηδων. Η πρωτοβουλία αυτή των Τσάμηδων δημιούργησε την εντύπωση ότι υπήρχε μια μεγάλη πληθυσμιακά μειονότητα στην Ήπειρο και συγκεκριμένα στη Θεσπρωτία[εκκρεμεί παραπομπή]. Με βάση όμως την εθνική απογραφή στις 17/03/1991 οι Τσάμηδες που καταγράφηκαν ήταν πολλοί λίγοι: αριθμούν 56 άτομα σε τρεις κοινότητες.[44]

Ετυμολογία της λέξης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τσάμηδεςετυμ. ή Τσιάμηδες ονομάζονταν οι κάτοικοι της Τσαμουριάς, περιοχής που συμπίπτει γενικά με τη Θεσπρωτία, στη βορειοδυτική Ελλάδα. Το όνομα Τσάμης προέρχεται από παραφθορά του ονόματος του ποταμού (Θύαμις>Τσιάμης), που σήμερα ειναι γνωστός και ως ποταμός Καλαμάς. Μετά την απελευθέρωση και την ενσωμάτωση της περιοχής στην Ελλάδα (1913) ο όρος Τσάμηδες προσδιόριζε κυρίως τους αλβανόφωνους μουσουλμάνους της περιοχής,[16]:36 στενά συνυφασμένος με αλυτρωτικό προερχόμενο από αλβανικούς κύκλους.[45] Ως Τσάμηδες αυτοπροσδιορίζονται ακόμη και σήμερα τοπικοί πληθυσμοί ηλικιωμένων, μετά την απομάκρυνση του αλβανικού-μουσουλμανικού πληθυσμού λόγω δωσίλογης δράσης κατά τη διάρκεια της Κατοχής στην Ελλάδα.[16] Οι Τσάμηδες είχαν τη δική τους ιδιαίτερη πολιτιστική ταυτότητα. Οι αλβανόφωνοι μιλούσαν τη τόσκικη διάλεκτο.

Χρονολόγιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ημερομηνία Γεγονότα
Χρονολόγιο (1913 - 1949)
1913 Με τη Συνθήκη Βουκουρεστίου (1913) η Τσαμουριά ενσωματώθηκε στην Ελλάδα
1923 Με τη Συνθήκη της Λωζάνης, ως Μουσουλμάνοι κατά το θρήσκευμα, έπρεπε ν΄ ανταλλαγούν, όπως έγινε και με τους Βαλαάδες. Η ανταλλαγή δεν πραγματοποιήθηκε λόγω κυρίως διπλωματικών εμπλοκών με την Αλβανία που απειλούσε με εκδίωξη του ελληνικού πληθυσμού από τα εδάφη της,[46] αλλά και λόγω τουρκικής συναίνεσης[29].
1939 Με την κατάληψη της Αλβανίας από τους Ιταλούς, αμαχητί στις 7 Απριλίου, οι ελληνικές αρχές εκτοπίζουν τους πρώτους Τσάμηδες κυρίως στη Χίο και την Κρήτη που επανέρχονται όμως στις εστίες τους μετά την είσοδο των Γερμανών στην Ελλάδα.
1942 Τον Ιούλιο του 1942 με την προστασία των δυνάμεων κατοχής ιδρύεται ένα Αλβανικό Σύστημα Πολιτική Διοικήσεως (K.S.I.L.I.A.)[47] με πολυάριθμες επιτροπές που είναι εξουσιοδοτημένες ακόμα και για την είσπραξη φόρων.
1944 Μάχη της Μενίνας (17-18 Αύγ.) του ΕΔΕΣ με τους Γερμανούς. Τέλη Οκτωβρίου αποχώρηση των Γερμανών που τους ακολουθουν περισσότεροι από 15.000 Τσάμηδες.[48]
1945 Στις 23 Μαϊου το Ειδικό Δικαστήριο Δωσιλόγων Ιωαννίνων καταδίκασε ερήμην ομαδικά 1.930 Τσάμηδες, κλείνοντας τον δρόμο του επαναπατρισμού τους.[49]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Şinasi Vardarerman “Arnavutluk ve Müslümanlık, Arnavutluk, Türklüğün Eseridir…”Vardar Gazetesi, 28 Kasım 1952, sayı:7-8, sayfa 7.
  2. «Χάρτης περιοχής». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Αυγούστου 2016. Ανακτήθηκε στις 25 Ιουλίου 2016. 
  3. Βασίλης Κραψίτης «Οι Σουλιώτες από του έπους του Μεσολογγίου μέχρι και την εποχή μας (1823-1983), Αθήνα, 1983»
  4. Μαργαρίτης, Γιώργος (2005). Ανεπιθύμητοι συμπατριώτες. Στοιχεία για την καταστροφή των μειονοτήτων της Ελλάδας: Εβραίοι, Τσάμηδες. Αθήνα. σελ. 138-139. ISBN 960-8087-43-0. 
  5. Γιώργος Μαυρογορδάτος, Stillborn Republic: Social Coalitions and Party Strategies in Greece, 1922-1936, University of California Press, 1983, ΣΕΛ. 252
  6. Μαργαρίτης (2005), σελ. 139-140.
  7. Ελευθερία Μαντά. Οι μουσουλμάνοι Τσάμηδες της Ηπείρου (1923 – 2000), Εκδόσεις: Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου Αίμου, σ. 34. Αναφέρεται στο: Τάσση Κωνσταντίνα (2017), "Οι Μουσουλμάνοι των Ιωαννίνων: από την αυτοκρατορία στο έθνος κράτος, 1913-1923" (μεταπτυχ. εργασία). Ιωάννινα: Παν/μιο Ιωαννίνων - Φιλοσοφική Σχολή, σελ. 127.
  8. Μαργαρίτης (2005), σελ. 140-141.
  9. Μαργαρίτης (2005), σελ. 142-144.
  10. Τάσση (2017), σελ. 126-127.
  11. South European Society and Politics Publication details, including instructions for authors and subscription information: http://www.tandfonline.com/loi/fses20 The Last Ottomans: The Muslim Minority of Greece, 1940–1949 David H. Close
  12. Μαντά, σελ. 6
  13. Μαντά, Ελευθερία (2004). Οι Μουσουλμάνοι Τσάμηδες της Ηπείρου (1923 - 2000). Θεσσαλονίκη: Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου. σελ. 134-135. 
  14. 14,0 14,1 The Muslim Chams of Northwestern Greece The grounds for the expulsion of a “non-existent” minority community Lambros Baltsiotis https://journals.openedition.org/ejts/4444
  15. Μαντά, σελ. 7
  16. 16,0 16,1 16,2 16,3 16,4 Γκότοβος, Αθανάσιος (2013). «Ετερότητα και σύγκρουση: ταυτότητες στην κατοχική θεσπρωτία και ο ρόλος της μουσουλμανικής μειονότητας». Δωδώνη: Επιστημονική Επετηρίδα Τμήματος Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής, Ψυχολογίας (Ιωάννινα: Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Φιλοσοφική Σχολή) 36: 35-72. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2018-02-16. https://web.archive.org/web/20180216143938/http://195.251.197.191/ojs/index.php/ppp/article/download/39/25. Ανακτήθηκε στις 25/01/2017. 
  17. 17,0 17,1 17,2 «HISTORICAL DIALOGUE ON CHAM ISSUES, Lambros Baltsiotis» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 12 Ιουλίου 2021. Ανακτήθηκε στις 31 Οκτωβρίου 2018. 
  18. Hermann Frank Meyer. Blutiges Edelweiß: Die 1. Gebirgs-division im zweiten Weltkrieg Bloodstained Edelweiss. The 1st Mountain-Division in WWII Ch. Links Verlag, 2008. (ISBN 978-3-86153-447-1), σελ.. 204, 476.
  19. Hermann Frank Meyer. Blutiges Edelweiß: Die 1. Gebirgs-division im zweiten Weltkrieg Bloodstained Edelweiss. The 1st Mountain-Division in WWII Ch. Links Verlag, 2008. (ISBN 978-3-86153-447-1), p. 469
  20. Χέρμαν Φρανκ Μάγιερ. Αιματοφαμένο Εντελβάις, 2008. ISBN 978-3-86153-447-1, σελ. 469-471
  21. Hermann Frank Meyer. [Blutiges Edelweiß: Die 1. Gebirgs-division im zweiten Weltkrieg Bloodstained Edelweiss. The 1st Mountain-Division in WWII Ch. Links Verlag, 2008. (ISBN 978-3-86153-447-1), σελ. 539
  22. Γκότοβος, Αθανάσιος (2013). Ετερότητα και Σύγκρουση: Ταυτότητες στην Κατοχική Θεσπρωτία και ο Ρόλος της Μουσουλμανικής Μειονότητας. University of Ioannina, Dodoni Journal. σελίδες 54, 60. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 17 Φεβρουαρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 12 Ιανουαρίου 2017. Με την ανοχή και τη στήριξη της Βέρμαχτ η τρομοκρατία των μουσουλμάνων Τσάμηδων... εθνοκάθαρσης της περιοχής από τους χριστιανούς κατοίκους της και την αχρήστευση της ελληνικής κατοχικής διοίκησης..., ...διαδικασία πολιτισμικής... εκτεταμένης εθνοκάθαρσης της περιοχής που βρίσκεται σε εξέλιξη... 
  23. Kondis, The Greek Minority in Albania, Balkan Studies (1986) 36 (1): p. 312: " It seems that they were seeking to change the ethnographic composition of the Thesprotia population in order to annex this area to Albania"
  24. Kretsi, Georgia (2002). «The Secret Past of the Greek-Albanian Borderlands. Cham Muslim Albanians: Perspectives on a Conflict over Historical Accountability and Current Rights». Ethnologia Balkanica. Ανακτήθηκε στις 7 Μαΐου 2015. 
  25. Καλλιβρετάκης, Λεωνίδας (1995). "Η ελληνική κοινότητα της Αλβανίας υπό το πρίσμα της ιστορικής γεωγραφίας και δημογραφίας." σελ. 39.
  26. 26,0 26,1 26,2 26,3 Μαντά, 2009. σελ. 10.
  27. Η Εθνική Αντίσταση των Ελλήνων 1941-1945, εκδ. Πανελλ. Συνομοσπονδία Εθνικών Αντιστασιακών Οργανώσεων, σσ 46-50, Αθήνα 2001
  28. Το αντάρτικο του Ε.Δ.Ε.Σ. στην Ήπειρο στόχοι, δράση και αποτελέσματα Ιούλιος 1942-Δεκέμβριος 1944 (Διδακτορική διατριβή) Φλιτούρης, Αθανάσιος σελ 217
  29. 29,0 29,1 29,2 Τάσος Κωστόπουλος «Μια ανεπιθύμητη μειονότητα»
  30. Μιχαλόπουλος, Δημήτριος (1987). Σχέσεις Ελλάδας και Αλβανίας (Greek-Albanian Relations). Parateretes. σελίδες 187–188. 
  31. Kondis, Basil (1995). «The Greek minority in Albania». Balkan Studies 36 (1): 91. https://ojs.lib.uom.gr/index.php/BalkanStudies/article/view/2676. Ανακτήθηκε στις 6 September 2016. 
  32. Καλύβας, Στάθης Ν. (12 Απριλίου 2005). «Ποιοι ήταν οι Τσάμηδες». Το Βήμα. Ανακτήθηκε στις 11 Ιουνίου 2016.
  33. Τσουτσουμπής, σελ. 138.
  34. Τσουτσουμπής, 2007, σελ. 137.
  35. Γκότοβος, 2013, σελ. 65–66
  36. Winnifrith Tom (2002). Badlands, Borderlands: A History of Northern Epirus/Southern Albania. Duckworth. σελ. 167. ISBN 9780715632017. They allowed Greek- speakers some limited rights, but cut them off from communications across the border. Wandering Vlachs and Tsams, Muslim Albanians expelled by the Greeks, were given new homes, thus diluting the Greek element. 
  37. Crampton R. J. (2014). The Balkans Since the Second World War. Routledge. σελίδες 45–46. ISBN 9781317891178. 
  38. Καλύβας, Στάθης Ν. (12 Απριλίου 2005). «Ποιοι ήταν οι Τσάμηδες». Το Βήμα. Ανακτήθηκε στις 11 Ιουνίου 2016. 
  39. The Civil War in Greece and Relations with Albania According to the Communist Press During 1948 – 1949 PhD. Cand. Marsel Nilaj ISSN 2414-8385 (Online)
  40. Ντάγιος (19 Αυγούστου 2012). «Σταύρος». Ανακτήθηκε στις 31 Οκτωβρίου 2018. 
  41. Μαντά, Ελευθερία (2004). Οι μουσουλμάνοι Τσάμηδες της Ηπείρου (1923-2000). Θεσσαλονίκη: ΙΜΧΑ. σελ. 230. 
  42. Κρέτση, Γεωργία (2006). «"Συνεργάτες των κατακτητών - εχθροί της εργατικής τάξης". Παραστάσεις του εχθρού στην κρατική ιδεολογία της Λαϊκής Δημοκρατίας της Αλβανίας». Στο: Ιάκωβος Μιχαηλίδης· Ηλίας Νικολακόπουλος· Χάγκεν Φλάισερ. «Εχθρός» εντός των τειχών. Όψεις του δωσιλογισμού στην Ελλάδα της Κατοχής. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. σελίδες 77–78. ISBN 960-442-378-9. 
  43. Manta, E. K. (2009). «The Çams of Albania and the Greek State (1923–1945)». Journal of Muslim Minority Affairs 29 (4): 523–535. doi:10.1080/13602000903411424. 
  44. Στρατιωτική επιθεώρηση 4/1994, Κυριάκου Κεντρωτή, ίδρυμα μελετών χερσονήσου του Αίμου
  45. Καλλιβρετάκης, 1995, σελ. 36-37
  46. Δημήτριος Μιχαλόπουλος «Τσάμηδες» σ. 27 «Η αρχή του Ζητήματος» εκδ. Αρσενίδης, 1993
  47. Α.Π. Παπαθεοδώρου «Οι Μουσουλμάνοι Τσάμηδες» σ. εκδ. ΠΕΛΑΣΓΟΣ 2012 ISBN 978-960-522-269-7
  48. Ελευθερία Μαντά «Οι Μουσουλμάνοι Τσάμηδες της Ηπείρου (1923-2000), Θεσσαλονίκη, IMXA 2004
  49. Τάσος Κωστόπουλος ο. π.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]