Ιωάννης Β΄ Κομνηνός

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ιωάννης Β' Κομνηνός
Περίοδος15 Αυγούστου 1118 - 8 Απριλίου 1143
Στέψη1092 ως συναυτοκράτορας
ΠροκάτοχοςΑλέξιος Α΄ Κομνηνός
ΔιάδοχοςΜανουήλ Α΄ Κομνηνός
Γέννηση13 Σεπτεμβρίου 1087
Κωνσταντινούπολη
Θάνατος8 Απριλίου 1143 (56 ετών)
Κιλικία
ΣύζυγοςΕιρήνη της Ουγγαρίας
ΕπίγονοιΑλέξιος Κομνηνός
Μαρία Κομνηνή
Ανδρόνικος Κομνηνός
Άννα Κομνηνή
Ισαάκιος Κομνηνός
Θεοδώρα Κομνηνή
Ευδοκία Κομνηνή
Μανουήλ Α΄ Κομνηνός
ΟίκοςΔυναστεία Κομνηνών
ΠατέραςΑλέξιος Α΄ Κομνηνός
ΜητέραΕιρήνη Δούκαινα
Commons page Σχετικά πολυμέσα
δεδομένα (π  σ  ε )

Ο Ιωάννης Β΄ Κομνηνός ή Ιωάννης ο Καλός ή Καλοϊωάννης (13 Σεπτεμβρίου 1087 - 8 Απριλίου 1143) ήταν Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (1118 - 1143) από τη Δυναστεία των Κομνηνών. Ήταν το τρίτο παιδί και ο πρώτος γιος (και διάδοχος) του Αλέξιου Α΄ Κομνηνού και της συζύγου του Ειρήνης Δούκαινας. Ήταν ο δεύτερος και κορυφαίος Αυτοκράτορας από τη Δυναστεία των Κομνηνών.[1] Στάθηκε αρκετά ευσεβής και αφοσιωμένος Αυτοκράτορας· ο βασικός του στόχος ήταν να αποκαταστήσει τη ζημιά, που είχε προκαλέσει πριν από μισό αιώνα στην Αυτοκρατορία η ήττα στη Μάχη του Μαντζικέρτ. Τα 25 χρόνια που κυβέρνησε έκανε συμμαχίες με τη Γερμανία για να ασφαλίσει τα δυτικά σύνορα, ενώ στα Βαλκάνια ηττήθηκαν οι Πετσενέγοι, οι Ούγγροι και οι Σέρβοι. Ο ίδιος ηγήθηκε σε πολλές εκστρατείες εναντίον των Σελτζούκων στη Μικρά Ασία.

Με τις εκστρατείες του αποκατέστησε σε μεγάλο βαθμό την εξουσία των Βυζαντινών στην Ανατολή: στα νοτιοανατολικά είχε επεκταθεί από τη Μαγνησία του Μαιάνδρου μέχρι την Κιλικία και την Ταρσό. Στις προσπάθειες του να αποκαταστήσει την αυτοκρατορική εξουσία έκανε εκστρατείες σαν αρχηγός στις ενωμένες δυνάμεις των Βυζαντινών και των Σταυροφόρων· απέτυχε ωστόσο, επειδή οι υπόλοιποι Σταυροφόροι ήταν απρόθυμοι να πολεμήσουν. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του η Αυτοκρατορία ανέκαμψε δημογραφικά με πληθυσμό 10 εκατομμύρια ανθρώπους[2].

Άνοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Φυσικά χαρακτηριστικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Λατίνος ιστορικός Γουλιέλμος της Τύρου περιγράφει τον Ιωάννη Β΄ αρκετά κοντό και άσχημο, με μαλλιά και επιδερμίδα σκούρα σε τέτοιο βαθμό, που ονομάστηκε "Μελανός".[3] Πήρε το προσωνύμιο "Ιωάννης ο Καλός" ή "Καλογιάννης", σύμφωνα με τις μαρτυρίες των ιστορικών, χάρη στον χαρακτήρα του. [4]. Ο ιστορικός Μπίρκενμαγιερ τον αποκαλεί "ο κορυφαίος Κομνηνός" [5]. Αντιμετώπισε με επιείκεια την αδελφή του και τη μητέρα του, που εξακολουθούσαν να συνωμοτούν εναντίον του και μετά την ανάρρησή του στον θρόνο· αυτές προτιμούσαν τον σύζυγο της αδελφής του, καίσαρα Νικηφόρο Βρυέννιο. Οι γονείς του ήταν αρκετά ευσεβείς, αλλά ο ίδιος τους ξεπέρασε. Το φαγητό του ήταν αρκετά λιτό και δίδασκε στους αυλικούς του να αποφεύγουν τις πολυτέλειες. Είχε ωστόσο μία υψηλή ιδέα σχετικά με τον ρόλο του σαν Αυτοκράτορα, κάτι που φάνηκε από τις μεγαλοπρεπείς τελετές.[6] Ο Ιωάννης Β΄ έμεινε γνωστός, εκτός από την ευσέβεια, και για τη δικαιοσύνη του. Την περίοδο της βασιλείας του δεν καταδικάστηκε κανένας σε θάνατο, ούτε ακρωτηριάστηκε.[7]

Ακολουθώντας την παράδοση της οικογένειάς του, η οποία προερχόταν από τους κόλπους της στρατιωτικής αριστοκρατίας, ο Ιωάννης Β΄ ήταν πάνω απ' όλα στρατηγός.[8] Ο μεγάλος θείος του Ισαάκιος Α΄ Κομνηνός, ο πατέρας του Αλέξιος Α΄ και αργότερα ο γιος του Μανουήλ Α΄, αποδείχθηκαν ικανότατοι στρατιωτικοί. Η βασιλεία τού πατέρα του συνέπεσε με μία φάση, που η Αυτοκρατορία βρισκόταν σε φάση αναστροφής από την παρακμή και άμυνας, ενώ κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ιωάννη Β΄ η Αυτοκρατορία ακολουθεί επιθετική πολιτική. Το όραμά του ήταν να απελευθερώσει όλα τα εδάφη που ανήκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και τώρα ευρίσκοντο στα χέρια των μουσουλμάνων ή των Φράγκων Σταυροφόρων, αναστηλώνοντας το γόητρο της Ρωμανίας. Για τους συγχρόνους του η ζωή του ήταν μια αδιάκοπη εκστρατεία: τον περισσότερο χρόνο τον πέρασε, όπως ο ίδιος ομολογεί, στα στρατόπεδα. Δεν δίσταζε να παίρνει μαζί του και τους γιους του, αφού είχαν πλέον ενηλικιωθεί. Γενικά ήταν το πρότυπο του αυτοκράτορα-στρατιωτικού, καθώς ήταν τολμηρός, γενναίος και ριψοκίνδυνος. Εθεωρείτο από τους υπηκόους του ως η "κορωνίς του γένους των Κομνηνών" και ως άλλος Μάρκος Αυρήλιος στην Κωνσταντινούπολη.[9] Ωστόσο οι πηγές που αναφέρουν αυτά τα χαρίσματα, όπως ο Ιωάννης Κίνναμος, ο Νικήτας Χωνιάτης και ο ποιητής της Αυλής των Κομνηνών Θεόδωρος Πρόδρομος, στερούνται αντικειμενικότητας σε πολλά σημεία, γι' αυτό και κρίνονται με επιφύλαξη από τους νεώτερους ιστορικούς.

Παρέμεινε δημοφιλής μεταξύ των υπηκόων του, όχι μόνο διότι μοίραζε δώρα στον λαό, αλλά και για την ειλικρινή αφοσίωσή του στις αρχές και την πίστη της Ορθοδοξίας. Παρέμεινε πιστός και αφοσιωμένος σύζυγος, παρόλο που η Ουγγαρέζα σύζυγός του Ειρήνη της Ουγγαρίας ασκούσε μικρή επιρροή επάνω του. Ήταν δίκαιος και ελεήμων, σπάνια προσόντα για έναν άνθρωπο που ασκεί απόλυτη εξουσία· διήγαγε λιτό και αυστηρό βίο, ενώ αναδείχθηκε σε ικανότατο και αποτελεσματικό κυβερνήτη.

Το ζήτημα της διαδοχής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

ο Ιωάννης Β΄ με τον συναυτοκράτορα γιο του Αλέξιο.
ο Ιωάννης Β΄ με τον συναυτοκράτορα γιο του Αλέξιο.

Ο Ιωάννης Β΄ διαδέχθηκε τον πατέρα του (1118), αλλά ήδη είχε οριστεί από τον Αλέξιο Α΄ συναυτοκράτορας.[10] Ο νεαρός Ιωάννης απολάμβανε την απεριόριστη αγάπη του πατέρα του, αλλά η μητέρα του Ειρήνη Δούκαινα και η αδελφή του Άννα Κομνηνή τον περιφρονούσαν και τον κακολογούσαν, ελπίζοντας να τον δουν να απομακρύνεται από τη διαδοχή, για χάρη του συζύγου της Άννας, του καίσαρα Νικηφόρου Βρυέννιου.[11] Ωστόσο ο Ιωάννης απολάμβανε της εμπιστοσύνης του πατέρα του· στέφθηκε συναυτοκράτορας (1 Σεπτεμβρίου 1092) και τίποτε δεν αποδεικνύει, ότι αυτή η επιλογή αμφισβητήθηκε ποτέ από τον Αλέξιο Α΄. Είναι απίθανο ότι θα προωθούσε στο θρόνο τον Νικηφόρο, του οποίου τον πατέρα (ή παππού) είχε συλλάβει και τυφλώσει, όταν στασίασε σε βάρος της δικής του δυναστείας· αντιθέτως το 1111 ο Αλέξιος Α΄ ζήτησε από τον πατριάρχη Νικόλαο τον Γραμματικό να ευλογήσει τον Ιωάννη.

Η έχθρα της Άννας Κομνηνής για τον αδελφό της Ιωάννη Β΄ κρατούσε από παλιά. Εξηγείται από το γεγονός, ότι αυτή στην ηλικία των πέντε ετών αρραβωνιάστηκε με τον Κωνσταντίνο Δούκα, γιο του Μιχαήλ Ζ΄, γεγονός το οποίο θεωρητικά της εξασφάλιζε την άνοδο στον θρόνο ως αυτοκράτειρας. Ο Αλέξιος Α΄, προσπαθώντας να συνδεθεί με τις μεγάλες αριστοκρατικές οικογένειες με κοινά συμφέροντα, μνήστευσε την κόρη του με τον Κωνσταντίνο Δούκα, δίνοντάς του το σημαντικότατο αξίωμα του Καίσαρα και κάνοντάς τον κοινωνό κατά κάποιον τρόπο της αυτοκρατορικής εξουσίας (συναυτοκράτορα), όσο δεν είχε ακόμη γιο. Ωστόσο ο Κωνσταντίνος απεβίωσε νέος και εκείνη στη συνέχεια παντρεύτηκε με τον Νικηφόρο Βρυέννιο, γιο (ή εγγονό) του Νικηφόρου Βρυέννιου. Ο τελευταίος είχε επαναστατήσει μεταξύ των ετών 1077-1079 προσπαθώντας να ανέβει στο θρόνο, αλλά νικήθηκε από τον τότε στρατηγό Αλέξιο (Α΄) Κομνηνό και τυφλώθηκε κατά διαταγή του Αυτοκράτορα Νικηφόρου Γ΄ Βοτανειάτη.

Σύμφωνα με τη λεπτομερή περιγραφή του Νικήτα Χωνιάτη, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 1118, ο Αλέξιος Α΄ ένιωσε το τέλος του να είναι πλέον κοντά. Ήταν ασθενής από πολλά χρόνια, καθώς υπέφερε από ποδάγρα και πιθανώς από μία καρδιακή προσβολή, που είχε υποστεί το 1112. Ο ρόλος της Ειρήνης Δούκαινας, της μητέρας του Ιωάννη και της Άννας, είχε αυξηθεί, όπως και αυτός του Νικηφόρου Βρυέννιου. Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του Αλέξιου Α΄ εναντίον των Τούρκων το 1115-1116 ο Νικηφόρος είχε λειτουργήσει ως αντικαταστάτης του Αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη. Δυο αντίπαλες φατρίες ξεκίνησαν τις δολοπλοκίες γύρω από τη διαδοχή. Ο Ιωάννης Β΄ είχε την υποστήριξη του αδελφού του Ισαάκιου, ο οποίος εναντιωνόταν στη φατρία των γυναικών μέσα στην αυτοκρατορική οικογένεια, της οποίας φατρίας ηγείτο η Ειρήνη και η Άννα.

Στέψη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ιωάννης Β΄ Κομνηνός με την επίσημη αυτοκρατορική ενδυμασία σε μαρμάρινο γλυπτό, αρχές 12ου αιώνα.

Κατά τη διάρκεια της ασθένειας του Αλέξιου Α΄, επειδή ο Αυτοκράτορας υπέφερε από στηθάγχη, η Ειρήνη και η Άννα τον μετάφεραν στα Μάγγανα και περιφρουρώντας τον στενά, προσπαθούσαν να τον πείσουν να αποκληρώσει από τη διαδοχή τον Ιωάννη. Αλλά ο Αλέξιος Α΄ επιθυμούσε να τον διαδεχθεί ο Ιωάννης και απάντησε, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Νικήτα Χωνιάτη, ότι κανένας Αυτοκράτορας, ο οποίος είχε ικανό γιο να τον διαδεχθεί, δεν θα τον αποκλήρωνε για χάρη του γαμπρού του. Ο Αλέξιος Α΄ βρισκόταν ετοιμοθάνατος στη "μονή των Μαγγάνων" (15 Αυγούστου 1118), όταν ο Ιωάννης και ο μικρότερος αδελφός του σεβαστοκράτωρ Ισαάκιος Κομνηνός μπήκαν στο μοναστήρι και πήραν το αυτοκρατορικό δαχτυλίδι, τον "σφραγιστήρα δακτύλιον" από τα χέρια του πατέρα τους.

Σε μία βιαστική τελετή στην Αγία Σοφία στέφθηκε Αυτοκράτορας από τον πατριάρχη Ιωάννη Θ΄, ενώ στη συνέχεια επευφημήθηκε από τη Σύγκλητο, τον στρατό και τον λαό. Η ανακτορική Φρουρά και ο Νικηφόρος Βρυέννιος δίστασαν να κινηθούν εναντίον του. Η Φρουρά των Βαράγγων, εκτελώντας εντολές της αυτοκράτειρας Ειρήνης, στην αρχή τού αρνήθηκε την είσοδο στο Μέγα Παλάτιον, αλλά ο Ιωάννης Β΄, όπως μαρτυρεί ο Ιωάννης Ζωναράς, τους ανακοίνωσε το τέλος του πατέρα του, ο οποίος είχε προηγηθεί λίγες ώρες νωρίτερα, με συνέπεια να δεχθεί την υποταγή τους. Πάντως σύμφωνα με τον Χωνιάτη, η φρουρά του Ιωάννη Β΄ αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει βία, ξηλώνοντας τις χάλκινες πόρτες του παλατιού για να εισέλθει ο νέος Αυτοκράτορας. Ο Ιωάννης Β΄ στέφθηκε στα ανάκτορα νέος Ρωμαίος Αυτοκράτορας. Έτσι η έκπληκτη Ειρήνη δεν μπορούσε ούτε να πείσει τον γιο της να αποχωρήσει, αλλά ούτε και να πιέσει τον γαμπρό της Νικηφόρο να διεκδικήσει τον θρόνο.[12][13] Τότε η Ειρήνη, αγνοώντας την τελευταία επιθυμία του Αλέξιου Α΄, ζήτησε από τον σύζυγο της Άννας να ανακηρυχθεί Αυτοκράτορας. Ο Νικήτας Χωνιάτης αναφέρει, ότι ο Αλέξιος Α΄ ευχαρίστησε τον Θεό, επειδή η σύζυγός του δεν είχε πάρει είδηση τη στέψη του Ιωάννη Β΄. Απεβίωσε μετά από λίγο στις 15 Αυγούστου 1118, σίγουρος ότι ο γιος του θα τον διαδεχθεί, εξασφαλίζοντας έτσι τη σταθερότητα μέσα στην Αυτοκρατορία. Τάφηκε στο μοναστήρι του Χριστού Φιλανθρώπου, ωστόσο το γεγονός ότι ο Ιωάννης δεν ακολούθησε την κηδεία του πατέρα του, φοβούμενος για τη ζωή του, δείχνει ότι στην αρχή η θέση του δεν ήταν τόσο ασφαλής.

Οικογενειακή συνωμοσία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Άννα δεν ανακοίνωσε την πρόθεσή της να καταλάβει τον θρόνο μετά το τέλος του πατέρα της, ενώ η μητέρα της Ειρήνη φαίνεται ή σκεφτόταν να παραιτηθεί. Την άνοιξη του 1119 η Άννα και η μητέρα της κατέστρωσαν συνωμοσία, με σκοπό τη δολοφονία του Αυτοκράτορα στο παλάτι του Φιλοπάτιου έξω από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης, το οποίο χρησίμευε σαν κυνηγετικό περίπτερο.[14] Η έλλειψη ενθουσιασμού όμως του Νικηφόρου Βρυέννιου για τον Αυτοκρατορικό θρόνο, σήμανε την αποτυχία του σχεδίου. Ωστόσο ο Ιωάννης Β΄ αποδείχθηκε επιεικής με τους συνωμότες. Η περιουσία της Άννας κατασχέθηκε αρχικά και μεταβιβάστηκε στον Ιωάννη Αξούχο, αλλά ο ίδιος αρνήθηκε να τη δεχτεί και της αποδόθηκε πίσω. Ο Νικηφόρος Βρυέννιος συνέχισε την πολιτική του σταδιοδρομία δίπλα στον νέο Αυτοκράτορα, ενώ η Άννα αποσύρθηκε στη "Μονή της Κεχαριτωμένης" και πέρασε το υπόλοιπο της ζωής της γράφοντας το ιστορικό της έργο, την Αλεξιάδα, στο οποίο περιγράφει τα γεγονότα της βασιλείας του πατέρα της.[15][16] Ο Ιωάννης Β΄ θέλησε να αποφύγει παρόμοια προβλήματα διαδοχής στο μέλλον, γι'αυτό έστεψε τον γιο του Αλέξιο (Β΄) ως συναυτοκράτορα (1122).[17] Οι εσωτερικές συγκρούσεις του Ιωάννη Β΄ με την οικογένειά του τον οδήγησαν στον διορισμό σε υψηλές θέσεις ανθρώπων, που δεν είχαν σχέση με την Αυτοκρατορική οικογένεια. Αυτό ήταν ριζική αλλαγή πολιτικής, σε σχέση με τον πατέρα του Αλέξιο Α΄, που συνήθιζε να διορίζει σε υψηλές διοικητικές θέσεις μόνο συγγενείς του.[18]

Διοίκηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στρατιωτική διοίκηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ιωάννης Β΄ Κομνηνός με ψηφιακή αποκατάσταση των χαρακτηριστικών του προσώπου του, ύστερα από βλάβη που έχει το αρχικό ψηφιδωτό στην Αγία Σοφία.

Ο Ιωάννης Αξούχος ήταν ο πιο πιστός φίλος και σύντροφος του Αυτοκράτορα Ιωάννη Β΄. Ήταν Τούρκος στην καταγωγή και συνελήφθη παιδί στην πολιορκία της Νίκαιας από τον πατέρα του. Ο Αλέξιος Α΄ τον θεώρησε σαν τον καταλληλότερο για σύντροφο στον γιο του· οι δύο τους μεγάλωσαν, εκπαιδεύτηκαν μαζί και έγιναν οι καλύτεροι φίλοι. Ο Ιωάννης Αξούχος διορίστηκε από τον Αυτοκράτορα Μέγας Δομέστικος, δηλαδή αρχηγός του Ρωμαϊκού Στρατού. Το γεγονός ότι κατείχε την Αυτοκρατορική σφραγίδα, την εποχή που ήταν ανήλικος ακόμη ο Μανουήλ Α΄, γιος και διάδοχος του Ιωάννη Β΄, δείχνει ότι είχε επιπλέον μεγάλη πολιτική εξουσία. Οι εξουσίες του έφταναν στον βαθμό που είχε αργότερα ένας Βεζίρης ή στις μέρες μας ένας "Πρωθυπουργός".[19] Οι διορισμοί αυτοί είχαν σαν αποτέλεσμα να ξεπεράσει ο Ιωάννης Β΄ σημαντικά τον νεποτισμό και την οικογενειοκρατία που χαρακτήριζε τον πατέρα του. Οι εξουσίες του Αξούχου έφεραν έντονη δυσαρέσκεια στη βασιλική οικογένεια· η δυσαρέσκεια ενισχύθηκε, όταν ο Αυτοκράτορας τους ζήτησε να τού δηλώσουν υποταγή.[20]

Ο Ιωάννης Β΄ διατήρησε την τακτική αυτή να διορίζει σε υψηλές θέσεις μέλη ξένα από την Αυτοκρατορική οικογένεια μέχρι το τέλος του. Διόρισε σε υψηλές θέσεις πολλούς οπαδούς του πατέρα του, όπως ο Ευστάθιος Καμύτζης, ο Μιχαηλίτζης Στυππειώτης και ο Γεώργιος Δεκανός. Οι άνδρες αυτοί είχαν πέσει στην αφάνεια τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του πατέρα του, που είχε την εξουσία η μητέρα του. Ο Ιωάννης Β΄ ανέδειξε πολλούς ακόμη νέους άνδρες, όπως ο Γρηγόριος Ταρωνίτης, που έγινε Πρωτοβεστιάριος, ο Μανουήλ Ανεμάς και ο Θεόδωρος Βατάτζης, που έγιναν γαμπροί του. Ο στόχος του ήταν βασικά η ανάδειξη νέων οικογενειών στην αριστοκρατία της Αυτοκρατορίας και να μειώσει τη δύναμη των παλαιών μεγάλων οικογενειών, όπως οι Δούκες και οι Μελισσηνοί, που ανέβαζαν Αυτοκράτορες.[21] Η ριζική αλλαγή πολιτικής στο θέμα της οικογενειοκρατίας σε σχέση με τον πατέρα του, δεν άλλαξε στο παραμικρό τη διακυβέρνηση στα υπόλοιπα, όπου κυβέρνησε με την ίδια σύνεση και σοφία. Ο Αλέξιος Α΄ είχε ιδρύσει μία ποιητική ομάδα με το όνομα "Μούσαι" και είχε τις ίδιες εξουσίες και με τον Ιωάννη Β΄ σε θέματα δικαιοσύνης και διατήρησης του θησαυροφυλακίου. Ο Ιωάννης Β΄ διατήρησε στο ακέραιο τις συμβουλές και το τρόπο διακυβέρνησης του πατέρα του.[22] Η ενίσχυση της διοικητικής σταθερότητας στην Ανατολή επέτρεψε στον Ιωάννη Β΄ να ξεκινήσει μία σειρά μεταρρυθμίσεων. Το Θέμα Θρακησίων δημιουργήθηκε ξανά με πρωτεύουσα τη Φιλαδέλφεια και το Θέμα Μυλάσσης και Μελανουδίου ιδρύθηκε νότια από το Θέμα Θρακησίων.[23]

Διπλωματία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο βασικός στόχος στην εξωτερική πολιτική του Ιωάννη Β΄ ήταν να διατηρήσει καλές σχέσεις με τη Γερμανία, καθώς οι Νορμανδοί είχαν καταλάβει σχεδόν ολόκληρη τη νότια Ιταλία και απειλούσαν τα Βαλκάνια. Η απειλή μεγάλωσε αισθητά, όταν ο κόμης Ρογήρος Β΄ της Σικελίας, ανιψιός του Ροβέρτου Γυισκάρδου, διεκδίκησε τον τίτλο του βασιλιά της Σικελίας. Ο βασιλιάς Λοθάριος Γ΄ Σούπλινμπουργκ της Γερμανίας είχε τη Βυζαντινή υποστήριξη και ο Ιωάννης Β΄ του έδωσε και ένα μεγάλο χρηματικό ποσό, όταν επιτέθηκε στις Νορμανδικές περιοχές και έφτασε μέχρι το Μπάρι (1136). Οι εκκλησιαστικές κτήσεις του πάπα Ιννοκέντιου Β΄ απειλήθηκαν από τον Ρογήρο Β΄, που είχε συμμαχήσει με τον αντίπαπα Ανάκλητο Β΄. Έτσι ο Ιννοκέντιος Β΄ συμμάχησε με τον Ιωάννη Β΄ και τον Λοθάριο Γ΄. Όμως η ισχυρή συμμαχία δεν μπόρεσε να περιορίσει την εξουσία του Ρογήρου Β΄, που πήρε τον τίτλο του βασιλιά της Σικελίας από τον πάπα με τη "Συνθήκη του Μινιάνο" (1139).[24] Ο διάδοχος του Λοθάριου Γ΄, ο Κορράδος Γ΄ της Γερμανίας πρόσφερε την κουνιάδα του Βέρθα του Ζούλτσμπαχ ως νύφη στον τέταρτο γιο του Ιωάννη Β΄, τον Μανουήλ (1140).[25] Την ίδια εποχή ο Ρογήρος Β΄ προσπάθησε να προσεγγίσει τον Ιωάννη Β΄, προκειμένου να αποκτήσει μία αυτοκρατορική νύφη για τον γιο του, αλλά απέτυχε.[26]

Οι επεμβάσεις του Ιωάννη Β΄ στα εσωτερικά της Ουγγαρίας, στην οικογένεια της συζύγου του, έκανε τις σχέσεις του με την Ουγγαρία προβληματική. Όταν το αυτοκρατορικό ζεύγος φιλοξένησε στην Κωνσταντινούπολη τους διεκδικητές του Ουγγρικού θρόνου, οι Ούγγροι εξοργίστηκαν, συμμάχησαν με τους Σέρβους και προχώρησαν σε πολλές ταραχές στα δυτικά Βαλκάνια.[27] Στην Ανατολή ο Ιωάννης Β΄ εκμεταλλεύτηκε -όπως ο πατέρας του- τις διαφορές, που είχαν ξεκινήσει ανάμεσα στο Σουλτανάτο του Ρουμ και τους Ντανισμεντίδες. Την εποχή που ο Ιωάννης Β΄ επιτέθηκε στην Κασταμονή που ανήκε στους Ντανισμεντίδες, συμμάχησε με τον Σουλτάνο του Ρουμ (1134). Η συμμαχία ήταν ωστόσο αδύναμη, καθώς οι Σελτζούκοι δραπέτευσαν μέσα στη νύχτα. Στα Σταυροφορικά κράτη ήταν γενικά αποδεκτό, ότι τα δικαιώματα του Βυζαντινού Αυτοκράτορα ήταν έγκυρα, αλλά μόνο ο ίδιος ο Αυτοκράτορας θα έπρεπε να επιβάλει την εξουσία του. Η έξυπνη διπλωματική πολιτική του Ιωάννη Β΄ στην Ανατολή ήταν απόλυτα επιτυχημένη: το Πριγκιπάτο της Αντιόχειας, οι κομητείες της Τρίπολης και της Έδεσσας τού δήλωσαν υποτέλεια (1137). Οι Βυζαντινοί επεδίωξαν πάντοτε να έχουν ισχυρή εξουσία σε όλα τα Σταυροφορικά κράτη και αυτό φάνηκε με την αναστάτωση που προκλήθηκε στο Βασίλειο της Ιερουσαλήμ, όταν ο Φούλκων της Ιερουσαλήμ πληροφορήθηκε ότι ο Αυτοκράτορας μετέβη για προσκύνημα στην Ιερουσαλήμ (1142).[28]

Θρησκευτική πολιτική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χρυσό νόμισμα (υπέρπυρον) με παράσταση του Ιωάννη Β΄ Κομνηνού με την Παναγία. Επιγρ.: IΩ[ΑΝΝΗ] ΔΕΣΠΟΤ[Η] ΤΩ ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤ[Ω].

Ο Ιωάννης Β΄ δεν ακολούθησε τη σκληρή θρησκευτική πολιτική του πατέρα του, αλλά άφησε τις περισσότερες αρμοδιότητες στο Πατριαρχείο και την εκκλησιαστική ιεραρχία. Οι επεμβάσεις του έγιναν μόνο, όταν είδε κίνδυνο για την Αυτοκρατορία του: όταν ο πάπας αναζητούσε την ένωση ανάμεσα στη Λατινική και την Ορθόδοξη Εκκλησία, ο Αυτοκράτορας οργάνωσε θεολογικές ομάδες αντίδρασης.[29] Ο Ιωάννης Β΄ οικοδόμησε μία σειρά από μεγάλα εκκλησιαστικά κτίρια, όπως το Μοναστήρι του Χριστού Παντοκράτορα, που μαζί με τις τρεις εκκλησίες αποτελούσε το σημαντικότερο μνημείο των Μέσων Βυζαντινών χρόνων. Οικοδόμησε ένα μεγάλο μοναστήρι, με πέντε θαλάμους ανοικτούς για το κοινό με επαγγελματίες γιατρούς.[30][31]

Οι Παυλικιανοί και οι Βογόμιλοι είχαν υποστεί σκληρές διώξεις τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Αλεξίου Α΄.[32] Οι διώξεις σταμάτησαν από τον Ιωάννη Β΄, αλλά η Βυζαντινή Εκκλησία εξακολουθούσε να τους έχει υπό απαγόρευση. Μία Σύνοδος, που συνεκλήθη στην Κωνσταντινούπολη, καταδίκασε τα γραπτά του μοναχού Κωνσταντίνου Χρυσόμαλλου, που είχαν κυκλοφορήσει σε πολλά μοναστήρια. Μάλιστα ο Πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης Λέων Στυππής διέταξε τον Μάιο του 1140 να καούν σαν αιρετικά, επειδή είχαν πολλά στοιχεία από τη διδασκαλία των Βογόμιλων.[33] Ένα από τα λίγα μέλη της οικογένειάς του που διόρισε ο Ιωάννης Β΄ σε υψηλή θέση, ήταν ο πρώτος του εξάδελφος Αδριανός Κομνηνός, γιος του σεβαστοκράτορα Ισαάκιου Κομνηνού. Ο Ανδριανός ήταν μοναχός και συνόδευσε τον Ιωάννη Β΄ σε όλες τις εκστρατείες του. Ο Αυτοκράτορας σαν ανταμοιβή τον διόρισε αρχιεπίσκοπο στην Αυτοκέφαλη εκκλησία της Βουλγαρίας.[34] Ο Ιωάννης Β΄ πολέμησε σε πολλές μεγάλες μάχες, αλλά η βασική του τακτική ήταν η κατάληψη οχυρωμένων οικισμών και η κατασκευή κάστρων. Συμμετείχε συνολικά σε 25 πολιορκίες.[35]

Νομίσματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην εποχή του Ιωάννου Β΄ κόπηκαν χρυσά υπέρπυρα, άσπρα τραχέα από ήλεκτρο, άσπρα τραχέα από κράμα (χαλκού με άργυρο) και χάλκινα τεταρτηρά. Μερικά κόπηκαν και στο νομισματοκοπείο της Θεσσαλονίκης, όπου κόπηκαν και χάλκινα ημίσεα τεταρτηρών.

Στο υπέρπυρον εικονίζεται στη μέση πατριαρχικός σταυρός, που τον κρατούν στα δεξιά η Θεοτόκος και στα αριστερά ο Ιωάννης Β΄. Η Θεοτόκος φορεί πάλλιον και μαφόριον, ενώ ο αυτοκράτορας φέρει στέμμα, φορεί λώρον και κρατεί ακακία[36], ενώ επάνω από το κεφάλι του τον ευλογεί η χείρα του Θεού. Οι μορφές είναι από τη μέση και επάνω. Επιγραφή ΜΡ ΘV και ΙΩΑΝΝΗ ΔΕCΠΟΤΗ ΤΩ ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΩ.[37]

Πόλεμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πετσενέγοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το χρυσό νόμισμα (υπέρεπυρον) του Ιωάννη Β΄ Κομνηνού. Επιγρ.: ΙΩ[ΑΝΝΗ] ΔΕCΠΟΤΗ MΡ-ΘΥ.

Την τριετία 1119 - 1121 ο Ιωάννης νίκησε τους Σελτζούκους και απέκτησε τον έλεγχο στη νοτιοδυτική Ανατολή. Την επόμενη χρονιά οι Πετσενέγοι επιτέθηκαν στο Θέμα Παρίστριον και ο Αυτοκράτορας αναγκάστηκε να επιστρέψει· οι εισβολείς ήταν υποτελείς του πρίγκιπα του Κιέβου. Ο Ιωάννης Β΄ προσποιήθηκε στην αρχή ότι θέλει να κλείσει μαζί τους ειρήνη, αλλά στη συνέχεια προχώρησε σε σκληρή και αιφνίδια επίθεση. Η Μάχη της Βερόης που ακολούθησε ήταν πολύ σκληρή, ο ίδιος ο Αυτοκράτορας τραυματίστηκε στο πόδι, αλλά τελικά ο Βυζαντινός στρατός τους συνέτριψε ολοκληρωτικά. Το κρίσιμο σημείο ήταν όταν η Βαράγγειος Φρουρά, που ήταν κυρίως Άγγλοι: διείσδυσε με μεγάλα τσεκούρια και διέλυσε το εχθρικό μέτωπο.[38][39] Οι Πετσενέγοι μετά τη συντριβή εξαφανίστηκαν από την ιστορία· ππολλοί μεταφέρθηκαν σαν στρατιώτες στα σύνορα στη Μ. Ασία.[40]

Βενετία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με την άνοδό του στον θρόνο ο Ιωάννης Β΄ αρνήθηκε να κατοχυρώσει τα εμπορικά προνόμια με τη Δημοκρατία της Βενετίας, που είχε υπογράψει ο πατέρας του. Ένα επεισόδιο ανάμεσα σε ένα μέλος της αυτοκρατορικής οικογένειας που κατηγορήθηκε για κατάχρηση και τους Βενετούς, οδήγησε σε ένοπλη σύγκρουση μεταξύ τους. Το Βυζάντιο στήριζε την οικονομία του σε σημαντικό βαθμό στο Βενετικό ναυτικό. Οι Βυζαντινοί επιτέθηκαν πρώτα στην Κέρκυρα και ο Ιωάννης Β΄ διέταξε την εκδίωξη όλων των Βενετών εμπόρων από την Κωνσταντινούπολη. Οι Βενετοί σαν απάντηση συγκέντρωσαν έναν μεγάλο στόλο με 72 πλοία, λεηλάτησαν τη Ρόδο, τη Χίο, τη Σάμο, τη Λέσβο, την Άνδρο και κατέλαβαν την Κεφαλλονιά στα Επτάνησα. Ο Ιωάννης Β΄ απελπισμένος, δεν ήθελε να αποδυναμώσει τον στρατό του για χάρη του στόλου και έκλεισε ειρήνη· τον Αύγουστο του 1126 επικύρωσε τα προνόμια που είχε δώσει ο πατέρας του στη Βενετία (1082).[41]

Ούγγροι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο γάμος του με την Ειρήνη της Ουγγαρίας ενέπλεξε τον Ιωάννη Β΄ σε πολλές δυναστικές συγκρούσεις με το Βασίλειο της Ουγγαρίας. Το άσυλο, που έδωσε στον τυφλό διεκδικητή Άλμος, τον έφερε σε σύγκρουση με τους Ούγγρους. Ο Στέφανος Β΄ της Ουγγαρίας επιτέθηκε και κατέλαβε τις πόλεις Βρανίτζοβα και Βελέγραδα, επειδή οι Βυζαντινοί είχαν προσφέρει άσυλο στον φυγάδα αδελφό του, Άλμος. Ο Ιωάννης Β΄ το 1128 σε μία σειρά μαχών νίκησε τους Ούγγρους και ανακατέλαβε όλα τα χαμένα εδάφη, έως ότου το 1129 οι δύο αντίπαλοι συνθηκολόγησαν. Οι εχθροπραξίες διατηρήθηκαν την περίοδο 1127 - 1129· μια εναλλακτική θεωρία αναφέρει ότι οι επιθέσεις έγιναν τη διετία 1125 - 1126.[42][43] Οι Σέρβοι συμμάχησαν με τους Ούγγρους και ο Ιωάννης Β΄ έκανε εκστρατεία για να τους τιμωρήσει: πολλοί από αυτούς μεταφέρθηκαν σαν νέοι αποικιστές στη Νικομήδεια. Οι στόχοι του ήταν να αποδυναμώσει τους Σέρβους στα Βαλκάνια και να ενισχύσει την άμυνα απέναντι στους Τούρκους. Οι Σέρβοι αναγνώρισαν τη Βυζαντινή κυριαρχία.[44]

Η εκστρατεία εναντίον των Σέρβων έγινε σε δύο φάσεις κατά την περίοδο του πολέμου των Βυζαντινών με τους Ούγγρους.[45] Οι Ούγγροι επιτέθηκαν στο Βελιγράδι, τη Νις και τη Σόφια· ο Ιωάννης Β΄ που βρισκόταν στη Φιλιππούπολη εξόπλισε έναν στόλο στον Δούναβη.[46] Σε μία αιφνίδια επίθεση ο Ιωάννης Β΄ νίκησε τους Σέρβους και τους Ούγγρους συμμάχους τους. Πολλοί Ούγγροι σκοτώθηκαν, όταν κατέρρευσε μία γέφυρα, από την οποία δραπέτευαν μετά από μία Βυζαντινή επίθεση.[47] Ο Νικήτας Χωνιάτης γράφει ότι οι ασταμάτητες νίκες των Βυζαντινών είχαν σαν αποτέλεσμα να ζητήσουν οι Ούγγροι ειρήνη.[48][49][50] Οι Βυζαντινοί ανέκτησαν το Βελιγράδι, το Μπρανίτσεβο, το Σεμλίνο και το Σίρμιο που κατείχαν οι Ούγγροι από το 1060. Οι νίκες του Ιωάννη Β΄ σταθεροποίησαν τα βόρεια σύνορα του κράτους και δημιούργησαν τις προϋποθέσεις καλών σχέσεων με την Ουγγαρία την επόμενη δεκαετία 1131-1141. Ο διεκδικητής Άλμος απεβίωσε οπότε και η αιτία της σύγκρουσης ανάμεσα στους Βυζαντινούς και τους Ούγγρους έπαψε να υπάρχει.[51]

Σελτζούκοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πρώτη πράξη του Ιωάννη Β΄ ήταν να ξεκινήσει τον πόλεμο εναντίον των Σελτζούκων Τούρκων στη Μικρά Ασία. Η Αυτοκρατορία έλεγχε μεν τα βόρεια, δυτικά και νότια παράλια προς τον ποταμό Μαίανδρο, αλλά η πόλη της Αττάλειας ήταν προσβάσιμη μόνο από τη θάλασσα. Παρά τη νίκη του Αλέξιου Α΄ το 1115 στο Φιλομήλιο, οι Σελτζούκοι επανέλαβαν τις επιθέσεις τους και κατέλαβαν το 1117 τη Λαοδίκεια (1119) και περιοχές του Μαιάνδρου ποταμού οι οποίες οδηγούσαν προς την Αττάλεια.[52] Ο Αλέξιος Α΄ προετοιμαζόταν για νέα εκστρατεία εναντίον τους, αλλά τον πρόλαβε το τέλος. Ο Ιωάννης Β΄ επιθυμούσε να αναλάβει νέον αγώνα εναντίον τους, όχι μόνο για να επεκτείνει τα σύνορα της Αυτοκρατορίας, αλλά και να τους τιμωρήσει για την παραβίαση της συνθήκης, που είχαν υπογράψει με τον πατέρα του.

Την άνοιξη του 1119 ο Ιωάννης Β΄ έφτασε στη Μικρά Ασία επικεφαλής ισχυρού στρατού και ξεκίνησε την πολιορκία της Λαοδίκειας στη Φρυγία. Ωστόσο αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη αφήνοντας την αρχηγία των επιχειρήσεων στον Ιωάννη Αξούχο, ο οποίος κατέλαβε την πόλη εκδιώκοντας τον εμίρη της Αμπουχάρη, ενώ ο Αυτοκράτορας επέστρεψε ξανά στο μέτωπο ανοικοδομώντας τα τείχη της πόλης. Στη συνέχεια ο Ιωάννης Β΄ πήρε τη Σωζόπολη από τους Σελτζούκους, το φρούριο του Ιερακοκορυφίτη και άλλα γειτονικά προς την Αττάλεια φρούρια, ενώ ο δούκας της Τραπεζούντας Κωνσταντίνος Γαβράς επιτέθηκε χωρίς όμως επιτυχία εναντίον των Ντανισμεντιδών Τούρκων, με αποτέλεσμα να αιχμαλωτιστεί από τον εμίρ Γαζί Γκιουμουστεγκίν και τον Τογρούλ της Μελιτηνής. Η ανάκτηση και ενσωμάτωση της Λαοδίκειας αποτελούσε το πρώτο μεγάλο επίτευγμα της σταδιοδρομίας τού Ιωάννη Β΄ και εορτάστηκε με τη μεγαλοπρεπή είσοδο και θρίαμβο του Αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη.

Ντανισμεντίδες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ιωάννης Β΄ Κομνηνός σε κυνήγι, Γαλλικό χειρόγραφο 14ου αιώνα.

Οι επιδρομές αυτές άνοιξαν τους δρόμους ανάμεσα στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και τα Σταυροφορικά κράτη στη Συρία.[53] Όταν τελείωσαν οι εχθρότητες με την Ουγγαρία, ο Ιωάννης Β΄ στράφηκε αποκλειστικά στην υπεράσπιση της Μικράς Ασίας, και ανέλαβε ετήσιες εκστρατείες στο Εμιράτο των Ντανισμεντιδών που βρισκόταν στη Μαλάτεια του Ευφράτη (1130 - 1135). Οι φιλοδοξίες του Ντανισμεντίδη αμίρ Γαζή Γκιουμουστεγκίν (ο Τανισμάνος των βυζαντινών πηγών), ο οποίος είχε καταλάβει τη Μελιτηνή (1124), την Άγκυρα, την Καισάρεια, την Κασταμονή (1126-1127) και εδάφη της Μικράς Αρμενίας, ήταν τεράστιες. Ο αμίρ Γαζή Γκιουμουστεγκίν είχε επιπλέον νικήσει τους Φράγκους του πριγκιπάτου της Αντιόχειας το 1130 σε μάχη, κατά την οποία σκοτώθηκε ο Νορμανδός πρίγκιπας Βοϊμόνδος Β΄ της Αντιόχειας. Οι επιτυχίες του ανησύχησαν τον Αυτοκράτορα, ο οποίος την περίοδο 1130 - 1135 έστρεψε όλη την προσοχή του στα ανατολικά σύνορα.

Σε μία εκστρατεία κατέλαβε την Κασταμονή, γενέτειρα της Δυναστείας των Κομνηνών και τοποθέτησε μία φρουρά 2.000 ανδρών στα Γάγγρα. Στη συνέχεια διεξήγαγε μεγάλες επιχειρήσεις σε περιοχές πέραν του Άλυος ποταμού, κατέλαβε πολλά φρούρια και συνέλαβε μεγάλο αριθμό εμίρηδων. Ο Ιωάννης Β΄ σύντομα κέρδισε τη σημαντική φήμη του ισχυρού ανάμεσα στους εχθρούς του· όλες οι περιοχές που είχαν κατακτηθεί στη Μάχη του Μαντζικέρτ ανακτήθηκαν και τοποθετήθηκαν φρουρές. Η κατάσταση ωστόσο παρέμεινε πολύ τεταμένη, καθώς οι Σελτζούκοι έκαναν συνεχείς επιδρομές και σε μία από αυτές ανακατέλαβαν την Κασταμονή (1133), την ώρα που εόρταζε ο Αυτοκράτορας στην Κωνσταντινούπολη την ανάκτησή της. Το επόμενο έτος (1134) ο Αυτοκράτορας ξεκίνησε νέα εκστρατεία εναντίον των Ντανισμεντιδών, ενώ παράλληλα σύναψε και συμμαχία με τον σουλτάνο του Ικονίου Μασούτ Α΄. Το αποτελέσματα ήταν να καταλάβει εκ νέου την Κασταμονή (1135), ενώ η Γάγγρα έπεσε στα χέρια του ύστερα από σφοδρή πολιορκία (1135).[54][55][56] Το 1136 εξουδετέρωσε τους Αρμένιους στον Ταύρο, καθ΄ οδόν απελευθέρωσε πλήθος Μικρασιατικών πόλεων από τα νότια παράλια μέχρι τον Πόντο. Το 1139 συνέχισε προς τα νότια για τις πόλεις Χάμα, Χαλέπιο, Σεϋζάρ.

Την άνοιξη του 1159 ξεκίνησε τις επιδρομές εναντίον των Τουρκομάνων νομάδων κατά μήκος του Σαγγάριου: οι άνδρες του χτύπησαν τα μέσα διαβίωσης που είχαν και απομάκρυναν τα κοπάδια τους.[57] Στη συνέχεια βάδισε εναντίον των Ντανισμεντιδών στη Μαύρη Θάλασσα ανάμεσα στη Βιθυνία και την Παφλαγονία. Το κρατίδιο που ίδρυσε ο Κωνσταντίνος Γαβράς στην Τραπεζούντα διαλύθηκε και ολόκληρη η Χαλδία περιήλθε σε Βυζαντινό έλεγχο. Ο Ιωάννης Β΄ πολιόρκησε τη Νεοκαισάρεια (1140), αλλά απέτυχε. Η ήττα ωστόσο οφειλόταν στις άσχημες καιρικές συνθήκες, που είχαν σαν αποτέλεσμα να πεθάνουν τα περισσότερα άλογα και όχι σε ανικανότητα απέναντι στους Τούρκους.[58][59][60]

Εκστρατεία σε Κιλικία και Συρία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Αυτοκράτορας επιχείρησε με κάθε μέσο να ενισχύσει την εξουσία του στα Σταυροφορικά κράτη και τα Βυζαντινά δικαιώματα στο πριγκιπάτο της Αντιόχειας. Κατέκτησε την Ταρσό, τα Άδανα και τη Μοψουεστία από το Αρμενικό Βασίλειο της Κιλικίας (1137), όπου ο Λέων Β΄ της Αρμενίας και η οικογένειά του μεταφέρθηκαν αιχμάλωτοι στην Κωνσταντινούπολη.[61][62] Ο Ραϋμόνδος της Αντιόχειας και ο Ζοσλέν Β΄ της Έδεσσας δήλωσαν την υποτέλεια τους στον Αυτοκράτορα (1137), ο Ραϋμόνδος Β΄ της Τρίπολης επανέλαβε τον όρκο, που είχαν κάνει οι προκάτοχοί του στον Αλέξιο Α΄ (1109).[63] Ακολούθησε εκστρατεία του Ιωάννη Β΄ και των συμμάχων του στη Μουσουλμανική Συρία· το Χαλέπιο αποδείχτηκε πολύ ισχυρό, αλλά μπόρεσαν να κυριεύσουν τα γύρω κάστρα.[64] Ο Ιωάννης Β΄ πολεμούσε σκληρά, αλλά οι σύμμαχοι του Ραϋμόνδος της Αντιόχειας και Ζοσλέν Β΄ της Έδεσσας απείχαν: διασκέδαζαν ή έπαιζαν ζάρια, χωρίς να τον βοηθήσουν στην πολιορκία της συριακής Λάρισσας.

Οι πρίγκιπες ήταν ύποπτοι ο ένας απέναντι στον άλλον και όλοι μαζί ήταν ύποπτοι απέναντι στον Αυτοκράτορα. Ο Ραϋμόνδος έπρεπε να παραδώσει την Αντιόχεια στον Αυτοκράτορα, όπως είχε δώσει όρκο αν ο Ιωάννης Β΄ κατακτούσε το Χαλέπιο, το Σαϊζάρ/Λάρισσα και τη Χομς/Έμεσα. Οι Λατινικές και οι Μουσουλμανικές πηγές περιγράφουν το μεγάλο θάρρος του Ιωάννη Β΄ στην πολιορκία: ο εμίρης του Σαϊζάρ του πρόσφερε ένα μεγάλο ποσό, υποτέλεια και ετήσιο φόρο. Ο Ιωάννης Β΄, που δεν είχε καμία εμπιστοσύνη στους συμμάχους του και επειδή πλησίαζε απειλητικά ο στρατός του Ιμαντεντίν Ζενγκί, δέχτηκε την προσφορά.[65] Ο Ιωάννης Β΄ επιδίωξε στη συνέχεια συμμαχία με τη Γερμανία, για να αντιμετωπίσει τη νέα μεγάλη απειλή των Νορμανδών της Σικελίας. Ο Ραϋμόνδος της Αντιόχειας και ο Ζοσλέν Β΄ της Έδεσσας καθυστερούσαν να παραδώσουν τις πόλεις στον Αυτοκράτορα· με την υποστήριξη των κατοίκων δημιούργησαν ταραχές εναντίον των Βυζαντινών. Έτσι ο Αυτοκράτορας δεν είχε άλλη επιλογή από το να εγκαταλείψει τις φιλοδοξίες του στην Ανατολή.[66]

Τελευταία χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η εκστρατεία του 1142[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ιωάννης Β΄ Κομνηνός διευθύνει την πολιορκία του Σαϊζάρ/Λάρισσας, Γαλλικό χειρόγραφο (1338).

Στις αρχές του 1142 ο Ιωάννης Β΄ προχώρησε σε εκστρατεία στο Σουλτανάτο του Ρουμ με στόχο να αποκαταστήσει τους δρόμους επικοινωνίας με την Αττάλεια· στην εκστρατεία απεβίωσε από πυρετό ο μεγαλύτερος γιος του και συναυτοκράτορας Αλέξιος. Ο Ιωάννης Β΄ προχώρησε σε νέα εκστρατεία με στόχο να φέρει την Αντιόχεια υπό Βυζαντινό έλεγχο.[67] Το πρόγραμμα της εκστρατείας περιείχε και ένα προσκύνημα στην Ιερουσαλήμ. Ο Φούλκων φοβήθηκε και έγραψε στον Ιωάννη Β΄, ότι η χώρα του είναι πολύ φτωχή, για να μπορέσει να συντηρήσει τη διάβαση ενός τόσο μεγάλου στρατού. Ο Ιωάννης Β΄, όταν διάβασε την επιστολή, αποφάσισε να αναβάλει το προσκύνημα, το οποίο δεν θα το κάνει τελικά ποτέ.[68][69] Ο Ιωάννης Β΄ βάδισε γρήγορα στη Συρία, πίεσε τον Ζοσλέν Β΄ της Έδεσσας να του παραδώσει ομήρους ανάμεσα στους οποίους και την κόρη του, προχώρησε στην Αντιόχεια, και ζήτησε την παράδοση της πόλης. Ο Ραϋμόνδος έθεσε την πρόταση σε ψηφοφορία και ο Αυτοκράτορας αποσύρθηκε στην Κιλικία με στόχο να επαναλάβει την επίθεση την επόμενη χρονιά.[70]

Θάνατος και διαδοχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ιωάννης Β΄ προετοιμαζόταν για επίθεση στην Αντιόχεια με κύρια ασχολία το κυνήγι στην οροσειρά του Ταύρου, όταν τραυματίστηκε θανάσιμα με ένα δηλητηριώδες βέλος (1 Απριλίου 1143).[71] Ο Ιωάννης Β΄ αγνόησε το τραύμα και η κατάσταση της υγείας του επιδεινώθηκε τις επόμενες ημέρες σε μεγάλο βαθμό· απεβίωσε από Σήψη (8 Απριλίου 1143). Πολλοί γράφουν ότι δολοφονήθηκε σκόπιμα, επειδή ήθελαν να τον διαδεχτεί στον θρόνο ο γιος του Μανουήλ που ήταν φίλος με τους δυτικούς, αλλά δεν υπάρχουν σοβαρές αποδείξεις γι' αυτό.[72] Η τελευταία του επιθυμία ήταν να επιλέξει σαν διάδοχο τον τέταρτο γιο του Μανουήλ. Σύμφωνα με τις πηγές βρισκόταν σε αμφιβολία αν θα διαλέξει τον Μανουήλ ή τον τρίτο γιο του Ισαάκιο, αλλά διάλεξε τον Μανουήλ επειδή είχε δείξει μεγαλύτερο θάρρος σε εκστρατεία στη Νεοκαισάρεια.[73][74] Μία άλλη πηγή αναφέρει ότι διάλεξε τον Μανουήλ σαν διάδοχο, χάρη σε μία προφητεία ότι το όνομα του επόμενου αυτοκράτορα θα αρχίζει από "Μ". Ο φίλος του Ιωάννη Β΄ Ιωάννης Αξούχος προσπάθησε να πείσει τον ετοιμοθάνατο Αυτοκράτορα ότι ο Ισαάκιος θα ήταν καλύτερη επιλογή, αλλά εκείνος το απέρριψε.[75]

Ετάφη στην Παναγία Χρυσοκέφαλο[76].

Θρύλοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο ιστορικός Ιωάννης Μπίρκενμειερ γράφει ότι η βασιλεία του Ιωάννη Β΄ ήταν η πιο επιτυχημένη στη Δυναστεία των Κομνηνών, τονίζει το γεγονός ότι προτιμούσε να πολιορκεί τις πόλεις παρά να δίνει ανοιχτές μάχες. Ο Ιωάννης Μπίρκενμειερ τονίζει το γεγονός ότι οι ετήσιες εκστρατείες που πραγματοποιούσε ο Ιωάννης είχαν μεγαλύτερη επιτυχία από την τακτική που ακολουθούσε ο γιος του Μανουήλ Α΄. Οι εκστρατείες του Ιωάννη Β΄ σύμφωνα με την ίδια πηγή έκαναν καλό στον Ιωάννη Β΄ επειδή προστάτευσε τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία που δεν είχε ανοιχτά σύνορα. Οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να αμυνθούν, ενώ οι Βυζαντινοί διατηρούσαν πάντα καλές σχέσεις με τη Γερμανία.[77] Ο Ιωάννης Β΄, όπως είναι αναγνωρισμένο από όλους τους ιστορικούς, άφησε την Αυτοκρατορία σε πολύ καλύτερη κατάσταση από αυτή που παρέλαβε. Οι Έλληνες της Ανατολής ωστόσο ήταν αρκετά δυσαρεστημένοι, σε βαθμό που προτιμούσαν περισσότερο τους Σελτζούκους από τους Βυζαντινούς. Τα προβλήματα αυτά κληρονόμησε ο γιος και διάδοχος του Μανουήλ.[78]

Οικογένεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μωσαϊκό του 12ου αιώνα από το άνω τμήμα της Αγίας Σοφίας. Ο Αυτοκράτορας Ιωάννης Β΄ Κομνηνός (1118–1143) απεικονίζεται στα αριστερά, με την Παναγία και το βρέφος Ιησού Χριστό στο κέντρο, και τη σύζυγο του αυτοκράτειρα Ειρήνη της Ουγγαρίας στα δεξιά.

Ο Ιωάννης Β΄ νυμφεύτηκε την (Πιρόσκα) Ειρήνη των Άρπαντ, κόρη του Λαδισλάου A΄ της Ουγγαρίας. Είχαν τα εξής τέκνα:[79]

Πρόγονοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Birkenmeier, σ. 85
  2. W. Treadgold, 1997, σ. 700
  3. Runciman, σ. 209
  4. Νικήτας Χωνιάτης, Ιστορίαι, κεφ 1-4.
  5. Birkenmeier, 2002, σ. 85
  6. Νικήτας Χωνιάτης, "Η πόλη του Βυζαντίου", σ. 27
  7. Dennis, σ. 7
  8. Νικήτας Χωνιάτης, "Η πόλη του Βυζαντίου", σ. 27
  9. John II, The World-wide Encyclopedia and Gazetteer, Vol. V, Ed. William Harrison De Puy, (The Christian Herald, 1908), 3654.
  10. Bucossi and Suarez, σ. 16
  11. Magdalino, σ. 207
  12. Νικήτας Χωνιάτης, "Η πόλη του Βυζαντίου", σ.6
  13. Angold (1984), σσ. 152–153
  14. Magdalino, σσ. 192-193
  15. Νικήτας Χωνιάτης, "Η πόλη του Βυζαντίου", σσ.8,9
  16. Angold (1984), σ. 152
  17. Νικήτας Χωνιάτης, "Η πόλη του Βυζαντίου", σ.11
  18. Magdalino, σ. 207
  19. Magdalino, σ. 254
  20. Νικήτας Χωνιάτης, "Η πόλη του Βυζαντίου", σ.7
  21. Magdalino, σσ. 207–208
  22. Bernard and Demoen, σ. 21
  23. Haldon, σ. 97
  24. Kinnamos, σσ. 74–75
  25. Angold (1984), σ. 159
  26. Kinnamos, σσ. 75–76
  27. Angold (1984), σσ. 153–154
  28. Runciman, σσ. 212–213, 222–224
  29. Angold (1995), σ. 75
  30. Necipoğlu, σ. 133
  31. Angold (1995), σ. 310
  32. Finlay, σ. 81
  33. Loos, σσ. 98–99
  34. Angold (1995), σσ. 173–174
  35. Birkenmeier, σσ. 86–87
  36. μακρόστενο σακουλάκι με άμμο που το έδινε ο πατριάρχης κατά τη στέψη για να θυμίζει τη ματαιότητα της εξουσίας.
  37. David R. Sear, Byzantine coins & their values, Seaby Ltd., 2nd edition 1996
  38. Νικήτας Χωνιάτης, "Η πόλη του Βυζαντίου", σ.11
  39. Ιωάννης Κίνναμος, "Πράξεις του Ιωάννη και Εμμανουήλ Κομνηνού", σ.16
  40. Angold (1984), σ. 153
  41. Angold (1084), σ. 154-155
  42. Angold (1984), σ. 154
  43. Fine, σσ. 235–236
  44. Angold (1984), σ. 153
  45. Fine, σ. 235
  46. Νικήτας Χωνιάτης, "Η πόλη του Βυζαντίου", σ.11
  47. Ιωάννης Κίνναμος, "Πράξεις του Ιωάννη και Εμμανουήλ Κομνηνού" (1976), σ.18
  48. Angold, σ. 154
  49. Νικήτας Χωνιάτης, "Η πόλη του Βυζαντίου", σσ. 11-12
  50. A. Urbansky, Byzantium and the Danube Frontier, 46
  51. Fine, σ. 235
  52. Holt, Lambton & Lewis 1995, σ. 240.
  53. Angold (1984), σ. 153
  54. Νικήτας Χωνιάτης, "Η πόλη του Βυζαντίου", σσ. 11-12
  55. Ιωάννης Κίνναμος, "Πράξεις του Ιωάννη και Εμμανουήλ Κομνηνού", σσ. 20-21
  56. Angold (1984), σ. 155
  57. Νικήτας Χωνιάτης, "Η πόλη του Βυζαντίου", σ. 19
  58. Νικήτας Χωνιάτης, "Η πόλη του Βυζαντίου", σσ. 20-21
  59. J. Norwich, Byzantium: The Decline and Fall, 82
  60. Angold (1984), σ. 157
  61. Ιωάννης Κίνναμος, "Πράξεις του Ιωάννη και Εμμανουήλ Κομνηνού", σσ. 21-22
  62. J. Norwich, Byzantium: The Decline and Fall, 76
  63. Runciman, σ. 309
  64. Runciman, σ. 215
  65. Runciman, σσ. 215–217
  66. Angold (1984), σ. 156
  67. Νικήτας Χωνιάτης, "Η πόλη του Βυζαντίου", σ. 22
  68. Runciman, σσ. 212–213, 222–224
  69. J. Harris, Byzantium and The Crusades, σ. 86
  70. Angold (1984), σσ. 157
  71. Νικήτας Χωνιάτης, "Η πόλη του Βυζαντίου", σ. 23
  72. Magdalino, σ. 41
  73. Νικήτας Χωνιάτης, "Η πόλη του Βυζαντίου", σσ. 24-26
  74. Angold (1984), σσ. 157–158
  75. Magdalino, σ. 195
  76. Παππάς, Νικόλαος (2005). «Τραπεζούς (Βυζάντιο), Ναός Παναγίας Χρυσοκεφάλου». Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μικρά Ασία. Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού. Ανακτήθηκε στις 31 Ιουλίου 2021. 
  77. Birkenmeier, σσ. 98–99
  78. Angold (1984), σσ. 158–159
  79. Bucossi and Suarez, p xix
  80. Κωνσταντίνος Βαρζός, "Η Γενεαλογία των Κομνηνών", σσ. 380-390
  81. Κωνσταντίνος Βαρζός, "Η Γενεαλογία των Κομνηνών", σσ. 391-398
  82. Κωνσταντίνος Βαρζός, "Η Γενεαλογία των Κομνηνών", σσ. 399-411
  83. Κωνσταντίνος Βαρζός, "Η Γενεαλογία των Κομνηνών", σσ. 412-421
  84. Κωνσταντίνος Βαρζός, "Η Γενεαλογία των Κομνηνών", σσ. 422-477

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Birkenmeier, John W. (2002). The development of the Komnenian army: 1081-1180. Leiden Köln Boston: Brill. ISBN 90-04-11710-5. 
  • Νικήτας Χωνιάτης, "Η πόλη του Βυζαντίου" (1984)
  • Ιωάννης Κίνναμος, "Πράξεις του Ιωάννη και Εμμανουήλ Κομνηνού" (1976)
  • Γουλιέλμος της Τύρου, Historia Rerum In Partibus Transmarinis Gestarum (A History of Deeds Done Beyond the Sea), translated by E. A. Babock and A. C. Krey (Columbia University Press, 1943).
  • Ι. Καραγιαννόπουλου, "Ιστορία του Βυζαντινού κράτους" τ. Γ΄ Πρώτο Μερός 1081-1204
  • Άγγελος Σ.Βλάχος, Οι τελευταίοι Γαληνότατοι,(Μέρος Α΄) εκδ. Εστία, 6η έκδοση 2000
  • Μάρω Δούκα, Ένας σκούφος από πορφύρα, εκδ. Κέδρος.
  • Angold, Michael, (1984) The Byzantine Empire 1025–1204, a political history, Longman.
  • Angold, Michael, (1995) Church and Society in Byzantium under the Comneni, 1081–1261. Cambridge University Press.Poetry and its Contexts in Eleventh-century Byzantium
  • Bernard, F. and Demoen, K. (2013) Poetry and its Contexts in Eleventh-century Byzantium, Ashgate Publishing
  • Bucossi, Alessandra and Suarez, Alex R. (2016) John II Komnenos, emperor of Byzantium: in the shadow of father and son, Routledge.
  • Dennis, G.T. (2001) Death in Byzantium, Dumbarton Oaks Papers, Τόμος. 55
  • Fine, John Van Antwerp (1991) [1983]. The Early Medieval Balkans: A Critical Survey from the Sixth to the Late Twelfth Century (στα Αγγλικά). Ανν Άρμπορ, Μίσιγκαν: University of Michigan Press. ISBN 0-472-08149-7. 
  • Finlay, George (1854), History of the Byzantine and Greek Empires from 1057–1453, Volume 2, William Blackwood & Sons
  • Haldon, John F. (1999). Warfare, State and Society in the Byzantine World, 565–1204. London, United Kingdom: University College London Press (Taylor & Francis Group).
  • Harris, Jonathan (2014), Byzantium and the Crusades, Bloomsbury, 2nd ed.
  • Holt, P.M.; Lambton, Ann K.S.; Lewis, Bernard (1995). The Cambridge History of Islam. 1A. Cambridge University Press.
  • Loos, Milan (1974) Dualist Heresy in the Middle Ages Vol. 10, Springer, The Hague.
  • Magdalino, Paul (1993). The Empire of Manuel I Komnenos, 1143–1180. Cambridge: Cambridge University Press.
  • Necipoğlu, Nevra (ed.) (2001) Byzantine Constantinople, Brill.
  • Norwich, John J. Byzantium; Vol. 3: The Decline and Fall. Viking, 1995
  • Runciman, Steven (1952) A History of the Crusades, Vol. II: The Kingdom of Jerusalem, Cambridge University Press.
  • Treadgold, Warren (1997). A History of the Byzantine State and Society. Stanford, California: Stanford University Press.
  • Urbansky, Andrew B. Byzantium and the Danube Frontier, Twayne Publishers, 1968
  • Bucossi, Alessandra and Rodriguez Suarez, (2016) John II Komnenos, emperor of Byzantium: in the shadow of father and son, Routledge.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ιωάννης Β΄ Κομνηνός
Γέννηση: 13 Σεπτεμβρίου 1087 Θάνατος: 8 Απριλίου 1143
Βασιλικοί τίτλοι
Προκάτοχος
Αλέξιος Α΄
Αυτοκράτορας του Βυζαντίου
1118 - 1143
Με τον γιο του Αλέξιο Κομνηνό
1122 - 1142
Διάδοχος
Μανουήλ Α΄