Άρης Βελουχιώτης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Άρης Βελουχιώτης
Ο Άρης Βελουχιώτης (φωτ. Σπύρος Μελετζής).
Γενικές πληροφορίες
Όνομα γεννήσεωςΑθανάσιος Κλάρας
Γέννηση27  Αυγούστου 1905
Λαμία
Θάνατος16 Ιουνίου 1945 (39 ετών)
Μεσούντα Άρτας
Συνθήκες θανάτουαυτοκτονία
ΨευδώνυμοΆρης Βελουχιώτης
Χώρα πολιτογράφησηςΕλλάδα
Θρησκείααθεϊσμός
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςνέα ελληνική γλώσσα[1]
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταπολιτικός
δημοσιογράφος[2]
Πολιτική τοποθέτηση
Πολιτικό κόμμα/ΚίνημαΚομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας
Οικογένεια
ΑδέλφιαΜπάμπης Κλάρας
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Θανάσης Κλάρας (Λαμία, 27 Αυγούστου 1905Μεσούντα Άρτας, 16 Ιουνίου 1945), γνωστός ως Άρης Βελουχιώτης, ήταν Έλληνας δημοσιογράφος, πολιτικός, στέλεχος του ΚΚΕ και ηγέτης του ΕΛΑΣ, της μεγαλύτερης αντιστασιακής οργάνωσης στην Ελλάδα κατά την περίοδο της Κατοχής.

Γεννήθηκε στη Λαμία, όντας γόνος εύπορης οικογένειας. Σπούδασε στην Αβερώφεια Μέση Γεωργική Σχολή Λαρίσης γεωπονική, αλλά σύντομα εγκατέλειψε το επάγγελμά του και μετέβη στην Αθήνα. Εκεί μυήθηκε στην κομμουνιστική ιδεολογία και το 1924 έγινε μέλος της Ομοσπονδίας Κομμουνιστών Νεολαίων Ελλάδας. Στη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας στάλθηκε στον Πειθαρχικό Ουλαμό Καλπακίου. Στις γραμμές του ΚΚΕ ανέπτυξε έντονη δράση, ενώ στο τέλος του 1928 έγινε αρχισυντάκτης του Ριζοσπάστη. Φυλακίστηκε στου Συγγρού, στην Αίγινα και στη Γυάρο και ως στέλεχος του ΚΚΕ έδρασε στη Θράκη. Κατά τη μεταξική δικτατορία φυλακίστηκε στην Αίγινα και στην Κέρκυρα, όπου υπέγραψε δήλωση μετάνοιας. Στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο υπηρέτησε στο πυροβολικό και μετά την κατάρρευση του μετώπου ζήτησε από το ΚΚΕ την οργάνωση αντάρτικου κατά των κατακτητών. Μετά την ίδρυση του ΕΛΑΣ τον Φεβρουάριο του 1942, τέθηκε επικεφαλής μικρής ένοπλης ομάδας αλλάζοντας το όνομά του σε Άρης Βελουχιώτης. Με δικές του ενέργειες το τμήμα του αναπτύχθηκε εντυπωσιακά και έγινε ο πυρήνας του ΕΛΑΣ στην κεντρική Ελλάδα.

Τον Νοέμβριο του 1942 συνεργάστηκε με τον Ναπολέοντα Ζέρβα και Βρετανούς σαμποτέρ στην ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοπόταμου, μιας επιχείρησης δολιοφθοράς από τις μεγαλύτερες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Έγινε καπετάνιος του Γενικού Αρχηγείου Ρούμελης τον Μάρτιο του 1943 και τον Μάιο του ίδιου έτους έγινε καπετάνιος του ΓΣ του ΕΛΑΣ, όπου και παρέμεινε μέχρι τη διάλυσή του. Με το ξέσπασμα των εμφυλίων συγκρούσεων με τον ΕΔΕΣ τον Οκτώβριο του 1943, ο Βελουχιώτης διοίκησε τα τμήματα του ΕΛΑΣ που έκαναν διμέτωπο στην Ήπειρο κατά του Ζέρβα και των Γερμανών. Στα μέσα Απριλίου του 1944 επιτέθηκε και διέλυσε το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων της αντιστασιακής οργάνωσης ΕΚΚΑ. Κατά το διάστημα Απριλίου–Σεπτεμβρίου 1944 στάλθηκε στην Πελοπόννησο, όπου διεύθυνε τις επιχειρήσεις κατά των Γερμανών και των Ταγμάτων Ασφαλείας. Για την προσφορά του η Κυβέρνηση του Βουνού ΠΕΕΑ τον Μάιο του 1944 του απένειμε τον βαθμό του Υποστράτηγου. Στα Δεκεμβριανά στάλθηκε μαζί με τον Στέφανο Σαράφη στην Ήπειρο, όπου διάλυσε με ευκολία τις δυνάμεις του ΕΔΕΣ. Μετά την ήττα του ΕΛΑΣ στα Δεκεμβριανά και την επακόλουθη Συμφωνία της Βάρκιζας υπέγραψε διαταγή αποστράτευσης και αφοπλισμού των ανδρών του, νομιμοποιώντας με αυτό τον τρόπο τη συμφωνία της Βάρκιζας, όμως λίγο καιρό μετά συγκρότησε ένοπλη ομάδα από πιστούς συντρόφους του. Διαγράφηκε και αποκηρύχτηκε από το ΚΚΕ και διωκόμενος από κυβερνητικές δυνάμεις αυτοκτόνησε στις 15 Ιουνίου 1945 στη Μεσούντα Άρτας.

Χαρισματικός και αμφιλεγόμενος, ο Βελουχιώτης είναι μια από τις πλέον τραγικές φυσιογνωμίες της Νεοελληνικής Ιστορίας. Για ένα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας θεωρείται μέχρι και σήμερα ένας ήρωας ή προδομένος ήρωας, ενώ για ένα άλλο τμήμα της ένας βίαιος εγκληματίας. Τον Ιούλιο του 2011 το ΚΚΕ τον αποκατέστησε πολιτικά και τον Ιούνιο του 2018 του αποδόθηκε η ιδιότητα του μέλους του κόμματος.

Τα πρώτα χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Βελουχιώτης, ένα ψευδώνυμο που έλαβε πολύ αργότερα, γεννήθηκε ως Αθανάσιος Κλάρας στη Λαμία στις 27 Αυγούστου του 1905 από εύπορη και ευυπόληπτη οικογένεια της ρουμελιώτικης αυτής πόλης.[3] Ο πατέρας του, Δημήτριος, ήταν δικηγόρος που είχε διατελέσει πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου της Λαμίας. Η μητέρα του, Αγλαΐα ήταν από οικογένεια συμβολαιογράφου και αδελφός του ήταν ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Μπάμπης Κλάρας. Ο Κλάρας δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο γυμνάσιο, όπου λόγω διαγωγής τον απέκλεισαν. Σπούδασε οικότροφος στην Αβερώφειο Μέση Γεωργική Σχολή της Λάρισας στην οποία εισήχθη το 1919 σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών.[4] Μετά την αποφοίτησή του το 1922, επέστρεψε στη Λαμία αλλά αρνήθηκε να ασχοληθεί με τα κτήματα του πατέρα του και επέλεξε να δουλέψει δημόσιος υπάλληλος στη Γεωργική Υπηρεσία. Υπηρέτησε πρώτα στη Δράμα, αλλά επειδή αρνήθηκε να «συμμετάσχει στα ρουσφέτια της εποχής» μετατέθηκε στα Τρίκαλα.[5]

Η κάθοδος στην Αθήνα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1923 κατέβηκε στην Αθήνα και ήρθε σε επαφή με τον κομμουνιστή συμπατριώτη του και πολιτικό του μέντορα Τάκη Φίτσιο.[6] Το 1924, και μετά από μια περίοδο δοκιμής, εντάχθηκε ως μέλος της Τοπικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Νεολαίας της Αθήνας και αφοσιώθηκε στον αγώνα για τη διάδοση των αρχών του κομμουνισμού. Ένα χρόνο μετά κατατάχθηκε στον στρατό και λόγω των γραμματικών του γνώσεων έγινε Δεκανέας Πυροβολικού. Όταν όμως έγινε αντιληπτή η κομμουνιστική του δράση καθαιρέθηκε και στάλθηκε στον Πειθαρχικό Ουλαμό Καλπακίου να εκτίσει ποινή τριών μηνών.[7] Μετά από ψυχικά και σωματικά βασανιστήρια απολύθηκε από τον στρατό, επανήλθε στην Αθήνα και εγκατέλειψε κάθε άλλη δραστηριότητα για να γίνει «επαγγελματίας επαναστάτης» (όρος που είχε εισαχθεί από τον Λένιν για την προετοιμασία της σοσιαλιστικής επανάστασης).

Από το 1925[α] πρωταγωνίστησε μέσα από τις γραμμές της Κομμουνιστικής Νεολαίας σε πολλές επιχειρήσεις αποδράσεως κομμουνιστών. Μάλιστα βοήθησε δύο φορές το τότε ηγετικό στέλεχος της νεολαίας, Νίκο Ζαχαριάδη, να δραπετεύσει. Εκείνη την εποχή άρχισε να χρησιμοποιεί το ψευδώνυμο «Μιζέριας», με τις πιθανότερες εκδοχές αυτού του προσωνύμιου να είναι ότι έτσι τον αποκαλούσαν οι φίλοι του λόγω της μεγάλης ευταξίας του ακόμα και στα απλούστερα πράγματα που χρησιμοποιούσε, ή η συνεχής αναφορά του στη μιζέρια των ανθρώπων. Από τότε και στο εξής η ζωή του είναι ταυτισμένη με τον κομμουνιστικό αγώνα και τις πολιτικές διώξεις.

Με πειθαρχία στο ΚΚΕ και αντοχή σε συμπλοκές και τους ξυλοδαρμούς, ο Κλάρας συμμετείχε σε περιφρουρήσεις διαδηλώσεων και συγκεντρώσεων, διανομή του Ριζοσπάστη, μοίρασμα προκηρύξεων και κοινωνική εργασία για τη βοήθεια των οικογενειών των φυλακισμένων ή εκτοπισμένων κομμουνιστών. Επιπλέον ανέλαβε κάθε είδους πρακτική εργασία στα γραφεία του Ριζοσπάστη και του Σοσιαλιστικού Βιβλιοπωλείου και επιμελήθηκε μαρξιστικές εκδόσεις, αφήνοντας «εντυπωσιακές αναμνήσεις» χάρη στο μεγάλο ενδιαφέρον που έδειξε για τα συγκεκριμένα βιβλία που πίστευε ότι διαπαιδαγωγούσαν τους συναγωνιστές του. Εκτός από τα μαρξιστικά βιβλία ο Κλάρας διάβασε με μεγάλη προσοχή το έργο του Κλαούζεβιτς, Περί Πολέμου, το οποίο τον βοήθησε σημαντικά στις στρατιωτικές ικανότητες που ανέδειξε κατά την περίοδο της Κατοχής.[8]

Στα τέλη του 1928, ο Κλάρας έγινε συντάκτης του εργατικού ρεπορτάζ στον Ριζοσπάστη και για ένα μεγάλο διάστημα αντικατέστησε τον αρχισυντάκτη της εφημερίδας, ο οποίος είχε συλληφθεί. Παράλληλα, συνέχισε τη δραστηριότητά του στην κομματική ασφάλεια και τις εμπιστευτικές υποθέσεις. Τον Φεβρουάριο του 1929, η ηγεσία του ΚΚΕ τον συμπεριέλαβε στους έμπιστους που θα περιφρουρούσαν το συνέδριο της Ενωτικής Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος, μιας κομμουνιστικής συνδικαλιστικής οργάνωσης που είχε συγκροτηθεί ως αντίδραση στην τότε φιλοβενιζελική πολιτική των εργατικών συνδικάτων. Συμμετείχε δυναμικά στα αιματηρά επεισόδια που έγιναν στο συνέδριο και καθιερώθηκε στις συνειδήσεις των συνοδοιπόρων του ως «σκληρός» και των αντιπάλων του ως «αλήτικο στοιχείο».[9]

«[...] Αν στη ζωή μου υπάρχει ένα σημείο που με συγκίνηση και με υπερηφάνεια αφάνταστη από καιρού σε καιρό γυρίζω και βλέπω, είναι ακριβώς η εποχή που μπήκα στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Διαπαιδαγωγήθηκα ταξικά, έμαθα το συμφέρο μου, πέταξα τον κεφαλαιοκρατικό πολιτισμό στα μούτρα της λωποδύτριας μπουρζουαζίας και ρίχτηκα με πίστη, με θέληση, με ηρωισμό στον αγώνα για τις εργαζόμενες μάζες. Έκτοτε δεν έχω στο ενεργητικό μου παρά φυλακίσεις για πάλη επαναστατική. [...] Στο κόμμα αυτό έδωσα όλη μου τη ζωή και θα συνεχίσω να δίνω όσες δυνάμεις μου απομείναν στον αγώνα του, για το ψωμί των εργαζομένων, κατά των φόρων και των πολέμων, για την επανάσταση».
Απάντηση του Κλάρα για την κλοπή του 1924[10]

Η μαχητική δράση του Κλάρα τον έφερε αντιμέτωπο με τις Αρχές Ασφαλείας, οι οποίες εφαρμόζοντας το Ιδιώνυμο του Βενιζέλου, τον συνέλαβαν. Καταδικάστηκε για αντίσταση κατά της Αρχής και έκτισε την ποινή του στις Φυλακές Ιτζεδίν, στην Κρήτη. Συνελήφθη ξανά στις 23 Νοεμβρίου 1930, διότι συμμετείχε στην απαγορευμένη διαδήλωση υπέρ της ΕΣΣΔ και καταδικάστηκε σε ενάμιση χρόνο φυλάκιση. Λίγο διάστημα μετά την αποφυλάκισή του στάλθηκε σε δεκάμηνη εκτόπιση στη Γυάρο. Επιστρέφοντας από την εξορία, το ΚΚΕ τον στέλνει εκτός Αθηνών, για να καθοδηγήσει περιφερειακές οργανώσεις στη Μυτιλήνη, την Ξάνθη, την Αλεξανδρούπολη και την Κομοτηνή.[11]

Λίγο πριν τη μεταξική δικτατορία, ο νεαρός Κλάρας, με την τόσο πλούσια δράση του, είχε αναδειχθεί σε ένα από τους καλύτερους οργανωτές του κόμματος, μια πληθωρική και πολυσύνθετη προσωπικότητα που συνέβαλε σε πολλές επιτυχίες του ΚΚΕ. Μια τέτοια μεγάλη επιτυχία στην οποία συμμετείχε ήταν η απόδραση 8 βαρυποινιτών συντρόφων του από τις φυλακές Αίγινας τον Μάιο του 1934.[12]

Στη Δικτατορία της 4ης Αυγούστου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η έναρξη της Δικτατορίας της 4ης Αυγούστου του 1936 υποχρέωσε τον Κλάρα να επιστρέψει στην Αθήνα. Στα τέλη του 1936 συνελήφθη για διανομή αντιφασιστικού υλικού από την Ειδική Ασφάλεια και φυλακίστηκε στις φυλακές της Αίγινας. Στις αρχές του 1937 τον μετέφεραν στα κρατητήρια της Ασφάλειας Αθηνών, όπου βασανίστηκε.[13] Έπειτα από λίγες μέρες επέστρεψε στην Αίγινα, απ' όπου θα τον μεταφέρουν ξανά στην Αθήνα για να δικαστεί στα δικαστήρια του «Αρσακείου». Εκεί βρήκε την ευκαιρία να δραπετεύσει μαζί με άλλους συγκρατούμενους. Ελεύθερος πια, ανέλαβε κομματικά καθήκοντα στη Δράμα αλλά γρήγορα συλλαμβάνεται εκ νέου, καταδικάζεται σε 3 μήνες φυλάκιση και μεταφέρεται στην Αίγινα ως υπόδικος του μεταξικού νόμου 117/1936, που είχε αντικαταστήσει το Ιδιώνυμο. Το Πλημμελειοδικείο των Αθηνών καταδίκασε τον Κλάρα σε 4 χρόνια φυλάκιση.[14]

Στις φυλακές της Αίγινας ο Κλάρας προσπάθησε να διαφωτίσει ιδεολογικά και να εξυψώσει το μορφωτικό επίπεδο των φυλακισμένων. Επιπλέον, ανέλαβε με μεγάλο ζήλο τη διερεύνηση των συνθηκών κάτω από τις οποίες είχαν συλληφθεί οι σύντροφοί του, με σκοπό να εντοπίσει τους πιθανούς δωσίλογους. Όμως, η έρευνα αυτή θα διακοπεί προσωρινά τον Ιούνιο του 1939, γιατί τον μεταφέρουν στις φυλακές της Κέρκυρας, στην απομόνωση της «Ακτίνας Θ'». Εκεί είναι φυλακισμένος και ο Γενικός Γραμματέας του ΚΚΕ, Νίκος Ζαχαριάδης, με τον οποίο ο Βελουχιώτης πιθανόν ήρθε σε επαφή.[15] Τον Ιούλιο του 1939 αποφυλακίστηκε, αφού προηγουμένως είχε υπογράψει τη δήλωση μετανοίας, δηλαδή την επίσημη βεβαίωση δημόσιας απόρριψης του κομμουνισμού και του ΚΚΕ.[16] Αυτή η αμφιλεγόμενη πράξη πιθανολογείται ότι έγινε λόγω της ψυχικής και σωματικής καταπόνησης από τα βασανιστήρια ή, για άλλους, επειδή θεωρούσε πως ήταν σημαντικότερο να συνεχίσει τον αγώνα του εκτός φυλακής.

Επέστρεψε στην Αθήνα και για τα επόμενα δύο χρόνια βρίσκεται στο περιθώριο του κόμματος, με αποτέλεσμα να καταρρεύσει ψυχολογικά και να καταφύγει στην οινοποσία. Παράλληλα, μετά την αποφυλάκισή του, μαζί με τον Ορφέα Οικονομίδη, θα οργανώσουν ένα παράνομο τυπογραφείο, που θα το παραδώσουν στη λεγόμενη «Νέα Κεντρική Επιτροπή», η οποία συγκροτήθηκε τον Μάιο–Ιούνιο του 1941 από εξόριστα μέλη του ΚΚΕ. Επίσης, ο Κλάρας μετά την αποφυλάκισή του πέρασε από τους κόλπους της Προσωρινής Διοίκησης του ΚΚΕ και κατήγγειλε τον ρόλο της.

Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος - Κατοχή - Αντίσταση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου θα δώσει την ευκαιρία στον Κλάρα να επανέλθει στη δράση, αφού καλείται να υπηρετήσει στο Μακεδονικό Μέτωπο, ως στρατιώτης της 10ης Πυροβολαρχίας του 3ου Συντάγματος του αντιαεροπορικού πυροβολικού.[17] Η πυροβολαρχία αυτή διακρίθηκε για την ευστοχία, την πειθαρχία και το θάρρος των ανδρών της. Όταν τον Απρίλιο του 1941 το μέτωπο κατέρρευσε από τη γερμανική εισβολή, επέστρεψε με τη μονάδα του στην Αθήνα πριν μπουν εκεί τα γερμανικά στρατεύματα, και ζήτησε από τους συνστρατιώτες του να συνεχίσουν τον πόλεμο. Λίγο μετά μίλησε σε μια συγκέντρωση αποστρατευμένων φαντάρων, ζητώντας τους να μην παραδώσουν τα όπλα τους, γιατί ο αγώνας για την πατρίδα τώρα αρχίζει.[18] Λίγες μέρες μετά, στις 15 Μαΐου, μίλησε σε μια συγκέντρωση κομμουνιστών σε δασύλλιο μεταξύ ΖωγράφουΚαισαριανής–Κουπονίων στην Αθήνα, επιμένοντας πως «ο πόλεμος συνεχίζεται. [...] Μην αμφιβάλλετε πως γρήγορα θα το σκάσουν και τα παλικάρια του κόμματος από τα ξερονήσια και τις φυλακές και θα βρεθούν στις πρώτες γραμμές του εθνικολαϊκού αγώνα που θα αρχίσουμε».[19]

Την ίδια εποχή έφτασαν στην Αθήνα, αφού δραπέτευσαν από τους τόπους εξορίας τους, μερικά μέλη της προπολεμικής Κεντρικής Επιτροπής (ΚΕ) του ΚΚΕ, από το 6ο Συνέδριο του κόμματος το 1935. Ο Κλάρας, μέσω του Ανδρέα Τζήμα, ο οποίος ήταν μέλος του Πολιτικού Γραφείου και «Υπεύθυνος για την ανάπτυξη του Αντάρτικου», ήρθε σε επαφή με την ΚΕ ζητώντας να εργασθεί ως τυπογράφος, εκμεταλλευόμενος τα τυπογραφικά στοιχεία που είχε κλέψει από ένα τυπογραφείο όπου είχε δουλέψει παλιότερα.[20] Πίστευε, όμως, ότι θα μπορούσε να προσφέρει περισσότερα στο κόμμα αν ξεκινούσε αντάρτικο αγώνα κατά των δυνάμεων κατοχής. Την πρόταση αυτή του Κλάρα απέρριψε ομόφωνα η ΚΕ, η οποία τον αντιμετώπιζε με δυσπιστία και επιφυλακτικότητα λόγω της δήλωσης μετάνοιας που είχε κάνει, άλλα και το ότι είχε συγκρουστεί στο παρελθόν σχεδόν με όλα τα μέλη της.[20] Τον Νοέμβριο όμως ο Τζήμας παρέκαμψε την ΚΕ και, εκμεταλλευόμενος τη θέση του ως γραμματέα της Κομματικής Οργάνωσης Αθήνας (ΚΟΑ), έστειλε τον Κλάρα στη Ρούμελη για να διερευνήσει τις δυνατότητες ανάπτυξης αντάρτικου και δευτερευόντως να εξασφαλίσει τρόφιμα για τον παράνομο μηχανισμό και την ηγεσία του ΚΚΕ.[21][22] Έτσι, ο Κλάρας ξεκίνησε την επαφή με κομματικά στελέχη από τη Λαμία και στη συνέχεια σε άλλα χωριά της περιοχής, όπως και στην υπόλοιπη Φθιώτιδα και την Ευρυτανία. Έχοντας ολοκληρώσει την αποστολή του με επιτυχία, επέστρεψε στην Αθήνα στις αρχές Ιανουαρίου 1942 και ενημέρωσε το κόμμα.

Η απόφαση της 8ης Ολομέλειας στις αρχές Ιανουαρίου του 1942 για την «οργάνωση ειδικών μαχητικών τμημάτων σε όλα τα βασικά κέντρα της χώρας, ικανών να αντιμετωπίσουν την ένοπλη βία του κατακτητή» ως βασικό καθήκον στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, καθώς και η ανάληψη της Γραμματείας της ΚΕ από τον Γιώργη Σιάντο, του μοναδικού μέλους της που είχε πολεμική πείρα, στρέφουν το ΚΚΕ προς τον ανταρτοπόλεμο.[23] Λίγο καιρό μετά την ολομέλεια, ο Σιάντος, μετά από επίμονη παρότρυνση του Τζήμα θα δώσει τη συγκατάθεσή του για την ανάπτυξη αντάρτικης ομάδας στη Ρούμελη από τον Κλάρα. Και πάλι όμως αντέδρασαν ορισμένα μέλη της ΚΕ θεωρώντας πως ο Κλάρας δεν ήταν το κατάλληλο πρόσωπο που έπρεπε να είναι ο ηγέτης του Αντάρτικου. Τελικά, μετά από επίπονες προσπάθειες, κατάφερε να μεταπείσει την ηγεσία του ΚΚΕ και τον Μάρτιο ή τον Απρίλιο έλαβε τη συγκατάθεση της ΚΕ και του ΕΛΑΣ.[21]

Τα πρώτα βήματα του ΕΛΑΣ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εγώ παιδί του Ελληνικού Λαού, ορκίζομαι να αγωνιστώ πιστά από τις τάξεις του ΕΛΑΣ, χύνοντας και την τελευταία ρανίδα του αίματός μου, σαν γνήσιος πατριώτης για το διώξιμο του εχθρού από τον τόπο μας, για τις ελευθερίες του Λαού μας, κι ακόμα να είμαι πιστός και άγρυπνος φρουρός προστασίας στην περιουσία και το βιος του αγρότη. Δέχομαι προκαταβολικά την ποινή του θανάτου αν ατιμάσω την ιδιότητά μου ως πολεμιστής του Έθνους και του Λαού και υπόσχομαι να δοξάσω και να τιμήσω το όπλο που κρατώ και να μην το παραδώσω αν δεν ξεσκλαβωθεί η Πατρίδα μου και δε γίνει ο Λαός νοικοκύρης στον τόπο του.
Ο όρκος της πρώτης αντάρτικης ομάδας στη Ρούμελη που έγραψε ο Άρης Βελουχιώτης και δόθηκε το 1942 στη Γραμμένη Οξιά.

Αμέσως έφυγε για τη Ρούμελη, όπου στα τέλη Μαΐου του 1942 συγκρότησε στη Σπερχειάδα την πρώτη ένοπλη ομάδα του ΕΛΑΣ από 15 άνδρες, πολύ λιγότερους από όσους περίμενε ο Κλάρας. Αυτοί οι πρώτοι αντάρτες φορούσαν τμήματα από στρατιωτικές στολές και ο οπλισμός τους ήταν ελάχιστος. Πρώτη απόφαση που πήραν ήταν να χρησιμοποιήσουν ψευδώνυμα ώστε να μην γίνουν γνωστοί στις κατοχικές αρχές και να αποφευχθούν αντίποινα κατά των οικογενειών τους.[24] Ο Κλάρας επέλεξε το όνομα Άρης, από τον θεό του πολέμου, και Βελουχιώτης από το βουνό της Ευρυτανίας που θα τον φιλοξενούσε. Επίσης, για να δώσει μεγαλύτερο κύρος στην παρουσία του, απέδωσε στον εαυτό του τον βαθμό του ταγματάρχη Πυροβολικού.[25] Δικής του έμπνευσης ήταν και το σχήμα τριπλής διοίκησης (καπετάνιος, στρατιωτικός διοικητής και πολιτικός) που εφάρμοσε ο ΕΛΑΣ, ενώ καθιέρωσε και την προσφώνηση «συναγωνιστής», θεωρώντας πως είναι πιο οικεία από το «σύντροφος» που χρησιμοποιούσε το ΚΚΕ.[24]

Χωρίς να έχει ξεκάθαρους στόχους για το πώς θα λειτουργούσε και ποια θα ήταν η δράση της, η ομάδα του Βελουχιώτη περιπλανιόνταν στην ύπαιθρο προσπαθώντας να κρυφτεί από τη χωροφυλακή και από τους Ιταλούς. Η ελλιπής πληροφόρηση και ο ανεπαρκής εφοδιασμός από τις κομματικές οργανώσεις, οι ατέλειωτες πορείες και το συνεχές κρύψιμο εξουθένωσαν τους ελασίτες, οδηγώντας πολλούς από αυτούς σε λιποταξία και φέρνοντας στα όρια της διάλυσης το μικρό τμήμα τους. Ακριβώς αυτήν τη στιγμή ο Βελουχιώτης έλαβε αποφάσεις που όχι μόνο έσωσαν το τμήμα του, άλλα έθεσαν τις βάσεις για την ανάπτυξη του ΕΛΑΣ.

Καταρχάς συνέταξε έναν όρκο στον οποίο ορκίστηκαν οι άνδρες του, καθώς και όλοι οι μελλοντικοί αντάρτες που θα προσχωρούσαν στον ΕΛΑΣ. Ο όρκος αυτό όριζε την ποινή του θανάτου σε περίπτωση λιποταξίας. Επίσης, οι αντάρτες προσπαθώντας να διαφοροποιηθούν από τις φυγόδικες οπλοφόρες ομάδες που κρύβονταν στα βουνά, αλλά και από τη συνωμοτική αφάνεια που τηρούσαν οι κομμουνιστές, θα σταματούσαν να κρύβονται, θα έμπαιναν φανερά στα χωριά διακηρύσσοντας ανοιχτά τις προθέσεις τους και θα δημιουργήσουν τις οργανώσεις που θα τους εφοδίαζαν.[26]

Για να δοκιμάσει αυτήν την επιλογή, στις 7 Ιουνίου η ένοπλη ομάδα με αναπεπταμένη την ελληνική σημαία παρέλασε τραγουδώντας στο χωριό Δομνίστα της Ευρυτανίας. Ο «ταγματάρχης πυροβολικού» Βελουχιώτης ασπάστηκε το χέρι του παπά και ζήτησε την άδεια από τον πρόεδρο να μιλήσει στους κατοίκους. Εκεί ανέλυσε τους στόχους του ΕΛΑΣ και τόνισε την ομοιότητα των ελασιτών με τους κλέφτες της επανάστασης του 1821.[27] Τις επόμενες μέρες, με διαρκείς μετακινήσεις ώστε η ολιγομελής ομάδα να δείχνει μεγαλύτερη, ακολούθησαν και άλλες παρόμοιες εμφανίσεις στα γύρω χωριά, προκαλώντας μεγάλο ενθουσιασμό στις ορεινές αυτές κοινότητες, που είχαν έντονες αναμνήσεις από τον πόλεμο στην Αλβανία. Όταν μάλιστα στις 21 Ιουνίου ένα βρετανικό αεροπλάνο έριξε λίγα εφόδια για τους αντάρτες, τεκμηριώνοντας έτσι τη «συμμαχική αναγνώριση» στα μάτια των χωρικών, το κύρος του Βελουχιώτη και των ανδρών του ενισχύθηκαν σημαντικά.[28]

Αντάρτες του ΕΛΑΣ σε πορεία

Επόμενος στόχος του έγιναν οι ληστρικές συμμορίες που κυριαρχούσαν τότε στα βουνά. Εφάρμοσε απέναντί τους τακτική λήθης για το παρελθόν τους, αν αποφάσιζαν να υποταχθούν και να ενταχθούν στον ΕΛΑΣ. Όσες όμως αντιτάχθηκαν, διαλύθηκαν με αιματηρό τρόπο. Πολλοί από τους φυγόδικους και παράνομους που εντάχθηκαν στον ΕΛΑΣ έγιναν το επόμενο διάστημα υποδειγματικοί μαχητές. Έτσι η ληστεία, και κυρίως η ζωοκλοπή, εξαλείφθηκε με γρήγορους ρυθμούς από την ύπαιθρο. Με αυτούς τους τρόπους, που πολλές φορές έφθανε στα άκρα, θεμελιώθηκε η τάξη στα ορεινά και οι χωρικοί απαλλάχθηκαν από τη μάστιγα που τους ταλαιπωρούσε πολλά χρόνια. Ο λεγόμενος «νόμος του Άρη» εμπεδώθηκε στην ύπαιθρο. Την ίδια τακτική ακολούθησε και για τους χωροφύλακες που συνελάμβανε, με αποτέλεσμα οι τελευταίοι να αποφεύγουν τα ορεινά.[29][30]

Μία ακόμα πρωτοβουλία του Βελουχιώτη που θεμελίωσε την κυριαρχία του ΕΛΑΣ ήταν η κατάσχεση των αγροτικών προϊόντων που υπήρχαν στις κρατικές αποθήκες. Με αυτόν τον τρόπο δημιούργησε αποθέματα τροφίμων και υλικών που επέτρεπαν την αριθμητική ανάπτυξη του αντάρτικου, απαλλάσσοντας τους χωρικούς από το επαχθές καθήκον της συντήρησης των ελασιτών. Επιπλέον, αποκτούσε ένα είδος νομίσματος με το οποίο αγόραζε υπηρεσίες και εφόδια, ενώ επιστρέφοντας ένα τμήμα των κατασχεθέντων στους παραγωγούς και στους φτωχούς αγρότες ασκούσε ένα είδος κοινωνικής πολιτικής, διασύροντας ταυτόχρονα το κατοχικό κράτος.[29][31]

Παρεμβαίνει επίσης σε δικαστικές διαφορές, υποστηρίζοντας την αρχή του συμβιβασμού και της συμφιλίωσης. Σε σοβαρές όμως παρανομίες τιμωρούσε τους ενόχους με δημόσια μαστίγωση, συμμετέχοντας ορισμένες φορές και ο ίδιος στην εκτέλεση αυτής της ποινής.[32] Στην περίπτωση που ο ένοχος ήταν αντάρτης του ΕΛΑΣ, τον τιμωρούσε με θάνατο, ακόμη και για μικρά παραπτώματα, όπως η κλοπή κοτόπουλων. Έτσι, με αυτά τα δρακόντια μέτρα εμπέδωσε στους ελασίτες τη συμμόρφωση σε κανόνες και επέβαλε σιδηρά πειθαρχία.[33] Ταυτόχρονα έδειχνε σεβασμό στην ιδιοκτησία, γεγονός που ισχυροποιούσε τους δεσμούς των χωρικών με το νέο αντάρτικο. Με τον ίδιο ανελέητο τρόπο αντιμετώπισε τους προδότες, που στις αρχές του αντάρτικου δεν είχαν ταυτιστεί με την έννοια του πολιτικού αντιπάλου, όπως συνέβη αργότερα σε πλείστες περιπτώσεις.[34]

Υπόθεση Μαραθέα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ένας «εθνοπροδότης» και «εκμεταλλευτής του λαού»[35] ήταν ο μεγαλοκτηματίας του Νέου Μοναστηρίου Δομοκού, Νίκος Μαραθέας. Έχοντας σχέσεις με τον κατοχικό πρωθυπουργό Τσολάκογλου αλλά και τις ιταλικές στρατιωτικές αρχές της περιοχής, ο Μαραθέας εκμεταλλεύονταν με σκληρό τρόπο τους κολίγους, φθάνοντας ακόμη και στην εκτέλεσή τους. Γνωρίζοντας όλα αυτά ο Βελουχιώτης, επικεφαλής μιας ομάδας ανταρτών, επιτέθηκε τη νύχτα της 9ης Ιουλίου 1942 στο κτήμα του Μαραθέα και τον σκότωσε.[36] Επιπλέον, απήγαγε τον δεκαπεντάχρονο γιο του και τον γιο του επιστάτη, ζητώντας από τη χήρα του Μαραθέα την καταβολή αποζημιώσεων στις οικογένειες των κολίγων που με ευθύνη του άντρα της είχαν εκτελεστεί από τους κατακτητές, όπως και να αποτρέψει τα αντίποινα των Ιταλών[37]. Αυτή η «επιχείρηση τιμωρίας του Μαραθέα», που αποσκοπούσε στην τρομοκράτηση των πλούσιων κτηματιών της Θεσσαλίας με στόχο την υποχρεωτική τροφοδοσία του ΕΛΑΣ[29] προκάλεσε ενθουσιασμό και ανακούφιση στα γύρω χωριά. Η ενέργεια αυτή επιδοκιμάστηκε ακόμη και από τις ακροδεξιές οργανώσεις.[36] Αποσπάσματα χωροφυλάκων και ιταλικού στρατού κατεδίωξαν τους αντάρτες, χωρίς να καταφέρουν να τους συλλάβουν.[β]

Όμως, ένα μεγάλο τμήμα του πολιτικού κόσμου κατηγόρησε τον ΕΛΑΣ ότι απέβαλε το «εθνικό προσωπείο» και έκανε «ταξικό αγώνα», με αποτέλεσμα να επηρεαστούν πολλοί που ήθελαν να προσχωρήσουν στο ΕΑΜ και το κίνημα να έχει μεγάλο πολιτικό κόστος.[36] Η επιμονή του Βελουχιώτη να απαγάγει και να κρατά τον γιο του Μαραθέα, τον έφερε αντιμέτωπο με την περιφερειακή οργάνωση της Λαμίας, η οποία ανησυχούσε για τον πολιτική ζημιά τέτοιων ενεργειών. Τις ίδιες έντονες ανησυχίες εξέφρασε και το, ανεπαρκώς και μονόπλευρα πληροφορημένο για το γεγονός, Πολιτικό Γραφείο του ΚΚΕ, το οποίο αποφάσισε να πλαισιώσει τον Βελουχιώτη με κομματικά στελέχη ώστε να περιορίσει την ελευθερία επιλογών του,[39] και με εντολή του Σιάντου τού ζητήθηκε να απελευθερώσει αμέσως τα παιδιά. Όταν στα μέσα Αυγούστου η διαταγή του Σιάντου έγινε γνωστή στον Βελουχιώτη, ο γιος του Μαραθέα είχε φονευθεί.[γ] Αυτό προκάλεσε την αγανάκτηση της ηγεσίας του ΚΚΕ, η οποία ζήτησε από τον Βελουχιώτη να επιστέψει αμέσως στην Αθήνα και ξεκίνησαν συζητήσεις για να αντικατασταθεί στην αρχηγία του αντάρτικου στη Ρούμελη.[36][40] Πλέον όμως η παρουσία του ΕΛΑΣ στα ορεινά της Ρούμελης, με τη συμβολή του Βελουχιώτη, είχε παγιωθεί και όλα ήταν έτοιμα για την ένοπλη αντιπαράθεση με τους κατακτητές.[30]

Μάχες σε Ρεκά και Κρίκελλο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όταν ο Βελουχιώτης έφτασε στα Βαρδούσια, αποφάσισε να αφήσει τη μισή περίπου δύναμη της ανταρτοομάδας, που τότε έφτανε τους 40 άντρες, στην Ευρυτανία υπό ένα τοπικό αρχηγείο με επικεφαλής τον έφεδρο ανθυπολοχαγό Σωκράτη Γκέκα (Άθω Ρουμελιώτη).[δ] Μαζί με τους υπόλοιπους άνδρες ο Βελουχιώτης κινήθηκε προς την Παρνασσίδα, όπου στα μέσα Σεπτεμβρίου συνενώθηκε με την 8η Απελευθερωτική Ομάδα και σχημάτισε αρχηγείο με καπετάνιο τον ίδιο, στρατιωτικό διοικητή τον Φώτη Μαστροκώστα (Θάνο) και πολιτικό καθοδηγητή τον Γιώργο Χουλιάρα (Περικλή)[41] με δύναμη περίπου 35 ανδρών. Ένα τμήμα υπό τον Βελουχιώτη κατευθύνθηκε στο χωριό Δρέμισσα, όπου αιφνιδίασε και αφόπλισε ένα απόσπασμα χωροφυλάκων. Έπειτα, διέταξε τον επικεφαλής τους ενωμοτάρχη να καλέσει άλλα τρία αποσπάσματα να προστρέξουν σε βοήθεια, διότι δήθεν οι χωροφύλακες είχαν περικυκλώσει αντάρτες και χρειαζόταν βοήθεια. Στήνοντας ενέδρες σε κατάλληλα σημεία, οι αντάρτες κατάφεραν να συλλάβουν και τα τρία αποσπάσματα, αφοπλίζοντας, ουσιαστικά χωρίς αντίσταση, συνολικά 40 χωροφύλακες.[42]

Το ίδιο διάστημα οι Βρετανοί είχαν προγραμματίσει ρίψεις πολεμοφοδίων στην περιοχή της Γκιώνας για τον εξοπλισμό ομάδων που θα ενεργούσαν σαμποτάζ στις συγκοινωνίες των κατακτητών. Τότε, αντάρτες και Ιταλοί κινήθηκαν να αποκτήσουν τα φορτία, τα οποία είχαν σκορπίσει σε διάφορα σημεία.[43] Μια διμοιρία 36 Ιταλών στρατιωτών του 44ου Συντάγματος της 36ης Μεραρχίας Forli, που έψαχνε τα δέματα, στρατοπέδευσε τη νύχτα της 8ης Σεπτεμβρίου σε έναν παλιό μύλο στη χαράδρα Ρεκά. Όταν ο Βελουχιώτης αντιλήφθηκε την παρουσία τους, πλησίασε αθόρυβα τις ιταλικές θέσεις και τα χαράματα της 9ης Σεπτεμβρίου επιτέθηκε αιφνιδιαστικά. Στη σύντομη μάχη που ακολούθησε σκοτώθηκαν 23 Ιταλοί, 7 παραδόθηκαν και ένας κατάφερε να διαφύγει, ενώ οι αντάρτες δεν είχαν καμία απώλεια.[41] Έπειτα από μία ανεπιτυχή προσπάθεια για ανταλλαγή με Έλληνες κρατούμενους, αλλά και για αποφυγή δυσκολιών στη μετακίνηση, οι Ιταλοί αιχμάλωτοι εκτελέστηκαν. Η σύγκρουση στη Ρεκά ήταν η πρώτη μάχη του ΕΛΑΣ με τα στρατεύματα των κατακτητών και σηματοδότησε το πέρασμα του αντάρτικου από την ιδεολογική προετοιμασία στην ένοπλη αντιπαράθεση.[43]

Αφήνοντας ένα τμήμα 5 ανδρών στην Γκιώνα, ο Βελουχιώτης κατευθύνθηκε στα Βαρδούσια και αφόπλισε την Υποδιοίκηση Χωροφυλακής Υπάτης. Ύστερα, κινούμενος στις βουνοκορφές επέστρεψε στο Βελούχι, όπου διέδωσε τη νίκη του κατά των Ιταλών.[41] Η συνεχής προσέλευση νέων ανταρτών είχε σαν αποτέλεσμα οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ στη Στερεά να φτάσουν στα τέλη Οκτωβρίου τους 100 άνδρες, αποτελώντας την ισχυρότερη δύναμη στην Ελλάδα. Εκείνο το διάστημα (νύχτα της 27ης προς 28ης Οκτωβρίου) είχε πέσει έξω από το Καρπενήσι μια ομάδα τεσσάρων αλεξιπτωτιστών. Μια ιταλική φάλαγγα ξεκίνησε από το Καρπενήσι για να τους εντοπίσει.[41] Στις 29 Οκτωβρίου ο Βελουχιώτης έστησε ενέδρα στο Κρίκελλο και όταν εμφανίστηκε η οπισθοφυλακή της φάλαγγας, δύναμης 25 με 30 ανδρών, τους υποδέχτηκε με πυκνά πυρά. Επτά ή οκτώ Ιταλοί σκοτώθηκαν, ενώ οι υπόλοιποι παραδόθηκαν και λίγο αργότερα εκτελέστηκαν. Οι αντάρτες είχαν μόνο έναν νεκρό.

Στο χωριό Παπαρούσι, στις 6 Νοεμβρίου ο Βελουχιώτης έλαβε μέρος σε σύσκεψη μεταξύ του Γενικού Αρχηγείου Ρούμελης και του Αρχηγείου Ευρυτανίας, στο οποίο ήταν αρχηγός ο Άθως Ρουμελιώτης. Ο Ρουμελιώτης ζήτησε ανεξάρτητη δράση και την αρχηγία του αντάρτικου στη Ρούμελη. Τότε ο Βελουχιώτης του πρότεινε τη θέση του στρατιωτικού στο Γενικό Αρχηγείο. Μην μπορώντας να επιβάλει την άποψή του και παίρνοντας μαζί του μερικούς αντάρτες, ο Ρουμελιώτης έφυγε από το Παπαρούσι, διαχωρίζοντας τη δράση του από τον ΕΛΑΣ. Η φυγή του δεν επηρέασε τον ΕΛΑΣ, καθώς πολύ γρήγορα εντάχθηκαν στα τμήματά του νέοι άνδρες.

Η καταστροφή της γέφυρας του Γοργοποτάμου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Έντι Μάγερς, αρχηγός της Επιχείρησης Χάρλινγκ

Οι αλεξιπτωτιστές που έψαχναν οι Ιταλοί και έγιναν η αφορμή για τη μάχη στο Κρίκελλο, ήταν μία από τις τρεις ομάδες της Επιχείρησης Χάρλινγκ (Operation Harling), που είχε αναλάβει την εκτέλεση δολιοφθοράς σε μια από τις γέφυρες Παπαδιάς, Ασωπού και Γοργοποτάμου, πάνω από τις οποίες διέρχεται η σιδηροδρομική γραμμή Θεσσαλονίκης-Αθηνών. Από τον Σεπτέμβριο το βρετανικό Στρατηγείο Μέσης Ανατολής (ΣΜΑ) ενδιαφερόταν για τη διακοπή της γραμμής ανεφοδιασμού των γερμανικών δυνάμεων που διερχόταν από την Ελλάδα και κατέληγε στη Βόρειο Αφρική.[44] Για τον σκοπό αυτό η βρετανική Υπηρεσία Ειδικών Επιχειρήσεων, γνωστή ως SOE, απέστειλε στην Ελλάδα 11 Βρετανούς και έναν Έλληνα, με αρχηγό τον συνταγματάρχη Έντμουντ Μάγερς (Edmund C. W. Myers) και υπαρχηγό τον ελληνομαθή ταγματάρχη Κρίστοφερ Γουντχάουζ (Christopher M. Woodhouse).[45] Οι επικεφαλής της επιχείρησης μαζί με 6 άνδρες είχαν πέσει με αλεξίπτωτα στην Γκιώνα τη νύχτα της 30ής Σεπτεμβρίου προς 1η Οκτωβρίου. Ο Μάιερς αποφάσισε ότι η γέφυρα του Γοργοποτάμου ήταν η πιο προσιτή για επίθεση, με την προϋπόθεση όμως ότι θα είχε τη βοήθεια ανταρτών.[ε] Γι' αυτό αναζήτησε βοήθεια από τον ηγέτη του ΕΔΕΣ Ναπολέοντα Ζέρβα και από τον Βελουχιώτη.[47] Ο αρχικαπετάνιος του ΕΛΑΣ, όμως, ήταν ιδιαίτερα επιφυλακτικός απέναντι στους Βρετανούς, βλέποντάς τους ως αντικαταστάτες των Γερμανών.[48] Παρόλ' αυτά δέχτηκε να συμμετάσχει στην επιχείρηση, διότι αφενός μεν είχε εντολή από το Πολιτικό Γραφείο του ΚΚΕ να συνεργαστεί με τον Ζέρβα και τους Άγγλους,[49] αφετέρου γνώριζε ότι η επιτυχής ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου χωρίς την υποστήριξη του ΕΛΑΣ, θα είχε αρνητικές επιπτώσεις στο κίνημα του ΕΑΜ.[50]

Η συνάντηση του Βελουχιώτη με τον Ζέρβα και τον Γούντχαουζ έγινε στις 14 Νοεμβρίου στο χωριό Βίνιανη. Εκεί ενημερώθηκε για πρώτη φόρα αναλυτικά για τη σχεδιαζόμενη Επιχείρηση Χάρλινγκ και συμφώνησε να συνεργαστεί μαζί τους, υπό την προϋπόθεση έγκρισης από την ηγεσία του ΚΚΕ[51]. Αφήνοντας στη Βίνιανη το Αρχηγείο Ευρυτανίας, μία δύναμη 60 ανδρών, υπό τον Βασίλη Πριόβολο (Ερμή), ο Βελουχιώτης κινήθηκε προς το Μαυρολιθάρι για να συναντήσει τον Μάγερς. Όταν έφτασε στο Μαυρολιθάρι συναντήθηκε με τον Ζέρβα και τον Μάγερς, με τον τελευταίο να του εξηγεί το σχέδιό του. Ο Βελουχιώτης τού επισήμανε ότι ήταν έτοιμος να λάβει μέρος στην επιχείρηση, εάν όμως στο μεταξύ ερχόταν εντολή από την ηγεσία του ΕΑΜ που του απαγόρευε να συμμετάσχει, τότε θα ακολουθούσε τις οδηγίες του κινήματος[52][50][53]. Γνωρίζοντας τις δυνατότητες των ανδρών του σε αυτό το πρώιμο στάδιο του αγώνα και βλέποντας πιο ρεαλιστικά την κατάσταση, ήξερε πως μια πιθανή αποτυχία θα σήμαινε το τέλος της ένοπλης εαμικής αντίστασης[54][ζ]. Η επιχείρηση γινόταν στην περιοχή δράσης του ΕΛΑΣ και τα αναμενόμενα αντίποινα θα κλόνιζαν τις εύθραυστες οργανώσεις του ΕΑΜ. Άλλωστε η ολομέτωπη σύγκρουση με τους κατακτητές δεν ανταποκρινόταν, αυτήν τη στιγμή, στις δυνατότητες και στον προγραμματισμό του ΕΛΑΣ.[56]

Τις επόμενες μέρες εκπονήθηκε το σχέδιο μάχης[η] και ορίστηκαν η 25η Νοεμβρίου και η 23:00 ως ημερομηνία και ώρα ενάρξεως του εγχειρήματος. Σύμφωνα με το επιχειρησιακό σχέδιο, οι άνδρες[θ] χωρίστηκαν σε επτά τμήματα. Η επιχείρηση οργανώθηκε με τέτοιο τρόπο ώστε να προστατευθεί το συνεργείο ανατίναξης, το οποίο αποτελούνταν από 17 άνδρες[59], με τον Μάγερς να υπολογίζει ότι για να αχρηστευθεί η γέφυρα χρειάζονταν δύο ανατινάξεις, ώστε να καταστραφούν δύο μεταλλικά στηρίγματα που βρίσκονταν εγγύτερα στη νότια πλευρά, όπως και η σιδηροδρομική γραμμή που στηριζόταν πάνω τους.[60] Τα δύο πολυπληθέστερα συνεργεία θα επιτίθεντο στις ιταλικές φρουρές που υπήρχαν στο νότιο και στο βόρειο βάραθρο της γέφυρας. Η κύρια προσπάθεια θα γινόταν στο νότιο άκρο της γέφυρας, γιατί εκείνο ήταν ισχυρά προστατευόμενο, και για την κατάληψη του οποίου διατέθηκε ένα μεικτό τμήμα ανταρτών.[61] Στο βόρειο άκρο θα ενεργούσαν άνδρες του ΕΔΕΣ, ενώ δύο ομάδες του ΕΛΑΣ με τη συμμετοχή Βρετανών αξιωματικών θα απέκοπταν τη σιδηροδρομική γραμμή βόρεια και νότια για την αποτροπή αφίξεως ιταλικών δυνάμεων. Την κάλυψη από τη Λαμία ανέλαβε μια ομάδα του ΕΛΑΣ[61]. Στα βορειοανατολικά, σε ένα κοντινό με τη γέφυρα ύψωμα, θα παρέμενε ο Σταθμός Διοίκησης (Βελουχιώτης, Ζέρβας, Μάιερς, Γούντχαουζ) και ένα τμήμα ανταρτών ως εφεδρεία.[62]

Η γέφυρα του Γοργοπόταμου όπως είναι σήμερα

Υπό το αμυδρό φως του φεγγαριού όλες οι ομάδες ήταν έτοιμες στις θέσεις τους, αναμένοντας με αγωνία το σύνθημα πυρός. Λίγα λεπτά μετά την καθορισμένη ώρα ξέσπασε καταιγισμός πυρών στα δύο άκρα τις γέφυρας[62]. Περίπου μισή ώρα αργότερα κατελήφθη το νότιο βάθρο, τα πράγματα όμως δεν πήγαν το ίδιο καλά στο βόρειο, με τους αντάρτες να καθηλώνονται από τα ιταλικά πυρά. Στον Σταθμό Διοικήσεως επικράτησε ανησυχία, με τον Ζέρβα να υποθέτει ότι οι αντάρτες θα εξαντλούσαν σύντομα τα πυρομαχικά τους[63]. Τότε αποφασίστηκε να συνδράμουν το βόρειο άκρο εφεδρικές δυνάμεις[ι]. Παράλληλα ο Μάγερς, παρά το αρχικό σχέδιο και υπό τον κίνδυνο αποστολής ιταλικών ενισχύσεων, διέταξε το συνεργείο ανατίναξης να προχωρήσει στην υπονόμευση των μεταλλικών στηριγμάτων της γέφυρας[64]. Ενόσω συνεχιζόταν η μάχη στο βόρειο άκρο, το συνεργείο τοποθέτησε τα εκρηκτικά και λίγο μετά ακούστηκε το συνθηματικό σφύριγμα της υπονόμευσης. Ακολούθησε μια τρομερή έκρηξη, που κατέστρεψε ένα σιδερένιο στήριγμα και δύο τόξα της γέφυρας[65]. Την ίδια περίπου στιγμή κατελήφθη και το βόρειο άκρο. Ύστερα από μια επιθεώρηση στα αποτελέσματα της έκρηξης, ο Μάιερς έδωσε οδηγίες για την ανατίναξη του δεύτερου στηρίγματος, παρά τους φόβους του Ζέρβα για τη χρονική επιμήκυνση του εγχειρήματος που έθετε τους αντάρτες σε κίνδυνο από τις ιταλικές ενισχύσεις που αναμένονταν. Σχεδόν την ίδια στιγμή ακούστηκε μία έκρηξη από τη βόρεια πλευρά, που τίναξε στον αέρα τις σιδηροδρομικές γραμμές, προσπαθώντας να εκτροχιάσει το τρένο με Ιταλούς στρατιώτες που είχε ξεκινήσει από τη Λαμία και έφτασε κοντά στη γέφυρα. Ιταλοί και οι αντάρτες αντάλλαξαν πυρά, αλλά γρήγορα και οι δύο αντιμαχόμενοι υποχώρησαν[66]. Παρότι πλέον η μάχη είχε σταματήσει και η κατάσταση ήταν ελεγχόμενη, ο Ζέρβας επέμενε πως έπρεπε να αποχωρήσουν, όμως ο Βελουχιώτης και ο Γούντχαουζ τον παρακάλεσαν να παραμείνει ψύχραιμος και να περιμένει τη δεύτερη έκρηξη[67]. Σε λίγη ώρα οι σαμποτέρ κατάφεραν να τοποθετήσουν τα εκρηκτικά και η δεύτερη έκρηξη ολοκλήρωσε την καταστροφή. Αμέσως μετά όλοι οι αντάρτες αποχώρησαν, έχοντας απώλειες μόνο δύο τραυματίες. Οι Ιταλοί είχαν 7 νεκρούς, 3 τραυματίες και 2 αιχμαλώτους[68].

Η καταστροφή της γέφυρας του Γοργοποτάμου διέκοψε τη μοναδική σιδηροδρομική σύνδεση Βορρά-Νότου για 39 ημέρες[69]. Παρότι αυτό δεν είχε επιπτώσεις στον εφοδιασμό των γερμανικών δυνάμεων που μάχονταν στη Βόρεια Αφρική, η Επιχείρηση Χάρλινγκ είναι μια από τις μεγαλύτερες και σημαντικότερες επιχειρήσεις δολιοφθοράς του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου[70][71]. Μεγαλύτερη σημασία είχε για τους Έλληνες, διότι για πρώτη φορά συνεργάστηκαν δύο αντίπαλες οργανώσεις, καθιστώντας την καταστροφή της γέφυρας του Γοργοποτάμου κορυφαίο γεγονός και σημείο καμπής για την εξέλιξη του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα[68]. Ο ΕΛΑΣ, έχοντας προσφέρει περισσότερο σε άντρες, οπλισμό και αγωνιστικότητα, αύξησε την αξιοπιστία του ως αντάρτικος στρατός που μπορούσε να χτυπήσει με επιτυχία τους Ιταλούς[72] και ο Βελουχιώτης κέρδισε την εμπιστοσύνη της ηγεσίας του ΚΚΕ. Πλέον όμως, η ανικανότητα των Ιταλών είχε ως συνέπεια να αναλάβουν τον έλεγχο της Ρούμελης γερμανικές δυνάμεις[73].

Μετά τον Γοργοπόταμο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Την επόμενη μέρα, 27 Νοεμβρίου, όλοι οι συμμετέχοντες έφτασαν θριαμβευτικά στο Μαυρολιθάρι. Εκεί ο Μάιερς δήλωσε στον Βελουχιώτη και τον Ζέρβα ότι θα προταθούν για απονομή ενός μεγάλου βρετανικού παρασήμου και επιπλέον εφοδίασε τον καθένα με 250 χρυσές λίρες για τις ανάγκες των ανταρτών τους. Ο Βελουχιώτης αδιαφόρησε και για τα δύο και ζήτησε να του δοθούν όπλα και τα πολύτιμα για τους σχεδόν ξυπόλυτους αντάρτες του άρβυλα[74]. Παρόλα αυτά δέχτηκε ως δώρο τις λίρες, λέγοντας στον Μάιερς να μην τα καταγράψει στα τοκογλυφικά δάνεια, όπως είχαν κάνει παλιότερα οι Μεγάλες Δυνάμεις. Επίσης ζήτησε να αφήσουν έναν Βρετανό-σύνδεσμο στον ΕΛΑΣ, όμως ο Μάιερς αρνήθηκε, λέγοντάς του ότι δεν υπήρχαν διαθέσιμοι αξιωματικοί, καθώς θα γυρνούσαν πίσω στη Μέση Ανατολή, εκτός από τον Γουντχάουζ με τρεις βοηθούς, οι οποίοι θα παρέμεναν στον ΕΔΕΣ. Το γεγονός αυτό δυσαρέστησε τον Βελουχιώτη [κ]. Στη συνέχεια ο Βελουχιώτης με τον Ζέρβα συμφώνησαν να μην στρατολογεί αντάρτες ο ένας στην περιοχή δράσης του άλλου –θέτοντας ως σύνορο τον ποταμό Αχελώο– όπως επίσης η μία οργάνωση να μη δέχεται αποστάτες της άλλης[74].

Εκείνες τις μέρες είχε φτάσει στη Ρούμελη το αναπληρωματικό στέλεχος της ΚΕ του ΚΚΕ και διορισμένος διάδοχος του Βελουχιώτη, Βαγγέλης Παπαδάκης (Τάσος Λευτεριάς)[36]. Έχοντας εντολή από Σιάντο να αντικαταστήσει στην αρχηγία του ΕΛΑΣ τον Βελουχιώτη και να τον στείλει πίσω στην Αθήνα, ο Λευτεριάς απέφυγε να του την αναφέρει, διότι στην επιτόπια έρευνά του αντελήφθη πως η κατάσταση στο βουνό ήταν εντελώς διαφορετική από την εικόνα που είχε σχηματίσει η ηγεσία του ΚΚΕ. Επιπλέον, αμφέβαλε για το αν θα μπορούσε να ανταποκριθεί στα καθήκοντα του καπετάνιου του ΕΛΑΣ και ήταν σκεπτικός στο κατά πόσο θα πειθαρχούσε ο Βελουχιώτης στην εντολή του κόμματος[77]. Γι' αυτούς τους λόγους, ο Λευτεριάς σχημάτισε στο Αρχηγείο Ρούμελης μια «κομματική επιτροπή» που απάλλαξε τον Βελουχιώτη από τα πολιτικά καθήκοντα και τον υποχρέωσε να γίνει μετριοπαθέστερος στις αποφάσεις του[78].

Ο Βελουχιώτης έφτασε στις αρχές Δεκεμβρίου στη Νέα Γιαννιτσού, όπου έγινε μια σύσκεψη μεταξύ πολιτικών οργανώσεων και αντάρτικων τμημάτων του ΕΛΑΣ. Στις συζητήσεις που έγιναν δέχτηκε σφοδρή κριτική από τον Ηλία Μανιάτη, υπεύθυνο του ΚΚΕ στη Στερεά Ελλάδα. Ο Μανιάτης κατηγόρησε τον Βελουχιώτη ότι έφτιαξε προσωπικό καπετανάτο και όχι κομματικό στρατό. Ο Βελουχιώτης του απάντησε πως με ενέργειες των πρώτων ανταρτών και λίγων κομμουνιστών κατάφερε ο ΕΛΑΣ να φτάσει τους 500 περίπου αντάρτες, ενώ κανείς δεν πίστευε, ούτε το ΚΚΕ, πως μπορούσε να δημιουργηθεί τέτοιο αντάρτικο. Τέλος, μετά από πρότασή του αποφασίστηκε η κατανομή της αντάρτικης δύναμης σε τοπικά αρχηγεία, ενώ πολιτικός επίτροπος του αρχηγείου του ΕΛΑΣ ανέλαβε ο Λευτεριάς.

Η λιποταξία του Κωστορίζου και η εκστρατεία στην Ήπειρο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Λίγες μέρες αργότερα, περίπου 25 αντάρτες, με επικεφαλής έναν πρώην υπαξιωματικό της Πολεμικής Αεροπορίας, τον Νικόλαο Κωστορίζο (Γκέκα), εγκατέλειψαν τον ΕΛΑΣ. Θεωρώντας ως υπεύθυνο της φυγής του Γκέκα τον Ζέρβα, ο οργισμένος Βελουχιώτης συγκάλεσε γενική συνέλευση, στην όποια αποφασίστηκε να κατευθυνθούν αμέσως προς την Ήπειρο, όπου ήταν το πεδίο δράσης του ΕΔΕΣ, να συλλάβει τους λιποτάκτες και να τους περάσει στρατοδικείο[79]. Στόχος του Βελουχιώτη ήταν να σταματήσει την αποχώρηση των ελασιτών προς τον ΕΔΕΣ[80]. Έχοντας υπό τις διαταγές του 400 περίπου αντάρτες, ξεκίνησε την εκστρατεία του και στη διάρκεια της διαδρομής αποφάσισε να διαλύσει με βίαιο τρόπο τον ΕΔΕΣ[81]. Περνώντας από το Μικρό Χωριό έστησε ενέδρα σε με μια φάλαγγα Ιταλών στρατιωτών, σκοτώνοντας μάλιστα τον επικεφαλής συνταγματάρχη, ενώ οι ελασίτες είχαν μόνο έναν νεκρό.

Φτάνοντας στην Ήπειρο ο Βελουχιώτης διαπίστωσε ότι ο Κωστορίζος δεν βρισκόταν εκεί, ενώ ο Ζέρβας δεν είχε κάποια σχέση με λιποταξία. Επιπλέον οι ελασίτες εξαντλήθηκαν από την κακοκαιρία και την έλλειψη ανεφοδιασμού και αδυνατούσαν να συνεχίσουν την εκστρατεία. Μπροστά στα νέα δεδομένα, ο Βελουχιώτης άλλαξε τους στόχους του και με τη μεσολάβηση του Γουντχάουζ και της τοπικής επιτροπής του ΕΑΜ συναντήθηκε με τον Ζέρβα την 31η Δεκεμβρίου στο μοναστήρι της Ροβέλιστας. Η συνάντηση έγινε με τη συμμετοχή του Γουντχάουζ, από τον ΕΔΕΣ των Ζέρβα και Πυρομάγλου και από τον ΕΛΑΣ των Λευτεριά και Βελουχιώτη. Ο τελευταίος πρότεινε τη συγχώνευση των δύο οργανώσεων υπό την ηγεσία ενός κοινού αρχηγείου, με τον ίδιο καπετάνιο, τον Ζέρβα στρατιωτικό διοικητή και τρίτο μέλος έναν πολιτικό καθοδηγητή κοινής εμπιστοσύνης[82]. Ο Ζέρβας συμφώνησε στην ύπαρξη πολιτικού καθοδηγητή, υπό τον όρο να αναλάβει τη θέση αυτή ο Γουντχάουζ. Αυτό όμως δεν έγινε δεκτό από τον ΕΛΑΣ, καθώς θεωρήθηκε ότι η πρόταση ήταν ασυμβίβαστη με το εθνικό φιλότιμο. Αντιπρότειναν τον Ζέρβα γι' αυτήν τη θέση. Στο τέλος, υπήρξε μια κοινή βάση συμφωνίας, αλλά οι προτάσεις θα έπρεπε να επεξεργαστούν και να επικυρωθούν από τις Κεντρικές Επιτροπές των δύο οργανώσεων[83].

Όταν οι προτάσεις και η προκαταρκτική συμφωνία έγιναν γνωστές στην ηγεσία του ΚΚΕ επικράτησε αγανάκτηση για την αυθαιρεσία του Λευτεριά και ιδιαίτερα του Βελουχιώτη, που αγνόησαν το κόμμα. Άλλωστε, δεν είχαν καμία αρμοδιότητα να διαπραγματευθούν συνένωση των δύο οργανώσεων αφού η εξουσιοδότησή τους ήταν μόνο για τη Ρούμελη[84][λ]. Ωστόσο, οι συζητήσεις στη Ροβέλιστα είχαν κάποια αποτελέσματα για τον ΕΛΑΣ, καθώς από τις αρχές του 1943 ξεκίνησε η εφαρμογή της τριπλής διοίκησης των μονάδων, όπως είχε προταθεί στην περίπτωση κοινού αρχηγείου ΕΛΑΣ-ΕΔΕΣ. Συνεπώς, στρατιωτικός, πολιτικός και καπετάνιος[μ] συμμετείχαν ισότιμα στη διοίκηση. Ο Βελουχιώτης θεωρούνταν ανώτερος όλων των καπετάνιων, αναγνωριζόμενος από όλους ως «αρχικαπετάνιος»[87] ή «πρωτοκαπετάνιος»[88].

«Κατηγορούμενος» στην Αθήνα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δεν ήταν, όμως, μόνο οι προτάσεις του Βελουχιώτη που προβλημάτισαν την ηγεσία του ΚΚΕ. Από την αρχή του αντάρτικου, μια σειρά από γεγονότα που καταδείκνυαν την υπερβολική σκληρότητά του απέναντι όχι μόνο στους εχθρούς, αλλά και στους ίδιους τους άντρες του, κι ακόμη οι συνοπτικές διαδικασίες που εφάρμοζε στην απονομή δικαιοσύνης, έφτασαν στην Αθήνα[89] με αποτέλεσμα να αποφασιστεί η καθαίρεσή του[90]. Τέτοια γεγονότα ήταν το περιλάλητο επεισόδιο με την καταδίκη σε θάνατο ενός αντάρτη για την κλοπή μιας κότας, η απειλή με περίστροφο δύο ανταρτών να ομολογήσουν μέσα σε τρία λεπτά μία κλοπή που αποδείχτηκε ότι δεν έκαναν και η εκτέλεση στο Μαυρολιθάρι 5 ή 11 ελασιτών οι οποίοι κατηγορήθηκαν ότι εκμεταλλεύονταν την ιδιότητά τους για να διαπράξουν κάθε είδους ποινικά αδικήματα. Αποκορύφωμα αυτής της συμπεριφοράς ήταν ένα γεγονός που έγινε στα τέλη Ιανουαρίου στο χωριό Γαρδίκι, όταν ο Βελουχιώτης «τάπα στο μεθύσι»[78] κατηγόρησε οχτώ άνδρες και έξι γυναίκες ότι είχαν προδώσει στους Ιταλούς κρυψώνες όπλων. Με δική του διαταγή οδηγήθηκαν στην πλατεία μπροστά στους χωρικούς και απαίτησε συνολική ομολογία. Κανένας όμως από τους 14 κατηγορoύμενους δεν ήταν διατεθειμένος να δεχτεί τις κατηγορίες, διαβεβαιώνοντας την αθωότητά τους. «Γεμάτος οργή και μανία ο Άρης χτυπούσε και μαστίγωνε τους δυστυχείς, μέχρι που έπεσαν ημιλιπόθυμοι και τελικά, λίγο πριν εκτελεστούν, έδωσαν μία ομολογία, χωρίς αξία»[91]. Λίγο αργότερα έφτασε εκεί ο Λευτεριάς και πριν ακόμη ξεμεθύσει του ανακοίνωσε την απόφαση του Πολιτικού Γραφείου να παρουσιαστεί αμέσως στην Αθήνα[78].

Μεταμφιεσμένος σε παπά, ώστε να διαφύγει της προσοχής των αρχών κατοχής, ο Βελουχιώτης έφτασε στην Αθήνα στα μέσα Φεβρουαρίου. Η παρουσία του έγινε αισθητή και γι' αυτό υποχρεώθηκε να ξυρίσει τη γενειάδα του και να αφαιρέσει δύο χρυσά δόντια, διότι αυτά τα χαρακτηριστικά ήταν γνωστά στην Ασφάλεια[92]. Στη συνέχεια παρουσιάστηκε, σχεδόν σαν κατηγορούμενος, στους Σιάντο, Ιωαννίδη και Τζήμα και απολογήθηκε για την έως τότε δράση του. Ο Γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΕ τον επέκρινε για διάφορες άστοχες ενέργειές του χαρακτηρίζοντάς τες ως «εξτρεμισμούς που διαστρέβλωσαν την πολιτική γραμμή του κόμματος»[93]. Οι προδότες, συνέχισε, έπρεπε να εκτελούνται μόνο σε αναμφισβήτητες περιπτώσεις ενοχής. Του επισημάνθηκε επίσης ότι το κόμμα δεν θα έπρεπε να βασίζεται στην τρομοκρατία, αλλά στην πειθώ και ότι η δράση του έδινε την εντύπωση ότι το ΕΑΜ ήθελε να μονοπωλήσει τον αντιστασιακό αγώνα[94]. Όταν ο Σιάντος του υπενθύμισε ότι είχε προδώσει το κόμμα όταν είχε υπογράψει το 1939 δήλωση μετανοίας, ο Βελουχιώτης ξέσπασε σε κλάματα[93].

Ωστόσο, τονίζοντας την επιχείρηση στον Γοργοπόταμο, αλλά και τις οργανωτικές και στρατιωτικές του επιτυχίες, ο Βελουχιώτης κατάφερε να ανατρέψει την εις βάρος του κατάσταση[95]. Επισήμανε ότι παρόλα τα ελαττώματά του ήταν αυτός που μπορούσε να συνεχίσει το αντάρτικο στη Ρούμελη και πρότεινε στην ηγεσία του ΚΚΕ να βγει στο βουνό[96]. Για την εκστρατεία στην Ήπειρο υποστήριξε ότι ο Ζέρβας ήταν φιλόδοξος και γι' αυτό πρέπει να εξοντωθεί ή να ενσωματωθεί στον ΕΛΑΣ[97]. Έτσι, χωρίς πάντως να έχει κερδίσει την απόλυτη εμπιστοσύνη του κόμματος, αλλά να έχει τη στήριξη του Τζήμα, η Κεντρική Επιτροπή του επέτρεψε να επιστρέψει στο βουνό. Μάλιστα τον όρισαν καπετάνιο στο νεοσχηματισθέν Γενικό Αρχηγείο Στερεάς (ή Ρούμελης), στο οποίο υπάγονταν τα Αρχηγεία Ανατολικής Στερεάς, Δυτικής Στερεάς και Αττικοβοιωτίας. Πιθανόν αποκαταστάθηκε στο κόμμα και έγινε ξανά μέλος του ΚΚΕ[ν], ιδιότητα που είχε χάσει μετά την υπογραφή δήλωσης μετανοίας. Μαζί του ανέβηκαν και άλλα στελέχη, όπως οι αξιωματικοί Ευθύμιος Ζούλας και Φοίβος Γρηγοριάδης. Αλλά ο πιο σημαντικός ήταν ο Τζήμας, ο οποίος ορίστηκε αντιπρόσωπος της ΚΕ του ΕΑΜ στον ΕΛΑΣ, με εντολή να επιβλέπει κατά πόσο τηρεί ο αρχικαπετάνιος την κομματική γραμμή[94].

Επιστροφή στο βουνό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Την περίοδο της απουσίας του Βελουχιώτη στην Αθήνα, στην ελληνική κοινωνία υπήρξαν καταιγιστικές εξελίξεις[98]. Στις πόλεις ξεκίνησαν μαζικές κινητοποιήσεις, κυρίως από νέους, μεγαλώνοντας και ενισχύοντας την Αντίσταση[99]. Επίσης, λειτούργησε ο διεθνής ανεφοδιασμός της χώρας με τρόφιμα, με αποτέλεσμα οι πόλεις να μην έχουν απόλυτη ανάγκη προϊόντων τις υπαίθρου, αποδεσμεύοντας εργατικά χέρια, τα οποία έδωσαν τη δυνατότητα στο ΕΑΜ να ενισχυθεί σε στελέχη και να δημιουργήσει, μαζί με τον ΕΔΕΣ, την Ελεύθερη Ελλάδα, που στα τέλη Μαΐου ξεκινούσε από την Καστοριά και έφτανε μέχρι τον κορινθιακό κόλπο, συμπεριλαμβανομένων του Ολύμπου, των βουνών τις Ηπείρου και τον Παρνασσό, δηλαδή σχεδόν το 1/3 του ελληνικού εδάφους[100]. Στο διεθνές πολεμικό μέτωπο, οι γερμανικές δυνάμεις που υποχωρούσαν συνεχώς στη Βόρεια Αφρική και η σοβιετική νίκη στο Στάλινγκραντ προμήνυαν το τέλος του πολέμου[101].

Αυτό το διάστημα ο ΕΛΑΣ γνώρισε εκπληκτική ανάπτυξη. Τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 1943 εξαπλώθηκε στην ύπαιθρο μια κατάσταση εξέγερσης, με τον ΕΛΑΣ να έχει εντυπωσιακές επιτυχίες ενάντια των ιταλικών δυνάμεων[90]. Τον Απρίλιο οι επιθέσεις τον ανταρτών πολλαπλασιάστηκαν. Άλλωστε ο ΕΛΑΣ εφάρμοζε την τακτική που είχε σχεδιάσει ο Σιάντος: αρχικά εκκαθάριση από δωσίλογους και χωροφύλακες, έπειτα επιθέσεις εναντίον εύκολων στόχων, όπως εναντίων Ιταλών, και τέλος, αφού αποκτούσαν εμπειρία και κατάλληλο οπλισμό, επιθέσεις κατά γερμανικών δυνάμεων. Οι προϋποθέσεις για επίθεση κατά των Γερμανών, οι οποίοι ήταν ο κύριος εχθρός, είχαν εκπληρωθεί στα τέλη Μαρτίου[102]. Με τις τοπικές οργανώσεις του ΕΑΜ να δημιουργούν νέες ομάδες ανταρτών, τον Απρίλιο ο ΕΛΑΣ έφτασε τους 10.000 ενόπλους[103]. Η κατάλυση των κατοχικών αρχών στα ορεινά εξύψωσαν την ένοπλη αντίσταση στη συνείδηση των περισσότερων Ελλήνων, που σε συνδυασμό τη βρετανική αναγνώριση, προσέλκυσαν αρκετούς επαγγελματίες αξιωματικούς οι οποίοι έως τότε ήταν διστακτικοί με τον αντάρτικο αγώνα[104]. Οι ομάδες των ανταρτών, λοιπόν, είχαν μεταβληθεί μέσα σε λίγες εβδομάδες σε μια στρατιωτική δύναμη, που όμως για να συντηρηθεί και να διατηρηθεί χρειάζονταν, εκτός από έναν ισχυρό πολιτικό μηχανισμό, υψηλόβαθμους επαγγελματίες στρατιωτικούς. Μπροστά στα νέα δεδομένα ο Βελουχιώτης δεν μπορούσε πλέον να είναι ο απόλυτος κυρίαρχος στις πολεμικές επιχειρήσεις του ΕΛΑΣ[105].

Στη διάρκεια του ταξιδιού της επιστροφής ο Βελουχιώτης έτυχε θριαμβευτικής υποδοχής από τους αντάρτες που συναντούσε στα χωριά απ' όπου περνούσε. Όταν έφτασε στη Δεσφίνα, γιόρτασε την ημέρα της εθνικής επετείου της 25ης Μαρτίου με μια εντυπωσιακή τελετή και ανακοίνωσε, παρουσία πολλών ηγετών του ΕΛΑΣ, την απόφαση του ΕΑΜ για την έναρξη επιθέσεων κατά των Γερμανών[106]. Προς το τέλος του ταξιδιού ενημερώθηκε για τη σύλληψη από τον ΕΛΑΣ του συνταγματάρχη Στέφανου Σαράφη και του ταγματάρχη Γεώργιου Κωστόπουλου[ξ]. Στις 2 Απριλίου, στην Κολοκυθιά συναντήθηκαν ο Βελουχιώτης και ο Τζήμας με τον Σαράφη, διαβεβαιώνοντας τον τελευταίο ότι θα ελευθερωθεί σύντομα. Μετά από πρόταση του Τζήμα να αναλάβει ανώτερο αξίωμα στον ΕΛΑΣ, ο συνταγματάρχης δέχτηκε, υπό την προϋπόθεση απελευθέρωσης των κρατούμενων συντρόφων του. Όμως όταν τα γεγονότα έφτασαν στην Αθήνα ο Σιάντος διέταξε την άμεση απελευθέρωση των αιχμαλώτων, διότι το ΕΑΜ δεχόταν έντονες επικρίσεις και κατηγορίες για εμφυλιοπολεμικές διαθέσεις, ακόμα και από οργανώσεις που δεν συμπαθούσαν τον Σαράφη[109]. Για να εγκριθεί από την ηγεσία του ΕΑΜ η προσχώρησή του στον ΕΛΑΣ, αλλά και να συναντηθεί με διάφορους πολιτικούς ηγέτες ώστε να επιβεβαιώσει την αλλαγή στάσης του, ο Σαράφης συνοδευόμενος από τον Τζήμα αναχώρησε για την Αθήνα[90]. Προτού ξεκινήσει για την Αθήνα, ο Τζήμας όρισε τον Βελουχιώτη επικεφαλής του πενταμελούς Γενικού Αρχηγείου Στερεάς.

Στο διάστημα που παρέμεινε στην Κολοκυθιά ο Βελουχιώτης συγκρότησε έναν έφιππο ουλαμό 25 ανδρών ως προσωπική φρουρά, που έγιναν γνωστοί ως μαυροσκούφηδες. Επιλεγμένοι από τον ίδιο οι άνδρες αυτοί τον ακολουθούσαν σε κάθε του βήμα. Στις 8 Απριλίου συμμετείχε σε ένα ανταρτοδικείο, όπου εισηγήθηκε την εκτέλεση Γερμανών κρατούμενων εάν δε σταματούσαν οι κατοχικές δυνάμεις τις επιθέσεις εναντίον γυναικόπαιδων στην κοιλάδα του Σπερχειού[110]. Πρότεινε επίσης σε έναν Γερμανό αιχμάλωτο αξιωματικό να πάει στη Λαμία και να διαπραγματευτεί μια ανταλλαγή αιχμαλώτων, όμως ο Γερμανός την απέρριψε. Την επόμενη μέρα ένα απόσπασμα ανταρτών εκτέλεσε 32 Γερμανούς αιχμαλώτους[111]. Στις 10 Απριλίου έλαβε μέρος σε μια μεγάλη γενική συνέλευση καπετάνιων και ανταρτών, όπου ο Τζήμας ανέπτυξε την πολιτική του ΕΛΑΣ τονίζοντας ότι το ΕΑΜ έκανε εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα και δεν έπρεπε να εμποδιστούν εξωεαμικοί αξιωματικοί να δημιουργήσουν ανταρτοομάδες. Στο άκουσμα αυτής της άποψης οι ελασίτες δυσανασχέτησαν, θεωρώντας ότι στις περιοχές τους δεν έπρεπε να ανέχονται άλλες οργανώσεις. Λαμβάνοντας τον λόγο ο Βελουχιώτης υπογράμμισε ότι θα έπρεπε να να πειθαρχήσουν και να εμπιστεύονται τη γραμμή της ηγεσίας. Μετά την αναχώρηση του Τζήμα για την Αθήνα (10 Απριλίου), ο Βελουχιώτης πήγε στη Δυτική Στερεά. Όταν έφτασε στη Χρυσοβίτσα συγκάλεσε συνέλευση των ανταρτών που δρούσαν στην περιοχή και τους εξήγησε την τακτική που έπρεπε να ακολουθήσουν απέναντι στους Ιταλούς και στον ΕΔΕΣ.

Η πρώτη διάλυση του 5/42 Συντάγματος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τον Ιανουάριο του 1943 είχε φτάσει στα βουνά της Ρούμελης ο συνταγματάρχης Δημήτριος Ψαρρός, στέλεχος της αντιστασιακής οργάνωσης ΕΚΚΑ, με σκοπό να δημιουργήσει αντάρτικο τμήμα. Όμως ο Βελουχιώτης τον απείλησε ότι χωρίς προηγούμενη συμφωνία με την ηγεσία του ΕΑΜ δεν θα επέτρεπε τη δημιουργία άλλης ανταρτοομάδας στα μέρη που ο ίδιος κυριαρχούσε.[112] Έτσι ο Ψαρρός, εξασφαλίζοντας προηγουμένως την άδεια του ΚΚΕ/ΕΑΜ αλλά και την αναγνώριση και βοήθεια των Βρετανών, συγκρότησε στα τέλη Απριλίου κοντά στη Βουνιχώρα το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων και συμφώνησε με τον Βελουχιώτη να συνεργασθούν κατά των Ιταλών.[113][114] Ωστόσο, οι καπετάνιοι και οι αντάρτες του ΕΛΑΣ είδαν με δυσαρέσκεια τη δημιουργία ενός ξεχωριστού αντάρτικού που θα δρούσε σε μια περιοχή που οι ίδιοι είχαν τον πρώτο λόγο εδώ και αρκετό καιρό[115]. Η ενόχληση έγινε ακόμα μεγαλύτερη όταν στις αρχές Μαΐου οι άντρες του 5/42 εφοδιάστηκαν με βρετανικό εξοπλισμό. Παρότι οι Βρετανοί είχαν εφοδιάσει τον Βελουχιώτη με εξοπλισμό αρκετό για 500-600 αντάρτες, οι ελασίτες θεώρησαν πως οι σύμμαχοι έκαναν άδικη και άνιση μεταχείριση[ο].

Μετά την επιστροφή του από τη Δυτική Στερεά, ο Βελουχιώτης συναντήθηκε στις 12 Μαΐου, στο Μαυρολιθάρι, με τον Ορέστη, καπετάνιο του Αρχηγείου Αττικοβοιωτίας. Ο Ορέστης τον ενημέρωσε ότι είχε την προφορική δήλωση του Σιάντου πως δεν θα έπρεπε να επιτραπεί σε καμιά άλλη ομάδα να συγκροτηθεί σε περιοχές ελεγχόμενες από τον ΕΛΑΣ[115]. Όταν ο Βελουχιώτης ρώτησε επανειλημμένα αν αυτό ισχύει και για τον Ψαρρό, ο Ορέστης απάντησε καταφατικά[117]. Νιώθοντας ικανοποίηση από την (υποτιθέμενη;)[π] μεταστροφή της ηγεσίας και κρίνοντας πως είχε επιτέλους προσχωρήσει στις δικές του θέσεις- δηλαδή των «δυναμικών λύσεων»[121]-, αμέσως ο αρχικαπετάνιος συνέταξε σχέδιο δράσης για τη διάλυση του 5/42[115]. Έτσι, το απόγευμα της ίδιας μέρας, ο Βελουχιώτης, μαζί με άλλους καπετάνιους, επισκέφθηκε τον Ψαρρό στη γειτονική Στρώμη. Αφού συζήτησαν σε φιλική ατμόσφαιρα για τη συνεργασία των δύο οργανώσεων, οι ελασίτες αποσύρθηκαν για να διανυκτερεύσουν στο σχολείο του χωριού. Κατά τη διάρκεια της νύχτας τμήματα του ΕΛΑΣ περικύκλωσαν την περιοχή και τα ξημερώματα αφόπλισαν τους άνδρες του 5/42. Στον κατάπληκτο Ψαρρό ο Βελουχιώτης απεύθυνε τελεσίγραφο, ή να προσχωρήσει αυτός και οι άνδρες του στον ΕΛΑΣ ή να διαλύσει το 5/42[122]. Τότε ο Ψαρρός αντιπρότεινε την προσχώρηση του 5/42 ως ξεχωριστό τμήμα στον ΕΛΑΣ, αυτό όμως απορρίφθηκε. Τελικά, για να αποφύγει την εμφύλια σύγκρουση, ο Ψαρρός δέχτηκε τον αφοπλισμό[ρ] και έπειτα όλοι οι άντρες του αφέθηκαν ελεύθεροι, εκτός από τον ίδιο[120].

Μόλις ο αρχηγός της Βρετανικής Στρατιωτικής Απόστολής (ΒΣΑ), ταξίαρχος πλέον, Μάιερς[σ] έμαθε το γεγονός έσπευσε στη Στρώμη. Στις απειλές του Βρετανού για διακοπή ανεφοδιασμού του ΕΛΑΣ, ο Βελουχιώτης έδειξε αδιαφορία. Όταν όμως λίγες μέρες αργότερα έφτασε ο Τζήμας και τον κατηγόρησε ανελέητα για την απρονοησία του να μην επαληθεύσει την (μάλλον ανύπαρκτη) εντολή του Σιάντου, ο αρχικαπετάνιος, παρά την ισότιμη θέση του στην ηγεσία του ΕΛΑΣ, αλλά κατώτερη στην κομματική ιεραρχία, δέχτηκε συντετριμμένος τις αυστηρές παρατηρήσεις[120]. Πάντως, ο Βελουχιώτης δεν υπέστη καμιά κύρωση από την ηγεσία του ΕΑΜ/ΚΚΕ για τον αφοπλισμό του 5/42 Συντάγματος, ενώ λίγο αργότερα ο Ψαρρός απελευθερώθηκε και του δόθηκε η δυνατότητα να επανασυστήσει το τμήμα του.

Καπετάνιος στο Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με την επιστροφή του από την Αθήνα στο βουνό, ο Τζήμας έφερε και την είδηση για την προαγωγή του Βελουχιώτη. Τον Μάιο του 1943 οι κεντρικές επιτροπές του ΕΛΑΣ και του ΕΑΜ αποφάσισαν τη δημιουργία ενός Γενικού Στρατηγείου, το οποίο θα συντόνιζε τον ανταρτικό αγώνα στις ελασοκρατούμενες περιοχές[126]. Η λειτουργία του ξεκίνησε στις 19 Μαΐου και διοικούνταν από τριμελή ηγεσία. Στρατιωτικός διοικητής ορίστηκε ο Σαράφης, εκπρόσωπος του ΕΑΜ (δηλαδή πολιτικός καθοδηγητής) ο Τζήμας και καπετάνιος ο Βελουχιώτης. Το Γενικό Στρατηγείο είχε υπό τις διαταγές του τα Στρατηγεία Μακεδονίας και Θεσσαλίας, και τα Γενικά Αρχηγεία Ηπείρου και Ρούμελης[127][τ]. Μόλις η τριμελής Διοίκηση συγκροτήθηκε οι Σαράφης και Τζήμας έφυγαν για το Λιάσκοβο όπου θα συναντήσουν τον Μάιερς, ώστε να συζητήσουν τη συγκρότηση ενός Κοινού Γενικού Στρατηγείου Ανταρτών (ΚΓΣΑ).

Στο μεταξύ, Ιταλοί και Γερμανοί ξεκίνησαν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στις ανταρτοκρατούμενες περιοχές. Κατάλληλα πληροφορημένος ο Βελουχιώτης είχε διατάξει τη μερική εκκένωση των δυνάμεων της Ανατολικής Στερεάς και μετακίνησε τον κύριο όγκο των ανταρτών του προς τα Άγραφα. Μόνο στον άξονα Καρπενησίου-Άμφισσα τοποθέτησε ένα τμήμα προφυλακής υπό τον Φοίβο Γρηγοριάδη (Βερμαίο). Το ΓΣ του ΕΛΑΣ μεταφέρθηκε για λόγους ασφαλείας κοντά στο Καρπενήσι. Οι προσπάθειες των Ιταλών να διασπάσουν την άμυνα στην περιοχή Παρνασσός-Γκιώνα- Βαρδούσια ήταν αποτυχημένες, καθώς η αμυντική διάταξη των ανταρτών αποδείχτηκε αποτελεσματική[128]. Ο Βελουχιώτης, παρακολουθώντας από το ΓΣ την εξέλιξη των μαχών και διευθύνοντας τα τμήματα του ΕΛΑΣ, έστελνε σημειώματα προς τους Τζήμα και Σαράφη ζητώντας τους να διευρύνει τις επιχειρήσεις. Απαντώντας οι δύο τους, αν και καταρχήν δεν είχαν αντίρρηση στις προτάσεις του, του συνέστησαν να επιδείξει αυτοσυγκράτηση, να είναι προσεκτικός και να αποφεύγει τις υπερβολές, ακολουθώντας πιστά τη γραμμή της ΚΕ του ΕΑΜ. Τελικά, χωρίς να πετύχουν κάποιο αντικειμενικό σκοπό, οι ασθενικές προσπάθειες των Ιταλών απέτυχαν[129], όχι μόνο στη Ρούμελη, αλλά και στη Θεσσαλία και στην Ήπειρο, αναγκάζοντάς τους να επιστρέψουν στις βάσεις τους και να να μην επαναλάβουν στο μέλλον τέτοιου είδους επιχειρήσεις.

Εκείνες τις μέρες οι Βρετανοί και το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ έκαναν διεξοδικές συζητήσεις για τη συγκρότηση, μαζί με τον ΕΔΕΣ και την ΕΚΚΑ, του ΚΓΣΑ. Ο Μάιερς ήταν αναγκασμένος να έρθει όσο το δυνατόν συντομότερα σε συμφωνία με τον ΕΛΑΣ, διότι χωρίς τη συνεργασία των ανταρτών του δεν θα μπορούσε να εκτελεστεί η επιχείρηση δολιοφθορών στην Ελλάδα με την ονομασία Animals (Ζώα)[130][υ]. Βλέποντας με καχυποψία τους Βρετανούς, ο Βελουχιώτης διαφώνησε με την ηγεσία του ΚΚΕ για ένα κοινό στρατηγείο μαζί τους. Πίστευε πως δεν θα έπρεπε να γίνουν μεγάλες υποχωρήσεις και συμβιβασμοί έναντι των βρετανικών θέσεων[131]. Οι έντονα αρνητικές απόψεις του για τους Βρετανούς επισημάνθηκαν από το μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ Παντελή Σίμο-Καραγκίτση, ο οποίος του άσκησε αυστηρή κριτική. Ο Αρχικαπετάνιος τελικά συντάχθηκε με τη γραμμή του κόμματος και υπέγραψε στις 5 Ιουλίου, μαζί με τους Τζήμα, Σαράφη και Μάιερς, ένα Σύμφωνο Εθνικών Ομάδων και με τη σύσταση του ΚΓΣΑ έγινε ένα από τα πέντε μέλη του. Μάλιστα, λίγες μέρες μετά, σε μια συνδιάσκεψη των ανταρτών του ΕΛΑΣ που έγινε στη Θεσσαλία,[φ] δείχνοντας μετριοπάθεια και προσαρμογή στις επιθυμίες των πολιτικών του κόμματος, τόνισε: «Εμείς περισσότερο από κάθε άλλον θέλουμε τη συμμαχία αυτή, αλλά ως ίσοι προς ίσους. Είμαστε φτωχοί, αλλά διαθέτουμε το αίμα μας. Γι' αυτό περιμένουμε την ενίσχυση των συμμάχων μας»[133].

Παράλληλα με τις συζητήσεις για το ΚΓΣΑ, ο Τζήμας έκανε συνεννοήσεις με απεσταλμένους των κομμουνιστικών κινημάτων της Γιουγκοσλαβίας και της Αλβανίας, με σκοπό τη δημιουργία ενός Βαλκανικού Γενικού Στρατηγείου, με το οποίο επιδιώκονταν ο συντονισμός των ανταρτικών δυνάμεων στις επιχειρήσεις κατά των αξονικών δυνάμεων. Ο Βελουχιώτης είδε θετικά μια τέτοια εξέλιξη, και σε μια (κοινή με τους Τζήμα-Σαράφη) διαταγή που εξέδωσε στις αρχές Ιουλίου σημείωνε ότι Η στρατιωτική αυτή συνεργασία θέλει επιπλέον συντελέσει εις την ανάπτυξιν ενός φιλικού πνεύματος απαραίτητου διά την φιλικήν επίλυσιν των τυχών υπαρχουσών διαφορών..... Παρότι ο Τζήμας υπέγραψε με τους δύο απεσταλμένους ένα πρωτόκολλο συνεργασίας, αυτό δεν εφαρμόστηκε ποτέ[134]. Ο Σιάντος και η πλειοψηφία της ΚΕ ήταν διστακτικοί, διότι υπήρχαν έντονες διαφορές του ΕΑΜ με τα Κομμουνιστικά Κόμματα των Βαλκανίων ως προς το Μακεδονικό Ζήτημα[135]. Επίσης υπήρχε ο φόβος ότι θα είχε αρνητικές επιπτώσεις τόσο στην ελληνική κοινή γνώμη όσο και στις συμμαχίες του ΕΑΜ[136].

Στην έδρα του Γενικού Στρατηγείου, στο χωριό Περτούλι, στις 27 Ιουλίου, συνεδρίασε για πρώτη και τελευταία φορά το Ανώτατο Πολεμικό Συμβούλιο του ΕΛΑΣ με θέμα τη μετατροπή του ΕΛΑΣ σε τακτικό στρατό[137]. Με τη συμμετοχή της τριανδρίας του ΕΛΑΣ και πέντε συνταγματαρχών αποφασίστηκε να διατηρήσει ο ΕΛΑΣ την ελαφριά και ευκίνητη σύνθεση, τα στρατηγεία και γενικά αρχηγεία θα μετατρέπονταν σε μεραρχίες, τα περιφερειακά αρχηγεία σε συντάγματα και τα υπαρχηγεία σε τάγματα[127]. Επίσης ρυθμίστηκαν με κάθε λεπτομέρεια θέματα όπως η σύνθεση των μονάδων, η στελέχωση των υπηρεσιών, η αριθμητική δύναμη των μονάδων κ.α. Οι αποφάσεις του διήμερου συμβουλίου φανέρωναν την κλιμάκωση του αντάρτικού αγώνα στη χώρα και την πιθανή εκκένωση της Ελλάδας από τις κατοχικές δυνάμεις, η οποία έπρεπε να βρει τον ΕΛΑΣ σε πλήρη ετοιμότητα[138].

Μετά και την υπογραφή του Συμφώνου Εθνικών Ομάδων από τον ΕΔΕΣ, ο Βελουχιώτης και ο Ζέρβας έκαναν στις αρχές Αυγούστου μια κοινή περιοδεία στην Ήπειρο, ώστε να αρθούν οι αμοιβαίες επιφυλάξεις και να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα στις σχέσεις των δύο οργανώσεων. Η περιοδεία τερματίστηκε στην έδρα του Κοινού Στρατηγείου Ηπείρου ΕΛΑΣ-ΕΔΕΣ, στο χωριό Άγναντα [139]. Η επιτυχία της περιοδείας δεν ήταν αρκετή για να αλλάξει το κλίμα στις σχέσεις των δύο οργανώσεων. Η οξυμένη κατάσταση το φθινόπωρο του 1943 στην Ήπειρο, η αποτυχία των συζητήσεων των αντιπροσώπων στο Κάιρο για το ζήτημα του βασιλιά[140], η προσδοκία της επερχόμενης απελευθέρωσης μετά την ιταλική συνθηκολόγηση και η προσπάθεια των δύο οργανώσεων για κατάληψη καλύτερων θέσεων μετά το πέρας του πολέμου, βαθμιαία σκλήρυναν τη στάση των εμπλεκόμενων και αύξησαν τη δυσπιστία ανάμεσά τους ενισχύοντας το ενδεχόμενο ένοπλης εμφύλιας αντιπαράθεσης[141].

Επιστρέφοντας στα τέλη Αυγούστου στο ΓΣ του ΕΛΑΣ ο Βελουχιώτης συνάντησε τον Σιάντο. Σε συνομιλία τους ο Αρχικαπετάνιος του εξέφρασε την αντίθεση του στην αποστολή αντιπροσωπίας του ΕΑΜ στο Κάιρο και τόνισε ότι ο εμφύλιος επίκειται, διότι η ενότητα των αντιστατικών οργανώσεων ήταν επιφανειακή εξαιτίας της Βρετανικής πολιτικής, ενώ δεν εμπιστεύεται καθόλου τον Ζερβα και τον Ψαρρό. Οι προβληματισμοί του σχετικά με την τότε κατάσταση διατυπώνονται με περισσότερη σαφήνεια σε μια επιστολή έστειλε στα τέλη Σεπτεμβρίου στο Πολιτικό Γραφείο της ΚΕ του ΚΚΕ. Ανέφερε χαρακτηριστικά ότι οι στιγμές είναι κρίσιμες από κάθε άποψη. Φοβούμενος ότι οι Άγγλοι μια ωραία πρωία θα κάνουν εντελώς αναίμακτη «απόβαση» στη χώρα μας και θα βρεθούν ανάμεσά μας...Θα φέρουν τον βασιλιά και θα τον επιβάλουν με το ζόρι και «θα επιβάλουν την τάξη».... πριν τις αποφάσεις του λαού μας. Επισήμανε ότι Χειρότεροι από τους Άγγλους- μη βαυκαλιζόμεθα - δεν είναι ούτε οι ίδιοι οι Γερμανοί. Θα επιβάλουν ένα φασιστικό καθεστώς μ΄ άλλο όνομα αν επικρατήσουν αυτοί. Επέκρινε τη λειτουργία του ΚΓΣΑ και θεωρούσε την πολιτική του ΓΣ του ΕΛΑΣ χαλαρή απέναντί του, από φόβο ότι θα σταματούσαν τις ρίψεις υλικών. Υποστήριξε ότι οι Βρετανοί θα έκαναν απόβαση στην Ελλάδα εναντίον του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ και γι αυτό Επιβάλλεται δική μας αντίδραση σοβαρή. Δηλαδή: σύγκληση σύσκεψης από ΕΑΜ, ΕΛΑΣ, ΕΔΕΣ, ΕΚΚΑ, υπογραφή και ευρεία δημοσιότης, δηλώσεις ότι οι ένοπλες εθνικές δυνάμεις εν ουδεμιά περίπτωση θα δεχτούν επάνοδο του Βασιλιά-Κυβέρνησης προ δημοψηφίσματος και θ΄ αντισταθούν και βιαίως εναντίον πάσης τοιαύτης τυχόν απόπειρας. ....Διάλυση άμεση, έστω και αιματηρή, των οργανώσεων ΕΔΕΣ και ΕΚΚΑ αν αρνηθούν να υπογράψουν την ανωτέρω αναφερόμενη δήλωση. Τέλος τόνισε ότι είμαι και θα είμαι ο πιστότερος στρατιώτης και θα δουλέψω σκυλίσια και παλικαρίσια για οποιαδήποτε γραμμή και αν χαράξετε.

Η σύγκρουση με τον ΕΔΕΣ[142][143][Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παράλληλα με αφορμή συγκρούσεις που έγιναν στις 7/8 Οκτωβρίου μεταξύ ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ στο Τσεπέλοβο Ζαγορίου και μετά τη σύλληψη από τον ΕΔΕΣ του Καραγκίτση, ο Σιάντος, που βρισκόταν καθ οδόν για το στρατηγείο του ΕΛΑΣ για να αναλάβει τη θέση του πολιτικού καθοδηγητή, έδωσε εντολή για επίθεση κατά του ΕΔΕΣ σε όλα τα μέτωπα. Το βράδυ, λοιπόν, της 9ης Οκτωβρίου Τζήμας και Βελούχιώτης έδωσαν εντολή στην XIIIη Μεραρχία (Στερεάς Ελλάδας) να εκκαθαρίσει τις δυνάμεις του ΕΔΕΣ στην περιοχή της και να συγκροτήσει το Εκστρατευτικό Σώμα Ηπείρου (ΕΣΗ), το οποίο θα εισέβαλε στον Βάλτο. Ανάλογες εντολές έλαβε η VIIIη Μεραρχία (Ηπείρου), ενώ η Χη Μεραρχία (Κεν. Μακεδονίας) και η IXη Μεραρχία (Δυτ. Μακεδονίας) έπρεπε να κινηθούν προς την κατεύθυνση του Μετσόβου. Η Ι Μεραρχία (Θεσσαλίας) έπρεπε να εκκαθαρίσει τις λιγοστές ομάδες του ΕΔΕΣ στην περιοχή της. Απέναντι στους 4.000 με 5000 αντάρτες των ΕΟΕΑ[144] ο ΕΛΑΣ, με ενισχυμένες τις δυνάμεις του από τον οπλισμό που απέκτησε από την παράδοση και τον αφοπλισμό των Ιταλών στα μέσα Οκτωβρίου, κινητοποίησε διαδοχικά 15.000 έως 16000. Σε νέα του διαταγή της 10ης Οκτωβρίου, ο Σιάντος ισχυρίστηκε ότι η επίθεση του ΕΛΑΣ ήταν αποτέλεσμα της συνεργασίας του ΕΔΕΣ με τους Γερμανούς[145]. Πράγματι, από την αρχή της σύγκρουσης η ηγεσία του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ κατηγόρησε τον ΕΔΕΣ ότι συνεργάζονταν με τους Γερμανούς, ωστόσο αυτή η κατηγορία ειπώθηκε χωρίς απόδειξη[146], διότι, για τους ίδιους λόγους τότε, η τοπική VIIIη Μεραρχία του ΕΛΑΣ δέχτηκε την εκεχειρία, όμως λίγο αργότερα απορρίφθηκε από το ΓΣ[147]. Πριν τη γενική επίθεση του ΕΛΑΣ, ο Ζέρβας, πιστεύοντας ότι θα ερημωθεί η Ήπειρος από τις επιχειρήσεις των ανταρτών και της Βέρμαχτ, ήταν θετικός σε πρόταση για δεκαήμερη εκεχειρία (4-14 Οκτωβρίου) με τους Γερμανούς, εφόσον όμως είχε φαινομενικά και την έγκριση των Συμμάχων[148]. Η εκεχειρία που είχε συμφωνήσει ο Ζέρβας ξεκίνησε από την 4η Οκτωβρίου έγινε μέσω του απεσταλμένου του Ερυθρού Σταυρού Μπίκελ και ίσχυε μέχρι τις 14 Οκτωβρίου, κάτι που διαπίστωσαν έκπληκτοι οι Γερμανοί στρατιώτες[149]. Ο Ζέρβας με τον Πυρομάγλου προσπάθησαν να πείσουν την αντιπροσωπεία του Ερυθρού Σταυρού να μην έρθει σε επαφή με τον ΕΛΑΣ[150] γιατί φοβούμενος ότι θα έχει την ίδια μοιραία τύχη με τους εσωτερικούς αντιπάλους του ΕΛΑΣ[151], ο Ζέρβας, πιεζόμενος από διπλή επίθεση (ΕΛΑΣ και Βέρμαχτ), ζήτησε στις 19 Οκτωβρίου από τη Γερμανική ηγεσία τη βοήθειά της[152] η οποία συνεργασία διαφημίστηκε από τις Γερμανικές δυνάμεις με προκηρύξεις για να εντείνει τις ενδοελληνικές αντιθέσεις[153].

Ο Ναπολέων Ζέρβας, δεύτερος από αριστερά)

Την ίδια μέρα (10η Οκτωβρίου) συνελήφθησαν όλοι οι εκπρόσωποι του ΕΔΕΣ στο ΚΓΣΑ και ο αρχικαπετάνιος γεμάτος οργή, δίνοντας μάλιστα «εντύπωση μανιακού» στους αξιωματικούς της ΒΣΑ, απείλησε τους οπαδούς του ΕΔΕΣ που βρίσκονταν στις ελασοκρατούμενες περιοχές, πως κανείς τους δεν θα κρατούσε το κεφάλι του στον ώμο του αν δεν απελευθερώνονταν ο Καραγκίτσης[154]. Στο μεταξύ, η ανακωχή μεταξύ Γερμανών και ΕΔΕΣ παρατάθηκε και μετά τις 15 του μηνός με μια νέα συμφωνία κυρίων[155]. Έτσι όταν σε ένα τμήμα του ΕΔΕΣ επιτέθηκε ο Γερμανικός στρατός με αποτέλεσμα τη διάλυσή του, και τη σύλληψη πολλών αιχμαλώτων, αυτοί αποκάλυψαν των ονομάτων των μελών του ΕΛΑΣ καθώς και του οργανογράμματος του ΕΔΕΣ. Μετά από μια βδομάδα οι αιχμάλωτοι αφέθηκαν ελεύθεροι. Παράλληλα, από τις 19 Οκτωβρίου το ΓΣ του ΕΛΑΣ υποχρέωσε τους Βρετανούς αξιωματικούς να σταματήσουν κάθε επικοινωνία με την Ήπειρο. Ο Βελουχιώτης δείχνοντας τη δυσπιστία του προς τους Βρετανούς, αφόπλισε όσους βρίσκονταν στη ζώνη επιχειρήσεων, στέλνοντάς τους στο ΓΣ. Όταν κάποιοι σύνδεσμοι παράκουσαν τις εντολές του δεν δίστασε να προβεί σε χειροδικίες[156]. Όμως αυτή η συμπεριφορά δυσανασχέτησε το ΓΣ του ΕΛΑΣ το οποίο δεν επιθυμούσε ρήξη των σχέσεων με τους Βρετανούς τη στιγμή μάλιστα που έκαναν την εμφάνισή τους γερμανικές δυνάμεις.

Προσπαθώντας να δώσει ένα γρήγορο τέλος στις διαμάχες, ο Βελουχιώτης έστειλε ένα μυστικό μήνυμα προς τον καπετάνιο του 3/40 Συντάγματος της VIIΙης Μεραρχίας, υπολοχαγό Γεράσιμο Μαλτέζο (Τζουμερκιώτης), διατάζοντάς τον να επιτεθεί αιφνιδιαστικά στους Σκιαδάδες και να συλλάβει ζωντανό τον Ζέρβα. Όμως στις 16 Οκτωβρίου το σύνταγμα κυκλώθηκε από τον ΕΔΕΣ και διαλύθηκε ενώ συλληφθεί και ο Μαλτέζος. Λίγες μέρες αργότερα, στις 22 Οκτωβρίου, στο χωριό Πράμαντα ο υπαρχηγός το ΕΔΕΣ Κομνηνός Πυρομάγλου -ενώ ίσχυε η ανακωχή μεταξύ ΕΔΕΣ και Γερμανών- επικοινώνησε με τον καπετάν Κόζιακα ζητώντας του να συνενωθούν για να αντιμετωπίσουν τις γερμανικές δυνάμεις. Απoκάλυψε επίσης ότι ο ΕΔΕΣ είχε απελευθερώσει και επανεξοπλίσει τους άντρες του 3/40 Συντάγματός συμφωνώντας με τον Τζουμερκιώτη να συνεργαστούν κατά των Γερμανών. Ο Βελουχιώτης, που βρίσκονταν δίπλα στον Κόζιακα του υπαγόρευσε την απάντησή του στον Πυρομάγλου : Πριν από κάθε συζήτηση θα έπρεπε να εγκαταλείψουν τα Πράμαντα, διαφορετικά σε μία ώρα θα ξεκινούσε γενική επίθεση. Τελικά η προσπάθεια του Πυρομάγλου απέτυχε.

Στις 17 Οκτωβρίου ο Βελουχιώτης αναχώρησε από το Περτούλι για την Ήπειρο, συνοδευόμενος από τους μαυροσκούφηδες και 400 αντάρτες, ώστε να ενισχύσει την Ιη και VIIΙη Μεραρχίες, οι οποίες αντιμετώπιζαν πολλές δυσκολίες στις συγκρούσεις. Εκλαμβάνοντας την εκστρατεία κατά του ΕΔΕΣ ως «προσωπικό ζήτημα» ανέλαβε την ηγεσία του ΕΣΗ (2/39 και 5/42 Συντάγματα της ΧΙΙΙης Μεραρχίας και το «Τάγμα Θανάτου»), ενός τμήματος που η δύναμη του κυμαινόταν από 1300 ως 2500 άνδρες με βαρύ οπλισμό, κατέφθασε στα Τζουμέρκα και προσπάθησε να αναδιοργανώσει τις εκεί δυνάμεις του ΕΛΑΣ. Μάλιστα θεώρησε τη συμπεριφορά των τοπικών στελεχών του ΕΑΜ προς τους εδεσίτες αρκετά ελαστική, ενώ συμπεριφέρθηκε με εξαιρετική βιαιότητα κατά του Γρηγόρη Κοσσυβάκη, τον οποίο κατηγόρησε ως υπεύθυνο για την εδραίωση του ΕΔΕΣ[157]. Στις μάχες που διεξήχθησαν στην Ήπειρο ο Βελουχιώτης ξεδίπλωσε τις ηγετικές του ικανότητες. Σε μια πορεία ανταρτών και γυναικόπαιδων στην οποία ηγείτο, βρέθηκαν σε μια ρεματιά και δέχτηκαν πυρά από γερμανικά αποσπάσματα και εδεσίτες[158]. Τότε ο αρχικαπετάνιος, δείχνοντας γενναιότητα και ψυχραιμία, με δικές του ενέργειες κατηύθυνε τη φάλαγγα σε ασφαλές σημείο.

Τις ίδιες μέρες οι Γερμανοί ξεκίνησαν επιχείρησης με αντικειμενικό σκοπό την κατάληψη της κεντρικής οδικής αρτηρίας μεταξύ της ανατολικής και δυτικής Ελλάδας και την εκκαθάρισή της από τις αντάρτικες δυνάμεις[159]. Χωρίς να αντιμετωπίσουν ιδιαίτερες δυσκολίες, λόγο του ότι ο ΕΔΕΣ και ο ΕΛΑΣ ασχολούνταν με το να πολεμούν μεταξύ τους[χ] οι γερμανικές δυνάμεις κατέλαβαν τους στόχους τους. Το τίμημα όμως που πλήρωσαν οι κάτοικοι οι αντάρτες (κυρίως του ΕΛΑΣ) ήταν μεγάλο, καθώς οι Γερμανοί ισχυρίστηκαν ότι οι Έλληνες είχαν έως τις 9 Νοεμβρίου 1.014 νεκρούς και 237 τραυματίες, ενώ οι ίδιοι 18 νεκρούς και 62 τραυματίες. Επιπλέον, έγιναν καταστροφές σε περίπου 130 χωριά [161]. Συντριπτικά πλήγματα δέχτηκαν μονάδες του ΕΛΑΣ και κατά λάθος κάποιες του ΕΔΕΣ[162], ενώ η πρώτη πρωτεύουσα της Ελεύθερης Ελλάδας, το Καρπενήσι, καταστράφηκε. Η γερμανική νίκη ήταν η μεγαλύτερη της κατοχικής περιόδου και παρ ολίγο να σημάνει το τέλος του Αντάρτικου[163]. Κατά τη διάρκεια αυτών των επιχειρήσεων ο Βελουχιώτης προέκρινε αμυντική στάση έναντι των Γερμανών και ταυτόχρονα επιθέσεις κατά του ΕΔΕΣ, επικρίνοντας μάλιστα - με επίσημη διαταγή που εξέδωσε στις 20 Οκτωβρίου- την απόφαση της VIIIης Μεραρχίας που είχε ακολουθήσει αντίθετη τακτική[164][ψ]. Στις 28 Οκτωβρίου όμως το ΓΣ του ΕΛΑΣ εξέδωσε διαταγή να ανασταλούν όλες οι επιθέσεις κατά του ΕΔΕΣ επειδή η γερμανική επίθεση ήταν ιδιαίτερα σφοδρή, τονίζοντας ότι κύριος εχθρός ήταν οι Γερμανοί και σε εκείνον πρέπει να στραφούν οι ενέργειες[158]. Επιπλέον τάγμα του ΕΛΑΣ που πολεμούσε στις Γερμανικές επιχειρήσεις, αποκόπηκε και συνετρίβη από τον Ζέρβα.[166]

Στα τέλη Οκτωβρίου ο Βελουχιώτης είχε πια αποκαταστήσει τον επιχειρησιακό έλεγχο των τμημάτων και έτσι συγκρότησε και ανέλαβε την ηγεσία του Κλιμακίου Ηπείρου - Δυτικής Στερεάς του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ, εντάσσοντας σε αυτό το ΕΣΗ και την VIIIη Μεραρχία. Με τη λήξη της γερμανικής επίθεσης ο ΕΛΑΣ επιτέθηκε ξανά κατά του - ουσιαστικά διαλυμένου- ΕΔΕΣ στο μέτωπο των Τζουμέρκων και ως τις 23 Νοεμβρίου ο Ζέρβας υποχώρησε δυτικά του Άραχθου ποταμού[167]. Στη σημαντική για τον ΕΔΕΣ, από άποψη γεωστρατηγικής, περιοχή των Τζουμέρκων ο ΕΛΑΣ έγινε κυρίαρχος και οι συγκρούσεις μεταξύ των δύο αντιπάλων περιορίστηκαν σε αψιμαχίες. Έχοντας εξασφαλίσει βρετανική βοήθεια και μια ευμενή γερμανική ουδετερότητα[168], οι αναδιοργανωμένες δυνάμεις του Ζέρβα επιτέθηκαν στις 4 Ιανουαρίου 1944 και ως της 10 Ιανουαρίου ο αιφνιδιασμένος ΕΛΑΣ υποχώρησε πίσω από τον Αχελώο ποταμό[169]. Μόνο ο Βελουχιώτης κατάφερε να κρατήσει με μεγάλη δυσκολία ένα προγεφύρωμα στο Τετράκωμο [ω]. Αγανακτισμένος και εκτός εαυτού από τον αιφνιδιασμό που δέχτηκε, διότι τον Δεκέμβριο τη μεσολάβηση Βρετανών υπήρξαν κάποιες επαφές για ανακωχή μεταξύ ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ[170], ο Βελουχιώτης εξέλαβε την επίθεση του ΕΔΕΣ σαν προσωπική ταπείνωση και δείγμα της δολιότητας του Ζέρβα[171]. Έδωσε μάλιστα διαταγή να συλληφθούν όλοι οι Βρετανοί σύνδεσμοι, θεωρώντας τους ως κατασκόπους του Ζέρβα, και εσπευσμένα επέστρεψε στο Γενικό Στρατηγείο όπου πέτυχε την αποστολή δυνάμεων από άλλες περιοχές για το μέτωπο της Ηπείρου[172].

Ενισχυμένος με νέες δυνάμεις, ο Βελουχιώτης ξεκίνησε την αντεπίθεσή του και κατάφερε να διασπάσει τον κλοιό στο Τετράκωμο. Όμως στις 24 Ιανουαρίου ο Σιάντος διέταξε την ακινητοποίηση όλων των μονάδων που έσπευδαν προς το μέτωπο και κατάπαυση όλων των επιθετικών ενεργειών κατά του ΕΔΕΣ, διότι υπήρξαν συνεχείς εκκλήσεις από τις συμμαχικές δυνάμεις για συμφιλίωση και επιπλέον ο ίδιος ο Γραμματέας είχε δηλώσει στους ελασίτες ότι θα έπρεπε να κάνουν συμφωνία με τον Ζέρβα. Ο Αρχικαπετάνιος δέχτηκε με μεγάλη δυσφορία αυτήν την απόφαση καθώς πίστευε ότι η ηγεσία του ΚΚΕ έπεσε σε παγίδα των Βρετανών και έτσι δεν τον άφηναν να διαλύσει πλήρως και οριστικά τον ΕΔΕΣ[173]. Συνοδευόμενος από τους Μαυροσκούφηδες πήγε ξανά στο ΓΣ όπου ζήτησε και επέμεινε με ένταση να ανακληθεί η διαταγή του Σιάντου. Τελικά κατάφερε να δοθεί εντολή στις μονάδες που είχαν σταματήσει τη μετακίνηση τους να εκκινήσουν πάλι προς την Ήπειρο[174]. Έτσι, όταν ο Ζέρβας εξαπέλυσε νέα επίθεση στις 25 Ιανουαρίου, ο ΕΛΑΣ, προετοιμασμένος κατάλληλα, κατάφερε την 28η Ιανουαρίου να εκδιώξει δυτικά του Άραχθου τον ΕΔΕΣ, ο οποίος στο εξής έμεινε περιορισμένος στην περιοχή του Ξηροβουνίου[175].

Την 1 Φλεβάρη του 1944 ο Ζέρβας πληροφόρησε τον ΕΛΑΣ και τη Συμμαχική Αποστολή ότι επίκειται Γερμανική επίθεση. Για αυτό τον λόγο ζήτησε εδάφη που κατείχε ο ΕΛΑΣ και πολεμοφόδια ως ενίσχυση. Όμως ο ΕΔΕΣ επιτέθηκε συγχρονισμένα με τις Γερμανικές δυνάμεις ("Επιχείρηση Ξεφτέρι") και μισός λόχος Γερμανών έκανε με μη αληθινά πυρά επίθεση κατά του ΕΔΕΣ. Την ίδια στιγμή ο ΕΔΕΣ κατηγόρησε στους Βρετανούς τον ΕΛΑΣ για συνεργασία με τους Γερμανούς. Επιπλέον, πέρα από τη συντονισμένη επίθεση είχε λάβει πολεμοφόδια από τους Γερμανούς[176] Ο ΕΛΑΣ αφού απέκρουσε τη συντονισμένη επίθεση, τότε δέχτηκε κατάπαυση του πυρός τα μεσάνυχτα της 3ης προς 4η Φεβρουαρίου και ξεκίνησαν συνομιλίες για τον τερματισμό του τετράμηνου εμφυλίου.

Στη διάρκεια αυτών των συνομιλιών που κατέληξαν στη Συμφωνία Μυρόφυλλου- Πλάκας, ο Βελουχιώτης δέχονταν επισημάνσεις της ηγεσίας του ΚΚΕ να μην δώσει ο ΕΛΑΣ αφορμή για επανέναρξη των εχθροπραξιών. Παράλληλα θα έπρεπε να λάβει όλα τα μέτρα για πιθανή αιφνιδιαστική ενέργεια του Ζέρβα. Ο Αρχικαπετάνιος βέβαια εξέφραζε στο στενό κύκλο του Κλιμακίου Ηπείρου την προτίμησή του για δυναμική λύση στο ζήτημα του ΕΔΕΣ. Ωστόσο στα μηνύματα που αντάλλαξε με τον Σιάντο δεν εξέφρασε ανοιχτά την άποψη αυτή[177]. Μάλιστα, κάποια στιγμή φάνηκε πως προτιμούσε την ειρηνική λύση αλλά γρήγορα η διάθεσή του άλλαξε και στις 20 Φεβρουαρίου έγραψε ότι ο Ζέρβας και οι Άγγλοι κωλυσιεργούσαν τις συζητήσεις για επίτευξη συμφωνίας και υπήρχε ο φόβος από μέρους τους ότι τότε ο ΕΛΑΣ θα εφάρμοζε την «ορθή λύση», δηλαδή επανάληψη των επιχειρήσεων για την ολοκληρωτική συντριβή του ΕΔΕΣ[178]. Παρ' όλα αυτά, μετά την υπογραφή της συμφωνίας την 29η Φεβρουαρίου, συμμορφώθηκε με τη γραμμή συνεργασίας και διέταξε τα τμήματά του να την εφαρμόσουν πιστά και να τιμωρήσουν αυστηρά κάθε παράβασή της[179]. Αντίθετα ο Ζέρβας διαβεβαίωνε τη Γερμανική ηγεσία ότι δεν θα τηρούσε τη συμφωνία ως προς τα σημεία που αφορούσαν τις επιθέσεις εναντίον των Γερμανών[180].

Η οριστική διάλυση του 5/42 Συντάγματος και η δολοφονία του συνταγματάρχη Ψαρρού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στα τέλη Μαρτίου ο Βελουχιώτης είχε μια συνάντηση με τους Σιάντο και Ιωαννίδη. Τον ενημέρωσαν ότι λόγω της άσχημης κατάστασης του ΕΑΜ /ΕΛΑΣ στην Πελοπόννησο έπρεπε να μεταβεί ο ίδιος εκεί ώστε να αναδιοργανώσει τα ελασίτικα τμήματα και να δώσει νέα πνοή στον αγώνα εναντίον της Βέρμαχτ και των Ταγμάτων Ασφαλείας[181]. Ο Αρχικαπετάνιος, έτοιμος πάντα για δύσκολες αποστολές, ίσως ερμήνευσε τη μετάβασή του στην Πελοπόννησο σαν απομάκρυνσή του από το κεντρικό στρατιωτικό και πολιτικό κέντρο και γι' αυτό σε δημόσιες εμφανίσεις του εκείνη την εποχή εκδήλωνε τη δυσαρέσκεια και την πικρία του με τη φράση «καλή αντάμωση στα γουναράδικα».[182]

Συνοδευόμενος από περίπου 40 άνδρες, ο Βελουχιώτης περιόδευε στα χωριά της Φθιώτιδας και της Παρνασσίδας, όταν στις 7 Απριλίου έλαβε γνώση για την τεταμένη -σχεδόν εμφυλιοπολεμική-κατάσταση με το 5/42 Συντάγματος Ευζώνων της ΕΚΚΑ[αα]. Από τον Μάρτιο του 1944 ξεκίνησαν ανάμεσα στις δύο ανταρτικές οργανώσεις συνεχείς προστριβές. Για τους αντάρτες του 5/42 ο Δημήτρης Δημητρίου (Νικηφόρος) ήταν αντιπαθής, καθώς τον κατηγορούσαν για πλήθος αυθαιρεσιών, θρασύτατη και βίαια συμπεριφορά, όπως και φανερή υπεροψία. Από την άλλη πλευρά, ο ΕΛΑΣ κατηγορούσε τον λοχαγό του 5/42 Θύμιο Δεδούση σαν αρχηγό μιας «βασιλικής σπείρας» που υποκινούσε νέες εμφύλιες συγκρούσεις. Ο Δεδούσης έγινε επικεφαλής μιας κίνησης αμφισβήτησης του συνταγματάρχη Ψαρρού, ενώ ένας αντάρτης υπό τις διαταγές του σκότωσε τον υπεύθυνο του ΕΑΜ Κωνσταντίνο Βάρσο. Στα τέλη Φεβρουαρίου μαζί με 68 αξιωματικούς και υπαξιωματικούς είχε αποκηρύξει την ΕΚΚΑ και ζητούσε το 5/42 να λαμβάνει εντολές μόνο από το Στρατηγείο Μέσης Ανατολής, τον βασιλιά Γεώργιο Β΄ και την κυβέρνησή του[183]. Άλλα και με τις ενέργειές του τάχθηκε ανεπιφύλακτα κατά του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ[184]. Παρά τις διαμαρτυρίες του ΕΛΑΣ ο Ψαρρός, υποσχόμενος το ότι θα περιόριζε τον Δεδούση, δεν μπορούσε να ελέγξει το Σύνταγμά του. Έτσι, για να ασκήσει πίεση στον Ψαρρό, η ελεγχόμενη από το ΕΑΜ Κυβέρνηση του Βουνού (ΠΕΕΑ) στις 7 Απριλίου διέταξε την ανώτατη διοίκηση του ΕΛΑΣ (Σαράφης) να του στείλει ένα τελεσίγραφο, ζητώντας από τον συνταγματάρχη να συλλάβει τον Δεδούση και άλλους αξιωματικούς και να συγκεντρώσει το 5/42 σε καθορισμένη περιοχή μέχρι να ρυθμιστούν τα «εκκρεμή ζητήματα». Στην περίπτωση που ο Ψαρρός αρνούνταν τους όρους ο ΕΛΑΣ έπρεπε να επιτεθεί και να διαλύσει το Σύνταγμα. Ο Ψαρρός συμφώνησε με όλους τους όρους, σημειώνοντας μόνο ότι ο Δεδούσης βρίσκονταν σε αποστολή και όταν μετά από 2 με 3 μέρες επέστρεφε θα συλλαμβανόταν. Ωστόσο ο ΕΛΑΣ αύξησε την επιθετικότητά του έναντι του 5/42[185].

Πιστεύοντας ότι δεν μπορούσε να μείνει αδιάφορος, ο Βελουχιώτης, έχοντας μαζί του τους μαυροσκούφηδες, άλλαξε την πορεία του προς την Πελοπόννησο και στις 13 Απριλίου έφτασε στη Δωρίδα. Ως ανώτερος Καπετάνιος από όλους ανέλαβε την ηγεσία των τοπικών δυνάμεων του ΕΛΑΣ, αποτελούμενων από περίπου 1.400 με 2.000 αντάρτες. Με την καταλυτική παρουσία του στη περιοχή, που ενίσχυσε τους οπαδούς της σύγκρουσης και από τις δύο πλευρές, οι εξελίξεις επιταχύνθηκαν. Αμέσως έστειλε ένα νέο τελεσίγραφο στον Ψαρρό, επισημαίνοντας ότι αφού δεν συνέλαβε τον Δεδούση οι σχεδόν 500 άνδρες του 5/42 θα έπρεπε να παραδώσουν τα όπλα τους, εγγυόμενος ότι θα προστάτευε όσους δεν ενέχονταν σε αντεθνικές ενέργειες[186]. Ο Ψαρρός, παρότι είχε αποδεχθεί τους όρους της ΠΕΕΑ και του ΕΛΑΣ, μόλις έλαβε το μήνυμα του Βελουχιώτη κατάλαβε ότι δεν υπήρχε διάθεση συμβιβασμού και ο ΕΛΑΣ ήταν αποφασισμένος να διαλύσει το 5/42[187]. Προσπαθώντας να αποφύγει την εμφύλια σύρραξη και την αιματοχυσία, τη στιγμή μάλιστα που υπέρτερες δυνάμεις είχαν κυκλώσει τους άνδρες του, ο Ψαρρός απάντησε στις 15 Απριλίου υποχωρώντας ακόμα περισσότερο αποδεχόμενος πλήρως όλους τους όρους του ΕΛΑΣ και ζήτησε το τμήμα του να ενσωματωθεί ως ανεξάρτητη μονάδα στην ΠΕΕΑ[188]. Ωστόσο, τα ξημερώματα της 16ης Απριλίου δυνάμεις του ΕΛΑΣ ξεκίνησαν μεμονωμένες επιθέσεις, οι οποίες αποκρούστηκαν. Χωρίς να λάβει απάντηση, ο Ψαρρός, το απόγευμα της ίδιας μέρας, απέστειλε ένα νέο μήνυμα, δηλώνοντας ότι ήταν αποφασισμένος να αγωνισθεί εναντίον της επίθεσης του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ.

Υποθέτοντας ότι το ηθικό των αντιπάλων του ήταν μειωμένο, ο Βελουχιώτης εξαπέλυσε γενική επίθεση στις 02:30-03:00 της 17ης Απριλίου στη θέση Κλήμα, όπου κατόπιν σύντομης μάχης το 5/42 υποχώρησε. Τμήματα αυτού πέτυχαν τη διαφυγή τους προς την Πάτρα ή σημεία της Παρνασσίδας και οι υπόλοιποι, μεταξύ των οποίων αρκετοί αξιωματικοί και τραυματίες, συμπτύχθηκαν υπό τον Ψαρρό στο μικρό λιμάνι Σκάλα Καραΐσκου.[189]

Οι ηττημένοι αντάρτες συνελήφθησαν από τον Νικηφόρο, που με ρητή διαταγή του ζήτησε να μην ενοχληθεί κανείς κρατούμενος. Αμέσως μετά έστειλε τον Ψαρρό και μερικούς αξιωματικούς του προς τον σταθμό διοίκησης, οπού εκεί βρίσκονταν ο Βελουχιώτης. Στη διαδρομή όμως συνάντησαν τον αξιωματικό του ΕΛΑΣ Θύμιο Ζούλα, ο οποίος μετά από σύντομη λεκτική διαμάχη με τον Ψαρρό, διέταξε έναν ελασίτη να πυροβολήσει τον αιχμάλωτο συνταγματάρχη[190]. Το πτώμα του φορτώθηκε σε ένα μουλάρι και περιόδευσε σε όλη την περιοχή. Δεκάδες αντάρτες του 5/42 προσχώρησαν υποχρεωτικά στον ΕΛΑΣ, ενώ τις επόμενες μέρες εκτελέστηκαν τουλάχιστον 66 αιχμάλωτοι[191]. Πολλοί από αυτούς πέθαναν μετά από ανακρίσεις και βασανιστήρια που υπέστησαν, είτε για να αποκαλύψουν που έκρυψαν τις λίρες που απόκτησαν από τη βρετανική βοήθεια είτε για λόγους αντεκδίκησης[192]. Σε αυτές τις βίαιες ανακρίσεις έλαβε μέρος και ο Βελουχιώτης[193]. Η διάλυση του 5/42 είχε σαν αποτέλεσμα ο ΕΛΑΣ να επιβάλει ένα κλίμα τρόμου για τους οπαδούς της ΕΚΚΑ που υπήρχαν στην περιοχή και να μείνουν απροστάτευτοι από πράξεις αντεκδίκησης ορισμένων ακραίων ελασιτών[192].

Ο Βελουχιώτης σε έκθεση που απέστειλε στην ΠΕΕΑ την 31 Μαΐου 1944, υποστήριξε ότι η επίθεση ήταν επιβεβλημένη γιατί, όπως πίστευε, το 5/42 συνεργάζονταν με τους κατακτητές και επομένως οποιαδήποτε αναμονή, μέχρις ότου έλθουν αι γερμανικαί ενισχύσεις ή διαφυγή διά μίαν ακόμη φοράν των καθαρμάτων του 5/42 και ιδιαίτερα του εθνοπροδότου Συνταγματάρχου Ψαρρού Δ., θα ήτο πράξις εγκληματικώς ασύμφορος[αβ]. Ωστόσο συνεργασία του 5/42 με τις γερμανικές δυνάμεις δεν υπήρξε ποτέ[194]. Επίσης στην ίδια έκθεση ανέφερε ότι ο Ψαρρός σκοτώθηκε στη μάχη και παραδέχτηκε ότι επέδρασε εξαιρετικά και ερυμούλκησα την Ταξιαρχίαν προς γραμμήν τοιαύτης ταχείας και ανηλεούς εξοντώσεως. Πιστεύω, όμως, ότι ενήργησα απολύτως προς το συμφέρον του αγώνος και αναλαμβάνω ακεραίαν την ευθύνην. Αν και σε ορισμένους ελασίτες η εκτέλεση του ηγέτη του 5/42 προκάλεσε αγανάκτηση, η ηγεσία του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ υποστήριξε την εκδοχή του θανάτου στη μάχη[195]. Αντίθετα, αρκετοί αυτόπτες μάρτυρες υποστηρίζουν την εκδοχή της δολοφονίας από τον Ζούλα[196][197]. Καθώς το ΕΑΜ δεν παραδεχόταν ανοιχτά το γεγονός της δολοφονίας, οι Βρετανοί κατηγόρησαν τον ΕΛΑΣ ότι έκανε επίδειξη δύναμης ξεπερνώντας τα όρια και το καταχώρησε ως ένα ακόμη έγκλημα του Βελουχιώτη. Πράγματι, ο Αρχικαπετάνιος αγνοώντας συνειδητά την πολιτική του ΚΚΕ[193] και εν αγνοία του ΓΣ του ΕΛΑΣ μετακίνησε μονάδες και ενεπλάκη ενεργά στην επίθεση και διάλυση του 5/42 και έτσι κλήθηκε σε απολογία[195]. Η ηγεσία της Αριστεράς όμως, προσπαθώντας να συγκαλύψει την εκτέλεση του Ψαρρού, δεν έκανε καμία έρευνα και δεν επέβαλε κάποια κύρωση στους εμπλεκόμενους, γιατί διαφορετικά θα αναγνώριζε έμμεσα ότι υπήρξε δολοφονία[195].

Ο Άρης στην Πελοπόννησο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από τη Ρούμελη, την άνοιξη του 1944, με εντολή της ηγεσίας του ΚΚΕ (Σιάντος-Ιωαννίδης), ο Βελουχιώτης μαζί με τους καπετάνιους Πελοπίδα, Ερμή κ.α και τον έφιππο ουλαμό κατέβηκε στην Πελοπόννησο για να οργανώσει τον ΕΛΑΣ που δρούσε εκεί. Η παρουσία του στην Πελοπόννησο βοήθησε καταλυτικά στην υποδειγματική οργάνωση των μονάδων του ΕΛΑΣ που ανέλαβαν σημαντική δράση κατά των Γερμανών σε βαθμό ώστε το Γερμανικό επιτελείο που ηγείτο ο Σωματάρχης Χέλμουτ Φέλμυ να κηρύξει την Πελοπόννησο ως εμπόλεμη ζώνη, η μοναδική στην Ελλάδα. Ο ίδιος ο Φέλμυ σημείωνε ότι χρειάζονταν τουλάχιστον 3 μεραρχίες επιπλέον, μόνο για την Πελοπόννησο.[198]

Τον Σεπτέμβριο του 1944, μετά την αποχώρηση των Γερμανών, πολέμησε επικεφαλής του ΕΛΑΣ Πελοποννήσου εναντίον των Ταγμάτων Ασφαλείας που δεν δέχτηκαν να παραδοθούν. Ο ΕΛΑΣ διέλυσε τα Τάγματα Ασφαλείας που είχαν οχυρωθεί σε διάφορες πόλεις της Πελοποννήσου (Πύργος, Καλαμάτα, Γαργαλιάνοι, Μελιγαλάς, Πύλος). Ιδιαίτερα αιματηρές για τα Τάγματα Ασφαλείας, αλλά και για τον ΕΛΑΣ, ήταν οι συγκρούσεις που έγιναν, ειδικά στον Μελιγαλά. Οι 2000 περίπου ταγματασφαλίτες που ήταν οχυρωμένοι στην Τρίπολη υπό τον συνταγματάρχη Διονύσιο Παπαδόγκωνα παραδόθηκαν, αφοπλίστηκαν και μεταφέρθηκαν στις Σπέτσες, χωρίς να πάθει κανείς τίποτε.[199] Ο Βελουχιώτης κατέστειλε τα καπετανάτα μέσα στον ΕΛΑΣ που συνέδεσαν τους σκοπούς της αριστεράς με τις προσωπικές εκδικήσεις και την ατομική τρομοκρατία[200].

Στο τέλος Σεπτεμβρίου 1944, ο Βελουχιώτης, με τη μεσολάβηση του υπουργού της εξόριστης κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας Παναγιώτη Κανελλόπουλου, δέχθηκε να αναστείλει τη λειτουργία των έκτακτων στρατοδικείων του ΕΛΑΣ στην Πελοπόννησο.[εκκρεμεί παραπομπή] Στις αρχές Οκτωβρίου ο Βελουχιώτης παρήλασε μαζί με τους Βρετανούς στην απελευθερωμένη Τρίπολη και η αποστολή του στην Πελοπόννησο μετά από 6 μήνες παραμονής έλαβε τέλος.

Απελευθέρωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις αρχές Οκτωβρίου ο Βελουχιώτης, αφού αποχαιρέτησε τους Μωραΐτες καπετάνιους του ΕΛΑΣ με την ευχή «καλή αντάμωση στα γουναράδικα» (αγαπημένη φράση του Άρη προς τους συμπολεμιστές του όταν πήγαιναν στη μάχη και δεν γνώριζαν ποιοι και πόσοι θα γύριζαν ζωντανοί) και έκανε μια μικρή περιοδεία σε μερικές πόλεις της Πελοποννήσου όπου έβγαλε και προκήρυξη στον λαό, η οποία υπογράφηκε με το όνομα του και έφυγε για τη Ρούμελη. Το δρομολόγιο της επιστροφής ήταν πάλι από τον κορινθιακό κόλπο με πλωτό μέσο και πάντα κινούμενος με εντολή της ηγεσίας του ΚΚΕ μακριά από την Αθήνα.

Λίγες μέρες μετά από την αποχώρηση των Γερμανών από τη Λαμία μπήκε θριαμβευτικά στην πόλη. Κατέθεσε στεφάνι στον ανδριάντα του ήρωα Αθανάσιου Διάκου και έβγαλε τον διάσημο λόγο του (29 Οκτώβρη), όπου έκανε ιδιαίτερη αναφορά στον πολύχρονο αιματηρό αγώνα του ΕΛΑΣ, στο πολιτειακό, στην εθνική ανεξαρτησία και σε ενδεχόμενους αγώνες για την κατοχύρωσή της και μετά την απελευθέρωση.

Ο Λόγος της Λαμίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Λόγος της Λαμίας συνιστά ένα προγραμματικό κείμενο αναφορικά με τη διαχείριση των ζητημάτων εξουσίας όπως αυτά προέκυπταν μετά την αποχώρηση των κατακτητών. Ο Βελουχιώτης «επιχειρεί να νομιμοποιήσει[...] να εξορθολογίσει, τις πρακτικές πολιτικής ανατροπής που προωθεί η αριστερά στους κόλπους του εαμικού κινήματος, επιδιώκοντας την όσο τη δυνατόν, ευρύτερη λαϊκή συναίνεση». Ο Λόγος του αποτυπώνει τη μαρξιστική παιδεία του, την ιστοριογνωσία του. Οι συγκυριακές εξελίξεις και αντιθέσεις της κοινωνίας ανάγονται στο παρελθόν. Η διήγηση της ιστορίας που επιχειρεί δομείται γύρω από δύο σταθμούς της νεότερης ιστορίας: Το εικοσιένα και την εθνική αντίσταση. Υιοθετεί για τους κοτζαμπάσηδες μια ερμηνεία που στο πλαίσιο της μαρξιστικής ιστοριογραφίας τους θέλει συνεργούς των Τούρκων. Στον αντίποδά τους βρίσκεται ο λαός. Η πολιτική συγκυρία ωστόσο ευνοεί τέτοιες σχηματοποιήσεις. Ο κόσμος της αντίδρασης στον Λόγο του Βελουχιώτη αποχτά μια υπερβατική -οντολογική ανηθικότητα. Η ιστορία του ελληνικού κράτους γίνεται περίοδος έκπτωσης των κατακτήσεων του εικοσιένα. Η διήγησή του δεν περιλαμβάνει το Βυζάντιο: από την ευδαιμονία-αρμονία της αρχαίας Ελλάδας περνάμε στην οθωμανική κατάκτηση, μετά στην επανάσταση του εικοσιένα και στην απελευθέρωση. Μετά ακολουθεί μια αταξία την οποία η εθνική αντίσταση θα ανατρέψει.[201]

Ο Άρης Βελουχιώτης όντας στην Πελοπόννησο, μακριά από την έδρα της κυβέρνησης του βουνού (ΠΕΕΑ) στην ορεινή Ρούμελη, διαφώνησε με την ηγεσία του ΕΑΜ-ΚΚΕ για τη Συνθήκη του Λιβάνου και τη Συμφωνία της Καζέρτας, θεωρώντας ότι «παρέδιδαν το απελευθερωτικό κίνημα δεμένο χειροπόδαρα στους Άγγλους». Οι σχέσεις του Άρη Βελουχιώτη με τους Βρετανούς πράκτορες που δρούσαν στην Ελλάδα ήταν πάντα «επί ξυρού ακμής».

Ο Βελουχιώτης μαζί με τον Σαράφη, ενάντια στη συμφωνία της Καζέρτας, έδωσαν διαταγή στον ΕΛΑΣ να καταλάβει άμεσα τη Θεσσαλονίκη, κάτι που έγινε, και για αυτό το θέμα συνάντησε τις κατηγορίες του Σιάντου.

Μετά την απελευθέρωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύσκεψη Καπετάνιων στη Λαμία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το κύριο πρόβλημα που έθετε ο Άρης μετά την απελευθέρωση ήταν οι σχέσεις του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ με τους Άγγλους και δεν συμμεριζόταν την αισιοδοξία της ηγεσίας του ΚΚΕ για συνεργασία με τους Άγγλους. Πίστευε ότι η σύγκρουση με τους Άγγλους ήταν αναπόφευκτη. Τον Νοέμβριο του 1944 ο Άρης σε σύσκεψη καπετάνιων των μεραρχιών του ΕΛΑΣ πρότεινε [ασαφές] να ετοιμαστεί ο ΕΛΑΣ για την επερχόμενη -κατά τη θεώρηση του- σύγκρουση με τους Άγγλους.

Ο Βελουχιώτης πρότεινε την κατάληψη της Αττικής αλλά δεν επέμεινε λόγω της αντίδρασης των Καπετάνιων που ήταν κομματικά στελέχη όπως ο Μάρκος Βαφειάδης, έτσι η συζήτηση έληξε δίχως να παρθεί κάποια απόφαση. Επειδή υπέγραψε μια διαταγή για εξοικονόμηση βενζίνης ως προετοιμασία για την επικείμενη σύγκρουση[εκκρεμεί παραπομπή], συνάντησε τις έντονες παρατηρήσεις του Σιάντου, ενώ στις 17 και 22 Νοεμβρίου αντιμετώπισε τις κατηγορίες από τα μέλη του Π.Γ Χρύσα Χατζηβασιλείου και Πέτρο Ρούσο[202].

Πριν και στα Δεκεμβριανά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ουίνστον Τσώρτσιλ στις 18/11/1944 ζητούσε να ληφθούν δραστικά μέτρα έναντι του Βελουχιώτη, ενώ τακτικές αναφορές στέλνονταν στον στρατηγό Ρόναλντ Σκόμπι πριν και κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών, καθώς θεωρούσαν ότι η μετακίνηση του στην Αττική θα μπορούσε να ανατρέψει τις ισορροπίες[203].

Κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών, η ηγεσία του ΚΚΕ ανασυγκρότησε την Κ.Ε του ΕΛΑΣ με μη κομματικά στελέχη (Μάντακας-Χατζημιχάλης), ενώ αντίθετα ο Άρης Βελουχιώτης και Στέφανος Σαράφης μαζί με τον επιτελικό Θεόδωρο Μακρίδη (όλοι οπαδοί της σύγκρουσης) βρίσκονταν με το Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ στη Λαμία και δεν έλαβαν μέρος στις μάχες της Αθήνας. Αντίθετα, με εντολή της ηγεσίας του ΚΚΕ, στα τέλη Δεκεμβρίου του 1944 στάλθηκαν στην Ήπειρο να διαλύσουν τις μονάδες του ΕΔΕΣ, πράγμα που κατάφεραν σε ελάχιστο χρόνο (τα υπολείμματα του ΕΔΕΣ μεταφέρθηκαν από τους Άγγλους στην Κέρκυρα). Στις αρχές Ιανουαρίου ο Άρης εσπευσμένα από την Ήπειρο ήρθε στη Θήβα στις 5/1/1945 όπου η Κ.Ε του ΕΛΑΣ του απαγόρευσε οποιαδήποτε περαιτέρω εμπλοκή στη μάχη των Δεκεμβριανών. Ο ΕΛΑΣ Αθηνών είχε αρχίσει να αποχωρεί από την Αθήνα, ενώ οι Άγγλοι είχαν μεταφέρει θωρακισμένες δυνάμεις σε πολύ προχωρημένες θέσεις, αξιόμαχες μονάδες του ΕΛΑΣ δεν υπήρχαν για εμπλοκή με τους Άγγλους, οπότε ο Άρης με την ηγεσία του ΕΑΜ και τους μαχητές του ΕΛΑΣ Αθήνας εγκαταστάθηκαν στη Λαμία, όπου στις 13-14 Ιανουαρίου εφαρμόστηκε η ανακωχή που είχε συμφωνηθεί στις 11 Ιανουαρίου 1945.

Υπογραφή της αποστράτευσης του ΕΛΑΣ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Βελουχιώτης αρνήθηκε προτάσεις του Μακρίδη για σύλληψη των μελών της ηγεσίας του ΚΚΕ, και συνέχιση του αγώνα εναντίον των Βρετανικών δυνάμεων καθώς θεωρούσε πως δεν διέθετε το απαραίτητο κομματικό και πολιτικό κύρος για να αρνηθεί την παράδοση των όπλων του ΕΛΑΣ. Αντίθετα υπέγραψε με τον στρατιωτικό αρχηγό του ΕΛΑΣ, Στέφανο Σαράφη την πλήρη αποστράτευση του ΕΛΑΣ. Η υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας από το ΕΑΜ και η αποστράτευση του ΕΛΑΣ στις αρχές του 1945 οδήγησε στην παράδοση μεγάλου αριθμού όπλων και τη διάλυση του ΕΛΑΣ και σήμανε την έναρξη διώξεων και αντεκδικήσεων εναντίον όχι μόνο των κομμουνιστών, αλλά, και απλών μελών και συμπαθούντων του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ.

Μέτωπο Εθνικής Ανεξαρτησίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αργότερα όμως κατηγόρησε με δριμύτητα την πολιτική ηγεσία του ΕΑΜ για την εσφαλμένη τακτική της, που, κατά την άποψη του, οδηγούσε στην «εγκαθίδρυση των Άγγλων στην Ελλάδα και στη δίωξη των αγωνιστών του ΕΑΜ». Στις 24/3/1945 στέλνει γράμμα στα μέλη της ΚΕ του ΚΚΕ Η «διαφώτιση» του λαού, των οπαδών του ΕΑΜ και των οπαδών και μελών του ΚΚΕ επί της «αναγκαιότητας» της πολιτικής της Βάρκιζας είναι αστεία κυριολεκτικά και κανένα μέλος του ΚΚΕ δεν την πιστεύει. Μα και τι διαφώτιση να γίνει; Κατά ποιον ταχυδακτυλουργικό τρόπο θα μπορούσε το άσπρο να γίνει μαύρο; Ο Βελουχιώτης ήρθε τότε σε ανοιχτή σύγκρουση και ρήξη με το ΚΚΕ θεωρώντας τη συμφωνία «προδοσία των απλών ανταρτών». Ξανάρχισε τη δράση του κινούμενος στην ορεινή κεντρική Ελλάδα, ιδρύοντας το Μέτωπο Εθνικής Ανεξαρτησίας (ΜΕΑ) και τον νέο ΕΛΑΣ με στόχο τον αγώνα εναντίον των Άγγλων, της νέας ελληνικής κυβέρνησης και τις παρακρατικές συμμορίες που δρούσαν στην ύπαιθρο. Μαζί του συμπαρατάχθηκαν στενοί του φίλοι, καπετάνιοι του ΕΛΑΣ, όπως ο Πελοπίδας, ο Θάνος, ο Χρυσιώτης, ο Νέστορας και μερικοί μαυροσκούφηδες με επικεφαλής τους Τζαβέλα και Έκτορα.

Έτσι, παρά την αρχική αποδοχή της Συμφωνίας της Βάρκιζας, διακήρυξε την ανάγκη να συνεχιστεί ο αγώνας εναντίον του νέου ζυγού. Η ενέργειά του όμως αυτή προκάλεσε την αντίδραση όχι μόνο της ελληνικής κυβέρνησης, αλλά και της ηγεσίας του ΚΚΕ, που τον αποκήρυξε.

Η διαγραφή από το ΚΚΕ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Φαίνεται ότι, τουλάχιστον αρχικά, η ηγεσία του Κ.Κ.Ε. επιχείρησε να καλύψει τον Βελουχιώτη. Το ίδιο πιθανό είναι ότι και οι Βρετανοί ενδιαφέρθηκαν για την αναστολή της δράσης του. Την ίδια ημέρα του θανάτου του Άρη Βελουχιώτη, η εφημερίδα Ριζοσπάστης δημοσίευσε την απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ για τη διαγραφή του Βελουχιώτη από το κόμμα. Το κείμενο έχει ως εξής: «Το ΠΓ ενέκρινε τη δημοσίευση στον "Ριζοσπάστη", της απόφασης της 1ης Ολομέλειας της ΚΕ για τον Άρη Βελουχιώτη (Θανάση Κλάρα ή Μιζέρια). Ο Κλάρας, αφού μια φορά πρόδωσε και αποκήρυξε το ΚΚΕ γιατί λύγισε μπροστά στην τρομοκρατία του Μανιαδάκη, ξαναζήτησε στον καιρό του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα να αγοράσει ξανά με το αίμα του την προδοσία του εκείνη που αναγνώρισε και καταδίκασε. Το ΚΚΕ του έδωσε τη δυνατότητα αυτή. Σήμερα όμως σε μια δύσκολη και κρίσιμη στιγμή, από δειλία και φόβο, παρά τις υποσχέσεις και τη συμφωνία που στα λόγια έδειξε, απειθαρχεί πάλι, ξαναπροδίδει το ΚΚΕ με την τυχοδιωκτική και ύποπτη δράση του που μονάχα τον εχθρό ευνοεί. Στο ΚΚΕ δεν έχει θέση κανένας οσοδήποτε ψηλά κι αν στέκει και οσοδήποτε μεγάλος κι αν είναι, όταν οι πράξεις του δεν συμβιβάζονται με το κοινό συμφέρον και όταν παραβιάζεται η δημοκρατική εσωκομματική πειθαρχία».

Θάνατος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Χαράδρα του Φάγκου, στη Μεσούντα Άρτας, όπου βρήκε τον θάνατο ο Άρης Βελουχιώτης

Σύμφωνα με ορισμένα δημοσιεύματα ο Βελουχιώτης επιχείρησε στα μέσα Μαρτίου να περάσει στην Αλβανία. Προς τα τέλη Μαρτίου, η κυβέρνηση δήλωσε ότι εάν δεν κατέθετε τα όπλα του θα επικηρυσσόταν από τις αρχές και θα άρχιζε αμέσως η καταδίωξή του, "ως επικινδύνου εις την δημοσίαν ασφάλειαν. Πάντως, όπως αναφέρουν τα επίσημα αρχεία του Γ.Ε.Σ. στις 4 τα ξημερώματα της 25 Απριλίου 1945 και κοντά στο χωριό Καλή Βρύση της Περιφέρειας Καστοριάς, η 50μελής ομάδα του Βελουχιώτη συγκρούστηκε με δύναμη εθνοφυλάκων, ενισχυμένη από Βρετανούς στρατιώτες. Κατά τη διάρκεια την ανταλλαγής πυρών σκοτώθηκαν 5 άνδρες της ομάδας Άρη, ενώ τραυματίστηκαν άλλοι τέσσερις. Επίσης, τέσσερις αιχμαλωτίστηκαν, ενώ οι υπόλοιποι διέφυγαν, υποχωρώντας προς την Ελληνοαλβανική μεθόριο. Ακολούθως και βάσει της συμπληρωματικής έκθεσης της στρ. διοίκησης Λάρισας, ο αιχμαλωτισθείς καπετάν Δράκος κατέθεσε στην ανάκριση στην οποία υποβλήθηκε, ότι ο Βελουχιώτης μαζί με 40 αντάρτες του μετέβη στις 25-4-1945 στην Αλβανία και συσκέφθηκε με Αλβανούς κομμουνιστές, οι οποίοι δεν ενέκριναν την παραμονή του τμήματός του στη χώρα τους. Στα μέσα Μαΐου ο Βελουχιώτης επέστρεψε στην περιοχή της στρ. Δ/κης Λάρισας, αφού προηγουμένως πέρασε από διάφορα χωριά της Νότιας Πίνδου, ενεργώντας στρατολόγηση. Στα τέλη Μαΐου 1945 ο Βελουχιώτης έχει εντείνει τη δράση του στην κεντρική Ελλάδα, ανακοινώνοντας προς τους χωρικούς της περιφέρειας Τρικάλων και άλλων περιοχών την αναδημιουργία του Ε.Λ.Α.Σ., με στόχο την εκδίωξη των Άγγλων. Η καταδίωξη της ομάδας του Βελουχιώτη -που αποτελείτο από περίπου 80 άνδρες μεταξύ των οποίων βρισκόταν τουλάχιστον μια γυναίκα- ξεκίνησε αρχικά από την περιοχή Βαγενά του δήμου Απεραντίων και συνεχίσθηκε στον Ανθηρό (12 Ιουνίου 1945), Καλλικώμη (13 Ιουνίου) και Ξηρόκαμπο για να καταλήξει στο Πετρωτό Καρδίτσας. Τα ξημερώματα της 14ης Ιουνίου το απόσπασμα της Εθνοφυλακής (αποτελούμενο από 2 λόχους και ισάριθμες διμοιρίες) αιφνιδίασε τους αντάρτες στη θέση Ξηρόλακκος, μεταξύ Κοθωνίου και Μυροφύλλου. Εκεί σημειώθηκε συμπλοκή, συνελήφθησαν 2 αντάρτες και το υπόλοιπο τμήμα υποχώρησε προς Σκαρπέτι. Στις 15 Ιουνίου 1945 (19:00 μ.μ.) ο Άρης Βελουχιώτης με την 35μελή πια, ομάδα του είχε κυκλωθεί στη Χαράδρα του Φάγκου (Αχελώος Ποταμός) στο χωριό Μεσούντα του Νομού Άρτας, δυτικά από ομάδες της Εθνοφυλακής (δυο τάγματα υπό αριθμούς 118, 119 και 206), που είχαν σταλεί για να τον συλλάβουν με επικεφαλής τον οπλαρχηγό Βόιδαρο (120 άτομα)[εκκρεμεί παραπομπή], και ανατολικά τον καταδίωκε τμήμα του Ελληνικού Στρατού με επικεφαλής τον υπολοχαγό Α. Μουρελάτο, στο οποίο συμμετείχαν, επίσης, ο υπολοχαγός Ζάκας και ο ανθυπολοχαγός Μπακλάβας, όπως και ο Ρίζος Μπόκοτας. Το απόγευμα της 15ης Ιουνίου ή το πρωί της επομένης, κατά την επικρατούσα εκδοχή, ύστερα από δίωρη μάχη ο Άρης αυτοκτόνησε δίπλα σε άνδρες του τμήματός του. Από την ομάδα του πιάστηκαν συνολικά 10 αιχμάλωτοι (μεταξύ των οποίων ο "Καπετάν Δράκος"), ενώ φονεύτηκαν έξι, συμπεριλαμβανομένων του ίδιου του Άρη και του υπαρχηγού του, "Τζαβέλλα". Ακόμη ένας άνδρας πνίγηκε στον ποταμό Αχελώο και οι υπόλοιποι διέφυγαν προς την Άρτα. Στην ιστοριογραφία αλλά και στον Τύπο της εποχής υπάρχουν πολλές εκδοχές τόσο για τον θάνατο του Άρη Βελουχιώτη όσο και για τα αίτια που τον προκάλεσαν. Αρχικά πάντως, υιοθετήθηκε η εκδοχή της αυτοκτονίας. Οι άνδρες των ταγμάτων της εθνοφυλακής που πήραν μέρος στην καταδίωξη και εξόντωση του Βελουχιώτη προτάθηκαν για τη χορήγηση σε αυτούς, ηθικών αλλά και χρηματικών αμοιβών, σύμφωνα πάντοτε με τα αρχεία του Γ.Ε.Σ. Στην ίδια αναφορά διατυπώνεται η πληροφορία περί συνδρομής των κατοίκων της περιοχής στο έργο της εθνοφυλακής.

Σύμφωνα με τον Δημήτρη Καραθάνο που συνέταξε για το ΚΚΕ την ομώνυμη έκθεση για τον θάνατο του Άρη και μίλησε στις φυλακές που κρατείτο με τους Θάνο (Φώτης Μαστροκώστας), Έκτορα (Γιάννης Μαδωνής) και Λέοντα (Γιάννης Νικολόπουλος), που ήταν παρόντες στις τελευταίες στιγμές του Άρη, αυτοκτόνησε με το περίστροφό του και στη συνέχεια ο Τζαβέλας αγκαλιάζοντας τον Άρη αυτοκτόνησε με χειροβομβίδα.

Άλλες πηγές αναφέρουν ότι ο Βελουχιώτης αυτοκτόνησε με περίστροφο. Επίσης ανακοινώσεις του Εθνικού Στρατού ανέφεραν τότε ότι ο Άρης σκοτώθηκε από πυρά των στρατιωτών που τον κατεδίωκαν. Η σύγχυση σχετικά με τα αίτια θανάτου του Βελουχιώτη προκλήθηκε επειδή ο Τζαβέλας αυτοκτόνησε ο ίδιος με χειροβομβίδα αγκαλιάζοντας τον ήδη νεκρό Βελουχιώτη. Επίσης εξέταση της κεφαλής του Άρη μετά από ημέρες στα Τρίκαλα, έδειξε θανάσιμο τραύμα από σφαίρα στο δεξί αυτί. Την επόμενη μέρα 16 Ιουνίου το τάγμα εθνοφυλάκων του Βόιδαρου βρήκε τα δύο πτώματα και τα αποκεφάλισε. Τους αποκεφαλισμούς έκανε ο αντάρτης του Άρη με το ψευδώνυμο Δράκος. Μετά τον θάνατο του Άρη, τμήματα της ομάδας του εμφανίσθηκαν σε διάφορες γειτονικές περιοχές, αλλά σύντομα εξουδετερώθηκαν από την εθνοφυλακή.

Τα κεφάλια του Άρη Βελουχιώτη και του Τζαβέλα τα μετέφεραν και τα επέδειξαν με γλέντια σε κατοίκους πρώτα στο χωριό Μυρόφυλλο και κατόπιν στα Τρίκαλα. Εκεί κρεμάστηκαν σε κεντρικό φανοστάτη της πλατείας Ρήγα Φεραίου.[204] Στη συνέχεια μετέβη στα Τρίκαλα ο Υπουργός Δημόσιας Τάξης Ναπολέων Ζέρβας για να επιβεβαιώσει την ταυτότητα, και στη συνέχεια τα κεφάλια μεταφέρθηκαν στην Αθήνα και είναι άγνωστο τι απέγιναν.

Η πολιτική αποκατάσταση από το ΚΚΕ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το ΚΚΕ αποφάσισε να αποκαταστήσει ημιεπίσημα[205] τον Βελουχιώτη για πρώτη φορά το 1962,[206] ενώ μια δεύτερη πολιτική αποκατάσταση θα πραγματοποιηθεί και κατά την πανελλαδική συνδιάσκεψη που έγινε στις 16 Ιουλίου 2011. Αν και στην απόφαση του 2011 τονίζεται ότι ο Βελουχιώτης «είχε δίκιο ως προς την εκτίμηση που έκανε για τη Συμφωνία της Βάρκιζας», ωστόσο δεν αποκαταστάθηκε η κομματική του ιδιότητα.[207] Η κομματική του ιδιότητα δεν αποκαταστάθηκε διότι, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στην ίδια Πανελλαδική Συνδιάσκεψη, παραβίασε την κομματική πειθαρχία, καθώς και ότι αξιοποίησε τη φήμη και τον σεβασμό που είχε κατακτήσει την προηγούμενη περίοδο ως καπετάνιος του ΕΛΑΣ και στέλεχος του ΚΚΕ. Η στάση του αυτή, που αποτέλεσε ρήξη με τη θεμελιώδη αρχή του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού, δεν καθιστά δυνατή τη μετά θάνατο αποκατάσταση και της κομματικής του ιδιότητας.[208] Η επίσημη τελετή πραγματοποιήθηκε στη Λαμία, στις 9 Οκτωβρίου 2011.

Χαρακτήρας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μέχρι σήμερα δεν έχει γραφτεί μια επιστημονική βιογραφία για τον Βελουχιώτη που θα ξεκαθάριζε τη χαρισματική και αμφιλεγόμενη προσωπικότητά του.[209] Αρκετοί ιστορικοί και μελετητές επισημαίνουν την προσφορά του στην εθνική αντίσταση και στη συμβολή του στη δημιουργία του μεγαλύτερου αντάρτικου στρατού στην ελληνική ιστορία, ενώ άλλοι ιστορικοί αμφισβητούν τα κίνητρα της αντιστασιακής του δράσης και τονίζουν τη σκληρότητα με την οποία αντιμετώπιζε τους αντιπάλους του. Λόγω της πολύπλοκης προσωπικότητάς του μπορούσε κανείς να τον θαυμάζει ή να τον μισεί, να τον σέβεται ή να τον αντιπαθεί, σπάνια όμως απλά να τον συμπαθεί[210]. Οι απόψεις για το πρόσωπό του κυμαίνονται από τον θαυμασμό έως τον αποτροπιασμό.

Ευφυΐα, θάρρος, αντοχή στις κακουχίες, στρατηγικό αισθητήριο, έμφυτη ηγετική και οργανωτική ικανότητα ήταν αρετές που διέκριναν τον Βελουχιώτη[210]. Συμπαθούσε τα παιδιά, τους συναγωνιστές του, τους ηλικιωμένους και σεβόταν τον κλήρο τονίζοντας πάντα τη σημασία της Εκκλησίας[211] [είναι χαρακτηριστικό ότι καθ'όλη τη διάρκεια των χρόνων της Αντίστασης, όπως φαίνεται και στις περισσότερες φωτογραφίες, έφερε στο πέτο σταυρό].

Ήταν σκληρός προς τον εαυτό του και δεν ζητούσε ιδιαίτερη μεταχείριση για το κατάλυμα ή το φαγητό του. Μάλιστα το άλογο που κέρδισε από τη μάχη στο Κρίκελλο, το χρησιμοποιούσαν περισσότερο όσοι δεν μπορούσαν να περπατήσουν, παρά ο ίδιος. Κατά τη διάρκεια των μαχών βρίσκονταν πολύ συχνά κοντά στα τμήματα που διοικούσε ελέγχοντας ακόμα και τη βολή των βαρέων όπλων δίνοντας προφορικές εντολές. Οι αρετές του αυτές, σε συνδυασμό με την προσήνειά του, ερμηνεύουν τη σχεδόν μαγνητική επιρροή που ασκούσε σε πολλούς που τον συναντούσαν για πρώτη φορά[212]. Ήταν φιλόμουσος και στα νεανικά του χρόνια διάβαζε ανελλιπώς κάθε είδους βιβλία. Του άρεσε το δυνατό ποτό και έπινε με την ψυχή του, σπάνια όμως αυτό είχε αρνητικές επιπτώσεις στη συμπεριφορά του. Όταν έπινε υπερβολικά γινόταν περισσότερο προσιτός και εγκάρδιος[210]. Πίστευε ότι η πολιτική ήταν ταυτισμένη με τη διγλωσσία, τις ίντριγκες και τους συμβιβασμούς γι αυτό απαξίωνε τους περισσότερους πολιτικούς άνδρες που γνώριζε. Εκτιμούσε τους θαρραλέους, βασιζόταν στην μπέσα και ήταν δύσπιστος έως έντονα αρνητικός σε κάθε ξένο.

Οι αναρχικές τάσεις του, ο προκλητικός και ατίθασος χαρακτήρας του, όπως και η σκληρή και βίαιη συμπεριφορά[213][αγ] του απέναντι σε όσους θεωρούσε «εχθρούς του λαού» ή σε όσους είχαν καταχραστεί της εμπιστοσύνης του[210], αλλά και η τυφλή υπακοή του στο ΚΚΕ, ήταν τα αίτια που ο Βελουχιώτης μισήθηκε θανάσιμα από τους αντιπάλους του και «κατέστησαν το όνομά του συνώνυμο του εξτρεμισμού»[209]. Στο πρώτο διάστημα του αντάρτικού αγώνα «παρασύρεται επανειλημμένα σε βιαιοπραγίες ενάντια σε υποτιθέμενους ή πραγματικούς προδότες»[215]. Ήταν ένας πραγματικά «άξιος ηγέτης, ικανός να επενδύει τη φήμη του με τρόμο και δέος»[216]. Χαρακτηριστικό είναι ένα γεγονός που έλαβε χώρα τον Οκτώβριο του 1942, όταν συνέλαβε τέσσερις αξιοσέβαστους οικογενειάρχες από το Κλειτσό, «με την κατηγορία της κλοπής λίγου σταριού από την αποθήκη του χωριού. Σχεδόν για μία εβδομάδα τους βασάνιζε ανελέητα και ακατάπαυστα. Αρκετά χρόνια αργότερα ένας από τους φύλακες της αποθήκης εξομολογήθηκε στον παπά του χωριού ότι οι τέσσερις άνδρες ήταν αθώοι και ότι εκείνος είχε διαπράξει την κλοπή»[217]. Ο παρορμητισμός του τον οδηγούσε εύκολα και «συχνά άκριτα σε εξαιρετικά βίαιες αντιδράσεις», με αποτέλεσμα να σπιλώνεται τόσο η προσωπική του αίγλη όσο και εκείνη του ΕΛΑΣ[218]. Ο Ζαούσης αναφέρει ότι ο «Άρης είχε στιγμές σκληρότητας που έφταναν στα όρια του σαδισμού» ενώ όπως υποστηρίζει ο Μαζάουερ, «ο μορφωμένος Βελουχιώτης ήταν ένας σαδιστικά βίαιος άνθρωπος»[219] και ο ίδιος, όπως και οι μαυροσκούφηδές του, μπορούσαν να επιδείξουν «τρομακτική ωμότητα»[220]. Ιδιαίτερα αυστηρός στεκόταν σε θέματα ηθικής, όπως με την περίπτωση του μαυροσκούφη Οκτωβριανού, που κατηγορήθηκε για βιασμό μιας γυναίκας, καταδικάστηκε σε θάνατο μετά από την παραπομπή του σε ανταρτοδικείο και ο Βελουχιώτης αρνήθηκε να του χαρίσει την ποινή.

Αντάρτικο τραγούδι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Άρης Βελουχιώτης εξυμνείται συχνά στα αντάρτικα τραγούδια, όπως και στα αντιστασιακά ρεμπέτικα τραγούδια του Δημήτρη Γκόγκου (Μπαγιαντέρα). Το 1942 γράφτηκε το τραγούδι του Καπετάν Άρη η του Μικρού Χωριού από τον Αλέκο Ξένο, ο οποίος γύριζε μαζί με τον Θίασο του βουνού τα χωριά της ελεύθερης Ελλάδας. Αναφέρεται στη μάχη του Μικρού Χωριού:[221]

Το τραγούδι έχουν ερμηνεύσει επίσης ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Πέτρος Πανδής και ο Πάνος Τζαβέλλας.

Ο Άρης Βελουχιώτης αναφέρεται και στο γνωστό αντάρτικο τραγούδι Σαν ατσάλινο τείχος ή Στους αρχηγούς του ΕΛΑΣ.

Στη διάρκεια του Εμφυλίου, ο Μανώλης Χιώτης συνέθεσε το τραγούδι Ένας λεβέντης έσβησε για τον θάνατο του Άρη Βελουχιώτη, μελοποιώντας στίχους του Νίκου Μάθεση σε συνεργασία με τον Μιχάλη Γενίτσαρη. Η σύνθεση του 1945 ηχογραφήθηκε το 1980 από τον Γιώργο Νταλάρα στα Ρεμπέτικα της Κατοχής

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Τα μέλη της ΟΚΝΕ γίνονταν μέλη του ΚΚΕ όταν έφταναν στην ηλικία των 25 ετών. Έτσι ο Κλάρας έγινε μέλος του ΚΚΕ το 1929, όταν πλέον συμπλήρωσε αυτή την ηλικία. Όσοι νεολαίοι επιδείκνυαν έντονη δραστηριότητα μπορούσαν μετά τα 25 να συνέχιζαν να εργάζονται για την ΟΚΝΕ, υποχρεωτικά όμως θα έπρεπε να παρακολουθούν τις δραστηριότητες του ΚΚΕ, γεγονός που συνέβη και στην περίπτωση του Κλάρα
  2. Στις 9 Αυγούστου 1942 η ομάδα του Βελουχιώτη συνεπλάκη με καταδιωκτικά αποσπάσματα Χωροφυλακής. Πιάστηκαν αιχμάλωτοι οι αντάρτες Νίκος Λαρίσης και Νίκος Λέβας, οι οποίοι, αφού βασανίστηκαν, εκτελέστηκαν από τους Ιταλούς. Οι δύο αντάρτες θεωρούνται οι πρώτοι νεκροί του ΕΛΑΣ.[38]
  3. Έως σήμερα δεν έχει διευκρινιστεί ποιος είναι υπεύθυνος της εκτέλεσής του.
  4. Ένας ακόμη λόγος που ο Ρουμελιώτης παρέμεινε στην Ευρυτανία ήταν η δυσαρέσκειά του από τη γνωστοποίηση σε αυτόν του πραγματικού ονόματος και της ιδεολογίας του Βελουχιώτη, τα οποία δεν γνώριζε όταν κατατάχθηκε στον ΕΛΑΣ.
  5. Στο επιχειρησιακό σχέδιο της Επιχείρησης Χάρκινγκ δεν υπήρχε αναφορά για τον ΕΛΑΣ. Η SOE παρότι γνώριζε την παρουσία ανταρτών του ΕΑΜ–ΕΛΑΣ στα βουνά δεν ενημέρωσε για την ύπαρξή του τους Βρετανούς καταδρομείς.[46]
  6. Ο Βελουχιώτης, ωστόσο, θέλοντας να δείξει τη δύναμη του ΕΛΑΣ, εκτέλεσε, υπό την παρουσία του Ζέρβα και των Βρετανών, ληστές και ύποπτους για συνεργασία με τους Ιταλούς καθ´ όλο το διάστημα του Νοεμβρίου[55].
  7. Σύμφωνα με μαρτυρία του Δημήτρη Δημητρίου (Νικηφόρος), το «αξιοπρόσεκτο στη διαύγεια και την αποτελεσματικότητά του σχέδιο» συντάχθηκε από τον Βελουχιώτη. Κατά ορισμένους ερευνητές έφερε την υπογραφή του «στρατηγού» Ζέρβα[52] διότι ως ανώτερος αξιωματικός από όλους τους συμμετέχοντες ήταν αδύνατο να υποσκελιστεί από τον «ταγματάρχη» Βελουχιώτη[57].
  8. Ο αριθμός των ανταρτών που συμμετείχαν δεν είναι γνωστός με ακρίβεια. Σύμφωνα με πηγές προσκείμενες στον ΕΛΑΣ οι ελασίτες έφταναν τους 150 ενώ οι εδεσίτες τους 50. Σύμφωνα με πηγές προσκείμενες στον ΕΔΕΣ οι ελασίτες ήταν 100 και οι εδεσίτες 60[58].
  9. Για το ποιος διέταξε την εφεδρεία δεν είναι ξεκάθαρο. Ο Μάγερς υποστηρίζει ότι την έστειλε με επικεφαλής τον Πυρομάγλου και στο τέλος πήγε και ο ίδιος για να ενθαρρύνει τους αντάρτες. Ο Νικηφόρος αναφέρει ότι ο Βελουχιώτης διέταξε τον ίδιο να αντεπιτεθεί και να εκκαθαρίσει την κατάσταση σε είκοσι λεπτά, και όποιος υποχωρήσει να εκτελέσει επιτόπου. Ένας ακόμη αυτόπτης μάρτυρας, ο αντάρτης του ΕΔΕΣ Παντελής Κωτσάκης, αναφέρει ότι αφού πήρε την άδεια από τον Ζέρβα αντεπιτέθηκε με χειροβομβίδες και κατάφερε να εξουδετερώσει την ιταλική φρουρά.
  10. Ο Χέρμαν Μάγερ χαρακτηρίζει την απόφαση του Μάιερ ως «θανάσιμο λάθος» ενώ «ακόμη και σήμερα παραπονιούνται πρώην ηγετικά στελέχη του ΕΛΑΣ για την προσβολή που τους έκανε ο Μάγερ» νιώθοντας σαν «άνθρωποι δεύτερης κατηγορίας»[75]. Η δυσφορία έγινε ακόμη μεγαλύτερη όταν το BBC δεν ανέφερε τη συμμετοχή του ΕΛΑΣ στην καταστροφή της γέφυρας του Γοργοπόταμου αλλά και οι φήμες ότι οι Βρετανοί έριχναν άφθονα εφόδια στον ΕΔΕΣ[76]
  11. Όπως αναφέρει ο Ν. Κλόουζ, ήδη από τον Δεκέμβριο του 1942 πολιτική γραμμή του Σιάντου ήταν η μη ανεκτικότητα προς άλλες πολιτικές ομάδες, προειδοποιώντας τους συντηρητικούς πολιτικούς να σταματήσουν να έχουν εχθρική στάση απέναντι στο ΕΑΜ/ ΚΚΕ, διότι εάν επέμεναν «συνειδητά η ασυνείδητα θα ενίσχυαν τον κατακτητή». Τον Ιανουάριο του 1944 μάλιστα η δυσπιστία των ηγετών του ΚΚΕ είχε ως συνέπεια να αποκηρύξει όσους «πολιτικούς ή αντιστασιακές οργανώσεις ήταν εκτός ΕΑΜ ως συνεργαζόμενους με την κατοχική Κυβέρνηση»[85].[εκκρεμεί παραπομπή]
  12. Τα καθήκοντα ενός καπετάνιου αφορούσαν τη ζωή του τμήματος και δεν εμπλέκονταν με σχεδιασμό στρατιωτικών επιχειρήσεων[86]. Ήταν υπεύθυνος για την επιμελητεία και τη στρατολογία, αλλά και την ψυχική, σωματική και πολιτική ευρωστία των ανταρτών[87].
  13. Παρότι αρκετοί συγγραφείς, όπως οι Χαριτόπουλος, Φαράκος, Λαγδάς αναφέρουν αυτό το γεγονός ως δεδομένο, ιστορικοί όπως οι Φλάισερ και Μαργαρίτης το παραβλέπουν, ενώ ο Ρίχτερ το θεωρεί απίθανο[94]
  14. Με αυτούς είχε συλληφθεί και ο Κωστορίζος, ο οποίος μετά από βασανιστήρια και δίκη εκτελέστηκε μαζί με τρεις ή επτά συντρόφους του[107][108]. Σύμφωνα με τον Κέδρο ο ρόλος του Βελουχιώτη σ αυτόν τον αιματηρό επίλογο της «υπόθεσης Κωστορίζου» φαίνεται πως στάθηκε κεφαλαιώδης, επισημαίνοντας ότι ήταν αληθινά «ο μισητός άνθρωπος» του Βελουχιώτη.
  15. Γενικότερα πάντως, οι Βρετανοί έδειχναν εύνοια, με ρίψεις πολεμικού υλικού και λιρών, στις μη εαμικές οργανώσεις, κυρίως στον ΕΔΕΣ και στην ΕΚΚΑ, παρότι ο ΕΛΑΣ είχε πολύ περισσότερους μαχητές και μεγαλύτερη στρατιωτική αποτελεσματικότητα[116].
  16. Παρόλο που αρκετοί συγγραφείς[118] υποστηρίζουν ότι ο Σιάντος είχε δώσει εντολή για επίθεση κατά του Ψαρρού- ή εκφράζουν αμφιβολίες[119] -, ο καθηγητής Ιστορίας Φλάισερ, αξιολογώντας όλες τις εκδοχές κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τέτοια εντολή είναι ανύπαρκτη[120].
  17. Ο Φλάισερ αναφέρει ότι ο αφοπλισμός έγινε στις 13 Μαΐου[120], ενώ άλλοι συγγραφείς την 14η Μαΐου[122] ή την 15η.
  18. Μετά την καταστροφή της γέφυρας του Γοργοποτάμου η ομάδα Χάρλινγκ μετονομάστηκε σε Βρετανική Στρατιωτική Αποστολή και ο Μάιερς ανέλαβε τον συντονισμό και την ανάπτυξη του ανταρτοπόλεμου στην Ελλάδα. Η μόνιμη, πλέον, παρουσία των Βρετανών στα ελληνικά βουνά είχε ως σκοπό, εκτός από τον κοινό αγώνα ενάντια στις κατοχικές δυνάμεις, τον έλεγχο του Αντάρτικου και των αντιστασιακών οργανώσεων[123]. Βασική πολιτική της Βρετανίας σε όλη την περίοδο της Κατοχής ήταν η υποστήριξη του, αντιδημοφιλή στην κατεχόμενη Ελλάδα και ανεπιθύμητου από το ΚΚΕ/ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, βασιλιά των Ελλήνων Γεωργίου Β΄, και η όσο το δυνατόν συντομότερη επιστροφή του[124]. Ο πρωθυπουργός Τσώρτσιλ και το Φόρεϊν Όφις απεχθάνονταν το ΕΑΜ καθώς θεωρούσαν ότι ελέγχονταν από κομμουνιστές. Για τους Έλληνες, βέβαια, η Βρετανία ήταν ένας σεβαστός σύμμαχος, όχι όμως και για τους κομμουνιστές[125].
  19. Μια από τις πρώτες διαταγές του Βελουχιώτη ήταν η ευχαριστία και ο αποχαιρετισμός στους αντάρτες της πρώτης ομάδας που συγκρότησε στην Γκιώνα
  20. Η επιχείρηση αυτή είχε ως σκοπό να παραπλανήσει τους Γερμανούς ώστε να νομίζουν ότι οι συμμαχικές δυνάμεις ετοίμαζαν απόβαση στην Ελλάδα, ενώ στην πραγματικότητα θα γίνονταν στη Σικελία τον Ιούλιο του 1943.
  21. Τη διάσκεψη αυτή είχε οργανώσει ο ηγέτης του ΕΛΑΣ Θεσσαλίας Κωνσταντίνος Καραγιώργης. ο οποίος «ζήλευε τη δόξα και τη θέση του Άρη»[132]. Ο Βελουχιώτης μετά την ομιλία του στους αντάρτες του ΕΛΑΣ ήρθε σε λεκτική αντιπαράθεση με τον Καραγιώργη. Ήταν τόσο μεγάλη η ένταση που ο Αρχικαπετάνιος έβγαλε το ξιφίδιο που έφερε μαζί του και επιτέθηκε στον Καραγιώργη. Με επέμβαση τρίτου ο Βελουχιώτης συγκρατήθηκε.
  22. Οι συγκρούσεις μεταξύ των δύο οργανώσεων χαρακτηρίζονται περισσότερο σαν αψιμαχίες, καθώς ο κύριος στόχος των διοικητών του ΕΛΑΣ ήταν να διαλύσουν τον ΕΔΕΣ παρά να εξοντώσουν τα μέλη του. Επιπλέον, οι μη κομμουνιστές στον ΕΛΑΣ όπως και οι αξιωματικοί του στρατού και του ΕΔΕΣ και του ΕΛΑΣ απεχθάνονταν την εμφύλια διαμάχη. Έτσι μπορεί οι μάχες να ήταν θορυβώδεις και άγριες, οι απώλειες όμως ελάχιστες[160].
  23. Βέβαια και στον ΕΔΕΣ υπήρξαν παρόμοιες τάσεις, οι οποίες θεωρούσαν τον ΕΛΑΣ ως τον «κύριο εχθρό»[165].
  24. Σε μικρή απόσταση από το Τετράκομο, στο χωριό Μυρόφυλλο, οι ελασίτες δέχτηκαν πυρά από χωρικούς. Όταν το έμαθε ο Βελουχιώτης διέταξε την εκτέλεση των χωρικών χωρίς καμία διαδικασία.
  25. Στις 23 Ιουνίου 1943 δυνάμεις του ΕΛΑΣ επιτέθηκαν στο 5/42. Μετά από δωδεκάωρη μάχη το 5/42 αυτοδιαλύθηκε με απόφαση του Ψαρρού. Από την ηγεσία του ΕΛΑΣ, η οποία υποστήριξε πως δεν έδωσε ποτέ διαταγή επίθεσης, ως υπεύθυνος θεωρήθηκε το μέλος του Γενικού Στρατηγείου Ρούμελης ταγματάρχης Ε. Ζούλας. Ο Βελουχιώτης δεν έπαιξε κανένα ρόλο στη δεύτερη διάλυση. Παρόλ΄ αυτά κατηγορήθηκε από τον Καρακίτση ότι ήταν εν μέρη υπεύθυνος για το «νέο στραπάτσο» της εθνικής πολιτικής του ΕΑΜ, διότι εμφύσησε στους καπεταναίους τις δικές του απόψεις («Σχολή Άρη»), οι οποίες ήταν διαφορετικές από αυτές της κομματικής καθοδήγησης.
  26. Όπως αναφέρει ο Κέδρος τα αίτια της μεγάλης οργής του Βελουχιώτη εναντίον του Ψαρρού και εναντίον των άλλων αξιωματικών της ΕΚΚΑ, πρέπει να αναζητηθούν στην ευερέθιστη ψυχική κατάσταση που του προξένησε η «διαταγή αποστολής» των Σιάντου-Ιωαννίδη, οι οποίοι προσπαθούν να απαλλαγούν από τη φορτική παρουσία του απομακρύνοντάς τον από το στρατιωτικό και πολιτικό Επιτελείο. Πάντως κάποιοι συμπολεμιστές του Βελουχιώτη αναφέρουν πως μόλις έμαθε την είδηση της δολοφονίας δυσαρεστήθηκε και αντιλαμβανόμενος τις επιπτώσεις επαναλάμβανε : Χάσαμε τον μισό αγώνα
  27. Μια πιθανή εξήγηση της συμπεριφοράς αυτής είναι ότι ήθελε να εκδικηθεί για τον εξευτελισμό που υπέστη με την υπογραφή της δήλωσης μετανοίας και να αποδείξει την αξία του στο Κόμμα. Έτσι καταδίωκε όσους θεωρούσε ότι διαφωνούσαν με το Κόμμα, όπως και αυτούς που επιδίωκαν να αποτραβηχτούν από το ΕΑΜ ή αρνούνταν να ενταχθούν [214].

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Identifiants et Référentiels». (Γαλλικά) IdRef. Agence bibliographique de l'enseignement supérieur. Ανακτήθηκε στις 2  Μαΐου 2020.
  2. Ανακτήθηκε στις 20  Ιουνίου 2019.
  3. Χανδρινός (2007), σ. 21
  4. Χανδρινός (2007), σ. 21
  5. Σαμπατακάκης (2004), σ. 6-7
  6. Σαμπατακάκης (2004) σ. 7
  7. Χανδρινός (2009), σ. 6
  8. Χανδρινός (2009), σ. 8
  9. Χανδρινός (2009), σ. 8-9
  10. «Ριζοσπάστης 9/9/1931». Efimeris.nlg.gr. Ανακτήθηκε στις 2 Μαρτίου 2014. 
  11. Χανδρινός (2009), σ. 10
  12. Κουτσούκης (2004), σ. 13-14
  13. Κουτσούκης (2004) σ. 14
  14. Κουτσούκης (2004) σ. 14-15
  15. Κουτσούκης (2004) σ. 15
  16. Φλάισερ (1988) σ. 229-230, 405
  17. Σαμπατακάκης (2004) σ. 8
  18. Κουτσούκης (2004) σ. 16
  19. Κουτσούκης (2004) σ. 17
  20. 20,0 20,1 Φλάισερ (1988) σ. 230
  21. 21,0 21,1 Φλάισερ (1988) σ. 231
  22. Μαργαρίτης (2004), σ. 24
  23. Φλάισερ (1988), σ. 228
  24. 24,0 24,1 Χανδρινός (2011) Α΄σ. 18
  25. Αλβανός (2003) σ. 38
  26. Μαργαρίτης (2003) σ. 114
  27. Φλάισερ (1988) σ. 233
  28. Αλβανός (2003) σ. 39-40
  29. 29,0 29,1 29,2 Μαργαρίτης (2003), σ. 115
  30. 30,0 30,1 Αλβανός (2003) σ. 40
  31. Μαργαρίτης (2001) σ. 16-17
  32. Φλάισερ (1988) σ. 234
  33. Μαζάουερ (1994) σ. 345
  34. Φλάισερ (2015) «Η Αντίσταση», σ. 22
  35. Χανδρινός Α΄(2011) σ. 20
  36. 36,0 36,1 36,2 36,3 36,4 Φλάισερ (1988) σ. 235
  37. Γρηγοριάδης τ. 1, (1973) σ. 208
  38. Χανδρινός Α΄(2011) σ. 20-21
  39. Μαργαρίτης (2004) σ. 115-116
  40. Γρηγοριάδης τ. 1, (2011) σ. 209
  41. 41,0 41,1 41,2 41,3 Χανδρινός Α΄(2011) σ. 21
  42. Αλβανός (2003) σ. 41
  43. 43,0 43,1 Αλβανός (2003) σ. 42
  44. Σαμπατακάκης (2003) σ. 220
  45. Μάγερ (1995) σ.38-39
  46. Σαμπατακάκης (2003) σ. 223
  47. Σαμπατακάκης (2003) σ. 224
  48. Χαριτόπουλος (2003) σ. 109
  49. Φλάισερ (1998) Α΄ σ. 245 σημ. 89
  50. 50,0 50,1 Μαγερ (1995) σ. 95
  51. Μαργαρίτης (2003) σ. 116
  52. 52,0 52,1 Παπαφλωράτος (2007) σ. 50
  53. Κέδρος (2004) τομ. 1, σ. 184
  54. Χαριτόπουλος (2003) σ. 133
  55. Χανδρινός (2011) Α΄ σ. 23
  56. Μαργαρίτης (2006) σ. 436
  57. Γρηγοριάδης (2011) τ. 1, σ. 233
  58. Παπαφλωράτος (2007) σ. 51
  59. Χανδρινός (2007) σ. 27-28
  60. Μάγερ (1995) σ. 96
  61. 61,0 61,1 Χανδρινός (2007) σ. 27
  62. 62,0 62,1 Χανδρινός (2007) σ. 28
  63. Μάγερ (1995) σ. 104
  64. Παπαφλωράτος (2007) σ. 53
  65. Χανδρινός (2007) σ. 28-29
  66. Μάγερ (1995) σ. 110
  67. Μάγερ (1995) σ. 112
  68. 68,0 68,1 Χανδρινός (2007) σ. 29
  69. Σαμπατακάκης (2003) σ. 226
  70. Φλάισερ (1988) σσ. 236-237
  71. Λυμπεράτος (2007) σ.14
  72. Μαργαρίτης (2006) σ. 440
  73. Μάγερ (1993) σ. 163
  74. 74,0 74,1 Φλάισερ (1988) σ. 246
  75. Μάγερ (1995) σ. 116
  76. Φλάισερ (1998) σ. 247
  77. Φλάισερ (1988) σ. 307
  78. 78,0 78,1 78,2 Φλάισερ (1988) σ. 308
  79. Ρίχτερ (1975) τ. Α΄, σ. 283
  80. Μαργαρίτης (2003) σ. 120
  81. Φλάισερ (1988) σ. 248
  82. Ρίχτερ (1975) τ. Α΄, σ. 284
  83. Φλάισερ (1988) σ. 248-249
  84. Φλάισερ (1988) σ. 249
  85. Κλόουζ (2003) σ. 142-143
  86. Χανδρινός (2011) Α΄σ. 46
  87. 87,0 87,1 Φλάισερ (1988) σ. 250
  88. Χανδρινός (2011) Α΄σ. 48
  89. Κέδρος (2004) τ. Α΄σ. 254
  90. 90,0 90,1 90,2 Φλάισερ (2015) σ. 24
  91. Μάγερ (1995) σ. 176
  92. Κέδρος (2004) τ. Α΄σ. 253-254
  93. 93,0 93,1 Φλάισερ (1988) σ. 309
  94. 94,0 94,1 94,2 Ρίχτερ (1975) τ. Α΄, σ. 291
  95. Μάγερ (1995) σ. 178
  96. Ζαούσης (2015) σ. 468
  97. Ρίχτερ (1975) τ. Α΄, σ. 285
  98. Μαργαρίτης (2003) σ. 121
  99. Μαργαρίτης (2003) σ. 121-122
  100. Κέδρος (2004) τομ. 1, σ. 311
  101. Μαργαρίτης (2003) σ. 122
  102. Φλάισερ (1988) σ. 340
  103. Μαργαρίτης (2003) σ. 123- 125
  104. Χανδρινός (2011) Α΄ σ. 35
  105. Μαργαρίτης (2003) σ.125
  106. Μάγερ (2003) σ. 53
  107. Φλάισερ (1988) σ. 376
  108. Μάγερ (1995) σ. 179-185
  109. Φλάισερ (1988) σ. 379
  110. Μάγερ (1995) σ. 292
  111. Μάγερ (1995) σ. 314
  112. Φλάισερ (1988) σ. 383
  113. Mamarelis (2003) σ. 110
  114. Φλάισερ (1988) σ. 383-384
  115. 115,0 115,1 115,2 Φλάισερ (1988) σ. 384
  116. Κλόουζ (2003) σ. 170-171
  117. Mamarelis (2003) σ. 130-131
  118. Ρίχτερ (1975) τ. Α΄ σ. 316
  119. Mamarelis (2003) σ. 134-137
  120. 120,0 120,1 120,2 120,3 Φλάισερ (1988) σ. 385
  121. Φλάισερ (1988) σ. 424
  122. 122,0 122,1 Mamarelis (2003) σ. 131
  123. Σαμπατακάκης ( 2003) σ. 228
  124. Φλάισερ (1988) σ. 187
  125. Κλόουζ (2003) σ. 171-172
  126. Χανδρινός (2011) Α΄ σ. 35
  127. 127,0 127,1 Λυμπεράτος (2007) σ. 19
  128. Χανδρινός (2011) Β΄ σ. 17-18
  129. Μαργαρίτης (2003) σ. 128
  130. Σαμπατακάκης (2003) σ. 39
  131. Φαράκος (1998) σ. 63-64
  132. Φλάισερ (1988) σ. 419
  133. Φλάισερ (1988) σ. 420
  134. Φλάισερ (1988) σ. 418
  135. Φαράκος (1998) σ. 60
  136. Φλάισερ (1988) σ. 418, σημ. 92
  137. Μαργαρίτης (2006) σ. 461
  138. Χανδρινός (2011) Α΄ σ. 37
  139. Τζούκας (2003) σ.250
  140. Κλόουζ (2003) σσ. 174-176
  141. Τζούκας (2003) σ.25
  142. Μαργαρίτης (2003) σ. 138
  143. Φλάισερ (2015) σ. 35
  144. Τζούκας (2003) σ 27
  145. Φλάισερ (1995) σ. 226
  146. Φλάισερ (1995) σ. 226
  147. Φλάισερ (1995) σσ. 219
  148. Φλάισερ (1995) σσ. 217-218
  149. Μάγερ (2009) Β΄ σ. 90-91 95
  150. Φλάισερ 2009, σελ. 241
  151. Φλάισερ (1995) σ. 257
  152. Μάγερ (2009) Β΄ σ. 95
  153. Μάγερ (2009) Β΄ σ. 99
  154. Φλάισερ (1995) σ. 226, σημ 9
  155. Μάγερ (2009) 90-91
  156. Χανδρινός (2009) Πρωταγωνιστής σ. 28
  157. Τζούκας (2003) σ.221 σημ. 96
  158. 158,0 158,1 Χανδρινός (2009) Πρωταγωνιστής σ. 29
  159. Μάγερ (2009) Β΄ σ. 95
  160. Κλόουζ (2003) σσ. 176-177
  161. Μάγερ (2009) Β΄ σ. 109
  162. Φλάισερ (1995) σελ 240
  163. Φλάισερ (1995) σσ. 240-242
  164. Φλάισερ (1995) σ. 235, 237 και σημ 41
  165. Φλάισερ (1995) σ. 235
  166. Φλάισερ. (1995) σελ 235
  167. Ρίχτερ (1975) τ. Β΄ σσ. 54-55
  168. Χανδρινός (2009) Πρωταγωνιστής σ. 29-30
  169. Ρίχτερ (1975) τ. Β΄ σσ. 56
  170. Φλάισερ (1995) σ. 244-245
  171. Φλάισερ (1995) σ. 246
  172. Φλάισερ (1995) σ. 246, σημ. 86
  173. Φλάισερ (1995) σ. 247
  174. Φλάισερ (1995) σ. 248
  175. Ρίχτερ (1975) τ. Β΄ σ. 57
  176. Φλάισερ (1995) σελ. 251
  177. Φλάισερ (1998) σ. 150
  178. Φλάισερ (1998) σ. 152
  179. Φλάισερ (1998) σ. 153
  180. Μάγερ (2009), σελ. 135.
  181. Χανδρινός (2009) Θεός του πολέμου σελ. 34
  182. Μαργαρίτης (2004) σ. 29
  183. Ρίχτερ (1975) τ. Β΄ σ. 116
  184. Ρίχτερ (1975) τ. Β΄ σ. 117
  185. Μamarelis (2003) σ. 201-202
  186. Ρίχτερ (1975) τ. Β΄ σ. 117
  187. Μamarelis (2003) σ. 203
  188. Μamarelis (2003) σ. 203-204
  189. Μamarelis (2003) σ. 204-205
  190. Μamarelis (2003) σ. 205
  191. Φλάισερ (2015) «Η Αντίσταση», σ. 40
  192. 192,0 192,1 Μamarelis (2003) σ. 206
  193. 193,0 193,1 Κλόουζ (2003) σ. 189
  194. Μamarelis (2003) σ. 230
  195. 195,0 195,1 195,2 Λυμπεράτος (2007) σ. 46
  196. Μamarelis (2003) σ. 246-253
  197. Ρίχτερ (1975) τ. Β΄ σ. 116
  198. Από τη Βιέννη στα Καλάβρυτα. Τα αιματηρά ίχνη της 117ης Μεραρχίας Καταδρομών στη Σερβία και την Ελλάδα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας 2004 σελ. 554
  199. "1935-1945. Ένας απολογισμός" Π. Κανελλόπουλος (1982), σελ. 256
  200. «Η «Ο.Π.Λ.Α» και η εμφυλιοπολεμική ανάγνωση της ιστορίας του Μιχάλη Λυμπεράτου». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Αυγούστου 2013. Ανακτήθηκε στις 20 Απριλίου 2016. 
  201. Νίκος Κοταρίδης, «Η ιστορία και η σύγκρουση στον Λόγο της Λαμίας του Άρη Βελουχιώτη», Τα Ιστορικά, τχ.23 (Δεκέμβριος 1995), σελ.381-406
  202. Στα πρόθυρα του εμφυλίου πολέμου, από τα Δεκεμβριανά στις εκλογές του 1946, Μιχάλης Λυμπεράτος, εκδόσεις βιβλιόραμα 2006 σελ 124
  203. Στα πρόθυρα του εμφυλίου πολέμου, από τα Δεκεμβριανά στις εκλογές του 1946, Μιχάλης Λυμπεράτος, εκδόσεις βιβλιόραμα 2006 σελ. 125
  204. Διονύσης Χαριτόπουλος, Άρης ο αρχηγός των ατάκτων, Β' έκδοση, Ελληνικά Γράμματα, 2003, σελ. 727.
  205. Epochi, rizospastis gr | Synchroni (2 Οκτωβρίου 2011). «rizospastis.gr - Για την πολιτική αποκατάσταση του Άρη Βελουχιώτη (Θανάση Κλάρα)». ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ. Ανακτήθηκε στις 27 Φεβρουαρίου 2022. 
  206. «Η οδύσσεια της αποκατάστασης του Άρη». Η Εφημερίδα των Συντακτών. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 18 Νοεμβρίου 2021. Ανακτήθηκε στις 18 Νοεμβρίου 2021. CS1 maint: Unfit url (link)
  207. «Κολοβή» αποκατάσταση του Άρη Βελουχιώτη από το ΚΚΕ, Ελευθεροτυπία, 9-10-2011.
  208. ««Για την πολιτική αποκατάσταση του Αρη Βελουχιώτη (Θανάση Κλάρα)»». Kke.gr. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 Φεβρουαρίου 2014. Ανακτήθηκε στις 2 Μαρτίου 2014. 
  209. 209,0 209,1 Χανδρινός (2007) σ. 21
  210. 210,0 210,1 210,2 210,3 Φλάισερ (1988) σ. 405
  211. Μαζάουερ (1994) σ. 342
  212. Χανδρινός (2009) Πρωταγωνιστής σ. 32
  213. Ριζάς (1998) σ. 208, 213
  214. Κλοουζ (2003) σ. 144
  215. Φλάισερ (1988) σ. 308
  216. Κλόουζ (2003) σ. 162
  217. Σακκάς (2003), σ. 215
  218. Μαργαρίτης (2004) σ. 27
  219. Μαζάουερ (1994) σ. 151
  220. Μαζάουερ (1994) σ. 326
  221. «Ο άγνωστος Ξένος | Άρθρα | Ελευθεροτυπία». Enet.gr. Ανακτήθηκε στις 2 Μαρτίου 2014. 

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Αλβανός Ραϋμόνδος (2003). «Η Εμφάνιση των Ανταρτών», περιοδικό Ε Ιστορικά, τεύχ. 208, σσ. 36-43, εκδ. Ελευθεροτυπία
  • Αποστόλου Λευτέρης (2004). Ο Άρης Βελουχιώτης όπως τον γνώρισα 1923-1944, εκδόσεις Φιλίστωρ, ISBN 960-369-077-5
  • Γρηγοριάδης Σόλων Νεοκ. (2011). Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας, 1941-1974: Κατοχή: η μεγάλη νύχτα, τόμος 1, εκδ. Ελευθεροτυπία, πρώτη εκδ. Κ. Καπόπουλος 1973, ISBN 978-960-9487-62-7
  • Ζαούσης Αλέξανδρος Λ. (2015). Οι δύο όχθες 1939-1945 Μια προσπάθεια για εθνική συμφιλίωση, πρώτη εκδ. 1987, εκδ. Ωκεανίδα, Αθήνα, ISBN 978-960-410-766-7
  • Κέδρος Ανδρέας (2004). Η ελληνική αντίσταση 1940-1944, πρώτη έκδ 1966 (Γαλλικά), μετάφραση Αντώνης Μοσχοβάκης, εκδ. Θεμέλιο, 2 τόμοι, ISBN 960-310-010-2
  • Κλόουζ Ντέιβιντ (2003). Οι ρίζες του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα, μετάφραση: Ρένα Χρυσοχόου, εκδ. Φιλίστωρ ISBN 960-369-073-2
  • Κοτζιούλας Γεώργιος (1965). Όταν ήμουν με τον Άρη. Αναμνήσεις, εκδ. Θεμέλιο
  • Κουτσούκης Κλεομένης (2004). «Ο Άρης κατά τη μεταξική δικτατορία», περιοδικό Ε Ιστορικά, τεύχ. 230, σσ. 12-19, εκδ. Ελευθεροτυπία
  • Κουτσούκης Κλεομένης (1997) «Ο Άρης Βελουχιώτης ως λαϊκός επαναστατικός ηγέτης» στο Κλεομένης Κουτσούκης (επιμέλεια) Η προσωπικότητα του Άρη Βελουχιώτη και η Εθνική Αντίσταση Ένα επιστημονικό συμπόσιο Φιλίστωρ ISBN 960-369-024-4, σσ. 55-85
  • Λαγδάς Πάνος (1965). Άρης Βελουχιώτης, ο πρώτος του αγώνα, εκδ. Κυψέλη
  • Λυμπεράτος Μιχάλης Π. (2007) «Οι οργανώσεις της Αντίστασης», στο Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, Κατοχή, Αντίσταση 1940-1945, επιμέλεια: Χρήστος Χατζηιωσήφ, Προκόπης Παπαστράτης τ. Γ΄ μέρος 2ο, σσ 9-67, εκδ. Βιβλιόραμα ISBN 978-960-8087-06-4
  • Μάγερ. Χ. Φράνκ (1995). Η αναζήτηση. Ανθρώπινα πεπρωμένα στον ελληνικό εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα 1941-1944, έκδ. Καλέντης, ISBN 960-219-057-4
  • Μάγερ. Χ. Φράνκ (2003) Από τη Βιέννη στα Καλάβρυτα. Τα αιματηρά ίχνη της 117ης Μεραρχίας Καταδρομών στη Σερβία και την Ελλάδα (Von Wien nach Kalavryta: die blutige Spur der 117. Jäger-Division durch Serbien und Griechenland, Mannheim: Peleus 2002), ελληνική έκδοση Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα ISBN 960-05-1112-8
  • Μάγερ. Χ. Φράνκ (2009) Αιματοβαμμένο Έντελβαϊς. Η 1η Ορεινή Μεραρχία, το 22ο Σώμα Στρατού και η εγκληματική δράση τους στην Ελλάδα, 1943-1944 (Blutiges Edelweiß. Die 1. Gebirgs-Division im Zweiten Weltkrieg), ελληνική έκδοση Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2009. ISBN 978-960-05-1423-0 (τόμος Α΄) και ISBN 978-960-05-1425-4 (τόμος Β΄)
  • Μαργαρίτης Γεώργιος (2001). «Ο ΕΛΑΣ», περιοδικό Ε Ιστορικά, τεύχ. 110, σσ. 14-21, εκδ. Ελευθεροτυπία
  • Mamarelis Argyrios (2003) The Rise and Fall of the 5/42 Regiment of Evzones: A Study on National Resistance and Civil War in Greece 1941-1944 διδακτορική διατριβή The European Institute London School of Economics and Political Science
  • Μαργαρίτης Γεώργιος (2003). «Η Ένοπλη Αντίσταση, κατακτήσεις και συγκρούσεις 1942-1944», στο Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000 τομ. 8ος, σσ. 111-158 εκδ. Ελληνικά Γράμματα
  • Μαργαρίτης Γεώργιος (2004). «Ο Άρης Βελουχιώτης και ο ΕΛΑΣ», περιοδικό Ε Ιστορικά, τεύχ. 230, σσ. 20-29, εκδ. Ελευθεροτυπία
  • Μαργαρίτης Γεώργιος (2006). «Η Εθνική Αντίσταση», στο Ιστορίας των Ελλήνων, τόμος 16ος, εκδ. Δομή Α.Ε., σσ. 388-523 ISBN 960-6669-26-2. Στο διαδίκτυο
  • Μπρούσαλης Κάρολος (2009). «Όταν ο Κλάρας έγινε Βελουχιώτης», περιοδικό Ιστορία του Έθνους, τεύχ. 5, σελ. 14-25, εκδ. εφημ. Έθνος
  • Μαζάουερ Μάρκ (1994). Στην Ελλάδα του Χίτλερ. Η εμπειρία της κατοχής. Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα ISBN 960-221-096-6
  • Νεφελούδης Βασίλης (2007). Ακτίνα Θ', Αναμνήσεις 1930-1940, Εκδόσεις της Εστίας, Αθήνα
  • Παπαστράτης Προκόπης (1982) «Οι Βρετανοί και οι αντιστασιακές οργανώσεις του ΕΑΜ και του ΕΔΕΣ», στον τόμο "Από την Αντίσταση στον Εμφύλιο πόλεμο", επιμ. Μάριον Σαράφη εκδ. Λιβάνη- Νέα Σύνορα, Αθήνα ISBN 960-236-452-1
  • Παπαφλωράτος Ιωάννης Σ. (2007). ΕΔΕΣ Άγνωστες πτυχές από την ιστορία της οργάνωσης, εκδ. Περισκόπιο, Αθήνα, ISBN 978-960-6740-20-6
  • Ρούσος Πέτρος (1976). Η Μεγάλη Πενταετία (1940-1945), Τόμος Α',Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα
  • Ριζάς Σωτήρης (1998), "Η προσέγγιση του Άρη Βελουχιώτη από τους αντιπάλους του", στο Κλεομένης Κουτσούκης (επιμέλεια) Η προσωπικότητα του Άρη Βελουχιώτη και η Εθνική Αντίσταση Ένα επιστημονικό συμπόσιο Φιλίστωρ ISBN 960-369-024-4
  • Ρίχτερ Χάιντς (1975) "Δύο επαναστάσεις και οι επαναστάσεις στην Ελλάδα 1936-1946", τόμοι 2, εκδ. Εξάντας,
  • Σακκάς Γιάννης (2003) «Ο Εμφύλιος πόλεμος στην Ευρυτανία», στο Mark Mazower (Επιμέλεια): Μετά τον πόλεμο. Η ανασυγκρότηση της οικογένειας, του έθνους και του κράτους στην Ελλάδα, 1943-1960, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα, σσ 205-230.
  • Σαμπατακάκης Θεόδωρος (2004). «Ποιος ήταν ο Θανάσης Κλάρας», περιοδικό Ε Ιστορικά, τεύχ. 230, σελ.6-10, εκδ. Ελευθεροτυπία
  • Σαμπατακάκης Θεόδωρος (2003). Οι Βρετανικές υπηρεσίες κατά την περίοδο του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου στην Ελλάδα, διδακτορική διατριβή, Πάντειο Πανεπιστήμιο τμήμα Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών.
  • Τζούκας Ευάγγελος (2003) "Οι οπλαρχηγοί του ΕΔΕΣ στην Ήπειρο: τοπικότητα και πολιτική ένταξη", Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών. Τμήμα Κοινωνιολογίας, Αθήνα.
  • Φαράκος Γρηγόρης (2004) «ΚΚΕ και Βελουχιώτης», περιοδικό Ε Ιστορικά, τεύχ. 230, σελ. 32-37, εκδ. Ελευθεροτυπία
  • Φαράκος Γρηγόρης (1998) Άρης Βελουχιώτης: το χαμένο αρχείο, άγνωστα κείμενα, η στάση της ηγεσίας του ΚΚΕ απέναντι στον Άρη Βελουχιώτη, 1941-1945, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Ε΄έκδοση, Αθήνα ISBN 960-344-398-0.
  • Φλάισερ Χάγκεν (1988). Στέμμα και Σβάστικα. Η Ελλάδα της Κατοχής και της Αντίστασης 1941-1944, τόμος Α΄, εκδ. Παπαζήσης, Αθήνα, ISBN 960-02-0764-Χ
  • Φλάισερ Χάγκεν (1998). «Η σύσκεψη Μυροφύλλου - Πλάκας: αναστολή του εμφυλίου», στο Κλεομένης Κουτσούκης (επιμέλεια) Η προσωπικότητα του Άρη Βελουχιώτη και η Εθνική Αντίσταση Ένα επιστημονικό συμπόσιο Φιλίστωρ ISBN 960-369-024-4
  • Φλάισερ Χάγκεν (2015). «Η Αντίσταση», στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους τόμος 36, πρώτη έκδοση (2000) Εκδοτική Αθηνών, Παραπολιτικά Εκδόσεις Α.Ε, σ. 8-27, ISBN 978-618-5129-94-1
  • Χανδρινός Ιάσονας (2007). Εθνική Αντίσταση 1941-1944, Η αληθινή ιστορία του Ελληνικού Αντάρτικου, εκδ. Περισκόπιο, Αθήνα, ISBN 9789608345973
  • Χανδρινός Ιάσονας (2009). «Ο ασυμβίβαστος Μιζέριας», περιοδικό Ιστορία του Έθνους, τεύχ. 5, σελ. 6-13, εκδ. εφημ. Έθνος
  • Χανδρινός Ιάσονας (2011). ΕΛΑΣ Ο μεγαλύτερος στρατός της Εθνικής Αντίστασης, Γνώμων Εκδοτική, 2 τόμοι ISBN 978-960-99642-2-7, ISBN 978-960-99642-3-4
  • Χαριτόπουλος Διονύσης (2003). Άρης ο αρχηγός των ατάκτων, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, ISBN 960-406-538-6
  • Χατζηπαναγιώτου Γιάννης (1976). Η πολιτική διαθήκη του Άρη Βελουχιώτη, εκδ. Δωρικός, Αθήνα ISBN 960-279-115-2

Περαιτέρω μελέτη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ιστορία της Αντίστασης 1940-45, Εκδόσεις Αυλός, Αθήνα, 1979
  • Χαράλαμπος Κλάρας (Μπάμπης): Ο αδελφός μου ο Άρης Αθήνα, 1983
  • Α. Ζωγράφου: Άρης Βελουχιώτης και η αλήθεια για το Γοργοπόταμο, 1982
  • Ασημάκης Γκιούσας: Άρης Βελουχιώτης και το ματωμένο Κρίκελο, Αθήνα, 1972
  • Νίκος Κοταρίδης, Η ιστορία και η σύγκρουση στο Λόγο της Λαμίας του Άρη Βελουχιώτη, Τα Ιστορικά, τομ. 12, τ/χ.23, (Δεκέμβριος 1995), σελ. 3 81-406
  • Συλλογικό έργο,Νίκος Ζαχαριάδης, Άρης Βελουχιώτης, Νίκος Μπελογιάννης: βίοι παράλληλοι και... τεμνόμενοι, εκδ. Ελευθεροτυπία, Αθήνα, 2009
  • Συλλογικό έργο, Η προσωπικότητα του Άρη Βελουχιώτη και η Εθνική Αντίσταση. Ένα επιστημονικό συμπόσιο, εκδ. Φιλίστωρ, Αθήνα, 1998
  • Ιωάννα Παπαθανασίου, Η λογική των συγκρούσεων στην ηγεσία του Κ.Κ.Ε 1945-1948. Από την ΄΄καταδίκη΄΄ του Άρη Βελουχιώτη στην άρνηση της κληρονομιάς του ΕΛΑΣ, Τα Ιστορικά, τ/χ.23 (1995),σελ. 381-406
  • Συλλογικό: Άρης Βελουχιώτης, Ε Ιστορικά, τ/χ.230, (1 Απριλίου 2004)
  • Θανάσης Χατζής (1983). Η νικηφόρα επανάσταση που χάθηκε, εκδ. Δωρικός, Αθήνα
  • Dominique Eudes (1976). Οι Καπετάνιοι, εκδ. Εξάντας, Αθήνα
  • C.Μ. Woodhouse (1975). Το μήλο της έριδος, εκδ. Εξάντας, Αθήνα
  • Τσικρίκης Νικόλαος (2020). Η διαμόρφωση του μύθου της βίας του Άρη Βελουχιώτη, 1942-2011, Διδακτορική Διατριβή, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Σχολή Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών. Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]