Ελληνική Επανάσταση του 1821

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ελληνική Επανάσταση
Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ευλογεί τη σημαία της επανάστασης. Θεόδωρος Βρυζάκης, 1865.[1]
Απεικόνιση του θρύλου της Αγίας Λαύρας.[2][3]
Χρονολογία21 Φεβρουαρίου 182112 Σεπτεμβρίου 1829
ΤόποςΠελοπόνησος, Στερεά Ελλάδα, Θεσσαλία, Ήπειρος, Μακεδονία, Κύπρος, Θράκη, Κρήτη, Αιγαίο Πέλαγος, Μολδοβλαχία
ΑίτιαΑνεξαρτησία των Ελλήνων από την Οθωμανική Αυτοκρατορία
Έκβαση
  • Βίαιη καταστολή της επανάστασης στις υπόλοιπες περιοχές και σημαντικά πλήγματα/αντίποινα στον Ελληνισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
Αντιμαχόμενοι

Έλληνες επαναστάτες (1821)
Πρώτη Ελληνική Δημοκρατία (1822–1830)


Υποστηριζόμενοι από: Ρωσική Αυτοκρατορία (μετά το 1827)
Βασίλειο της Γαλλίας (μετά το 1825)
Ηνωμένο Βασίλειο (μετά το 1823)
Φιλέλληνες
Ρουμάνοι επαναστάτες(στη Μολδοβλαχία)
Σέρβοι επαναστάτες


Διπλωματική υποστήριξη:

Αϊτή
Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής
Ηγετικά πρόσωπα
Απώλειες
8.000 - 11.000
70.000 - 100.000
Απολογισμός
Απώλειες αμάχων17.000 - 30.000 [ Περίπου ]
Εδαφικές απώλειεςΗ Οθωμανική Αυτοκρατορία χάνει την Στερεά Ελλάδα, την Πελοπόννησο και τις Κυκλάδες.

Η Ελληνική Επανάσταση ή Επανάσταση του 1821 ήταν η ένοπλη εξέγερση των επαναστατημένων Ελλήνων εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με σκοπό την αποτίναξη της οθωμανικής κυριαρχίας από τα ελληνικά εδάφη και τη δημιουργία ανεξάρτητου κράτους.

Η αφύπνιση της εθνικής συνείδησης των Ελλήνων εντοπίζεται κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο, περί τον 13ο έως 15ο αιώνα,[4][5] αλλά οι απαρχές του ελληνικού εθνικού κινήματος που οδήγησε στην Επανάσταση εμφανίζονται πολλούς αιώνες αργότερα, στην ώριμη φάση του νεοελληνικού Διαφωτισμού το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα.[6] Την περίοδο αυτή η διάδοση της παιδείας συνοδεύτηκε με τη διάδοση -αρχικά μεταξύ των Ελλήνων που ζούσαν στις παροικίες της Δυτικής Ευρώπης και είχαν φιλοδυτικό προσανατολισμό[7] - της ιδέας της ύπαρξης ενός ελληνικού έθνους, που συνδεόταν με την αρχαία Ελλάδα και δικαιούταν χωριστή πολιτική ύπαρξη. Μία από τις οργανώσεις που δημιουργήθηκαν μέσα σε αυτό το ιδεολογικό και πολιτικό κλίμα ήταν η Φιλική Εταιρεία, μια μυστική οργάνωση που ιδρύθηκε το 1814 στην Οδησσό από τρεις Έλληνες εμπόρους, με σκοπό την προετοιμασία μιας ελληνικής επανάστασης. Οι Φιλικοί είχαν αρχικά περιορισμένη επιτυχία, οικειοποιούμενοι, όμως μια παράδοση ορθόδοξων προφητειών για την ανασύσταση της ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και αφήνοντας να εννοηθεί ότι είχαν τη στήριξη της τσαρικής Ρωσίας, κατάφεραν εν μέσω μιας κρίσης της εμπορικής ναυτιλίας από το 1815 και εξής, να προσεταιρισθούν τα παραδοσιακά ελληνορθόδοξα στρώματα.[8]

Τον Φεβρουάριο του 1821 ο αρχηγός της Εταιρείας, Αλέξανδρος Υψηλάντης, εισέβαλε στη Μολδοβλαχία ενώ τον επόμενο μήνα οι Φιλικοί δημιούργησαν επαναστατικές εστίες από τη Μακεδονία ως την Κρήτη. Οι επαναστάτες αφορίστηκαν από τη σύνοδο του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως αλλά οι οθωμανικές αρχές προχώρησαν σε σφαγές αμάχων και εκτελέσεις προυχόντων συμπεριλαμβανομένου του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε'. Ο επαναστατικός αναβρασμός εκείνων των ημερών ήταν τόσο μεγάλος που καθιστούσε πια επικίνδυνη την αναβολή της εξέγερσης ενώ από τις 14 έως τις 20 Μαρτίου έλαβαν χώρα σε διάφορες περιοχές της Πελοποννήσου επιθέσεις εναντίον Μουσουλμάνων,[9] στις 23 καταλήφθηκε από Μανιάτες και άλλους οπλαρχηγούς η Καλαμάτα, όπου συγκροτήθηκε η «Μεσσηνιακή Γερουσία ή Σύγκλητος » με επικεφαλής τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Αργότερα, οι πελοποννησιακές δυνάμεις με επικεφαλής τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη πολιόρκησαν την Τριπολιτσάς, την οποία και κατέλαβαν. Η εκστρατεία του Υψηλάντη απέτυχε και σε σύντομο χρονικό διάστημα τα οθωμανικά στρατεύματα έσβησαν τις περισσότερες από τις επαναστατικές εστίες της ηπειρωτικής Ελλάδας όμως οι επαναστάτες κατάφεραν να υπερισχύσουν στην Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα και σε πολλά νησιά του Αιγαίου.

Τα επόμενα δύο χρόνια οι Έλληνες εκμεταλλευόμενοι την αδυναμία των Οθωμανών να επικεντρωθούν στην επανάσταση λόγω των πολλαπλών ανοιχτών μετώπων που είχαν (με το κυριότερο μέρος του στρατού να πολεμάει τους Πέρσες στα βάθη της Μικράς Ασίας) νίκησαν τις στρατιές που έστειλε εναντίον τους ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β΄, οργανώθηκαν πολιτικά και συνέστησαν προσωρινή κεντρική διοίκηση, η οποία επέβαλε την εξουσία της στους επαναστατημένους μετά από δύο εμφυλίους πολέμους. Οι οθωμανικές δυνάμεις με τη συνδρομή του Ιμπραήμ πασά της Αιγύπτου κατάφεραν να περιορίσουν σημαντικά την επανάσταση αλλά η πτώση του Μεσολογγίου, το 1826, σε συνδυασμό με το κίνημα του Φιλελληνισμού, συνέβαλαν στη μεταβολή της διπλωματικής στάσης των ευρωπαϊκών Μεγάλων Δυνάμεων, που είχαν αντιμετωπίσει με δυσαρέσκεια το ξέσπασμα της επανάστασης. Η διπλωματική ανάμιξη της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας και η ένοπλη παρέμβασή τους με τη ναυμαχία του Ναυαρίνου, τη γαλλική εκστρατεία του Μοριά και το ρωσοτουρκικό πόλεμο συνέβαλαν στην επιτυχή έκβαση του αγώνα των Ελλήνων, αναγκάζοντας την Πύλη να αποσύρει τις δυνάμεις της αρχικά από την Πελοπόννησο και έπειτα από τη Στερεά Ελλάδα και τις Κυκλάδες.

Το 1827 επιλέχτηκε ως πρώτος Κυβερνήτης της Ελληνικής Πολιτείας ο Ιωάννης Καποδίστριας, που ως τη δολοφονία του το 1831 ασχολήθηκε με την αναδιοργάνωση στο εσωτερικό και την προώθηση των ελληνικών θέσεων στο εξωτερικό. Από το 1827 και εξής συνομολογήθηκε μια σειρά συνθηκών και τελικά η ελληνική ανεξαρτησία αναγνωρίστηκε το 1830 με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου. Τα σύνορα του νέου κράτους οριστικοποιήθηκαν το 1832 στη γραμμή Αμβρακικού-Παγασητικού και αναγνωρίστηκαν τον ίδιο χρόνο με τη συνθήκη της Κωνσταντινούπολης. Μετά από πολλές μάχες και μεγάλες ανθρώπινες απώλειες, το κράτος που προέκυψε ήταν περιορισμένο εδαφικά δίχως να περιλαμβάνει όλα τα εδάφη που κατοικούνταν από ελληνικούς πληθυσμούς. Ως πολίτευμα καθορίστηκε η μοναρχία και βασιλιάς εκλέχθηκε ο Βαυαρός πρίγκηπας Όθωνας. Το σύνθημα της επανάστασης, «Ελευθερία ή θάνατος» έγινε το εθνικό σύνθημα της Ελλάδας και από το 1838 η 25η Μαρτίου, επέτειος εορτασμού της έναρξής της επανάστασης, καθιερώθηκε ως ημέρα εθνικής εορτής και αργίας.

Απαρχές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η οθωμανική πραγματικότητα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Τουρκοκρατία
Γεύμα στο Χρυσό (Έντουαρντ Ντόντουελ).

Μετά την υποδούλωση του Ελληνισμού στην Οθωμανική αυτοκρατορία, η οποία συμβολικά αναφέρεται το 1453 με την πτώση της Πόλης αν και διαφορετικές περιοχές κατακτήθηκαν από τους Τούρκους σε διαφορετικούς αιώνες, ξεκίνησαν βάσανα για τη μεγαλύτερη μάζα των Ρωμιών.[10] Οι περισσότεροι Έλληνες ακολουθούσαν μια φτωχική αγροτική ζωή, ωστόσο ένα μικρό κομμάτι των Ελλήνων είχαν υψηλές θέσεις στη διοίκηση της αυτοκρατορίας και έλεγχαν μεγάλο μέρος του εμπορίου. Ως εκ τούτου, η ελληνική γλώσσα και ο πολιτισμός είχαν ξεχωριστή αίγλη, το οποίο οδήγησε στον εξελληνισμό σημαντικού μέρους των μορφωμένων και εμπορικών τάξεων των Βαλκανίων, ιδίως κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα.[11]

Οι Έλληνες, λίγο πριν την επανάσταση, ζούσαν σε μικρές κοινότητες, οι οποίες απολάμβαναν μια μικρή ή μεγάλη αυτονομία, αναλόγως της περιοχής, από τις Οθωμανικές αρχές, και στις οποίες οι άντρες κάτοικοι εξέλεγαν τον επικεφαλής τους. Υπήρχαν αρκετές διαφοροποιήσεις ανά περιοχή. Τα νησιά του Αιγαίου, και περισσότερο τα νησιά των Κυκλάδων και του Αργοσαρωνικού, απολάμβαναν διοικητικής αυτονομίας, κάτι που βοήθησε στην οικονομική τους ανάπτυξη.[12] Στην Πελοπόννησο πάλι υπήρχε μια μικρή διοικητική και δικαστική αυτονομία, το κυριότερo χαρακτηριστικό της οποίας ήταν η ύπαρξη μιας χριστιανικής ελίτ - των κοτζαμπάσηδων - που έλεγχαν την οικονομική και πολιτική ζωή της περιοχής.[13] Στη Ρούμελη, ιδιαίτερη δύναμη είχαν οι αρματολοί· συνήθως πρώην κλέφτες, συμφωνούσαν με τον τοπικό Πασά να αναλάβουν την επιτήρηση μιας περιοχής, με τη συμφωνία να περιλαμβάνει και τον έλεγχο μέρους της οικονομικής ζωής (για παράδειγμα την συλλογή φόρων).[14]

Οι περισσότεροι Έλληνες βρίσκονταν στα όρια της απόλυτης φτώχιας.[15] Στον αγροτικό τομέα καλλιεργούσαν βαμβάκι, καλαμπόκι, πατάτες και καπνό. Εμφανιστήκαν τσιφλίκια, δηλαδή μεγάλες αγροτικές περιοχές οι οποίες ανήκαν σε ένα γαιοκτήμονα. Ολόκληρα χωριά εργάζονταν στη γη μέσω μακροχρόνιων συμβάσεων, και συνήθως ο γαιοκτήμονας συγκέντρωνε σημαντικό πλούτο.[16] Οι Έλληνες στα χρόνια της Τουρκοκρατίας ζούσαν με μια αμυδρή γνώση του ένδοξου παρελθόντος. Τη θέληση για λύτρωση εκμεταλλεύονταν συχνά οι ξένες δυνάμεις όταν ήθελαν να αξιοποιήσουν μια εξέγερση κατά τη διάρκεια της αντιπαλότητας τους με την Οθωμανική αυτοκρατορία. Ο πόθος της λύτρωσης εξαπλωνόταν με διάφορους χρησμούς και προφητείες, ή από άλλα θρησκευτικά ιερά κείμενα, τα οποία υπόσχονταν απελευθέρωση με τον ένα ή άλλο τρόπο.[17]

Πέρα από τον παραδοσιακό Ελληνικό χώρο, Έλληνες ζούσαν στις παραδουνάβιες περιοχές και τις μητροπόλεις της Βλαχίας και Μολδαβίας, το Βουκουρέστι, το Ιάσιο καθώς και στη Βιέννη και Βουδαπέστη. Είχαν επίσης σχηματίσει κέντρα στη Βενετία και την τσαρική Ρωσία.[18] Οι Έλληνες το 1821 αριθμούσαν περίπου 3 εκατομμύρια κατοίκους εντός μιας αχανούς αυτοκρατορίας περίπου 24 εκατομμυρίων ανθρώπων.[19] Έξω από την Οθωμανική αυτοκρατορία, υπήρχαν οι παροικίες, κοινότητες Ελλήνων που ζούσαν σε πόλεις της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης.[20]

Ο Διαφωτισμός και το ελληνικό εθνικό κίνημα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Προσωποποίηση της Ελλάδας στο Σάλπισμα Πολεμιστήριον του Κοραή (1801).

Ο Διαφωτισμός και οι επαναστάσεις που προηγήθηκαν σε Ευρώπη και Αμερική προετοίμασαν το έδαφος για την Ελληνική επανάσταση, καθώς ενέπνευσαν το αίτημα για εθνική αυτοδιάθεση με την ίδρυση ανεξάρτητου αλλά και ευνομούμενου, κατά τα σύγχρονα πρότυπα, ελληνικού εθνικού κράτους.[21] Η επίδραση των ριζοσπαστικών ιδεών που ξεπήδησαν από τη γαλλική επανάσταση ήταν τόσο έντονη που αρκετοί ερευνητές χαρακτήρισαν την ελληνική επανάσταση περισσότερο ως έκφραση ενός γενικότερου φιλελεύθερου αναβρασμού, παρά ως μια πατριωτική εξέγερση.[22]

Οι ιδεολογικές ανακατατάξεις στην Ευρώπη που γεννήθηκαν λόγω του Διαφωτισμού, πέρασαν και επηρέασαν την Οθωμανική αυτοκρατορία. Οι Σουλτάνοι υιοθετήσαν μερικές μεταρρυθμίσεις επηρεασμένες από τον διαφωτισμό. Παρότι αναιμικές, βοήθησαν τις ελληνικές ελίτ να αναπτυχθούν εμπορικά, οικονομικά και πολιτικά.[23] Αυτή η πολύπλευρη ανάπτυξη σε αρκετά κέντρα μαζί με την ανάπτυξη ενός διεθνούς δικτύου επικοινωνίας των Ελλήνων, έκανε δυνατή την πολυκεντρική, πολύμορφη, πολυεθνική επανάσταση του 1821.

Στην ανάπτυξη του επαναστατικού ρεύματος, ο Ρήγας Βελεστινλής και Αδαμάντιος Κοραής, συνέβαλαν σημαντικά.[24] Ο πρώτος, κυρίως από τη Βιέννη, εξέδωσε αρκετά συγγράμματα, όπως ο Θούριος, όπου εξέφραζε τους πόθους για την Ελευθερία, όλων των λαών της Βαλκανικής, μετασχηματίζοντας τις αξίες του Διαφωτισμού που αναπτύχθηκαν στη Γαλλία, σε πολιτικό πρόγραμμα στην Οθωμανική αυτοκρατορία.[25][Χρειάζεται σελίδα] Στη Βιέννη ίδρυσε μια μυστική εταιρεία στις αρχές της δεκαετίες του 1790.[26] Είχε ετοιμάσει ένα επαναστατικό σχέδιο για να ανατραπεί ο Σουλτάνος, και υπερασπιζόταν την ιδέα ενός κράτους που θα αντηχούσε τα ιδεώδη της Γαλλικής Επανάστασης «Ελευθερία-Ισότητα-Αδελφότητα»· ωστόσο, γρήγορα συνελήφθη από τις Οθωμανικές αρχές και εκτελέστηκε. Ο Κοραής, αυτόπτης μάρτυρας των επαναστατικών διαδικασιών στη Γαλλία, καλούσε με το συγγραφικό του έργο (Αδελφική Διδασκαλία, Άσμα Πολεμιστήριον, Σάλπισμα Πολεμιστήριον κ.α.) σε επανάσταση καθώς επίσης αντιτασσόταν στις νουθεσίες που εξέδιδε μαζικά το Πατριαρχείο ενάντια στις αξίες του Διαφωτισμού και την επαναστατική προοπτική. Πιθανόν να συνέγραψε και το Ελληνική Νομαρχία, ένα έργο που συνδύαζε τον αντικληρικισμό με τον πόθο της απελευθέρωσης και είχε σημαντική επίδραση ανάμεσα στους Έλληνες.[27]

Οι σύγχρονοι Έλληνες προβλήθηκαν, αρχικά από έναν περιορισμένο κύκλο διανοουμένων του Διαφωτισμού, ως απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων.[28] Σε αυτό συνέτεινε ο θαυμασμός των Δυτικών για την Αρχαία Ελλάδα και η εμφάνιση τον καιρό εκείνο ανάμεσα σε λόγιους και περιηγητές της Δύσης του πολιτισμικού και λογοτεχνικού κινήματος του Φιλελληνισμού, οι κλασικιστές και ρομαντικοί εκπρόσωποι του οποίου προσδοκούσαν την αναγέννηση του αρχαιοελληνικού πολιτισμού με την απελευθέρωση των σύγχρονων Ελλήνων.[29] Οι εκπρόσωποι του ελληνικού εθνικού κινήματος – το κίνημα δηλαδή που αναπτύχθηκε από τον Διαφωτισμό και καλούσε για απελευθέρωση – διαχώριζαν τους σύγχρονους Έλληνες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας από τους αλλόθρησκους και αλλόγλωσσους κυριάρχους τους, την εξουσία των οποίων κατήγγειλαν ως αυθαίρετη και παράνομη, και ταυτίζονταν με τους ετερόδοξους Χριστιανούς της Ευρώπης.[30] Αυτή η ταύτιση συνάντησε τη σφοδρή αντίθεση της Εκκλησίας.[31] Η Εκκλησία μεριμνούσε για την προστασία της Ορθόδοξης κοινότητας από τις πολιτισμικές και ιδεολογικές αλλαγές που επέφερε ο Διαφωτισμός και την ενότητά της, που έθεταν σε κίνδυνο οι ριζοσπαστικές ιδέες περί αυτοδιάθεσης των λαών. Υπερασπιζόμενη οικουμενικά και θεοκρατικά ιδεώδη, είχε αντιταχθεί στην κοσμική και τοπικά περιορισμένη εθνική ιδεολογία και ακολουθούσε πολιτική νομιμοφροσύνης στην κοσμική εξουσία του Σουλτάνου, την οποία θεωρούσε μέρος του σχεδίου της θείας πρόνοιας για την προστασία των Ορθόδοξων από την αιρετική Δύση.[32] Πάντως το ελληνικό εθνικό κίνημα ήταν το πρώτο εθνικό κίνημα που εμφανίστηκε στην ανατολική Ευρώπη και σε μη χριστιανικό περιβάλλον, εκείνο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, η ισχύς της οποίας την περίοδο αυτή μειωνόταν, καθώς δεν κατάφερνε να συμβαδίσει με τον εκσυγχρονισμό άλλων κρατών.[33]

Η Φιλική Εταιρεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Φιλική Εταιρεία
Ο όρκος, ελαιογραφία του Δ. Τσόκου (1849).

Ακολουθώντας την τακτική των εθνικών κινημάτων της εποχής, αρχικά ιδρύθηκαν ανάμεσα στους Έλληνες της διασποράς, εταιρείες, συνωμοτικές οργανώσεις, με σκοπούς εθνικούς, κυρίως πολιτιστικούς και εκπαιδευτικούς, δηλαδή τη διάδοση της παιδείας στους υπόδουλους Έλληνες. Οι οργανώσεις αυτές αποτέλεσαν τον προθάλαμο για τη δημιουργία φιλελεύθερης πολιτικής οργάνωσης.[34] Άλλες εταιρείες ήταν το Αδελφάτο που ιδρύθηκε στη Μολδαβία το 1805, η Γραικοδακική Φιλολογική Εταιρεία στο Βουκουρέστι το 1810, το Ελληνόγλωσσο Ξενοδοχείο το 1809 στο Παρίσι, και η Φιλόμουσος Εταιρεία των Αθηνών το 1813 και της Βιέννης το 1814.[35]

Η σημαντικότερη μυστική οργάνωση ήταν η Φιλική Εταιρεία. Υπολογίζεται ότι ιδρύθηκε το 1814 από τρεις ριζοσπάστες έμπορους μεσαίας οικονομικής εμβέλειας, τους Νικόλαο Σκουφά, Αθανάσιο Τσακάλωφ και Εμμανουήλ Ξάνθο, στην Οδησσό της Ρωσίας. H οργάνωσή της είχε ομοιότητες με τις μασονικές στοές.[36] Υπήρχε ιεραρχία ανάμεσα στα μέλη. Στην πρώτη περίοδο της Εταιρείας (1814-17) τα μέλη χωρίζονταν σε βαθμούς.[37] Επικεφαλής ήταν η Αόρατος Αρχή με ένα πέπλο μυστικότητας να σκεπάζει τα μέλη της.[38] Η Φιλική Εταιρεία είχε ως στόχο τη συγκέντρωση πόρων και τη δημιουργία δομών για την κήρυξη επανάστασης και την ίδρυση ανεξάρτητου εθνικού κράτους. Σε αντίθεση με τις πολλές εξεγέρσεις που είχαν λάβει χώρα κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας στον κατακτημένο ελληνικό χώρο, οι οποίες συνδέονταν με πολιτικά σχέδια μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων, η επανάσταση που σχεδίαζαν οι Φιλικοί επρόκειτο να είναι αυτοδύναμη επανάσταση των Ελλήνων.[39] Ένα από τα κυριότερα προβλήματα για το εθνικοαπελευθερωτικό εγχείρημα ήταν το ότι η Εκκλησία και οι τοπικές ηγετικές ομάδες του ελληνικού κόσμου, οι Φαναριώτες, οι αρματολοί και οι προεστοί, ήταν ενταγμένες στο οθωμανικό σύστημα εξουσίας, ενώ οι μη εγγράμματες μάζες δε συμμερίζονταν τις εθνικές ιδέες των διανοούμενων της διασποράς.[40] Στην πρώτη περίοδο τα μέλη της Εταιρείας ήταν μερικές δεκάδες.[38]

Μετά τη λήξη των Ναπολεόντειων πολέμων, ωστόσο, και την ειρήνευση της Μεσογείου, οι ευρωπαϊκοί στόλοι ανέκτησαν τη θέση τους στο εμπόριο και η κρίση της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας, που είχε ξεκινήσει το 1812, προσέλαβε μεγάλες διαστάσεις.[41] Η διακοπή των εμπορικών και ναυτιλιακών δραστηριοτήτων που είχαν ανθίσει το προηγούμενο διάστημα επηρέασε τόσο τους Έλληνες των παροικιών όσο και της αυτοκρατορίας, καθώς η κρίση επεκτάθηκε στις οικονομικές δραστηριότητες που ήταν συνδεδεμένες με την εμπορική ναυτιλία, οδηγώντας ολόκληρες κοινωνικές ομάδες σε αδιέξοδο: συσσωρευμένα εφοπλιστικά κεφάλαια παρέμειναν ανενεργά, ενώ ναυτικοί, τεχνίτες και βιοτέχνες έμειναν άνεργοι ή αναγκάστηκαν να αναζητήσουν εργασία στην αγροτική παραγωγή ως κολίγοι.[42]

Σημαντικό ρόλο στην Εταιρεία είχαν οι Απόστολοι, υψηλόβαθμα στελέχη που αναλάμβαναν περιοδείες με σκοπό τη μύηση νέων μελών και τη συλλογή χρημάτων και πληροφοριών. Οι Απόστολοι λειτούργησαν από το 1818, πρώτη χρονιά της μεγάλης κρίσης στην εμπορική ναυτιλία, οπότε τα μέλη της Αρχής συγκεντρώθηκαν στην Κωνσταντινούπολη και τα μέλη της Εταιρείας ξεκίνησαν να αυξάνονται αλματωδώς και δημιουργήθηκαν οι εφορίες που ήταν ο συνδετικός κρίκος μεταξύ της Αρχής και της βάσης της οργάνωσης.[43] Εκμεταλλευόμενοι μια μακραίωνη παράδοση χρησμολογιών και τη διάδοση των μεσσιανικών αντιλήψεων στις παραδοσιακές ορθόδοξες κοινότητες των ελληνικών χωρών, οι Φιλικοί άφηναν να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι διέθεταν τη στήριξη της Ρωσίας. Έτσι, διευκολύνθηκε η ανάπτυξη ενός απελευθερωτικού ήθους ανάμεσα στα παραδοσιακά ορθόδοξα στρώματα, όπως οι προεστοί, οι κλέφτες και οι αρματολοί, οι κληρικοί και οι χωρικοί, και η υιοθέτηση από μέρους τους του κλασικιστικού μύθου περί καταγωγής από τους αρχαίους Έλληνες[44]

Προσβλέποντας στη ρωσική βοήθεια, ανταποκρίθηκαν θετικά οι προεστοί της Πελοποννήσου και ο μπέης της Μάνης, Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης.[45] Η Φιλική Εταιρεία γνώρισε ιδιαίτερη επιτυχία στους κλέφτες και στους αμαρτωλούς που βρίσκονταν στα Επτάνησα και τη Ρωσία. Εκεί είχαν βρει καταφύγιο την πρώτη δεκαετία του 19ου αιώνα κλέφτες κυνηγημένοι από την Πελοπόννησο, όπως ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, και αρματολοί εκδιωγμένοι από τον Αλή Πασά.[46] Μη γνωρίζοντας άλλα επαγγέλματα από αυτά του πολεμιστή και του ποιμένα, είχαν στρατολογηθεί σε ευρωπαϊκούς στρατούς, απασχόληση που, ωστόσο, εξέλιπε με το τέλος των Ναπολεόντειων πολέμων.[47] Την περίοδο αυτή ήλθαν σε επαφή με τους Φιλικούς, που προωθούσαν επαναστατικές ιδέες, οργανώθηκαν στην Εταιρεία και συνεισέφεραν σημαντικά στην παρασκευή της Επανάστασης, κάποιοι από αυτούς και ως «Απόστολοι».[48]

Τον Σεπτέμβριο του 1818, η ηγεσία της Εταιρείας αποφάσισε να προτείνει στον Ιωάννη Καποδίστρια, υπουργό εξωτερικών του τσάρου της Ρωσίας Αλέξανδρου, να αναλάβει την αρχηγία της οργάνωσης και στάλθηκε γι' αυτό το λόγο στην Πετρούπολη ο Ξάνθος. Μετά την άρνηση του Καποδίστρια τον Ιανουάριο του 1820, ο Ξάνθος στράφηκε στο Φαναριώτη πρίγκιπα Αλέξανδρο Υψηλάντη, ανώτατο αξιωματικό του Ρωσικού στρατού, που τον Απρίλιο του 1820 δέχτηκε την πρόταση των Φιλικών και με τη συνθηματική ονομασία «Καλός» ανέλαβε «Γενικός Έφορος» (ή «Επίτροπος») της Αρχής.[49][50]

Η προετοιμασία της επανάστασης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Αλή πασάς. Λεπτομέρεια πίνακα του Λουί Ντυπρέ (1825).

Μετά την ανάληψη της αρχηγίας της Εταιρείας, ο Υψηλάντης βρέθηκε αντιμέτωπος με σημαντικά προβλήματα: το οικονομικό και το οργανωτικό.[51] Σχετικά με το οικονομικό, παρόλες τις δωρεές, τα διαθέσιμα χρήματα δεν επαρκούσαν για μια μεγάλη επανάσταση.[52] Όσο για το οργανωτικό, μετά από αρκετές προτάσεις, κατέληξαν σε δυο σχέδια: το «Γενικό Σχέδιο» και το «Μέγα Σχέδιο». Το πρώτο, προέβλεπε στρατηγικούς στόχους (συμμαχίες με ξένους ηγέτες, βύθιση του οθωμανικού στόλου) χωρίς να απασχολείται με τον τρόπο που θα επιτευχθούν. Το δεύτερο προέβλεπε αιφνίδια επίθεση στην Κωνσταντινούπολη και εξουδετέρωση των Οθωμανών στην πρωτεύουσα τους, κάτι εξαιρετικά δύσκολο να επιτευχθεί.[53] Η απόφαση αναβαλλόταν συνεχώς εξαιτίας της ρευστής κατάστασης στην Οθωμανική αυτοκρατορία, η οποία βρισκόταν σε εσωτερικό πόλεμο με τον Αλή Πασά. Τον Οκτώβριο του 1820 στο Ισμαήλιο της Βεσσαραβίας συγκεντρώθηκαν υψηλόβαθμα στελέχη της Αόρατης Αρχής και αποφασίστηκε η επίσπευση της εξέγερσης, την ακριβή ημερομηνία της οποίας θα επέλεγε ο Υψηλάντης.[54]

Την εποχή που ξέσπασε η ελληνική επανάσταση, το Οθωμανικό κράτος είχε εμπλακεί ήδη σε δύο συγκρούσεις. Η πρώτη αφορούσε στην εκστρατεία εναντίον του Αλή Πασά της Ηπείρου, ο οποίος απειλούσε με απόσχιση ενός εκτεταμένου τμήματος της αυτοκρατορίας. Η δεύτερη περιπλοκή είχε σχέση με τον οθωμανο-περσικό πόλεμο στα ανατολικά σύνορα, και επομένως οι Οθωμανοί δεν ήταν σε θέση να κινητοποιήσουν το σύνολο των στρατιωτικών τους δυνάμεων για να συγκρουστούν με τους Έλληνες επαναστάτες.[55] Ενάντια στον Αλή Πασά εκστράτευσε ο εμπειροπόλεμος Χουρσίτ Μεχμέτ Πασάς, αποσπώντας από τον οθωμανικό στρατό που έλεγχε την Πελοπόννησο σημαντικές δυνάμεις, αφήνοντας τον άπειρο αγά Μεχμέτ Σαλήχ στην Τριπολιτσά, υπεύθυνο για διατήρηση της τάξης.[56] Το κενό επαρκούς ελέγχου εκμεταλλεύτηκαν στελέχη της Φιλικής για να προωθήσουν την επανάσταση, όπως για παράδειγμα ο δραστήριος Παπαφλέσσας ο οποίος μετέφερε τις εντολές του Υψηλάντη στον Μοριά.[57] Ανήσυχοι επιφανείς Έλληνες για την πορεία προς την επανάσταση, τον Ιανουάριο του 1821 πραγματοποιήθηκε στη Βοστίτσα του Αιγίου συνέλευση, στην οποία συμμετείχαν επίσημοι αντιπρόσωποι των προεστών της Πάτρας και των Καλαβρύτων, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, διάφοροι προεστοί, αρχιερείς και καπεταναίοι από όλη την Πελοπόννησο, και ο Παπαφλέσσας. Τα θέματα που τους απασχόλησαν ήταν οργανωτικά καθώς και η στάση της Ρωσίας.[58]

Έναρξη (1821)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης έλαβε την απόφαση να ξεκινήσει την επανάσταση από τις παραδουνάβιες ηγεμονίες της Μολδαβίας και της Βλαχίας, οι οποίες αποτελούσαν μεν επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας πλην όμως διέπονταν από ένα ιδιότυπο καθεστώς που μεταξύ άλλων απαγόρευε την παραμονή του οθωμανικού στρατού σε αυτές. Ένα βασικό πλεονέκτημα που παρουσίαζαν οι ηγεμονίες αυτές είναι ότι διοικούνταν από μέλη της φαναριώτικης αριστοκρατίας, και ότι στην περιοχή κατοικούσε μεγάλος πληθυσμός Ελλήνων, αν και αποτελούσε μειοψηφία.[59] Ήδη από τα τέλη του 1820, ο Υψηλάντης είχε έρθει σε επαφή με τον ηγεμόνα της Μολδαβίας, Μιχαήλ Σούτσο.[60] Εξαιτίας απρόσμενων εξελίξεων στη διεθνή σκηνή, τα σχέδια για την έναρξη της επανάστασης αναβλήθηκαν αρκετές φορές μέχρι τον Φεβρουάριο του 1821.[61]

Η επανάσταση στη Μολδοβλαχία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Προκήρυξη του Αλέξανδρου Υψηλάντη από το Ιάσιο με τίτλο "Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος" δημοσιεύεται στην εφημερίδα Σάλπιγξ Ελληνική.
Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης διέρχεται τον Προύθο. Έργο του Πέτερ φον Ες.

Η επανάσταση ξεκίνησε την 21η Φεβρουαρίου του 1821. Εκείνη τη μέρα μια μικρή ομάδα με επικεφαλής τον Βασίλειο Καραβία, έχοντας έμμισθους Αλβανούς και Επτανήσιους ναύτες, επιτέθηκαν στην Οθωμανική φρουρά στο Γαλάτσι και τους λίγους μουσουλμάνους του χωριού.[62] Την επόμενη μέρα, ο Υψηλάντης με μια μικρή δύναμη αντρών, πέρασαν τον διαβατηριακό έλεγχο στον Προύθο ποταμό, δηλαδή τα σύνορα δηλαδή Ρωσικής και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και κατέφθασε στο κοντινό Ιάσιο, όπου τον περίμενε ο ηγεμόνας Σούτσος.[63] Δυο ημέρες αργότερα, ο Υψηλάντης εξέδωσε την προκήρυξη Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος στην οποία καλούσε για επανάσταση τους Έλληνες της Μολδοβλαχίας αφήνοντας να νοηθεί ότι θα είχαν τη στήριξη της Ρωσίας.[64] O ιστορικός Γιώργος Μαργαρίτης σημειώνει κριτικά ότι το κάλεσμα για επανάσταση δεν αφορούσε όλο τον λαό της περιοχής, αλλά μόνο τους λίγους Έλληνες, γεγονός που αποδυνάμωνε τη λαϊκή αποδοχή του. Επιπλέον, θεωρεί πως ο Υψηλάντης εκτέθηκε με το να εννοήσει ότι η επανάσταση υποστηριζόταν από τη Ρωσία χωρίς να έχει εξασφαλίσει την έγκριση του Τσάρου.[65]

Ο Υψηλάντης μαζί με τον Σούτσο, ζήτησαν από τα μέλη της Οθωμανικής φρουράς να καταθέσουν τα όπλα, όπως και έπραξαν, και ακολούθως θανατώθηκαν μαζί με τους λιγοστούς Οθωμανούς στο Ιάσιο – όπως είχε γίνει στο Γαλάτσι.[66] O Υψηλάντης, εξαιτίας της έλλειψης πόρων, κατέφυγε στις ληστρικές επιδρομές και εκβιασμούς μεγαλοπαραγόντων της Μολδαβίας, χάνοντας πολύ γρήγορα την υποστήριξη της τοπικής κοινωνίας.[67] Μέσα σε μια εβδομάδα κατάφερε να συγκεντρώσει ένα σώμα 7 χιλιάδων στρατιωτών, κυρίως μισθοφόρων από διάφορους λαούς της Βαλκανικής, εκ των οποίων οι 2,5 χιλιάδες ήταν Έλληνες.[68] 800 ήταν ιππείς, ενώ αξιοσημείωτη ήταν μια ομάδα νεαρών Ελλήνων της διασποράς, οι οποίοι ονομάστηκαν Ιερός Λόχος.[69] Έξι μέρες μετά την παραμονή του στο Ιάσιο, ο Υψηλάντης ξεκίνησε με τη στρατιά του προς το Βουκουρέστι, όπου κατεύθασε στις 28 Μαρτίου στα περίχωρα του. Κατά την πορεία, ενώθηκε με τα τμήματα του Γεωργάκη Ολύμπιου.[69] Εν τω μεταξύ, ο ρουμάνος επαναστάτης Τούντορ Βλαντιμιρέσκου, βλέποντας το κενό εξουσίας στην περιοχή, κήρυξε επανάσταση, καλώντας όλους τους λαούς της περιοχής εναντίον των Οθωμανών και των Φαναριωτών μαζί, με τον οποίο ο Υψηλάντης συμμάχησε μετά από αρκετές διαβουλεύσεις.[70]

Διαδοχικά όμως πλήγματα ήρθαν να ανατρέψουν το κλίμα ενθουσιασμού: ο αφορισμός του Υψηλάντη και της επανάστασης από τον Οικουμενικό Πατριάρχη, και η εχθρική στάση που αποφάσισε να πάρει ο Τσάρος, αποφασίζοντας να βοηθήσει τους Οθωμανούς να καταστείλουν την εξέγερση.[71] Αυτό οδήγησε στον στρατό του Υψηλάντη να φυλλοροεί, ενώ οι Οθωμανοί ετοιμάζονταν για εκστρατεία για να επιβάλουν ξανά την κυριαρχία τους.[71] Επίσης, στον ευρωπαϊκό χώρο, το κλίμα ήταν αρνητικό καθώς οι μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένης και της Ρωσίας, είχαν συμφωνήσει να καταστείλουν τα διάφορα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα στο όνομα της ειρήνης.[72] Στη Μολδαβία, με την αλλαγή στάσης του τοπικού πληθυσμού εναντίον της επανάστασης, οι Οθωμανοί ανακατάλαβαν σταδιακά την επαρχία. Αξιοσημείωτη και ηρωική μάχη έδωσαν οι Φιλικοί στο Σκουλένι, στις 17 Ιουνίου, υπό της Αθανάσιο Καρπενησιώτη, στις όχθες του Προύθου – όσοι Έλληνες διασώθηκαν διάβηκαν τον ποταμό και πέρασαν στη Ρωσία.[73] Ομοίως και στη Βλαχία καταστάλθηκε η επανάσταση. Ο Βλαδημιρέσκου εκτελέστηκε από τους Φιλικούς, λόγω υποψιών προδοσίας του Υψηλάντη στον Σουλτάνο.[74] Η τελική, ηρωική μάχη δόθηκε στο Δραγατσάνι, κυρίως από τους άντρες του Ιερού Λόχου στις 7 Ιουνίου.[75]

Ο Υψηλάντης τελικά εγκατέλειψε τον στρατό του και διέφυγε στην Αυστροουγγαρία, όπου και συνελήφθη. O Σουλτάνος ως αντίποινα της θανάτωσης των μουσουλμάνων στο Γαλάτσι σκεφτόταν να σκοτώσει όλους τους Έλληνες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, αλλά ο ανώτατος ιμάμης τον συμβούλεψε πως κάτι τέτοιο είναι εναντίον της Σαρίας και εισακούστηκε η συμβουλή του. Δεν γλύτωσαν όμως την εκτέλεση επιφανείς φαναριώτες, ούτε και ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ ενώ εκατοντάδες Έλληνες λιντσαρίστηκαν στην Κωνσταντινούπολη.[76] Οι αγριότητες του Σουλτάνου προκάλεσαν ένα κύμα Ελλήνων προσφύγων (40 χιλιάδες) που βρήκαν καταφύγιο στη Ρωσία, και προκάλεσαν ένταση στις σχέσεις Ρωσίας - Οθωμανικής αυτοκρατορίας.[77]

Το ξέσπασμα της επανάστασης στην Πελοπόννησο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.

Η επανάσταση ξέσπασε στην Πελοπόννησο τον Μάρτιο του 1821. Είχε προηγηθεί η σύσκεψη των προεστών και άλλων σημαντικών Ελλήνων στη Βοτσίτσα, στην οποία όμως δεν είχαν ληφθεί οριστικές αποφάσεις για την έναρξη της επανάστασης. Οι υποψίες όμως των Οθωμανικών αρχών επιτάχυναν τις εξελίξεις.[78] Της επανάστασης προηγήθηκαν σποραδικά αιματηρά επεισόδια.[79][48][80] Η ημερομηνία της 25ης Μαρτίου επιλέχθηκε αργότερα ως συμβολική μέρα για έναρξη της επανάστασης.[81]

Το πρώτο επεισόδιο σημειώθηκε στις 16 Μαρτίου στην περιοχή των Καλαβρύτων με θύματα Οθωμανούς φοροεισπράκτορες, ενώ ακολούθησαν μεμονωμένες επιθέσεις σε μουσουλμάνους της περιοχής.[79] Ο βοεβόδας της περιοχής (οθωμανός τοποτηρητής) μετά απο μια αποτυχημένη προσπάθεια να εγκαταλείψει την πόλη, ειδοποίησε τους λίγους Οθωμανούς να μεταφερθούν και να κλειστούν σε τρεις πύργους.[82] Η είδηση των επιθέσεων στα Καλάβρυτα οδήγησε στις 20 Μαρτίου τους Οθωμανούς της Πάτρας να κλειστούν στο κάστρο.[83] Οι Έλληνες ξεκίνησαν τις λεηλασίες στις οικίες των Οθωμανών και την επόμενη ημέρα οι Οθωμανοί εξήλθαν του κάστρου με εκδικητική διάθεση, προκαλόντας συγκρούσεις και θέτοντας πυρκαγιά στην πόλη.[84] Στις 22/23 Μαρτίου εισήλθαν στην πόλη της Πάτρας στρατιωτικά σώματα, τα οποία ανάγκασαν τους Οθωμανούς να ξανακλειστούν στο κάστρο.[85] Στις 24 Μαρτίου ήλθε στην πόλη ο Μπενιζέλος Ρούφος με τους Σαγιά και Νενένκο και την ίδια μέρα (κατ' άλλους την επομένη 25 Μαρτίου),[86] κατόπιν, προσήλθαν ο Ανδρέας Ζαΐμης και ο αρχιερέας Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο οποίος έστησε το απόγευμα στην πλατεία του Αγ. Γεωργίου σταυρό και δόθηκε όρκος για την Επανάσταση μέσα σε κλίμα γενικού ενθουσιασμού και «αλλόφρονως χαράς» του λαού της Πάτρας.[87] Τις επόμενες μέρες οι Έλληνες προσπάθησαν να οργανώσουν τη διοίκηση της πόλης· την ονόμασαν «Αχαϊκό Διευθυντήριο» με επικεφαλής τους προεστούς Ανδρέα Λόντο και Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλο και τον Παλαιών Πατρών Γερμανό. Μάλιστα, στις 26 Μαρτίου επέδωσαν στους προξένους των ξένων δυνάμεων που βρίσκονταν στην Πάτρα επαναστατική διακήρυξη. Μετά τις πρώτες μέρες, άρχισαν τα προβλήματα απειθαρχίας ανάμεσα στους πολιορκητές με τους ένοπλους να είναι περισσότερο απασχολημένοι με την καταλήστευση των περιουσιών Οθωμανών παρά με την κατάκτηση του κάστρου. Τα νέα όμως της πόλης μαθεύτηκαν και στους Οθωμανούς, με τον Γιουσούφ Πασά να προστρέχει για να αποκαταστήσει την τάξη. Στις 3 Απριλίου εισήλθε χωρίς αντίσταση στην πόλη, με τους Οθωμανούς πλέον να λεηλατούν και να πυρπολούν περιουσίες και συνοικίες Ελλήνων, οι οποίοι εγκατέλειψαν την πόλη.[88]

Κανέλλος Δεληγιάννης.
Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης.

Στη Μάνη η επανάσταση ξεκίνησε στις 22 Μαρτίου 1821 από τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη,[89] τον σημαντικότερο άρχοντα της περιοχής, που κατέλαβε σημαντικά σημεία· την επόμενη εισήλθε στην πόλη, όπου οι Οθωμανοί παραδόθηκαν. Κάποιοι εξ αυτών κρατήθηκαν ως όμηροι ενώ οι άλλοι θανατώθηκαν. Μετά τις τελετουργίες της 24ης Μαρτίου, οι επαναστατημένοι δημιούργησαν τη «Γερουσία των Καλαμών» για να διοικήσει την περιοχή.[90] Τις τελευταίες ημέρες του Μάρτη, ο Κολοκοτρώνης κατέλαβε την Καρύταινα ενώ οι Οθωμανοί εγκατέλειψαν το Άργος είτε για το Ναύπλιο, είτε για την Τριπολιτσά.[91] Ο Δεληγιάννης κατέλαβε τα Λαγκάδια εκτελώντας όλους τους Οθωμανούς στην πλατεία του χωριού.[92] Μέχρι το τέλος του Μάρτη, οι επαναστατημένοι Έλληνες ελέγχαν το μεγαλύτερο μέρος του Πελοποννήσου.[91]

Τα αίτια και ο τρόπος έναρξης της επανάστασης διχάζει τους ειδικούς. Η επανάσταση ξεκίνησε πάντως με πρωτοβουλία των τοπικών κοινωνιών, οι οποίες λάμβαναν αποφάσεις μόνες τους, χωρίς κεντρικό σχέδιο ή αρχηγό. Η επίδραση της Φιλικής εταιρείας ήταν να ενσπείρει την ελπίδα (και μέσω ψευδών φημών για υποστήριξη από τη Ρωσία) και να βοηθήσει στον συντονισμό των τοπικών κοινωνιών.[93] Ωστόσο, οι Έλληνες δεν είχαν οργανωμένο στρατό ούτε εμπειρία από πολέμους, ενώ αρκετοί Έλληνες τρόμαζαν από τη θανάτωση των πρώην γειτόνων τους.[94] Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ήταν αυτός που με τη ρητορική του δεινότητα, και εκμεταλλευόμενος τη ζέση των Ελλήνων για απελευθέρωση, προσπάθησε και κατάφερε να συγκροτήσει το πρώτο σώμα με ένοπλους τις πρώτες μέρες του Απριλίου.[95]

Στις 7 Ιουνίου, κατέφθασε στην Πελοπόννησο ο Δημήτριος Υψηλάντης ως πληρεξούσιος του Γενικού Επιτρόπου της Αρχής διεκδικώντας την ηγεσία της επανάστασης συναντώντας τις αντιδράσεις της Πελοποννησιακής Γερουσίας, του σώματος δηλαδή που σχημάτισαν οι προεστοί τρεις εβδομάδες νωρίτερα. Μετά τη διαμεσολάβηση του Κολοκοτρώνη, κατέληξαν σε συμβιβασμό να ονομαστεί ο Υψηλάντης ως αρχιστράτηγος, αλλά να συναποφασίζουν όλοι μαζί.[96] Γύρω από τον Υψηλάντη μαζεύτηκαν οι φτωχοί αγρότες που απογοητεύτηκαν από τη Γερουσία – η οποία συνέχισε τη βαρύτατη φορολόγηση των Ελλήνων – μέλη της Φιλικής Εταιρείας και ένοπλοι που στρατολογήθηκαν χωρίς να λαμβάνουν μισθό.[97] O Υψηλάντης απέστειλε δύο στενούς συνεργάτες τους να διαπραγματευτούν τις πολιορκίες της Μονεμβασιάς και του Νεοκάστρου. Η παράδοση της Μονεμβασιάς πραγματοποιήθηκε με επιτυχία σύμφωνα με τον Βασίλη Παναγιωτόπουλο και με αποτυχία σύμφωνα με τους Μαζάουερ και Μαργαρίτη ενώ κατά την παράδοση του Νεοκάστρου οι όροι δεν τηρήθηκαν με αποτέλεσμα οι Οθωμανοί να σφαγιαστούν.[98][99] Ο Γιώργος Μαργαρίτης εκτιμά ότι η αδυναμία του Υψηλάντη να εφαρμόσει τις συμφωνίες που υπέγραφε, εξανέμισε το πολιτικό του κύρος ενώ ο Μαρκ Μαζάουερ υποστηρίζει ότι η πολιτική επιρροή του Υψηλάντη πλήγηκε ανεπανόρθωτα τον Αύγουστο του 1821, όταν έγινε γνωστή η αποτυχία της επανάστασης στη Μολδοβλαχία καθώς και ότι η Ρωσία δεν θα βοηθούσε στην επανάσταση.[100]

Τον Ιούνιο ξεκίνησε η πολιορκία της Τριπολιτσάς. Αρχηγός της πολιορκίας ορίστηκε ο Δημήτριος Υψηλάντης, αν και άτυπος αρχηγός αυτής θεωρήθηκε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Αρκετοί στρατιώτες ήταν μισθοφόροι και επέλεγαν τον αρχηγό τους ανάλογα με τον μισθό που θα λάμβαναν. Όσο προχωρούσε το καλοκαίρι συνέρρεαν αγρότες από άλλες περιοχές μπροστά στην αναμονή λαφύρων.[101] Οι πολιορκημένοι εντός της πόλης, Οθωμανοί της Τριπολιτσάς και πρόσφυγες από άλλες περιοχές, υπέφεραν από έλλειψη τροφής και μια επιδημία τύφου που είχε ξεσπάσει.[102] Στα μέσα Σεπτεμβρίου ο Υψηλάντης μαζί με την Πελοποννησιακή Γερουσία καταλήξανε σε συμφωνία για τον καταμερισμό των λαφύρων, ανάλογα με τον τρόπο που θα έπεφτε η Τριπολιτσά, γιατί ανησυχούσαν πως με τη μαζική λεηλασία δεν θα έμενε μερίδιο για να δοθεί στον αγώνα.[103] Στις 23 Σεπτεμβρίου ορισμένοι ένοπλοι κατάφεραν να ρίξουν την πύλη της πόλης και να αλώσουν την πόλη. Σοβαρή αντίσταση δεν προβλήθηκε και τελικά σφαγιάστηκαν χιλιάδες Οθωμανοί, ο αριθμός των οποίων υπολογίζεται από δέκα έως τριάντα χιλιάδες άτομα μεταξύ των οποίων γυναικόπαιδα, Μουσουλμάνοι και Εβραίοι.[104] Η άλωση αποτέλεσε σημαντική καμπή για την επανάσταση καθώς η Τριπολιτσά αποτελούσε το διοικητικό κέντρο των Οθωμανών στην Πελοπόννησο[105]. Παράλληλα η άλωση της Τριπολιτσάς ανέδειξε τον Κολοκοτρώνη ως στρατιωτικό ηγέτη της επανάστασης.[106] Ορισμένοι ιστοριογράφοι αργότερα απέδωσαν τη βαρβαρότητα της σφαγής της Τριπολιτσάς στο «προαιώνιο μίσος» μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων.[107] Ο Γιώργος Μαργαρίτης την απέδωσε στην άτακτη προσπάθεια των φτωχών πολιορκητών να αρπάξουν οτιδήποτε μπορούσαν πριν τα οικειοποιηθεί η ηγεσία της επανάστασης.[108]

Εξάπλωση της επανάστασης στη Ρούμελη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Φιλική Εταιρεία είχε μικρή παρουσία στους αρματολούς της κεντρικής Ελλάδας.[109] Η θέση, ωστόσο, των αρματολών στα εδάφη που ήλεγχε ο Αλή Πασάς ήταν αβέβαιη μετά την αναμενόμενη ήττα του από τις δυνάμεις του Σουλτάνου. Μετά το ξέσπασμα της εξέγερσης στην Πελοπόννησο, η διάδοση της επαναστατικής δραστηριότητας κινδύνευε να τους στερήσει την εξουσία στις περιοχές τους, αλλά και να τους εκθέσει στις Οθωμανικές αρχές. Έτσι, οι αρματολοί της Στερεάς ξεπέρασαν τις επιφυλάξεις τους και τέθηκαν οι ίδιοι επικεφαλής των επαναστατικών δυνάμεων στα αρματολίκια τους.[110]

Η επανάσταση ξεκίνησε από την ανατολική Ρούμελη, συγκεκριμένα από τα Σάλονα στις 27 Μαρτίου, και εξαπλώθηκε σε γύρω περιοχές (Λιβαδιά, Θήβα, Αταλάντη, Αθήνα, Χαλκίδα) τις επόμενες εβδομάδες. Η μικρή οθωμανική φρουρά ήταν αδύνατο να αντισταθεί, ενώ οι μουσουλμάνοι είτε παραδίδονταν, είτε προσπαθούσαν να καταφύγουν σε κάστρα τις περιοχής.[111] Σημαντικό μειονέκτημα της ανατολικής Ρούμελης, από όπου ξεκίνησε η εξέγερση ήταν η πεδιάδα και αρα ανοικτός δρόμος για τα οθωμανικά στρατεύματα, πλεονέκτημα της ήταν ο χαλαρώτερος ελεγχος από τους Οθωμανούς, σε σχέση με τη Δυτική Ρούμελη.[111]

Η κατάληψη του κάστρου των Σαλώνων 1821, Λουί Ντυπρέ (1825).

Αντίδραση των Οθωμανικών αρχών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Πατριάρχης Γρηγορίος Ε΄ συρόμενος στην αγχόνη, Λεπτομέρεια από τον πίνακα του Νικηφόρου Λύτρα.

Η αντιμετώπιση της επανάστασης από την οθωμανική διοίκηση έγινε μέσα στο νομικό πλαίσιο του ισλαμικού νόμου, της σαρίας.[112] Για τους Οθωμανούς, τα γεγονότα συνιστούσαν «κακόπιστη αποστασία»:[113] οι επαναστάτες είχαν παραβιάσει τη συμφωνία τους (dhimma/zimmet) με την ισλαμική διοίκηση, χάνοντας έτσι τη θέση τους ως ζιμμήδες, προστατευόμενοι, δηλαδή, μη μουσουλμάνοι υπήκοοι του Σουλτάνου, και μεταβάλλονταν σε χαρμπίς, εχθρούς σε εμπόλεμη κατάσταση. Ενώ αρχικά η οθωμανική διοίκηση προσπάθησε να διακρίνει ανάμεσα σε Έλληνες του Ρουμ μιλλέτ και μη και σε επαναστατημένους και μη, καθώς η επανάσταση εξαπλωνόταν εξέλιπαν τα μέσα και η βούληση των οθωμανικών αρχών για την τήρηση της διάκρισης και έλαβαν χώρα προληπτικές ενέργειες.[114] Η νομική βάση των μέτρων καταστολής της επανάστασης περιγράφεται σε φετφά (ιεροδικαστική γνωμοδότηση) που περιλαμβάνεται σε σουλτανικό φιρμάνι. Εκεί αναφέρεται ότι σε κάθε μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας όπου εκδηλώνεται επανάσταση επιτρέπεται η σφαγή των Χριστιανών, η απαγωγή των γυναικών, ο εξισλαμισμός των παιδιών και η αρπαγή της περιουσίας τους. Σε μέρη όπου δεν εκδηλώνεται επανάσταση οι Ρωμιοί δεν καταδιώκονται εφ' όσον εγγυώνται την υποταγή οι πνευματικοί τους αρχηγοί και οι πρόκριτοι με υποθήκη της προσωπικής τους περιουσίας.[115]

Αντίποινα κατά αμάχων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η είδηση για την Επανάσταση στη Βλαχία είχε φτάσει στην Κων/πολη την 1 Μαρτίου και τότε είχαν αρχίσει τα πρώτα αντίποινα κατά των Ελλήνων. Η είδηση για την Πελοπόννησο έφτασε στον Βρετανό διπλωμάτη Λόρδο Strangford στην Κωνσταντινούπολη το απόγευμα της 2ας Απριλίου, σταλμένη από τον Βρετανό πρόξενο στην Πάτρα. Αυτός με τη σειρά του ενημέρωσε την Πύλη. Τότε ο Μέγας Βεζίρης κάλεσε επειγόντως τον Πατριάρχη και τον Δραγουμάνο Κ. Μουρούζη, κατηγορώντας τους ότι γνώριζαν για την εξέγερση και συνεργάζονταν με τον Π. Μαυρομιχάλη. Ο Σουλτάνος ζήτησε «φετφά» από τον Σεΐχ-ουλ-Ισλάμ ανακοινώνοντας Ιερό Πόλεμο εναντίον των Ελλήνων απίστων. Αυτός αρνήθηκε την έκδοση φετφά, λόγος για τον οποίο εκτελέστηκε και αντικαταστάθηκε από περισσότερο συνεργάσιμο ιερωμένο. Ο Πατριάρχης αφού συνάντησε το Σουλτάνο κάλεσε τους ηγέτες και άλλους λαϊκούς εκ των Ελλήνων για να συζητήσουν για την κατάσταση. Ο Σουλτάνος Μαχμούντ είχε απαιτήσει τον αφορισμό όσων είχαν ξεσηκωθεί και είχαν σκοτώσει αθώους Τούρκους. Ο Πατριάρχης προέτρεψε τους Έλληνες να φύγουν από την Πόλη, λέγοντας ότι ο ίδιος θα παραμείνει: «Πιστεύω ότι το τέλος μου πλησιάζει αλλά πρέπει να παραμείνω στη θέση μου για να πεθάνω. Αν μείνω, οι Τούρκοι δεν θα βρουν πρόσχημα για να σφαγιάσουν τους Χριστιανούς της πρωτεύουσας». Η επιστολή αφορισμού εμφανίστηκε την Κυριακή των Βαΐων 4 Απριλίου σε όλες τις εκκλησίες της Πόλης, υπογεγραμμένη από τον Πατριάρχη, τον Πολύκαρπο Ιεροσολύμων και 21 άλλους επισκόπους. Αυτό όμως δεν έπεισε τον Σουλτάνο για τη νομιμοφροσύνη των Ελλήνων ηγετών. Την ίδια Κυριακή διέταξε την εκτέλεση του Κων. Μουρούζη. Ανήμερα το Πάσχα (10 Απριλίου 1821), μετά τη θεία λειτουργία, καθαιρέθηκε και απαγχονίστηκε στην κεντρική πύλη του πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε' (πάνω από 70 ετών τότε) και άλλοι επίσκοποι. Το σώμα του Πατριάρχη, αφού έμεινε κρεμασμένο για τρεις μέρες, περιφέρθηκε στην πόλη από τον όχλο, μεταφέρθηκε με ακάτιο και ρίχτηκε στη μέση του Κεράτιου κόλπου[3]. Η εκτέλεση του Πατριάρχη έδωσε το έναυσμα για διωγμούς κατά των Χριστιανών κατά τις επόμενες εβδομάδες. Μουσουλμανικός όχλος περιφερόμενος στους δρόμους μπήκε στις εκκλησίες και τις λεηλάτησε. Περίπου 14 ναοί υπέστησαν βαριές καταστροφές, ενώ εισβολή και καταστροφές έγιναν και στο Πατριαρχείο. Έλληνες καταδιώκονταν και εκτελούνταν στους δρόμους, γεγονότα που περιγράφονται και από ξένους που βρίσκονταν στην Πόλη. Αρχικά φονεύονταν μεμονωμένα άτομα, κυρίως ηγέτες της κοινότητας. Κατά τον Μάιο έγιναν και ομαδικοί φόνοι. Εκατοντάδες άτομα αναγκάζονταν να επιβιβαστούν σε πλοία με τη δικαιολογία ότι δήθεν θα εξοριστούν, αλλά πνίγονταν στη θάλασσα. Παρά τους φοβερούς διωγμούς, δεν αναφέρεται καμιά περίπτωση αρνησιθρησκείας, αν και σχεδόν πάντοτε, πριν από τη θανάτωση, στα θύματα προτεινόταν η αλλαξοπιστία για να σώσουν τη ζωή τους.[116] Τα αντίποινα κατά των αμάχων περιγράφει ο Κωνσταντίνος Οικονόμου ο εξ Οικονόμων σε ομιλία του τον Οκτώβριο του 1821 στην Οδησσό. Μεταξύ άλλων εξηγεί ότι πολλοί χριστιανοί θανατώνονταν με πνιγμό στη θάλασσα γιατί ήταν εποχή ραμαζανίου όπου απαγορεύεται να χύνεται αίμα δημοσίως.[117]

Διωγμοί έγιναν και σε άλλες πόλεις της αυτοκρατορίας που το ελληνικό στοιχείο ήταν σημαντικό (Μικρά Ασία, Ανατολική Ρωμυλία - Ανατολική Θράκη, Μακεδονία και νησιά), όπως η Θεσσαλονίκη, η Σμύρνη, οι Κυδωνίες (Αϊβαλί), η Ρόδος, η Κύπρος και ο Σκοπός Ανατολικής Θράκης.[118][119] Δεν είναι δυνατό να εκτιμηθεί η έκταση και ο αριθμός των θυμάτων των σφαγών σε αυτές τις περιοχές. Εκτελέστηκαν Έλληνες που είχαν αξιώματα και συγγενείς τους, κληρικοί μεταξύ των οποίων ο μητροπολίτης Εφέσου Διονύσιος Καλλιάρχης, αλλά και ανώνυμοι που συλλαμβάνονταν σε επαρχίες ως ύποπτοι και αποστέλλονταν στην Κωνσταντινούπολη.[120]

Μια από τις συνέπειες που είχε η Επανάσταση ήταν η σύλληψη αμάχων (κυρίως γυναικόπαιδων) και η πώλησή τους ως δούλων. Μεγάλος αριθμός δούλων προήλθε από τη Χίο μετά την καταστροφή του 1822, και από την Πελοπόννησο κατά την εκστρατεία του Ιμπραήμ. Οι Έλληνες δούλοι που μεταφέρθηκαν στην Αίγυπτο κατά την Επανάσταση και μέχρι το 1827 εκτιμώνται σε 8.000 - 15.000. Με βάση τους εισπραχθέντες φόρους (ένα τάλληρο για κάθε δούλο), υπολογίζονται σε 8.000-9.000, ενώ ο πατριάρχης Αλεξάνδρειας τους εκτιμά έως 15.000.[121]

Στρατιωτικές αντιδράσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πρώτη στρατιωτική αντίδραση από τους Οθωμανούς στις ειδήσεις για εξέγερση των Ελλήνων ήρθε από τον Γιουσούφ πασά Σέρεζλη (από τις Σέρρες). Βρισκόταν με στρατό στο Βραχώρι (Αγρίνιο) καθ' οδόν προς την Εύβοια όταν έμαθε για την πολιορκία της Πάτρας. Διεκπεραιώθηκε μέσω Ρίου στην Πελοπόννησο στις 3 Απριλίου, έκαψε την Πάτρα, αιφνιδίασε και διάλυσε τους πολιορκητές του φρουρίου της και εγκαταστάθηκε εκεί. Το φρούριο (ακρόπολη) της Πάτρας και τα γειτονικά φρούρια του Μοριά (Ρίο) και της Ρούμελης (Αντίρριο) θα μείνουν στα χέρια των Οθωμανών σε όλη τη διάρκεια του πολέμου, δίνοντας στα τουρκικά στρατεύματα μια σημαντική δίοδο πρόσβασης προς τα ενδότερα της Πελοποννήσου.

Η μάχη της Αλαμάνας.

Στις 3 Μαΐου 1821 εκδόθηκε φιρμάνι από τον Σουλτάνο Μαχμούτ Β' προς το στρατάρχη της Ρούμελης Αχμέτ Χουρσίτ πασά, τους ιεροδικαστές όλων των καζάδων (επαρχιών) και τους προκρίτους των Μουσουλμάνων που διέτασσε γενική σφαγή των επαναστατών, καταστροφή των περιουσιών τους και εξανδραποδισμό των γυναικόπαιδων.[122]

Η στρατιωτική απάντηση του Χουρσίτ πασά της Πελοποννήσου, που βρισκόταν[4] στα Γιάννενα διευθύνοντας τις επιχειρήσεις εναντίον του Αλή πασά, προέβλεπε την προσβολή της εξέγερσης στην Πελοπόννησο με τακτικό στρατό, πεζικό και ιππικό, από δύο μεριές: Από τη μια απευθείας διεκπεραίωση στρατευμάτων μέσω Ρίου-Αντιρρίου και από την άλλη κάθοδο διαμέσου της ανατολικής Στερεάς με καταστολή της εξέγερσης που είχε ήδη αρχίσει εκεί. Το πρώτο σκέλος των στρατευμάτων υπό τη διοίκηση του Μουστάμπεη, πέρασε στην Πελοπόννησο πολύ νωρίς (6 Απριλίου) και επιδόθηκε σε συστηματικές καταστροφές πόλεων που είχαν περιέλθει στους εξεγερμένους. Το δεύτερο σκέλος των στρατευμάτων υπό τον Ομέρ Βρυώνη και τον Κιοσέ Μεχμέτ βρισκόταν στη Φθιώτιδα στις 19 Απριλίου με εντολή τη διενέργεια τακτικών εκκαθαριστικών επιχειρήσεων από βορά προς νότο.

Τα ελληνικά στρατιωτικά τμήματα που (μια μέρα πριν) είχαν καταλάβει την Υπάτη, αποφάσισαν να την εγκαταλείψουν και να αντιμετωπίσουν την οθωμανική στρατιά στη Φθιώτιδα σε τρία σημεία: Ο Πανουργιάς στη Χαλκωμάτα, ο Δυοβουνιώτης στο Γοργοπόταμο και ο Διάκος στην Αλαμάνα. Στις 23 Απριλίου, ο Ομέρ Βρυώνης επιτέθηκε και στα τρία σημεία ταυτόχρονα. Ο Πανουργιάς και ο Δυοβουνιώτης αναγκάστηκαν σε υποχώρηση, όμως το τμήμα του Διάκου (500 άντρες) που αντιστάθηκε πεισματικά στη γέφυρα της Αλαμάνας σφαγιάστηκε και ο ίδιος συνελήφθη επιτόπου[5] και πέθανε με φρικτά βασανιστήρια[123]. Λίγες μέρες αργότερα τα ελληνικά στρατιωτικά σώματα ηττήθηκαν στο Ελευθεροχώρι της Λαμίας. Στις 8 Μαΐου ο Οδυσσέας Ανδρούτσος κατάφερε πλήγμα στον Ομέρ Βρυώνη στο χάνι της Γραβιάς. Με 120 μαχητές αντιμετώπισε επιτυχημένα όλη την ημέρα τις οθωμανικές επιθέσεις προξενώντας τους σημαντικές απώλειες και αποσύρθηκε τη νύχτα προς τα βουνά, με ελάχιστες δικές του απώλειες. Λίγες μέρες αργότερα οθωμανικό στρατιωτικό σώμα απέτυχε να καταλάβει τα Βλαχοχώρια της Γκιώνας, που υπερασπίζονταν ο Γιάννης Γκούρας. Οι τελευταίες αυτές επιτυχίες αναπτέρωσαν το ηθικό των επαναστατημένων και προβλημάτισαν τους Τούρκους, που αποσύρθηκαν προσωρινά στη Μενδενίτσα.

Ναυτικό κανόνι του 1821.

Στις 6 Απριλίου είχε περάσει μέσω Ρίου στην Πελοπόννησο ο Μουστάμπεης, κεχαγιάμπεης του Χουρσίτ πασά, με εντολή την καταστολή της εξέγερσης. Έκαψε τη Βοστίτσα (Αίγιο), διάλυσε την πολιορκία του Ακροκόρινθου, έκαψε το Άργος, σύντριψε την αντίσταση που βρήκε στον ποταμό Ξεριά[6], διάλυσε την πολιορκία του Ναυπλίου και μπήκε πανηγυρικά στην Τρίπολη στις 6 Μαΐου. Στις 12 Μαΐου επιχείρησε μια πρώτη απόπειρα διάσπασης της πολιορκίας της Τρίπολης και επιτέθηκε με ισχυρές δυνάμεις εναντίον των πολιορκητών, στο Βαλτέτσι από βορά και νότο. Τη θέση υπερασπίσθηκαν στρατιωτικά σώματα των Μαυρομιχαλαίων (Κυριακούλης, Ηλίας και Γιάννης), του Κολοκοτρώνη, των Πλαπουταίων και άλλων καπεταναίων. Την επόμενη ο Μουστάμπεης άρχισε υποχώρηση που η ελληνική αντεπίθεση μετέτρεψε σε άτακτη φυγή με σημαντικές απώλειες. Επιζητώντας με κάθε τρόπο τη διάνοιξη δρόμου προς τη Μεσσηνία ο Μουστάμπεης επιτέθηκε στις 18 Μαΐου στα Δολιανά και στα Βέρβαινα, όπου ηττήθηκε από τα ελληνικά στρατιωτικά σώματα και επέστρεψε άπρακτος στην Τρίπολη. Οι νίκες αυτές, που οφείλουν πολλά στην επιμονή, τη μεθοδικότητα αλλά και τις στρατηγικές ικανότητες του Κολοκοτρώνη (αρχιστράτηγος από τις αρχές Μαΐου), επέτρεψαν τη στενότερη πολιορκία των φρουρίων, στα οποία άρχισαν να σημειώνονται ελλείψεις των αναγκαίων αφού ο ελληνικός στόλος είχε ήδη περιορίσει με τη δραστηριότητά του, την από θάλασσα τροφοδοσία τους.

Οι πολιορκημένοι της Μονεμβασιάς και του Νεόκαστρου παραδόθηκαν στους επαναστάτες τον Ιούνιο και τον Αύγουστο αντίστοιχα, ενώ στις 23 Σεπτεμβρίου έπεσε η Τριπολιτσά. Την άλωση ακολούθησε γενική σφαγή ενόπλων και αμάχων,[124] Μουσουλμάνων και Εβραίων.

Στις πρώτες του εξόδους και περιπολίες τον Απρίλιο, ο ελληνικός στόλος κυρίευσε αρκετά πλοία και μαζεύτηκαν μεγάλες ποσότητες από λάφυρα. Η θέα του ελληνικού στόλου με την επαναστατική σημαία, βοηθούσε να ξεσηκωθούν νησιά ή παραθαλάσσιες περιοχές που δεν είχαν μέχρι τότε ξεσηκωθεί και τα πληρώματα του στόλου δεν δίσταζαν να βγουν οπλισμένα στη στεριά και να συμμετέχουν σε επιχειρήσεις. Σημαντική ήταν η συμβολή του στόλου και στον από θαλάσσης αποκλεισμό και κανονιοβολισμό των φρουρίων που πολιορκούνταν (Ναύπλιο, Μονεμβασία).

Η επανάσταση στην υπόλοιπη Ελλάδα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μακεδόνας ανάπηρος του Αγώνα κατά την έξοδο του Μεσολογγίου, Θεόδωρος Βρυζάκης.

Στις 7 Μαΐου επαναστάτησαν με πρώτο τις Μηλιές, τα Εικοσιτέσσερα (τα χωριά του Πηλίου) της Θεσσαλίας, όπου ο υπεύθυνος για την περιοχή Φιλικός Άνθιμος Γαζής είχε προετοιμάσει το έδαφος από νωρίς με σημαντική εθνεγερτική δράση και επαφές με τους ντόπιους αρματολούς Μπασδέκηδες (Κυριάκο και Παναγιώτη). Οι ισχυροί προεστοί (κοτζαμπάσηδες) ήταν πολύ αρνητικοί στην ιδέα της επανάστασης, όμως όταν εμφανίστηκαν από το Τρίκερι τρία πλοία του ελληνικού στόλου, ο λαός δεν μπορούσε πια να συγκρατηθεί. Στις 9 Μαΐου οι επαναστάτες από όλα τα χωριά μαζεύτηκαν έξω από το Βόλο και πολιόρκησαν τους Οθωμανούς που κλείστηκαν στο φρούριο της πόλης. Στην πολιορκία βοήθησαν και τα ελληνικά πλοία και πληρώματα. Στις 11 Μαΐου οι επαναστάτες μπήκαν στο Βελεστίνο (οι Οθωμανοί κλείστηκαν στους 4 ισχυρότερους πύργους) και εκεί μαζεύτηκαν την ίδια μέρα αντιπρόσωποι από τα επαναστατημένα χωριά, κηρύχθηκε επίσημα η επανάσταση και συστάθηκε η Βουλή της Θετταλομαγνησίας, με πρόεδρο τον Άνθιμο Γαζή και γραμματέα τον Φίλιππο Ιωάννου. Οι επαναστάτες στη Θεσσαλία ήταν στη συντριπτική τους πλειοψηφία άτακτοι χωρικοί, χωρίς κανενός είδους στρατιωτική εμπειρία, αλλά και χωρίς τα απαραίτητα όπλα και πολεμοφόδια και όταν λίγες μέρες αργότερα εμφανίστηκε πολυπληθής οθωμανική στρατιά από τη Λάρισα υπό τη διοίκηση του Μαχμούτ πασά Δράμαλη (από τη Δράμα), διαλύθηκαν αμέσως προς τα χωριά τους. Ο Δράμαλης έκαψε την Κάπουρνα και τα Κανάλια, ανέβηκε μέχρι τη Μακρυνίτσα και ζήτησε από όλα τα χωριά να πληρώσουν μεγάλα πρόστιμα. Οι περισσότεροι επαναστάτες φοβισμένοι υπέκυψαν και οι κοτζαμπάσηδες προσκύνησαν φέρνοντας στον Δράμαλη πλούσια δώρα. Αυτός προωθήθηκε προς το Λαύκο επιδιώκοντας να μπει στις Μηλιές, που ήταν το στρατηγείο της επανάστασης, όμως στις 25 Μαΐου συνάντησε αντίσταση στα Λεχώνια και δεν προχώρησε. Στις Μηλιές η κατάσταση ήταν αντιφατική, με τους κοτζαμπάσηδες να θέλουν να προσκυνήσουν και τους επαναστάτες με τον Γαζή να θέλουν να αντισταθούν. Τελικά ο Γαζής αναγκάστηκε να φύγει στη Σκιάθο και οι Μηλιές προσκύνησαν στα μέσα Ιουνίου τον Δράμαλη που έφτασε μέχρι τη Μηλίνα και δεν προχώρησε άλλο. Όσοι επαναστάτες απέμειναν προωθήθηκαν προς το Τρίκερι και πολλά γυναικόπαιδα πέρασαν σε Σκιάθο και Σκόπελο. Όταν αποχώρησε ο Δράμαλης η επανάσταση έμεινε ζωντανή στο Λαύκο, την Αργαλαστή, το Προμμύρι και το Τρίκερι.

Την ίδια μέρα που γίνονταν η μάχη στη Γραβιά (8 Μαΐου) και μια μέρα μετά την έναρξη της επανάστασης στη Θεσσαλία, επαναστάτησε και το γειτονικό Ξεροχώρι (Ιστιαία) στη βόρεια Εύβοια. Από εκεί η επανάσταση διαδόθηκε στη Λίμνη και στην Κύμη της Εύβοιας, που ανήκε στο ισχυρό πασαλίκι του Εγρίπου (Ευρίπου) με πρωτεύουσα τη Χαλκίδα και είχε σημαντικές οθωμανικές στρατιωτικές δυνάμεις. Τέλη Μαΐου οι επαναστάτες προσπάθησαν δύο φορές να πολιορκήσουν τη Χαλκίδα χωρίς όμως επιτυχία και στη συνέχεια κυνηγήθηκαν από το οθωμανικό ιππικό, που τους προκάλεσε μεγάλες απώλειες.

Το λάβαρο της επανάστασης των Μακεδόνων υπό τον Εμμανουήλ Παππά.

Στις 23 Μαρτίου ο Φιλικός Εμμανουήλ Παππάς, αφού φόρτωσε σε ένα καράβι όπλα και πυρομαχικά, που είχε αγοράσει με δικά του χρήματα, αναχώρησε από την Κωνσταντινούπολη για το Άγιο Όρος, με εντολή να οργανώσει την επανάσταση στη Μακεδονία.[125] Πολλοί καλόγεροι ξεσηκώθηκαν έτοιμοι να τον ακολουθήσουν και έγιναν επαφές με Μακεδόνες οπλαρχηγούς σε μια προσπάθεια να προετοιμαστεί μια συντονισμένη εξέγερση.

Μετά από την αποτυχία των επίμονων προσπαθειών συντονισμού ταυτόχρονης έκρηξης της επανάστασης στον Όλυμπο και τη Χαλκιδική ο Εμμανουήλ Παπάς στα τέλη Μαΐου κήρυξε στο Άγιο Όρος την επανάσταση στη Μακεδονία.[126] Οι επαναστάτες κατάφεραν σε σύντομο χρονικό διάστημα να απελευθερώσουν ολόκληρη τη Χαλκιδική, τα Βασιλικά Θεσσαλονίκης, καθώς και την περιοχή της Βόλβης. Η οθωμανική απάντηση ήταν εδώ άμεση με συλλήψεις ομήρων και καταλήψεις πόλεων. Ιδιαίτερα δεινοπάθησε η Θεσσαλονίκη, όπου εξοντώθηκαν τουλάχιστον είκοσι πέντε χιλιάδες Έλληνες και οι περιουσίες τους δημεύτηκαν ή καταστράφηκαν. Χρειάστηκε να περάσουν τουλάχιστον πενήντα χρόνια για να επανέλθει ο ελληνισμός της πόλης στα πριν του 1821 επίπεδα και να συνέλθει από αυτό το συντριπτικό χτύπημα. Εξεγέρσεις σημειώθηκαν σχεδόν ταυτόχρονα (χωρίς όμως συντονισμό), στη Στρώμνιτσα (με τους Διακόπουλο και Διαμαντή), στη Γευγελή, τις Τίκφες,[127] στη Βόρεια Πίνδο (περιοχή Γρεβενών), το Λαγκαδά, καθώς και στη Θάσο. Οι Θασίτες μάλιστα, με τη βοήθεια Ψαριανών επιχείρησαν ανεπιτυχώς να απελευθερώσουν την Καβάλα. Οι οπλαρχηγοί του Ολύμπου και του Βερμίου ήταν διστακτικοί και περίμεναν ενισχύσεις σε μαχητές και πολεμοφόδια από τη νότια Ελλάδα. Μόνο ο Διαμαντής Νικολάου προσφέρθηκε να εξεγερθεί άμεσα και πέρασε με το στρατιωτικό σώμα του στη Χαλκιδική τον Ιούνιο.

Η σημαία των Θρακών Επαναστατών του 1821.

Στη Θράκη εξεγέρθηκε το Μάρτιο η Σωζόπολη, το Μάιο η Καλλίπολη και στη συνέχεια η περιοχή Διδυμοτείχου, καθώς και η Σαμοθράκη. Τοπικές εξεγέρσεις σημειώθηκαν και επεκτάθηκαν στις περιοχές Φιλιππουπόλεως, Βάρνας, Αγχιάλου, Μεσημβρίας, Μάκρης, Μαρώνειας και Κεσσάνης. Οι εξεγέρσεις στη Θράκη καταστάλθηκαν εντός του χρόνου με την ήττα των επαναστατών στη Μάχη του Σαλτικίου και το Ολοκαύτωμα της Σαμοθράκης.[128]

Στις 21 Μαΐου προεστοί από όλες τις επαρχίες και ντόπιοι οπλαρχηγοί συγκεντρώθηκαν στο Λουτρό των Σφακιών, ίδρυσαν Καγκελαρία και κήρυξαν την επανάσταση και στην Κρήτη. Στο νησί υπήρχε ισχυρό και εμπειροπόλεμο τουρκικό στοιχείο και η επανάσταση καταπνίγηκε γρήγορα με κατάληψη και της κοιτίδας της στα Σφακιά.

Οι αρματολοί της περιοχής της Αιτωλοακαρνανίας αρχικά απέφυγαν να εμπλακούν στην εξέγερση.[129] Στις 20 Μαΐου επαναστάτησε το Μεσολόγγι με τον αρματολό του Ζυγού Δημήτρη Μακρή και την επόμενη ο Μακρής ξεσήκωσε και το Ανατολικό (Αιτωλικό). Στις 25 Μαΐου ο Γιώργος Βαρνακιώτης κήρυξε με προκήρυξη την επανάσταση στο Ξηρόμερο και στις 4 Ιουνίου επαναστάτησε και το Καρπενήσι με τους Γιολντάσηδες. Η καθυστέρηση στην κήρυξη της επανάστασης στη Δυτική Ελλάδα, φαίνεται ότι οφείλεται στην ύπαρξη ισχυρών οθωμανικών δυνάμεων στην Ήπειρο, λόγω της στρατιωτικής αναμέτρησης της Πύλης με τον Αλή Πασά, αλλά και στην απροθυμία ισχυρών αρματολών (Γεώργος Βαρνακιώτης, Ανδρέας Ίσκος) της περιοχής να εμπλακούν, ίσως λόγω φόβων για την απώλεια των προνομίων τους.

Ο θαλάσσιος αγώνας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πυρπόληση της τουρκικής φρεγάτας στον κόλπο της Ερεσού από το Δημήτριο Παπανικολή. Έργο του Κωνσταντίνου Βολανάκη.

Τα νησιά του Αιγαίου, μαζί με τη συνεισφορά σημαντικών λιμανιών, σήκωσαν το βάρος της επανάστασης στη θάλασσα. Ο ρόλος τους ήταν να ανακόψουν τις ενισχύσεις των οθωμανικών στρατευμάτων με πλοία, καθώς να αποτελέσουν και γέφυρα ανάμεσα στις διάφορες επαναστατημένες περιοχές.[130] Οι Έλληνες διέθεταν σημαντικό εμπορικό στόλο, μέρος του οποίου χρησιμοποιήθηκε για τις ανάγκες της επανάστασης.[130]

Τα νησιά Ύδρα, Σπέτσες και Ψαρά έπαιξαν σημαντικό ρόλο, δίνοντας τα περισσότερα πλωτά σκάφη στον αγώνα καθώς και έμπειρο στη θάλασσα προσωπικό.[131] Το 1822 είχε ιδρυθεί το Υπουργείο Ναυτικών υποθέσεων, για να ενώσει και συντονίσει τις κινήσεις των επαναστατών, ωστόσο, οι στόλοι των τριών νησιών λειτουργούσαν περισσότερο ως αυτόνομοι.[132] Τα κυρια προβληματα ήταν η έλλειψη συντονισμού και πειθαρχείας. Οι ναύτες, ενώ ήταν έμπειροι ναυτικοί, δεν είχαν εκπαίδευση για ναυμαχίες, ενώ το κόστος αμοιβής τους ήταν δυσβάστακτο.[133]

Στα πρώτα χρόνια της επανάστασης, οι Έλληνες είχαν αρκετές επιτυχίες στη θάλασσα. Κατάφεραν να αποκλείσουν λιμάνια, να καταστρέψουν οθωμανικά πλοία, ακόμα να κάνουν επιδρομες στη Μικρά Ασία, Συρία και Αίγυπτο. [134]

Πολιτική οργάνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Μάιο με πρωτοβουλία της Μεσσηνιακής γερουσίας συγκλήθηκε παμπελοποννησιακή συνέλευση στη Μονή των Καλτεζών, υπό την προεδρία του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Συμμετείχαν ισχυροί προύχοντες ή αντιπρόσωποί τους, ιεράρχες και λίγοι στρατιωτικοί και Φιλικοί. Προσκλήσεις στάλθηκαν και στα τρία ναυτικά νησιά τα οποία όμως δεν συμμετείχαν. Με ανακοίνωσή της στις 26 Μαΐου, συστάθηκε η Πελοποννησιακή Γερουσία, στην οποία περιήλθαν όλες οι εξουσίες και η ευθύνη της διεύθυνσης των επαναστατικών πραγμάτων για όλη την Πελοπόννησο. Μέλη της Γερουσίας αυτής ήταν αντιπρόσωποι από όλα τα μεγάλα προυχοντικά τζάκια της Πελοποννήσου, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης και γραμματέας ο Ρήγας Παλαμήδης. Επρόκειτο για μια εσπευσμένη αλλά συντονισμένη ενέργεια των ισχυρών να αντιπαρατεθούν στην εξουσία του Δημήτριου Υψηλάντη, που αναμενόταν να φτάσει στην Πελοπόννησο. Μέχρι την άφιξή του η Γερουσία αυτή έκανε εκλογές επαρχιακών και κοινοτικών αντιπροσώπων και προκήρυξε γενική επιστράτευση.

Τον Ιανουάριο του 1822 η πρώτη εθνοσυνέλευση στην Επίδαυρο ανακήρυξε την ανεξαρτησία της Ελλάδας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η ανακήρυξη αυτή επισφραγίστηκε μετά τις αξιοσημείωτες νίκες των μαχόμενων Ελλήνων, σε στεριά και θάλασσα.

Διεθνείς αντιδράσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το συνέδριο της Βιέννης. Ζαν-Μπατίστ Ιζαμπέ, 1819.
Ο Ζαν-Πιερ Μπουαγιέ, πρόεδρος της Αϊτής, της πρώτης χώρας που αναγνώρισε την Επανάσταση.

Μετά την ήττα του Ναπολέοντα, οι μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης (κυρίως Βρετανία, Αυστρία, Ρωσία, Γαλλία και Πρωσία) συναντήθηκαν στο Παρίσι το 1815 όπου συνήψαν μια συμφωνία με σκοπό τη διατήρηση της ειρήνης στην Ευρώπη. Όταν ξέσπασε η επανάσταση στην Ελλάδα, οι μεγάλες δυνάμεις ήταν ήδη απασχολημένες με τις επαναστάσεις της Ισπανίας και της Ιταλίας και η ελληνική επανάσταση ήταν κάτι ανεπιθύμητο. Ο καγκελάριος της Αυστρίας Μέτερνιχ, δυσαρεστημένος από τα νέα για την επανάσταση, προσπάθησε να πείσει τον τσάρο της Ρωσίας να τηρήσει στάση εναντίον των Ελλήνων. Ο φόβος του Μέτερνιχ, όπως και των άλλων δυνάμεων, ήταν ότι εμπλοκή της Ρωσίας σε πόλεμο κατά της Τουρκίας θα άλλαζε τις ισορροπίες στην Ευρώπη καθώς θα ισχυροποιούσε τη Ρωσία και θα την έφερνε στη Μεσόγειο.

Η Βρετανία είχε την πλέον αρνητική στάση έναντι της επανάστασης κατά το πρώτο έτος της. Ήλπιζε στη γρήγορη καταστολή της προτού η Ελλάδα τεθεί υπό την προστασία του Ρώσου αυτοκράτορα Αλεξάνδρου. Ο τότε υπουργός εξωτερικών Castleragh περίπου συμμεριζόταν τις απόψεις του Μέτερνιχ, αν και έδειχνε σημεία κατανόησης της υπόθεσης των Ελλήνων. Στις πρώτες επαναστατικές κινήσεις στην Πελοπόννησο, οι Βρετανικές αρχές των Ιονίων και οι προξενικές αρχές στην Πάτρα και αλλού τήρησαν σαφώς φιλοτουρκική στάση. Η ρωσική κυβέρνηση επίσης είδε αρνητικά την επανάσταση, διότι αφ' ενός μεν έθεσε εμπόδια στις ρωσικές εξαγωγές σιτηρών προς την Ευρώπη μέσω των Δαρδανελίων, αφ' ετέρου δε δεν ήθελε να αλλάξει το status quo στην Ευρώπη και να κινδυνεύσει η μοναρχία. Έτσι ο τσάρος τήρησε ουδέτερη στάση. Εν τούτοις, οι Έλληνες επαναστάτες είχαν αρχικά την ψευδαίσθηση ότι θα βοηθηθούν από τη Ρωσία.[135]

Η ηγεσία των ελληνικών επαναστατικών δυνάμεων, σχεδόν ταυτόχρονα με την κήρυξη των στρατιωτικών επιχειρήσεων, απευθύνθηκε εγγράφως στις χριστιανικές χώρες της δύσης, αναζητώντας τη διεθνή στήριξη. Έτσι, αμέσως μετά την κατάληψη της Καλαμάτας (23 Μαρτίου 1821) και τη συνακόλουθη σύσταση της Πελοποννησιακής Γερουσίας, οι ιθύνοντές της συνέταξαν σχετικό έγγραφο το οποίο αποτελεί την πρώτη διεθνούς δικαίου πράξη της επαναστατημένης χώρας[136]. Παράλληλα, επιφανείς έλληνες που διαβιούσαν στο Παρίσι (Αδαμάντιος Κοραής, Πίκκολος, Βογορίδης κ.α.) και στην Πίζα (μητροπολίτης Ιγνάτιος, Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, Ιωάννης Καρατζάς) κοινοποίησαν εκκλήσεις προς την παγκόσμια πνευματική κοινότητα, ζητώντας βοήθεια και συμπαράσταση προς την επανάσταση. Το πρώτο κράτος το οποίο ανταποκρίθηκε στον ελληνικό αγώνα της ανεξαρτησίας ήταν η Δημοκρατία της Αϊτής (που είχε κατακτήσει την ελευθερία της την 1 Ιανουαρίου του 1804[137]), της οποίας ο τότε πρόεδρος, Ζαν-Πιερ Μπουαγιέ δι' επισήμου εγγράφου προς την προαναφερόμενη ελληνική επιτροπή του Παρισιού, αναγνώριζε την ελληνική προσωρινή διοίκηση και ευχόταν για την επικράτηση της επανάστασης[138] Είχε προηγηθεί επιστολή του Αδ. Κοραή προς τον Μπουαγιέ, μετά από προτροπή του πρώην επισκόπου Βλαισών (Bois Γαλλίας) Γρηγορίου και του φιλέλληνα στρατηγού Λαφαγέτ. Ο Γρηγόριος όπως και ο Λαφαγέτ είχαν επαφές με την Αμερική.[139]

Εδραίωση (1822-1824)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα γεγονότα του 1822[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Μαυροκορδάτος διευθύνει την άμυνα στην πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου. Πίνακας του Πέτερ φον Ες.

Καθοριστικό γεγονός στις αρχές του έτους ήταν η πτώση του Αλή Πασά που απελευθέρωσε τουρκικές δυνάμεις για να στραφούν κατά της Ελληνικής επανάστασης. Ο αρχηγός της εκστρατείας Χουρσίτ, κατευθύνθηκε αρχικά εναντίον του Σουλίου για να καταστρέψει τη μόνιμη εστία αντίστασης στην Ήπειρο. Κυρίευσε αρχικά το Σούλι, άλλα οι Σουλιώτες οργάνωσαν νέα άμυνα στις θέσεις Κιάφα και Ναβαρίκο (ή Αβαρίκο). Λίγο αργότερα ο Χουρσίτ κλήθηκε στη Λάρισα κατηγορούμενος από τους κύκλους του Σουλτάνου για οικειοποίηση μέρους της περιουσίας του Αλή Πασά. Παρέμεινε στη θέση του ο Ομέρ Βρυώνης, να συνεχίσει την πολιορκία των Σουλιωτών.

Οι Έλληνες για να βοηθήσουν τους Σουλιώτες που βρίσκονταν σε δυσμενή θέση, επιχείρησαν αντιπερισπασμό στέλνοντας στρατό στα νότια της Ηπείρου με αρχηγό τον Μαυροκορδάτο. Παράλληλα ένα στρατιωτικό σώμα με αρχηγό τον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη αποβιβάστηκε στην περιοχή του Φαναρίου κοντά στις εκβολές του Αχέροντα άλλα απέτυχε. Το σώμα του Μαυροκορδάτου στο οποίο συμπεριλαμβανόταν και ένας λόχος φιλελλήνων μετά από ορισμένες επιτυχίες στο Κομπότι, ηττήθηκε στη μάχη του Πέτα από τις δυνάμεις του Κιουταχή. Τα υπολείμματα του στρατού κατέφυγαν στο Μεσολόγγι. Λίγο μετά έπεσε και το Σούλι και οι δυνάμεις του Ομέρ Βρυώνη συναντήθηκαν με αυτές του Κιουταχή προελαύνοντας κατά του Μεσολογγίου. Η πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου κατέληξε σε αποτυχία για τις τουρκικές δυνάμεις οι οποίες αποσύρθηκαν τον Δεκέμβριο του 1822.

Η μάχη στα Δερβενάκια.

Στο διάστημα που μεσολάβησε από τις αρχές του 1822 μέχρι τη μάχη του Πέτα οι επιχειρήσεις στην Πελοπόννησο και στη Στερεά Ελλάδα συνεχίστηκαν. Τον Ιανουάριο παραδόθηκε η Ακροκόρινθος. Το ίδιο διάστημα οι Έλληνες πολιορκούσαν την Πάτρα, ενώ στην Στερεά συνεχιζόταν η πολιορκία της Αθήνας η οποία παραδόθηκε στις 9 Ιουνίου του 1822. Οι Τούρκοι συγκεντρώνοντας μεγάλο στρατό στη Λαμία με αρχηγό τον Δράμαλη. Η στρατιά του Δράμαλη διέσχισε τη Στερεά σχεδόν χωρίς αντίσταση, κατέλαβε αμαχητί την Ακροκόρινθο και εισήλθε στην πεδιάδα του Άργους. Ο Κολοκοτρώνης εφαρμόζοντας την τακτική της καμένης γης ανάγκασε τον Δράμαλη να οπισθοχωρήσει πίσω στην Κόρινθο. Κατά την επιστροφή του δέχτηκε επίθεση στα Δερβενάκια, που είχαν καταληφθεί από τις δυνάμεις του Κολοκοτρώνη. Στη μάχη των Δερβενακίων η στρατιά του Δράμαλη καταστράφηκε και ο κίνδυνος για την επανάσταση στην Πελοπόννησο αποτράπηκε.[140] Λίγο αργότερα οι Έλληνες κατέλαβαν το Ναύπλιο.

Η πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας από τον Κανάρη. Πίνακας του Νικηφόρου Λύτρα, 1866-1870).

Στη θάλασσα ο τουρκικός στόλος κατάφερε να ανεφοδιάσει τα κάστρα της Μεθώνης και της Πάτρας που πολιορκούνταν ακόμα από Έλληνες. Τον Φεβρουάριο του 1822 όμως δέχτηκε επίθεση από Έλληνες στον Πατραϊκό κόλπο και οπισθοχώρησε καταφεύγοντας στη Ζάκυνθο. Ένας νέος στόλος συγκεντρώθηκε στην Κωνσταντινούπολη με Ναύαρχο τον Καρά Αλή. Πρώτη του δουλειά ήταν να καταπνίξει την επανάσταση στη Χίο. Στις 30 Μαρτίου 1822 οι Τούρκοι αποβιβάστηκαν στη Χίο χωρίς ιδιαίτερη παρενόχληση από τον ελληνικό στόλο που είχε αποχωρήσει νοτιότερα και προχώρησαν σε εκτεταμένες λεηλασίες και σφαγές άμαχου πληθυσμού. Χιλιάδες κάτοικοι του νησιού (25.000 περίπου) σφαγιάστηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν ενώ μεγάλο μέρος του πληθυσμού διέφυγε προς τα Ψαρά, τις Κυκλάδες και την Πελοπόννησο. Η σφαγή της Χίου είχε μεγάλο αντίκτυπο στην κοινή γνώμη των δυτικοευρωπαϊκών κρατών και μετέβαλε τη στάση της υπέρ του αγώνα των Ελλήνων. Ο τουρκικός στόλος παρέμεινε στο λιμάνι της Χίου μέχρι τον Ιούνιο του 1822. Τότε οι Έλληνες επιχείρησαν με πυρπολικά να προκαλέσουν καταστροφές στον τουρκικό στόλο. Ο Κωνσταντίνος Κανάρης κατάφερε να ανατινάξει την τουρκική ναυαρχίδα προκαλώντας τεράστιο πλήγμα στον τουρκικό στόλο. Ο Καρά Αλή βρήκε τον θάνατο και ο τουρκικός στόλος απέπλευσε πίσω στον Ελλήσποντο. Ένα άλλο τμήμα τουρκικού στόλου προσπάθησε να ανεφοδιάσει το πολιορκημένο Ναύπλιο. Τον δρόμο του τον έκλεινε ο στόλος της Ύδρας και των Σπετσών. Μετά από σύγκρουση στα ανοιχτά των Σπετσών οι Τούρκοι υποχώρησαν αδυνατώντας να διασπάσουν την ελληνική άμυνα.[141] Στη συνέχεια ο στόλος κατέπλευσε στην Τένεδο. Τη νύχτα, 28 του Οκτώβρη του 1822 ο Κανάρης πυρπόλησε τη ναυαρχίδα του τουρκικού στόλου, αναγκάζοντας τα τουρκικά πλοία να υποχωρήσουν στα Στενά.

Κωνσταντίνος Κανάρης. Λιθογραφία του Καρλ Κράτσαϊζεν.

Το 1822 άναψαν και νέες εστίες επανάστασης. Στις αρχές του χρόνου επαναστάτησαν η Νάουσα, η Βέροια, η Κατράνιτσα, η Χρούπιστα και οι περιοχές του Ολύμπου. Οι Τούρκοι απάντησαν άμεσα και με μία στρατιά του Πασά της Θεσσαλονίκης, καταστρέφοντας τη Νάουσα. Οι γυναίκες της πόλης κατέφυγαν στον ποταμό Αράπιτσα και για να αποφύγουν την αιχμαλωσία προτίμησαν να πέσουν στον γκρεμό. Στη συνέχεια προχώρησαν σε καταστροφές πολλών Ελληνικών χωριών και κωμοπόλεων της Κεντρικής Μακεδονίας, λόγω της συμμετοχής τους στην επανάσταση, μεταξύ των οποίων, του Κιλκίς, του Καρασουλίου, του Λαγκαδά και της περιοχής γύρω από τη Νάουσα.[142] Στο μεταξύ, συστάθηκε τριμελής Επιτροπή Βορειομακεδόνων, εκπροσωπούμενη από το Μοναστήρι, το Κρούσοβο και τη Βογδάντσα (από ένα μέλος), στην πρώτη Προσωρινή Ελληνική Κυβέρνηση του 1822.[143]

Αντίθετα στην Κρήτη η επανάσταση σημείωνε επιτυχίες. Ο Πασάς του Ηρακλείου σε συνεργασία με τη στρατιά που έστειλε από την Αίγυπτο ο Μωχάμετ Άλη απέτυχαν να καταστείλουν την επανάσταση. Οι Έλληνες πέτυχαν σημαντική νίκη στη μάχη του Κρουσώνα. Τον Μάιο του 1822 δημιουργείται προσωρινή διοίκηση στο νησί με το όνομα προσωρινό πολίτευμα νήσου Κρήτης.

Διπλωματικές εξελίξεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σημαντικό από πολιτική άποψη ήταν το γεγονός ότι η Βρετανία το Μάρτιο του 1822 αναγνώρισε de facto στους Έλληνες επαναστάτες το δικαίωμα να κάνουν ναυτικό αποκλεισμό. Η προσωρινή κυβέρνηση των επαναστατών, επικαλούμενη «το Δίκαιο των Εθνών και της Ευρώπης», την 13/25 Μαρτίου 1822 ανακοίνωσε ότι θα εφαρμόσει ναυτικό αποκλεισμό των λιμανιών του εχθρού σε όλη σχεδόν την ηπειρωτική Ελλάδα μέχρι τη Θεσσαλονίκη, την Εύβοια, τα νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη. Πλοία υπό διάφορες σημαίες που θα παραβίαζαν τον αποκλεισμό, θα συλλαμβάνονταν σύμφωνα με το διεθνές Δίκαιο. Σε σχέση με αυτή τη διακήρυξη, η Βρετανία δήλωσε ότι θα τηρήσει ουδέτερη στάση, κάτι που ισοδυναμούσε με αναγνώριση κατάστασης πολέμου μεταξύ των Ελληνικών αρχών και της Τουρκικής κυβέρνησης. Ακόμα και πλοία των υπό βρετανική διοίκηση Ιονίων Νήσων δεν προστατεύονταν πλέον από το Βρετανικό Ναυτικό. Η επίσημη αναγνώριση της ελληνικής πλευράς ως εμπολέμου έγινε το επόμενο έτος.[144][145]

Χαρτονόμισμα των 1000 γροσσίων της Προσωρινής Διοίκησης της Ελλάδος τυπωμένο στην Κόρινθο το 1822.

Στα τέλη του 1822 έγινε σύνοδος των μεγάλων δυνάμεων στη Βερόνα με κύριο θέμα την κατάσταση στην Ισπανία και την Ιταλία, αλλά το «Ανατολικό ζήτημα» δεν συζητήθηκε επίσημα. Ανεπίσημα όμως γίνονταν έντονες προσπάθειες αλληλοεπηρεασμού των δυτικών δυνάμεων. Ο Castlereagh πέθανε λίγο πριν από τη σύνοδο της Βερόνας και τον διαδέχτηκε ο G. Canning ο οποίος θεωρείται και ο κύριος παράγων της μεταστροφής της Βρετανικής πολιτικής υπέρ της ελληνικής υπόθεσης. Εν τούτοις, στους πρώτους μήνες της υπουργίας του ο Κάνινγκ τήρησε ουδέτερη πολιτική φοβούμενος την επέμβαση των άλλων δυνάμεων στην Ελλάδα και την αποσταθεροποίηση της Ευρώπης. Η πρώτη κίνηση υπέρ της Ελλάδας από τη Βρετανία έγινε τον Μάρτιο του 1823 με την αναγνώριση των Ελλήνων ως εμπολέμων και του δικαιώματός τους να εφαρμόζουν ναυτικό αποκλεισμό.[135]

Σε διπλωματικό επίπεδο, οι Έλληνες έστειλαν αντιπροσώπους στο συνέδριο της Ιερής Συμμαχίας στη Βερόνα, οι οποίοι δεν έγιναν δεκτοί. Στο συνέδριο της Βερόνας επικράτησαν οι θέσεις του Μέττερνιχ και η ελληνική επανάσταση καταδικάστηκε. Αν και οι μεγάλες δυνάμεις εξακολουθούσαν να κρατούν αποστάσεις από την ελληνική επανάσταση, το μικρό νεοσύστατο κράτος της Καραϊβικής, η Αϊτή, έγινε η πρώτη χώρα που αναγνώρισε την Ελληνική Επανάσταση και την Ελλάδα ως ανεξάρτητο κράτος.[146]

Τα γεγονότα του 1823[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο θάνατος του Μάρκου Μπότσαρη. Πίνακας από τον Ludovico Lipparini, που βρίσκεται στο μουσείο της Τεργέστης στην Ιταλία.

Την ίδια περίοδο οι Οθωμανικές αρχές αδυνατούσαν να αναλάβουν αξιόλογες επιχειρήσεις για να καταπνίξουν την ελληνική επανάσταση. Οι στρατιωτικές δυνάμεις της αυτοκρατορίας ήταν διασκορπισμένες σε διάφορα ανοικτά μέτωπα και το βάρος της αντιμετώπισης των Ελλήνων ανέλαβαν βαλκάνιοι Πασάδες, Το τουρκικό σχέδιο προέβλεπε δύο παράλληλες εκστρατείες, μία μέσω της Δυτικής Ελλάδας και μία μέσω της Ανατολικής που θα κατέληγαν και οι δύο στη Ναύπακτο. Από ‘κει διαπλέοντας το στενό Ρίου-Αντιρρίου οι ενωμένες πλέον στρατιές θα ξεχύνονταν στην Πελοπόννησο και θα κατέπνιγαν την επανάσταση. Την αρχηγία της δυτικής στρατιάς ανέλαβαν ο Ομέρ Βρυώνης και ο Μουσταής Πασάς της Σκόδρας, ενώ την ανατολική ανέλαβε ο Γιουσούφ Σέρεζλης πασάς γνωστός ως Μπερκόφτσαλης. Η στρατιά του Ομέρ Βρυώνη και του Μουσταή διασχίζοντας τις ορεινές περιοχές των Αγράφων για να συντρίψει τους τοπικούς οπλαρχηγούς συνάντησε ισχυρή αντίσταση από Ελληνικές δυνάμεις με αρχηγό τον Μάρκο Μπότσαρη, στη θέση Κεφαλόβρυσο κοντά στο Καρπενήσι. Αν και οι Έλληνες υπερείχαν στη μάχη ο θάνατος του Μπότσαρη τους ανάγκασε να αποσυρθούν. Οι Τούρκοι προέλαυσαν τότε προς το Μεσολόγγι, όμως προτίμησαν να πολιορκήσουν πρώτα το Αιτωλικό (τότε λεγόταν Ανατολικό). Η πολιορκία αποκρούστηκε και η τουρκική στρατιά αποχώρησε. Στην επιστροφή δέχτηκε επίθεση από σώμα κλεφτών και επέστρεψε στην Ήπειρο αποδεκατισμένη.

Ο στρατηγός Αναστάσιος Καρατάσος (προτομή).

Η άλλη στρατιά του Μπερκόφτσαλη αφού πολιόρκησε ανεπιτυχώς την Αθήνα πραγματοποίησε ορισμένες επιτυχημένες επιχειρήσεις στην Εύβοια και στη συνέχεια αποσύρθηκε. Η υποταγή της Βόρειας Εύβοιας απομόνωσε τους Έλληνες στο Τρίκερι της Μαγνησίας όπου είχαν καταφύγει και τα σώματα των επαναστατών από την περιοχή του Ολύμπου. Ο Αναστάσιος Καρατάσος, αρχηγός των συγκεντρωμένων Ελλήνων στο Τρίκερι, πρότεινε μία συμφωνία στους Τούρκους προκειμένου να παραδοθεί η οποία έγινε δεκτή. Η παράδοση των σωμάτων αυτών είχε ως συνέπεια τον τερματισμό της επανάστασης στη Μαγνησία.

Πολιτικές και διπλωματικές εξελίξεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις αρχές του 1823 σημειώθηκε μεταστροφή της Αγγλικής πολιτικής σε σχέση με τους επαναστατημένους Έλληνες. Οι Άγγλοι αναγνώρισαν τους Έλληνες ως εμπόλεμους και στη συνέχεια αναγνώρισαν τον ναυτικό αποκλεισμό που είχαν επιβάλλει οι Έλληνες στα τουρκικά λιμάνια. Η αλλαγή πολιτικής της Αγγλίας είχε ως συνέπεια την αποδέσμευσή της από την πολιτική της Ιεράς Συμμαχίας. Στη συνδιάσκεψη της τελευταίας στο Τσέρνοβιτς, το φθινόπωρο του 1823, προκλήθηκε η πρώτη μεγάλη ρήξη μεταξύ των δυνάμεων που την αποτελούσαν.

Από το 1823 αναμίχθηκε στην ελληνική υπόθεση μετά από επίσημη πρόταση της κυβέρνησης ο Άγγλος φιλόσοφος Ιερεμίας Μπένθαμ, μεταξύ άλλων συγγράφοντας παρατηρήσεις για τη θεσμική και διοικητική οργάνωση του νέου κράτους και αναλαμβάνοντας πρωτοβουλίες για τη μετάφραση έργων του στα ελληνικά, αλλά μετά από δύο χρόνια μάταιων προσπαθειών εγκατέλειψε απογοητευμένος.[147]

Τον Απρίλιο του 1823 πραγματοποιήθηκε η δεύτερη Εθνοσυνέλευση στο Άστρος. Η Εθνοσυνέλευση κατάργησε τις τοπικές διοικήσεις Ανατολικής Ελλάδας, Δυτικής Ελλάδας και Πελοποννήσου και τις αντικατέστησε από μία κεντρική διοίκηση που την αποτελούσαν δύο σώματα το Βουλευτικό και το Εκτελεστικό. Παράλληλα κατάργησε το αξίωμα της αρχιστρατηγίας που το αντικατέστησε από μία τριμελή επιτροπή στρατιωτικών. Η απόφαση αυτή στόχευε να περιορίσει την εξουσία του Κολοκοτρώνη. Στα τέλη του χρόνου τα δύο σώματα εξουσίας κατέληξαν να εκφράζουν δύο αντίπαλες πτέρυγες επαναστατών, με αποτέλεσμα τη ρήξη μεταξύ τους που οδήγησε στο ξέσπασμα του εμφυλίου, στα τέλη του 1823.

Στις 21 Ιουνίου (Νέο Ημερολόγιο) η βρετανική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι θεωρεί νόμιμο πόλεμο (legitimate warfare) αυτόν μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων. Είχε προηγηθεί μια άτυπη αναγνώριση αυτής της κατάστασης από τις 25 Μαρτίου 1822 (Νέο Ημερολόγιο) όταν η προσωρινή Ελληνική Κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι έχει το δικαίωμα να επιβάλει ναυτικό αποκλεισμό σε λιμάνια. Η Αυστριακή κυβέρνηση του Μέτερνιχ συνέχιζε να θεωρεί τους Έλληνες όχι εμπόλεμους αλλά «αντάρτες».[148]

Κρίση (1824-1827)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τουρκοαιγυπτιακές ναυτικές επιχειρήσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την καταστροφή των Ψαρών. Έργο του Νικόλαου Γύζη.

Από το 1824 άρχισε η κάμψη της Επαναστάσεως, εξαιτίας κυρίως δύο εμφυλίων πολέμων και των συντονισμένων επιχειρήσεων των Τούρκων και των Αιγυπτίων. Παρά την αντίσταση ο αγώνας των Ελλήνων υποχώρησε στην Κρήτη, ενώ η Κάσος και τα Ψαρά καταστράφηκαν. Σώθηκε την τελευταία στιγμή η Σάμος, μετά τις νίκες του Σαχτούρη και του Μιαούλη.

Ο Σουλτάνος διαπιστώνοντας τη δυσκολία της κατάσβεσης της ελληνικής επανάστασης με τις δικές του δυνάμεις, κατέφυγε στη βοήθεια του σχεδόν αυτόνομου Πασά της Αιγύπτου, Μωχάμετ Άλη. Για να εξασφαλίσει τη βοήθειά του του παραχώρησε το Πασαλίκι της Κρήτης και στον γιο του Ιμπραήμ παραχώρησε το πασαλίκι της Πελοποννήσου. Μετά τις παραχωρήσεις του Σουλτάνου ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος κατέπλευσε στο Αιγαίο για να συμπράξει στις επιχειρήσεις με τον Τουρκικό. Στόχος του τουρκοαιγυπτιακού στόλου που διοικούσε ο Χουσεΐν Μπέης έγινε η Κάσος που υπήρξε σημαντική ναυτική δύναμη με αξιόλογη προσφορά στην επανάσταση. Στα τέλη Μαΐου 1824 οι τουρκοαιγύπτιοι έκαναν απόβαση στο νησί και ακολούθησε μεγάλη καταστροφή. Ο Τουρκικός στόλος διοικητής του οποίου ήταν ο Κοτζά Μεχμέτ Χιουσρέφ Πασάς στράφηκε κατά των Ψαρών της μίας από τις τρεις μεγάλες ναυτικές δυνάμεις των Ελλήνων. Στα τέλη Ιουνίου αποβιβάστηκε στο νησί και παρά τη σθεναρή αντίσταση των κατοίκων του ακολούθησε σφαγή αγωνιστών και αμάχων. Η ολοσχερής καταστροφή των Ψαρών αποτέλεσε μεγάλο πλήγμα για την επανάσταση. Ενωμένος πλέον ο Τουρκοαιγυπτιακός στόλος (με διοικητή πλέον των Αιγυπτιακών δυνάμεων τον Ιμπραήμ) κατέπλευσε προς τη Σάμο. Μπροστά στον κίνδυνο να επαναληφθεί η τραγωδία στην Κάσο και στα Ψαρά ο ελληνικός στόλος με ναύαρχο τον Ανδρέα Μιαούλη ανέλαβε δράση. Στα τέλη Αυγούστου 1824 συγκρούστηκε με τους ενωμένους εχθρικούς στόλους μεταξύ Λέρου και του κόλπου του Γέροντα. Στη ναυμαχία του Γέροντα όπως έγινε γνωστή, οι Έλληνες επικράτησαν και ο αγώνας στη θάλασσα επιβίωσε.[141] Στη συνέχεια ο ελληνικός στόλος κατάφερε επιτυχώς να εμποδίσει τον στόλο του Ιμπραήμ να αποβιβάσει στρατό στην Κρήτη. Ο Ιμπραήμ κατάφερε να αποβιβαστεί στη Σούδα μόλις το Φθινόπωρο του 1824, όπου προτίμησε να ξεχειμωνιάσει πριν εισβάλλει στην Πελοπόννησο. Η επανάσταση στο νησί είχε υποχωρήσει σημαντικά και παρέμενε ζωντανή σχεδόν μόνο στην περιοχή των Σφακίων.

Οι Τούρκοι δεν ανέλαβαν σημαντικές επιχειρήσεις στη στεριά κατά τη διάρκεια του 1824. Οργάνωσαν μία επιχείρηση στην ανατολική Στερεά, άλλα ηττήθηκαν στη μάχη της Άμπλιανης από δυνάμεις ρουμελιωτών και Σουλιωτών.

Εμφύλιος πόλεμος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Γεώργιος Κουντουριώτης. Πίνακας του Διονυσίου Τσόκου.

Στην Πελοπόννησο βρισκόταν σε εξέλιξη ο εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των υποστηριχτών των δύο κυβερνήσεων. Η μία με αρχηγό τον Γεώργιο Κουντουριώτη είχε μεταφέρει την έδρα της στο Κρανίδι, στα νότια της Αργολίδας και υποστηριζόταν από τους νησιώτες, τους στερεοελλαδίτες, τους ετερόχθονες πολιτικούς και ορισμένους πελοποννήσιους προκρίτους όπως ο Λόντος και ο Ζαΐμης. Η άλλη με αρχηγό τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη είχε μεταφέρει την έδρα της στην Τριπολιτσά και υποστηριζόταν από τον Κολοκοτρώνη και άλλους Πελοποννήσιους οπλαρχηγούς. Η σύναψη του πρώτου δανείου από αγγλικές τράπεζες έκανε ακόμα εντονότερη την προσπάθεια επικράτησης της μίας ή της άλλης πλευράς ώστε να περιέλθει στη διαχείρισή της το δάνειο. Τελικά η υπεροχή των δυνάμεων της κυβέρνησης του Κουντουριώτη ανάγκασε την πλευρά του Κολοκοτρώνη να εγκαταλείψει τον αγώνα ζητώντας συνθηκολόγηση. Η κυβέρνηση Κουντουριώτη που απέμεινε μοναδική κυβέρνηση των Ελλήνων προσέφερε αμνηστία στους αντιπάλους της και η πρώτη φάση του εμφυλίου ολοκληρώθηκε. Σύντομα όμως ξέσπασε νέα κρίση.

Το αγγλικό δάνειο 2.000.000 λιρών στην Ελλάδα. Λονδίνο 7/2/1825

Η συγκρότηση νέου βουλευτικού σώματος στο οποίο δεν υπήρχε εκπροσώπηση Πελοποννησίων προκρίτων οδήγησε τους τελευταίους σε συμμαχία με τον Κολοκοτρώνη και σύγκρουση με την κυβέρνηση. Οι νέες παρατάξεις, οι κυβερνητικοί και οι αντικυβερνητικοί επιδόθηκαν σε νέο γύρο εχθροπραξιών. Η κυβέρνηση Κουντουριώτη ανέθεσε στον Κωλέττη την αντιμετώπιση των αντιπάλων της. Αυτός κατασπαταλώντας το δάνειο της Ελλάδας συγκρότησε στρατό από τη Στερεά Ελλάδα και κατάφερε να επικρατήσει. Ο Κολοκοτρώνης παραδόθηκε και φυλακίστηκε στην Ύδρα.

Στη Στερεά επήλθε πλήρης ρήξη του Οδυσσέα Ανδρούτσου με την κυβέρνηση. Τον Μάρτιο του 1825, έχοντας και τουρκική βοήθεια, συγκρούστηκε στις Λιβανάτες με στρατιωτικό σώμα διοικητής του οποίου ήταν ο Γκούρας. Ο Ανδρούτσος που ηττήθηκε, αιχμαλωτίστηκε και φυλακίστηκε στην Ακρόπολη της Αθήνας. Λίγο αργότερα δολοφονήθηκε.

Ο Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο (1825)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ιμπραήμ Πασάς. Πορτραίτο του Τζοβάνι Μπότζι.

Στις αρχές του 1825 ο Ιμπραήμ μετέφερε στρατό από την Κρήτη στην Πελοπόννησο. Αποβίβασε στην περιοχή της Μεθώνης, που βρισκόταν ακόμα σε τουρκικά χέρια, περίπου 11.000 στρατιώτες και 1.000 ιππείς. Οι Έλληνες απασχολημένοι με τον εμφύλιο δεν αντιμετώπισαν έγκαιρα τον Ιμπραήμ επιτρέποντας στις δυνάμεις του να αναπτυχθούν. Η πρώτη αποστολή των Ελλήνων για την αντιμετώπιση του Ιμπραήμ στάλθηκε στη Μεσσηνία τον Απρίλιο του 1825. Στην πρώτη μάχη που δόθηκε στο Κρεμμύδι οι Έλληνες ηττήθηκαν. Ακολούθησε νίκη του Ιμπραήμ στη Σφακτηρία και κατάληψη του Νεόκαστρου (σημερινής Πύλου). Η κυβέρνηση Κουντουριώτη μπροστά στον μεγάλο κίνδυνο αναγκάστηκε να παραμερίσει τις διαφορές της με την αντίπαλή της πτέρυγα. Με απαίτηση του λαού αποφυλάκισε τον Κολοκοτρώνη και του επέδωσε ξανά τον τίτλο του αρχιστράτηγου. Την περίοδο που αποφυλακίστηκε ο Κολοκοτρώνης ο Παπαφλέσσας εγκατέλειψε την κυβερνητική θέση που κατείχε και ηγήθηκε σώματος που επιχείρησε να σταματήσει τον Ιμπραήμ. Στη μάχη στο Μανιάκι οι Έλληνες ηττήθηκαν και ο Παπαφλέσσας σκοτώθηκε (20 Μαΐου 1825). Ο Ιμπραήμ συνέχισε την προέλασή του καταλαμβάνοντας την Τριπολιτσά στα μέσα Ιουνίου του 1825 και το Άργος λίγες μέρες αργότερα. Τότε συγκροτήθηκε ελληνικό σώμα με αρχηγό τον Ιωάννη Μακρυγιάννη στους Μύλους της Λέρνας. Επίκουροι έφτασαν ο Δημήτριος Υψηλάντης, ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης καθώς και εκατό Κρητικοί. Στις 13 Ιουνίου οι Τούρκοι εξαπέλυσαν επίθεση αλλά οι Έλληνες με καταιγιστικό πυρ τους ανάγκασαν να γυρίσουν στην Τρίπολη. Βάσει του σχεδίου το οποίο είχε εκπονήσει, ο Ιμπραήμ σκόπευε, σταδιακά, να εκτοπίσει βίαια όλους τους χριστιανικούς πληθυσμούς από την κατακτημένη Πελοπόννησο και να τους αντικαταστήσει με Αιγύπτιους εποίκους, ενσωματώνοντας το Μοριά στην επικράτειά του. Όταν, όμως, ο υπουργός εξωτερικών της Βρετανίας λόρδος Καίνινγκ, πληροφορήθηκε αυτή την προοπτική, ανέλαβε μία σειρά πρωτοβουλιών με στόχο την αποτροπή της, με αγγλική παρέμβαση[149]. Προς το τέλος του χρόνου ο Ιμπραήμ αποφάσισε να ενισχύσει την πολιορκία του Μεσολογγίου όπου βρισκόταν καθηλωμένος ο στρατός του Κιουταχή από τον Απρίλιο της ίδιας χρονιάς. Μεταβαίνοντας στο Μεσολόγγι κατέστρεψε τη δυτική Πελοπόννησο στα τέλη του 1825.

Στην Κρήτη η επανάσταση αναζωπυρώθηκε μετά την κατάληψη του φρουρίου της Γραμβούσας από Έλληνες, τον Αύγουστο του 1825.

Η «Αίτηση Προστασίας» ή «Πράξη Υποταγής»[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Ζακυνθινοί πατριώτες Διονύσιος Ρώμας, Παναγιώτης Στεφάνου και Κωνσταντίνος Δραγώνας, είχαν δημιουργήσει στα Επτάνησα, με την ανοχή του Άγγλου Αρμοστή Φρέντερικ Άνταμ, μια Επιτροπή Βοήθειας των επαναστατημένων Ελλήνων. Στο πλαίσιο αυτής της επιτροπής είχαν συντάξει και κυκλοφορήσει ευρέως στον ελληνικό χώρο, ένα κείμενο που ζητούσε επίσημα τη μετατροπή της Ελλάδας σε βρετανικό προτεκτοράτο.[150] Το κείμενο της «Αιτήσεως του Ελληνικού Έθνους προς το Βρετανικόν» συνέταξε ο Δ. Ρώμας στις 18 Ιουνίου 1825. Το αίτημα βασιζόνταν στα δικαιώματα της ιδιοκτησίας και της κυριότητας, στις επικρατούσες αρχές της θρησκείας και της ελευθερίας, και στο φυσικό δίκαιο της προσωπικής ασφάλειας.[151] Το πρωτότυπο κείμενο δημοσιεύθηκε από τον Σπ. Τρικούπη, από τον Ν. Σπηλιάδη[152], Ι.Θ. Κολοκοτρώνη και άλλους. Με αφορμή αυτό το έγγραφο, και λόγω των επιτυχιών που είχε ο Αιγυπτιακός και Οθωμανικός στρατός, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος προώθησε και την ιδέα της υπαγωγής στην Αγγλική προστασία.
Σε έκτακτη συνεδρίαση της κυβέρνησης στο Ναύπλιο τον Ιούλιο του 1825 πέτυχε τη συγκατάθεση όλων στο διάβημα που σχεδίαζε: «...να καταθέση επισήμως η Ελλάς τον αγώνα αυτής ενώπιον της Αγγλίας και να ζητήσει την αναγνώριση της πολιτικής προστασίας της Μεγάλης Βρετανίας.(...)»[153]. Το κείμενο που έμεινε γνωστό και σαν «Πράξη Υποταγής», («Act of Submission») εγκρίθηκε από το Βουλευτικό και το Εκτελεστικό Σώμα την 1η Αυγούστου του 1825. Κατόπιν προωθήθηκε ( και αφού το είχαν υπογράψει περίπου 2.000 προύχοντες και οπλαρχηγοί, εξαιρουμένων των Κουντουριώτη, Τομπάζη, Κωλέττη, Γκούρα και Υψηλάντη), στον Άγγλο Υπουργό των Εξωτερικών Τζωρτζ Κάνινγκ αλλά και στον Άγγλο Αρμοστή Φρέντερικ Άνταμ.
Ο Κάνινγκ αρνήθηκε την πρόταση και ούτε καν δέχτηκε τον κομιστή του κειμένου, Δημήτριο Μιαούλη, ωστόσο συνέχιζε να υποστηρίζει υπογείως τις προσπάθειες των επαναστατημένων Ελλήνων. Η ελληνική κοινή γνώμη, εν τω μεταξύ, ενθαρρυμένη από κάποιες στρατιωτικές και διπλωματικές επιτυχίες, άλλαξε γνώμη για την αναγκαιότητα αυτής της χειρονομίας και στράφηκε κατά του Μαυροκορδάτου.

Επιχειρήσεις στη Στερεά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πολιορκία του Μεσολογγίου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Έξοδος του Μεσολογγίου. Θεόδωρος Βρυζάκης, 1855.

Από τις αρχές του έτους οι ενωμένες στρατιές του Ιμπραήμ και του Κιουταχή πολιορκούσαν το Μεσολόγγι. Οι πολιορκημένοι του Μεσολογγίου απέρριψαν τις προτάσεις του Ιμπραήμ για παράδοση και επέλεξαν να συνεχίσουν να αντιστέκονται. Όμως η συντριπτική υπεροχή του αντιπάλου σε στρατιωτικές δυνάμεις καθιστούσε την προσπάθεια εξαιρετικά δύσκολη. Κατά τη διάρκεια του Φεβρουαρίου του 1826 οι Έλληνες κατάφερναν να αποκρούουν με επιτυχία τις επιθέσεις του Ιμπραήμ, προκαλώντας συνεχείς απώλειες στον στρατό του. Όμως από τον Μάρτιο η κατάσταση άρχισε να αλλάζει. Η κατάληψη σημαντικών νησίδων της λιμνοθάλασσας από τους Τούρκους και η αποτυχία του Μιαούλη να ανεφοδιάσει την πόλη στις αρχές Απριλίου, έφερε σε δυσχερέστατη θέση τους αμυνομένους. Η κατάσταση στην πόλη ήταν πλέον δραματική. Τα τρόφιμα είχαν σχεδόν τελειώσει και τα πολεμοφόδια είχαν λιγοστέψει σημαντικά. Μπροστά σε αυτή την κατάσταση το συμβούλιο των οπλαρχηγών και προκρίτων της πόλης πήρε την απόφαση για την έξοδο των κατοίκων από το Μεσολόγγι. Η έξοδος ορίστηκε για τη νύχτα του Σαββάτου του Λαζάρου (10 Απριλίου) με ξημερώματα Κυριακής των Βαΐων (11 Απριλίου). Το σχέδιο της εξόδου πιθανότατα προδόθηκε, με αποτέλεσμα οι τουρκοαιγύπτιοι να απαντήσουν με σφοδρή επίθεση που συνοδεύτηκε από σφαγή. Χιλιάδες Έλληνες σφαγιάστηκαν, αιχμαλωτίστηκαν και μόνο 1.500 περίπου κατάφεραν να διασωθούν. Η ηρωική έξοδος του Μεσολογγίου συγκλόνισε την Ευρωπαϊκή κοινή γνώμη και συνέβαλε καθοριστικά, στην αλλαγή στάσης των μεγάλων δυνάμεων της εποχής, υπέρ της Ελλάδας. Η πτώση του Μεσολογγίου οδήγησε σε παραίτηση την Κυβέρνηση Κουντουριώτη και τη διαδέχτηκε η κυβέρνηση Ζαΐμη. Η τρίτη εθνοσυνέλευση που είχε ξεκινήσει τις διεργασίες της στην Επίδαυρο διαλύθηκε.

Ανατολική Στερεά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Κιουταχής, σχέδιο του Τζοβάνι Μπότζι.

Μετά την πτώση του Μεσολογγίου ο Κιουταχής στράφηκε προς την Αθήνα για να αναλάβει την πολιορκία της πόλης και ο Ιμπραήμ πέρασε ξανά στην Πελοπόννησο. Την παρενόχληση του Κιουταχή ανέλαβε ο Καραϊσκάκης που με μία σειρά επιχειρήσεων κατέστρεφε τις προσπάθειες ανεφοδιασμού των Τούρκων. Τον Νοέμβριο του 1826 πέτυχε καθοριστικής σημασίας νίκη στη μάχη της Αράχωβας απέναντι σε τουρκικό σώμα υπό τη διοίκηση του Μουσταφάμπεη. Ο Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο στράφηκε κατά της Μάνης που συνέχιζε να παραμένει ελεύθερη και να διαθέτει ακέραιο το στρατιωτικό της δυναμικό καθώς δεν είχε εμπλακεί στον Ελληνικό εμφύλιο, όμως απέτυχε τρεις φορές να υποτάξει τους Μανιάτες γνωρίζοντας απανωτές ήττες, στον Διρό, στη Βέργα και στον Πολυάραβο και στη συνέχεια αδράνησε περιμένοντας νέες ενισχύσεις από την Αίγυπτο.

Σε διπλωματικό επίπεδο υπογράφηκε το πρωτόκολλο της Πετρούπολης, μεταξύ Άγγλων και Ρώσων με το οποίο τα δύο κράτη δέχονταν ως λύση την αυτονομία της Ελλάδας και δεσμεύτηκαν να μεσολαβήσουν ώστε να τερματιστούν οι συγκρούσεις.[154][155]

Το στρατόπεδο του Καραϊσκάκη στην Καστέλα. Θεόδωρος Βρυζάκης, 1855.

Το 1827 υπήρξε το πλέον κρίσιμο έτος για την εξέλιξη της υπόθεσης του ελληνικού αγώνα, κατά το οποίο σημαντικά γεγονότα έλαβαν χώρα, τα οποία επιτάχυναν τις εξελίξεις προς την τελική λύση του ελληνικού αιτήματος για τη δημιουργία ανεξάρτητου κράτους[156]. Στις αρχές του 1827 οι Έλληνες αγωνίζονταν να διατηρήσουν την Ακρόπολη, την οποία πολιορκούσε στενά ο Κιουταχής. Για τη σωτηρία της Ακρόπολης συγκεντρώθηκε ελληνικός στρατός στην Αττική υπό τις διαταγές του Γεώργιου Καραϊσκάκη και του Κάρολου Φαβιέρου. Ταυτόχρονα ο Φρανκ Άστιγξ με τον στόλο του εμπόδιζε τον ανεφοδιασμό του Κιουταχή από τη θάλασσα. Ο Καραϊσκάκης πέτυχε μεγάλη νίκη στη μάχη του Κερατσινίου άλλα στο Φάληρο τραυματίστηκε θανάσιμα και υπέκυψε. Μία μέρα μετά τον θάνατο του Καραϊσκάκη, οι Έλληνες ηττήθηκαν στη μάχη του Ανάλατου και λίγο αργότερα η φρουρά της Ακρόπολης αποφάσισε να διαπραγματευτεί τους όρους παράδοσής της.

Ανασύνταξη και πορεία προς ευρωπαϊκή επέμβαση (1826-1832)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από τις αρχές του 1825 η Ρωσία πρότεινε διεθνή συνάντηση στην Πετρούπολη με σκοπό την επίλυση του πολέμου στην Ελλάδα. Η Αγγλία αρνήθηκε να συμμετάσχει. Τον Δεκέμβριο του 1825 απεβίωσε ο τσάρος Αλέξανδρος και τον διαδέχθηκε ο Νικόλαος Α'. Αυτός διαμήνυσε στις ευρωπαϊκές δυνάμεις ότι ήταν αποφασισμένος να προχωρήσει σε πόλεμο με την Τουρκία. Η Αγγλία για να αποτρέψει αυτό το ενδεχόμενο έστειλε στην Πετρούπολη τον Ουέλινγκτον, τον νικητή του Βατερλώ, για συνεννοήσεις. Η Ρωσία συνήψε μυστική συμφωνία με τον Ουέλινγκτον την 4 Απριλίου 1826 που προέβλεπε μια διεθνή επέμβαση υπέρ των Ελλήνων.[157] Την ίδια περίοδο που βρίσκονταν σε εξέλιξη οι μάχες στην Αττική, ξεκίνησαν οι εργασίες της τρίτης εθνοσυνέλευσης. Η εθνοσυνέλευση δεν ξεκίνησε ομαλά αφού οι δύο αντίπαλες παρατάξεις εκείνης της περιόδου απεύθυναν κάλεσμα για συγκέντρωση σε διαφορετικό τόπο. Η μία πλευρά συγκεντρώθηκε στην Ερμιόνη της Αργολίδας και ξεκίνησε της εργασίες της εθνοσυνέλευσης ενώ η άλλη πλευρά επέλεξε ως τόπο συγκέντρωσης την Αίγινα. Τελικά επήλθε συμβιβασμός μεταξύ τους και η εθνοσυνέλευση μεταφέρθηκε στην Τροιζήνα. Η τρίτη εθνοσυνέλευση εξέλεξε τον Ιωάννη Καποδίστρια κυβερνήτη της Ελλάδας και όρισε μία τριμελή αντικυβερνητική επιτροπή που θα τον αντικαθιστούσε μέχρι την άφιξή του. Την ηγεσία του στρατού την ανέθεσε στον Ρίτσαρντ Τσωρτς και την ηγεσία του στόλου στον Τόμας Κόχραν. Η εθνοσυνέλευση ψήφισε ένα νέο σύνταγμα που υπήρξε περισσότερο φιλελεύθερο από το προηγούμενο.

Η ναυμαχία του Ναυαρίνου.

Λίγο μετά την πτώση της Αθήνας η κατάσταση στο στρατόπεδο των Ελλήνων ήταν δραματική. Οι Έλληνες ήταν περιορισμένοι στη Μάνη, στην ανατολική Πελοπόννησο (Ναύπλιο) και στα νησιά του Αργοσαρωνικού και απειλούνταν ταυτόχρονα από τον στρατό του Κιουταχή και του Ιμπραήμ. Στο Ναύπλιο είχε ξεσπάσει νέος εμφύλιος με εκπροσώπους των δύο πλευρών τον Γρίβα και τον Φωτομάρα. Η μία πλευρά είχε οχυρωθεί στο Παλαμήδι και η άλλη στην Ακροναυπλία και αντάλλασσαν πυρά. Η λύση για τους Έλληνες δόθηκε από μία νέα συνθήκη που υπέγραψαν οι τρεις μεγάλες δυνάμεις, Αγγλία, Ρωσία και Γαλλία, τον Ιούλιο του 1827. Με την Ιουλιανή συμφωνία, όπως είναι γνωστή, οι τρεις μεγάλες δυνάμεις δεσμεύονταν να τηρήσουν τη συμφωνία της Πετρούπολης και επιπλέον αποκτούσαν τη δυνατότητα να παρέμβουν και στρατιωτικά εφόσον χρειαστεί.[158] Σύντομα οι στόλοι των τριών δυνάμεων κατέπλευσαν στο Ιόνιο για να επιτηρήσουν τη συμφωνία. Ο Ιμπραήμ δεν έδειξε προθυμία να συμμορφωθεί με αποτέλεσμα σύντομα να προκληθεί σύγκρουση. Οι αντίπαλοι στόλοι συγκρούστηκαν στο Ναυαρίνο. Η ναυμαχία του Ναυαρίνου προκάλεσε τη συντριβή του στόλου του Ιμπραήμ και άνοιξε τον δρόμο για τη δημιουργία ελληνικού κράτους

Τα γεγονότα του 1828[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ιωάννης Καποδίστριας. Ελαιογραφία του Τόμας Λώρενς.

Στις αρχές Ιανουαρίου του 1828 κατέφθασε στην Ελλάδα ο Ιωάννης Καποδίστριας, εκλεγμένος κυβερνήτης της χώρας από την τρίτη εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας. Ο Καποδίστριας αναλάμβανε το δύσκολο έργο της ανόρθωσης της χώρας, σε μία περίοδο που η επανάσταση βρισκόταν σε κρίσιμη καμπή και η οικονομία ήταν κατεστραμμένη από τον μακροχρόνιο πόλεμο.

Μετά από σύντομη παραμονή στο Ναύπλιο, ακολούθησε μετάβασή του στην Αίγινα όπου βρισκόταν εγκατεστημένη η Αντικυβερνητική Επιτροπή. Παράλληλα με το υπόλοιπο μεταρρυθμιστικό του έργο προχώρησε άμεσα στην αναδιοργάνωση του στρατού και του στόλου, με σκοπό την επιτυχή συνέχιση της επανάστασης. Για τον σκοπό αυτό συγκέντρωσε στην Τροιζηνία τα στρατεύματα των ατάκτων και έδωσε εντολή στον Δημήτριο Υψηλάντη να οργανώσει τακτικό στρατό. Βασική μονάδα του τακτικού στρατού ορίστηκε η χιλιαρχία. Επίσης προχώρησε στην αναδιοργάνωση του στόλου. Από τις πρώτες αποστολές που ανέλαβε ο στόλος υπό την ηγεσία του Μιαούλη και του Κανάρη ήταν να πατάξει την πειρατεία στο Αιγαίο. Κυριότερα κέντρα της πειρατείας στο Αιγαίο ήταν οι Βόρειες Σποράδες, η Θάσος, η Γραμβούσα, το Καστελόριζο κ.α.. Με τη δράση του ελληνικού στόλου και την παράλληλη υποστήριξη του αγγλικού και γαλλικού στόλου τα ορμητήρια των πειρατών καταστράφηκαν. Οι επιχειρήσεις αυτές κατά τις πειρατείας, οι οποίες σε μεγάλο βαθμό υποκινήθηκαν από τις Μεγάλες Δυνάμεις, είναι ιδιαίτερα αμφιλεγόμενα σημεία της Ελληνικής επανάστασης καθώς εκτός από τους πειρατές τέθηκαν στο στόχαστρο και πολλοί Έλληνες επαναστάτες σε περιοχές οι οποίες οι Δυτικοί ήθελαν να επιστραφούν στους Οθωμανούς. [159]

Κατά την περίοδο που ξεκίνησαν οι επιχειρήσεις για την πάταξη της πειρατείας βρισκόταν σε εξέλιξη η εκστρατεία στη Χίο, η οποία είχε ξεκινήσει λίγο μετά τη Ναυμαχία του Ναυαρίνου με χρηματοδότηση Χίων εμπόρων. Παρά τις αρχικές επιτυχίες της, η εκστρατεία ολοκληρώθηκε τον Μάρτιο του 1828, χωρίς να έχει τελικά αίσια κατάληξη.[160] Η εκστρατεία αυτή δεν στηρίχτηκε επαρκώς από την κυβέρνηση Καποδίστρια καθώς κρίθηκε ασύμφορο να δαπανηθούν σημαντικές δυνάμεις, τη στιγμή που τα σχέδια των Μεγάλων Δυνάμεων δεν συμπεριλάμβαναν τη Χίο στο νέο ελληνικό κράτος.

Στο Ιόνιο και στον Κορινθιακό κόλπο η μοίρα του ελληνικού στόλου με διοικητή τον Φρανκ Άστιγξ, είχε έντονη δραστηριότητα. Τον Σεπτέμβρη του 1827 ο Άστιγξ είχε εμπλακεί σε ναυμαχία στον κόλπο της Ιτέας και με το πλεονέκτημα που του παρείχε το ατμόπλοιο Καρτερία, το πρώτο ατμόπλοιο που χρησιμοποιήθηκε ποτέ σε πολεμικές επιχειρήσεις, βύθισε τουρκική ναυαρχίδα και άλλα εχθρικά πλοία. Τον Νοέμβριο του 1827 άρχισε επιχειρήσεις στη λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου και του Αιτωλικού υποστηρίζοντας τις χερσαίες επιχειρήσεις που πραγματοποιούσε ο Ρίτσαρντ Τσωρτς. Αφού κατέλαβε τις νησίδες Βασιλάδι και Ντολμά προχώρησε σε αποκλεισμό του Αιτωλικού, άλλα σε μία απόπειρα προσέγγισης του οικισμού, τον Μάιο του 1828, τραυματίστηκε θανάσιμα.

Ενώ στη θάλασσα υπήρξε έντονη δραστηριότητα στις αρχές του 1828, στη στεριά επικρατούσε στασιμότητα. Στην Πελοπόννησο ο Ιμπραήμ εξακολουθούσε να ελέγχει το δυτικό τμήμα της χερσονήσου. Τον Φεβρουάριο του 1828 πραγματοποίησε εκστρατεία κατά της Τριπολιτσάς καταστρέφοντας ολοσχερώς την πόλη. Στη διάσκεψη του Λονδίνου τον Ιούλιο του 1828 αποφασίστηκε να αποσταλεί γαλλικό εκστρατευτικό σώμα στην Ελλάδα, ενώ παράλληλα οι Άγγλοι ήρθαν σε συμφωνία με τον Μωχάμετ Άλη στην Αλεξάνδρεια για την αποχώρηση του αιγυπτιακού στρατού από την Πελοπόννησο. Η γαλλική εκστρατευτική αποστολή υπό την αρχηγία του Νικολάου - Ιωσήφ Μαιζώνος αποβιβάστηκε στην Πελοπόννησο στα τέλη Αυγούστου και λίγες ημέρες αργότερα άρχισε η αποχώρηση των στρατευμάτων του Ιμπραήμ. Οι Αιγύπτιοι που είχαν έρθει αρχικά στην Ελλάδα υπολογίζονταν σε 40.000, ο στρατηγός Μαιζών υπολόγισε 21.000 αυτούς που αποχώρησαν. Οι Γάλλοι στη συνέχεια κατέλαβαν αμαχητί τα κάστρα της Μεθώνης, της Κορώνης, του Νεοκάστρου και της Πάτρας και μόνο στο κάστρο του Ρίου συνάντησαν κάποια αντίσταση που τους στοίχισε 25 άντρες. Μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου δεν απέμενε κανένα κάστρο της Πελοποννήσου στην κυριαρχία των Οθωμανών.

Το 1828 ο Πατριάρχης συνέταξε ένα σχέδιο για την επιστροφή στην κατάσταση όπως είχε πριν την επανάσταση: οι επαναστάτες θα ζητούσαν συγχώρεση από το Σουλτάνο και σε αντάλλαγμα θα τους δινόταν χάρη για τις πράξεις τους και θα εξαιρούνταν από την καταβολή του οφειλόμενου φόρου για τα προηγούμενα χρόνια, ενώ αφηνόταν να εννοηθεί ότι θα διατηρούσαν τις περιουσίες τους. Οι επαναστάτες, ωστόσο, δεν επιθυμούσαν να υπαχθούν και πάλι στην οθωμανική εξουσία, ενώ οι Οθωμανοί δε δέχτηκαν εξωτερική διαμεσολάβηση.[161]

Ο Δημήτριος Υψηλάντης.

Στη Στερεά οι κυριότερες επιχειρήσεις ξεκίνησαν το καλοκαίρι του 1828. Τις προσπάθειες ανακατάληψης της περιοχής ευνοούσε το ξέσπασμα του Ρωσοτουρκικού πολέμου, τον Απρίλιο του 1828. Στις 11 Αυγούστου 1828 οι δυνάμεις στις οποίες ήταν επικεφαλής ο Κίτσος Τζαβέλας μεταφέρθηκαν από το Λουτράκι στην παραλία της Σεργούλας, ανατολικότερα της Ναυπάκτου. Από εκεί στράφηκαν προς το Μαλανδρίνο και το Λιδωρίκι, αναγκάζοντας τους Τούρκους της περιοχής να αποσυρθούν στην Λομποτινά. Τα τουρκικά σώματα που στάλθηκαν να τους ενισχύσουν αντιμετωπίστηκαν επιτυχώς στο Μερμηγκάρι, στο Καστέλλι και κυρίως στη Γραμμένη Οξυά και στην Τέρνοβα. Απομονωμένες πλέον οι Οθωμανικές δυνάμεις στη Λομποτινά αποφάσισαν να διαφύγουν προς τη Ναύπακτο στις 22 Οκτωβρίου. Κατά την έξοδό τους έγιναν αντιληπτοί από τους Έλληνες και στη μάχη που ξέσπασε σχεδόν αποδεκατίστηκαν. Την ίδια περίοδο είχε ξεκινήσει επιχειρήσεις στην Ανατολική Στερεά ο Δημήτριος Υψηλάντης. Κατέλαβε αρχικά τη Δομβραίνα, στη συνέχεια το Δίστομο και ακολούθησε η κατάληψη της Αράχωβας.[160] Οι Οθωμανικές δυνάμεις της περιοχής φοβούμενες μην εγκλωβιστούν αποχώρησαν με αποτέλεσμα να καταληφθούν εύκολα από τον Δημήτριο Υψηλάντη, η Λιβαδειά, τα στενά της Πέτρας και το κάστρο της Βουδουνίτσας. Στη συνέχεια ο Δημήτριος Υψηλάντης αφού ενισχύθηκε και με νέες δυνάμεις κατέλαβε τη στρατηγική περιοχή της Άμπλιανης στον δρόμο Γραβιάς-Άμφισσας, η οποία του επέτρεψε την κατάληψη της Άμφισσας στις 17 Νοεμβρίου του 1828. Λίγες ημέρες μετά, στις 23 Νοεμβρίου 1828, οι δυνάμεις του Κίτσου Τζαβέλα εισήλθαν στο Καρπενήσι απελευθερώνοντας την πόλη.[162] Στη δυτική Ελλάδα το βάρος των επιχειρήσεων είχε μεταφερθεί στην περιοχή του Αμβρακικού. Τον Δεκέμβριο του 1828 σημειώθηκε η πρώτη σημαντική επιτυχία με την κατάληψη της Βόνιτσας (15 Δεκεμβρίου).

Στην Κρήτη η επανάσταση αναζωπυρώθηκε την άνοιξη του 1828 με την άφιξη στο νησί του οπλαρχηγού Χατζημιχάλη Νταλιάνη. Ο Νταλιάνης οχυρώθηκε στο Φραγκοκάστελλο στην περιοχή των Σφακίων, άλλα στη μάχη που δόθηκε στην περιοχή τον Μάιο, το στρατιωτικό του σώμα ηττήθηκε και ο ίδιος σκοτώθηκε. Κατά την αποχώρησή του το τουρκικό σώμα αντιμετώπισε ενέδρες Σφακιανών που εκμεταλλεύονταν το δύσβατο έδαφος της περιοχής με τα συνεχή φαράγγια, ενώ κατά τη διέλευσή του από την κοιλάδα του Κόρακα δέχτηκε επίθεση που του προξένησε μεγάλες απώλειες. Τον Ιούνιο ο Καποδίστριας διόρισε αρμοστή της Κρήτης τον Βαρώνο Ράινεκ. Η επανάσταση άρχισε να εξαπλώνεται. Κυριότερη επιχείρηση των επαναστατών ήταν η κατάληψη της Σητείας τον Δεκέμβριο του 1828.

Η αναζωπύρωση της επανάστασης και οι επιτυχίες στη Στερεά Ελλάδα προσέφεραν στον Ιωάννη Καποδίστρια τη διαπραγματευτική δυνατότητα να επιδιώξει στη συνδιάσκεψη του Πόρου, ευνοϊκότερη συνοριακή γραμμή για το νέο ελληνικό κράτος. Παρά τις ενέργειες του Καποδίστρια, το πρωτόκολλο του Λονδίνου του Νοεμβρίου 1828 περιόριζε το ελληνικό κράτος μόνο στην Πελοπόννησο και τα κοντινά της νησιά.[154][163]

Τα γεγονότα του 1829[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χάρτης με τις διαδοχικές επεκτάσεις του ελληνικού κράτους. Με σκούρο μπλε το αρχικό ελληνικό κράτος που όριζε το πρωτόκολλο του Λονδίνου του Αυγούστου 1832.

Στις αρχές του 1829 τουρκικό εκστρατευτικό σώμα 6.000 στρατιωτών ξεκίνησε από τη Λαμία με αρχηγό τον Μαχμούτ Πασά και προέλαυσε προς τη Λιβαδειά. Χωρίς να συναντήσει αντίσταση ανακατέλαβε την πόλη. Οι Έλληνες όμως οχύρωσαν τα ορεινά περάσματα γύρω της και ο Μαχμούτ φοβούμενος μην αποκοπούν οι δρόμοι ανεφοδιασμού του έστειλε ισχυρό στρατιωτικό σώμα να ανοίξει δρόμο προς τον Ευβοϊκό κόλπο. Κατά την πορεία του βρέθηκε αντιμέτωπο στο Μαρτίνο με την 6η χιλιαρχία του ελληνικού στρατού, αρχηγός της οποίας ήταν ο Βάσος Μαυροβουνιώτης. Στη μάχη που πραγματοποιήθηκε στις 29 Ιανουαρίου, επικράτησαν οι ελληνικές δυνάμεις. Τις επόμενες ημέρες η άφιξη νέων ελληνικών σωμάτων στη Βοιωτία ανάγκασε τις τουρκικές δυνάμεις να αποσυρθούν ξανά στη Λαμία.

Στις 23 Ιανουαρίου 1829 ο Καποδίστριας όρισε πληρεξούσιο κυβερνήτη της επαρχίας Στερεάς Ελλάδας τον αδερφό του Αυγουστίνο Καποδίστρια. Στο επόμενο διάστημα εντάθηκαν οι επιχειρήσεις στη Δυτική Ελλάδα για την ανακατάληψη του Μεσολογγίου και του Αιτωλικού. Αρχικά έπεσε το κάστρο του Αντιρρίου και ακολούθησε η πτώση της Ναυπάκτου. Οι επιτυχίες του ελληνικού στόλου που είχε εισέλθει στον Αμβρακικό με την κατάληψη του κάστρου της Βόνιτσας και του Καρβασαρά, απομόνωσαν το Μεσολόγγι και το Αιτωλικό, οι φρουρές των οποίων παραδόθηκαν λίγες ημέρες αργότερα. Μέχρι τα τέλη Μαΐου το σύνολο σχεδόν της σημερινής Αιτωλοακαρνανίας βρισκόταν στον έλεγχο των Ελλήνων.

Οι μόνες περιοχές νότια της Λαμίας που παρέμεναν ακόμα στον έλεγχο των Οθωμανών ήταν η Εύβοια και η Αθήνα. Για τον ανεφοδιασμό τους ξεκίνησε από τη Λάρισα τον Αύγουστο του 1829 εκστρατευτικό σώμα με αρχηγό τον Ασλάνμπεη. Το σώμα του Ασλάνμπεη είχε επιπλέον αποστολή να συγκεντρώσει 3.000 στρατιώτες και να τους μεταφέρει στα ανοικτά μέτωπα του Ρωσοτουρκικού πολέμου. Επιστρέφοντας η στρατιά του Ασλάνμεη από την Αττική βρέθηκε αντιμέτωπη στα στενά της Πέτρας με τον ελληνικό στρατό του Υψηλάντη που είχε οχυρώσει το πέρασμα. Στη μάχη που δόθηκε στις 12 Σεπτεμβρίου 1829 οι Τούρκοι είχαν σημαντικές απώλειες. Επειδή κύρια αποστολή της εκστρατείας των Τούρκων ήταν η μεταφορά στρατιωτών στα μέτωπα του Ρωσοτουρκικού πολέμου και η διέλευση από το πέρασμα χωρίς μεγάλες απώλειες φαινόταν αδύνατη, ο Τούρκος διοικητής πρότεινε στον Υψηλάντη συνθηκολόγηση. Με τη συνθήκη που υπογράφτηκε μεταξύ των δύο πλευρών οι Τούρκοι δέχτηκαν να εκκενώσουν ολόκληρη την Ανατολική Ελλάδα νότια της Λαμίας, εξαιρούμενης της Ακρόπολης των Αθηνών και του φρουρίου Καράμπαμπα.[164] Η μάχη της Πέτρας υπήρξε η τελευταία μάχη της επανάστασης, καθώς με αυτή ολοκληρώθηκαν οι επιχειρήσεις ανακατάληψης της Στερεάς Ελλάδας.

Στο διπλωματικό πεδίο, ένα νέο Πρωτόκολλο του Λονδίνου, που υπογράφηκε στις 10 Μαρτίου του 1829 (παλιό ημερολόγιο) ανέτρεπε το δυσμενές για την ελληνική πλευρά πρωτόκολλο του Νοεμβρίου του 1828. Με το νέο πρωτόκολλο τα σύνορα του νέου ελληνικού κράτους ορίζονταν στη γραμμή Αμβρακικού - Παγασητικού. Παράλληλα, η Ελλάδα αποκτούσε καθεστώς αυτονομίας υπό Οθωμανική επικυριαρχία, έχοντας την υποχρέωση να καταβάλλει σ’ αυτή ετήσιο φόρο 1.500.000 γρόσια. Η νέα συμφωνία εξακολουθούσε να αφήνει ανικανοποίητη την ελληνική πλευρά που στόχευε στην ανεξαρτησία. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία από την πλευρά της απέρριψε αρχικά το πρωτόκολλο, όμως μετά την ήττα της από τη Ρωσία στον μεταξύ τους πόλεμο, υποχρεώθηκε στις 15 Αυγούστου 1829 να το δεχτεί, καθώς συμπεριλαμβανόταν στους όρους της Συνθήκης της Αδριανούπολης.[εκκρεμεί παραπομπή]

Το Πρωτόκολλο Ανεξαρτησίας του 1830 και τα σύνορα του 1832[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Έλληνες - Τίτλος σελίδας της συλλογής προσωπογραφιών των ηγετών της ελληνικής επανάστασης του 1821, Άνταμ Φρίντελ.

Η Ελλάδα απέκτησε την ανεξαρτησία της από την Οθωμανική Αυτοκρατορία με Πρωτόκολλο το οποίο υπογράφηκε στο Λονδίνο στις 22 Ιανουαρίου 1830 μεταξύ Μεγάλης Βρετανίας, Γαλλίας και Ρωσίας. Το Άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου αναφέρει ότι «Η Ελλάδα θα αποτελέσει ανεξάρτητο Κράτος και θα απολαμβάνει όλα τα δικαιώματα, πολιτικά, διοικητικά και εμπορικά, τα οποία συνδέονται με πλήρη ανεξαρτησία.»[165]

Τα πρώτα σύνορα του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, όπως τα καθόριζε το Πρωτόκολλο, το οποίο έγινε γνωστό ως «Πρωτόκολλο της Ανεξαρτησίας», ήταν οι ποταμοί Ασπροπόταμος (Αχελώος) στα δυτικά και Σπερχειός στα βόρεια.[165][154][163]

Η επαναφορά των συνόρων στη γραμμή Αμβρακικού - Παγασητικού έγινε με μεταγενέστερο πρωτόκολλο, το οποίο υπογράφτηκε στο Λονδίνο τον Αύγουστο του 1832.[166]

Σύμφωνα με το Πρωτόκολλο του 1832, έξω από τα όρια της ελληνικής επικράτειας παρέμενε η Κρήτη στην οποία η επανάσταση βρισκόταν σε εξέλιξη σε όλη τη διάρκεια του 1829. Μετά τη συμφωνία για ανεξαρτητοποίηση της Ελλάδας, στόλος των μεγάλων δυνάμεων επέβαλε την ειρήνευση στο νησί.[167] Πολλοί Κρήτες τότε από επαναστατημένες περιοχές του νησιού κατέφυγαν σε περιοχές του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, αποτελώντας ένα από τα πρώτα μεγάλα κύματα προσφύγων.[εκκρεμεί παραπομπή]

Έξω από τα όρια του ελληνικού κράτους παρέμενε και η Σάμος. Με το πρωτόκολλο όμως του Λονδίνου του 1832, το νησί αποτέλεσε αυτόνομη περιοχή, γνωστή ως Ηγεμονία της Σάμου. Η Σάμος διατήρησε αυτό το καθεστώς για ογδόντα χρόνια, μέχρι την ενσωμάτωσή της στην Ελλάδα το 1912.[168]

Θέματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ιδέες και ταυτότητα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ενώ οι λόγιοι πρωτεργάτες του εθνικού κινήματος των Ελλήνων εμπνέονταν από την αρχαία Ελλάδα και χρησιμοποιούσαν μία αργάζουσα μορφή της ελληνικής, την καθαρεύουσα, oι ίδιοι οι εξεγερμένοι ήταν ομιλητές της δημοτικής. Ο E. Hobsbawm ισχυρίζεται πως η αναδρομή στην αρχαιότητα δεν έπαιξε κανένα ρόλο στους απλούς αγωνιστές και ότι αυτοί πολεμούσαν περισσότερο για τη Ρώμη παρά για την Ελλάδα.[169]

Για τους πολεμιστές η επανάσταση είχε έντονο θρησκευτικό χαρακτήρα: τα γεγονότα της επανάστασης αποδίδονταν στο Θεό, την κήρυξη της και τη διεξαγωγή των πολεμικών συγκρούσεων πλαισίωναν θρησκευτικές ακολουθίες και τελετουργίες (δοξολογίες, λειτουργίες, ορκωμοσίες και αγιασμοί) και τα επαναστατικά λάβαρα έφεραν θρησκευτικά σύμβολα, κυρίως το σταυρό.[170] Επικρατέστερος ως τότε όρος αυτοπροσδιορισμού ήταν το «Ρωμιοί» ή «Ρωμαίοι», ενώ περιορισμένη διάδοση είχε γνωρίσει τα χρόνια εκείνα ο προβαλλόμενος από δυτικού προσανατολισμού λογίους, όπως ο Αδαμάντιος Κοραής, όρος «Γραικοί»,[171] αλλά μέσα στους πρώτους μήνες της Επανάστασης γενικεύτηκε ακόμη και ανάμεσα στους μη εγγράμματους η χρήση της ονομασίας «Έλληνες» αποκλειστικά για τους επαναστατημένους.[172] Η ονομασία αυτή υποδήλωνε ανδρεία και μεγαλείο και εμψύχωνε τους πολεμιστές, καθώς τους ταύτιζε με τους Έλληνες της λαϊκής φαντασίας, θρυλικά όντα του απώτατου παρελθόντος με γιγαντιαίες διαστάσεις και υπερφυσική δύναμη.[173]
Από την αρχή της Επανάστασης έγινε αντιληπτό ότι πρόκειται για μια Ελληνο-Οθωμανική σύγκρουση με θρησκευτικό και εθνικό χαρακτήρα καθώς η κάθε πλευρά προέβαινε σε ακρότητες και αντίποινα. Κατά τον ιστορικό L. Stavrianos oι σφαγές ήταν απαραίτητο συνοδευτικό ενός αγώνα που ταυτόχρονα έφερνε αντιμέτωπους Έλληνες υπηκόους εναντίον Τούρκων αφεντάδων, Έλληνες χωρικούς εναντίον Τούρκων γεωκτημόνων και Έλληνες χριστιανούς εναντίον Τούρκων μουσουλμάνων. Οι αμοιβαίες επιθέσεις των πρώτων μηνών όχι μόνο ενέτειναν τη θρησκευτική έχθρα αλλά έκαναν την επανάσταση έναν αγώνα για ιερή αντεκδίκηση, έναν αγώνα όπου η εθνική ταυτότητα βάθαινε τη θρησκευτική διαφορά.[174]

Συμμετοχή των γυναικών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Λιθογραφία του Άνταμ Φρίντελ που δείχνει τη Μαντώ Μαυρογένους.

Οι γυναίκες συμμετείχαν ενεργά στην Ελληνική Επανάσταση, όχι μόνο υποστηρίζοντας ηθικά και υλικά τους αγωνιστές άντρες των οικογενειών τους, αλλά συμμετέχοντας και οι ίδιες συχνά στις μάχες, τόσο στην ξηρά όσο και στη θάλασσα. Αν και οι γυναίκες που ζούσαν στις ορεινές περιοχές της Ελλάδας γνώριζαν να χειρίζονται όπλα, ήταν ιδιαίτερα στη Μάνη, το Σούλι και το Μεσολόγγι που πήραν τα όπλα και συμμετείχαν στον ένοπλο αγώνα.[175] Στο Σούλι τα κατορθώματα της Μόσχως Τζαβέλα, της Δέσπως Μπότση, της Ελένης Μπότσαρη, αλλά και εκείνα που πραγματοποίησαν οι κόρες τους και οι εγγονές τους, αποτέλεσαν αντικείμενο πολλών δημοτικών τραγουδιών και έγιναν πηγή έμπνευσης για όλες τις επαναστατημένες γυναίκες κατά τη διάρκεια του ελληνικού αγώνα για την ανεξαρτησία. Στη Μάνη από τους 1.500 αμυνόμενους στη μάχη του 1826 ενάντια στις Τουρκικές και Αιγυπτιακές δυνάμεις, οι 1.000 ήταν γυναίκες.[175]

Όμως και στον αγώνα στη θάλασσα οι γυναίκες επέδειξαν έντονη αγωνιστικότητα και συνέβαλλαν έμπρακτα στην Επανάσταση με παραδείγματα τη Μαντώ Μαυρογένους, τη Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα και τη Δόμνα Βισβίζη από την Αίνο της Θράκης. Ειδικά η Μπουμπουλίνα, εκτός από την συμμετοχή της ως επαναστατική ηγέτιδα, υποστήριξε τον αγώνα και οικονομικά.[175] Η Θρακιώτισσα Δόμνα Βισβίζη ήταν καπετάνισσα και μαζί με τον σύζυγό της Αντώνη Βισβίζη και τα παιδιά τους συμμετείχαν στη ναυμαχία της Λέσβου, της Σάμου και του Ευρίπου[176] Στη ναυμαχία του Ευρίπου ο σύζυγός της σκοτώθηκε και η Δόμνα ανέλαβε η ίδια το πλοίο και αργότερα το δώρισε στο κράτος για να μετατραπεί σε πυρπολικό. Γυναίκες εύπορων οικογενειών Φαναριωτών χρησιμοποίησαν την επιρροή τους και τον πλούτο τους για να προωθήσουν μυστικά και παρασκηνιακά τους σκοπούς των Ελλήνων και επηρέασαν τη δράση αλλά και την τύχη του Οικουμενικού Πατριαρχείου.[177]

Η Μπουμπουλίνα σε πίνακα του Πέτερ φον Ες.
Η Σφαγή της Χίου. Έργο του Ευγένιου Ντελακρουά του 19ου αι.

Φιλελληνισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Φιλελληνισμός

Ξένοι υπήκοοι, κυρίως από τη Γαλλία, την Αγγλία και την Ιταλία βοήθησαν την Ελληνική Επανάσταση με διάφορους τρόπους. Ως κίνημα, ο φιλελληνισμός υπήρξε και πριν από την Επανάσταση του '21 και σχετίζεται με το ενδιαφέρον των Ευρωπαίων για τον κλασσικό ελληνισμό. Πολλοί γνωστοί φιλέλληνες χρηματοδότησαν την επανάσταση ή συνεισέφεραν μέσω του καλλιτεχνικού τους έργου. Πολλοί άλλοι όπως ο Λόρδος Μπάιρον, πήραν ακόμη και τα όπλα για να ενταχθούν στους Έλληνες επαναστάτες. Όταν αποφάσιζαν να ξεκινήσουν να έλθουν στην Ελλάδα, είχαν προβλήματα, όπως οικονομικές επιβαρύνσεις, δυσκολίες στη μετακίνηση και απαγορεύσεις των αρχών των πατρίδων τους ή άλλων χωρών. Πολλές φορές υπήρχαν και μεταξύ τους διαιρετικοί παράγοντες και επίσης είχαν να συναντήσουν ελλείψεις στην οργάνωση και απροθυμία αποδοχής από τους τους τοπικούς πολιτικούς και στρατιωτικούς αρχηγούς. Καθ' όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, οι φιλέλληνες συνέχισαν να υποστηρίζουν την Ελλάδα πολιτικά και στρατιωτικά.

Επακόλουθα και αποτίμηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εορτασμός της 25ης Μαρτίου στην Πάτρα το 1930 για τη συμπλήρωση 100 ετών του νέου ελληνικού κράτους.

Η Ελληνική Επανάσταση υπήρξε ιδιαίτερος σταθμός της ιστορίας του Νεώτερου Ελληνισμού, καθώς οδήγησε στην ίδρυση ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Ενέπνευσε τις επόμενες γενεές των Ελλήνων για διαδοχικές απελευθερωτικές εξορμήσεις και σε καιρούς δοκιμασίας τις εμψύχωσε για υπομονή και αντίσταση. Σύμφωνα με την άποψη του ιστορικού και πολιτικού Σπυρίδωνα Τρικούπη («Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης» Τόμος Α', Προοίμιο: «Αίτια της Ελληνικής Επανάστασης», «Νέα Σύνορα» - Α.Α. Λιβάνης, Αθήνα, 1993, σελ. 29) η πολιτική μεταβολή που συντελέστηκε στον ελλαδικό χώρο, στις νοτιοδυτικές δηλαδή επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με τη δημιουργία ανεξάρτητου Ελληνικού Κράτους ως αποτέλεσμα επιτυχούς εκδήλωσης γενικευμένου επαναστατικού κινήματος, ήταν αναμενόμενη, με το δεδομένο ότι, μεταξύ των δύο εθνών (Οθωμανοί Τούρκοι - χριστιανοί Έλληνες), το κυρίαρχο μέρος παρέμενε επί αιώνες, στάσιμο, ενώ το κυραρχούμενο προόδευε και εξελισσόταν/αναπτύσσονταν. Όταν μάλιστα, οι υπόδουλοι συνειδητοποίησαν τη δύναμή τους, έναντι μία νωθρής και παρηκμασμένης εξουσίας, όπως ήταν η Οθωμανική, τότε κινήθηκαν οργανωμένα και μεθοδικά για την αποτίναξή της, παρά την άσχημη εμπειρία της προηγούμενης ανάλογης προσπάθειας (1770). Την αφορμή μόνο, για αυτή τη διαδικασία μεταβολής, έδωσε η εμφάνιση της «Φιλικής Εταιρείας», που πάντα σύμφωνα με τον Τρικούπη (ο. πρ. σελ. 32) στάθηκε ένα κομβικό γεγονός.

Τον επόμενο αιώνα, καθώς μικρό μόνο τμήμα των ιστορικών ελληνικών χωρών περιλαμβανόταν στο νέο κράτος, η προσπάθεια υλοποίησης της Μεγάλης Ιδέας, της διεύρυνσης δηλαδή των ελληνικών συνόρων ώστε να περιλάβουν το σύνολο των περιοχών αυτών, αποτέλεσε βασικό άξονα της ελληνικής πολιτικής.

Η κοινή επιδίωξη των υποστηρικτών τόσο της μοναρχίας όσο και αβασίλευτων πολιτευμάτων κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, η δημιουργία πολιτεύματος «παραστατικού», δηλαδή κοινοβουλευτικού και συνταγματικού,[178] επιτεύχθηκε με την Επανάσταση του 1843, ως αποτέλεσμα της συμμαχίας φιλελεύθερων επικριτών της απόλυτης οθωνικής μοναρχίας και των παραγκωνισμένων προεστών [179]

Η Ελληνική Επανάσταση ήταν η μόνη από τις φιλελεύθερες επαναστάσεις των ετών 1820-1822 που ευοδώθηκε. Έτσι, τη δεκαετία του 1820 η Ελλάδα έγινε η πηγή έμπνευσης του διεθνούς φιλελευθερισμού[180] και προκάλεσε το κίνημα του Φιλελληνισμού ενώ το ελληνικό ζήτημα απασχόλησε την ευρωπαϊκή διπλωματία επί δώδεκα χρόνια. Παρέσυρε τις κυβερνήσεις Μεγάλων Δυνάμεων να ενδιαφερθούν θετικά για την τύχη της, να συνεργαστούν και να υπογράψουν Πρωτόκολλα και Συνθήκες για την αίσια έκβασή της, σε αντίθεση με την τότε πολιτική τους. Απετέλεσε, έτσι, ισχυρό πλήγμα για το καθεστώς της Ιεράς Συμμαχίας και σήμανε το θρίαμβο της αρχής των εθνοτήτων.[181] Καθώς ο γλωσσικός εξελληνισμός των αλλόφωνων εγγράμματων ορθοδόξων άρχισε να ταυτίζεται με την πολιτική υποστήριξη του νέου κράτους, εντάθηκε η άνοδος των εθνικισμών των υπόλοιπων βαλκανικών λαών.[182] Όσον αφορά στις επιπτώσεις που προκάλεσε η δημιουργία του ελληνικού ανεξάρτητου κράτους στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, η σημαντικότερη συνοψίζεται στην πραγματοποίηση εκ μέρους των σουλτανικών αρχών, προκειμένου να διατηρήσουν την πίστη και την υποταγή των υπηκόων τους, διαφόρων διοικητικών και άλλων μεταρρυθμίσεων, έτσι ώστε και να αποδείξουν προς τις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις ότι η αυτοκρατορία είχε τη δυνατότητα να ενσωματώσει στοιχεία του νεωτερικού συμβολισμού. Παράλληλα, ο σουλτάνος Μαχμούτ επεδίωκε με τον τρόπο αυτό να εμφανιστεί ως ένας δίκαιος, σοφός και αξιόπιστος ηγέτης που απαιτούσε το σεβασμό όλων των υποτελών πληθυσμών της επικράτειάς του, ανεξάρτητα με τη θρησκεία και την εθνική τους ταυτότητα[183].

Η 25η Μαρτίου είναι εθνική εορτή, όπως ορίστηκε με βασιλικό διάταγμα του Όθωνα στις 15 Μαρτίου του 1838 ως επέτειος της έναρξης της Επανάστασης.

Δημόσια ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Διαπιστώνεται ότι στη σύγχρονη (αρχές 21ου αι.) εποχή υπάρχει μια αύξηση του ενδιαφέροντος για την ιστορία, ακαδημαϊκή και μη («δημόσια»). Στη δημόσια σφαίρα το ενδιαφέρον για την ιστορία, περιλαμβανομένης της Επανάστασης του '21, παίρνει συχνά τη μορφή αντιπαραθέσεων με τη συμμετοχή συγγραφέων, αρθρογράφων και πολιτικών.[184]

Κινηματογράφος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 έχει εμπνεύσει πλήθος κινηματογραφιστών από τη δεκαετία του 1920 μέχρι σήμερα οδηγώντας στην παραγωγή περισσότερων από 20 κινηματογραφικών ταινιών με σχετικά θέματα. [185] Ενδεικτικά αναφέρονται οι παρακάτω:

Έτος Τίτλος Σκηνοθέτης
1959 Ζάλογγο, το κάστρο της Λευτεριάς Στέλιος Τατασόπουλος
Ο Αλή Πασάς και η κυρα-Φροσύνη Στέφανος Στρατηγός
Μπουμπουλίνα Κώστας Ανδρίτσος
1960 Η λίμνη των στεναγμών [186] Γρηγόρης Γρηγορίου
1961 Τα σαράντα παλικάρια Γιώργος Πετρίδης
1963 Σταυραετοί Παναγιώτης Κωνσταντίνου
1966 Η έξοδος του Μεσολογγίου Δημήτρης Δούκας
1971 Μαντώ Μαυρογένους Κώστας Καραγιάννης
Παπαφλέσσας Ερρίκος Ανδρέου
1972 Σουλιώτες Δημήτρης Παπακωνσταντής
1974 Η δίκη των δικαστών Πάνος Γλυκοφρύδης
1992 Μπάιρον, η μπαλάντα ενός δαιμονισμένου Νίκος Κούνδουρος
2017 Έξοδος 1826 Βασίλης Τσικάρας

Μουσική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1971 ο Δήμος Θεσσαλονίκης ανέθεσε στον Νίκο Αστρινίδη τη σύνθεση συμφωνικού έργου για τον εορτασμό της εκατονπεντακονταετίας από την Ελληνική Επανάσταση. Η χορωδιακή Συμφωνία «1821» εκτελέστηκε στις 27 Οκτωβρίου 1971 στα «ΣΤ' Δημήτρια».[187]

Ιστοριογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τις εξελίξεις της ιστοριογραφίας της Επανάστασης (και της Τουρκοκρατίας) στον 19ο και 20ό αιώνα συνοψίζει ο Αντώνης Λιάκος, σημειώνοντας την πολιτική αντιπαράθεση που προέκυψε στον 20ό αι. από τα σχετικά έργα των μαρξιστών Γεωργίου Σκληρού και Γιάνη Κορδάτου. Αργότερα ο Κ.Θ. Δημαράς εισήγαγε την έννοια του «νεοελληνικού διαφωτισμού» το 1945 και του Νίκου Σβορώνου που έδωσε έμφαση στην άνοδο μιας κοινωνικής τάξης με σύγχρονη δραστηριότητα. Η περίοδος της Αντίστασης κατά την Κατοχή αναβίωσε τις αναφορές στην Επανάσταση παράγοντας ιστορικές αναλογίες. Η λαϊκή ανάγνωση της ιστορίας είχε τη μορφή ενός σεναρίου όπου οι Έλληνες ήταν θύματα ξένης επέμβασης η οποία παρεμπόδισε την προσπάθεια του λαού για πρόοδο. Το μαρξιστικό και αντι-ιμπεριαλιστικό πνεύμα είναι εμφανές σ' αυτή την ανάγνωση. Ο Λιάκος παρατηρεί ότι πέρα από ό,τι συμβαίνει στο εσωτερικό της κοινότητας των ιστορικών, η λαϊκή χρήση της ιστορίας παραμένει στη δομή του εθνικού χρόνου όπως αυτή διαμορφώθηκε στους προηγούμενους δύο αιώνες.[188]

Τη μεταπολεμική περίοδο, στο κλίμα που όριζε ο παραλληλισμός της δεκαετίας του '40 με την Επανάσταση και η θεώρηση της επανάστασης διαζευκτικά ως γεγονότος εθνικού ή κοινωνικού, προς την προεπαναστατική περίοδο και την Επανάσταση στράφηκαν τα ερευνητικά ενδιαφέροντα των ιστορικών Σπύρου Ασδραχά και Βασίλη Κρεμμυδά, που ασχολήθηκαν ο πρώτος με τον αρματολισμό και έπειτα την αγροτική οικονομία, εισηγούμενος το σχήμα «παράδοση»-«νεωτερικότητα», και ο δεύτερος με την εμπορική και ναυτιλιακή οικονομία, ερευνώντας την οικονομική κρίση που προηγήθηκε της επανάστασης.[189]

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. ^ Όλες οι ημερομηνίες του άρθρου είναι σύμφωνες με το παλιό ημερολόγιο, το οποίο ίσχυε τότε στην Ελλάδα.
  2. ^ Η εταιρεία της Βιέννης ιδρύθηκε για οικονομική υποστήριξη εκείνης των Αθηνών.
  3. ^ Στην Αρεόπολη, πατρίδα των Μαυρομιχαλαίων, η τοπική παράδοση της Μάνης αναφέρει σαν ημέρα του ξεσηκωμού τις 17 Μαρτίου.[190]
  4. ^ Το σώμα ανασύρθηκε από το νερό από τον καπετάνιο κεφαλλονίτικου πλοίου που ήταν στην περιοχή και μεταφέρθηκε στην Οδησσό της Ρωσίας, όπου προκλήθηκε οργή στην ελληνική παροικία, τους ορθόδοξους Ρώσους αλλά και τον τσάρο της Ρωσίας, που διέταξε να γίνει η νεκρώσιμη ακολουθία με όλες τις τιμές και τον σεβασμό.
  5. ^ Το χαρέμι (η οικογένεια) του Χουρσίτ πασά βρισκόταν αποκλεισμένο στην Τρίπολη.
  6. ^ Μεταφέρθηκε στο Ζητούνι (Λαμία) και μετά την άρνησή του να συνεργαστεί με αντάλλαγμα αξιώματα και αμοιβές, βασανίστηκε και ανασκολοπίστηκε. Με τη θυσία του, η ελληνική εθνική συλλογική μνήμη κέρδισε έναν ήρωα-μάρτυρα, όμως η επανάσταση έχασε πολύ νωρίς, ένα πολύ σημαντικό και εμπειροπόλεμο οπλαρχηγό.
  7. ^ Στα ελληνικά τμήματα που αντιστάθηκαν στον Ξεριά, μετείχε και σώμα από τις Σπέτσες. Στη μάχη εκεί σκοτώθηκε και ο γιος της Μπουμπουλίνας, Γιάννης Γιαννούζας.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Εθνική Πινακοθήκη». Ανακτήθηκε στις 23 Μαρτίου 2014. 
  2. Παπαγεωργίου 2005, σελ. 111
  3. Η Ελλάδα του Μουσείου Μπενάκη. Αθήνα: Μουσείο Μπενάκη. 1997. σελ. 512. 
  4. Μαλτέζου Χρύσα, σ. "Η διαμόρφωση της ελληνικής ταυτότητας στη λατινοκρατούμενη Ελλάδα", Études Balkaniques, 6, 1999, σ. 118, 119
  5. [Anthony Kaldellis, "Hellenism in Byzantium : the transformations of Greek identity and the reception of the classical tradition", Cambridge University Press, 2007. Αναφέρεται στην παρουσίαση του βιβλίου από τον Kristoffel Demoen στο L'Antiquité Classique, (2009) 78 σ. 506, 507]
  6. Σβορώνος, Νίκος (1983). Ανάλεκτα Νεοελληνικής Ιστορίας και Ιστοριογραφίας. Αθήνα: Θεμέλιο. σελ. 225. 
  7. Σβορώνος, Νίκος (1983). Ανάλεκτα Νεοελληνικής Ιστορίας και Ιστοριογραφίας. Αθήνα: Θεμέλιο. σελ. 226. 
  8. Hatzopoulos 2009, σελ. 81-2
  9. Έφη Αλλαμανή (1975). «Έναρξη της Επαναστάσεως στην Ελλάδα. Εξάπλωση και τοπική επικράτησή της». Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. τόμ. ΙΒ΄. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών. σελ. 83. 
  10. Μαργαρίτης 2022, σελίδες 17-19.
  11. Hobsbawm 2008, σελ. 204.
  12. Seirinidou 2021, σελίδες 82-85.
  13. Seirinidou 2021, σελίδες 86-87.
  14. Seirinidou 2021, σελίδες 88-89.
  15. Μαργαρίτης 2020, σελίδες 52-53.
  16. Μαργαρίτης 2020, σελ. 23.
  17. Μαργαρίτης 2020, σελίδες 52-55.
  18. Μαργαρίτης 2022, σελ. 29.
  19. Μαζάουερ 2021, σελ. 23.
  20. Grenet 2021, σελίδες 38-42.
  21. Jourdan, σελ. 25· Μαζάουερ 2021, σελ. 20· Κολιόπουλος 2000, σελίδες 46-48.
  22. Grenet 2021, σελ. 40.
  23. Μαργαρίτης 2020, σελίδες 37-40.
  24. Μαργαρίτης 2020, σελ. 62.
  25. Μαργαρίτης 2020, σελίδες 63-65· Μαζάουερ 2021, Introduction: On Heroes, Greeks and Turks.
  26. Brewer 2011, The Philiki Etairia, σελ. 44· Chatzopoulos 2021, σελ. 121.
  27. Μαργαρίτης 2020, σελίδες 67-69.
  28. Κολιόπουλος 2000, σελ. 48, 50
  29. Κολιόπουλος 2000, σελ. 48, 50-52
  30. Κολιόπουλος 2000, σελ. 53, 63-5
  31. Κολιόπουλος 2000, σελ. 53-4
  32. Κολιόπουλος 2000, σελίδες 54-57· Kitromilides 1989, σελίδες 158-159, 179-180.
  33. Clogg 2013
  34. Παναγιωτόπουλος 2003, σελίδες 10-12· Παπαγεωργίου 2005, σελ. 84· Chatzopoulos 2021, σελ. 120.
  35. Παναγιωτόπουλος 2003, σελίδες 10-12· Παπαγεωργίου 2005, σελ. 84· Chatzopoulos 2021, σελ. 121-5.
  36. Chatzopoulos 2021, σελίδες 126-129.
  37. Chatzopoulos 2021, σελίδες 129-133.
  38. 38,0 38,1 Chatzopoulos 2021, σελίδες 133-134.
  39. Παναγιωτόπουλος 2003, σελ. 9-10.
  40. Clogg 2013· Κολιόπουλος 2000, σελ. 64.
  41. Κρεμμυδάς 1976-1977, σελ. 23, Κρεμμυδάς 2002, σελ. 74
  42. Κρεμμυδάς 2002, σελ. 75-6, 81, Κρεμμυδάς 1976-1977, σελ. 29-30
  43. Παναγιωτόπουλος 2003, σελίδες 23-4· Παπαγεωργίου 2005, σελ. 86· Chatzopoulos 2021, σελ. 134.
  44. Hatzopoulos 2009, σελίδες 82-3, 86-8, 90.
  45. Παναγιωτόπουλος 2003, σελ. 29
  46. Stathis 2007, σελ. 171
  47. Stathis 2007, σελ. 173-5
  48. 48,0 48,1 Stathis 2007, σελ. 168, 176
  49. ΙΕΕ, τ. 12, σσ. 14-15, Παναγιωτόπουλος 2003, σελ. 24, 26-8
  50. Chatzopoulos 2021, σελ. 133.
  51. Μαργαρίτης 2020, σελίδες 101-102.
  52. Μαργαρίτης 2020, σελ. 106.
  53. Μαργαρίτης 2020, σελίδες 101-102 & 107-108.
  54. Μαργαρίτης 2020, σελίδες 109-111.
  55. Μαζάουερ 2021, σελ. 79.
  56. Μαζάουερ 2021, σελ. 79· Μαργαρίτης 2020, σελ. 168.
  57. Μαργαρίτης 2020, σελίδες 168-171.
  58. Μαργαρίτης, σελίδες 172-173.
  59. Μαζάουερ 2020, σελίδες 55-56.
  60. Μαζάουερ 2020, σελίδες 56-59.
  61. Μαργαρίτης 2020, σελίδες 109-110.
  62. Μαζάουερ 2021, σελ. 26· Μαργαρίτης 2020, σελ. 117.
  63. Μαζάουερ 2021, σελ. 26· Μαργαρίτης 2020.
  64. Μαργαρίτης 2020, σελ. 115.
  65. Μαργαρίτης 2020, σελίδες 115-116: O Μαρκ Μαζάουερ συμφωνεί ότι διακύρηξη του Υψηλάντη εξέθεσε και εν τέλει εμπόδισε τον Τσάρο να δράσει, ακόμη και αν ήθελε (Μαρκ Μαζάουερ, 2020, σελ 61-62
  66. Μαργαρίτης 2020, σελίδες 116-118.
  67. Μαργαρίτης 2020, σελίδες 118-119.
  68. Μαζάουερ 2020, σελίδες 61-62.
  69. 69,0 69,1 Μαργαρίτης, σελίδες 128-129.
  70. Μαργαρίτης, σελίδες 129-130.
  71. 71,0 71,1 Μαργαρίτης, σελίδες 130-132.
  72. Μαζάουερ 2020, σελ. 63.
  73. Μαργαρίτης, σελίδες 133-135.
  74. Μαργαρίτης, σελίδες 137-142· Μαζάουερ 2020, σελ. 64.
  75. Μαργαρίτης, σελίδες 137-142.
  76. Μαζάουερ 2020, σελίδες 63-67.
  77. Μαζάουερ 2020, σελίδες 67-69.
  78. Μαργαρίτης 2020, σελίδες 173-174.
  79. 79,0 79,1 Μαργαρίτης 2020, σελίδες 175-177.
  80. Γ. Αναπλιώτης, σ. 22, 23, 35, 36.
  81. Μαζάουερ 2020, σελίδες 97-98.
  82. Μαργαρίτης 2020, σελίδες 177-178.
  83. Μαργαρίτης 2020, σελίδες 181-182.
  84. Μαργαρίτης 2020, σελ. 182.
  85. Μαργαρίτης 2020, σελ. 184.
  86. Αλλαμανή, «Έναρξη της Επαναστάσεως στην Ελλάδα», ό.π., σελ. 86.
  87. Διονύσιος Κόκκινος (1940). Η Ελληνική Επανάστασις. τόμ. Α΄ (2η έκδοση). Αθήνα: Τύποις Παναγιωτίδη & Παύλου. σελίδες 253–254. 
  88. Μαργαρίτης 2020, σελίδες 180-190.
  89. Κόκκινος, Η Ελληνική Επανάστασις (²1940), τόμ. Α΄, σελ. 256.
  90. Μαργαρίτης 2020, σελίδες 192-194.
  91. 91,0 91,1 Μαζάουερ 2020, σελ. 102-104.
  92. Μαργαρίτης· Μαζάουερ 2020.
  93. Μαζάουερ 2020, σελ. 103.
  94. Μαζάουερ 2020, σελίδες 104 105.
  95. Μαργαρίτης 2020, σελίδες 199-201.
  96. Μαζάουερ 2020, σελίδες 110-114· Μαργαρίτης 2020, σελίδες 252-254.
  97. Μαργαρίτης 2020, σελ. 255.
  98. Παναγιωτόπουλος 2015, σελ. 108 - 109.
  99. Μαργαρίτης 2020, σελ. 256-261.
  100. Μαζάουερ 2020, σελίδες 113-114· Μαργαρίτης 2020, σελίδες 256-261.
  101. Μαργαρίτης 2020, σελίδες 264-272.
  102. Μαργαρίτης 2020, σελίδες 275-278.
  103. Μαργαρίτης 2020, σελίδες 287-290· Μαζάουερ 2020, σελίδες 116.
  104. Μαργαρίτης 2020, σελίδες 208-301· Μαζάουερ 2020, σελίδες 120-121.
  105. Tzakis 2021, σελ. 267.
  106. Μαζάουερ 2020, σελ. 120.
  107. Μαργαρίτης 2020, σελ. 302.
  108. Μαργαρίτης 2020, σελίδες 302-303.
  109. Stathis 2007, σελ. 176.
  110. Stathis 2007, σελίδες 178-179.
  111. 111,0 111,1 Karasarinis 2021, σελίδες 302-303.
  112. Erdem 2005, σελ. 67, 82
  113. "Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια" τομ. Α', σελ.66
  114. Erdem 2005, σελ. 67-8
  115. "Γενική αναφορά, υπογεγραμμένη και εσφραγισμένη, εν γενική Συνελεύσει, υπό των Μωαμεθανών της Ιερουσαλήμ, αποσταλείσα προς την Α. Μεγαλειότητα τον Σουλτάνον κατά το 1232 έτος εγείρας", περιοδικό "Νέα Σιών", Εν Ιεροσολύμοις, τομ. ΙΣΤ' (1921), σ. 296, 297.
  116. Δεσποτόπουλος Αλέξανδρος, στην ΙΕΕ, τόμ. ΙΒ', σ. 135.
  117. Οικονόμος, Κωνσταντίνος(ο εξ Οικονόμων), Λόγοι εκκλησιαστικοί εκφωνηθέντες εν τη Γραικική Εκκλησία της Οδησσού κατά το αωκα'-αωκβ' έτος, Βερολίνο, 1833, σελ. 246
  118. Δημήτριος Α. Πετρόπουλος (καθηγητής 1938-39), Λαογραφικά Σκοπού Ανατολικής Θράκης, Αρχείον του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού, Τόμος Ε’, Εν Αθήναις.
  119. Απόστολος Δημοσθ. Ψαθάς, (1970), Βασιλική Μητρακλή – Ψαθά: Ο Σκοπός Ανατολικής Θράκης, Αρχείον Θράκης, 35ος Τόμος, Αθήναι
  120. Charles A. Frazee, The Orthodox Church and Independent Greece, 1821-1852. CUP Archive, 1969, σελ. 26-35.
  121. «Καραβόλου Ειρήνη, "Συμβίωση Ελλήνων και Οθωμανών στη Χίο πριν από το 1822 ...", διδακτορική διατριβή, Πανεπιστ. Ιωαννίνων, Φιλοσοφική Σχολή,Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, 2019, σ. 196, 197, 226 (σημ. 238), 230, passim. Αριθμός στην Αίγυπτο, σ. 230, σημ. 249» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 4 Ιουνίου 2020. Ανακτήθηκε στις 24 Ιανουαρίου 2020. 
  122. Βασδραβέλλης Κ. Ιωάννης, Επανέκδοσις δύο τουρκικών εγγράφων εκ Βεροίας, Μακεδονικά, τ. ΙΒ' (1972), σ. 298-300.
  123. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τ. ΙΒ', σ. 107.
  124. Παπαγεωργίου, Στέφανος (2003). «"Πρώτον έτος της Ελευθερίας: Από τις Παρίστριες Ηγεμονίες στην Επίδαυρο». Στο: Παναγιωτόπουλος, Βασίλης. Η Ελληνική Επανάσταση, 1821-1832: Ο αγώνας της Ανεξαρτησίας και η ίδρυση του ελληνικού κράτους. Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, 1770-2000. 3. Ελληνικά γράμματα. σελίδες 63–4. 
  125. Βακαλόπουλος (1980) 469
  126. Βακαλόπουλος (1980) 473
  127. History of Macedonia 1354-1833, A. Vacalopoulos
  128. Μ. Κούκος, "Οι Θράκες στους Αγώνες του 21", Θρακική Επετηρίδα, τ. 2, Εταιρία Θρακικών Μελετών, Αθήνα 1981.
  129. Stathis 2007, σελ. 168-9
  130. 130,0 130,1 Galina & Harlanis 2021, σελ. 148.
  131. Galina & Harlanis 2021, σελίδες 148 & 152.
  132. Galina & Harlanis 2021, σελίδες 152-153.
  133. Galina & Harlanis 2021, σελίδες 153.
  134. Galina & Harlanis 2021, σελίδες 156.
  135. 135,0 135,1 D. Alexandris (1997), Great Britain and the Eastern Question. The case of the Greek War of Independence 1821-1828.
  136. Τάσος Βουρνάς, "Σύντομη ιστορία της ελληνικής επανάστασης" (εκδόσεις Πατάκη, Ιούνιος 2011), σελ. 91
  137. Εφημερίδα "Το Βήμα", επίτομη έκδοση με τίτλο "Σημαίες από όλο τον κόσμο", έκδοση 'Δ.Ο.Λ. Α.Ε.' (2015), σελ. 27
  138. Βουρνάς, ο.π., σελ. 107-108
  139. Διονύσιος Κόκκινος, Η Ελληνική Επανάστασις, Εκδ. "Μέλισσα", 1967, τόμ. Β', σ. 444.
  140. Αργολική Βιβλιοθήκη, Η μάχη των Δερβενακίων
  141. 141,0 141,1 Το Βήμα Σπέτσες 1822, Γέροντας 1824
  142. Γεώργιος Χ. Χιονίδης, διάλεξη: Τα ληφθέντα υπό των Τούρκων μέτρα κατά των Ελλήνων επαναστατών του 1821 εις την Μακεδονίαν (ανάτυπον από Μακεδονικά ΙΑ΄ τεύχος. 27), Θεσσαλονίκη 1971
  143. "Η πολιτισμική ταυτότητα των Ελλήνων της Πελαγονίας (1912-1930)", Νικόλαος Βασιλειάδης, ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 2004 [1] σελ. 205, 206
  144. Rubin Alfred, The Law of Piracy, International Law Studies, 63, σ. 214 κ.ε.
  145. British and Foreign State Papers, vol. 9, 1821-1822, σ. 798 Η διακήρυξη της προσωρινής ελληνικής κυβέρνησης περί ναυτικού αποκλεισμού εχθρικών λιμανιών.
  146. Αργολική Βιβλιοθήκη, Η Επανάσταση του ’21 και η αναγνώριση της Ελλάδας από την Αϊτή (1822)
  147. Παπαγεωργίου, Κωνσταντίνος· Παιονίδης, Φιλήμων, επιμ. (2012). Ο Ιερεμίας Μπένθαμ και η Ελληνική Επανάσταση. Αθήνα: Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία. σελίδες 28–33. 
  148. Rubin, 1988, σ. 215, 216.
  149. Brewer, David, "1821 - 1833, η Φλόγα της Ελευθερίας", Κεφάλαιο 23: "Ο Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο", σελ. 338, Πατάκης, Αθήνα, 2019
  150. Πετρόπουλος, σελ. 12 - 13
  151. Βλαχόπουλος, Χαράλαμπος (2015), Ο Διονύσιος Ρώμας και η επιτροπή Ζακύνθου στον δρόμο για την εθνική συγκρότηση: στοχεύσεις, υπερβάσεις, επιτεύξεις, Διδακτορική Διατριβή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, κεφ. 6.2.2. "Η 'Αίτηση Προστασίας' ", σ. 285.
  152. Ν. Σπηλιάδη, Απομνημονεύματα, τ. Β', σ. 368-371
  153. Ασπρέας σελ.48
  154. 154,0 154,1 154,2 Το Έθνος Αρχειοθετήθηκε 2013-05-20 στο Wayback Machine. Η αυγή της ελληνικής πολιτικής ανεξαρτησίας
  155. Το Βήμα Οι Μεγάλες Συνθήκες
  156. Διονύσιος Κόκκινος, "Η Ελληνική Επανάστασις", έκδοση "Μέλισσα", Αθήνα, 1974, πρόλογος 6ου Τόμου, σελ. 9-11
  157. Βασδραβέλης Ι.Κ. Παρουσίαση βιβλίου "Όλγας Μπορίσοβνα Σπάρο, Η απελευθέρωση της Ελλάδος και η Ρωσία, 1821-1828", Μακεδονικά, 11 (1971) σελ. 416
  158. «Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, Ιουλιανή συνθήκη». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 1 Ιουνίου 2013. Ανακτήθηκε στις 11 Μαρτίου 2015. 
  159. Θέματα Νεοελληνικής Ιστορίας” της Γ΄ τάξης Γενικού Λυκείου Θεωρητικής Κατεύθυνσης pp.179-180
  160. 160,0 160,1 Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού Οι επιχειρήσεις για την ανακατάληψη εδαφών
  161. Erdem 2005, σελ. 72-3
  162. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τόμος ΙΒ, 1975, Άλωση Καρπενησίου, σελ 509
  163. 163,0 163,1 Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού Το πρωτόκολλο της ανεξαρτησίας
  164. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τόμος ΙΒ, 1975, Μάχη της Πέτρας, σελ 532
  165. 165,0 165,1 «The London Protocol of 3 February 1830». Special Collections Exhibitions. King's College London. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 23 Μαρτίου 2014. Ανακτήθηκε στις 7 Σεπτεμβρίου 2019.  Ανακτήθηκε την 1η Μαρτίου 2015.
  166. Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού Αρχειοθετήθηκε 2012-11-03 στο Wayback Machine. η τελική λύση του ελληνικού ζητήματος
  167. patris.gr Η Επανάσταση του 1821 και η τουρκοκρατούμενη Κρήτη
  168. «Πολιτιστική Πύλη του Αρχιπελάγους, Σάμος», από Λάνδρος Χρίστος, Καμάρα Αφροδίτη, Ντόουσον Μαρία - Δήμητρα, Σπυροπούλου Βάσω (7/10/2005). Αρχειοθετήθηκε 17/5/2013.
  169. Hobsbawm 1990, σελ. 76-7
  170. Βαρβαρήγος 2011, σελ. 21, 25-7, 33-9, 56-67, 90-3
  171. Kakridis 1963, σελ. 251-2, Κολιόπουλος 2003, σελ. 72-74.
  172. Kakridis 1963, σελ. 254-5
  173. Kakridis 1963, σελ. 257-60, Κακριδής 1978, σελ. 45-6
  174. Theophilus C. Prousis, Eastern Orthodoxy Under Siege in the Ottoman Levant: A View from Constantinople in 1821, History Faculty Publications, Paper 13, 2008, University of North Florida, σελ. 40, 41. Περίληψη [2]
  175. 175,0 175,1 175,2 Cook, Bernard A. (2006). Women and War: A Historical Encyclopedia from Antiquity to the Present. ABC-CLIO. σελίδες 255–56. ISBN 9781851097708. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 25 Οκτωβρίου 2021. Ανακτήθηκε στις 25 Μαρτίου 2019. 
  176. Απόστολος Βακαλόπουλος, Ιστορία του νέου Ελληνισμού, σελ. 516
  177. Angelomatis, Eleni (2008). «“Women in the War of Greek Independence”» (στα αγγλικά). Networks of Power in Modern Greece (London: Hurst and Company): 45-68. https://www.academia.edu/346673/_Women_in_the_War_of_Greek_Independence_in_Mark_Mazower_editor_Networks_of_Power_in_Modern_Greece._Essays_in_Honour_of_John_Campbell_Hurst_and_Company_London_2008_pp._45-68. Ανακτήθηκε στις 2019-03-25. 
  178. Βόγλη 1999, σελ. 363.
  179. Κολιόπουλος 2000, σελ. 137-8.
  180. Hobsbawm 1997, σελ. 171.
  181. Αλέξανδρος Δεσποτόπουλος,« Παράγοντες, διάρκεια, φάσεις και ιδιομορφία της Ελληνικής Επανάστασης», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τομ. ΙΒ, 1975, σελ.8
  182. Hobsbawm 1997, σελ. 203-4.
  183. Λεωνίδας Μοίρας, "Η Ελληνική επανάσταση μέσα από τα μάτια των Οθωμανών", σελ. 30-31, εκδόσεις "Τόπος", 2020
  184. «Έφη Αβδελά, "Η σχολική ιστορία πρόσφορο έδαφος για πολιτική προπαγάνδα", ηλεκτρον. περιοδικό "Χρόνος", 12, Απρίλιος 2014». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 Δεκεμβρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 16 Μαΐου 2018. 
  185. Κασαβέτη, Ορσαλία· Ανδρεαδάκης, Ορέστης (2021). Κατάλογος 1821-2021, 23ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Αθήνα: Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. σελ. 228-253. 
  186. Papadimitriou, L. (2021). «Γυναίκες της Επανάστασης στον ελληνικό κινηματογράφο: Μπουμπουλίνα και Μαντώ Μαυρογένους». Χάρτης (35). https://researchonline.ljmu.ac.uk/id/eprint/17403/. 
  187. https://play.openmusiclibrary.org/lists/450/nicolas-astrinidis-1921-2010-symphony-1821
  188. Antonis Liakos, "The Construction of National Time: The making of the Modern Greek Historical Imagination", στο Giovanni Levi, Jacques Revel, "Political Uses of the Past: The Recent Mediterranean Experiences", Routledge, 2014 σ. 37-40
  189. Στάθης, Παναγιώτης (2018-03-25). «Οι ιστορικοί Σπύρος Ασδραχάς και Βασίλης Κρεμμυδάς: συγκλίσεις και αποκλίσεις». Η Αυγή. http://www.avgi.gr/article/10812/8794321/oi-istorikoi-spyros-asdrachas-kai-basiles-kremmydas-synkliseis-kai-apokliseis. Ανακτήθηκε στις 2018-05-16. 
  190. «Η Κήρυξη της Επανάστασης στη Μάνη». Ανακτήθηκε στις 9 Φεβρουαρίου 2016. 

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Διαβάστε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Βακαλόπουλος, Απόστολος Ε., (1982) Ιστορία του νέου ελληνισμού, τ. Στ', Η μεγάλη ελληνική επανάσταση (1821-1829) Η εσωτερική κρίση (1822-1825), εκδόσεις Α. Σταμούλη, Θεσσαλονίκη 1982 ISBN 9789608353312
  • Γιάνης Κορδάτος, Η επανάσταση της Θεσσαλομαγνησίας το 1821, σημείωμα Θ. Χ. Παπαδόπουλου, εκδόσεις Επικαιρότητα, Αθήνα 1983
  • Ιωάννης Κουμουρλής, «Η Επανάσταση του 1821 και η δημιουργία του ελληνικού εθνικού κράτους στις πρώτες μεγάλες αφηγήσεις της νεότερης ελληνικής ιστορίας: από την πολυπαραγοντική ανάλυση στο σχήμα της εθνικής τελεολογίας», στο: Η ελληνική Επανάσταση του 1821. Ένα ευρωπαϊκό γεγονός, εισαγωγή-επιμέλεια Πέτρος Πιζάνιας, εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 2009, σελ. 351-374
  • Ντέιβιντ Μπριούερ, Η φλόγα της ελευθερίας Ο αγώνας των Ελλήνων για την ανεξαρτησία 1821-1833, μετάφραση Τιτίνας Σπερελάκη, επιμέλεια Ελένης Κεκροπούλου, εκδόσεις Ενάλιος, Αθήνα 2004, ISBN 960-536-165-5
  • Ντάγκλας Ντέικιν, Ο αγώνας των Ελλήνων για την ανεξαρτησία, 1821-1833, μετάφραση Ρένα Σταυρίδη-Πατρικίου, εκδόσεις Μ.Ι.Ε.Τ., 3η ανατύπωση, Αθήνα 2010, ISBN 978-960-250-172-6
  • Ντάγκλας Ντέικιν, Η ενοποίηση της Ελλάδας, 1770-1923, μετάφραση Α. Ξανθόπουλος, εκδόσεις Μ.Ι.Ε.Τ., 7η ανατύπωση, Αθήνα 2012, ISBN 978-960-250-150-4.
  • Βασίλης Παναγιωτόπουλος (επιμ.), Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, 1770-2000. Η ελληνική Επανάσταση 1821-1832. Ο Αγώνας της Ανεξαρτησίας και η ίδρυση του Ελληνικού Κράτους, τόμος 3, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 2003, ISBN 960-406-542-4
  • Χαράλαμπος Παπασωτηρίου, Ο αγώνας για την ελληνική ανεξαρτησία. Πολιτική και στρατηγική των Ελλήνων και της οθωμανικής αυτοκρατορίας 1821-1832, εκδ.Ι. Σιδέρης, Αθήνα, 1996
  • Βάλτερ Πούχνερ, «Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 στο ευρωπαϊκό θέατρο », στο: Ανιχνεύοντας τη θεατρική παράδοση-Δέκα μελετήματα, εκδ.Οδυσσέας, Αθήνα, 1995, σελ.256-301
  • Σακελλαρίου, Μιχαήλ Β. (2012). Η απόβαση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο καταλύτης για την αποδιοργάνωση της Ελληνικής Επανάστασης: 24 Φεβρουαρίου - 23 Μαΐου 1825. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης. 
  • Νίκος Γ. Σβορώνος, Επισκόπηση της νεοελληνικής ιστορίας, μετάφραση Αικατερίνη Ασδραχά, εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1999, ISBN 960-7293-21-5
  • Νίκος Τόμπρος, «Ένοπλες συγκρούσεις και πολιτικές αντιπαραθέσεις κατά τη διάρκεια της πολιορκίας των Πατρών (1821-1828)», στο: Στ΄ Διεθνές Συνέδριο με θέμα: «Πολεμικές συγκρούσεις και τόποι καθαγιασμού του απελευθερωτικού αγώνα κατά την Επανάσταση του 1821» (Αθήνα, 6-7.10.2017), 10 Επιστημονικά Συνέδρια για τα 200 χρόνια της Ελληνικής Επαναστάσεως (1821-2021), Αθήνα 2018, σ. 147-183.
  • Σάμουελ Γκρίντλεϋ Χάου, Ιστορική σκιαγραφία της ελληνικής επανάστασης, μετάφραση Ι. Χατζηεμανουήλ, επιμέλεια-πρόλογος-σχόλια Νίκος Κολόμβας, εκδόσεις Εκάτη, Αθήνα 1997, ISBN 960-7437-43-8

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]