Μετάβαση στο περιεχόμενο

Γεώργιος Πούλος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Γεώργιος Πούλος
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Γεώργιος Πούλος (Ελληνικά)
Γέννηση1889
Ρουμανία
Θάνατος11-6-1949 (60 ετών)
Γουδή
Αιτία θανάτουΕκτέλεση
ΨευδώνυμοΦον Πούλος (Von Poulos)
Εκπαίδευση και γλώσσες
Μητρική γλώσσαΕλληνικά
Ομιλούμενες γλώσσεςΕλληνικά
Πληροφορίες ασχολίας
ΙδιότηταΣτρατιωτικός
Πολιτική τοποθέτηση
Πολιτικό κόμμα/ΚίνημαΕΣΚΕ
Ποινική κατάσταση
Κατηγορίες εγκλήματοςΔωσιλογισμός
Ποινή εγκλήματοςΘάνατος
Οικογένεια
ΣύζυγοςΜαστιχούλα Πούλου

Ο Γεώργιος Πούλος (Ράσα Ρουμανίας 1889 - Γουδή 11 Ιουνίου 1949) ήταν Έλληνας εθνικοσοσιαλιστής στρατιωτικός, αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού και δωσίλογος.

Μετά από μία άσημη στρατιωτική καριέρα, που περιελάμβανε τη συμμετοχή στη μικρασιατική εκστρατεία και στο βενιζελικό κίνημα του 1935, κατά τη διάρκεια της κατοχής, συνεργάστηκε στενά με τους Γερμανούς. Αρχικά αποτέλεσε στέλεχος της γερμανικής αντικατασκοπείας και το 1943, ίδρυσε το «Ελληνικό Εθελοντικό Σώμα Κρύας Βρύσης», γνωστό επίσης ως «Εθελοντικό Τάγμα Πούλου» ή «Poulos Verband», στρατιωτικό απόσπασμα το οποίο συνέδραμε τη Βέρμαχτ σε αντιαντάρτικες επιχειρήσεις και διέπραξε δεκάδες εγκλήματα πολέμου έναντι Ελλήνων αμάχων.

Με την αποχώρηση των Ναζί από την Ελλάδα, ο Πούλος κατέφυγε μαζί με το σώμα του στη Σλοβενία και πολέμησε τους συμμάχους στο πλευρό των Γερμανών. Μετά τη λήξη του Πολέμου, συνελήφθη στην Αυστρία και μεταφέρθηκε στην Ελλάδα όπου και φυλακίστηκε. Εκτελέστηκε τον Ιούνιο του 1949 στο Γουδί, δύο μήνες πριν τη λήξη του Εμφυλίου.

Αποτελεί έναν από τους ελάχιστους εγκληματίες πολέμου που εκτελέστηκαν μεταπολεμικά από το ελληνικό κράτος.

Ο Πούλος γεννήθηκε το 1889 στο χωριό Ράσα της Ρουμανίας[1], αλλά είχε καταγωγή από τον Πλάτανο Ναυπακτίας[2] και διέμενε στη Θεσσαλονίκη.[3] Φέρεται να συμμετείχε στη Μικρασιατική Εκστρατεία, ενώ το 1935, ως αντισυνταγματάρχης, συμμετείχε στο κίνημα της 1ης Μαρτίου.[4] Μετά την αποτυχία αυτού αποτάχθηκε και αποστρατεύτηκε.[5] Όπως συνέβη και με τους περισσότερους απότακτους συναδέλφους του, δε συμμετείχε στον ελληνοϊταλικό και τον ελληνογερμανικό πόλεμο.[6]

Στην ανασύσταση της «ΕΕΕ»

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης, εμφανίστηκε ως αρχηγός της «Εθνικής Ένωσις Ελλάς» που μετονομάστηκε σε «Εθνικόν και Σοσιαλιστικόν Κόμμα της Ελλάδος».[7] Η οργάνωση δραστηριοποιήθηκε αμέσως με προκηρύξεις και ανακοινώσεις στις εφημερίδες, ενώ έξω από τα γραφεία της είχε αναρτήσει σημαία με τον βυζαντινό δικέφαλο αετό.[8] Οι Γερμανοί ωστόσο αντέδρασαν σε αυτή την πρωτοβουλία και το Γερμανικό Φρουραρχείο Θεσσαλονίκης ζήτησε την απαγόρευση της δραστηριότητας της οργάνωσης.[8] Στις 31 Μαΐου 1941 η Αστυνομία Θεσσαλονίκης σταμάτησε τη δημοσίευση των ανακοινώσεων της στις εφημερίδες, αλλά το Σεπτέμβριο οι Γερμανικές αρχές επανέλαβαν το αίτημα για άμεση διάλυση της οργάνωσης που εξακολουθούσε να λειτουργεί παράνομα.[9] Ο Πούλος συνέχισε τη δραστηριότητα του κόμματος και εξέδιδε πιστοποιητικά γραμμένα στα γερμανικά, τα οποία ήταν απλή πιστοποίηση ένταξης στο κόμμα του, αλλά τα παρέδιδε στους κομιστές λέγοντας ότι έδιναν το δικαίωμα οπλοφορίας και κυκλοφορίας στις ώρες απαγόρευσης, χωρίς να ισχύει πραγματικά.[10]

Το καλοκαίρι, παρέδωσε στους Γερμανούς ονομαστική λίστα με τους αριστερούς και τους Μασόνους της πόλης[11], με αποτέλεσμα οι αρχές να συλλάβουν στις 5 Ιουλίου 278 άτομα ως ύποπτα για αντιστασιακή δράση.[12] Πάραυτα, η Ασφάλεια Θεσσαλονίκης ζήτησε από το Υπουργείο Δημοσίας Τάξεως τη διάλυση της ΕΕΕ, αίτημα που επαναλήφθηκε και στις 6 Οκτωβρίου 1941 από το Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, καθώς οι αρχές ανησυχούσαν για το αντίκτυπο των κινήσεων του Πούλου στον τοπικό πληθυσμό.[13] Μετά τη δικαστική απόφαση η πολιτική οργάνωση του Πούλου σταμάτησε να λειτουργεί επίσημα, και ο ίδιος συνεργάστηκε ανεπίσημα με τους Γερμανούς[14], περιοριζόμενος στη συλλογή πληροφοριών για την γερμανική υπηρεσία αντικατασκοπείας «Sonderkommando 2000».[15] Η δράση του συνεχίστηκε το 1942 και αποτελούσε έναν από τους βασικούς πληροφοριοδότες των κατοχικών δυνάμεων, ενώ στις 11 Φεβρουαρίου ξεκίνησε να δημοσιεύει άρθρα στην εφημερίδα «Νέα Ευρώπη», με το ψευδώνυμο «Αληθινός Έλλην».[16]

Οι κινήσεις του Πούλου, οδήγησαν στην εκδήλωση έντονης αντίδρασης απέναντι του.[17] Συγκεκριμένα, στις 31 Αυγούστου του 1941, στελέχη του ΚΚΕ, επιτέθηκαν στα γραφεία του Πούλου και προσπάθησαν να τα πυρπολήσουν, κίνηση που δε στέφθηκε με επιτυχία καθώς έγιναν αντιληπτοί από τον φύλακα, Θάνο Αναστασιάδη, τον οποίο τραυμάτισαν θανάσιμα.[18] Τρεις μήνες αργότερα, το βράδυ της 23ης Δεκεμβρίου, μέλη του Μακεδονικού Γραφείου του ΚΚΕ πραγματοποίησαν απόπειρα εναντίον του Πούλου[19], κατά την οποία ανατινάχθηκε το σπίτι του στην οδό Μαυρομιχάλη 49.[20] Οι γερμανικές αρχές του παραχώρησαν νέο διαμέρισμα στην οδό Παύλου Μελά 32.[20]

Ίδρυση και δράση του «Poulos Verband»

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
O Πούλος βγάζει λόγο στον Πελαργό.[21]

Μετά την αποτυχία του στο πολιτικό επίπεδο, ο Πούλος ξεκίνησε να προετοιμάζεται για την ανάληψη στρατιωτικής δράσης.[22] Από το Φεβρουάριο του 1943 ξεκίνησαν συνομιλίες μεταξύ του ιδίου και στελεχών της στρατιωτικής διοίκησης Θεσσαλονίκης-Αιγαίου, οι οποίες ολοκληρώθηκαν και επικυρώθηκαν με ανακοίνωση της δεύτερης στις 22 Μαΐου 1943.[23] Η συμφωνία ευνοήθηκε και από το γεγονός πως το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ είχε διαλύσει αρκετές μη κομμουνιστικές ομάδες, με αποτέλεσμα η Βέρμαχτ να του επιτρέψει να δημιουργήσει σώμα Ελλήνων εθελοντών.[24]

Το τάγμα αποτελούνταν από περίπου 300 άντρες[25] οι οποίοι περιγράφονται σε βρετανικές και ελληνικές εκθέσεις ως παραβατικά και ύποπτα στοιχεία.[26] Τα στελέχη του ήταν άτομα που είχαν πληγεί από τον ΕΛΑΣ, φανατικοί αντικομμουνιστές, τυχοδιώκτες, κακοποιοί, φτωχοί και άνεργοι, οι οποίοι εντάσσονταν είτε εθελοντικά, είτε καταναγκαστικά.[27] Στη στρατολόγηση, συμμετείχε η σύζυγος του Πούλου, Μαστιχούλα, η οποία έδινε σημειώματα στους εθελοντές τα οποία ύστερα παρέδιδαν στον Πούλο καθώς παρουσιάζονταν.[28]

Η αρχική δράση του σώματος περιελάμβανε επιθέσεις ενάντια σε αστυνομικούς, σε μία προσπάθεια υπονόμευσης της Χωροφυλακής απέναντι στις κατοχικές δυνάμεις.[29] Η δράση του σύντομα έγινε γνωστή ως εγκληματική, με τα στελέχη του να προβαίνουν σε λεηλασίες των περιουσιών των θυμάτων τους και σε απροκάλυπτη βία έναντι αμάχων[30], ενώ εφάρμοζαν τη λογική των αντιποίνων και για δικούς τους νεκρούς.[31]

Πορεία προς το τέλος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αποχώρηση από την Ελλάδα και σύλληψη

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ύστερα από τη σφαγή των Γιαννιτσών, ο Πούλος και το τάγμα του πέρασαν τα ελληνογιουγκοσλαβικά σύνορα και ακολούθησαν το γερμανικό στρατό, τον οποίο συνέδραμε στις αντιαντάρτικες και αντισυμμαχικές επιχειρήσεις του στη Σλοβενία και την Αυστρία.[32] Τον Απρίλιο του 1945, παραδόθηκε στον αμερικανικό στρατό, και κρατήθηκε προσωρινά σε στρατόπεδο των συμμαχικών δυνάμεων στη Στουτγάρδη.[33] Δύο χρόνια αργότερα, το 1947, εκδόθηκε στην Ελλάδα.[33]

Τον Μάιο του 1947, δικάστηκε από το στρατοδικείο Θεσσαλονίκης για κατασκοπεία, κατηγορία από την οποία αθωώθηκε.[33] Το Δεκέμβριο του ίδιου έτους δικάστηκε εκ νέου, από το «Ειδικό Δικαστήριο Δοσίλογων», όπου καταδικάστηκε δις σε ισόβια και σε θάνατο.[33]

Από το 1948, αριθμός κρατούμενων δοσίλογων -ανάμεσα τους και ο Πούλος- συσπειρώθηκε γύρω από τον πρώην υπουργό της 4ης Αυγούστου, Θεόδωρο Τουρκοβασίλη που αποτελούσε τον εκπρόσωπο τους στο κοινοβούλιο και προσπαθούσε να τεθεί νόμος για να αποκτήσουν αμνηστία.[34] Κατά τη διάρκεια της κράτησης του, έστειλε επιστολή στην ελληνική κυβέρνηση στην οποία ανέφερε πως η δράση του πήγαζε από τον πατριωτισμό του και προσφερόταν για την καταπολέμηση του ΔΣΕ.[35] Αν και στο δεξιό κλίμα της εποχής η πρόταση του Πούλου μπορεί να μην απορρίπτονταν, τα εγκλήματα που είχε διαπράξει είχαν συγκλονίσει σε τεράστιο βαθμό την ελληνική γνώμη,[35] με αποτέλεσμα να εκτελεστεί στις 11[36] Ιουνίου 1949 στο Γουδή, δύο μήνες πριν τη λήξη του εμφυλίου.[37]

Μαζί με τον Σούμπερτ, αποτέλεσε έναν από τους ελάχιστους εγκληματίες πολέμου που εκτελέστηκαν μεταπολεμικά από το ελληνικό κράτος.[35]

  1. Δορδανάς 2007, σελ. 120.
  2. Δορδανάς 2006, σελ. 49.
  3. Δορδανάς 2007, σελ. 64.
  4. Δορδανάς 2006, σελ. 49-50.
  5. Δορδανάς 2006, σελ. 50.
  6. Δορδανάς 2002, σελ. 182· Δορδανάς 2006, σελ. 50.
  7. Δορδανάς 2006, σελ. 51.
  8. 8,0 8,1 Δορδανάς 2006, σελ. 52.
  9. Δορδανάς 2006, σελ. 53.
  10. Δορδανάς 2006, σελ. 54.
  11. Δορδανάς 2006, σελ. 121.
  12. Δορδανάς 2002, σελ. 52-4.
  13. Δορδανάς 2006, σελ. 56,120.
  14. Δορδανάς 2006, σελ. 57.
  15. Δορδανάς 2002, σελ. 191.
  16. Δορδανάς 2002, σελ. 192.
  17. Δορδανάς 2006, σελ. 120.
  18. Δορδανάς 2006, σελ. 121-22.
  19. Ηλιάδου/Τάχου 2013, σελ. 112.
  20. 20,0 20,1 Δορδανάς 2002, σελ. 125.
  21. Καλλιανιώτης 2007, σελ. 680.
  22. Δορδανάς 2006, σελ. 156.
  23. Δορδανάς 2007, σελίδες 65-6· Ηλιάδου/Τάχου 2013, σελ. 65.
  24. Μαζάουερ 1994, σελ. 367.
  25. Δορδανάς 2006, σελ. 162· Μαζάουερ 1994, σελ. 367.
  26. Δορδανάς 2006, σελ. 169.
  27. Δορδανάς 2006, σελ. 165-67.
  28. Δορδανάς 2006, σελ. 181-82.
  29. Δορδανάς 2006, σελ. 192-93,198.
  30. Δορδανάς 2006, σελ. 68.
  31. Ηλιάδου/Τάχου 2013, σελ. 71.
  32. Δορδανάς 2006, σελ. 450-51.
  33. 33,0 33,1 33,2 33,3 Δορδανάς 2002, σελ. 773.
  34. Κουσουρής 2014, σελ. 582-83.
  35. 35,0 35,1 35,2 Μαζάουερ 1994, σελ. 368.
  36. Δορδανάς 2002, σελ. 773· Δορδανάς 2007, σελ. 122.
  37. Κουσουρής 2014, σελ. 593 σημ.50.