Κωνσταντίνος Θ´ ο Μονομάχος
![]() |
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Κωνσταντίνος Θ' Μονομάχος | |
---|---|
![]() | |
Περίοδος | 11 Ιουνίου 1042 – 11 Ιανουαρίου 1055 |
Προκάτοχος | Ζωή Μακεδόνων |
Διάδοχος | Θεοδώρα Μακεδόνων |
Γέννηση | 1000 |
Θάνατος | 11 Ιανουαρίου 1055 |
Σύζυγος | άγνωστη πρώτη άγνωστη δεύτερη Ζωή Μακεδόνων |
![]() | |
δεδομένα ( ) |
Ο Κωνσταντίνος Θ΄ (1000 - 11 Ιανουαρίου 1055) γνωστός ως Κωνσταντίνος ο Μονομάχος ήταν συναυτοκράτορας του Βυζαντίου μαζί με τις Αυτοκράτειρες Ζωή και Θεοδώρα από τις 11 Ιουνίου 1042 έως τις 11 Ιανουαρίου 1055.
Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ήταν γιος του Θεοδοσίου Μονομάχου, μέλους της γραφειοκρατίας, από την Οικογένεια Μονομάχων και της Ειρήνης (;) Ταρονίτισσας (ή Τορνίκαινας;).
Η επιλογή του στο Αυτοκρατορικό αξίωμα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Μετά τη φυγή του Μιχαήλ Ε΄ η αυτοκράτειρα Ζωή έμεινε η μόνη κυρίαρχη στο Παλάτιον. Πρώτη της φροντίδα ήταν να απομακρύνει την αδελφή της Θεοδώρα, ώστε να μείνει μόνη στη διακυβέρνηση της Αυτοκρατορίας. Επειδή όμως ο λαός αντέδρασε και την υποχρέωσε να συμβασιλεύει με την αδελφή της, σκέφθηκε να παντρευτεί κάποιον, που στη συνέχεια θα αναγόρευε Βασιλιά, για να μπορεί μέσω αυτού να κυβερνά ανενόχλητη. Υποψήφιος για τον ρόλο αυτό ήταν ο Κατεπάνω Κωνσταντίνος Αρτοκλίνης, ο οποίος όμως ήταν παντρεμένος. Όταν η σύζυγός του έμαθε της προθέσεις της Ζωής, έσπευσε να τον δηλητηριάσει. Έτσι η Ζωή έστρεψε την προσοχή της στον Κωνσταντίνο Μονομάχο. Τον ανακάλεσε από την εξορία του στη Λέσβο και τον διόρισε Δικαστή Ελλήνων. Στη συνέχεια τον παντρεύτηκε και την επομένη 11 Ιουνίου 1042, τον έστεψε Βασιλιά.
Οικονομική και διοικητική πολιτική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Κωνσταντίνος Θ΄ ήταν άνθρωπος μετριοπαθής, που η τύχη τον ανάγκασε να αντιμετωπίσει, χωρίς επιτυχία όμως, τις μεγάλες δυσκολίες της εποχής του. Για να γίνει αγαπητός στον λαό της Κωνσταντινούπολης, άρχισε να μοιράζει άφθονα χρήματα στο πλήθος και στην προσπάθεια εξασφάλισης χρημάτων, καθιέρωσε τη συνήθεια της εκμίσθωσης των φόρων σε ιδιώτες. Εφάρμοσε επίσης την πρακτική εξαγοράς της στρατιωτικής θητείας, ενώ πιθανότατα εισήγαγε και τον θεσμό της «πρόνοιας». Όσοι εκμίσθωναν τον φόρο, πλήρωναν άμεσα στην Αυτοκρατορία τους φόρους που έπρεπε να καταβάλει μια περιοχή, και στη συνέχεια τους εισέπρατταν οι ίδιοι από τους φορολογούμενους. Το μέτρο αυτό αποδείχθηκε ολέθριο, αφού οι ιδιώτες εισέπρατταν από τους πολίτες ποσά πολύ μεγαλύτερα από εκείνα, που σύμφωνα με τους νόμους έπρεπε να καταβληθούν. Ο εξαργυρισμός της θητείας, η δυνατότητα δηλαδή των πολιτών να εξαγοράζουν τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις, αποδυνάμωνε τους στρατούς των Θεμάτων και αύξανε τις ανάγκες σε μισθοφόρους.
Τέλος η «πρόνοια», η παραχώρηση δηλαδή μεγάλων κρατικών εκτάσεων σε σημαντικούς πολίτες, με την υποχρέωση να παρέχουν προστασία στους κατοίκους αυτών των περιοχών, επιδείνωσε τη θέση του κράτους, της εκκλησίας και των πολιτών, διότι οι προστάτες συνέλεγαν τους φόρους των περιοχών για δικό τους όφελος.
Στρατιωτική Λειτουργία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η επανάσταση του Στέφαν Βόισλαβ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Μονομάχος, αφού εξόρισε όσους ήταν αντίθετοι στην πολιτική της Ζωής, έστρεψε την προσοχή του στον Σέρβο επαναστάτη Στέφαν Βόισλαβ, ο οποίος επιχειρούσε επιδρομές στα εδάφη της Αυτοκρατορίας. Ανάθεσε την αντιμετώπισή αυτής της στάσης στον άρχοντα του Δυρραχίου, Μιχαήλ. Αυτός μη έχοντας πολεμική πείρα, ξεκίνησε με εξήντα χιλιάδες στρατό και αφού λεηλάτησε τη Σερβία αποφάσισε να επιστρέψει, χωρίς να έχει αντιμετωπίσει τον επαναστάτη, ο οποίος όμως του επιτέθηκε, αποδεκατίζοντας το Βυζαντινό στράτευμα.
Η επανάσταση του στρατηγού Γεωργίου Μανιάκη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο στρατηγός Μανιάκης είχε σταλθεί από τη Ζωή για να ανακτήσει τη Σικελία και την Κάτω Ιταλία για λογαριασμό των Βυζαντινών. Η διαφθορά όμως στο παλάτι, η υπέρογκη φορολόγηση, η ασυδοσία του αυτοκρατορικού περιβάλλοντος και των αξιωματούχων της αυλής, τον οδήγησαν σε ανταρσία, όταν το 1042 ανακλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Ο στρατηγός ξεκίνησε με τον στρατό του για να ανατρέψει τον Μονομάχο, αλλά σκοτώθηκε το 1043 στη μάχη με τα αυτοκρατορικά στρατεύματα γύρω από τον Οστροβό.
Επιδρομή των Ρώσων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Στα μέσα του 1043 έγινε η τελευταία μεγάλη επίθεση των εκχριστιανισμένων πια Ρώσων του Κιέβου κατά της Κωνσταντινούπολης. Λαβαίνοντας αφορμή τη δολοφονία ενός Ρώσου εμπόρου στην Πόλη, ο ηγεμόνας τους Γιαροσλάβ έστειλε τον γιο του Βλαδίμηρο με στρατιά 100.000 ανδρών, που κατέπλευσε στο λιμάνι, που βρισκόταν στο στόμιο του Πόντου και απείλησε να πολιορκήσει την Κωνσταντινούπολη. Ο Μονομάχος προσπάθησε να έλθει σε διαπραγματεύσεις, οι οποίες όμως απέτυχαν. Έτσι ο Βυζαντινός στόλος εισπλέοντας στο λιμάνι όπου βρίσκονταν οι Ρώσοι, έκαψε επτά πλοία τους με το υγρόν πυρ και βύθισε άλλα τρία. Οι Ρώσοι πανικοβλήθηκαν και -έχοντας αντίθετο τον άνεμο- οδήγησαν τα πλεούμενά της στη στεριά, όπου εξώκειλαν στα βράχια. Ελάχιστα πλοία διασώθηκαν και πήραν τον δρόμο της επιστροφής, ενώ το μεγαλύτερο τμήμα των στρατιωτών ξεκίνησαν την επιστροφή τους πεζή. Στη Βάρνα οι βυζαντινοί τους επιτέθηκαν σκοτώνοντας τους περισσοτέρους, ενώ αιχμαλώτισαν 800 και τους έστειλαν στην Πόλη. Το 1046 Βυζαντινοί και Ρώσοι υπέγραψαν νέα εμπορική συνθήκη ειρήνης.
Προσάρτηση της Μεγάλης Αρμενίας στο Βυζάντιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Πριν το τέλος του ο Βασίλειος Β΄ εξασφάλισε ότι ο μάγιστρος Ιωβανεσίκης, ισόβιος άρχοντας του Ανίου και της Μεγάλης Αρμενίας, θα κληροδοτούσε τα εδάφη του στο Βυζάντιο. Ο γιος του Ιωβανεσίκη όμως, Κακίκιος, δεν παρέδωσε τα εδάφη στο Βυζάντιο μετά τον θάνατο του πατέρα του. Ο Μονομάχος διέταξε τότε τον στρατηγό της Ιβηρίας Μιχαήλ Ιασίτη να πολεμήσει τον Κακίκιο και να καταλάβει τα εδάφη του. Ο Μιχαήλ όμως νικήθηκε. Έτσι ο Κωνσταντίνος αναγκάστηκε να στείλει άλλο στράτευμα, υπό τον Στρατηγό Κεκαυμένο, ζητώντας ταυτόχρονα και τη βοήθεια του Μωαμεθανού ηγεμόνα της Περσαρμενίας Αβουλσεβάρ, για την από κοινού κατάκτηση της Αρμενίας, πράγμα που επιτεύχθηκε το 1044.
Ίδρυση της νομικής Σχολής στην Κωνσταντινούπολη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η σχολή, που με τα σημερινά δεδομένα θα χαρακτηρίζονταν σαν το πρώτο Πανεπιστήμιο, ιδρύθηκε το 1045 στην Κωνσταντινούπολη και είχε σαν αποστολή την εκπαίδευση ανωτάτων υπαλλήλων, που θα θέτονταν στην υπηρεσία της Αυτοκρατορίας και νομικών. Ήταν χωρισμένη σε δύο τομείς: τον φιλοσοφικό με προϊστάμενο τον ύπατο των φιλοσόφων, θέση την οποία υπηρέτησε ο λόγιος Μιχαήλ Ψελλός, και τον νομικό τομέα με προϊστάμενο τον νομοφύλακα.
Επιθέσεις των Πετσενέγων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Γύρω στα 1045 μερικές φυλές Πετσενέγων, αφού επιτέθηκαν κατά της Αυτοκρατορία, συνθηκολόγησαν, έγιναν Χριστιανοί και εγκαταστάθηκαν μόνιμα ως υπόσπονδοι (φοιδεράτοι) σε αυτοκρατορικά εδάφη.
Πρώτη επέλαση των Σελτζούκων στη Μικρά Ασία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το 1045 οι Σελτζούκοι Τούρκοι κυρίευσαν μέρος της Περσίας και ο ηγεμόνας τους Τογρουλβέγ (ή Τογρούλ Μπεγ) αναγορεύτηκε σουλτάνος με έδρα το Χαμαντάν. Το 1048 ο σουλτάνος Τογλουβέγ έστειλε τον ανιψιό του Ασλάν με 20.000 άνδρες να κυριεύσει τη Μηδία. Αντιμετωπίστηκε όμως από τους Στρατηγούς Ααρών και Κεκαυμένο και σκοτώθηκε στη μάχη. Ο σουλτάνος εξαγριώθηκε και έστειλε τον ετεροθαλή αδελφό του Ιμπραήμ Ινάλ με 100.000 στρατιώτες για την κατάκτηση της Μηδίας. Οι Βυζαντινοί, λόγω διχογνωμίας στην τακτική, καθυστέρησαν να τους αντιμετωπίσουν. Έτσι οι Τούρκοι με την άνεσή τους κυρίευσαν μία από τις πλουσιότερες πόλεις της περιοχής. Σε μάχη που έγινε στις 18 Σεπτεμβρίου 1048 κοντά στο φρούριο Καπετρού, οι Βυζαντινοί νικήθηκαν. Ήταν η πρώτη επέλαση των Τούρκων στη Μικρά Ασία.
Το Σχίσμα του 1054[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Κατά τη διάρκεια της Βασιλείας του Κωνσταντίνου Θ΄ του Μονομάχου, ο Πάπας Λέων Θ΄, αντιδρώντας στην ένταξη μητροπόλεων της νότιας Ιταλίας στη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης, ανακίνησε τις δογματικές, λειτουργικές και εθιμικές διαφορές (το filioque, το πρωτείο του Πάπα, κλπ.) μεταξύ των δύο Εκκλησιών. Οι αντιπρόσωποι της παπικής Εκκλησίας που ήλθαν στην Πόλη για να συνομιλήσουν με τον Πατριάρχη Μιχαήλ Κηρουλάριο και τους θεολόγους της Ανατολής, δεν κατέληξαν τελικά σε συνεννόηση. Η αντιπαράθεση οδήγησε σε αμοιβαίους αναθεματισμούς και στο οριστικό σχίσμα, το οποίο επηρέασε κατά τους επόμενους αιώνες τις πολιτικές εξελίξεις σε Δύση και Ανατολή.
Το τέλος του Κωνσταντίνου Θ΄[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Κωνσταντίνος Θ΄ ο Μονομάχος πέθανε στις 11 Ιανουαρίου 1055, ενώ προετοιμαζόταν για εκστρατεία κατά των Τούρκων.
Οικογένεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Είχε δύο συζύγους, που τα ονόματά τους μας είναι άγνωστα· η 2η ήταν ανιψιά του Ρωμανού Γ΄ Αργυρού (1ου συζύγου της Ζωής των Μακεδόνων). Από αυτές κόρη του ήταν η:
- Αναστασία, παντρεύτηκε τον Βσέβολοντ Α΄ μεγάλο πρίγκιπα του Κιέβου και είχαν τέκνο:
- Βλαδίμηρος Β΄ Μονομάχος μεγάλος πρίγκιπας του Κιέβου.
Έπειτα ο Κωνσταντίνος Θ΄ νυμφεύτηκε τη Ζωή των Μακεδόνων, κόρη του Κωνσταντίνου Η΄ Αυτοκράτορα των Ρωμαίων. Ήταν ο 3ος σύζυγός της· δεν απέκτησαν απογόνους.
Ο Κωνσταντίνος Θ΄ είχε δύο ερωμένες: τη Μαρία Σκλήραινα και την Ειρήνη των Βαγρατιδών, κόρη του Δημητρίου πρίγκιπα της Γεωργίας.
Σχετικά άρθρα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
- Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Αθήνα 1886
Προκάτοχος: Ζωή Μακεδόνων |
Βυζαντινός Αυτοκράτορας | Διάδοχος: Θεοδώρα Μακεδόνων |
|
|