Βάσταρνες

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η ρωμαϊκή Δακία και οι περιβάλλοντες λαοί το 125 μ.Χ.

Οι Βάσταρνες ή Βαστάρνοι (Αγγλικά: Bastarnae, Λατινικά: Bastarni ή Bastarnae, Αρχαία Ελληνικά: Βαστάρναι ή Βαστέρναι) ήταν αρχαίος λαός που ανάμεσα στο 200 π.Χ. και 300 μ.Χ. κατοικούσε την περιοχή μεταξύ των Καρπαθίων Ορέων και του ποταμού Δνείπερου, στα βόρεια και ανατολικά της αρχαίας Δακίας. Οι Πευκίνοι (λατινικά: Peucini), κλάδος των Βαστάρνων σύμφωνα με τους συγγραφείς της ελληνορωμαϊκής περιόδου, κατείχαν την περιοχή βόρεια του δέλτα του Δούναβη.

Ο εθνογλωσσικός δεσμός των Βαστάρνων ήταν πιθανώς κελτικός, όπως υποστηρίζεται από παλαιότερους ιστορικούς. Παρόλα αυτά, μεταγενέστερες ιστορικές πηγές υποδηλώνουν μια γερμανική ή σκυθο-σαρματική προέλευση. Το πιο πιθανό σενάριο είναι ότι αρχικώς αποτελούσαν μια κελτική φυλή, με αρχική έδρα της την κοιλάδα του κάτω Βιστούλα. Περίπου το 200 π.Χ, οι φυλές μετανάστευσαν, πιθανόν συνοδευόμενες από κάποια γερμανικά στοιχεία, νοτιοανατολικά στη βόρεια Ποντική. Κάποια στοιχεία Βαστάρνων εμφανίζονται, μέχρι τον 3ο αιώνα μ.Χ., να έχουν αφομοιωθεί σε κάποιο βαθμό από τους γύρω τους Σαρμάτες.

Παρότι μόνιμης εγκατάστασης λαός, κάποια στοιχεία τους ίσως υιοθέτησαν ένα ημινομαδικό τρόπο ζωής. Έως σήμερα, δεν έχει καταστεί δυνατό να αναγνωρίσουμε αρχαιολογικούς τόπους που μπορούν να αποδοθούν στους Βάσταρνες. Οι αρχαιολογικοί διάκοσμοι πιο συχνά συσχετιζόμενοι από τους επιστήμονες με τους Βάσταρνες είναι οι πολιτισμοί Ζαρουμπίντσι και Ποϊενέστι-Λουκασέφκα.

Οι Βάσταρνες ήρθαν για πρώτη φορά σε σύγκρουση με τους Ρωμαίους κατά τον 1ο αιώνα π.Χ., όταν, σε συμμαχία με τους Δάκες και Σαρμάτες, αντιστάθηκαν ανεπιτυχώς στη ρωμαϊκή επέκταση στη Μοισία και την Παννονία. Αργότερα, εμφανίζονται να διατηρούν φιλικές σχέσεις με τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία κατά τη διάρκεια των πρώτων δύο αιώνων μ.Χ. Αυτό άλλαξε από περίπου το 180 μ.Χ., όταν οι Βάσταρνες καταγράφονται ως συμμέτοχοι σε μια εισβολή στη ρωμαϊκή επικράτεια, ακόμη μια φορά σε συμμαχία με στοιχεία Σαρματών και Δακών. Στα μέσα του 3ου αιώνα μ.Χ. οι Βάσταρνες αποτελούσαν τμήμα του μεγάλου συνασπισμού των φυλών του κάτω Δούναβη, υπό την ηγεσία των Γότθων, που εισέβαλαν επανειλημμένα στις βαλκανικές ρωμαϊκές επαρχίες.

Μεγάλοι αριθμοί Βαστάρνων μετακινήθηκαν και εγκαταστάθηκαν στα εδάφη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στα τέλη του 3ου αιώνα μ.Χ., όπου αφομοιώθηκαν με τον καιρό και το έθνος τους εξαφανίστηκε από την ιστορία.

Ετυμολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η προέλευση του ονόματος Βάσταρνες είναι αμφίβολη. Δεν είναι καν σαφές εάν αποτελούσε εξώνυμο ή ενδώνυμο. Μια σχετική απορία είναι αν η φυλή που ονομαζόταν Βάσταρνες από τους Ρωμαίους θεωρούσε τον εαυτό της μια ξεχωριστή εθνότητα, ή εάν το όνομά της αποτελούσε γενικό εξώνυμο που χρησιμοποιούσαν οι Ελληνορωμαίοι για να δηλωθεί μια ξεχωριστή ομάδα φυλών της περιοχής των Καρπαθίων που δεν μπορούσε να ταξινομηθεί ως Δάκες ή Σαρμάτες.

Μια πιθανή προέλευση του ονόματος είναι από την πρωτογερμανική λέξη bastjan (από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα bʰas-), που σημαίνει "δένω", "συνδέω". Σε αυτή την περίπτωση, το όνομα Βάσταρνες ίσως είχε την αρχική σημασία ενός συνασπισμού ή μιας πολιτικής οργάνωσης φυλών.

Είναι πιθανό ότι ο ρωμαϊκός όρος basterna, που δηλώνει έναν τύπο άμαξας ή φορείου, προέρχεται από το όνομα αυτού του λαού (ή, αν η ονομασία Βάσταρνες αποτελεί εξώνυμο, το όνομα του λαού προέρχεται από αυτό), ο οποίος λαός ήταν γνωστό ότι, όπως πολλές γερμανικές φυλές, ταξίδευε οικογενειακώς με άμαξες και φορεία.

Έχει επίσης προταθεί ότι το όνομα σχετίζεται με τη γερμανικής προέλευσης λέξη bastard, που σημαίνει νόθος ή μιγάς. Αλλά ο Βρετανός καθηγητής Ρότζερ Μπάττυ (ειδικός στη ρωμαϊκή ιστορία) θεωρεί αυτή την προέλευση απίθανη. Εάν το όνομα "Βάσταρνες" είναι ενδώνυμο, τότε αυτή η προέλευση είναι απίθανη, καθώς τα περισσότερα ενδώνυμα έχουν κολακευτικές σημασίες (π.χ. "γενναίος", "δυνατός", "ευγενής").

Ο Ρώσος φιλόλογος Ολέγκ Τρουμπατσιόφ (1930-2002) πρότεινε την προέλευση της ονομασίας από την Αρχαία Περσική και Αβεστική ρίζα bast- ("δεμένος", "σκλάβος") και την ιρανική arna- ("απόγονος"), εξομοιώνοντάς τη με τον όρο δουλόσποροι (σκλάβοι Σπόροι), που αναφέρεται από τον Νόννο τον Πανοπολίτη και τον Κοσμά τον Ξένο, όπου οι Σπόροι είναι ο λαός που ο Προκόπιος αναφέρει ως προγόνους των Σλάβων.

Αρχαίες πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με τον Πολύβιο (200 – 118 π.Χ.):

"Ήλθε τώρα μια αποστολή από τους Δάρδανους, αναφέροντας για τους Βάσταρνες, τους αριθμούς τους, το τεράστιο μέγεθός τους και την ανδρεία των πολεμιστών τους, επισημαίνοντας επίσης ότι ο Περσέας και οι Γαλάτες ήταν σε συμμαχία με αυτή τη φυλή. Ανέφεραν δε ότι φοβούνταν πολύ περισσότερο αυτόν από τους Βάσταρνες και ικέτευσαν για βοήθεια."

Σύμφωνα με τον Λίβιο (64 π.Χ. – 17 μ.Χ.):

"Ο δρόμος για την Αδριατική και την Ιταλία περνά μέσα από τους Σκορδίσκους· αυτός αποτελούσε τη μόνη πρακτική διαδρομή για ένα στρατό, και οι Σκορδίσκοι αναμένονταν να χορηγήσουν άδεια διέλευσης στους Βάσταρνες χωρίς καμία δυσκολία, γιατί ούτε στο λόγο ούτε στα έθιμα ήταν ανόμοιοι, και υπήρχε η ελπίδα ότι θα ένωναν τις δυνάμεις τους με αυτούς όταν θα έβλεπαν ότι επρόκειτο να εξασφαλίσουν τη λεηλασία ενός πολύ πλούσιου έθνους."

Σύμφωνα με τον Στράβωνα: (64 π.Χ. – 24 μ.Χ.)

"Παρόλα αυτά, είναι ξεκάθαρο από τα "κλίματα" και τις παράλληλες αποστάσεις ότι εάν κάποιος ταξιδέψει κατά μήκος της ανατολής, συναντά τις περιοχές που βρίσκονται περί του Βορυσθένη και στα βόρεια του Πόντου· αλλά τί βρίσκεται πέραν της Γερμανίας και τί πέραν των χωρών που βρίσκονται μετά τη Γερμανία - είτε αν κάποιος πει οι Βάσταρνες, καθώς υποπτεύονται οι περισσότεροι συγγραφείς, ή πει ότι άλλοι βρίσκονται ενδιάμεσα, είτε οι Ιάζυγες, ή οι Ροξωλάνοι, ή συγκεκριμένοι άλλοι από τους σε άμαξα κατοικούντες - δεν είναι εύκολο κανείς να το πει· ούτε ακόμα αν εκτείνονται τόσο μακριά ώς τον ωκεανό και κατά ολόκληρο το μήκος του, ή αν κάποιο τμήμα είναι ακατοίκητο λόγω του κρύου ή άλλης αιτίας, ή εάν ακόμη μια διαφορετική φυλή ανθρώπων, διαδεχόμενη τους Γερμανούς, βρίσκεται ανάμεσα στη θάλασσα και τους ανατολικούς Γερμανούς. Η ίδια δε άγνοια επικρατεί επίσης σχετικά με τους υπόλοιπους λαούς που έπονται προς βορρά· γιατί δεν γνωρίζω ούτε τους Βάσταρνες, ούτε τους Σαυρομάτες, ούτε, με μια λέξη, κάποιους από τους λαούς που κατοικούν άνωθεν του Πόντου, ούτε πόσο μακριά απέχουν από την Ατλαντική Θάλασσα, ούτε εάν οι χώρες τους συνορεύουν με αυτή."

Σύμφωνα με τον Πλούταρχο (46 μ.Χ. – 120 μ.Χ.):

"Επίσης ξεσήκωσε μυστικά τους Γαλάτες που είναι εγκατεστημένοι κατά μήκος του Δούναβη, οι οποίοι ονομάζονται Βάσταρνες, ένα πλήθος ιππέων πολεμοχαρές· και προσκάλεσε τους Ιλλυριούς, μέσω του βασιλιά τους Γένθιου, να λάβουν μέρος μαζί του στον πόλεμο. Διαδόθηκε δε μια αναφορά ότι οι Βάρβαροι είχαν προσληφθεί από αυτόν για να περάσουν μέσω της κάτω Γαλατίας, κατά μήκος της ακτής της Αδριατικής, και να εισβάλουν στην Ιταλία."

Σύμφωνα με τον Τάκιτο (56 – 120 μ.Χ.):

"Όσον αφορά τις φυλές των Πευκίνων, Βένετων, και Φέννων, έχω αμφιβολία αν πρέπει να τους ταξινομήσω με τους Γερμανούς ή τους Σαρμάτες, παρόλο που πραγματικά οι Πευκίνοι, που καλούνται από κάποιους Βάσταρνες, είναι όπως οι Γερμανοί κατά τη γλώσσα, τρόπο ζωής, και μονιμότητα των εγκαταστάσεών τους. Ζουν όλοι μαζί στη βρωμιά και νωθρότητα, και με τις επιγαμίες των αρχηγών τους νοθεύονται σε κάποιο βαθμό ομοιότητας με τους Σαρμάτες."

Σύμφωνα με τον Κάσσιο Δίωνα (155 – 235 μ.Χ.):

"Κατά την ίδια περίοδο στην οποία συνέβησαν τα γεγονότα αυτά, ο Μάρκος Κράσσος εστάλη στη Μακεδονία και την Ελλάδα και συνέχισε τον πόλεμο με τους Δάκες και τους Βάσταρνες. Έχω ήδη δηλώσει ποιοί ήταν οι πρώτοι και γιατί είχαν γίνει εχθρικοί· οι Βάσταρνες, από την άλλη, που ορθώς ταξινομούνται ως Σκύθες, είχαν διασχίσει εκείνο τον καιρό τον Ίστρο και υποτάξει το τμήμα της Μοισίας που βρισκόταν απέναντί τους, και κατόπιν υποτάξει τους Τριβαλλούς που γειτόνευαν με την περιοχή αυτή και τους Δάρδανους που κατοικούσαν τη χώρα των Τριβαλλών."

Σύμφωνα με τον Ζώσιμο (δεκαετία 490 – 510 μ.Χ.):

"Ομοίως άφησε στη Θράκη τους Βάσταρνες, ένα σκυθικό λαό που υποτάχθηκε σε αυτόν, δίδοντάς τους γη να κατοικήσουν εκεί· τηρώντας εκ μέρους του τους ρωμαϊκούς νόμους και έθιμα."

Από τις παραπάνω αρχαίες πηγές, που καλύπτουν μια περίοδο 700 ετών, προκύπτει ότι πιθανότατα οι Βάσταρνες ήταν αρχικώς κελτική φυλή πέραν του Δούναβη, μετανάστευσαν κατόπιν νοτιοανατολικά στη Θράκη μαζί με γερμανικές φυλές, αναμείχθηκαν στη συνέχεια με αυτές και θρακικά φύλα, και κατόπιν αναμείχθηκαν και αφομοιώθηκαν από τους Σαρμάτες, ιρανογενή λαό, που κυριαρχούσε τότε στη Σκυθία (βόρεια παράλια Εύξεινου Πόντου) όπου είχαν επίσης επεκταθεί οι Βάσταρνες, ενώ φαίνεται πως κάποια στοιχεία τους συμμετείχαν και στην εθνογένεση των Σλάβων. Κατά τη διάρκεια δε της εγκατάστασής τους στη Θράκη είχαν και ελληνιστικές επιρροές από τις ελληνικές αποικίες στα δυτικά παράλια του Εύξεινου Πόντου. Από κελτική λοιπόν αρχικώς φυλή, στα ύστερα ρωμαϊκά χρόνια εμφανίζονται ως Σκύθες.