Πατριάρχης Γρηγόριος ΣΤ΄
Πατριάρχης Γρηγόριος ΣΤ΄ | |
---|---|
Ο Γρηγόριος ΣΤ΄ | |
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα γεννήσεως | Γεώργιος Φουρτουνιάδης |
Γέννηση | 1 Μαρτίου 1798 Ρούμελι Φενέρι Κωνσταντινούπολη |
Θάνατος | 8 Ιουνίου 1881 Μέγα Ρεύμα |
Χώρα πολιτογράφησης | Ελλάδα |
Θρησκεία | Ανατολικός Ορθόδοξος Χριστιανισμός |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Ελληνικά |
Σπουδές | Μεγάλη του Γένους Σχολή |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | ορθόδοξος ιερέας |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Γρηγόριος ΣΤ΄ (κατά κόσμον Γεώργιος Φουρτουνιάδης, 1 Μαρτίου 1798 - 8 Ιουνίου 1881) διετέλεσε Οικουμενικός Πατριάρχης δύο φορές κατά τον 19ο αιώνα.
Βιογραφικά στοιχεία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Γεννήθηκε την 1η Μαρτίου του 1798 στο χωριό Φαναράκι (σήμερα Ρούμελι Φενέρι) του Βοσπόρου[1]. Οι γονείς του ονομάζονταν Αγγελής και Σουλτάνα, με καταγωγή από τη Δροβιανή Δρυϊνουπόλεως[2], και είχε τουλάχιστον άλλα τρία αδέρφια[3].
Έμαθε τα πρώτα γράμματα από ιεροδιδασκάλους στο χωριό του, ενδεχομένως εφημερίους της τοπικής εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου. Το 1809, σε ηλικία 11 ετών, οι γονείς του τον έθεσαν στην υπηρεσία του τοπικού Μητροπολίτη (Δέρκων) και μετέπειτα ιερομάρτυρα Γρηγορίου του Πελοποννησίου, με σκοπό να του εξασφαλίσουν καλύτερη εκπαίδευση[4]. Πράγματι, σπούδασε στην Μουρούζειο Σχολή και κατόπιν στην Πατριαρχική Ακαδημία. Στις 20 Μαρτίου 1815, ο Δέρκων Γρηγόριος τον χειροτόνησε διάκονο σε ηλικία 17 ετών, δίνοντάς του το όνομά του. Κατόπιν τον διόρισε ιδιαίτερο γραμματέα του[5].
Μετά τον απαγχονισμό του Μητροπολίτη Δέρκων από τους Τούρκους (3 Ιουνίου 1821), ο Γρηγόριος φαίνεται πως ιδιώτευσε για μια τριετία[6]. Στις 24 Σεπτεμβρίου 1824 ορίστηκε μέγας αρχιδιάκονος του Πατριαρχείου από τον Πατριάρχη Χρύσανθο[7]. Στις 6 Οκτωβρίου 1825 διορίστηκε μέγας πρωτοσύγκελος του Πατριαρχείου, αλλά παρέμεινε στη θέση αυτή μόλις 15 ημέρες, καθώς στις 21 Οκτωβρίου εξελέγη Μητροπολίτης Πελαγονίας. Τον Αύγουστο του 1833 εξελέγη Μητροπολίτης Σερρών[8].
Πατριαρχία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Κατόπιν σφοδρών συζητήσεων και αντεγκλήσεων[9] και με την υποστήριξη συντεχνιών[10] εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης στις 27 Σεπτεμβρίου του 1835, αρνούμενος όμως να παραιτηθεί από την Μητρόπολη Σερρών. Τον Δεκέμβριο του 1835 προκάλεσε την έκδοση Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου που προέβλεπε ότι ο εκλεγόμενος Πατριάρχης θα μπορούσε να διατηρεί και την προηγούμενη έδρα του και συνέχισε να διοικεί τη Μητρόπολη Σερρών διά τιτουλαρίων επισκόπων ως το 1838, οπότε παραιτήθηκε από αυτήν και εξελέγη διάδοχός του[11].
Ήταν εξαιρετικά ηθικός και ευλαβής, αλλά και επίμονος στις ιδέες του[8], ενώ θεωρούνταν ρωσόφιλος[12]. Εξέδωσε κανονικές διατάξεις που αφορούσαν τον γάμο (συνοικέσια, προίκα), την εκπαίδευση των μοναχών και δογματικές διαφορές με την Καθολική Εκκλησία και τους Διαμαρτυρομένους. Απαγόρευσε τον ενταφιασμό εντός ναών και καταδίκασε τη μετάφραση της Αγίας Γραφής σε απλούστερη μορφή γλώσσας. Στις 19 Δεκεμβρίου 1839 εξέδωσε Πατριαρχική και Συνοδική εγκύκλιο («Περί της νεωστί αναφανείσης αντιχρίστου διδασκαλίας του Θεοσεβισμού») εναντίον του Θεόφιλου Καΐρη και της διδασκαλίας του.
Επί των ημερών του έγιναν μεγάλες αλλαγές στον Πατριαρχικό Ναό του Αγίου Γεωργίου, οπότε και η οροφή έφτασε στο σημερινό της ύψος[13], αλλά επίσης ανοικοδομήθηκαν ή επισκευάστηκαν και πολλοί άλλοι ναοί την Κωνσταντινούπολης[14].
Επαύθη από τον Σουλτάνο Αμπντούλ Μετζίτ Α΄ στις 20 Φεβρουαρίου 1840[1] και αποσύρθηκε στο σπίτι του στο Μέγα Ρεύμα. Επανεξελέγη 27 έτη αργότερα, μετά την παραίτηση του Πατριάρχη Σωφρονίου, στις 10 Φεβρουαρίου 1867[15] και παραιτήθηκε στις 10 Ιουνίου 1871. Απεβίωσε στις 8 Ιουνίου 1881. Ετάφη στο προαύλιο του Ιερού Ναού των Ασωμάτων (Παμμεγίστων Ταξιαρχών) στο Μέγα Ρεύμα και το 1906 έγινε ανακομιδή των οστών του.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 Μανουήλ Γεδεών, σελ. 692.
- ↑ Μητροπολίτης από Μ.Πρωτοσυγκέλλων, Αθηναγόρας (1932). «Ο θεσμός των συγκέλλων εν τω Οικουμενικώ Πατριαρχείω». Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών: 279. https://ir.lib.uth.gr/xmlui/bitstream/handle/11615/19053/article.pdf?sequence=1&isAllowed=y. Ανακτήθηκε στις 5 Αυγούστου 2022.
- ↑ Χαμχούγιας 2006, σελ. 10.
- ↑ Χαμχούγιας 2006, σελ. 11.
- ↑ Χαμχούγιας 2006, σελ. 15.
- ↑ Χαμχούγιας 2006, σελ. 17.
- ↑ Χαμχούγιας 2006, σελ. 19.
- ↑ 8,0 8,1 Μανουήλ Γεδεών, σελ. 693.
- ↑ Χαμχούγιας 2006, σελ. 60.
- ↑ E. Βουραζέλη Μαρινάκου, Αι εν Θράκη συντεχνίαι των Ελλήνων κατά την Τουρκοκρατίαν Αρχειοθετήθηκε 2006-05-04 στο Wayback Machine., Θεσσαλονίκη 1950
- ↑ Χαμχούγιας 2006, σελ. 36-37.
- ↑ Stamatopoulos, Dimitris (2022). «“Constantinople Is theTower of Babel”:Escaping from Time to Space in Historical Representations of Nineteenth-Century Istanbul». Discovering Byzantium in Istanbul:Scholars, Institutions, and Challenges,1800–1955: 130. https://www.academia.edu/86647784/Dimitris_Stamatopoulos_Constantinople_Is_the_Tower_of_Babel_Escaping_from_Time_to_Space_in_the_Historical_Representations_of_Nineteenth_Century_Istanbul?email_work_card=title. Ανακτήθηκε στις 15 Σεπτεμβρίου 2022.
- ↑ Χαμχούγιας 2006, σελ. 88.
- ↑ Χαμχούγιας 2006, σελ. 90.
- ↑ Καλλίφρων 1867, σελ. 11.
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Γεδεών, Μανουήλ (1885). Πατριαρχικοί Πίνακες: Ειδήσεις ιστορικαί βιογραφικαί περί των Πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως: από Ανδρέου του Πρωτοκλήτου μέχρις Ιωακείμ Γ' του από Θεσσαλονίκης, 36-1884. Κωνσταντινούπολη: Lorenz & Keil.
- Χαμχούγιας, Χρήστος (2006). Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριος ΣΤ' ο Φουρτουνιάδης εν μέσω εθνικών και εθνοφυλετικών ανταγωνισμών, διδακτορική διατριβή. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), Θεολογική Σχολή, Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας.
- Καλλίφρων, Βασίλειος Δ. (1867). Εκκλησιαστικά ή Εκκλησιαστικόν Δελτίον. Κωνσταντινούπολη.