Νεόφυτος Δ΄

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Νεόφυτος Δ΄
Γενικές πληροφορίες
ΘρησκείαΟρθόδοξος Χριστιανισμός
Πληροφορίες ασχολίας
ΙδιότηταΠατριάρχης
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΑξίωμαΟικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως

Ο Νεόφυτος Δ΄ (ο Φιλάρετος[1]) διετέλεσε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως για ένα σύντομο χρονικό διάστημα μεταξύ των ετών 1688 και 1689.

Καταγόταν από την Ήπειρο και το οικογενειακό του όνομα ήταν Φιλάρετος[1]. Περιγράφεται ως μορφωμένος[2], θεοσεβής και φιλομαθής[3]. Ήταν ιερομόναχος και πνευματικός όταν εξελέγη Μητροπολίτης Αδριανουπόλεως τον Σεπτέμβριο του 1644[4], σε διαδοχή του Παρθενίου που εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης. Φαίνεται πως είχε κάνει μαζί του μία συμφωνία, να κρατάει από τις προσόδους της Μητροπόλεως μόνο τα απαραίτητα για τον ίδιο και τη Μητρόπολη και τα υπόλοιπα να τα αποδίδει στον Παρθένιο[4]. Όταν εξέπεσε του θρόνου ο Παρθένιος, ο Νεόφυτος σταμάτησε να τηρεί την συμφωνία, γι'αυτό και μετά την επιστροφή του Παρθενίου στο θρόνο, η Σύνοδος καθαίρεσε και απέλασε τον Νεόφυτο τον Ιανουάριο του 1650[5]. Όταν στον θρόνο ανέβηκε ο Ιωαννίκιος Β΄, αποκατέστησε τον Νεόφυτο τον Ιούνιο του 1651[6]. Ως Μητροπολίτης Αδριανουπόλεως ήταν πολλές φορές μέλος τις Ιεράς Συνόδου[6] και τηρούσε αλληλογραφία με πολλούς αρχιερείς και Πατριάρχες, ενώ σώζεται και επιστολή που του απηύθυνε με οικείο ύφος και ο Τσάρος Αλέξιος Μιχαήλοβιτς[7]. Επί των ημερών της ιερατείας του στην Αδριανούπολη παραχώρησε τον ναό του Αγίου Στεφάνου της πόλης ως μετόχι στην Μονή Μεγίστης Λαύρας[8]. Επίσης, με δική του επιμέλεια ανεγέρθηκε νέος καθεδρικός ναός της πόλης, ο οποίος είχε καταρρεύσει το 1658 από το πολύ χιόνι[7]. Το 1682 του δόθηκε άδεια να μεταβεί στη Βλαχία, προκειμένου να συγκεντρώσει χρήματα για την υπερχρεωμένη Μητρόπολή του[9]. Το 1686 επαύθη και απομακρύνθηκε από την επαρχία του[5].

Στις 27 Νοεμβρίου 1688 εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης ανατρέποντας τον προκάτοχό του, Καλλίνικο Β΄[7]. Ενθρονίστηκε στο Φανάρι στις 15 Δεκεμβρίου 1688[8]. Παρέμεινε στο Θρόνο όμως μόνο για πέντε μήνες, διότι επέδειξε δυναστική συμπεριφορά. Έτσι, εκθρονίστηκε στις 7 Μαρτίου 1689[1] και επανήλθε ο Καλλίνικος Β΄. Έκτοτε δεν υπάρχουν μαρτυρίες γι'αυτόν και φαίνεται πως δεν έζησε πολύ, καθώς ήταν ήδη πάνω από ογδόντα ετών[8].

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 Τωμαδάκης, σελ. 184.
  2. Γεδεών 1913, σελ. 6.
  3. Γεδεών 1913, σελ. 7.
  4. 4,0 4,1 Σάρδεων 1935, σελ. 41.
  5. 5,0 5,1 Σάρδεων 1935, σελ. 42.
  6. 6,0 6,1 Γεδεών 1913, σελ. 10.
  7. 7,0 7,1 7,2 Μανουήλ Γεδεών, σελ. 608.
  8. 8,0 8,1 8,2 Γεδεών 1913, σελ. 18.
  9. Γεδεών 1913, σελ. 11.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Περαιτέρω ανάγνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]


τίτλοι της Ορθόδοξης Εκκλησίας
Προκάτοχος
Παρθένιος Β΄
Μητροπολίτης Αδριανουπόλεως
1644-1686
Διάδοχος
Γεράσιμος Β΄
Προκάτοχος
Καλλίνικος Β΄
Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
1688-1689
Διάδοχος
Καλλίνικος Β΄