Ανδρέας Ίσκος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ανδρέας Ίσκος
Γενικές πληροφορίες
Θάνατος1857
Χώρα πολιτογράφησηςΕλλάδα
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςνέα ελληνική γλώσσα
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταπολιτικός
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Πόλεμοι/μάχεςΕλληνική Επανάσταση του 1821
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμαμέλος της Βουλής των Ελλήνων (εκλογική περιφέρεια Βάλτου)
πληρεξούσιος
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Ανδρέας Ίσκος ή Ανδρέας Ίσκου ήταν αρματολός του Βάλτου στη Δυτική Ελλάδα και πολιτικός κατά την περίοδο της Επανάστασης του 1821.

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γεννήθηκε στη Δούνιστα (Ντούνιστα, σημερινός Σταθάς) Βάλτου Αιτωλίας και Ακαρνανίας, γύρω στα τέλη του 18ου αιώνα. Ήταν γιος του Δημήτρη Καραΐσκου - Λαλαγιώργου και λεγόταν και Καραΐσκος. Σύμφωνα με κάποιες πηγές, ο Δημήτρης Καραΐσκος ήταν πατέρας του στρατηγού Γεωργίου Καραϊσκάκη, πράγμα που καθιστά τον Ανδρέα ετεροθαλή αδελφό του Καραϊσκάκη. Υπηρέτησε τόσο στο αρματολίκι της περιοχής όσο και στην αυλή του Αλή Πασά ως τζοχαντάρης (αξιωματικός), όπως και πολλοί άλλοι οπλαρχηγοί.

Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821 έλαβε μέρος σε πολλές μάχες στη Δυτική Ελλάδα. Πολέμησε και διακρίθηκε στη μάχη στη Λαγκάδα Μενιδίου, στην Κιάφα, στην Πλάκα και στο Πέτα. Ήταν παρών σε όλες τις πολιορκίες του Μεσολογγίου και κατά την τελευταία πολιορκία ήταν ένας από τους αρχηγούς της πόλης.

Το 1829, εκλέχτηκε πληρεξούσιος στη Δ' Εθνοσυνέλευση. Πέθανε στο Αιτωλικό το 1857 και τάφηκε στο Μεσολόγγι.

Ο Ανδρέας Ίσκος είχε πολλά παιδιά (Γεώργιος, Νίκος, Θανάσης, Αλεξάνδρα, Μαρία Ελένη και Ευθυμία). Αδελφός του ήταν ο Ιωάννης Ίσκος, που έλαβε μέρος σε πολλές μάχες κατά την επανάσταση. Συγγενής του ήταν και ο Χρόνης Ίσκος, που πολεμώντας τους Τούρκους έχασε το ένα του χέρι. Ο Χρόνης έχασε τη ζωή του κατά την Έξοδο του Μεσολογγίου.

Ιστορική Αναδρομή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Προεπαναστατικά χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υπηρέτησε στην αυλή του Αλή πασά και έλαβε μέρος με άλλους Έλληνες στην εκστρατεία του μπέη Ομέρ Βρυώνη κατά του πασά του Μπερατίου. Συνέπραξε μαζί με άλλους οπλαρχηγούς με τον Αλή το 1820 και του ανατέθηκε η ενίσχυση της φρουράς των Αγράφων.[1] [2]

Πρώτο έτος της Επανάστασης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παρόλο που ήταν ο δεύτερος πιο σημαντικός καπετάνιος της Δυτικής Ελλάδας μετά τον Γεώργιο Βαρνακιώτη, ήταν αναποφάσιστος κατά την έναρξη της επανάστασης, λόγω της δυσκολίας της επικοινωνίας με την υπόλοιπη Ελλάδα, του ότι το Μεσολόγγι δε διέθετε πλέον πλοία, του ατυχούς κινήματος των Ορλωφικών, και των φιλικών σχέσεων που είχε από παλιά με τον Ομέρ Βρυώνη και άλλους Τούρκους στρατιωτικούς. Διέθετε αρκετούς άνδρες, χρήματα και ήλεγχε τα περάσματα του Μακρυνόρους. Μετά όμως τις πρώτες επιτυχίες στο Χάνι της Γραβιάς και στο Βαλτέτσι, στις 25 Μαΐου σε συνεννόηση με τον Βαρνακιώτη εκδίδουν την πρώτη επαναστατική προκήρυξη της περιοχής. Έπιασε τις διαβάσεις του Μακρυνόρους, κλείνοντας έτσι τη μοναδική πύλη εισόδου στην Αιτωλοακαρνανία.[3] Έχει γραφεί δημοτικό τραγούδι στο οποίο εξυμνείται μαζί με άλλους καπεταναίους που πήραν το Βραχώρι, αν και ο ίδιος δε συμμετείχε.

Σ’ όλον τον τόπο ξαστεριά, σ’ όλον τον τόπο ήλιος,
Και στο Βραχώρι Ζαπαντιού βγαίνει καπνός κι αντάρα.
Καπεταναίοι το ’καιγαν ο Τσόγκας κι ο Αλεξάκης
Γιώργος Μακρής απ ’ το Ζυγό κι Ανδρέας απ ’ το Βάλτο

Με 43 Βαλτινούς έπιασε στο πέρασμα της Λαγκάδας του Μακρυνόρους την ισχυρή θέση "Γυφτοπήδημα" και αντιμετώπισε ηρωικά τους 200 Τουρκαλβανούς της εμπροσθοφυλακής του Ισμαήλ Πασά Πλιάσα, οι οποίοι στράφηκαν τότε στη διάβαση της Παλιοκούλιας. Ο Ίσκος όμως πάλι πρόλαβε και έπιασε το στενό και σταμάτησε την ορμητικότητα των Τούρκων. Είναι χαρακτηριστικός ο διάλογος που έχει σωθεί μεταξύ Ίσκου - Ισμαήλ:[4]

- Που πάτε βρε αγάδες; Θα χαθήτε! ‘Ολο το Κάρλελι  έπιασε τα΄άρματα.
- Αλήθεια καπετάν Ίσκο;
- Αλήθεια!
- Σ΄τη μπίστη σου;
- Σ΄τη μπίστη μου!

Οι Τούρκοι αποσύρθηκαν στο Κομπότι, ενώ οι Έλληνες στρατοπέδευσαν στη Λαγκάδα, όπου έσπευσαν να ενωθούν με τις δυνάμεις του Ίσκου ο Γώγος Μπακόλας, ο Αναγνώστης Καραγιάννης και ο Γεώργιος Καραϊσκάκης. Στη συμπλοκή που έγινε στο Κομπότι στις 8 Ιουνίου συμμετείχε και ο Τουρκαλβανός Σουλεϊμάν Μέτο με 17 άνδρες του, τον οποίο βγήκε να προφυλάξει ο Ίσκος.[5] Αργότερα, ο Ίσκος αποδέχτηκε πρόθυμα το αίτημα του Μάρκου Μπότσαρη για βοήθεια. Αφού άφησαν φρουρές στο Μακρυνόρος, Κομπότι, Πέτα, ο Ίσκος, ο Μπακόλας και ο Ράγκος ξεκίνησαν για τα Τζουμέρκα. Κατέλαβαν την Πλάκα και σταμάτησαν στα Κατσανοχώρια, λόγω ενίσχυσης των Τούρκων. Παρόλο που πήγε στο Μεσολόγγι να γνωρίσει τον Μαυροκορδάτο, αποχώρησε δυσαρεστημένος για άγνωστη αιτία και δε συμμετείχε στη συνέλευση των οπλαρχηγών και των προκρίτων. Τήρησε ουδέτερη, επιφυλακτική στάση απέναντί του. Με τον Βαρνακιώτη έσωσε 4.000 γυναικόπαιδα που είχαν καταφύγει στα ορεινά του χωριού Θεοδώριανα και κινδύνευαν να αιχμαλωτιστούν. [6] Την 1η Σεπτεμβρίου με ιδιαίτερο έγγραφό του προσχώρησε στην ελληνοαλβανική συνεργασία που έγινε στο Πέτα μεταξύ Τουρκαλβανών, Σουλιωτών και Ακαρνάνων οπλαρχηγών. Στις 17 Δεκεμβρίου έλαβε μέρος με τους άνδρες του στη συντονισμένη επίθεση κατά της Άρτας. Οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να κλειστούν στο φρούριο.[2][7] Όταν οι Τουρκαλβανοί διέλυσαν τη σύμπραξη, οι Αιτωλοακαρνάνες οπλαρχηγοί, φοβούμενοι εισβολή του τουρκικού στρατού, κατέλαβαν τις διαβάσεις του Μακρυνόρους.[8]

Δεύτερο έτος της Επανάστασης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το αρχοντικό των Ισκαίων στη Δούνιστα.[9]

Στις 22 Φεβρουαρίου στη σύγκληση της Γερουσίας της Δυτικής Χέρσου Ελλάδας στο Βραχώρι, ο καπετάνιος Ανδρέας Ίσκος προβιβάστηκε στο βαθμό του χιλίαρχου. Του ανατέθηκε επίσης η επιστασία για τη συγκέντρωση των χρηματικών συνεισφορών, εκτός του Βάλτου και των επαρχιών Κραβάρων και Καρπενησίου[10]. Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος με επιστολή τον κάλεσε να ετοιμαστεί για εκστρατεία στην  Ήπειρο[11]. Ο Ίσκος, αν και απρόθυμος, ξεκίνησε στις 2 Φεβρουαρίου με μικρό στρατιωτικό σώμα που συγκρότησε στο Μεσολόγγι. Στρατοπέδευσε στη Λάσπη, όπου συγκεντρώθηκαν και άλλοι 3.000 αγωνιστές, και τοποθετήθηκε στην εμπροσθοφυλακή. Στις 9 Ιουνίου έφτασε στο Κομπότι. Στην ξαφνική επίθεση Τούρκων ιππέων έπιασε τη θέση "Βαγγελίστρα" για να διαφυλάξει τα νώτα, και οι υπόλοιποι κατεδίωξαν τους Τούρκους ιππείς έως την Άρτα. Στο αίτημα των Σουλιωτών για βοήθεια, αφού συγκρότησε εκστρατευτικό σώμα συμμετέχει, παρόλο που διστάζει, χτυπήθηκε όμως αιφνιδιαστικά και υποχώρησε. Οι άντρες του διασκορπίστηκαν και κατέληξαν σε άθλια κατάσταση στο Πέτα [12]. Σε αυτό έχουν στρέψει την προσοχή τους ο Κιουταχής και ο Ομέρ Βρυώνης. Στα υψώματα γύρω από το χωριό τοποθετήθηκαν σώματα Ελλήνων ατάκτων 1.500 ανδρών, στο κέντρο ο Βαρνακιώτης και ο Βλαχόπουλος, αριστερά ο Μπότσαρης και δεξιά ο Μπακόλας. Από τους άλλους Έλληνες οπλαρχηγούς επίκαιρες θέσεις είχαν καταλάβει ο Ανδρέας Ίσκος, ο Γάτσος και ο Τσέλιος[13]. Οι Έλληνες καταστράφηκαν ολοσχερώς. Η εκστρατεία της Ηπείρου τελείωσε τραγικά. Οι Τούρκοι πλέον θα κατέπνιγαν την  επανάσταση στο Κάρλελι[14]. Κιουταχής, Ισμαήλ και Βρυώνης καταφθάνουν στο Λουτράκι. Εκεί, 3.000 Έλληνες, μαζί τους και ο Ίσκος που είχε έρθει από τη Λαγκάδα, αποφάσισαν να τους χτυπήσουν αιφνιδιαστικώς, όμως οι Τούρκοι τούς απέκρουσαν. Ο Ίσκος αποσύρθηκε στο Μακρυνόρος.[15] Στο επόμενο διάστημα μαζί με τους Βαρνακιώτη, Ράγκο και Βαλτινό προσχώρησαν στον Ομέρ Βρυώνη, ο οποίος χάρη στους «προσκυνημένους» οπλαρχηγούς του Βάλτου εξασφάλισε το πέρασμά του από τα στενά του Μακρυνόρους και κίνησε με 8.000 Τουρκαλβανούς και πέρασε χωρίς την παραμικρή ενόχληση, βαδίζοντας για το Μεσολόγγι[16].  Ο Κασομούλης αναφέρει ότι ο Ανδρέας Ίσκος, όπως ο ίδιος του αποκάλυψε, «προσωρινώς υπό της ανάγκης εδέχθη και αυτός την προσκύνησιν του, διότι δεν εδύνατο να βαστάξει το πλήθος των Τούρκων και βεβαίωνε ότι «… και οι άλλοι πολιτεύονται έως να τους εμβάσωμεν μέσα και έπειτα να τους αποκλείσωμεν γύρωθεν»[17]. Στις 25 Οκτωβρίου Τούρκοι υπό τον Ομέρ Βρυώνη και τον Κιουταχή έφθασαν έξω από το Μεσολόγγι, αφού λεηλάτησαν τα χωριά Μποχώρι και Γαλατά. Αμέσως τα στρατεύματά τους χωρίσθηκαν. Ο Βρυώνης στρατοπέδευσε κοντά στον Άγιο Δημήτριο, ενώ ο Κιουταχής και ο Ισμαήλ κοντά στον Άγιο Αθανάσιο. Μαζί τους βρίσκονταν οι Βαρνακιώτης, Μπακόλας, Ίσκος, Ράγκος και Βαλτινός, που είχαν δηλώσει υποταγή [18]. Ο Στασινός Μικρούλης, αποδίδοντας έμμετρα το 1824 την πρώτη αυτή εκστρατεία των Τούρκων και την πολιορκία του Μεσολογγίου, αναφερόμενος στην παρουσία του Ίσκου έξω από την πόλη, πιστεύει ότι «ο Ίσκος το έκαμεν χωρίς την όρεξιν του»[19]. Η  πολιορκία της πόλης έληξε νικηφόρα για τους Έλληνες. Ειδοποιημένοι από τον Έλληνα κυνηγό του Βρυώνη, Γιάννη Γούναρη, απέκρουσαν ξημερώματα των Χριστουγέννων την έφοδο των Τούρκων, οι οποίοι αποτραβήχτηκαν.[20] Η επιτυχία μάλιστα έγινε ακόμα μεγαλύτερη, γιατί αμέσως μετά την αποχώρηση των Τούρκων από το Μεσολόγγι, ενώθηκαν με τους Έλληνες και οι οπλαρχηγοί Ανδρέας Ίσκος και Βαλτινός, που λίγους μήνες πριν είχαν προσχωρήσει στους Τούρκους.[21]

 Τρίτο έτος της Επανάστασης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μαζί με τον δεσπότη Πορφύριο, τον Βαλτινό και τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη πήγε στον Κάλαμο, για να συναντήσουν τον Βαρνακιώτη και να τον μεταπείσουν προκειμένου να επανέλθει στο ελληνικό στρατόπεδο, αλλά απέτυχαν. Ο Αναγνώστης Καραγιάννης προσπαθεί να προσελκύσει τους Βαλτινούς για να πάρει την καπετανία. Οι Βαλτινοί όμως δεν τον ακολούθησαν και δέχτηκαν τον Ίσκο ως καπετάνιο τους. Ακολούθησαν ανταγωνισμοί και αντιζηλίες των οπλαρχηγών, στις οποίες αναμείχθηκε και ο Ίσκος. Φιλοξένησε στο Βάλτο τον θείο των Μπουκουβαλαίων, Γιαννάκη Μπουκουβάλα, που τον είχε διώξει ο Καραϊσκάκης, κάτι που θύμωσε πολύ τον τελευταίο, γιατί όχι μόνο ο Ίσκος πήγε με τον Ράγκο εναντίον του, αλλά φιλοξενούσε και τον αντίπαλό του[22]. Είναι η πρώτη φορά που ο Ίσκος και ο Καραϊσκάκης χαλάνε τη σχέση τους, έστω και προσωρινά. Το θέμα των αντιζηλιών των καπεταναίων αντιμετωπίσθηκε από την κυβέρνηση με αθρόες προαγωγές στις 5, 12, 15 και 16 Ιουνίου σε στρατηγούς των Ανδρέα Ίσκου, Γιολδάση, Τσόγκα, Μακρή, Πεσλή, Καραϊσκάκη, Ράγκου, Σιαδήμα, Γρίβα, Ζυγούρη Τζαβέλα, Βλαχόπουλου και Γριβογιώργου[23].

                              Αριθμ. 99
                 ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΔΙΟΙΚΗΣΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
                   Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟΥ
Προς τον εκλαμπρότατον Πρόεδρον του Εκτελεστικού.
Εν τη σημερινή συνελεύσει ανεγνώσθη το προβούλευμα του Εκτελεστικού υπ’ αριθμ. 1373,
ενώ προβάλλει τον κ. Ανδρέαν Ίσκον,................................................
εις προβιβασμόν στρατηγίας ομοφώνως ενέκρινε και το Βουλευτικόν τους ανωτέρω προβιβασμούς.
                 Τη 5 Ιουνίου 1823 εν Τριπολιτσά      
      
  Ο Αντιπρόεδρος του Βουλευτικού    	   Ο α΄ Γραμματέας   
   Βρεσθένης Θεοδώρητος			   Ιω. Σκανδαλίδης

Όταν ο Μουστάης πασάς και ο Βρυώνης εκστρατεύουν εναντίον της Στερεάς, η ανάγκη για ενότητα των Ελλήνων είναι επιτακτική. Ο Ίσκος επιμένει για την αποκατάσταση του Βαρνακιώτη και την ένταξή του στο ελληνικό στρατόπεδο[24]. Η προσπάθεια όμως για αποκατάσταση του φίλου του δεν έφερε αποτέλεσμα. Στη σύσκεψη που έγινε στα Κερασοβίτικα Καλύβια, αρχές Ιουλίου, υπό την ηγεσία του γενικού έπαρχου Δυτικής Στερεάς, Κων/νου Μεταξά, αποφασίστηκε ο Ίσκος με τον Ράγκο να πιάσουν το Μακρυνόρος, ο Μακρής τη Λάσπη και ο Τσόγκας τη Βόνιτσα, για να αποκρούσουν τον Βρυώνη[25]. Αρχές Αυγούστου δέχονται νέες προτάσεις του Βρυώνη μέσω του απεσταλμένου του, Γιαννάκη Στράτου, για «προσκύνημα». Τα είχε κυρίως με τον Ίσκο που καταπάτησε τη συμφωνία και δεν τον ακολούθησε μετά την πολιορκία του Μεσολογγίου. Ο Ίσκος και οι Βαλτινοί στη νέα πρόσκληση του εχθρού αποφάσισαν να κάμουν το χρέος τους[26]. Ο θάνατος του Μπότσαρη διχάζει πάλι τους καπεταναίους για την αρχηγία. Οι Ίσκος και Ράγκος πληροφορούν τον Μεταξά ότι με τις λιγοστές δυνάμεις που διαθέτουν δε θα μπορέσουν να σταματήσουν τον εχθρό. Ο Βρυώνης περνά το αφύλακτο Μακρυνόρος και στρατοπεδεύει στη Λεπενού. Ο Μεταξάς τούς διατάζει να πιάσουν θέσεις έξω από το Μεσολόγγι[27]. Ο Ίσκος όμως για άγνωστους λόγους δε βρέθηκε στο Μεσολόγγι. Στα μέσα Οκτωβρίου «ησυχάζει» στον Κάλαμο.[28][29]

Τέταρτο έτος της Επανάστασης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Τούρκοι ετοιμάζονταν για νέα εκστρατεία. Τον Ιούνιο μαθαίνουν στο Μεσολόγγι πως ο Βρυώνης με χιλιάδες άνδρες ήταν έτοιμος να εισβάλει στην περιοχή. Οι πασάδες Γιουσούφ και Αλμπάς με 7.000 στρατό στα ανατολικά ξεκίνησαν για να επιτεθούν στα Σάλωνα. Στους οπλαρχηγούς που διατάχθηκαν να αναχαιτίσουν τον εχθρό ήταν και ο Ίσκος, ο οποίος στις 19 Ιουνίου ταμπουρώθηκε στο Γιδοβούνι {Λαμία}[30]. Μετά την επιτυχή απομάκρυνση των Τούρκων επέστρεψε στο Βάλτο για την οργάνωση της άμυνας στη σχεδιαζόμενη κάθοδο του Βρυώνη. Αρχές Ιουλίου γράφει στον Μαυροκορδάτο


«Εκλαμπρότατε πρίγκηψ (Α.Μαυροκορδάτε εις Ξηρόμερον)

Σε ειδοποιώ ότι και εχθές με άλλην μου γραφήν σε εφανέρωσα τον ερχομόν του Ομέρ πασά
οπού με οκτώ χιλιάδας ασκέρι ήλθεν εις Ιωάννινα και έρριξε το ορδί του ανάμεσα Πέτα και Κομπότι,
ο οποίος έχει απόφασιν δια κίνημα και να ρίξη ορδί εδώ εις Βάλτον.
Όθεν εκλαμπρότατε, να μας καταφθάσης με τζεπχανέν, ότι είμεθα τελείως άδειοι.
Ομοίως ...ο κόσμος, από τον απερασμένον φόβον του εχθρού, είναι διασκορπισμένος 
ακόμα και δια τούτο να μην μας αφήσης άδειους από ασκέρι τζεπχανέ, 
και ιστεράν και μην τα στοχασθής διαφορετικά, ότι είναι βεβαιότατον και μένω.
   Τη 4 Ιουλίου 1824    Εις τους ορισμούς σας
        Βάλτος Ανδρέας Καραΐσκου».

και αυτός ανήσυχος για τις κινήσεις του εχθρού συμμερίζεται τους φόβους του Ίσκου και υπόσχεται να του στείλει σημαντική δύναμη στο Μακρυνόρος [31]. Οι Τούρκοι όμως δεν περίμεναν. Και ένα βράδυ εκείνες τις μέρες « απέρασαν…. το Ντερβένι του Μακρυνόρους. Φαίνεται ότι δεν τους επήρε χαμπάρι ο στρατηγός Ανδρέας όπου ήταν εις την Λαγκάδα…», γράφει ειρωνικά ο Αναγνώστης Καραγιάννης στον Μαυροκορδάτο [32][33]. Ο Ίσκος τότε γράφει στον Μαυροκορδάτο σχετικά με όσους τον κατηγορούν, νιώθοντας την ανάγκη να απολογηθεί. Αποφασίζεται ο Ανδρέας με το σώμα του να παραμείνει στο Βάλτο. Ίσκος, Ράγκος και Καραγιάννης ρίχτηκαν κατά των Τούρκων στην Αγραπιδιά, χωρίς αποτέλεσμα. Ο Ράγκος απέδωσε την αποτυχία στον Ίσκο και ο Ίσκος, που κινδύνευσε στη μάχη, στον Ράγκο[34]. Ο Μαυροκορδάτος προσπάθησε να τους συμφιλιώσει, διορίζοντας και τους δύο στην εκστρατεία εναντίον της Άρτας[35][36]. Έστειλε από το Μεσολόγγι τροφές και άλλα αναγκαία[36][37]. Δεν τα κατάφερε και οι Βαλτινοί καπεταναίοι δεν ξεκίνησαν μαζί. Ο Ίσκος αναχώρησε με καθυστέρηση δύο ημερών[36][38]. Το σχέδιο του Φαναριώτη πολιτικού ήταν να ενωθούν τα σώματα των στρατηγών Ίσκου, Ράγκου, Στουρνάρη, για να απωθήσουν τις όποιες τουρκικές δυνάμεις βρίσκονταν γύρω από την Αμφιλοχία και βορειότερα, ώστε να αρχίσουν συστηματικά την πολιορκία της Άρτας. Αυτό προϋπόθετε ομόνοια και εμπιστοσύνη ανάμεσα στους πρωτεργάτες. Οι αντιζηλίες και οι καχυποψίες όμως εξακολουθούσαν. Ο Ράγκος και ο Στουρνάρης διατυπώνουν στον Μαυροκορδάτο τις αμφιβολίες τους για τα φρονήματα του Ίσκου[39]. Με τη συνεχιζόμενη και αγεφύρωτη αντιπάθεια Ίσκου και Ράγκου ασχολήθηκε και η κυβέρνηση. Ο Οκτώβριος πέρασε με τις συνηθισμένες μικροσυμπλοκές και με την απροθυμία για πόλεμο.

 Πέμπτο έτος της Επανάστασης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Κιουταχής ετοιμαζόταν να εισβάλει στη Στερεά. Κύριος στόχος του ήταν να πάρει πρώτα το Μεσολόγγι και ύστερα να εκκαθαρίσει την κεντρική Ελλάδα. Στις 7 Μαρτίου η τοπική διοίκηση με προκήρυξη καλούσε στα όπλα όλους τους κατοίκους της δυτικής Στερεάς. Η κυβέρνηση στο Ναύπλιο διόρισε αρχηγό της άμυνας στο Μακρυνόρος τον Ίσκο, και τον διέταξε να πάει στη θέση του[40]. Έως τις αρχές Μαρτίου ήταν στο Ναύπλιο. Στις 10 του μήνα φτάνει στη Γαστούνη και από εκεί στις 12 πέρασε στο Μεσολόγγι[41]. Ξεκινά για το Βάλτο στις 19 ή 20 Μαρτίου, γιατί στις 20 ήταν στη Λεπενού. Εκείνη τη μέρα έγινε επίθεση μικρής τουρκικής δύναμης στο Μακρυνόρος. Κίνησε από τη Λεπενού, για να οργανώσει την άμυνα στα στενά[42], όπου οι οπλαρχηγοί μπροστά στην πολυάριθμη εχθρική δύναμη άρχισαν να κάνουν πίσω. Ο καπετάνιος, όταν έφτασε και είδε από κοντά τα συμβαίνοντα, ενημέρωσε την τοπική διοίκηση στο Μεσολόγγι. Η εφημερίδα του Μεσολογγίου «Ελληνικά Χρονικά» σχολιάζει την επιστολή, δημοσιεύοντάς τη.

Ουσιαστικά το έργο του καπετάνιου μπροστά στην κατάσταση που βρήκε, ήταν να καθυστερήσει όσο γινόταν την κάθοδο του εχθρού, για να προλάβουν να φύγουν και να κρυφτούν οι κάτοικοι[43]. Βρίσκεται πάλι στο πολιορκούμενο Μεσολόγγι από τον Κιουταχή. Ενώ αρχικά θεωρεί πως δεν υπάρχει καμία ελπίδα και πως πρέπει να συμφωνήσουν με τον Κιουταχή, το επόμενο πρωί είπε πως το Μεσολόγγι πρέπει να κρατηθεί έως τον τελευταίο πολεμιστή και το τελευταίο βόλι[44]. Το όνομά του πάλι αναμείχθηκε σε σχέδια, αποστασίες, συνεργασίες με τους Τούρκους και κινήματα, και γι' αυτό μέσω επιστολής του διαβεβαιώνει τον Μαυροκορδάτο για την πίστη του. Ο Μαυροκορδάτος ασχολήθηκε με τα φρονήματα του Ίσκου, και αιτία για να ξεκινήσουν οι αμφιβολίες και οι υποψίες ήταν οι συκοφαντίες των Τσόγκα και Ράγκου, που ήθελαν με αυτόν τον τρόπο να δικαιολογήσουν τη λιποταξία τους [45]. Μέσα στο πολιορκούμενο Μεσολόγγι όμως, παρόλο που είχε χαλαρώσει ο αποκλεισμός των Τούρκων από τις συνεχείς νεροποντές που τους είχαν ακινητοποιήσει, αρχίζει να παρατηρείται έλλειψη τροφίμων. Ο Ίσκος εξελέγη στην επταμελή στρατιωτική επιτροπή προς διευθέτηση του προβλήματος[46][47]. Οι ενισχύσεις που έφερε ο Μιαούλης (τροφές και πολεμοφόδια) δεν κράτησαν πολύ. Ο Ίσκος αναφέρει τα εξής στη Διοίκηση στις 25 Δεκεμβρίου: «… το Μεσολόγγι χάνεται, χάνεται, χάνεται χωρίς άλλο και χάνεται όχι από εχθρικήν δύναμιν, αλλά από την αδιαφορία των Διοικητικών, οι οποίοι έχουν να δώσουν λόγο εις Τον Θεόν και εις το ελληνικόν έθνος….»[48][49].

 Έκτο έτος της Επανάστασης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ίσκος επιλέγεται μεταξύ των 11 μελών της νέας κυβέρνησης, της Διοικητικής Επιτροπής.[50]

Στις 7 Ιανουαρίου ανέλπιστα καταφθάνουν ελληνικά καράβια με τον Μιαούλη, φέρνοντας λίγες τροφές και πολεμοφόδια. Ο Ίσκος πηγαίνει να τον ευχαριστήσει. Επιλέγεται μεταξύ αυτών που θα πήγαιναν στο Ναύπλιο για να μιλήσουν στην κυβέρνηση, φοβούμενοι ότι ο εχθρός θα έκλεινε την πόλη από τη θάλασσα και αναπόφευκτα θα έρχονταν ο χαμός τους. Στο σπίτι του καπετάνιου Γιωργάκη Βαλτινού, αρνήθηκε τις οδηγίες και υποδείξεις που θα του δίνονταν: «εγώ δεν πάω με οδηγίες, γιατί αυτό είναι σημάδι πως δε με εμπιστευόσαστε. Αν θέλετε να πάω να μου δώσετε ανοιχτό πληρεξούσιο, αν με εμπιστεύεται η φρουρά»[51]. Δύο βασικές φροντίδες είχαν: να εξασφαλίσουν προμήθειες και αποστολή στόλου, για να ασφαλιστούν από τη θάλασσα[52]. Στις 3 Φεβρουαρίου φτάνουν στο Ναύπλιο. Χτυπάνε πόρτες, μιλούν σε κυβερνητικούς, ενημερώνουν για την κατάσταση στην πολιορκούμενη πόλη. Διαμαρτύρονται προς το εκτελεστικό σώμα, ανακοινώνοντας την απόφαση να φύγουν, αφού δεν έχουν για μέρες καμία επίσημη απόκριση. Ο Ίσκος και ο Σπυρομήλιος καταθέτουν αίτηση για προβιβασμό σε ανώτερο βαθμό αρκετών αγωνιστών στο Μεσολόγγι[53]. Όντας άρρωστος, παραμένει στο Ναύπλιο μετά την αναχώρηση των άλλων επιτρόπων λόγω της κυβερνητικής αδιαφορίας, και συμμετέχει στη Γ΄ Εθνοσυνέλευση που ξεκινά τις εργασίες της στις 6 Απριλίου, με πρόεδρο τον Πανούτσο Νοταρά. Εκεί επιλέχθηκε και ο Ίσκος μεταξύ των ένδεκα μελών που θα αποτελούσαν τη νέα κυβέρνηση, τη «Διοικητική Επιτροπή της Ελλάδας», με πρόεδρο τον Ανδρέα Ζαΐμη[54][55]. Οι πολιορκημένοι του Μεσολογγίου, απελπισμένοι, επιχείρησαν την έξοδο για την τιμή είτε στη ζωή είτε στο θάνατο. Η Διοίκηση διατάζει τον Ίσκο και τον Άγγελο Κουσουρή να μοιράσουν στους ταλαιπωρημένους Μεσολογγίτες 300.000 γρόσια. Αυτοί όμως είχαν φτάσει στην Περαχώρα. Ο Ίσκος έδωσε τα χρήματα στον Χριστόδουλο Χατζηπέτρο, για να κάνει την πληρωμή και να στείλει και στις οικογένειες των σκοτωμένων. Κατηγορήθηκε ότι, για να γίνει μέλος της Διοικητικής Επιτροπής, πουλήθηκε και δε φρόντισε για τη σωτηρία του Μεσολογγίου. Στενοχωρήθηκε πολύ και δεν ήθελε πλέον να επιστρέψει στο Ναύπλιο και παρέμεινε στην Περαχώρα[56]. Παραμένει εκεί έως τα μέσα Μαΐου. Ύστερα η Επιτροπή τον έστειλε στην Ακαρνανία. Κανένας οπλαρχηγός δε δέχεται να ενωθεί με τον Καραϊσκάκη προκειμένου να αντιμετωπίσουν τη νικηφόρα προέλαση του Κιουταχή στη Στερεά. Μάταια, οι Ίσκος, Τσόγκας, Στάικος και Κουσουρής έγραψαν στην επιτροπή να τους στείλουν πέντε πολεμικά πλοία με τροφές και πολεμοφόδια, για να ξεσηκώσουν τους κατοίκους της περιοχής. Η επιτροπή δε συμφώνησε, καθώς δεν ανταποκρίθηκαν στην εντολή της να ενωθούν με τον Καραϊσκάκη. Αρχές Δεκεμβρίου περνά από τον Κάλαμο στο Ραδοβίτσι, κοντά στην Άρτα, και ήλθε σε επαφή με τους Τούρκους[57]. Αργότερα ξαναβρίσκεται πάλι με το μέρος των Τούρκων. Πήρε το παλιό αρματολίκι του στο Βάλτο, ενώ ο Στράτος και ο Γάτσος πήραν των Αγράφων[58]. Τις τρομερές απειλές του Καραϊσκάκη προς τους προσκυνημένους και φοβισμένους οπλαρχηγούς, όταν άρχισε την εκστρατεία του, απηχεί και το δημοτικό τραγούδι: «τρέμουν τα κάστρα , τρέμουνε, τρέμουν τα βιλαέτια τρέμει και η μαύρη Ρούμελη για τον Καραϊσκάκη..... Σε εσένα Μήτσο - Δαίμονα, Ανδρέα φαντασμένε, Σταμούλη Γάτσο »[59].

 Έβδομο και όγδοο έτος της Επανάστασης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στα μέσα Μαρτίου του 1827, οι ελάχιστες τουρκικές δυνάμεις κατέχουν μόνο τη Βόνιτσα, το Μεσολόγγι και τη Ναύπακτο. Έμεναν κλεισμένες στα κάστρα και το μόνο που τους έδινε θάρρος ήταν η στάση του Ίσκου, όπως αναφέρει και ο Ράγκος σε επιστολή του στον Κολοκοτρώνη[60]. Όταν αργότερα αρχιστράτηγος αναλαμβάνει ο Ρίτσαρντ Τσωρτς και ετοιμάζει εκστρατεία στη δυτική Στερεά, ο Ίσκος μαζί με τον Βαρνακιώτη, τον Κοντογιάννη, τον Μπακόλα και τον Στάικο βρίσκονται με το μέρος των Τούρκων, οι οποίοι φοβισμένοι, προκειμένου να τους συγκρατήσουν έβαλαν τον μητροπολίτη της Άρτας Νεόφυτο Δ΄ και τους έγραψε να μείνουν «πιστοί ραγιάδες»[61]. Όταν στις 29.02.1828 ο Βαρνακιώτης εγκατέλειψε τους Τούρκους, ο Ίσκος επικοινώνησε με τον Τσωρτς στις 12 Μαρτίου και του υποσχέθηκε πως θα επιστρέψει και αυτός. Στα τέλη Ιουνίου που ο Καποδίστριας ήρθε στη δυτική Ελλάδα, έστειλε άνθρωπο του να τον διαβεβαιώσει πως θα προσχωρήσει στις ελληνικές δυνάμεις. Ο Ίσκος επιθυμούσε να μάθει αν ο Βάλτος θα συμπεριλαμβανόταν στο νέο ελληνικό κράτος και αν ο ίδιος θα είχε κάποιες προσωπικές εγγυήσεις, έχοντας κατά νου τη στρατιωτική του σταδιοδρομία και επιδιώκοντας μια θέση χιλίαρχου στη νέα στρατιωτική οργάνωση υπό τον Καποδίστρια[62]. Ο Κυβερνήτης αποδέχεται τη συνεργασία του και του απευθύνει τιμητικότατη επιστολή στις 3 Οκτωβρίου. Το μεγάλο ενδιαφέρον βέβαια και η μεροληψία για τον Ίσκο εξηγείται από το γεγονός ότι ο καπετάνιος κρατούσε τη σπουδαία για τους Έλληνες θέση του Μακρυνόρους, όπως επιβεβαιώνεται και από την επιστολή που έστειλε ο κυβερνήτης στον Τσωρτς. Βέβαια ο Ίσκος τους ταλαιπώρησε πολύ, γιατί πέρα από τη νευραλγική θέση που κατείχε στο Μακρυνόρος είχε και μεγάλη επιρροή στους άλλους "προσκυνημένους". Γι' αυτό ο Τσωρτς στις 25 Νοεμβρίου αποβιβάστηκε στο Κορακονήσι με σκοπό να διαπιστώσει την κατάσταση που επικρατούσε στην απέναντι ακτή του Αμβρακικού και να συναντηθεί με τον Ίσκο, όπως είχαν συνεννοηθεί. Ήταν αποφασισμένος να τον αναγκάσει να πάρει ξεκάθαρη θέση ως εχθρός ή ως φίλος, γιατί δεν μπορούσε πια να τον εμπιστευτεί, καθώς φημολογούνταν πως ο ερχομός ισχυρών εχθρικών δυνάμεων που είχαν εμφανιστεί στο Καρπενήσι οφειλόταν σε δική του πρόσκληση. Ο Ίσκος δεν πήγε να τον συναντήσει, αλλά ούτε και τον κυβερνήτη που τον είχε καλέσει στο Ναύπλιο, για να συζητήσουν, εξακολουθώντας να θέτει τους δικούς του όρους[63].

 1829 - 1833[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Προαγωγή του Ίσκου σε χιλίαρχο.[64]

Με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου συμπεριλαμβάνεται η Αιτωλοακαρνανία στο νέο κράτος, έως ένα σημείο στα βόρεια σύνορα της γραμμής Παγασητικού-Αμβρακικού. Η πτώση του φρουρίου της Βόνιτσας δεν άργησε να επιφέρει και την παράδοση των στενών του Μακρυνόρους. Τη νύχτα της 13ης Μαρτίου, 700 άνδρες υπό τις διαταγές των χιλίαρχων Τσέλιου και Ζέρβα αποβιβάσθηκαν σε διάφορα σημεία των στενών και κυρίως στο Μενίδι, χωρίς οι Τούρκοι να τους αντιληφθούν. Μαζί τους ενώθηκαν τα τμήματα του Ίσκου και άλλων καπεταναίων του Βάλτου που βρίσκονταν εκεί. Πήγε και ο Τσωρτς στο Μακρυνόρος, ζητώντας από τον Καποδίστρια να στείλουν ενισχύσεις. Λίγες ημέρες αργότερα κυριεύτηκε το κυριότερο οχύρωμα του Μακρυνόρους, όπου αιχμαλωτίστηκαν 300 Τούρκοι. Η κατάληψη του επίκαιρου αυτού σημείου από τις ελληνικές δυνάμεις σήμανε την αρχή του τέλους του πολέμου στη δυτική Στερεά[65]. Στις 26 Μαρτίου ο Ίσκος ύψωσε την ελληνική σημαία στον Κραβασαρά, ενώ με την παράδοση του Αιτωλικού και του Μεσολογγίου στις 3 Μαΐου ο αγώνας ολοκληρώθηκε. Στη νέα κατάσταση ο καπετάνιος ζητά τη θέση του[66]. Με τον ερχομό του νέου χρόνου η κυβέρνηση ενέταξε τον Ίσκο στον ελληνικό στρατό. Η προαγωγή του σε χιλίαρχο έγινε από τον Αυγουστίνο Καποδίστρια. Στις 14 Φεβρουαρίου ο προσωρινός διοικητής των επαρχιών Βάλτου και Βλοχού Μάριος Δεμιράλης δίνει γραπτή άδεια στον χιλίαρχο Ίσκο «να καλλιεργήσει πλήρως και απροσκόπως όσους τόπους δυνηθεί δια τον παρόντα χρόνο και η κυβέρνηση θα αποφασίσει για το ενοίκιο που θα πληρώσει» [67]. Στο στρατιωτικό Δικαστήριο της Δυτικής Ελλάδος που συστήθηκε στο Μεσολόγγι με πρόεδρο τον Βαρνακιώτη, ο χιλίαρχος Ίσκος διορίστηκε μέλος. Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια το Σεπτέμβριο του 1831, μη νιώθοντας σιγουριά με τον Αυγουστίνο, συνεννοήθηκε με τον Μαγγίνα να παρουσιαστούν στη Συνέλευση στο Άργος υπέρ του Κωλέττη. Η εκλογή όμως του Αυγουστίνου ως προέδρου της ελληνικής κυβέρνησης φέρνει χάσμα και συγκρούσεις. Ο Ίσκος στάλθηκε εκ μέρους της αντιπολίτευσης για συνδιαλλαγή. Προτείνουν λόγω έλλειψης πολεμοφοδίων και της πίεσης των κυβερνητικών στρατευμάτων να αποχωρήσουν ασφαλείς για τη Στερεά. Ο Αυγουστίνος το δέχτηκε. Αποχωρούν στις 12 Δεκεμβρίου[68]. Το 1832 συγκρούεται με κυβερνητικές δυνάμεις. Αργότερα πάλι με τον Κωλέττη θριαμβεύει σε μάχη και εισβάλλει στο Ναύπλιο, όταν η Ε΄ Εθνική Συνέλευση ανακήρυξε τον Αυγουστίνο αντιβασιλιά. Συμμετέχει πάλι ως πληρεξούσιος του Βάλτου σε συνέλευση στο Άργος τον Ιούλιο, όπου με το Β΄ Ψήφισμά της αναγνωρίζεται και επικυρώνεται η εκλογή του Όθωνα. Το Σεπτέμβριο επιστρέφει στην επαρχία του, η οποία εδώ και καιρό είναι παραδομένη στη ληστεία, τη βία, την ανταρσία και τις καταχρήσεις. Με το διορισμό του Μαγγίνα ως επιτρόπου ξεκινούν εμφύλιες τοπικές συγκρούσεις. Συγκροτείται στρατιωτική επιτροπή από αξιωματικούς προσκείμενους σε αυτόν και ο Ίσκος ορίζεται υπεύθυνος στην επαρχία του Βάλτου [69].

 Στα χρόνια της βασιλείας του Όθωνα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Προβιβασμός του Ίσκου σε συνταγματάρχη.[70]

Τον Απρίλιο του 1833 με διάταγμα της Αντιβασιλείας συστήθηκε ο νομός Αιτωλίας και Ακαρνανίας. Βία, αταξία, ληστεία παντού. Ο νομός είναι ακυβέρνητος και παραδομένος στην αναρχία. Ξεκινούν εστίες κινημάτων και αντιδυναστικών εξεγέρσεων από παλιούς αγωνιστές. Η ύπαιθρος μαστιζόταν από συμμορίες ανταρτών και ληστών χωρίς καμία κρατική επέμβαση. Η είδηση για ανελέητη καταδίωξη ληστοσυμμοριών από τον Ίσκο μαρτυρά τη στάση του στην κατάσταση που διαμορφώθηκε[71]. Η έκρυθμη κατάσταση στην Αιτωλοακαρνανία καταλήγει σε επανάσταση κατά του καθεστώτος. Ο Ίσκος αρχικά υποσχέθηκε να στηρίξει την επανάσταση, όμως πολλοί αμφέβαλλαν, γνωρίζοντάς τον καλύτερα. Του απηύθυναν επιστολές, ζητώντας τη συνδρομή του, όμως η κυβέρνηση όχι τυχαία στις 14 Φεβρουαρίου τον προβιβάζει σε συνταγματάρχη. Το δίπλωμα τού επιδόθηκε το Μάιο του 1837. Στις 23 Φεβρουαρίου ο συνταγματάρχης Ίσκος με επιστολή προς τον επιθεωρητή στρατού Αιτωλοακαρνανίας Νότη Μπότσαρη γνωστοποίησε την πρόθεσή του να ταχθεί στην οθωνική πλευρά. Στην επανάσταση του 1836 στην Ακαρνανία ο Ίσκος συγκαταλέχθηκε σε αυτούς οι οποίοι έτρεξαν «… πιστώς από αρχής και με αφοσίωσιν υπέρ του θρόνου»[72].

Προβιβασμός του  Ίσκου σε υποστράτηγο.'[73]

Στις 25.05.1836 ο Τσωρτς διατάζει τον Ίσκο να πάρει «δραστήρια και έντονα μέτρα», γιατί έλαβε είδηση για μετακίνηση ληστών στα βόρεια της επαρχίας του. Προκειμένου να αντιμετωπίσει τους στασιαστές και τους ληστές, συγκέντρωσε όσους περισσότερους στρατιώτες μπορούσε, πάνω από 240. Ο Τσωρτς τον διατάζει για λόγους οικονομίας να κρατήσει μόνο 100. Πληρώνει τους απολυμένους με δικά του χρήματα. Ζητά από την κυβέρνηση την πληρωμή των στρατιωτών του που δίκαια δυσανασχετούσαν. Παρακαλεί τον Όθωνα να τον «απαλλάξει του μεγάλου βάρους και να μην ανεχθή την ζημίαν…..ενός υπηκόου, όστις εθυσίασεν ότι ηδυνήθη δια να δείξη την πίστιν του εις τον βασιλέα» [74][75]. Ο Ίσκος διέμεινε στο Βάλτο και συγκεκριμένα στη Μηλιά, απ' όπου επικοινωνούσε με τις αρχές για διάφορα ζητήματα. Ενημερώθηκε ότι η Διοίκηση Ακαρνανίας τον προτείνει για τη δημιουργία συνοικισμού στο Βάλτο. Στις 17 Μαΐου εκδόθηκε το δίπλωμα της προαγωγής του σε συνταγματάρχη. Στις 20.05.1843 ο Ανδρέας Ίσκος προβιβάστηκε σε υποστράτηγο. Μετά την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, ο Ανδρέας Λόντος, ως υπεύθυνος του Υπουργείου των Στρατιωτικών τού στέλνει επιστολή, ζητώντας του να προσπαθεί για τη διατήρηση της ησυχίας και της τάξης στις επαρχίες όπου είναι τοποθετημένος[76]. Στις 05.05.1844 ειδοποιήθηκε από τη Διοίκηση της Ακαρνανίας να χτυπήσει τον στασιαστή Ακαρνάνα υποστράτηγο Θοδωράκη Γρίβα. Διενεργούνται εκλογές και με νοθεία έρχεται στην κυβέρνηση το γαλλικό κόμμα, το οποίο υποστήριζε και ο Ίσκος[77].

 Τα τελευταία χρόνια της ζωής του και ο θάνατός του[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ληστρική αταξία βασιλεύει και γι' αυτό στις 18.11.1846 το Υπουργείο Στρατιωτικών γνωστοποιεί με επιστολή του στον υποστράτηγο νομοεπιθεωρητή Ακαρνανοαιτωλίας Ίσκο ότι όποτε θεωρεί αναγκαία τη μετάβασή του σε οποιαδήποτε επαρχία του νομού "προς διατήρηση της δημόσιας ευταξίας και ησυχίας"έχει το ελεύθερο να το κάνει. Τον ευχαριστεί επίσης και για τη συνδρομή του στην αντιμετώπιση του κινήματος του Γρίβα το 1844[78]. Τον Ιανουάριο του 1854, όταν άρχισαν να ξεσηκώνονται κατά των Τούρκων οι επαρχίες της Ηπείρου, ξεκινώντας από την Άρτα, ο παλαίμαχος αγωνιστής δεν έμεινε απαθής. Μαζί με άλλους αξιωματικούς του ελληνικού στρατού και παλαιούς αγωνιστές πολέμησε στο πλευρό των επαναστατών. Τα τελευταία χρόνια ζούσε στο χωριό του, τη Δούνιστα. Στα τέλη Νοεμβρίου του 1857 κατέβηκε στο Μεσολόγγι για μια υπόθεσή του. Εκεί, στις μέρες περίπου από 25 μέχρι 27 του μήνα, πέθανε ξαφνικά. Ήταν 62 ετών, αν γεννήθηκε το 1795 ή στα 72, αν γεννήθηκε το 1785. Η κηδεία του έγινε σε εκκλησία της πόλης. Η εφημερίδα «Ήλιος» έγραψε γι' αυτά τα γεγονότα στις 29.11.1857:

Ο Ανδρέας Ίσκος απεβίωσεν. Κατήγετο από Σταθά Βάλτου. Τον  επιτάφιον λόγον εξεφώνησεν ο Περικλής Αργυρόπουλος, φίλος του μακαρίτου και τον λόγον έχων ευχερή. Ο Ίσκος υπήρξε δια της επιρροής του ο λυσιτελέστερος εις την Επανάστασιν. Νικήσας τον Πλιάσα εις το Μακρυνόρος, εις Καστριώτισσαν και Πέτα τον Μάιον  του 1821, έδωσεν εδραιότητα εις την στερέωσιν της Επαναστάσεως της Δυτικής Ελλάδος. Κατά το 1825 διέπρεψεν εις την πολιορκίαν του Μεσολογγίου μετά 500 Ακαρνάνων. Προ του Αγώνος είχε περιουσίαν ου την τυχούσαν. Σήμερον απέθανε στερούμενος και των εξόδων της ταφής του. Ο Ανδρέας Ίσκος υπήρξε συνετός, σεμνοπρεπής και φίλος της τάξεως.

όπως επίσης και η εφημερίδα «Ελπίς» που την επομένη 30.11.1857, αναφέρθηκε στον αποθανόντα καπετάνιο:[79].

Και έτερον σεβαστόν λείψανον του ηρωικού αγώνος μας ο υποστράτηγος Ανδρέας Ίσκου μετέβη εις την αιώνιον ζωήν. Εν ωραίαις σελίσι της Εθνικής μας ιστορίας φαίνεται του μακαρίτου το όνομα. Και ανδρείος ήτο και στρατηγηματικός, εις τους κινδύνους ερρίπτετο προθύμως αλλά μετ ’ απερισκεψίας δεν τους ανεζήτει ηθικά προτερήματα είχε πολλά, διό και ηγαπάτο όχι μόνον υπό των υπ ’ αυτού συμπολεμούντων, αλλά και υπό εκείνων, οίτινες έφερον τα βάρη του πολέμου. Ανήκεν εις οικογένειαν πλουσίαν εν τω αγώνι κατανάλωσεν την πατρικήν του περιουσίαν, μετά τον αγώνα δεν εζήτησε να πλουτίση, αλλά την επιρροήν του να διατηρήση εν τη επαρχία του. Δεν νοστιμευόμεθα τας ποιητικάς υπερβολάς, αίτινες βλάπτουσιν εν ω η αλήθεια ωφελεί, διό δεν λέγομεν ως άλλοι προ ημών είπον ίνα κατακρίνωσι την Εξουσίαν ή φέρωσιν αυτήν εις συναίσθησιν των προς την οικογένεια του μακαρίτου καθηκόντων της ότι απέθανεν επί της ψ ά θ η ς λέγομεν όμως ότι απέθανεν άπορος, και περιουσίαν δεν αφήκεν εις την πολυμελή οικογένειάν του. Ανήρ, οίος ο Ανδρέας Ίσκου, δεν είναι ανάγκη ν' απέθανεν επί της ψάθης, ίνα περιποιηθή η κυβέρνησις την οικογένειαν του ο τοιούτος λόγος είναι ύβρις κατά των αισθημάτων του έθνους η κυβέρνησις οφείλει να λάβη την θέσιν πατρός της οικογενείας του Ανδρέα Ίσκου, όχι διότι αυτός απέθανεν επί της ψάθης, όπερ μάλιστα ψευδές, αλλά διότι είναι οικογένεια του διαπρέψαντος εν τω αγώνι και τιμήσαντος τα ελληνικά όπλα Ανδρέου Ίσκου.

Πέθανε άπορος. Παρόλο που υπέβαλε στις 06.05.1846 αίτηση στην Επιτροπή Εκδουλεύσεων περί της αποδόσεως 253.742 γροσιών που του όφειλε το εθνικό ταμείο, δε δικαιώθηκε[80].

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Καιροφύλλας, Κώστας (1953). Ο Αλή πασάς όπως τον είδαν οι περιηγηται. Αθήνα. σελ. 104. 
  2. 2,0 2,1 Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, τόμος 30, 1988, σ. 163.
  3. Πριόβολος, Ευθύμιος (2008). Ανδρέας Ίσκος, Καραΐσκος, Η οδοιπορία του στον αγώνα της ανεξαρτησία. Αθήνα: Αθηναϊκές εκδόσεις «Φοίνιξ». σελίδες 25,27. ISBN 978-960-87229-2-7. 
  4. Ευθύμιος Α. Πριόβολος, Ανδρέας Ίσκος, Καραΐσκος, Η οδοιπορία του στον αγώνα της ανεξαρτησίας, Αθηναϊκές εκδόσεις « Φοίνιξ» 2008, σ.28
  5. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Νίκες των Ελλήνων στο Μακρυνόρος. Μάχες στο Κομπότι και στο Πέτα. Τόμος ΙΒ'Εκδοτική  Αθηνών Α.Ε., 1975. σ. 159
  6. Μακρυγιάννη Ιωάννη, Άπαντα, εισαγ.-επιμ. Έλλης Αλεξίου, Μέρμηγκας, Αθήνα χ.χ.ε, σ.169
  7. Μακρυγιάννη Ιωάννη, Άπαντα, εισαγ.-επιμ. Έλλης Αλεξίου, Μέρμηγκας, Αθήνα χ.χ.ε σ.181
  8. Ευθύμιος Α. Πριόβολος, Ανδρέας Ίσκος, Καραΐσκος, Η οδοιπορία του στον αγώνα της ανεξαρτησίας, Αθηναϊκές εκδόσεις « Φοίνιξ» 2008, σ.33
  9. Ευθύμιος Α. Πριόβολος, Ανδρέας Ίσκος, Καραΐσκος, Η οδοιπορία του στον αγώνα της ανεξαρτησίας, Αθηναϊκέςεκδόσεις « Φοίνιξ» 2008, σ.135
  10. Ιστορικό αρχείο Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου(5 τόμοι, στη σειρά Μνημεία της Ελληνικής Ιστορίας, εισαγ.- επιμ. Εμμ. Πρωτοψάλτη) τομ. 5, τευχ.2, σ.104
  11. Ιστορικό αρχείο Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου(5 τόμοι, στη σειρά Μνημεία της Ελληνικής Ιστορίας, εισαγ.- επιμ. Εμμ. Πρωτοψάλτη) τομ. 5, τευχ.2, σ. 69-70
  12. Ευθύμιος Α. Πριόβολος, Ανδρέας Ίσκος, Καραΐσκος, Η οδοιπορία του στον αγώνα της ανεξαρτησίας, Αθηναϊκές εκδόσεις « Φοίνιξ» 2008, σ.39-40
  13. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Η καταστροφή στο Πέτα . Τόμος ΙΒ'Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., 1975.σ.267
  14. Ευθύμιος Α. Πριόβολος, Ανδρέας Ίσκος, Καραΐσκος, Η οδοιπορία του στον αγώνα της ανεξαρτησίας, Αθηναϊκές εκδόσεις « Φοίνιξ» 2008, σ.41
  15. Ευθύμιος Α. Πριόβολος, Ανδρέας Ίσκος, Καραΐσκος, Η οδοιπορία του στον αγώνα της ανεξαρτησίας, Αθηναϊκές εκδόσεις « Φοίνιξ» 2008, σ.45
  16. Ευθύμιος Α. Πριόβολος, Ανδρέας Ίσκος, Καραΐσκος, Η οδοιπορία του στον αγώνα της ανεξαρτησίας, Αθηναϊκές εκδόσεις « Φοίνιξ» 2008, σ.49
  17. Κασομούλης Νικόλαος, Ενθυμήματα Στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων 1821-1833, τόμοι Α-Γ,Εισαγωγή Γ. Βλαχογιάννη,Αθήνα 1977, Α, σ. 257
  18. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Πρώτη Πολιορκία του Μεσολογγίου,τόμος ΙΒ' Εκδοτική Αθηνών Α.Ε. 1975, σ.273
  19. Στασινός Μικρούλης, Ιστορία της Δυτικής Χέρσου Ελλάδας εν Μεσολογγίω 1824, σ. 4
  20. Ευθύμιος Α. Πριόβολος, Ανδρέας Ίσκος, Καραΐσκος, Η οδοιπορία του στον αγώνα της ανεξαρτησίας, Αθηναϊκές εκδόσεις « Φοίνιξ» 2008, σ.52
  21. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Πρώτη Πολιορκία του Μεσολογγίου, τόμος ΙΒ', Εκδοτική Αθηνών Α.Ε, 1975,σ. 275
  22. Ευθύμιος Α. Πριόβολος, Ανδρέας Ίσκος, Καραΐσκος, Η οδοιπορία του στον αγώνα της ανεξαρτησίας, Αθηναϊκές εκδόσεις « Φοίνιξ» 2008, σ.53
  23. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Η κατάσταση στη Δυτική Ελλάδα. Νίκη του Καραϊσκάκη στο Σοβολάκο.Τόμος ΙΒ', Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., 1975, σ.293
  24. Ευθύμιος Α. Πριόβολος, Ανδρέας Ίσκος, Καραΐσκος, Η οδοιπορία του στον αγώνα της ανεξαρτησίας, Αθηναϊκές εκδόσεις « Φοίνιξ» 2008, σ.55
  25. Ευθύμιος Α. Πριόβολος, Ανδρέας Ίσκος, Καραΐσκος, Η οδοιπορία του στον αγώνα της ανεξαρτησίας, Αθηναϊκές εκδόσεις « Φοίνιξ» 2008, σ.57.
  26. Ευθύμιος Α. Πριόβολος, Ανδρέας Ίσκος, Καραΐσκος, Η οδοιπορία του στον αγώνα της ανεξαρτησίας, Αθηναϊκές εκδόσεις « Φοίνιξ» 2008, σ.58-59.
  27. Κόκκινος, Α.Διονύσιος, Η Ελληνική Επανάσταση, 6 τόμοι, Αθήναι 1967-1969, τόμος 3, σ.37.
  28. Αρχείο Γιαννάκη Ράγκου ( Παπαγεωργίου Στέφανος, Αθήνα 1982), σ. 32-33.
  29. Ευθύμιος Α. Πριόβολος, Ανδρέας Ίσκος, Καραΐσκος, Η οδοιπορία του στον αγώνα της ανεξαρτησίας, Αθηναϊκές εκδόσεις « Φοίνιξ» 2008, σ.60.
  30. Ιστορικό Αρχείο Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου (ΙΑΜΜ), τομ.5, τευχ.4 (1824), Αθήνα 1971,σ.536 και Κόκκινος, Α. Διονύσιος, Η Ελληνική Επανάστασις, 6 τόμοι, Αθήναι 1967-1969, τόμος 4, σ.179
  31. Ευθύμιος Α. Πριόβολος, Ανδρέας Ίσκος, Καραΐσκος, Η οδοιπορία του στον αγώνα της ανεξαρτησίας, Αθηναϊκές εκδόσεις « Φοίνιξ» 2008, σ.65.
  32. ΙΑΑΜ, τόμος 5, τεύχος 4 ( 1824), Αθήνα 1971, σ.698.
  33. Ευθύμιος Α. Πριόβολος, Ανδρέας Ίσκος, Καραΐσκος, Η οδοιπορία του στον αγώνα της ανεξαρτησίας, Αθηναϊκές εκδόσεις « Φοίνιξ» 2008, σ.66.
  34. Κασομούλης Νικόλαος, Ενθυμήματα Στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων 1821-1833, τόμοι Α-Γ, Εισαγωγή Γ. Βλαχογιάννη, Αθήνα 1977, τόμος Α'σ. 418.
  35. Αρχείο Γιαννάκη Ράγκου ( Παπαγεωργίου Στέφανος Αθήνα 1982) σ. 130, 136, 145.
  36. 36,0 36,1 36,2 Ευθύμιος Α. Πριόβολος, Ανδρέας Ίσκος, Καραΐσκος, Η οδοιπορία του στον αγώνα της ανεξαρτησίας, Αθηναϊκές εκδόσεις « Φοίνιξ» 2008, σ.67.
  37. Αρχείο Γιαννάκη Ράγκου ( Παπαγεωργίου Στέφανος Αθήνα 1982) σ. 132.
  38. Αρχείο Γιαννάκη Ράγκου ( Παπαγεωργίου Στέφανος Αθήνα 1982) σ. 138.
  39. Ευθύμιος Α. Πριόβολος, Ανδρέας Ίσκος, Καραΐσκος, Η οδοιπορία του στον αγώνα της ανεξαρτησίας, Αθηναϊκές εκδόσεις « Φοίνιξ» 2008, σ. 67, 69.
  40. Κασομούλης Νικόλαος, Ενθυμήματα Στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων 1821-1833, τόμοι Α-Γ,Εισαγωγή Γ. Βλαχογιάννη,Αθήνα 1977, Β', σ. 24, 45 και Μακρή Νικολάου, Ιστορία του Μεσολογγίου ( Απομνημονεύματα αγωνιστών του '21 ), Αθήνα 1957, σ.100.
  41. Κασομούλης Νικόλαος, Ενθυμήματα Στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων 1821-1833, τόμοι Α-Γ,Εισαγωγή Γ. Βλαχογιάννη,Αθήνα 1977, Β', σ. 24, 45, 51.
  42. ΙΑΑΜ, τόμος 5, τεύχος 5 ( 1825), Αθήνα 1978, σ.129, 151, 153.
  43. Κόκκινος, Α. Διονύσιος, Η Ελληνική Επανάστασις, 6 τόμοι, Αθήναι 1967-1969, τόμος 5, σ. 188.
  44. Ευθύμιος Α. Πριόβολος, Ανδρέας  Ίσκος, Καραΐσκος, Η οδοιπορία του στον αγώνα της ανεξαρτησίας, Αθηναϊκές εκδόσεις « Φοίνιξ» 2008, σ. 76, 78
  45. Ευθύμιος Α. Πριόβολος, Ανδρέας Ίσκος, Καραΐσκος, Η οδοιπορία του στον αγώνα της ανεξαρτησίας, Αθηναϊκές εκδόσεις « Φοίνιξ» 2008, σ. 81
  46. Κασομούλης Νικόλαος, Ενθυμήματα Στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων 1821-1833, τόμοι Α-Γ,Εισαγωγή Γ. Βλαχογιάννη,Αθήνα 1977, Β', σ. 133
  47. Σπυρομήλιος, Απομνημονεύματα της Δευτέρας Πολιορκίας του Μεσολογγίου, 1825-1826 ( Απομνημονεύματα αγωνιστών του '21), Αθήνα 1957, σ. 168
  48. Ευθύμιος Α. Πριόβολος, Ανδρέας Ίσκος, Καραΐσκος, Η οδοιπορία του στον αγώνα της ανεξαρτησίας, Αθηναϊκές εκδόσεις « Φοίνιξ» 2008, σ. 83
  49. Αλληλογραφία Φρουράς σ. 247-248
  50. Αρχείο Ανδρέα Ίσκου, έγγρ. 1, 16-4-1826 και Ευθύμιος Α. Πριόβολος, Ανδρέας Ίσκος, Καραΐσκος, Η οδοιπορία του στον αγώνα της ανεξαρτησίας, Αθηναϊκές εκδόσεις «Φοίνιξ» 2008, σ.88
  51. Κανέλλος Δεληγιάννης, Απομνημονεύματα (Απομνημονεύματα αγωνιστών του '21), Αθήνα 1957, σ. 184.
  52. Ευθύμιος Α. Πριόβολος, Ανδρέας Ίσκος, Καραΐσκος, Η οδοιπορία του στον αγώνα της ανεξαρτησίας, Αθηναϊκές εκδόσεις « Φοίνιξ» 2008, σ. 84.
  53. Αρχεία Ελληνικής Παλιγγενεσίας ( 23 τόμοι, έκδοση της Βουλής των Ελλήνων), τόμος 7, σ. 457.
  54. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Η Γ' Εθνική Συνέλευση,τόμος ΙΒ' , Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., 1975, σ. 435.
  55. Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα ,τόμος 30, σ. 163., 1988
  56. Ευθύμιος Α. Πριόβολος, Ανδρέας Ίσκος, Καραΐσκος, Η οδοιπορία του στον αγώνα της ανεξαρτησίας, Αθηναϊκές εκδόσεις « Φοίνιξ» 2008, σ. 89.
  57. Ευθύμιος Α. Πριόβολος, Ανδρέας Ίσκος, Καραΐσκος, Η οδοιπορία του στον αγώνα της ανεξαρτησίας, Αθηναϊκές εκδόσεις « Φοίνιξ» 2008, σ. 90-91.
  58. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκστρατεία του Κιουταχή προς την Ανατολική Στερεά, τόμος ΙΒ', Εκδοτική Αθηνών, Α.Ε. 1975, σ. 416.
  59. Γιάννης Βλαχογιάννης, Ιστορική Ανθολογία, Αθήναι 1927, σ. 240
  60. Ευθύμιος Α. Πριόβολος, Ανδρέας Ίσκος, Καραΐσκος, Η οδοιπορία του στον αγώνα της ανεξαρτησίας, Αθηναϊκές εκδόσεις « Φοίνιξ» 2008, σ. 92.
  61. Ευθύμιος Α. Πριόβολος, Ανδρέας Ίσκος, Καραΐσκος, Η οδοιπορία του στον αγώνα της ανεξαρτησίας, Αθηναϊκές εκδόσεις « Φοίνιξ» 2008, σ. 94.
  62. Ευθύμιος Α. Πριόβολος, Ανδρέας Ίσκος, Καραΐσκος, Η οδοιπορία του στον αγώνα της ανεξαρτησίας, Αθηναϊκές εκδόσεις « Φοίνιξ» 2008, σ. 95.
  63. Ευθύμιος Α. Πριόβολος, Ανδρέας Ίσκος, Καραΐσκος, Η οδοιπορία του στον αγώνα της ανεξαρτησίας, Αθηναϊκές εκδόσεις « Φοίνιξ» 2008, σ. 98-100.
  64. Αρχείο Ανδρέα Ίσκου, έγγρ. 8, 2-2-1830 και Ευθύμιος Α. Πριόβολος, Ανδρέας  Ίσκος, Καραΐσκος, Η οδοιπορία του στον αγώνα της ανεξαρτησίας, Αθηναϊκές εκδόσεις «Φοίνιξ» 2008, σ.106
  65. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Κατάληψη από τους Έλληνες του φρουρίου της Βόνιτσας, των στενών του Μακρυνόρους και του Κραβασαρά, τόμος ΙΒ', Εκδοτική Αθηνών, Α.Ε., 1975, σ. 520.
  66. Ευθύμιος Α. Πριόβολος, Ανδρέας Ίσκος, Καραΐσκος, Η οδοιπορία του στον αγώνα της ανεξαρτησίας, Αθηναϊκές εκδόσεις « Φοίνιξ» 2008, σ. 101.
  67. Ευθύμιος Α. Πριόβολος, Ανδρέας Ίσκος, Καραΐσκος, Η οδοιπορία του στον αγώνα της ανεξαρτησίας, Αθηναϊκές εκδόσεις « Φοίνιξ» 2008, σ. 105 και Αρχείο Ανδρέα Ίσκου, έγγραφο 9, 14- 02- 1830.
  68. Ευθύμιος Α. Πριόβολος, Ανδρέας Ίσκος, Καραΐσκος, Η οδοιπορία του στον αγώνα της ανεξαρτησίας, Αθηναϊκές εκδόσεις « Φοίνιξ» 2008, σ. 107-108.
  69. Ευθύμιος Α. Πριόβολος, Ανδρέας Ίσκος, Καραΐσκος, Η οδοιπορία του στον αγώνα της ανεξαρτησίας, Αθηναϊκές εκδόσεις « Φοίνιξ» 2008, σ. 109- 110.
  70. Αρχείο Ανδρέα Ίσκου, έγγρ. 18, 17/29-5-1837 και Ευθύμιος Α. Πριόβολος, Ανδρέας  Ίσκος, Καραΐσκος, Η οδοιπορία του στον αγώνα της ανεξαρτησίας, Αθηναϊκές εκδόσεις «Φοίνιξ» 2008, σ.119
  71. Ευθύμιος Α. Πριόβολος, Ανδρέας Ίσκος, Καραΐσκος, Η οδοιπορία του στον αγώνα της ανεξαρτησίας, Αθηναϊκές εκδόσεις « Φοίνιξ» 2008, σ. 112.
  72. Ευθύμιος Α. Πριόβολος, Ανδρέας Ίσκος, Καραΐσκος, Η οδοιπορία του στον αγώνα της ανεξαρτησίας, Αθηναϊκές εκδόσεις « Φοίνιξ» 2008, σ. 117.
  73. Αρχείο Ανδρέα Ίσκου, έγγρ. 23, 10-5-1843 και Ευθύμιος Α. Πριόβολος, Ανδρέας  Ίσκος, Καραΐσκος, Η οδοιπορία του στον αγώνα της ανεξαρτησίας, Αθηναϊκές εκδόσεις « Φοίνιξ» 2008, σ.123
  74. Ευθύμιος Α. Πριόβολος, Ανδρέας Ίσκος, Καραΐσκος, Η οδοιπορία του στον αγώνα της ανεξαρτησίας, Αθηναϊκές εκδόσεις « Φοίνιξ» 2008, σ. 120
  75. Αρχείο Ανδρέα Ίσκου, έγγραφο 10, 26-07-1836.
  76. Ευθύμιος Α. Πριόβολος, Ανδρέας Ίσκος, Καραΐσκος, Η οδοιπορία του στον αγώνα της ανεξαρτησίας, Αθηναϊκές εκδόσεις « Φοίνιξ» 2008, σ. 120, 122.
  77. Ευθύμιος Α. Πριόβολος, Ανδρέας Ίσκος, Καραΐσκος, Η οδοιπορία του στον αγώνα της ανεξαρτησίας, Αθηναϊκές εκδόσεις « Φοίνιξ» 2008, σ. 125.
  78. Ευθύμιος Α. Πριόβολος, Ανδρέας Ίσκος, Καραΐσκος, Η οδοιπορία του στον αγώνα της ανεξαρτησίας, Αθηναϊκές εκδόσεις « Φοίνιξ» 2008, σ. 126.
  79. Ευθύμιος Α. Πριόβολος, Ανδρέας Ίσκος, Καραΐσκος, Η οδοιπορία του στον αγώνα της ανεξαρτησίας, Αθηναϊκές εκδόσεις « Φοίνιξ» 2008, σ. 128-129.
  80. Ευθύμιος Α. Πριόβολος, Ανδρέας Ίσκος, Καραΐσκος, Η οδοιπορία του στον αγώνα της ανεξαρτησίας, Αθηναϊκές εκδόσεις « Φοίνιξ» 2008, σ. 130-131.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

ΒΙΒΛΙΑ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Αγγέλη Ιωάννη, Η Δράσις των Βαλτινών στην Επανάσταση του 1821 , Αμφιλοχία 1957
  • Βλαχογιάννη Γιάννη, Ιστορική Ανθολογία, Αθήνα 1927.
  • Εγκυκλοπαίδεια "Δομή", τόμος 15ος, σελ. 58, Αθήνα 1996
  • Κανέλλος Δεληγιάννης, Απομνημονεύματα ( Απομνημονεύματα αγωνιστών του '21), Αθήνα 1957.
  • Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Τόμος ΙΒ 'Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., 1975.
  • Καιροϕύλλας, Κώστας (1953). Ο Αλή πασάς όπως τον είδαν οι περιηγηταί.. Αθήναι 1953.
  • Καρακώστα Αλεξάνδρα , Κλέφτες και Αρματολοί του ορεινού Βάλτου, Αγρίνιο 2004, σελ. 14-19 ISBN 960-92262-1-3
  • Κασομούλης Νικόλαος, Ενθυμήματα Στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων 1821-1833, τόμοι Α-Γ,Εισαγωγή Γ. Βλαχογιάννη, Αθήνα 1977.
  • Κόκκινος, Α. Διονύσιος, Η Ελληνική Επανάσταση, 6 τόμοι, Αθήναι 1967-1969.
  • Μακρή Νικολάου, Ιστορία του Μεσολογγίου ( Απομνημονεύματα αγωνιστών του '21 ), Αθήνα 1957.
  • Μακρυγιάννη Ιωάννη, Άπαντα, εισαγ.-επιμ.Έλλης Αλεξίου Μέρμηγκας, Αθήνα χ.χ.ε,
  • Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, τόμος 30, 1988.
  • Πριόβολος, Ευθύμιος (2008). Ανδρέας Ίσκος, Καραΐσκος, Η οδοιπορία του στον αγώνα της ανεξαρτησία. Αθήνα: Αθηναϊκές εκδόσεις «Φοίνιξ». ISBN 978-960-87229-2-7.
  • Σπυρομήλιος, Απομνημονεύματα της Δευτέρας Πολιορκίας του Μεσολογγίου, 1825-1826 ( Απομνημονεύματα αγωνιστών του '21), Αθήνα 1957.
  • Στασινός Μικρούλης, Ιστορία της Δυτικής Χέρσου Ελλάδας εν Μεσολογγίω 1824.
  • Τρικούπη Σπυρίδωνος, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, 4 τόμοι, Αθήνα 1853.
  • Φωτιάδης Δημήτρης - Το έπος της μεγάλης πολιορκίας -Αθήνα 1953
  • Φωτιάδης Δημήτρης - Καραϊσκάκης - Αθήνα 1956

ΑΡΧΕΙΑ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Αλληλογραϕία Φρουράς.
  • Αρχείο Γιαννάκη Ράγκου ( Παπαγεωργίου Στέϕανος, Αθήνα 1982).
  • Αρχείο Ανδρέα Ίσκου.
  • Αρχεία Ελληνικής Παλιγγενεσίας ( 23 τόμοι, έκδοση της Βουλής των Ελλήνων).
  • Ιστορικό αρχείο Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου (5 τόμοι, στη σειρά Μνημεία της Ελληνικής Ιστορίας, εισαγ.- επιμ. Εμμ. Πρωτοψάλτη).