Αθανάσιος Χρυσοχόου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αθανάσιος Χρυσοχόου
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Αθανάσιος Χρυσοχόου (Ελληνικά)
Γέννηση1890
Πράμαντα Ιωαννίνων
Θάνατος1967 (77 ετών)
Αθήνα
Χώρα πολιτογράφησηςΕλλάδα
Εκπαίδευση και γλώσσες
Μητρική γλώσσαΕλληνικά
Ομιλούμενες γλώσσεςΕλληνικά
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταστρατιωτικός

Ο Αθανάσιος Χρυσοχόου (Πράμαντα, 1890 - Αθήνα, 1967) ήταν Έλληνας στρατιωτικός και πολιτικός.

Την περίοδο της Κατοχής δραστηριοποιήθηκε στη Μακεδονία, καταλαμβάνοντας σημαντικές θέσεις στον κρατικό μηχανισμό της ελληνικής δωσιλογικής κυβέρνησης. Η δράση του στόχευε στην ανάσχεση αποσχιστικών τάσεων, ωστόσο περιλάμβανε ακόμη συνεργασία με τις γερμανικές δυνάμεις Κατοχής και τα ένοπλα εγχώρια σώματα που αυτές εξόπλιζαν, καθώς και ενέργειες κατά των αντιστασιακών δυνάμεων του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ[1].

Την περίοδο του εμφυλίου, δρούσε ως προπαγανδιστής υπέρ των κυβερνητικών δυνάμεων. Μετά τη λήξη του πολέμου, πολιτεύτηκε με την ΕΡΕ, χωρίς να καταφέρει να εκλεγεί βουλευτής. Πέθανε στην Αθήνα το 1967. Η δημόσια μνήμη του θεωρείται αμφιλεγόμενη.

Πρώτα χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γέννηση και σπουδές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γεννήθηκε το 1890 στα Πράμαντα Ιωαννίνων και ήταν γιος πολύτεκνης οικογένειας γιατρού. Πραγματοποίησε τις εγκύκλιες σπουδές του στη γενέτειρά του και στην Άρτα.[2] Κατόπιν φοίτησε στη νομική σχολή της Αθήνας, ενώ κατά το τελευταίο έτος των σπουδών του κατετάγη στις ένοπλες δυνάμεις. Συμμετείχε στους Βαλκανικούς Πολέμους και στη συνέχεια ακολούθησε στρατιωτική σταδιοδρομία φτάνοντας μέχρι τον βαθμό του συνταγματάρχη ιππικού[3].

Στον Β' Παγκόσμιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου διετέλεσε επιτελάρχης του Γεωργίου Τσολάκογλου που διοικούσε το Γ΄ Σώμα Στρατού.[4] Τον Απρίλιο του 1941 ήταν ένα από τα πρόσωπα που συνέβαλαν στην απόφαση του Τσολάκογλου για τη σύναψη συνθηκολόγησης με τις γερμανικές δυνάμεις.[5]

Δράση επί Κατοχής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στα τέλη Ιουλίου του 1941 ο Χρυσοχόου διορίστηκε με ενέργειες του κατοχικού πρωθυπουργού, Γ. Τσολάκογλου, στη θέση του γενικού επιθεωρητή νομαρχιών Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας με έδρα τη Θεσσαλονίκη. Μεταξύ άλλων, του ανατέθηκε από την κατοχική κυβέρνηση η αντιμετώπιση των αποσχιστικών τάσεων που εκπορεύονταν από βουλγαρικούς, ιταλικούς και ρουμανικούς κύκλους και επικεντρώνονταν στους σλαβόφωνους και βλαχόφωνους πληθυσμούς της περιοχής δικαιοδοσίας του[6][7][8][9]. Σύμφωνα με μια άποψη, το αξίωμα του Χρυσοχόου δεν απαιτούσε άμεση επαφή με τις δυνάμεις Κατοχής. Ακόμη, ο ίδιος απέκτησε επικοινωνία με την εξόριστη κυβέρνηση της Μέσης Ανατολής, η οποία ενδεχομένως να ήταν σύμφωνη με τον διορισμό του, στο πλαίσιο της ανάγκης καταπολέμησης της όποιας αποσχιστικής προπαγάνδας[10]. Ωστόσο, η συμπόρευσή του με τη δοσιλογική κυβέρνηση των Αθηνών και τις κατοχικές δυνάμεις επηρέαζαν αρνητικά τις δραστηριότητές του[11].

Ως γενικός επιθεωρητής, παρείχε τον Οκτώβριο του ίδιου έτους «νομιμόφρονα υποστήριξη» σε άγριες γερμανικές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις που πραγματοποιήθηκαν ως αντίποινα στη δράση των πρώτων ένοπλων αντιστασιακών ομάδων της Κεντρικής Μακεδονίας[12], ενώ από τα μέσα του 1942 υιοθέτησε επίσημα αντικομμουνιστική ρητορική, επηρεασμένος από τις διεθνείς σχέσεις του ΚΚΕ και από τη μεσοπολεμική στάση των κομμουνιστών επί του Μακεδονικού ζητήματος[13]. Παράλληλα αντιτάχθηκε σε κάθε μορφή ένοπλης αντίστασης στη γερμανική ζώνη υπό τον φόβο ενδεχόμενης βουλγαρικής ανάμιξης στο πλευρό των Γερμανών[14][15]. Η δράση και οι απόψεις του οδήγησαν τους κύκλους του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ να τον κατηγορήσουν ευθέως ως συνεργάτη των δυνάμεων Κατοχής, αλλά και ιθύνοντα νου αντιεαμικών αντιστασιακών οργανώσεων όπως η ΥΒΕ/ΠΑΟ[16][17]. Παράλληλα φαίνεται να αποτέλεσε υποψήφιο στόχο της ΟΠΛΑ[18]. Από την άλλη δέχτηκε - τόσο επί Κατοχής όσο και αργότερα - ποικίλες κατηγορίες και από αξιωματικούς της ΥΒΕ/ΠΑΟ, οι οποίες σχετίζονταν με την ανάσχεση αντιστασιακών δράσεων[17], την ταύτιση απόψεων με τη γερμανική προπαγάνδα αλλά και με ζητήματα οικονομικής φύσεως[1].

Σύμφωνα με τον Χάγκεν Φλάισερ, ο Χρυσοχόου πιθανόν να εμπλέκεται με τη στάση του στα πρώτα αντισημιτικά μέτρα των γερμανικών δυνάμεων Κατοχής στη Θεσσαλονίκη. Με βάση την εκτίμησή του, κατά τα μέσα του 1942 φαίνεται να πρότεινε τη χρησιμοποίηση Εβραίων σε καταναγκαστικές εργασίες, στις οποίες μέχρι τότε χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά χριστιανοί[19][20]. Το συγκεκριμένο - μη επιβεβαιωμένο - αίτημα του Χρυσοχόου, συνδέθηκε με την ανάγκη αντικατάστασης, ενόψει εποχικών εργασιών, των αγροτών που είχαν επιστρατεύσει μέχρι τότε οι αρχές Κατοχής[20]. Στα τέλη του ίδιου έτους ξεκίνησε η συνεργασία του Χρυσοχόου με την κατασκοπευτική οργάνωση «Ζευς», η οποία υπαγόταν στη βρετανική Intelligence Service[1][21][22].

Τον Ιούλιο του 1943, έπειτα από αλλαγές που επέβαλαν οι γερμανικές δυνάμεις Κατοχής στην περιοχή της Κεντρικής Μακεδονίας, του απαγορεύθηκε η απευθείας επικοινωνία με τη δοσιλογική κυβέρνηση των Αθηνών. Λίγους μήνες αργότερα, ο Χρυσοχόου παραιτήθηκε, υποστηρίζοντας πως δεν ήθελε να υπαχθεί υπό τον άμεσο έλεγχο Γερμανών αξιωματικών. Ωστόσο, η παραίτησή του απορρίφθηκε από την κατοχική κυβέρνηση Ράλλη, ενώ και ο ίδιος άλλαξε γνώμη έπειτα από επαφές του με τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες, που τον διαβεβαίωσαν για τη χρησιμότητα των μυστικών του δράσεων[23]. Από την άλλη, η ποιότητα αλλά και η αξιοπιστία των εκθέσεών του - τόσο προς τις συμμαχικές δυνάμεις όσο και προς τη γερμανική στρατιωτική διοίκηση - ελέγχονται λόγω της αντιεαμικής και αντιβουλγαρικής του τοποθέτησης[24]. Τον Νοέμβριο του ίδιου έτους ορίστηκε από την κυβέρνηση Ράλλη φρούραρχος Θεσσαλονίκης, θέση επιφορτισμένη με τις ανάγκες των Ελλήνων στρατιωτικών που ζούσαν στην πόλη, αναλαμβάνοντας τα καθήκοντά του τον Φεβρουάριο του 1944. Παράλληλα, συνέχισε να δρα ανεπίσημα και ως γενικός επιθεωρητής νομαρχιών Μακεδονίας[23][25].

Στα τέλη Σεπτεμβρίου, του ανακοινώθηκε επίσημα η απόφαση της κυβέρνησης Ράλλη για τον διορισμό του ως γενικού διοικητή Μακεδονίας. Η συγκεκριμένη πρόταση του Ιωάννη Ράλλη εγκρίθηκε από τις γερμανικές αρχές, οι οποίες αφενός ήταν ικανοποιημένες από την αντικομμουνιστική δράση του Χρυσοχόου[26] και αφετέρου έκριναν πως αυτή η εξέλιξη συμβάδιζε με τα σχέδιά τους περί αποσταθεροποίησης της χώρας ενόψει της απελευθέρωσης[1][26]. Αρχικά ο Χρυσοχόου απέρριψε την πρόταση, καθώς πέρα από τους προσωπικούς του ενδοιασμούς είχε πληροφορηθεί μέσω πρακτόρων την άρνηση των Βρετανών αλλά και την αντίστοιχη άρνηση ή αδυναμία της εξόριστης κυβέρνησης Παπανδρέου να εγκρίνουν τον διορισμό του[1][27]. Ωστόσο εν τέλει υπέκυψε στις πιέσεις που του ασκήθηκαν από τον τοπικό εκπρόσωπο της εξόριστης κυβέρνησης και μια σειρά πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών παραγόντων της πόλης, αποδεχόμενος επίσημα τη θέση στις 7 Οκτωβρίου[1][27].

Παράλληλα, κατά τους τελευταίους μήνες της Κατοχής συμμετείχε στην ανεπιτυχή απόπειρα δημιουργίας ενός ευρέως ένοπλου αντιεαμικού συνασπισμού (που θα αποτελείτο μεταξύ άλλων από τα σώματα ασφαλείας, εξοπλισμένους πολίτες, καθώς και από τα ποικίλα ένοπλα δοσιλογικά τμήματα που δρούσαν εντός της Θεσσαλονίκης και στις γύρω περιοχές[28]) με σκοπό την αποτροπή εισόδου του ΕΛΑΣ στη Θεσσαλονίκη μετά την επικείμενη γερμανική αποχώρηση. Σε αυτό το πλαίσιο, έχοντας την ιδιότητα του γενικού διοικητή Μακεδονίας, ζήτησε από τους Γερμανούς τον επιπλέον εξοπλισμό της χωροφυλακής[29]. Το ίδιο χρονικό διάστημα είχε μυστικές επαφές με αντιναζιστές αξιωματικούς των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων[30].

Κατά τις παραμονές της απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης, παραιτήθηκε και παραδόθηκε στον ΕΛΑΣ μετά από διαπραγματεύσεις[31]. Μετά την έναρξη των Δεκεμβριανών μεταφέρθηκε μαζί με άλλους κρατούμενους στην Αριδαία[1][32] και τον Ιανουάριο δικάστηκε από στρατοδικείο του ΕΛΑΣ[33]. Παρέμεινε κρατούμενος των ανταρτών μέχρι τον Φεβρουάριο του 1945, όταν και απελευθερώθηκε βάσει της Συμφωνίας της Βάρκιζας. Κατόπιν προφυλακίστηκε αντιμετωπίζοντας κατηγορίες περί δοσιλογισμού, ωστόσο τον Ιούνιο αποφυλακίστηκε με βούλευμα και το 1948 απαλλάχθηκε οριστικά από τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε[34].

Ύστερα χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Την περίοδο του Εμφυλίου ο Χρυσοχόου πραγματοποιούσε ραδιοφωνικές ομιλίες αντικομμουνιστικού περιεχομένου[1]. Μετά την αποστράτευσή του διετέλεσε μεταξύ άλλων διευθύνων σύμβουλος του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, πρόεδρος της Ηπειρωτικής Εστίας Θεσσαλονίκης και αντιπρόεδρος της Ένωσης Βορείων Ελλήνων με έδρα τη Θεσσαλονίκη. Το 1953 επέστρεψε στην Αθήνα και το 1958 ήταν υποψήφιος βουλευτής Θεσσαλονίκης με την ΕΡΕ χωρίς ωστόσο να εκλεγεί. Απεβίωσε στην Αθήνα το 1967[35].

Υπόθεση Μέρτεν[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 11 Φεβρουαρίου 1959 ο Χρυσοχόου κατέθεσε ως μάρτυρας κατηγορίας στη δίκη του κατηγορούμενου για εγκλήματα πολέμου ναζιστή αξιωματικού Μαξ Μέρτεν. Ωστόσο η κατάθεση του Χρυσοχόου πολύ απείχε από το να κατηγορήσει τον Μέρτεν. Το αντίθετο, μάλιστα: όπως καταγράφεται από τους τίτλους των εφημερίδων της εποχής, η κατάθεση μάλλον υπεράσπιζε και δικαιολογούσε τον Μέρτεν, παρά τον επιβάρυνε[1]. Τελικά ο Μέρτεν καταδικάστηκε σε 25 χρόνια φυλάκισης για μια σειρά κατηγοριών που σχετίζονταν με τη δράση του στη Θεσσαλονίκη[36].

Προσωπική ζωή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ήταν παντρεμένος και πατέρας δύο παιδιών.[37] Προπολεμικά ζούσε μόνιμα στην Αθήνα[13].

Δημόσια μνήμη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Την περίοδο της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών και συγκεκριμένα τον Ιανουάριο του 1971, το όνομα του Χρυσοχόου δόθηκε σε οδό της περιοχής Αγίας Τριάδας-Φαλήρου στην ανατολική Θεσσαλονίκη[1][38]. Επί δημαρχίας Γιάννη Μπουτάρη, πραγματοποιήθηκαν διαδικασίες μετονομασίας του οδού σε Αλβέρτου Ναρ. Το 2017 η πρόταση του δήμου απορρίφθηκε από την Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας λόγω ανεπαρκούς αιτιολόγησης[39], ωστόσο τον Φεβρουάριο του 2018 η αρμόδια επιτροπή της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Μακεδονίας-Θράκης ενέκρινε τη μετονομασία, η οποία υπερψηφίστηκε τον επόμενο μήνα από το δημοτικό συμβούλιο της πόλης, το οποίο - μετά από αξιολόγηση στοιχείων που συγκεντρώθηκαν από το Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης - αιτιολόγησε τη διαδικασία κατηγορώντας τον Χρυσοχόου για φιλοναζιστική στάση[40][41].

Ακολούθησε προσφυγή των τέκνων και λοιπών απογόνων του Χρυσοχόου στη δικαιοσύνη, η οποία έγινε δεκτή από το Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης, το οποίο και προχώρησε σε ακύρωση της μετονομασίας[19][41]. Κατόπιν το συμβούλιο της Ε΄ Δημοτικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης έκανε ανάλογη εισήγηση στο δημοτικό συμβούλιο, βασισμένη σε έκθεση που συντάχτηκε από τον ιστορικό Ευάγγελο Χεκίμογλου, ο οποίος απέδωσε τη δράση του Χρυσοχόου σε αντικομμουνιστικά και όχι φιλοναζιστικά κίνητρα[19][42].

Μετά τις ανωτέρω εξελίξεις, ο Σύνδεσμος Εξορισθέντων Φυλακισθέντων Αντιστασιακών 1967-74 αντέδρασε προσφεύγοντας στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Ενδιάμεσα, οι απόγονοι του Χρυσοχόου κατέθεσαν αγωγή σε βάρος του δημοτικού συμβούλου Θεσσαλονίκης Τ. Μηταφίδη και των δικηγόρων Α. Γρίμπα και Σπ. Σακκέτα (και οι τρεις διετέλεσαν μέλη του Αντιδικτατορικού Αγώνα) διεκδικώντας οικονομική αποζημίωση και κατηγορώντας τους για προσβλητικούς χαρακτηρισμούς έναντι του προγόνου τους[19][43]. Από την πλευρά του, το Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο Ελλάδος εξέδωσε ανακοίνωση με την οποία καλούσε τη δημοτική αρχή να προβεί στις απαιτούμενες ενέργειες ώστε το όνομα του Ναρ να δοθεί πάλι σε κάποιον δρόμο της πόλης[44]. Τον Οκτώβριο του 2023, απορρίφθηκε η αγωγή εναντίον των Γρίμπα και Σακκέτα[45].

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,00 1,01 1,02 1,03 1,04 1,05 1,06 1,07 1,08 1,09 Κωστόπουλος, Τάσος (18 Μαρτίου 2018). ««Ολίγον» δωσίλογος;». efsyn.gr. Η Εφημερίδα των Συντακτών. Ανακτήθηκε στις 10 Οκτωβρίου 2022. 
  2. Βάνας 2014, σελ. 154-155.
  3. Κουζινόπουλος 2011, σελ. 403-404.
  4. Φλάισερ 1989, σελ. 357· Saltiel 2017, σελ. 34.
  5. Καλογρηάς 2012, σελ. 157.
  6. Φλάισερ, Χάγκεν. Στέμμα και σβάστικα. Η Ελλάδα της Κατοχής και της Αντίστασης 1941-1944. 1. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση. σελ. 357. 
  7. Ηλιάδου-Τάχου, Σοφία (2017). Τα χρώματα της βίας στη Δυτική Μακεδονία 1941-1944. Κατοχή - Αντίσταση - Εθνοτικές και εμφύλιες συγκρούσεις. Επίκεντρο. σελ. 92. 
  8. Κολιόπουλου, Ιωάννου Σ. (1996) [1994]. Λεηλασία φρονημάτων. Α΄. Το Μακεδονικό Ζήτημα στην Κατεχόμενη Δυτική Μακεδονία 1941-1944 (β΄ έκδοση). Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Βάνιας. σελ. i. 
  9. Καλογρηάς (2012). σελ. 157-159.
  10. Καλογρηάς (2012). σελ. 157-159, 165.
  11. Καλογρηάς 2012, σελίδες 159· Κωστόπουλος 2018.
  12. Φλάισερ 1989, σελίδες 225-6· Δορδανάς 2002, σελ. 130.
  13. 13,0 13,1 Καλλιανιώτης 2007, σελ. 150.
  14. Καλλιανιώτης, Αθανάσιος (2007). Οι πρόσφυγες στη Δυτική Μακεδονία (1941 - 1946). Θεσσαλονίκη: ΑΠΘ-Διδακτορική Διατριβή. σελ. 150. 
  15. Καλογρηάς (2012). σελ. 161-163.
  16. Ηλιάδου-Τάχου (2017). σελ. 94-95.
  17. 17,0 17,1 Καλλιανιώτης (2007). σελ. 149-150.
  18. Δορδανάς, Στράτος Ν. (1 Ιανουαρίου 2014). «Ξαναγράφοντας την ιστορία της Κατοχής στη Θεσσαλονίκη». booksjournal.gr. The Books' Journal. Ανακτήθηκε στις 10 Οκτωβρίου 2022. 
  19. 19,0 19,1 19,2 19,3 Κουναλάκη, Ξένια (17 Οκτωβρίου 2022). ««Οδομαχία» για την ιστορική μνήμη της Θεσσαλονίκης». kathimerini.gr. Η Καθημερινή. Ανακτήθηκε στις 18 Οκτωβρίου 2022. 
  20. 20,0 20,1 Saltiel (2017). σελ. 63-65.
  21. Ηλιάδου-Τάχου (2017). σελ. 96.
  22. Καλογρηάς (2012). σελ. 165.
  23. 23,0 23,1 Καλογρηάς (2012). σελ. 176-177.
  24. Τσιρώνης 2018, σελ. 23-24.
  25. Ηλιάδου-Τάχου (2017). σελ. 97.
  26. 26,0 26,1 Καλογρηάς (2012). σελ. 364-365.
  27. 27,0 27,1 Καλογρηάς (2012). σελ. 370-371.
  28. Τα τελευταία υπό την προϋπόθεση πως θα διέκοπταν τις σχέσεις τους με τους Γερμανούς. Σύμφωνα με τον Καλογρηά, από την πρόταση αποκλείονταν οι δυνάμεις των Πούλου και Δάγκουλα (βλ. Καλογρηάς, 2012, σελ. 377).
  29. Καλογρηάς 2012, σελίδες 373-374, 377-378· Μπουρούτης 2016, σελίδες 538-541.
  30. Καλογρηάς (2012). σελ. 374-375.
  31. Καλογρηάς (2012). σελ. 384.
  32. Καλογρηάς (2012). σελ. 401, 404.
  33. Δορδανάς 2011, σελ. 56.
  34. Τσιρώνης (14 Μαρτίου 2018). σελ. 1-14.
  35. Τσιρώνης (14 Μαρτίου 2018). σελ. 19-20.
  36. Σπηλιώτη, Σούζαν - Σοφία (2004). ««Μια υπόθεση πολιτικής και όχι δικαιοσύνης: Η δίκη Μέρτεν (1957-59) και οι ελληνογερμανικές σχέσεις»». Στο: Mazower, Mark. Μετά τον Πόλεμο. Η ανασυγκρότηση της οικογένειας, του έθνους και του κράτους στην Ελλάδα. 1943 - 1960 (β΄ έκδοση). Αθήνα: Εκδόσεις Αλεξάνδρεια. σελ. 324. 
  37. Βάνας 2014, σελ. 160.
  38. «Ψήφισμα σχετικά με τη μετονομασία της οδού Αθανάσιου Χρυσοχόου σε οδό Αλμπέρτου Ναρ». polsci.auth.gr. Τμήμα Πολιτικών Επιστημών Α.Π.Θ. 20 Ιουνίου 2022. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 23 Οκτωβρίου 2022. Ανακτήθηκε στις 23 Οκτωβρίου 2022. 
  39. Λυκεσάς, Απόστολος (7 Ιουνίου 2017). «Οδός δωσίλογου Χρυσοχόου». efsyn.gr. Η Εφημερίδα των Συντακτών. Ανακτήθηκε στις 23 Οκτωβρίου 2022. 
  40. «Μετονομάζεται σε Αλβέρτος Ναρ η οδός Στρ. Αθανασίου Χρυσοχόου». voria.gr. VORIA. 16 Φεβρουαρίου 2018. Ανακτήθηκε στις 23 Οκτωβρίου 2022. 
  41. 41,0 41,1 Γερακαρίτου, Κάτια (8 Ιουνίου 2022). «Θεσσαλονίκη: Από την αρχή η διαδικασία για να παραμείνει η οδός ως «Αλμπέρτου Ναρ»». voria.gr. VORIA. Ανακτήθηκε στις 23 Οκτωβρίου 2022. 
  42. Λυκεσάς, Απόστολος (6 Σεπτεμβρίου 2022). «Η Θεσσαλονίκη πίσω σε σκοτεινές εποχές». efsyn.gr. Η Εφημερίδα των Συντακτών. Ανακτήθηκε στις 23 Οκτωβρίου 2022. 
  43. Ιγνατιάδης, Βασίλης (4 Οκτωβρίου 2019). «Απόγονοι κατοχικού στρατηγού εναντίον αντιστασιακών - Δικάζεται η Ιστορία;». ethnos.gr. ΕΘΝΟΣ. Ανακτήθηκε στις 23 Οκτωβρίου 2022. 
  44. «Ανακοίνωση του ΚΙΣΕ για την οδό Αλμπέρτου Ναρ στη Θεσσαλονίκη». kis.gr. Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο Ελλάδος. 11 Απριλίου 2022. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 Ιανουαρίου 2023. Ανακτήθηκε στις 20 Ιανουαρίου 2023. 
  45. Λυκεσάς, Απόστολος (11 Οκτωβρίου 2023). «Δικαίωση της ιστορικής μνήμης». efsyn.gr. Η Εφημερίδα των Συντακτών. Ανακτήθηκε στις 14 Οκτωβρίου 2023. 

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ιστορικές μελέτες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δημοσιογραφικές πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Άλλες πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]