Μαϊοριανός
| Μαϊοριανός | |
|---|---|
Νόμισμα που απεικονίζει τον Μαϊοριανό. Επιγρ.: D. N. IULIUS MAIORIANVS P. F. AVG. | |
| Περίοδος | 1 Απριλίου 457 - 2 Αυγούστου 461 |
| Στέψη | 28 Δεκεμβρίου 457 |
| Προκάτοχος | Άβιτος |
| Διάδοχος | Λίβιος Σεβήρος |
| Γέννηση | 420 |
| Θάνατος | 7 Αυγούστου 461 (41 ετών) Τορτόνα, Ιταλία |
| δεδομένα () | |
Ο Ιούλιος Βαλέριος Μαϊοριανός (Iulius Valerius Maiorianus, 420 - 7 Αυγούστου 461), γνωστός συνήθως ως Μαϊοριανός, ήταν Ρωμαίος Αυτοκράτορας από το 457 έως το 461. Εξέχων στρατηγός του ύστερου Ρωμαϊκού στρατού, ο Μαϊοριανός εκθρόνισε τον Αυτοκράτορα Άβιτο το 457, και τον διαδέχτηκε. Ανακηρύχθηκε Αυτοκράτορας με τη βοήθεια του Ρικίμερος, ενώ διάδοχός του στον θρόνο ήταν ο Λίβιος Σεβήρος. Ο ιστορικός Εδουάρδος Γκίμπον γράφει: Ο Μαϊοριανός "παρουσιάζει την ευχάριστη ανακάλυψη ενός μεγάλου και ηρωικού χαρακτήρα, που μερικές φορές εμφανίζεται σε μία φαύλη εποχή, για να δικαιολογήσει την τιμή του ανθρώπινου είδους.
Η άνοδος στον θρόνο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Μαϊοριανός ενίσχυσε τη θέση του, ως πιθανού μελλοντικού Αυτοκράτορα, λόγω της αντίθεσής του με τον προηγούμενο Αυτοκράτορα Άβιτο. Ως εκ τούτου, η υποστήριξή του από τον Αυτοκράτορα του Ανατολικού -και πολύ πιο ισχυρού- τμήματος της Αυτοκρατορίας Λέοντα Α΄ ήταν ισχυρή, λόγω της διαμάχης τού θρόνου τού Ανατολικού τμήματος με τον Άβιτο.[1] Ωστόσο το σημαντικό στοιχείο, που ενδυνάμωσε την ανάρρησή του στον θρόνο, ήταν η υποστήριξη του ισχυρού Γερμανού στρατηγού Ρικίμερος, ο οποίος είχε αναδειχθεί την εποχή της οριστικής παρακμής του Δυτικού τμήματος, σε ρυθμιστή και τοποτηρητή του θρόνου. Τελικά παρά τις αντιρρήσεις των Βησιγότθων, περιστασιακών συμμάχων της Αυτοκρατορίας και φιλόδοξων που εποφθαλμιούσαν τον θρόνο, ανακηρύχθηκε Αυτοκράτορας τον Απρίλιο του 457.[1][2]
Άνοδος στον θρόνο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο 60χρονος Πετρόνιος κυβέρνησε μόνο λίγους μήνες, αλλά δολοφονήθηκε από το πλήθος τον Μάιο του 455, την εποχή που οι Βάνδαλοι λεηλάτησαν την Ρώμη ύστερα από πρόσκληση της ίδιας τής συζύγου του. Ο διάδοχός του δεν ήταν ο Μαϊοριανός, αλλά κάποιος άλλος Γαλατο-Ρωμαίος ευγενής, ο Άβιτος, τον οποίο υποστήριζαν οι Βησιγότθοι. Ο Μαϊοριανός και ο Ρικίμερος αρχικά τον υποστήριζαν, αλλά όταν έχασε την εμπιστοσύνη της αριστοκρατίας, στράφηκαν εναντίον του. Στην αρχή δολοφόνησαν τον μάγιστρο του στρατού, στον οποίο ο Άβιτος είχε εμπιστευτεί την άμυνα της Ραβέννας. Ο Ρικίμερος νίκησε τα στρατεύματα του Άβιτου κοντά στην Πιατσέντσα, τον συνέλαβε αιχμάλωτο, και τον ανάγκασε να παραιτηθεί. Στις αρχές του 457 ο Άβιτος απεβίωσε, πιθανότατα τον οδήγησε σε λιμοκτονία (θάνατο από πείνα) ο Μαϊοριανός.[3] Η Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία χρειαζόταν έναν Αυτοκράτορα, οι ανατολικοί είχαν πλέον αδυναμία να τον διορίσουν, επειδή ο Μαρκιανός απεβίωσε (27 Ιανουαρίου 457). Ο διάδοχός του Λέων Α΄ αποφάσισε να βασιλεύσει ο ίδιος και στην Δυτική Αυτοκρατορία. Ο Μαϊοριανός διορίστηκε μάγιστρος του στρατού, ο Ρικίμερος μάγιστρος του στρατού και πατρίκιος.[4] Οι διορισμοί αυτοί από τον Λέοντα Α΄ θεωρούνται βασικά πράξεις σφετερισμού.[5] Την εποχή εκείνη οι Αλαμαννοί επιτέθηκαν στην Ιταλία, εισήλθαν στην Ραιτία και έφτασαν μέχρι τη λίμνη Ματζόρε, αλλά ηττήθηκαν από τα στρατεύματα που έστειλε ο Μαϊοριανός [Sidonius Apollinaris, Carmina, V.373–385].
Ο στρατός τον ανακήρυξε μετά την νίκη αυτή Αυτοκράτορα λίγα μίλια έξω από την Ραβέννα (1 Απριλίου 457).[4] Ο ποιητής Σιδώνιος Απολλινάριος έγραψε στον Πανηγυρικό του, ότι στην αρχή ο Μαϊοριανός αρνήθηκε με σεμνό τρόπο να δεχτεί τον τίτλο.[6] Ο Μαϊοριανός στέφτηκε επίσημα Αυτοκράτορας (28 Δεκεμβρίου 457) και πήρε τον τίτλο του υπάτου για το έτος 458· ο τίτλος αυτός ήταν μόνιμος για κάθε νέο Αυτοκράτορα το πρώτο έτος της βασιλείας του.[2] Η Ανατολική Αυτοκρατορία πιθανότατα δεν τον αναγνώρισε, επειδή ο Αυτοκράτορας Λέων Α΄ ήταν ο μόνος ύπατος για το έτος 458.[7] Το καλοκαίρι του 457 ένας στρατός Βανδάλων υπό την ηγεσία τού κουνιάδου τού ίδιου τού βασιλιά Γιζέριχου ξεκίνησε τις επιδρομές και τη λεηλασία της Ιταλικής Καμπανίας με πολλά λάφυρα. Ο Μαϊοριανός τους καταδίωξε, ο ίδιος ως αρχηγός του στρατού, τους βρήκε φορτωμένους με λάφυρα, τους νίκησε και σκότωσε πολλούς από αυτούς, ανάμεσά τους και τον στρατηγό τους.[8] Μετά την επιδρομή, ο Μαϊοριανός αναγνώρισε ότι υπήρχε ανάγκη να ενισχύσει την άμυνα των κεντρικών του επαρχιών, εξέδωσε τη Νέα διάταξη "Νοeva Maioriani", σύμφωνα με την οποία κάθε κάτοικος θα μπορούσε να οπλοφορεί νόμιμα. Την ίδια διάταξη είχε αποφασίσει ο Ουαλεντινιανός Γ΄ (440) με άλλο όνομα, ο Μαϊοριανός προχώρησε σε νέα έκδοση με πρόσχημα την προστασία από τους Βανδάλους. Ο Μαϊοριανός προχώρησε στην έκδοση ενός νέου νόμου, ο οποίος είχε στόχο να προστατέψει τον θρόνο του από τις εξεγέρσεις, που ήταν συνηθισμένες στις αρματοδρομίες.[2] Στην συνέχεια ο Μαϊοριανός συγκρότησε τον στρατό του με έναν μεγάλο αριθμό βαρβάρων μισθοφόρων, όπως Γήπαιδες, Οστρογότθοι, Ρογοί, Βουργουνδοί, Ούννοι, Βάσταρνες, Σουάβοι, Σκύθες και Αλανοί.[9]
Κατάκτηση της Γαλατίας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Την τετράχρονη περίοδο τής βασιλείας του ο Μαϊοριανός ανακατέκτησε το μεγαλύτερο τμήμα της Ισπανίας και της νότιας νότιας Γαλατίας, αναγκάζοντας τους Βησιγότθους, τους Βουργουνδούς και τους Σουάβους να τον υπηρετήσουν ως φοιδεράτοι. Μετά την εδραίωση τής εξουσίας του στη Γαλατία, ο πρώτος στόχος του Μαϊοριανού έγινε η κατάκτηση της Γαλατίας· με την άφιξη των νέων για την εκθρόνιση του Άβιτου αρνήθηκαν οι κάτοικοι να τον αναγνωρίσουν ως διάδοχο. Μία επιγραφή που βρέθηκε στο Λούγδουνο, σημερινή Λυών, (458) τον αγνοεί, καταγράφει μόνο το όνομα τού Λέοντα Α΄ που κυβερνούσε την Ανατολική Αυτοκρατορία. Ο Μαϊοριανός δεν είχε αναγνωριστεί ούτε από τους κατοίκους τής Γαλατίας ως νόμιμος Δυτικός Αυτοκράτορας.[10] Μετά το τέλος τού Άβιτου, οι κάτοικοι του Λούγδουνου έστειλαν επιστολή στον Λέοντα Α΄, αλλά όχι στον Μαϊοριανό, για να ζητήσουν την ελάττωση της φορολογίας.[11] Την ίδια εποχή υπάρχουν πληροφορίες για μία αποτυχημένη εξέγερση στη Γαλατία.[12] Στα τέλη του 458 ο Μαϊοριανός εισήλθε στην Γαλατία με έναν ισχυρό στρατό, τον οποίο αποτελούσαν βαρβαρικές δυνάμεις.[13] O ίδιος ο Αυτοκράτορας ήταν αρχηγός του στρατού, άφησε τον Ρικίμερος στην Ιταλία και διόρισε μάγιστρο του στρατού τον Αιγίδιο. Τα αυτοκρατορικά στρατεύματα νίκησαν τα στρατεύματα των Βησιγότθων υπό την ηγεσία τού βασιλιά τους Θεοδώριχου Β΄ στη "μάχη της Αρελάτης"· οι Βησιγότθοι οπισθοχώρησαν από τη Σεπτιμανία στην Ακουιτανική Γαλατία. Οι Βησιγότθοι ήταν υποχρεωμένοι να εγκαταλείψουν τις αχανείς εκτάσεις τους στην Ισπανία, και να επανέλθουν στο νέο καθεστός ως φοιδεράτοι. Ο Αιγίδιος, ο έμπιστος στρατηγός του Μαϊοριανού, διορίστηκε νέος μάγιστρος του στρατού της Γαλατίας· έστειλε στρατηγούς στην Ισπανία να αναγγείλουν την νίκη επί τον Βησιγότθων, και τη νέα συμφωνία με τον βασιλιά τους Θεοδώριχο Β΄.[14] Με την βοήθεια των νέων του Φοιδερατών ο Μαϊοριανός διέσχισε την κοιλάδα του Ροδανού και κατέκτησε όλους τους Γαλατικούς πληθυσμούς "είτε με την διπλωματία, είτε με τα όπλα".[15] Οι Βουργουνδοί ηττήθηκαν και κατακτήθηκε το Λούγδουνο· οι αντάρτες ενώθηκαν με τη Δυτική Αυτοκρατορία.[16] Παρά το γεγονός ότι η Γαλατο-Ρωμαική αριστοκρατία υποστήριζε τον Άβιτο, ο Μαϊοριανός επιθυμούσε την υποταγή με την πειθαρχεία, και όχι την σφαγή. Τον Ιανουάριο του 439, μετά από έναν πανηγυρικό που του εκφωνήθηκε από τον Σιδώνιο Απολλινάριο, έδωσε στους κατοίκους τη φοροαπαλλαγή που αναζητούσαν από τον Λέοντα Α΄.[17][18]
Κατάκτηση της Ισπανίας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Μετά τη Βανδαλική λεηλασία της Ρώμης (455), οι Βησιγότθοι κατέκτησαν τη Ρωμαϊκή Ισπανία στο όνομα του Δυτικού Αυτοκράτορα Άβιτου, και έτσι είχαν την Ιβηρική υπό τον έλεγχό τους οι Βάνδαλοι. Τα σχέδια του Μαϊοριανού ήταν να ανακατακτήσει την Ισπανία, και να τη χρησιμοποιήσει σαν βάση για τις μετέπειτα κατακτήσεις του στην Αφρική. Η πλούσια αυτή επαρχία κατείχε μεγάλες ποσότητες σιτηρών, αλλά ήταν στην πραγματικότητα υπό την κυριαρχία του βασιλείου των Βανδάλων. Σύμφωνα με τον ιστορικό Προκόπιο, ο Μαϊοριανός ήταν "ο πιο άξιος και ενάρετος από όλους τους βασιλείς των Ρωμαίων", ήθελε να γνωρίζει από πρώτο χέρι τις ικανότητες των Βανδάλων, και τον τρόπο που θα γινόταν αποδεκτός από τους τοπικούς πληθυσμούς. Ο ίδιος μεταμφιεσμένος με μαύρα μαλλιά, ενώ στην πραγματικότητα ήταν ξανθός, μετέβη στην αυλή του Γιζέριχου και του συστήθηκε ως απεσταλμένος· ο Γιζέριχος του έδειξε το οπλοστάσιό του και στη συνέχεια ο Μαϊοριανός επέστρεψε στην Ρώμη.[19] Η ιστορία αυτή δεν είναι επιβεβαιωμένη, αλλά δείχνει το ενδιαφέρον που έδειξε ο Μαϊοριανός και τη μεγάλη προσοχή στις κινήσεις του.[20] Ο Μαϊοριανός, αφού πήρε πολλές πληροφορίες για τις δυνάμεις τού εχθρού, συγκέντρωσε έναν στόλο με 300 πλοία με στόχο την κατάκτηση της Ρωμαϊκής Ισπανίας, και στη συνέχεια την επίθεσή του στην Αφρική.[16] Την ίδια εποχή ο Μαϊοριανός έστειλε απεσταλμένο στον κυβερνήτη της Σικελίας Μαρκελλίνο, με στόχο να τού ζητήσει συμμαχία και συνεργασία κατά των Βανδάλων.
Ο Μαρκελλίνος είχε διοριστεί στρατιωτικός κυβερνήτης της Σικελίας, αλλά την εποχή που δολοφονήθηκε ο Φλάβιος Αέτιος, ανεξαρτητοποιήθηκε και δεν αναγνώρισε την αυτοκρατορική εξουσία. Ο Μαϊοριανός τον έπεισε τελικά σε κοινή στρατιωτική δράση, με στόχο τη στρατιωτική ανάκαμψη της Αυτοκρατορίας.[21] Την πρώτη χρονιά της εκστρατείας (459) ασχολήθηκε αποκλειστικά με την υποταγή των Σουαβών. Ο Μαϊοριανός συγκέντρωσε το κύριο τμήμα τού στρατού του στην Λιγυρία, κατόπιν εισήλθε στην Ακουιτανία, και έφτασε στην αυλή του Θεοδώριχου στην Τουλούζη (Μάιος του 460). Ο Γιζέριχος φοβήθηκε την επέλαση των Ρωμαίων, και ζήτησε ειρήνη· ο Μαϊοριανός το αρνήθηκε, επειδή είχε προετοιμαστεί αρκετά για πολύ χρόνο, και ήταν σίγουρος για τον στρατό του.[22] Ο Γιζέριχος σαν αντίδραση ξεκίνησε την λεηλασία της Μαυριτανίας και της Νουμιδίας, δηλητηρίασε τα ποτάμια και κατέστρεψε τα σπαρτά, ώστε να μην μπορέσουν να επιβιώσουν οι Ρωμαίοι στρατιώτες, που θα στρατοπεδεύσουν εκεί.[15] Ο Μαϊοριανός κατέκτησε κατόπιν την Ρωμαϊκή Ισπανία· ο στρατηγός του Νεποτιανού κατέκτησε στην Λουζιτανία, την Πορτογαλική Σανταρέμ. Ο Αυτοκράτορας πήγε κατόπιν στην Σαραγόσα, όπου τέλεσε μία μεγαλοπρεπή Τελετή άφιξης.[23] Ο στόλος του πήγαινε προς την Καρχηδόνα· όταν έφτασε κοντά στο Έλτσε οι πληρωμένοι προδότες από τους Βανδάλους που ανήκαν σε αυτόν, κατέστρεψαν τα περισσότερα πλοία του.[24] Ο Μαϊοριανός μετά την καταστροφή τού στόλου του, απογοητευμένος και με επίγνωση για την αδυναμία να συγκρουστεί με τους Βανδάλους, επέστρεψε στην Ιταλία.
Ανατροπή και δολοφονία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Με τον ίδιο τρόπο που ανατράπηκε ο Άβιδος. ο Μαϊοριανός ανατράπηκε και θανατώθηκε από τον πρώην στενό του φίλο. τον Γερμανό Ρικίμερος. που τον είχε ανεβάσει στον θρόνο. Την εποχή που ο Αυτοκράτορας έλλειπε σε εκστρατεία, ο Ρίκιμερ συγκέντρωσε όλη την δυσαρεστημένη απέναντι σε εκείνον αριστοκρατία της Ρώμης, και συνωμότησαν με στόχο την ανατροπή του. Η νέα νομοθεσία του Μαϊοριανού είχε έντονο φιλολαϊκό χαρακτήρα, αλλά έθιγε τα προκλητικά προνόμια των παλαιών αριστοκρατών, ανάμεσα τους και του ίδιου του Ρικίμερος.[25] Μετά την ήττα του από τους Βανδάλους, ο Μαϊοριανός στρατοπέδευσε την άνοιξη στην Αρελάτη, και το καλοκαίρι αναχώρησε για τη Ρώμη.[26][27] Δεν πέρασε από τις Άλπεις όπως έκανε το 458, αλλά μετακινήθηκε κατά μήκος της Αυρηλίας Οδού στην Λιγυρία. Μόλις έμαθε ότι ο Ρικίμερος ερχόταν να τον συναντήσει, άλλαξε κατεύθυνση, προσπάθησε να πάει στην Τορτόνα και από εκεί μέσω της Αιμιλίας Οδού να φθάσει στην Ραβέννα.[28] Ο Ρικίμερος τον συνάντησε, τον συνέλαβε και τον καθαίρεσε (2 Αυγούστου 461).[29] Ο Μαϊοριανός ρίχτηκε στην φυλακή, χτυπήθηκε και βασανίστηκε πέντε ημέρες, στην συνέχεια αποκεφαλίστηκε.[29][30] Στην πόλη της Τορτόνα στην οποία φιλοξενήθηκε, και απέναντι από την εκκλησία του Αγίου Ματθαίου, υπάρχει ένα κτίριο που αναγνωρίζεται σήμερα ως "Μαυσωλείο του Μαϊοριανού".[31] Ο Εννόδιος διαμαρτυρήθηκε ότι δεν έλαβε την πρέπουσα αυτοκρατορική κηδεία, η οποία τού άξιζε.[32] Ο Ρικίμερος διέδοσε στον λαό της Ρώμης ότι ο Μαϊοριανός απεβίωσε από φυσικά αίτια, αλλά περίμενε τρεις μήνες για να αναζητήσει τον νέο Ρωμαίο Αυτοκράτορα, τον οποίο θα χρησιμοποιούσε ως πιόνι του.[33] Η επιλογή του ήταν τελικά ο Λίβιος Σεβήρος, ένας συγκλητικός χωρίς καμιά πολιτική εμπειρία, ο μοναδικός του προορισμός ήταν να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα της αριστοκρατίας. Ο Λίβιος Σεβήρος δεν έτυχε καμιάς υποστήριξης, δεν τον αναγνώρισαν ούτε ο Ανατολικός Αυτοκράτορας Λέων Α΄, ούτε ο Αιγίδιος της Γαλατίας, ούτε ο Μαρκιλλιανός της Σικελίας, αλλά ούτε και ο Νεποτιανός της Ισπανίας.[21][34]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- 1 2 Πάπυρος Λαρούς, τόμος 40, σελίδα 35
- ↑ Fasti vindobonenses priores, 583
- ↑ John of Antioch, fragment 202
- 1 2 Fasti vindobonenses priores, 583
- ↑ Barnes, T. D. (1983). Martindale, J. R. (ed.). "Late Roman Prosopography: Between Theodosius and Justinian". Phoenix. 37 (3): 248–270
- ↑ Sidonius Apollinaris, Carmina, V.9–12
- ↑ Roger S. Bagnall (1987). Consuls of the later Roman Empire. American Philological Association by Scholars Press. σσ. 451
- ↑ Sidonius Apollinaris, Carmina, V.385–440 and A. Loyen, Recherches historiques sur les panégiriques de Sidonine Apollinaire, Paris 1942, σσ. 76–77
- ↑ Gibbon
- ↑ CIL XIII, 2363
- ↑ Γρηγόριος Τουρώνης, Glory of the Confessors 62
- ↑ Σιδώνιος Απολλινάριος, (Letters, I.11.6)
- ↑ Sidonius Apollinaris, Carmina, V.474–477
- ↑ Υδάτιος, 197, s.a. 459; Γρηγόριος Τουρώνης, Historia Francorum, II.11
- 1 2 Priscus, fragment 27
- 1 2 Mathisen
- ↑ Sidonius Apollinaris' Carmen V
- ↑ Sidonius Apollinaris, Carmina, V.574–585
- ↑ Προκόπιος, VII.4–13
- ↑ MacGeorge, σ. 214
- 1 2 Arnold Hugh Martin Jones, The Later Roman Empire, 284–602, JHU Press, 1986, σ. 241
- ↑ Priscus, fr. 36.1; Hydatius, Chron., σ. 32
- ↑ Roger Collins, Visigothic Spain, 409–711, Blackwell Publishing, 2004, σ. 32
- ↑ Chronica gallica anno 511, 634; Marius Aventicensis, s.a. 460; Hydatius, 200, s.a. 460
- ↑ Hydatius, 210
- ↑ Priscus, fr. 36.2
- ↑ Hydatius, Chron., σ. 32; Priscus, fr. 36.2
- ↑ S. Giorcelli, "Epigrafia e coincidenze della storia: l’imperatore Maioriano, Dertona e una presunta nuova iscrizione cristiana", Rivista di storia, arte, archeologia per le province di Alessandria e Asti, 107 (1998), σσ. 173-188
- 1 2 Jones, Arnold Hugh Martin; Martindale, J. R.; Morris, J. (1980). "Maiorianus". Prosopography of the Later Roman Empire. Vol. 2. Cambridge: Cambridge University Press. σσ. 702–703
- ↑ John of Antioch, fragment 203; Marcellinus, sa 461; Fasti vindobonenses priores, No 588
- ↑ https://web.archive.org/web/20060515151033/http://www.comune.tortona.al.it/Database/urp/tortona/tortona2.nsf/pagine/DA680647AA36E2A2C1256C2C004ED0C3?OpenDocument
- ↑ Ennodius, Carmina, 2.135 Vogel
- ↑ Ricimer (Fik Meijer, Emperors Do not Die in Bed, Routledge, 2004
- ↑ O'Flynn, σ. 111
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα, τόμος 40, σελίδα 35
- Edward Gibbon, The History of the Decline and Fall of the Roman Empire, Chapter XXXVI “Total Extinction Of The Western Empire”.
- Judith Evans Grubbs, Women and the Law in the Roman Empire, Routledge, 2002.
- Penny MacGeorge, Late Roman Warlords, Oxford University Press, 2002.
- Ralph W. Mathisen, "Julius Valerius Maiorianus (18 February/28 December 457 – 2/7 August 461)", De Imperatoribus Romanis.
- John Michael O'Flynn, Generalissimos of the Western Roman Empire, University of Alberta, 1983.
- Fabrizio Oppedisano, “Il generale contro l'imperatore. La politica di Maioriano e il dissidio con Ricimero,” Athenaeum 97 (2009).
- Fabrizio Oppedisano, L'impero d'Occidente negli anni di Maioriano, Roma : «L’Erma» di Bretschneider, 2013.
- Ralph W. Mathisen, “Resistance and Reconciliation: Majorian and the Gallic Aristocracy after the Fall of Avitus,” Francia 7 (1979).
- Gerald E. Max, Majorian Augustus. PhD diss., University of Wisconsin, 1975.
- Gerald E. Max, “Political Intrigue during the Reigns of the Western Roman Emperors Avitus and Majorian,” Historia 28 (1979)
- Gerald E. Max, “Procopius' Portrait of the Emperor Majorian: History and Historiography,” Byzantinische Zeitscrift, Sonderdruck Aus Band 74/1981, pp. 1–6.
- Meyer, Helmut, “Der Regierungsantritt Kaiser Majorians,” Byzantinische Zeitschrift 62 (1969)
- Stewart I. Oost, “Aëtius and Majorian,” Classical Philology 59 (1964)
- Fabrizio Oppedisano, “Maioriano, la plebe e il defensor civitatis,” Rivista di filologia e di istruzione classica 139 (2011)
- Ferdinando Angeletti, “La Novella Maiorani IV: Piccolo antico esempio di tutela del patrimonio culturale” in Storiadelmondo N. 89 (2019)
