Απαγωγή του υποστράτηγου Κράιπε

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η απαγωγή του στρατηγού Κράιπε ήταν επιχείρηση που έλαβε χώρα κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και εκτελέστηκε από κοινού από τις Βρετανικές Επιχειρήσεις Ειδικών Αποστολών (SOE) και την Κρητική αντίσταση. Η επιχείρηση ξεκίνησε στις 4 Φεβρουαρίου 1944, όταν ο αξιωματικός της SOE Πάτρικ Λη Φέρμορ έφτασε στην Κρήτη με την πρόθεση να απαγάγει τον περιβόητο εγκληματία πολέμου και διοικητή του Οχυρού της Κρήτης, Φρίντριχ-Βίλχελμ Μύλλερ. Μέχρι να καταφτάσει η υπόλοιπη ομάδα απαγωγής με επικεφαλής τον Γουίλιαμ Στάνλεϊ Μος, δύο μήνες αργότερα, τον Μύλλερ είχε διαδεχθεί ο Χάινριχ Κράιπε, με αποτέλεσμα να γίνει αυτός ο νέος στόχος.

Το βράδυ της 26ης Απριλίου, το αυτοκίνητο του Κράιπε έπεσε σε ενέδρα ενώ βρισκόταν καθοδόν για την οικία του. Οι απαγωγείς έδεσαν τον Κράιπε και τον ανάγκασαν να μετακινηθεί στο πίσω κάθισμα, ενώ οι Λη Φέρμορ και Μος υποδύθηκαν εκείνον και τον οδηγό του αντίστοιχα. Η περιβόητη ανυπομονησία του Κράιπε στα οδοφράγματα επέτρεψε στο αυτοκίνητο να περάσει επιτυχώς αρκετά σημεία ελέγχου πριν το εγκαταλείψουν στα Χελιανά. Οι απαγωγείς συνέχισαν με τα πόδια, καταφέρνοντας να αποφεύγουν χιλιάδες στρατιώτες του Άξονα που στέλνονταν για να τους σταματήσουν, έχοντας τη βοήθεια οδηγών από την τοπική αντίσταση. Στις 14 Μαΐου, η ομάδα έφτασε στο χωριό Ροδάκινο όπου και επιβιβάστηκε από μία παραλία σε ένα Βρετανικό μηχανοκίνητο σκάφος και μεταφέρθηκε με ασφάλεια στην Αίγυπτο.

Αρκετούς μήνες μετά την ολοκλήρωση της επιχείρησης, η επιτυχία της τέθηκε υπό αμφισβήτηση. Το αποτέλεσμα θεωρήθηκε ως συμβολική νίκη προπαγάνδας παρά στρατηγικής. Ο σχετικά ακίνδυνος Κράιπε αντικαταστάθηκε από τον Μύλλερ, ο οποίος διέταξε μία σειρά μεγάλης κλίμακας αντιποίνων κατά του άμαχου πληθυσμού του νησιού, το οποίο έμεινε γνωστό ως Ολοκαύτωμα του Κέδρους. Η επιχείρηση εισέβαλε στη λαϊκή φαντασία μέσω βιογραφικών έργων αρκετών από τους συμμετέχοντες σε αυτήν, με πιο αξιοσημείωτο το βιβλίο του Μος, Ill Met by Moonlight. Ο Κράιπε, ο οποίος απελευθερώθηκε από την αιχμαλωσία το 1947, συνάντησε τους απαγωγείς του το 1972 σε ένα πρόγραμμα της ελληνικής τηλεόρασης.[1]

Υπόβαθρο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 28 Οκτωβρίου 1940, η Ελλάδα εισήλθε στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό των Συμμάχων μετά την Ιταλική εισβολή από την Αλβανία. Στις 6 Απριλίου, η Ναζιστική Γερμανία ξεκίνησε τη δική της εισβολή μέσω της Βουλγαρίας, γνωστή ως Επιχείρηση Μαρίτα, φτάνοντας στις 30 Απριλίου στη νότια ακτή της Ελλάδας και τερματίζοντας την εισβολή με νίκη.[2] Πέντε μέρες νωρίτερα, ο Βασιλιάς Γεώργιος ο Β΄ και η κυβέρνησή του είχαν εγκαταλείψει την ηπειρωτική χώρα για την Κρήτη. Με τη σειρά του, στις 20 Μαΐου 1941, το νησί δέχθηκε επίθεση μαζικά από αέρος από τους Ναζί.[3] Έπειτα από επτά μέρες συγκρούσεων, οι Γερμανοί επικράτησαν αναγκάζοντας τους Συμμάχους να καταφύγουν στην Αίγυπτο.[4] Με την ολοκλήρωση της Επιχείρησης Μαρίτα, η Ελλάδα τέθηκε υπό τριπλή κατοχή από της Γερμανία, την Ιταλία και τη Βουλγαρία.[5] Το Οχυρό Κρήτη, όπως ονομάζεται σήμερα, διαμοιράστηκε ανάμεσα σε Γερμανία και Ιταλία. Οι Γερμανοί κατείχαν τους τρεις δυτικούς νομούς του νησιού με το αρχηγείο τους να βρίσκεται στα Χανιά, ενώ οι Ιταλοί κατείχαν τον ανατολικότερο νομό του νησιού, τον Νομό Λασιθίου.[6] Δεν χρειάστηκε πολύς χρόνος για να δημιουργηθεί η Κρητική αντίσταση, η οποία βοήθησε τους Συμμάχους στρατιώτες που βρίσκονταν στο νησί να αποφύγουν τη σύλληψη και να το σκάσουν προς τη Μέση Ανατολή, η οποία ήταν υπό τον έλεγχο των Βρετανών. Οι στρατιώτες που κατάφεραν να το σκάσουν βοήθησαν στο να εγκαθιδρυθεί επικοινωνία μεταξύ του παρακλαδιού της SOE στο Κάιρο και των οργανώσεων της Κρητικής αντίστασης. Εξοπλισμένοι με ασύρματο εξοπλισμό από τη SOE, ξεκίνησαν να συντονίζουν τις πράξεις τους με τις εντολές των Συμμάχων.[7] Μετά την ανακωχή του Κασίμπιλε, ο διοικητής της 51ης Μεραρχίας Πεζικού Σιένα, Αντζέλικο Κάρτα, αποφάσισε να συμπαραταχθεί με τους Συμμάχους. Αποφεύγοντας τις Γερμανικές περιπολίες και τα αεροπλάνα παρακολούθησης, επιβιβάστηκε σε ένα μηχανοκίνητο σκάφος της SOE από το χωριό Τσούτσουρος, φτάνοντας στις 23 Σεπτεμβρίου 1943 στο λιμάνι της πόλης Μάρσα Ματρούχ.[8][9]

Βρετανοί αξιωματικοί είχαν ήδη εξετάσει την ιδέα της σύλληψης ενός ανώτερου Γερμανού αξιωματικού από το Νοέμβριο του 1942, όταν ο Ζαν Φίλντινγκ πρότεινε την απαγωγή του Αλεξάντερ Άντρε και αργότερα, όταν ο Άντρε αποσπάστηκε, του διαδόχου του Μπρούνο Μπρόιερ. Ωστόσο, κανένα από αυτά τα σχέδια δεν προχώρησε.[10] Η επιτυχημένη απόδραση του Κάρτα στην Αίγυπτο αναζωπύρωσε την ιδέα της απαγωγής του επικεφαλής στρατιωτικού διοικητή της Κρήτης. Το 1943, ο Ταγματάρχης Πάτρικ Λη Φέρμορ και ο Λοχαγός Γουίλιαμ Στάνλεϊ Μος έστησαν το σχέδιο της επιχείρησης απαγωγής του Στρατηγού Φρίντριχ-Βίλχελμ Μύλλερ στο Κάιρο, ο οποίος ήταν ο τότε στρατιωτικός διοικητής της Κρήτης και διοικητής της 22ης Γερμανικής Αεροπορικής Μεραρχίας. Ο Μύλλερ είχε αποκτήσει φήμη για τη βιαιότητά του και περιφρονήθηκε από τους Κρητικούς, ενώ ήταν προσωπικά υπεύθυνος για μαζικές εκτελέσεις, βασανιστήρια, καταστροφές χωριών και στρατολογήσεις άμαχων πολιτών σε μονάδες καταναγκαστικής εργασίας. Η SOE σχεδίαζε να τον απαγάγει με τη χρήση της ελάχιστης δυνατής βίας και να τον μεταφέρει στην Αίγυπτο, δίνοντας με αυτόν τον τρόπο μία ώθηση στο ηθικό των Κρητικών.[11]

Η επιχείρηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το σκίτσο του Γ. Στάνλεϊ Μος για την απαγωγή.

Στα τέλη του 1943, ο Λη Φέρμορ και ο Μος σχημάτισαν μία ομάδα με δύο μέλη της Κρητικής αντίστασης, τους Γεώργιο Τυράκη και Μανώλη Πατεράκη, οι οποίοι θα τους συνόδευαν στην αποστολή. Έπειτα από την εκπαίδευσή τους στην Παλαιστίνη και την αντιμετώπιση αρκετών καθυστερήσεων, η ομάδα πέταξε για το αρχηγείο της Βρετανικής 8ης Στρατιάς[12] στο Μπάρι στις 4 Ιανουαρίου 1944.[13] Στις 4 Φεβρουαρίου, οδηγήθηκαν στο αεροδρόμιο του Μπρίντιζι, όπου επιβιβάστηκαν σε ένα βομβαρδιστικό με προορισμό την Κρήτη. Ωστόσο, ο Λη Φέρμορ ήταν ο μόνος που πήδηξε με αλεξίπτωτο από το αεροπλάνο στο οροπέδιο του Καθαρού, λόγω της ξαφνικής αλλαγής του καιρού η οποία προκάλεσε έλλειψη ορατότητας λόγω της συννεφιάς που υπήρχε πάνω από την περιοχή. Τον Λη Φέρμορ υποδέχτηκαν μέλη της Κρητικής αντίστασης και ο Λοχαγός Σάντι Ρέντελ της SOE, ενώ η υπόλοιπη ομάδα επέστρεψε στο Κάιρο.[9] Καθώς κρυβόντουσαν σε μία σπηλιά πάνω από το χωριό Τάπες στο οροπέδιο Λασιθίου, ο Λη Φέρμορ αποκατέστησε παλιές του γνωριμίες και έμαθε πως ο Μύλλερ είχε αντικατασταθεί από τον Υποστράτηγο Χάινριχ Κράιπε την 1η Μαρτίου. Αν και σίγουρα δεν ήταν το ίδιο διαβόητος όσο ο Μύλλερ, ο Κράιπε είχε παρασημοφορηθεί με τον Σταυρό των Ιπποτών του Σιδηρού Σταυρού για τον ρόλο του στην πολιορκία του Λένινγκραντ και στη μάχη της περιοχής Κουμπάν.[12] Η υπόλοιπη ομάδα επιχείρησε να προσγειωθεί στην Κρήτη με αλεξίπτωτο άλλες εφτά φορές χωρίς επιτυχία κι έπειτα από δύο μήνες, στις 4 Απριλίου, κατέφθασαν με μηχανοκίνητο σκάφος στο Τσούτσουρο[14] και συνάντησαν τους Λη Φέρμορ και Ρέντελ στην παραλία.[15] Όταν άκουσαν για την αναχώρηση του Μύλλερ, συμφώνησαν απρόθυμα να προχωρήσουν με το σχέδιο.[11]

Η ομάδα μετακινήθηκε σε ένα δίκτυο σπηλιών στα βουνά πάνω από το χωριό Κασταμονίτσα, όπου βρισκόταν το κρησφύγετο μίας τοπικής ομάδας ανταρτών.[16] Εκεί, η ομάδα της SOE ενισχύθηκε με έναν αριθμό Κρητικών, τους Αντώνιο και Γρηγόριο Παπαλεωνίδα, Μιχαήλ «Μίκης» Ακουμιανάκη και Γρηγόριο Χναράκη. Το σπίτι του Ακουμιανάκη βρισκόταν σε βολική τοποθεσία, απέναντι από την κατοικία του Κράιπε, τη Βίλα Αριάδνη, στο χωριό της Κνωσού.[17] Κατά την προετοιμασία για το ταξίδι του στην Κνωσό, ο Λη Φέρμορ ντύθηκε Κρητικός βοσκός, έλαβε πλαστά έγγραφα και σκούρυνε το μουστάκι και τα φρύδια του με καμένο φελλό. Αφού ταξίδεψε με λεωφορείο μαζί με τον Ακουμιανάκη, έκανε αναγνώριση της περιοχής γύρω από τη βίλα. Με την περιοχή να περιβάλλεται από τριπλό φράχτη με συρματομπλέγματα (ένας από τους οποίους φημολογείτο πως ήταν ηλεκτροφόρος) και να φρουρείται από μεγάλη φρουρά, θεωρήθηκε πολύ επικίνδυνο να επιχειρήσουν μία άμεση απαγωγή. Έτσι, λήφθηκε η απόφαση η απαγωγή να γίνει κατά τη διάρκεια μίας από τις συχνές μετακινήσεις του Κράιπε από την οικία του προς το αρχηγείο της μεραρχίας στις Άνω Αρχανές, περίπου 8 χιλιόμετρα μακριά. Αφού ερεύνησαν τη διαδρομή, ανακάλυψαν μία διασταύρωση όπου ο δρόμος από τις Αρχανές ενωνόταν με τον κεντρικό δρόμο προς το Ηράκλειο, αναγκάζοντας τα αυτοκίνητα να ελαττώσουν σημαντικά ταχύτητα, φτάνοντας να είναι σχεδόν ακινητοποιημένα. Η τοποθεσία αυτή ονομάστηκε αργότερα Σημείο Α. Ο Παύλος Ζωγραφιστός, ιδιοκτήτης ενός μικρού εξοχικού σε αμπελώνα έξω από το Σκαλάνι, περίπου είκοσι λεπτά απόσταση από το σημείο της απαγωγής, συμφώνησε να συνεργαστεί μετατρέποντας το εξοχικό σε παρατηρητήριο.[18] Λόγω της αυξημένης κυκλοφορίας στον κεντρικό δρόμο, η επιχείρηση έπρεπε να πραγματοποιηθεί κατά τη διάρκεια της νύχτας.[19]

Οι Βρετανοί αξιωματικοί και οι Έλληνες αντιστασιακοί που συμμετείχαν στην επιχείρηση.

Ο Ακουμιανάκης προμήθευσε την ομάδα με δύο καλοκαιρινές στολές δεκανέα Φέλντζανταρμερί, πλήρεις με στρατιωτικά διακριτικά, όπλα και γκλομπ.[20] Το μέλος της αντίστασης Ηλίας Αθανασάκης παρακολουθούσε από ένα ύψωμα το Γερμανικό αρχηγείο, στέλνοντας σήμα με τηλέγραφο όποτε ο Κράιπε έφευγε από το κτίριο. Τέσσερα ακόμη μέλη της αντίστασης, οι Ευστάθιος Σαβιολάκης, Δημήτριος «Τζατζάς» Τζατζαδάκης, Νικόλαος Κόμης και Αντώνης Ζωιδάκης, στρατολογήθηκαν ως οδηγοί. Λίγο πριν λάβει χώρα η απαγωγή, η ομάδα έλαβε μία επιστολή από τον τοπικό διοικητή του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (ΕΛΑΣ), ο οποίος απειλούσε πως θα τους κατέδιδε στις αρχές αν δεν εκκένωναν την περιοχή. Ο Λη Φέρμορ απάντησε με ένα διφορούμενο γραπτό μήνυμα και ο διοικητής του ΕΛΑΣ δεν έκανε πράξη την απειλή του, ενώ η επιχείρηση αναβλήθηκε για αρκετές μέρες καθώς ο Κράιπε δεν εγκατέλειπε την οικία του.[21]

Το βράδυ της 26ς Απριλίου 1944, ο Λη Φόρμερ και ο Μος έλαβαν σήμα πως ο Κράιπε είχε επιβιβαστεί στο αυτοκίνητό του. Φορώντας τις Γερμανικές στολές, ακολούθησαν τον Σαβιολάκη στο Σημείο Α. Οι δυο τους κρύφτηκαν σε ένα χαντάκι, περίπου 1 μέτρο ανατολικά του δρόμου. Πιο δυτικά, ο Ζωιδάκης, τα αδέλφια Παπαλεωνίδα, ο Τυράκης και ο Κόμης βρίσκονταν σε κατάσταση αναμονής. Στις 9:30μ.μ., ο Τζατζαδάκης άναψε τον πυρσό του τρεις φορές στέλνοντας σήμα πως το αυτοκίνητο του Κράιπε πλησίαζε χωρίς συνοδεία. Ο Λη Φόρμερ και ο Μος έκλεισαν τον δρόμο και καθώς το αυτοκίνητο πλησίαζε, ο Μος κούνησε το αστυνομικό γκλομπ που κρατούσε και φώναξε στα γερμανικά «Halt!» («Σταμάτα»). Όταν το αυτοκίνητο σταμάτησε, ο Λη Φέρμορ χαμογέλασε και ζήτησε από τον Κράιπε να του δείξει την ταυτότητά του. Καθώς ο Κράιπε έκανε κίνηση για να βγάλει την ταυτότητά του, ο Λη Φέρμορ άνοιξε την πόρτα φωνάζοντας «Ψηλά τα χέρια!», ενώ ταυτόχρονα πίεσε το αυτόματο όπλο που κρατούσε πάνω στο στήθος του Κράιπε. Τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας πετάχτηκαν από τα σημεία που κρυβόντουσαν και περικύκλωσαν το αυτοκίνητο. Ακολούθησε μία σύντομη πάλη, η οποία τελείωσε με τον Πατεράκη να δένει τον Κράιπε και τον Μος να χτυπάει τον οδηγό του στο κεφάλι με το γκλομπ που κρατούσε, ρίχνοντάς τον αναίσθητο. Ο Μος πήρε τη θέση του οδηγού και ο Λη Φέρμορ φόρεσε το καπέλο του Κράιπε, προσποιούμενος πως ήταν εκείνος, ενώ οι Κράιπε, Σαβιολάκης, Τυράκης και Πατεράκης κάθισαν στο πίσω κάθισμα κι έφυγαν με προορισμό το Ηράκλειο. Οι υπόλοιποι έμειναν πίσω για να καθαρίσουν το σημείο από σημάδια πάλης και στη συνέχεια έφυγαν κι αυτοί για το Ηράκλειο μαζί με τον οδηγό του Κράιπε.[22]

Το αυτοκίνητο πέρασε από 22 σημεία ελέγχου στο Ηράκλειο, βγαίνοντας στην πορεία στον δρόμο για το Ρέθυμνο και σταματώντας έξω από έναν απότομο ορεινό δρόμο που οδηγούσε στα Ανώγεια.[18] Η τάση του Κράιπε να είναι ανυπόμονος στα οδοφράγματα και να συμπεριφέρεται με αγένεια στους ανθρώπους που τα επάνδρωναν τον είχε κάνει μη δημοφιλή στους υφιστάμενούς του, συμβάλλοντας με αυτόν τον ειρωνικό τρόπο στην επιτυχία της ίδιας του της απαγωγής, καθώς το αυτοκίνητο επιτάχυνε στα σημεία ελέγχου χωρίς να σταματάει.[23] Μετά τον πόλεμο, ένα μέλος του προσωπικού του Κράιπε ανέφερε πως με το άκουσμα της είδησης της απαγωγής του, μετά από κάποιες στιγμές αμήχανης σιωπής στην αίθουσα των αξιωματικών στο Ηράκλειο, ακούστηκε κάποιος να λέει: «Λοιπόν κύριοι, νομίζω πως απαιτείται σαμπάνια για αυτό».[24] Ο Λη Φέρμορ οδήγησε προς τα Χελιανά, όπου κι εγκατέλειψαν το αυτοκίνητο. Για να αποφύγουν τα αντίποινα, άφησε ένα σημείωμα όπου ισχυριζόταν πως η επιχείρηση πραγματοποιήθηκε από ειδικές Βρετανικές δυνάμεις χωρίς καμία υποστήριξη από τους ντόπιους και σκόρπισε γύρω διάφορα ενοχοποιητικά στοιχεία, όπως Βρετανικά αποτσίγαρα, ένα βιβλίο της Αγκάθα Κρίστι και έναν στρατιωτικό μπερέ. Έπειτα, η ομάδα ανέβηκε προς τα Ανώγεια όπου ξεκουράστηκαν για λίγες ώρες. Αργά το απόγευμα της 27ης Απριλίου, ένα Γερμανικό αναγνωριστικό αεροπλάνο πέταξε φυλλάδια στο χωριό απειλώντας για αντίποινα αν ο υποστράτηγος δεν αφηνόταν ελεύθερος εντός τριών ημερών. Σύντομα, η ομάδα αναχώρησε για τον Ψηλορείτη όπου συναντήθηκε με την ομάδα του Μιχάλη Ξυλούρη και αξιωματικούς της SOE. Η διάλυση του ασύρματου που είχαν σήμαινε πως όλες οι επικοινωνίες έπρεπε να γίνονται μέσω μαντατοφόρων, κάτι το οποίο έκανε τη φυγή τους πιο δύσκολη. Την επόμενη μέρα, η ομάδα πληροφορήθηκε πως οι Κρητικοί είχαν σκοτώσει τον οδηγό του Κράιπε καθώς ήταν πολύ σοκαρισμένος και δεν μπορούσε να ακολουθήσει τον ρυθμό της ομάδας και υπήρχε κίνδυνος να τους εντοπίσουν. Η ομάδα συνέχισε την άνοδό της στον Ψηλορείτη, όπου διέμειναν με την ομάδα του Γεώργιου Πετράκη.[25]

Βρετανικό προπαγανδιστικό φυλλάδιο απευθυνόμενο προς τους Γερμανούς στρατιώτες το οποίο αναφέρει: «Μάταια ψάχνετε για αυτόν [Κράιπε]! Είναι εδώ και πολύ καιρό στην Αγγλία!»

Καθώς η ομάδα συνέχισε το ταξίδι της μέσω των χιονισμένων πλαγιών του Ψηλορείτη προς την κοιλάδα του Αμαρίου, η Γερμανική φρουρά της Κρήτης με πάνω από 30,000 άντρες είχε τεθεί σε επιφυλακή και οι στρατιώτες του Άξονα άρχισαν να συγκεντρώνονται γύρω από την οροσειρά, σε μία προσπάθεια να εμποδίσουν την απόδραση των απαγωγέων.[26] Η ομάδα, αφού διέσχισε την κοιλάδα, έφτασε στο χωριό της Αγίας Παρασκευής. Μία αναφορά η οποία μεταδόθηκε από το BBC, είχε ενημερώσει τους Γερμανούς πως ο Κράιπε βρισκόταν ακόμα στο νησί. Οι φήμες για μία γενική εξέγερση και εισβολή των Συμμάχων στο νησί, παρακίνησαν τον Μπρόιερ να ενισχύσει τη φρουρά των Χανίων και να συνεχίσει να σαρώνει την ασφάλεια. Επιπλέον, ο προσωπικός βοηθός και οι φρουροί του Κράιπε συνελήφθησαν υπό την υποψία της συνενοχής. Η άφιξη ενός μαντατοφόρου έδωσε τη δυνατότητα στην ομάδα να ζητήσει να σταλεί ένα σκάφος στα Σακτούρια στις 2 Μαΐου.[27] Ο μαντατοφόρος δεν επέστρεψε την επόμενη μέρα και η ομάδα πληροφορήθηκε πως τα Σακτούρια και άλλες εστίες αντίστασης είχαν ανατιναχθεί από τους Γερμανούς στρατιώτες. Ο Μος και ο Λη Φέρμορ ξεκίνησαν για την κοιλάδα του Αμαρίου προς αναζήτηση ενός ασύρματου σταθμού. Στις 5 Μαΐου, έφτασαν στο χωριό της Παντάνασσας όπου ήταν σε θέση να μπορούν και πάλι να αλληλογραφήσουν.[28] Μία μέρα αργότερα, ο Γεώργιος Ψυχουντάκης έφερε στο χωριό τον αξιωματικό της SOE Ντικ Μπαρνς και ασύρματο εξοπλισμό. Στο μεταξύ, η υπόλοιπη ομάδα μεταφέρθηκε στο χωριό Πατσός για να αποφύγει μία Γερμανική περίπολο, το οποίο βρισκόταν μόλις δύο ώρες μακριά από την Παντάνασσα. Τότε έγινε γνωστό πως μία μονάδα της Ειδικής Υπηρεσίας Σκαφών (SBS) με επικεφαλής τον Τζορτζ Τζέλικο θα κατέφθανε στην παραλία της Λίμνης στις 9 του μήνα, προκειμένου να βοηθήσει με τη φυγή της ομάδας από το νησί.[29]

Οι δύο ομάδες επανενώθηκαν στον οικισμό Καρίνες και συνέχισαν μαζί προς τα χωριά Φωτεινού και Βιλανδρέδο. Όταν μία φάλαγγα 200 αντρών έφτασε στην Αργυρούπολη, μόλις μία ώρα από το Βιλανδρέδο, ο Διονύσης Τσικλητήρας και μία ομάδα μαχητών του ΕΛΑΣ βοήθησαν την ομάδα να ξεφύγει από τους διώκτες της.[26] Όταν η ομάδα έφτασε στην Ασή Γωνιά, ένας μαντατοφόρος τους ενημέρωσε πως ένα πλοίο θα τους περίμενε σε μία παραλία στο χωριό Ροδάκινο το βράδυ της 14ης Μαΐου.[30] Οι αντάρτες της περιοχής συνόδευσαν την ομάδα στο τελευταίο τους ταξίδι και η ομάδα, μαζί με τον Κράιπε, δύο Γερμανούς αιχμαλώτους πολέμου και έναν άρρωστο Σοβιετικό λιποτάκτη, επιβιβάστηκαν σε πλοία της SBS στις 10:00 μ.μ., ολοκληρώνοντας την αποστολή τους με την άφιξή τους στη Μάρσα Ματρούχ στην Αίγυπτο.[31]

Επακόλουθα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ταγματάρχης Πάτρικ Λη Φέρμορ βραβεύτηκε με το Τάγμα Διακεκριμένης Υπηρεσίας και ο Λοχαγός Γουίλιαμ Στάνλεϊ Μος με τον Στρατιωτικό Σταυρό, «για την εξαιρετική ένδειξη θάρρους και τόλμης» κατά την επιχείρηση. Τα βραβεία δημοσιεύτηκαν στην κυβερνητική εφημερίδα London Gazette στις 13 Ιουλίου 1944.[32] Η επιχείρηση έπληξε το ηθικό του Άξονα στο νησί ενώ αντίθετα αύξησε αυτό της αντίστασης, καθώς το BBC και η Βασιλική Πολεμική Αεροπορία (RAF) επαινούσαν την επιτυχία της επιχείρησης μέσω ραδιοφωνικών μεταδόσεων και φυλλαδίων αντίστοιχα. Ωστόσο, η σοφία που κρυβόταν πίσω από την απαγωγή άρχισε να αμφισβητείται καθώς ο Κράιπε ήταν μετά βίας ζηλωτής των Ναζί και, με την απόβαση στη Νορμανδία να αναμένεται ήδη, δεν είχε λόγο να μην συνεργαστεί με τους απαγωγείς του. Παρά τη θέση του, κατείχε ελάχιστες πληροφορίες και μέχρι την αρπαγή του, η Κρήτη είχε χάσει τη στρατηγική σημασία που είχε κατά τη διάρκεια του πολέμου.[33]

Στις 7 Αυγούστου 1944, ο Λοχίας Γιόζεφ Όλενχαουερ (γνωστός στους ντόπιους ως Σήφης) και πέντε άντρες από τη Γερμανική φρουρά που είχαν ως έδρα το Γενί-Γκαβέ, πήγαν στο χωριό Ανώγεια προς αναζήτηση εργατών για καταναγκαστική εργασία. Οι ντόπιοι ανέμεναν μια τέτοιου είδους αντίδραση και οι περισσότεροι άντρες κρύφτηκαν στα βουνά για να αποφύγουν τη σύλληψη. Ο εξοργισμένος Όλενχαουερ διέταξε τους άντρες του να συγκεντρώσουν όποιον συναντούσαν, ακόμα κι αν ήταν γυναίκες, παιδιά ή ηλικιωμένοι, και να τους οδηγήσουν στο Ρέθυμνο. Λίγο μετά την έξοδο της φάλαγγας από το χωριό, έπεσαν σε ενέδρα των ανταρτών του ΕΛΑΣ οι οποίοι απελευθέρωσαν τους ομήρους και αιχμαλώτισαν τον Όλενχαουερ και δύο στρατιώτες, ενώ δύο άλλοι κατάφεραν να το σκάσουν. Οι κρατούμενοι οδηγήθηκαν στον Ψηλορείτη και αργότερα εκτελέστηκαν, όταν οι Γερμανοί αρνήθηκαν να τους ανταλλάξουν με έναν μεγάλο αριθμό κρατούμενων από τη φυλακή της Αγιάς. Ο Μος, ο οποίος μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε επιστρέψει στην Κρήτη και βρισκόταν στην περιοχή, αποφάσισε να συνεργαστεί με την ομάδα του Μιχάλη Ξυλούρη για να στήσουν ενέδρα σε μία εισερχόμενη σωφρονιστική αποστολή, η οποία αποτελείτο από ένα θωρακισμένο όχημα και ένα φορτηγό γεμάτο στρατιώτες. Το σαμποτάζ της Δαμάστας οδήγησε στον θάνατο 30 Γερμανών, 12 από τους οποίους δολοφονήθηκαν μετά την παράδοσή τους.[34]

Ο Μύλλερ, ο οποίος είχε επιστρέψει στον ρόλο του διοικητή του Οχυρού Κρήτης, είχε απώτερους στρατηγικούς λόγους για αντίποινα: να βοηθήσει στη Γερμανική εκκένωση από το μεγαλύτερο μέρος του νησιού προς το προπύργιο των Χανίων, καθώς επίσης και την επιθυμία του να τιμωρήσει τα Ανώγεια για τη συστηματική βοήθεια που παρείχαν στην αντίσταση. Οι κάτοικοι των Ανωγείων εμπλέκονταν ενεργά κι έδιναν καταφύγιο σε μέλη της Κρητικής αντίστασης για πολλά χρόνια, είχαν σκοτώσει τον Όλενχαουερ και τη φρουρά του Γενί-Γκαβέ, ενώ παρείχαν επίσης καταφύγιο στην ομάδα απαγωγής του Κράιπε. Η διαταγή του για καταστροφή των Ανωγείων ήταν συγκεκριμένη και αναδρομική, επιβεβαιώνοντας τους φόβους των Βρετανών για μεγάλης κλίμακας αντίποινα.[35] Το Ολοκαύτωμα του Κέδρους ήταν μία συντονισμένη επιχείρηση με 2000 στρατιώτες του Άξονα να έχουν ως στόχο τα Ανώγεια και τη Δαμάστα. Εννιακόσια σπίτια κάηκαν, 50 πολίτες εκτελέστηκαν και 3000 έγιναν εσωτερικοί πρόσφυγες. Στο χωριό Ζάρκο 35 από τους 42 κατοίκους εκτελέστηκαν για την υποτιθέμενη συμμετοχή τους στη δολοφονία του εκδότη της δωσίλογης εφημερίδας Κρητικός Κήρυξ. Τις επόμενες μέρες η επιχείρηση επεκτάθηκε και σε άλλα χωριά, άντρες εκτελέστηκαν, σπίτια λεηλατήθηκαν κι έπειτα κάηκαν ή ανατινάχτηκαν, ανεξαιρέτως αν αυτά τα χωριά συμμετείχαν στην αντίσταση.[36] Η περιουσία που συλλέχθηκε από τις λεηλασίες συγκεντρώθηκε στη Σχολή Ασωμάτων και μεταφέρθηκε με φορτηγά στο Ρέθυμνο, ενώ η συγκομιδή και τα ζώα κατασχέθηκαν προς χρήση των Γερμανών στρατιωτών. Οι ομάδες της τοπικής αντίστασης δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα παρά να κοιτούν, καθώς ήταν κατά πολύ λιγότεροι.[37]

Συγκεκριμένα, η διαταγή για την καταστροφή των Ανωγείων ήταν η εξής:[38]

ΔΙΑΤΑΓΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΕΡΜΑΝΟ ΣΤΡΑΤΗΓΟ ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΦΡΟΥΡΙΟΥ ΚΡΗΤΗΣ - Επειδή η πόλις των Ανωγείων είναι κέντρον της αγγλικής κατασκοπίας εν Κρήτη και επειδή οι Ανωγειανοί εξετέλεσαν το φόνο του λοχία φρουράρχου Γενί-Γκαβέ και της υπ' αυτόν φρουράς και επειδή οι Ανωγειανοί εξετέλεσαν το σαμποτάζ της Δαμάστας, επειδή εις Ανώγεια ευρίσκουν άσυλον και προστασίαν οι αντάρται των διαφόρων ομάδων αντιστάσεως και επειδή εκ των Ανωγείων διήλθον και οι απαγωγείς με τον στρατηγόν Φον Κράιπε χρησιμοποιήσαντες ως σταθμόν διακομιδής τα Ανώγεια, διατάσσομεν την ΙΣΟΠΕΔΩΣΙΝ τούτων και την εκτέλεσιν παντός άρρενος Ανωγειανού όστις ήθελεν ευρεθεί εντός του χωρίου και πέριξ αυτού εις απόστασιν ενός χιλιομέτρου.

— Χανιά 13 Αυγούστου 1944, Ο Στρατηγός Διοικητής Φρουρίου Κρήτης X. ΜΙΛΛΕΡ

Βέβαια όταν αργότερα οι Βρετανοί Τομ Ντουνμπάμπιν και Πάτρικ Λη Φέρμορ έγιναν επίτιμοι δημότες του Ηρακλείου το 1948, τονίστηκε ιδιαίτερα η προσοχή και η προνοητικότητα του Λη Φερμορ ώστε να μην δοθεί "στον κατακτητή η δικαιολογία να προβεί σε αντίποινα" σχετικά με την Επιχείρηση Κράιπε.[39]

Στη λαϊκή κουλτούρα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα γεγονότα της επιχείρησης απεικονίστηκαν στο βιβλίο του Μος, Ill Met by Moonlight: The Abduction of General Kreipe. Το 1957, το βιβλίο μεταφέρθηκε στην οθόνη με πρωταγωνιστές τους Ντερκ Μπόγκαρντ, Ντέιβιντ Όξλεϊ και Μάριους Γκόρινγκ.[40] Ο Λη Φέρμορ και ο Ψυχουντάκης κατέγραψαν επίσης τις εμπειρίες τους στα αντίστοιχα βιογραφικά έργα Abducting a General: The Kreipe Operation and SOE in Crete και The Cretan Runner: His Story of the German Occupation (Ο Κρητικός μαντατοφόρος: εικόνες από τη ζωή μας στην κατοχή).[29][41]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Η θρυλική απαγωγή του Στρατηγού Κράιπε στην Κρήτη προκάλεσε την οργή του Χίτλερ. Βρετανοί και Έλληνες πέρασαν 22 γερμανικά μπλόκα, ανέβηκαν τον χιονισμένο Ψηλορείτη και διέφυγαν στη Μ. Ανατολή». ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ. 11 Φεβρουαρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 13 Νοεμβρίου 2022. 
  2. Dear & Foot 1995, σελίδες 102–106.
  3. Helios 1945, Crete, Battle of; George II.
  4. Helios 1945, George II.
  5. Stefanidis 1992, σελίδες 64–95.
  6. Stroud 2015, σελίδες 52–54.
  7. Stroud 2015, σελίδες 54–57.
  8. Leigh Fermor 2014, σελίδες 1–3.
  9. 9,0 9,1 Κούκουνας 2013, σελ. 115.
  10. Leigh Fermor 2014, σελίδες xxiv–xxv.
  11. 11,0 11,1 Kiriakopoulos 1995, σελίδες 158–159.
  12. 12,0 12,1 Leigh Fermor 2014, σελίδες 6–9.
  13. Moss 2014, σελ. 30.
  14. Κούκουνας 2013, σελίδες 115–116.
  15. Moss 2014, σελ. 24.
  16. Moss 2014, σελ. 28.
  17. Kiriakopoulos 1995, σελ. 159.
  18. 18,0 18,1 Κούκουνας 2013, σελ. 118.
  19. Leigh Fermor 2014, σελίδες 12–15.
  20. Kiriakopoulos 1995, σελ. 160.
  21. Leigh Fermor 2014, σελίδες 22–26.
  22. Leigh Fermor 2014, σελίδες 26–30.
  23. Leigh Fermor 2014, σελ. xxviii.
  24. Cooper 1989, σελ. 300.
  25. Leigh Fermor 2014, σελίδες 38–45.
  26. 26,0 26,1 Κούκουνας 2013, σελ. 119.
  27. Leigh Fermor 2014, σελίδες 46–56.
  28. Leigh Fermor 2014, σελίδες 58–65.
  29. 29,0 29,1 Leigh Fermor 2014, σελίδες 68–74.
  30. Leigh Fermor 2014, σελίδες 76–84.
  31. Leigh Fermor 2014, σελίδες 85–94.
  32. «War Office, 13th July, 1944». London Gazette (36605): 3274. 1944-07-13. https://www.thegazette.co.uk/London/issue/36605/supplement/3274. 
  33. Leigh Fermor 2014, σελίδες xxv–xxix.
  34. Κούκουνας 2013, σελίδες 152–153.
  35. Ogden 2012, σελ. 309.
  36. Κούκουνας 2013, σελ. 154.
  37. Psychoundakis 1955, σελίδες 177–178.
  38. Κούκουνας 2013, σελίδες 153–154.
  39. Beevor, Antony· Prokopiou, Aristeidēs Pl (2004). Krētē : hē machē kai hē antistasē. Athēna: Ekdoseis Gkovostē. ISBN 9602709278. 1245306645. 
  40. «Ill Met by Moonlight (1957)». British Film Institute. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 Σεπτεμβρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 26 Οκτωβρίου 2020. 
  41. «Psychoundakis, George. The Cretan runner: his story of the German occupation». Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού. Εθνικό Κέντρο Βιβλίου. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29 Οκτωβρίου 2020. Ανακτήθηκε στις 26 Οκτωβρίου 2020. 

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]