Βενετία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 45°26′20″N 12°19′10″E / 45.4389°N 12.3194°E / 45.4389; 12.3194

Βενετία
Εικόνα

(Σημαία)
Διοικητικές πληροφορίες
Χώρα    Ιταλία
Περιφέρεια    Βένετο
Επαρχία   Βενετία
Περιοχή
Υψόμετρο   2,54 μ.
Έκταση   414,57 χλμ²
Πληθυσμός   259.970[1] (2012)
Πυκνότητα   627,08 κατ./χλμ²
Άλλες πληροφορίες
Ζώνη ώρας   UTC+1
Πολιούχος   Ευαγγελιστής Μάρκος
Προσωνυμία   Η Γαληνοτάτη
Τοποθεσία
Βενετία is located in Ιταλία
Βενετία
Βενετία
Χάρτης
Θέση της Βενετίας στην Ιταλία και στην περιφέρεια Βένετο
comune.venezia.it
Μνημείο Παγκόσμιας
Κληρονομιάς της UNESCO
Βενετία και η λιμνοθάλασσά της
Επίσημο όνομα στον κατάλογο μνημείων Π.Κ.
Χάρτης
Χώρα μέλος Ιταλία
ΤύποςΠολιτιστικό
Κριτήριαi, ii, iii, iv, v, vi
Ταυτότητα394
ΠεριοχήΕυρώπη και Βόρεια Αμερική
Ιστορικό εγγραφής
Εγγραφή1987 (11η συνεδρίαση)

Η Βενετία (ιταλικά: Venezia‎‎, βενετσιανικά: Venesia ή Venexia) είναι πόλη της Ιταλίας χτισμένη πάνω σε μια ομάδα 118 μικρών νησιών που χωρίζονται από κανάλια και ενώνονται μεταξύ τους με γέφυρες.[2] Είναι πρωτεύουσα της Περιφέρειας του Βένετο και βρίσκεται στην ομώνυμη ελώδη λιμνοθάλασσα που απλώνεται κατά μήκος της ακτογραμμής μεταξύ των εκβολών των ποταμών Πάδου (Πο) και Πιάβε. Η Βενετία είναι φημισμένη για την ομορφιά της τοποθεσίας της, την αρχιτεκτονική της και τα έργα τέχνης της.[2] Ολόκληρη η πόλη είναι καταγεγραμμένη ως Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς, μαζί με τη λιμνοθάλασσά της.[2]

Το 2009 οι κάτοικοι του Δήμου της Βενετίας ήταν 270.098 (ο εκτιμώμενος πληθυσμός 272.000 κατοίκων περιλαμβάνει τον πληθυσμό όλου του Δήμου της Βενετίας: περίπου 60.000[3] στην ιστορική πόλη της Βενετίας (Τσέντρο στόρικο), περίπου 176.000 στην Τεραφέρμα (την «Ξηρά»), κυρίως στα μεγάλα διαμερίσματα Μέστρε και Μαργκέρα, και 31.000 σε άλλα νησιά της λιμνοθάλασσας. Με την Πάντοβα και το Τρεβίζο η πόλη περιλαμβάνεται στη Μητροπολιτική Περιοχή Πάδοβα-Τραβίζο-Βενετία (πληθυσμός 1.660.000).

Το όνομα προέρχεται από τον αρχαίο λαό των Βένετων, που κατοίκησαν την περιοχή από τον 10ο αιώνα π.Χ.[4][5] Η πόλη υπήρξε στην ιστορία πρωτεύουσα της Δημοκρατίας της Βενετίας. Είναι γνωστή ως «Γαληνοτάτη», «Βασίλισσα της Αδριατικής», «Πόλη του Νερού», «Πόλη των Μασκών», «Πόλη των Γεφυρών», «Επιπλέουσα Πόλη» και «Πόλη των Καναλιών».

Η Δημοκρατία της Βενετίας υπήρξε πολύ μεγάλη ναυτική δύναμη κατά τον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση, ορμητήριο για τις Σταυροφορίες και τη Ναυμαχία της Ναυπάκτου, καθώς και πολύ σημαντικό κέντρο εμπορίου (ιδιαίτερα μεταξιού, σιτηρών και μπαχαρικών) και τέχνης από τον 13ο μέχρι τα τέλη του 17ου αιώνα. Αυτό κατέστησε τη Βενετία πλούσια πόλη σε όλη την ιστορία της.[6] Είναι επίσης γνωστή για τα αρκετά καλλιτεχνικά της κινήματα, ιδιαίτερα στην περίοδο της Αναγέννησης. Η Βενετία διεδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην ιστορία της συμφωνικής μουσικής και της όπερας, ενώ αποτελεί γενέτειρα του Αντόνιο Βιβάλντι.[7]

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Προέλευση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μολονότι δεν υπάρχουν ιστορικές αναφορές, σχετικές με τους πρώτους αιώνες της Βενετίας, η παράδοση και οι υπάρχουσες μαρτυρίες έχουν κάνει αρκετούς ιστορικούς να συμφωνήσουν ότι ο αρχικός πληθυσμός της Βενετίας αποτελούνταν από πρόσφυγες από Ρωμαϊκές πόλεις κοντά στη Βενετία, όπως οι Πάντοβα, Ακυληία, Τρεβίζο, Αλτίνο και Κονκόρντια (σημερινό Πόρτογκουάρο) και από την ανυπεράσπιστη ύπαιθρο που τρέπονταν σε φυγή από διαδοχικά κύματα εισβολών Γερμανών και Ούννων.[8] Μερικές ύστερες Ρωμαϊκές πηγές αποκαλύπτουν την ύπαρξη ψαράδων στα νησιά της αρχικής ελώδους λιμνοθάλασσας. Αναφέρονταν ως «κάτοικοι της λιμνοθάλασσας». Η παραδοσιακή ίδρυση ταυτοποιείται με την αφιέρωση της πρώτης εκκλησίας, του Σαν Τζάκομο στο νησάκι του Ριάλτο (Ριβοάλτο, «Ψηλή Όχθη»), που λέγεται ότι έγινε το μεσημέρι της 25ης Μαρτίου του 421.[9][10]

Η τελευταία και μονιμότερη μετανάστευση στο βορρά της Ιταλικής Χερσονήσου ήταν εκείνη των Λομβαρδών το 568, αφήνοντας στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία μια λεπτή λωρίδα ακτής στο σημερινό Βένετο, περιλαμβανομένης της Βενετίας. Το Ρωμαϊκό/Βυζαντινό έδαφος οργανώθηκε ως Εξαρχάτο της Ραβέννας διοικούμενο από αυτό το αρχαίο λιμάνι και επιτηρούμενο από ένα αντιβασιλέα (τον Έξαρχο), διορισμένο από τον Αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη, αλλά η Ραβέννα και η Βενετία συνδέονταν μόνο δια θαλάσσης, και με την απομονωμένη θέση της Βενετίας επήλθε μεγαλύτερη αυτονομία. Δημιουργήθηκαν νέα λιμάνια, μεταξύ αυτών εκείνα στο Μαλαμόκο και στο Τορτσέλο στη λιμνοθάλασσα της Βενετίας. Οι tribuni maiores, η αρχαιότερη κεντρική υπάρχουσα κυβερνητική επιτροπή των νησιών στη Λιμνοθάλασσα, χρονολογείται από το 568.[11]

Οι Βενετοί πρόσφεραν άσυλο στον Έξαρχο Παύλο, από τη δίωξη του Λομβαρδού Λιουτπράνδου, που έγινε έτσι παραδοσιακά ο πρώτος δόγης της Βενετίας, Πάολο Λούτσιο Αναφέστο, με διάδοχο το Μαρτσέλο Τεγκαλιάνο, τον magister militum (Στρατηγό, επί λέξει «Άρχοντα των Στρατιωτών»). Το 726, οι στρατιώτες και οι πολίτες του Εξαρχάτου οδηγήθηκαν σε εξέγερση λόγω της εικονομαχίας μετά από παρότρυνση του Πάπα Γρηγορίου Γ΄. Ο Έξαρχος δολοφονήθηκε και πολλοί αξιωματούχοι διέφυγαν εν μέσω του χάους. Εκείνο περίπου το διάστημα οι κάτοικοι της λιμνοθάλασσας εξέλεξαν το δικό τους ηγέτη για πρώτη φορά, αν και δεν είναι ξεκάθαρη η σχέση αυτής της ανάρρησης με τις εξεγέρσεις. Ο Όρσο επρόκειτο να είναι ο πρώτος από 117 «δόγηδες» («δόγης» είναι η εξέλιξη στη Βενετική διάλεκτο του λατινικού «δουξ» (ηγέτης)). Ανεξάρτητα από τις αρχικές του απόψεις ο Όρσο υποστήριξε την επιτυχή εκστρατεία του Αυτοκράτορα Λέοντα Γ΄ να ανακαταλάβει τη Ραβέννα, αποστέλλοντας τόσο άνδρες όσο και πλοία. Σε αναγνώριση αυτού δόθηκαν στη Βενετία «πολλά προνόμια και παραχωρήσεις» και ο Όρσο, που είχε συνδράμει προσωπικά, χρίστηκε από το Λέοντα ως δουξ[12] και του δόθηκε ο πρόσθετος τίτλος του ύπατου.[13]

Η Βυζαντινή κυριαρχία στην κεντρική και βόρεια Ιταλία τερματίστηκε αργότερα κυρίως με την κατάκτηση του Εξαρχάτου της Ραβέννας το 751 από τον Αϊστούλφο. Τότε ο Λομβαρδός Βασιλιάς Αϊστούλφος κατέλαβε το μεγαλύτερο μέρος του Εξαρχάτου της Ραβέννας, αφήνοντας τη Βενετία ένα μοναχικό και όλο και περισσότερο αυτόνομο Βυζαντινό προπύργιο. Την περίοδο αυτή η έδρα του τοπικού Βυζαντινού κυβερνήτη («δούκα», αργότερα «δόγη») βρισκόταν στο Μαλαμόκο. Η αποίκηση των νησιών στη λιμνοθάλασσα πιθανόν αυξανόταν σε αντιστοιχία με τη Λομβαρδική κατάκτηση των Βυζαντινών εδαφών, καθώς πρόσφυγες αναζητούσαν άσυλο στην πόλη της λιμνοθάλασσας. Το 775/776 δημιουργήθηκε η επισκοπική έδρα του Ολίβολο (Ηλίπολις). Επί του Δούκα Ανιέλο Παρτετσιπάτσιο (811–827) η έδρα των δουκών μετακινήθηκε από το Μαλαμόκο στο καλά προστατευμένο Ριάλτο (Βενετία)|Ριάλτο, τη σημερινή θέση της Βενετίας. Στη συνέχεια χτίστηκαν εδώ το μοναστήρι του Αγίου Ζαχαρία και το πρώτο Παλάτι των Δόγηδων και η βασιλική του Αγίου Μάρκου, καθώς και τείχη (civitatis murus) μεταξύ του Ολίβολο και του Ριάλτο (Βενετία)|Ριάλτο. Οι φτερωτοί λέοντες, που μπορείτε να δείτε σε όλη τη Βενετία και σε πολλά άλλα μέρη, των κτήσεών της στην Ελλάδα περιλαμβανομένων, είναι σύμβολο του Αγίου Μάρκου.

Ο Καρλομάγνος ήταν αρχικά εχθρικός προς τη Βενετία και επεδίωκε να υποτάξει την πόλη στην εξουσία του. Έδωσε εντολή στον Πάπα να διώξει τους Βενετούς από την Πεντάπολη κατά μήκος της Αδριατικής ακτής,[14] (από Ρίμινι ως Αγκόνα) ενώ ο ίδιος ο γιος του Καρλομάγνου, Πεπίνος της Ιταλίας, βασιλιάς των Λομβαρδών υπό τις διαταγές του πατέρα του, ξεκίνησε πολιορκία της ίδιας της Βενετίας. Αυτή όμως αποδείχθηκε, τελικώς, μεγάλη αποτυχία. Συγκεκριμένα, η πολιορκία διήρκεσε έξι μήνες, με το στρατό του Πεπίνου να αποδεκατίζεται από τις ασθένειες των ελών της περιοχής και τελικά αναγκάστηκε να αποχωρήσει. Λίγους μήνες αργότερα πέθανε ο ίδιος ο Πεπίνος, καθώς φαίνεται από κάποια αρρώστια που τον μόλυνε εκεί. Στη συνέχεια μια συμφωνία μεταξύ Καρλομάγνου και Νικηφόρου αναγνώριζε τη Βενετία ως Βυζαντινό έδαφος καθώς και τους εμπορικούς σταθμούς της πόλης στις ακτές της Αδριατικής.

Το 828 το γόητρο της νέας πόλης μεγάλωσε με την απόκτηση των θεωρουμένων λειψάνων του Αγίου Μάρκου του Ευαγγελιστή από την Αλεξάνδρεια, που τοποθετήθηκαν στη νέα βασιλική. Η πατριαρχική έδρα μεταφέρθηκε επίσης στο Ριάλτο (Βενετία)|Ριάλτο. Το ότι η κοινότητα συνέχιζε να αναπτύσσεται και η Βυζαντινή εξουσία αδυνάτιζε οδήγησε σε μεγαλύτερη αυτονομία και στην τελική ανεξαρτησία.[15]

Επέκταση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα εικονιζόμενα Άλογα του Αγίου Μάρκου αποτελούν αντίγραφα της Quadriga trionfale (θριαμβευτικό τέθριππο) που λεηλατήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1204 και μεταφέρθηκε στη Βενετία ως τρόπαιο.

Από τον 9ο ως το 12ο αιώνα, η Βενετία εξελίχθηκε σε πόλη-κράτος, μία ιταλική θαλασσοκρατία ή ναυτική δημοκρατία (Repubblica Marinara), οι άλλες τρεις όντας η Γένοβα, η Πίζα και το Αμάλφι). Η στρατηγική της θέση στην κορυφή της Αδριατικής κατέστησε τη ναυτική και εμπορική δύναμη της Βενετίας σχεδόν άτρωτη. Με την εξάλειψη των πειρατών κατά μήκος των Δαλματικών ακτών η πόλη έγινε ένα ακμάζον εμπορικό κέντρο ανάμεσα στη Δυτική Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο (ιδιαίτερα τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και τον Ισλαμικό κόσμο).

Το 12ο αιώνα, τέθηκαν τα θεμέλια της Βενετικής κυριαρχίας: το Αρσενάλε της Βενετίας (ένα συγκρότημα κρατικών ναυπηγείων και οπλοστασίων) κατασκευάστηκε το 1104 και ο τελευταίος αυταρχικός δόγης, Βιτάλιος Β΄ Μιχαήλ, πέθανε το 1172. Η Δημοκρατία της Βενετίας κατέλαβε αρκετές θέσεις στις ανατολικές ακτές της Αδριατικής πριν το 1200, κυρίως για εμπορικούς λόγους, επειδή οι πειρατές που είχαν τις βάσεις τους εκεί ήταν απειλή για το εμπόριο. Ο Δόγης έφερε επίσης τους τίτλους Δούκας της Δαλματίας και Δούκας της Ιστρίας. Μεταγενέστερες ηπειρωτικές κτήσεις, που εκτείνονταν προς τα δυτικά μέσω της Λίμνης Γκάρντα μέχρι τον Ποταμό Άντα, ήταν γνωστές ως Τεραφέρμα και αποκτήθηκαν εν μέρει ως ανάχωμα έναντι εμπόλεμων γειτόνων, εν μέρει για την προστασία των εμπορικών οδών των Άλπεων και εν μέρει για τη διασφάλιση της προμήθειας από την ενδοχώρα σταριού, από το οποίο η πόλη εξαρτιόταν. Χτίζοντας τη θαλάσσια εμπορική αυτοκρατορία της η Δημοκρατία κυριάρχησε στο εμπόριο αλατιού,[16] απέκτησε τον έλεγχο των περισσότερων νησιών του Αιγαίου, συμπεριλαμβανομένων της Κρήτης και της Κύπρου και έγινε ισχυρός παράγων στην Εγγύς Ανατολή. Για τις συνθήκες της εποχής η Βενετική διοίκηση των ηπειρωτικών εδαφών της ήταν σχετικά φωτισμένη και οι πολίτες πόλεων όπως το Μπέργκαμο, η Μπρέσα και η Βερόνα συσπειρώνονταν στην υπεράσπιση της Βενετικής κυριαρχίας, όταν αυτή απειλείτο από εισβολείς.

Η Πλατεία του Αγίου Μάρκου στη Βενετία, με το Καμπαναριό του Αγίου Μάρκου και τη Βασιλική ως φόντο.

Η Βενετία παρέμεινε στενά συνδεδεμένη με την Κωνσταντινούπολη και της παραχωρήθηκαν δυο φορές εμπορικά προνόμια στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία μέσω των λεγόμενων Χρυσόβουλων σε αντάλλαγμα της βοήθειας στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία να αντισταθεί σε Νορμανδικές και Τουρκικές εισβολές. Στο πρώτο χρυσόβουλο η Βενετία αναγνώριζε την υποτέλειά της στην Αυτοκρατορία, αλλά όχι και στο δεύτερο, πράγμα που καταδείκνυε την εξασθένιση του Βυζαντίου και την αύξηση της δύναμης της Βενετίας.[17][18]

Η Βενετία έγινε αυτοκρατορική δύναμη μετά την Δ΄ Σταυροφορία, που, λοξοδρομώντας, κατέληξε το 1204 στην κατάληψη και λεηλασία της Κωνσταντινούπολης και την ίδρυση της Λατινικής Αυτοκρατορίας. Ως αποτέλεσμα αυτής της κατάκτησης σημαντικά Βυζαντινά λάφυρα μεταφέρθηκαν στη Βενετία. Ανάμεσά τους τα επίχρυσα μπρούντζινα άλογα από τον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης, που αρχικά τοποθετήθηκαν πάνω από την είσοδο του καθεδρικού του Αγίου Μάρκου στη Βενετία, αν και τα πρωτότυπα έχουν αντικατασταθεί με αντίγραφα και σήμερα φυλάσσονται εντός της βασιλικής. Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία διαμοιράστηκε μεταξύ των Λατίνων Σταυροφόρων και των Βενετών. Οι Βενετοί, στη συνέχεια, δημιούργησαν μια σφαίρα επιρροής τους στη Μεσόγειο, γνωστή ως Δουκάτο του Αρχιπελάγους και κατέλαβαν την Κρήτη.[19]

Η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης θα αποδεικνυόταν τελικά εξίσου αποφασιστικός παράγοντας για την κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας με την απώλεια των θεμάτων της Μικράς Ασίας μετά το Ματζικέρτ (1071). Αν και οι Βυζαντινοί ανέκτησαν τον έλεγχο της κατεστραμμένης πόλης μισό αιώνα αργότερα η Βυζαντινή Αυτοκρατορία είχε οριστικά εξασθενήσει και υπήρχε ως σκιά του παλιού της εαυτού, έως ότου ο Σουλτάνος Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής καταλάβει την Πόλη το 1453.

Άποψη του Νησιού Σαν Τζόρτζιο Ματζιόρε από το Καμπαναριό του Αγίου Μάρκου

Ευρισκόμενη στην Αδριατική Θάλασσα, η Βενετία πάντα εμπορευόταν εκτεταμένα με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και το Μουσουλμανικό κόσμο. Στα τέλη του 13ου αιώνα, η Βενετία αποτελούσε την πλέον ευημερούσα πόλη σε όλη την Ευρώπη. Στην κορύφωση της δύναμης και του πλούτου της είχε 36.000 ναυτικούς σε 3.300 πλοία, κυριαρχώντας στο Μεσογειακό εμπόριο. Εκείνη την εποχή οι ηγετικές οικογένειες της Βενετίας συναγωνίζονταν να χτίσουν τα πιο μεγαλόπρεπα παλάτια και να υποστηρίξουν το έργο των μεγαλύτερων και πιο ταλαντούχων καλλιτεχνών. Η πόλη διοικείτο από το Μέγα Συμβούλιο, που αποτελείτο από μέλη των ευγενών οικογενειών της Βενετίας. Το Μέγα Συμβούλιο διόριζε όλους τους δημόσιους αξιωματούχους και εξέλεγε μια Γερουσία 200 ως 300 ιδιωτών. Καθώς αυτό το σώμα ήταν πολύ μεγάλο για την αποτελεσματική διοίκηση, το μεγαλύτερο μέρος της διοίκησης της πόλης ασκούνταν από το Συμβούλιο των Δέκα (ονομαζόμενο επίσης Συμβούλιο των Δουκών ή Σινιορία). Ένα μέλος του μεγάλου συμβουλίου εκλεγόταν Δόγης, ή δούκας, ο επίσημος αρχηγός της πόλης, που κανονικά κρατούσε τον τίτλο έως τον θάνατό του.

Η κυβερνητική δομή της Βενετίας ήταν εν μέρει παρόμοια με το δημοκρατικό σύστημα της αρχαίας Ρώμης, με έναν εκλεγμένο αρχηγό του εκτελεστικού (τον Δόγη), μια, σαν τη σύγκλητο, συνέλευση των ευγενών και μια μάζα πολιτών με περιορισμένη πολιτική δύναμη, που αρχικά είχαν την εξουσία να παρέχουν ή να αποσύρουν την έγκρισή τους για κάθε νεοεκλεγέντα Δόγη. Η εκκλησιαστική και διάφορες ιδιωτικές περιουσίες υπόκεινταν σε πολεμικές υποχρεώσεις, αν και δεν υπήρχαν φεουδαρχικά δικαιώματα μέσα στην ίδια την πόλη. Οι Καβαλιέρι ντι Σαν Μάρκο ήταν το μοναδικό ιπποτικό τάγμα που συστήθηκε ποτέ στη Βενετία και κανένας πολίτης δεν μπορούσε να ενταχθεί σε ένα ξένο τάγμα χωρίς τη συγκατάθεση της κυβέρνησης. Η Βενετία παρέμεινε αβασίλευτη πολιτεία όλο το διάστημα που ήταν ανεξάρτητο κράτος και τα πολιτικά πράγματα παρέμειναν χωριστά από τα στρατιωτικά, εκτός από την περίπτωση που ο Δόγης ηγείτο προσωπικά του στρατού. Ο πόλεμος θεωρείτο συνέχιση του εμπορίου με άλλα μέσα (από εκεί τόσο η αρχική παραγωγή της πόλης μεγάλων αριθμών μισθοφόρων για υπηρεσία αλλού όσο και αργότερα η εξάρτησή της από ξένους μισθοφόρους, όταν η κυβερνώσα τάξη ήταν απασχολημένη με το εμπόριο).

Φραντσέσκο Γκοάρντι, Το Γκραν Κανάλε, 1760 (Ινστιτούτο Τεχνών του Σικάγου)

Αρχηγός του εκτελεστικού ήταν ο Δόγης, που θεωρητικά διατηρούσε το εκλεγμένο αξίωμά του ισόβια. Στην πράξη αρκετοί Δόγηδες εξαναγκάστηκαν πιεζόμενοι από τους ολιγαρχικούς πατρικίους να παραιτηθούν από το αξίωμα και να αποσυρθούν σε μοναστήρι, όταν τους καταλογιζόταν πολιτική αποτυχία. Το 1355 ο δόγης Μαρίνο Φαλιέρο καταδικάστηκε σε θάνατο και αποκεφαλίστηκε γιατί προσπάθησε να επιβάλει απολυταρχική εξουσία.

Αν και οι κάτοικοι της Βενετίας παρέμεναν γενικά πιστοί Ρωμαιοκαθολικοί, το κράτος της Βενετίας φημιζόταν για την απουσία θρησκευτικού φανατισμού και δεν εκτέλεσε ούτε μια θανατική καταδίκη λόγω θρησκευτικής αίρεσης στη διάρκεια της Αντιμεταρρύθμισης. Αυτή η φανερή έλλειψη ζήλου συνέβαλε στις συχνές συγκρούσεις της Βενετίας με τον Παπισμό. Σ' αυτό το πλαίσιο τα γραπτά του Αγγλικανού Θεολόγου, Ουίλιαμ Μπέντελ, είναι αρκετά διαφωτιστικά. Η Βενετία απειλήθηκε με αφορισμό σε αρκετές περιπτώσεις και δυο φορές υπέστη την επιβολή του. Τη δεύτερη, γνωστότερη, περίπτωση, το 1606 με εντολή του Πάπα Παύλου Ε΄.

Οι πρέσβεις της Βενετίας έστελναν στην πατρίδα τους μυστικές αναφορές, που ακόμα σώζονται, για την πολιτική και τις φήμες των Ευρωπαϊκών αυλών, παρέχοντας συναρπαστικές πληροφορίες στους σύγχρονους ιστορικούς.

Η νεοεφευρεθείσα, στη Γερμανία, τυπογραφία διαδόθηκε γρήγορα σε όλη την Ευρώπη το δέκατο πέμπτο αιώνα και η Βενετία έσπευσε να την υιοθετήσει. Το 1482, η Βενετία ήταν η τυπογραφική πρωτεύουσα του κόσμου και ο κύριος τυπογράφος ήταν ο Άλδος Μανούτιος, ο οποίος εφηύρε την ιδέα των χαρτόδετων βιβλίων, που μπορούσαν να μεταφερθούν σε ένα δισάκι. Οι ομώνυμες εκδόσεις του, περιελάμβαναν μεταφράσεις σχεδόν όλων των γνωστών Ελληνικών χειρογράφων της εποχής.[20]

Παρακμή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η μακροχρόνια παρακμή της Βενετίας ξεκίνησε κατά τον 15ο αιώνα, όταν, πρώτα, έκανε μια ανεπιτυχή προσπάθεια να διατηρήσει στην κατοχή της την Θεσσαλονίκη, απέναντι στους Οθωμανούς. Έστειλε, επίσης, πλοία να συνδράμουν στην άμυνα της Κωνσταντινούπολης εναντίον των Οθωμανών πολιορκητών (1453). Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τον Σουλτάνο Μωάμεθ Β΄, ο τελευταίος κήρυξε τον πόλεμο στη Βενετία. Ο πόλεμος αυτός διήρκεσε τριάντα χρόνια και στοίχισε στη Βενετία τις περισσότερες κτήσεις της στην Ανατολική Μεσόγειο. Στη συνέχεια, ο Χριστόφορος Κολόμβος ανακάλυψε το Νέο Κόσμο και οι Πορτογάλοι ανακάλυψαν μία θαλάσσια οδό προς την Ινδία, εξαλείφοντας έτσι το μονοπώλιο του χερσαίου δρόμου της Βενετίας. Η Γαλλία, η Αγγλία και η Ολλανδία τους ακολούθησαν. Τα κωπήλατα πλοία της Βενετίας μειονεκτούσαν όταν έπρεπε να διασχίσουν τους μεγάλους ωκεανούς και έτσι η Βενετία έμεινε πίσω στον αγώνα για δημιουργία αποικιών.

Η Μαύρη Πανώλη ερήμωσε τη Βενετία το 1348 και μια ακόμη φορά, μεταξύ 1575 και 1577.[21] Σε διάστημα τριών ετών, σκότωσε περίπου 50.000 ανθρώπους.[22] Το 1630, η πανώλη σκότωσε το ένα τρίτο των 150.000 πολιτών της Βενετίας.[23] Η Βενετία άρχισε να χάνει τη θέση της ως κέντρου διεθνούς εμπορίου το τελευταίο διάστημα της Αναγέννησης, καθώς η Πορτογαλία έγινε ο κύριος μεσολαβητής της Ευρώπης, στο εμπόριο με την Άπω Ανατολή, πλήττοντας τα θεμέλια του μεγάλου πλούτου της Βενετίας, ενώ η Γαλλία και η Ισπανία πολέμησαν για την ηγεμονία επί της Ιταλίας κατά τους Ιταλικούς Πολέμους (1494–1559), περιθωριοποιώντας, έτσι, την πολιτική της επιρροή. Παρά ταύτα, η Βενετική αυτοκρατορία ήταν μεγάλος εξαγωγέας αγροτικών προϊόντων και, μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα, σημαντικό βιομηχανικό κέντρο.

Στρατιωτικές και ναυτικές υποθέσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ιστορικός χάρτης της Βενετίας από τον Πίρι Ρέις

Το 1303, η εξάσκηση στο τόξο είχε γίνει υποχρεωτική στην πόλη, με τους πολίτες να εκπαιδεύονται ανά ομάδες. Καθώς τα όπλα γίνονταν πιο ακριβά και πολύπλοκα στο χειρισμό τους, προσλαμβάνονταν επαγγελματίες στρατιώτες, ώστε να βοηθούν στη δουλειά των εμπορικών ιστιοφόρων και ως κωπηλάτες. Ο λόχος των «Ευγενών Τοξοτών» στρατολογήθηκε το 14ο αιώνα από νεαρά μέλη της ενετικής αριστοκρατίας και υπηρετούσαν εν πλώ, τόσο σε πολεμικά πλοία όσο και σε εξοπλισμένα εμπορικά, με το προνόμιο να μοιράζονται το θάλαμο του καπετάνιου.

Αν και η Βενετία ήταν περίφημη για το ναυτικό της, ο στρατός ξηράς της ήταν εξίσου αποτελεσματικός. Το 13ο αιώνα οι περισσότερες ιταλικές πόλεις–κράτη προσλάμβαναν μισθοφόρους, αλλά τα ενετικά στρατεύματα στρατολογούνταν ακόμη από τη λιμνοθάλασσα και από φεουδαρχικές κατατάξεις από τη Δαλματία (οι περίφημοι Schiavoni ή Oltremarini)[24] και την Ιστρία. Σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης όλοι οι άρρενες, μεταξύ δεκαεπτά και εξήντα ετών, καταγράφονταν και τα όπλα τους καταμετρούνταν, με εκείνους που πραγματικά καλούνταν να πολεμήσουν να οργανώνονται σε 12μελείς ομάδες. Η καταγραφή του 1338, υπολόγισε ότι 30.000 Βενετοί άνδρες ήταν ικανοί να φέρουν όπλα, πολλοί από αυτούς ειδικευμένοι τοξότες. Όπως ήταν ο γενικός κανόνας, οι αριστοκράτες και άλλοι πλούσιοι άνδρες ήταν ιππείς, ενώ οι κληρωτοί της πόλης πολεμούσαν ως πεζικό.

Το 1450, δραστηριοποιούνταν περισσότερα από 3.000 Βενετικά εμπορικά πλοία. Τα περισσότερα μπορούσαν να μετατραπούν, εάν χρειαζόταν, σε πολεμικά ή μεταγωγικά. Η κυβέρνηση υποχρέωνε κάθε εμπορικό πλοίο να φέρει καθορισμένο αριθμό όπλων (κυρίως τόξα και ακόντια) και θωράκιση και τα πληρώματα όφειλαν να είναι οπλισμένα και να πολεμούν αν παραστεί ανάγκη. Μία εφεδρεία περίπου 25 (αργότερα 100) πολεμικών πλοίων στο Αρσενάλε. Δεν υπήρχαν δούλοι κωπηλάτες στη μεσαιωνική Βενετία, αλλά αυτοί προέρχονταν από την ίδια την πόλη ή από τις κτήσεις της, ιδιαίτερα τη Δαλματία. Οι προερχόμενοι από την πόλη εκλέγονταν με κλήρο από κάθε ενορία και οι οικογένειές τους υποστηρίζονταν από την υπόλοιπη ενορία ενόσω οι κωπηλάτες έλειπαν. Όσοι χρωστούσαν εξοφλούσαν κατά κανόνα τα χρέη τους κωπηλατώντας στα πλοία. Η επιδεξιότητα στην κωπηλασία αναπτυσσόταν με αγώνες και λεμβοδρομίες (Regate).

Στις αρχές του 15ου αιώνα, καθώς αποκτήθηκαν νέα ηπειρωτικά εδάφη, οργανώθηκε ο πρώτος μόνιμος στρατός, αποτελούμενος από κοντοτιέρους (μισθοφόροι στρατιώτες) με συμβόλαιο. Κατά τη συμμαχία της με τη Φλωρεντία το 1426, η Βενετία συμφώνησε να παρέχει 8.000 ιππείς και 3.000 πεζούς σε καιρό πολέμου και 3.000 και 1.000 σε καιρό ειρήνης. Αργότερα τον ίδιο αιώνα υιοθετήθηκαν στολές με χαρακτηριστικό ερυθρόλευκες λωρίδες και αναπτύχθηκε ένα σύστημα τιμών και συντάξεων. Στο σύνολο του 15ου αιώνα, οι χερσαίες Βενετικές δυνάμεις ήταν σχεδόν πάντα επιτιθέμενες και θεωρούνταν οι αποτελεσματικότερες στην Ιταλία, κυρίως λόγω της παράδοσης όλων των τάξεων να φέρουν όπλα για την υπεράσπιση της πόλης και της επίσημης ενθάρρυνσης της γενικής στρατιωτικής εκπαίδευσης.

Η Βενετία, από τον Μπολονίνο Ζαλτιέρι, 1565.

Η διοικητική δομή του στρατού ήταν διαφορετική από εκείνη του στόλου. Σύμφωνα με παλιό νόμο κανένας ευγενής δεν μπορούσε να διοικεί πάνω από εικοσιπέντε άνδρες (για να προληφθεί η πιθανότητα ανταρσίας από ιδιωτικούς στρατούς) και, αν και ο θεσμός του Γενικού Διοικητή εισήχθη στα μέσα του 14ου αιώνα, όφειλε ακόμη να λογοδοτεί σε ένα πολιτικό συμβούλιο είκοσι Σοφών. Αυτή η πολιτική όχι μόνο δεν υποβάθμιζε την αποτελεσματικότητα, αλλά γλίτωσε τη Βενετία από στρατιωτικές επεμβάσεις που άλλες Ιταλικές πόλεις–κράτη τόσο συχνά βίωναν. Ένας πολιτικός επίτροπος συνόδευε πάντα το στρατό για να παρακολουθεί τα πράγματα, ιδιαίτερα τους μισθοφόρους. Η Βενετική στρατιωτική παράδοση ήταν επίσης ιδιαίτερα ορθολογική. Ενδιαφέρονταν περισσότερο για την επιτυχία με το ελάχιστο κόστος σε ζωές και χρήμα παρά για την επιδίωξη της δόξας.

Σύγχρονη εποχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χάρτης του sestiere του Σαν Μάρκο

Η Δημοκρατία έχασε την ανεξαρτησία της, όταν ο Ναπολέων Βοναπάρτης κατέλαβε τη Βενετία στις 12 Μαΐου 1797 κατά τον Πόλεμο του Πρώτου Συνασπισμού (1792–1797). Ο Γάλλος κατακτητής έθεσε τέλος στον πιο συναρπαστικό αιώνα της ιστορίας της. Στη διάρκεια του 18ου αιώνα, η Βενετία κατέστη, ίσως, η κομψότερη και πιο εξευγενισμένη πόλη στην Ευρώπη, επηρεάζοντας σημαντικά τις τέχνες, την αρχιτεκτονική και τη λογοτεχνία. Ο Ναπολέων θεωρήθηκε κάτι σαν ελευθερωτής από τον Εβραϊκό πληθυσμό της πόλης, αν και μπορεί να ειπωθεί ότι είχαν ζήσει με λιγότερους περιορισμούς στη Βενετία. Αφαίρεσε τις πύλες του Γκέτο και έθεσε ένα τέλος στους περιορισμούς αναφορικά με το πότε και το πού ήταν δυνατό οι Εβραίοι να ζουν και να κινούνται στην πόλη.

Η Βενετία έγινε Αυστριακό έδαφος όταν ο Ναπολέων υπέγραψε τη Συνθήκη του Κάμπο Φόρμιο στις 12 Οκτωβρίου 1797. Οι Αυστριακοί, ανέλαβαν τον έλεγχο της πόλης στις 18 Ιανουαρίου 1798. Αφαιρέθηκε από την Αυστρία με τη Συνθήκη του Πρεσβούργου, το 1805, και έγινε τμήμα του Ναπολεόντειου Βασιλείου της Ιταλίας, αλλά επιστράφηκε στην Αυστρία μετά την ήττα του Ναπολέοντα το 1814, οπότε έγινε τμήμα του Αυστροκρατούμενου Βασιλείου της Λομβαρδίας–Βενετίας. Την περίοδο 18481849, μια επανάσταση επανεγκαθίδρυσε για λίγο τη Βενετική Δημοκρατία υπό τον Ντανιέλε Μανίν. Το 1866, μετά τον Τρίτο Ιταλικό Πόλεμο της Ανεξαρτησίας, η Βενετία με το υπόλοιπο Βένετο αποτέλεσε τμήμα του νεοϊδρυθέντος Βασιλείου της Ιταλίας.

Κατά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η ιστορική πόλη παρέμεινε γενικά χωρίς επιθέσεις, με μόνη αναφορά επίθεσης την Επιχείρηση Μπόουλερ, ένα χτύπημα ακριβείας στις εκεί Γερμανικές ναυτικές δραστηριότητες. Εντούτοις, επανειλημμένα βομβαρδίστηκαν οι βιομηχανικές περιοχές στο Μέστρε και τη Μαργκέρα και οι σιδηροδρομικές γραμμές προς Πάδοβα, Τεργέστη και Τρέντο.[25] Στις 29 Απριλίου 1945, στρατεύματα της Νέας Ζηλανδίας, υπό τη διοίκηση του Φράιμπεργκ, έφτασαν στη Βενετία και απελευθέρωσαν την πόλη και την ηπειρωτική χώρα, οι οποίες είχαν, ήδη, περάσει στα χέρια των παρτιζάνων.[26]

Δημοψήφισμα 2014[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 16-21 Μαρτίου 2014 διεξήχθη ανεπίσημο διαδικτυακό δημοψήφισμα για το καθεστώς της Βενετίας. Η διαδικασία έγινε γνωστή και ως "Plebiscito.eu" και οργανώθηκε από τη βενετική οργάνωση Plebiscite 2013. Σύμφωνα με την τελευταία, ψήφισαν 2,36 εκατομμύρια Βενετοί (63,2% του συνόλου των εγγεγραμμένων), ενώ το 89,1% εξ αυτών (που αντιστοιχεί στο 56,6% του συνόλου των εγγεγραμμένων ) υπερψήφισαν την πρόταση για ανεξαρτησία του Βένετο.[27] Συνακόλουθα, η οργάνωση P2013 κήρυξε την ανεξαρτησία της Βενετίας από την Ιταλία στο Τρεβίζο τη νύχτα της 21ης Μαρτίου.[28]

Κατά τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος εξελέγησαν και 10 «αντιπρόσωποι για την ανεξαρτησία», με πρώτο σε ψήφους τον Τζιανλούκα Μπουζάτο (135.306 ψήφοι). Οι συμμετέχοντες στο δημοψήφισμα τάχθηκαν επίσης υπέρ της υιοθέτησης του ευρώ (51,4%), της ένταξης στην ΕΕ (55,7% υπέρ) και υπέρ της ένταξης της Βενετίας στο NATO (64,5%). Ωστόσο, η συμμετοχή στις ερωτήσεις αυτές ήταν χαμηλότερη από το ερώτημα για την ανεξαρτησία (24,6%, 22,3% και 19,8%, αντίστοιχα).[27]

Καθίζηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Acqua alta ή υψηλή στάθμη του νερού στη Βενετία.
Η Βενετία και τα περίχωρά της με ψευδοχρώμα, από τον Terra. Η κατεύθυνση της εικόνας είναι με τον Βορρά προς το πάνω τμήμα της.

Θεμέλια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα κτίρια της Βενετίας είναι κατασκευασμένα πάνω σε πυκνά τοποθετημένους ξύλινους πασσάλους. Οι περισσότεροι από αυτούς είναι ακόμη άθικτοι μετά από αιώνες καταβύθισης. Τα θεμέλια στηρίζονται στους πασσάλους και τα κτίρια από τούβλα ή πέτρα επικάθονται σε αυτές τις βάσεις. Οι πάσσαλοι διαπερνούν ένα μαλακότερο στρώμα άμμου και λάσπης μέχρι να φτάσουν σε ένα πολύ σκληρότερο στρώμα συμπιεσμένης αργίλου.

Βυθισμένο στο νερό, σε συνθήκες μειωμένου οξυγόνου, το ξύλο δεν σαπίζει τόσο γρήγορα όσο στην επιφάνεια. Σκληραίνει ως αποτέλεσμα της συνεχούς ροής νερού πλούσιου σε μέταλλα γύρω του και μέσα του, έτσι ώστε αποκτά μια δομή σαν πέτρα.

Οι περισσότεροι από αυτούς τους πασσάλους έγιναν από κορμούς κλήθρων,[29] ένα ξύλο γνωστό για την αντοχή του στο νερό.[30] Τα κλήθρα προέρχονταν από το δυτικότερο τμήμα της σημερινής Σλοβενίας (με αποτέλεσμα τα απογυμνωμένα εδάφη της περιοχής Κρας), από δύο περιοχές της Κροατίας, Λίκα και Γκόρσκι Κόταρ (με αποτέλεσμα τις γυμνές πλαγιές του Βέλεμπιτ) και από το νότιο Μαυροβούνιο. Ο Λεονίντ Γκριγκόριεφ αναφέρει ότι Ρωσική λάριξ εισαγόταν για την κατασκευή μερικών θεμελιώσεων στη Βενετία.[31] Η λάριξ χρησιμοποιείται επίσης στην παραγωγή νεφτιού της Βενετίας.[32]

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πανόραμα του Καναλιού της Τζιουντέκα και της Λεκάνης του Αγίου Μάρκου
Σχέδιο του Παλατιού των Δόγηδων, κατά τα τέλη του 14ου αιώνα

Η πόλη απειλείται συχνά από πλημμυρικές παλίρροιες από την Αδριατική από το φθινόπωρο μέχρι τις αρχές της άνοιξης. Πριν από εξακόσια χρόνια οι Βενετοί προστατεύθηκαν από επιθέσεις με βάση την ξηρά εκτρέποντας όλους τους μεγάλους ποταμούς που εξέβαλλαν στη λιμνοθάλασσα, εμποδίζοντας έτσι τις προσχώσεις να γεμίσουν την περιοχή γύρω από την πόλη. Αυτό δημιούργησε ένα ολοένα και βαθύτερο περιβάλλον στη λιμνοθάλασσα.

Το 1604, για να καλύψει το κόστος της αντιμετώπισης των πλημμυρών η Βενετία εισήγαγε ότι θα μπορούσε να θεωρηθεί το πρώτο παράδειγμα «φορόσημου». Όταν τα έσοδα έπεσαν κάτω των προσδοκιών το 1608, η Βενετία καθιέρωσε έγγραφα με το επίγραμμα ΑQ και έντυπες οδηγίες, που έπρεπε να χρησιμοποιούνται για «επιστολές προς επισήμους». Αρχικά, αυτό επρόκειτο να είναι ένας προσωρινός φόρος, ωστόσο παρέμεινε σε ισχύ μέχρι την πτώση της Δημοκρατίας, το 1797. Λίγο μετά την καθιέρωση του φόρου, η Ισπανία εξέδωσε παρόμοια έγγραφα για γενικούς φορολογικούς σκοπούς και η πρακτική διαδόθηκε σε άλλες χώρες.

Κατά τον 20ό αιώνα, οπότε στην περιφέρεια της λιμνοθάλασσας ανοίχτηκαν πολλά αρτεσιανά πηγάδια για να αντληθεί νερό για τις τοπικές βιομηχανίες, η Βενετία άρχισε να κατακάθεται. Διαπιστώθηκε ότι αιτία ήταν η αφαίρεση νερού από τον υδροφόρο ορίζοντα. Η βύθιση έχει μειωθεί σημαντικά αφότου τα αρτεσιανά πηγάδια απαγορεύθηκαν τη δεκαετία του 1960. Εντούτοις η πόλη απειλείται ακόμη από συχνότερες χαμηλού επιπέδου πλημμύρες (ονομαζόμενες "Ακουα άλτα", "ψηλά νερά") που γλιστρούν σε ύψος αρκετών εκατοστών πάνω από τις αποβάθρες της, που τακτικά ακολουθούν μετά από ορισμένες παλίρροιες. Σε πολλά παλιά σπίτια οι παλιές σκάλες που χρησιμοποιούνταν για την εκφόρτωση αγαθών είναι τώρα πλημμυρισμένες καθιστώντας το παλιό ισόγειο ακατοίκητο.

Μερικές πρόσφατες μελέτες έχουν αποφανθεί ότι η πόλη δεν βυθίζεται πια, αλλά αυτό δεν είναι ακόμη βέβαιο,[33][34] έτσι η κατάσταση επιφυλακής δεν έχει ανακληθεί. Τον Μάιο του 2003, ο Ιταλός Πρωθυπουργός Σίλβιο Μπερλουσκόνι εγκαινίασε το Πρόγραμμα MOSE (Modulo Sperimentale Elettromeccanico), ένα πειραματικό μοντέλο για την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των κούφιων πλωτών θυρών. Η ιδέα είναι να στερεωθεί μια σειρά 78 κούφιων σχεδίων στον πυθμένα κατά μήκος των τριών εισόδων της λιμνοθάλασσας. Όταν οι παλίρροιες προβλέπονται να είναι πάνω από 110 εκατοστά ύψους, οι σχεδίες θα γεμίζονται με αέρα και, έτσι, θα εμποδίζουν την εισροή νερού από την Αδριατική. Η κατασκευή αυτή αναμένεται να έχει ολοκληρωθεί το 2014.[35]

Γεωγραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Sestieri της Βενετίας:
    Καναρέτζιο
    Καστέλο
    Ντορσοντούρο
    Σαν Μάρκο
    Σαν Πόλο
    Σάντα Κρότσε

Η πόλη διαιρείται σε έξι περιοχές ή «σεστιέρι». Αυτές είναι οι Καναρέτζιο, Σαν Πόλο, Ντορσοντούρο, Σάντα Κρότσε, Σαν Μάρκο και Καστέλο. Κάθε «σεστιέρε» διοικούνταν από έναν επίτροπο και το επιτελείο του. Αυτές οι περιοχές αποτελούνται από ενορίες - αρχικά εβδομήντα το 1033, αλλά μειωμένες επί Ναπολέοντα και σήμερα μόνο τριάντα οκτώ. Αυτές οι ενορίες είναι προγενέστερες των «σεστιέρι», που δημιουργήθηκαν περί το 1170.

Τα άλλα νησιά της Λιμνοθάλασσας της Βενετίας δεν αποτελούν τμήμα κανενός από τα «σεστιέρι», απολαμβάνοντας ιστορικά σημαντικό βαθμό αυτονομίας. Κάθε "σεστιέρε" έχει το δικό του σύστημα αρίθμησης κατοικιών.

Κάθε σπίτι έχει ένα μοναδικό αριθμό στην περιοχή, από ένα μέχρι αρκετές χιλιάδες, αριθμημένο γενικά από τη μια γωνία της περιοχής στην άλλη, αλλά συνήθως χωρίς εύκολα κατανοητό τρόπο.

Οικονομία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η οικονομία της Βενετίας έχει αλλάξει στη διάρκεια της ιστορίας. Τον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση, η Βενετία ήταν μεγάλο εμπορικό κέντρο, καθώς ήλεγχε μια τεράστια θαλάσσια αυτοκρατορία και έγινε μια πολύ πλούσια Ευρωπαϊκή πόλη, ηγέτιδα στις πολιτικές και οικονομικές υποθέσεις και κέντρο βιομηχανίας και εμπορίου.[36] Από τον 11ο μέχρι το 15ο αιώνα ξεκινούσαν από τη Βενετία προσκυνήματα για τους Αγίους Τόπους. Άλλα λιμάνια, όπως η Γένοβα, η Πίζα, η Μασσαλία, η Ανκόνα και το Ντουμπρόβνικ, ελάχιστα μπορούσαν να ανταγωνιστούν την καλά οργανωμένη μεταφορά προσκυνητών από τη Βενετία.[37][38] Όλα αυτά άλλαξαν μετά τον 17ο αιώνα, όταν η εμπορική αυτοκρατορία της Βενετίας υποσκελίσθηκε από άλλες χώρες, όπως η Πορτογαλία, και η ναυτική της σημασία μειώθηκε το 18ο αιώνα, οπότε έγινε μεγάλος εξαγωγέας αγροτικών και βιομηχανικών προϊόντων. Το μεγαλύτερο βιομηχανικό συγκρότημα του 18ου αιώνα ήταν το Αρσενάλε της Βενετίας, ενώ ο Ιταλικός Στρατός ακόμη το χρησιμοποιεί σήμερα (αν και τμήμα του έχει χρησιμοποιηθεί για μεγάλες θεατρικές και πολιτιστικές παραγωγές και ωραίους χώρους για τις τέχνες).[39] Σήμερα, η οικονομία της Βενετίας βασίζεται κυρίως στον τουρισμό, τα ναυπηγεία (κυρίως στις γειτονικές πόλεις Μέστρε και Πόρτο Μαργκέρα), τις υπηρεσίες, το εμπόριο και τις βιομηχανικές εξαγωγές.[36] Σημαντικές για την οικονομία είναι επίσης η παραγωγή γυαλιού Μουράνο στο ομώνυμο νησί και δαντελών στο Μπουράνο.[36]

Τουρισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Πλατεία του Αγίου Μάρκου και το Παλάτι των Δόγηδων

Η Βενετία είναι μία ρομαντική, τουριστική πόλη, απαράλλακτη στο χρόνο. Είναι ένας από τους σημαντικότερους τουριστικούς προορισμούς στον κόσμο για τις φημισμένες της τέχνες και αρχιτεκτονική.[40] Η πόλη δέχεται έναν μέσο όρο 50.000 τουριστών την ημέρα (εκτίμηση 2007)[41]. Θεωρείται ως μία από τις ομορφότερες πόλεις στον κόσμο. Καταφέρνει να επιζεί παρά το γεγονός ότι είναι χτισμένη σε μία σειρά από λασπώδεις όχθες ανάμεσα στα παλιρροϊκά νερά της Αδριατικής και συχνά πλημμυρίζει. Κάποτε ήταν μία πανίσχυρη εμπορική και ναυτική δύναμη στη Μεσόγειο αλλά σήμερα έχει αποκτήσει διαφορετικό χαρακτήρα. Τα παλάτσι της έχουν γίνει καταστήματα, ξενοδοχεία και διαμερίσματα, οι αποθήκες της έχουν μετατραπεί σε μουσεία και οι μονές της σε κέντρα αποκατάστασης έργων τέχνης. Ωστόσο, λίγα οικοδομήματα έχουν αλλάξει τα τελευταία 200 χρόνια. Ένας προπολεμικός οδηγός της πόλης είναι το ίδιο χρήσιμος σήμερα όσο και την εποχή που εκδόθηκε, πράγμα σπάνιο για μια περιοχή της ηπείρου που σημαδεύτηκε από τους βομβαρδισμούς του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και τη μεταπολεμική ανάπτυξη. Περισσότεροι από 12.000.000 άνθρωποι το χρόνο επισκέπτονται την πόλη, που οι δρόμοι της είναι γεμάτοι νερό και όπου το παρελθόν είναι πιο εμφανές από το παρόν.

Γόνδολα και γονδολιέρης στο Μεγάλο Κανάλι

Ο τουρισμός αποτελεί μείζονα τομέα της οικονομίας της Βενετίας από το 18ο αιώνα, οπότε ήταν μείζον κέντρο του Γκραντ Τουρ, με το όμορφο τοπίο της, τη μοναδικότητα και την πλούσια μουσική και καλλιτεχνική πολιτιστική κληρονομιά. Το 19ο αιώνα, έγινε μοδάτο κέντρο για τους πλούσιους και διάσημους, που συχνά διέμεναν ή δειπνούσαν σε πολυτελή μέρη, όπως το Ξενοδοχείο Ντανιέλι και το Καφέ Φλοριάν. Εξακολούθησε να είναι μοδάτη πόλη του συρμού μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα.[40] Τη δεκαετία του 1980, αναβίωσε το Καρναβάλι της Βενετίας και η πόλη έχει γίνει μέγα κέντρο διεθνών συνεδρίων και φεστιβάλ, όπως η αναγνωρισμένου κύρους Μπιενάλε της Βενετίας και το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βενετίας, που προσελκύουν επισκέπτες από όλο τον κόσμο για τις θεατρικές, πολιτιστικές, κινηματογραφικές, καλλιτεχνικές και μουσικές παραγωγές τους.[40]

Σήμερα υπάρχουν πολλά αξιοθέατα στη Βενετία, όπως η Βασιλική του Αγίου Μάρκου, το Μεγάλο Κανάλι, και η Πλατεία του Αγίου Μάρκου. Το Λίντο της Βενετίας είναι επίσης ένας δημοφιλής διεθνής πολυτελής προορισμός που προσελκύει χιλιάδες ηθοποιούς, κριτικούς, επώνυμους και κυρίως ανθρώπους της κινηματογραφικής βιομηχανίας. Η πόλη βασίζεται επίσης πολύ στην επιχείρηση της κρουαζιέρας.[40]

Εντούτοις, η δημοφιλία της Βενετίας ως μείζονος παγκόσμιου τουριστικού προορισμού έχει προκαλέσει πολλά προβλήματα, μεταξύ αυτών το γεγονός ότι η πόλη μπορεί να είναι κατάμεστη μερικές φορές το χρόνο. Από όλους θεωρείται τουριστική παγίδα και από άλλους «ζωντανό μουσείο».[40] Σε αντίθεση με τα περισσότερα άλλα μέρη στη Δυτική Ευρώπη και τον κόσμο, η Βενετία έχει γίνει ευρέως γνωστή για το στοιχείο της της «γοητευτικής παρακμής». Πολλά από τα διαμερίσματα της πόλης ανήκουν σε πλούσιους ξένους, που τα χρησιμοποιούν για δύο ή τρεις εβδομάδες το χρόνο. Ο ανταγωνισμός των ξένων να αγοράσουν σπίτια στη Βενετία έχει κάνει τις τιμές τόσο υψηλές ώστε πολλοί κάτοικοι αναγκάζονται να μετακομίσουν σε πιο προσιτές περιοχές του Βένετο και της Ιταλίας, κυρίως το Μέστρε.

Συγκοινωνίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο ιστορικό κέντρο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εναέρια θέα της Βενετίας συμπεριλαμβανομένου της γέφυρας Ponte della Libertà που τη συνδέει με την ενδοχώρα.

Η Βενετία είναι χτισμένη πάνω σε ένα αρχιπέλαγος 117 νησιών σχηματισμένων από 177 κανάλια σε μια ρηχή λιμνοθάλασσα, που συνδέονται με 409 γέφυρες.[42] Στο παλιό κέντρο τα κανάλια έχουν το ρόλο των δρόμων και σχεδόν κάθε μορφή μεταφοράς είναι στο νερό ή με τα πόδια. Το 19ο αιώνα ένας υπερυψωμένος δρόμος προς την ξηρά έφερε το σιδηροδρομικό σταθμό Βενέτσια Σάντα Λουτσία στη Βενετία και τον 20ό αιώνα κατασκευάστηκαν ο δρόμος για τα αυτοκίνητα Πόντε ντέλα Λιμπερτά και χώροι στάθμευσης. Πέρα από τη σιδηροδρομική και οδική χερσαίες εισόδους στο βόρειο άκρο της πόλης, οι μεταφορές μέσα στην πόλη παραμένουν (όπως τους προηγούμενους αιώνες) εξ' ολοκλήρου στο νερό και με τα πόδια. Η Βενετία είναι η μεγαλύτερη αστική περιοχή της Ευρώπης χωρίς αυτοκίνητα. Η Βενετία είναι μοναδική στην Ευρώπη έχοντας παραμείνει μια μεγάλη πόλη του εικοστού πρώτου αιώνα που λειτουργεί ολοκληρωτικά χωρίς αυτοκίνητα και φορτηγά.

Το κλασικό πλωτό μέσο της Βενετίας είναι η γόνδολα, αν και σήμερα χρησιμοποιείται κυρίως για τουρίστες, ή για γάμους, κηδείες ή άλλες τελετές ή ως πορθμείο για διάσχιση του Κανάλε Γκράντε απουσία μιας κοντινής γέφυρας. Πολλές γόνδολες είναι πλούσια στολισμένες με βελούδινα καθίσματα και Περσικά χαλιά. Λιγότερο γνωστό είναι το μικρότερο "σάντολο". Στο μπροστινό μέρος κάθε Γόνδολας που εργάζεται στην πόλη υπάρχει ένα μεγάλο μεταλλικό κομμάτι, το λεγόμενο "φέρο", ή σίδερο. Το σχήμα της έχει εξελιχθεί με το πέρασμα των αιώνων, όπως τεκμηριώνεται σε πολλούς γνωστούς πίνακες. Η μορφή της, σκεπασμένη από μια απομίμηση του καπέλου του Δόγη, βαθμιαία τυποποιήθηκε και κατόπιν καθορίστηκε με τοπικό νόμο. Αποτελείται από έξι δοκούς προς τα εμπρός, που αντιπροσωπεύουν τα "Σεστιέρι" της πόλης και μια προς τα πίσω που αντιπροσωπεύει τη Τζουντέκα.

Υδάτινες οδοί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το κανάλι της Τζιουντέκα. Άποψη από το Καμπαναριό του Αγίου Μάρκου.

Η Βενετία είναι μια πόλη μικρών νησιών, που αυξήθηκαν το Μεσαίωνα με την απόρριψη χωμάτων για να ανυψωθεί το βαλτώδες έδαφος πάνω από τις παλίρροιες. Τα κανάλια που δημιουργήθηκαν ενθάρρυναν την άνθηση ενός ναυτικού πολιτισμού, που αποδείχτηκε βασικός για την οικονομία της πόλης. Σήμερα τα κανάλια αυτά παρέχουν ακόμη τη δυνατότητα μεταφοράς αγαθών και ανθρώπων μέσα στην πόλη.

Ο λαβύρινθος των καναλιών που διατρέχουν την πόλη απαιτεί τη χρήση πάνω από 400 γεφυρών για να επιτραπεί η ροή της κυκλοφορίας των πεζών. Το 2011, η πόλη άνοιξε την Πόντε ντελά Κονστιτουτσιόνε, την τέταρτη γέφυρα κατά μήκος του Μεγάλου Καναλιού, που συνέδεσε την Πιατσάλε Ρόμα, αφετηρία των λεωφορείων με το Στατσιόνε Φεροβιάρα (σιδηροδρομικό σταθμό), μετά τις άλλες, την αρχική Πόντε ντι Ριάλτο (Βενετία)|Ριάλτο, την Πόντε ντελ'Ακαντέμια και την Πόντε ντέλι Σκάλτσι. Η Βενετία διαθέτει αεροδρόμιο, μέσω του οποίου συνδέεται με άλλες μεγάλες πόλεις της Ιταλίας αλλά και του εξωτερικού και το οποίο βρίσκεται 22 χιλιόμετρα ΒΑ της πόλης. Επίσης διαθέτει μεγάλο σιδηροδρομικό σταθμό που συνδέει την πόλη με τις ιταλικές μεγαλουπόλεις και την Ευρώπη.

Το λιμάνι της εξυπηρετεί κρουαζιερόπλοια και ακτοπλοϊκές συνδέσεις με κάποια λιμάνια της Αδριατικής όπως το Ντουμπρόβνικ των Δαλματικών ακτών αλλά και με την Ελλάδα (Κέρκυρα,Ηγουμενίτσα, Πάτρα).

Πολιτισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Βενετία στoν λαϊκό πολιτισμό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Βενετία υπήρξε το σκηνικό ή η επιλεγμένη θέση πολλών κινηματογραφικών ταινιών και άλλων πολιτιστικών αναφορών. Το μυθιστόρημα του 1912 του Τόμας Μαν Θάνατος στη Βενετία έχει αποτελέσει τη βάση για μια όπερα του Μπέντζαμιν Μπρίτεν, μια ταινία του Λουκίνο Βισκόντι και ένα κοκτέιλ. Η πόλη υπήρξε επίσης τόπος γυρισματος σκηνών τριών ταινιών της σειράς Τζέιμς Μποντ (Από τη Ρωσία με αγάπη, Μουνρέικερ και Καζινό Ρουαγιάλ) και πολλών άλλων, όπως Ο Τουρίστας του 2010, Σαμερτάιμ με πρωταγωνίστρια την Κάθριν Χέπμπορν, Ο Καζανόβας του Φεντερίκο Φελίνι, Μετά τα μεσάνυχτα του Νίκολας Ρόουγκ, Τα φτερά του περιστεριού, Ο Ιντιάνα Τζόουνς και η τελευταία σταυροφορία, Μικρή ρομαντική ιστορία, Lara Croft Tomb Raider και Ο ταλαντούχος Κύριος Ρίπλεϊ.

Αρχιτεκτονική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Βενετία έχει πλούσιο και ποικίλο αρχιτεκτονικό ύφος, με γνωστότερο το Γοτθικό ρυθμό. Η Βενετική Γοτθική αρχιτεκτονική είναι ένας όρος που δίνεται σε ένα Βενετσιάνικο κτιριακό ρυθμό, που συνδυάζει τη χρήση της μυτερής Γοτθικής αψίδας με Βυζαντινές και Οθωμανικές επιρροές. Ο ρυθμός γεννήθηκε στη Βενετία του 14ου αιώνα, όπου η συμβολή του Βυζαντινού ρυθμού από την Κωνσταντινούπολη συνάντησε την Αραβική επιρροή από τη Μαυριτανική Ισπανία. Κύρια παραδείγματα αυτού του ρυθμού στην πόλη είναι το Παλάτι των Δόγηδων και το Κα ντ’ Ορο. Η πόλη έχει επίσης αρκετά κτίρια Αναγεννησιακά και Μπαρόκ, μεταξύ άλλων το Κα Πέζαρο και το Κα Ρετσόνικο.

Μουσική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πόλη της Βενετίας στην Ιταλία έχει παίξει σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της Ιταλικής μουσικής. Το κράτος της Βενετίας - δηλαδή η Μεσαιωνική Ναυτική Δημοκρατία της Βενετίας - ονομαζόταν συχνά ευρέως «Δημοκρατία της Μουσικής» και ένας ανώνυμος Γάλλος του 17ου αιώνα είχε παρατηρήσει ότι «Σε κάθε σπίτι κάποιος παίζει ένα μουσικό όργανο ή τραγουδάει. Υπάρχει μουσική παντού.» Το 16ο αιώνα η Βενετία έγινε ένα από τα σημαντικότερα μουσικά κέντρα της Ευρώπης, με χαρακτηριστικό ύφος σύνθεσης (Βενετική σχολή) και συνθέτες όπως ο Αντριαν Βιλαέρτ, που εργαζόταν στη Βασιλική του Αγίου Μάρκου. Η Βενετία ήταν το πρώτο κέντρο μουσικών εκδόσεων. Ο Οταβιάνο Πετρούτσι άρχισε να εκδίδει μουσική σχεδόν αμέσως μόλις η τεχνολογία αυτή κατέστη διαθέσιμη και η εκδοτική του επιχείρηση τον βοήθησε να προσελκύσει συνθέτες από όλη την Ευρώπη, ιδιαίτερα από τη Γαλλία και τη Φλάνδρα. Στο τέλος του αιώνα η Βενετία ήταν φημισμένη για το μεγαλείο της μουσικής της, όπως εκφράστηκε στο ΄΄κολοσσαίο ύφος΄΄ των Αντρέα και Τζιοβάννι Γκαμπριέλι, που χρησιμοποιούσε πολλαπλές χορωδίες και ομάδες οργάνων. Η Βενετία υπήρξε επίσης η έδρα πολλών διάσημων συνθετών στην περίοδο του μπαρόκ, όπως ο Αντόνιο Βιβάλντι, ο Ιπολίτο Τσιέρα, ο Τζιοβάννι Πίκι και ο Τζιρολκάμο ντάλα Κάζα, για να αναφέρουμε μερικούς.

Εσωτερική διακόσμηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μπορεί να ειπωθεί ότι η Βενετία παρήγαγε τις καλύτερες και πιο εκλεπτυσμένες δημιουργίες Ροκοκό. Την εποχή εκείνη η Βενετία ήταν σε προβληματική κατάσταση. Είχε χάσει την περισσότερη ναυτική της δύναμη, υστερούσε σε σχέση με τους πολιτικούς αντιπάλους της και η κοινωνία είχε περιέλθει σε παρακμή με τους ευγενείς να σπαταλούν τα λεφτά τους στο τζόγο και στα γλέντια. Αλλά η Βενετία παρέμενε η Ιταλική πρωτεύουσα της μόδας και ανταγωνιζόταν σοβαρά το Παρίσι όσον αφορά τον πλούτο, την αρχιτεκτονική, την πολυτέλεια, το γούστο, την επιτήδευση, την τέχνη, τη διακόσμηση, το στυλ και το ντιζάιν. Το Βενετσιάνικο Ροκοκό ήταν γνωστό ως πλούσιο και πολυτελές με τα υπερβολικά σχέδιά του. Από τα μοναδικά Βενετσιάνικα έπιπλα ήταν τα divani da portego, ή μεγάλοι Ροκοκό καναπέδες και τα pozzetti, προορισμένα να τοποθετούνται πάνω στον τοίχο. Τα Βενετσιάνικα υπνοδωμάτια ήταν συνήθως πολυτελή και μεγάλα, με κουρτίνες από δαμάσκο, βελούδο και μετάξι και κρεβάτια υπέροχα σκαλιστά με αγάλματα ερωτιδέων, λουλουδιών και αγγέλων. Η Βενετία ήταν ιδιαίτερα γνωστή για τους περιστροφικούς καθρέφτες της που παρέμειναν από τους ωραιότερους, αν όχι οι ωραιότεροι, στην Ευρώπη. Οι πολυέλαιοι ήταν συνήθως πολύχρωμοι, με τη χρήση γυαλιού Μουράνο που τους έκανε να φαίνονται ζωηρότεροι και να ξεχωρίζουν από άλλους και χρησιμοποιούνταν πολύτιμες πέτρες και υλικά από το εξωτερικό, καθώς η Βενετία διατηρούσε ακόμη μια μεγάλη εμπορική αυτοκρατορία. Η λάκα ήταν πολύ συνηθισμένη, και πολλά έπιπλα καλύπτονταν με αυτή, με γνωστότερη τη lacca povera (φτωχή λάκα), στην οποία ζωγραφίζονταν αλληγορίες και εικόνες της κοινωνικής ζωής. Η τεχνική της λάκας και η Κινέζικη τέχνη ήταν ιδιαίτερα συνηθισμένη στα γραφεία.

Μόδα και αγορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 14ο αιώνα πολλοί Βενετσιάνοι άρχισαν να φορούν εφαρμοστά πολύχρωμα κολάν, των οποίων τα σχέδια υποδήλωναν την Compania della Calza («Λέσχη Παντελονιού») στην οποία ανήκαν. Η Γερουσία της Βενετίας ψήφισε νόμους κανονιστικούς των δαπανών, αλλά αυτό είχε απλά ως αποτέλεσμα αλλαγές στη μόδα για να παρακάμψουν το νόμο. Βαρετά ρούχα φοριόνταν πάνω από πολύχρωμα, που κατόπιν κόβονταν για να φανούν τα κρυμμένα χρώματα με αποτέλεσμα την ευρεία χρήση της αντρικής μόδας με «κοψίματα» το 15ο αιώνα. Σήμερα η Βενετία είναι επίσης μεγάλο Ιταλικό κέντρο μόδας και εμπορικό, όχι σημαντικό όσο το Μιλάνο, η Φλωρεντία και η Ρώμη, αλλά εφάμιλλο του Τουρίνου, της Νάπολης και της Γένοβας. Ο οίκος «Ρομπέρτα ντι Καμερίνο» είναι ο μόνος μεγάλος Ιταλικός οίκος μόδας που εδρεύει στη Βενετία. Ιδρυμένος το 1945 είναι γνωστός για τις καινοτόμες τσάντες του που διαθέτουν υλικό από Βενετσιάνους τεχνίτες και συνήθως καλύπτονται με τοπικό ύφασμα από βελούδο και έχει πιστωθεί με την ιδέα της εύκολα αναγνωρίσιμης επώνυμης τσάντας. Πολλές από τις μπουτίκ μόδας και τα κοσμηματοπωλεία της πόλης βρίσκονται στη Ριάλτο και στην Πλατεία του Αγίου Μάρκου. Σήμερα λειτουργούν στην πόλη τα αριστοκρατικά καταστήματα Louis Vuitton και Ermenegildo Zegna.

Kουζίνα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Βενετσιάνικη κουζίνα χαρακτηρίζεται από τα θαλασσινά, αλλά περιλαμβάνει επίσης κηπευτικά από τα νησιά της λιμνοθάλασσας, ρύζι από τα ηπειρωτικά, κυνήγι και πολέντα. Η Βενετία συνδυάζει τοπικές παραδόσεις με μακρινές επιρροές από χιλιετείς εμπορικές επαφές. Μεταξύ αυτών είναι η sarde in saor (σαρδέλες μαριναρισμένες για να διατηρούνται για μακρινά ταξίδια), risi e bisi (ρύζι, αρακάς και ζαμπόν), fegato alla Veneziana (Βενετσιάνικο συκώτι), ριζότο με σουπιά μαυρισμένο από το μελάνι, cicchetti (ραφινάτοι και γευστικοί μεζέδες παρόμοιοι με τα tapas), antipasti (ορεκτικά) και prosecco (ένα αφρώδες λευκό κρασί). Ακόμη η Βενετία είναι φημισμένη για το bisato (μαριναρισμένο χέλι), για τα χρυσαφένια ωοειδή μπισκότα baicoli και για διάφορους τύπους γλυκών, όπως το pan del pescatore (ψωμί του ψαρά), μπισκότα με μύγδαλο και φιστίκι, μπισκότα με τηγανητή Βενετσιάνικη κρέμα ή τα bussolai (μπισκότα και κουλουράκια βουτύρου σε σχήμα S ή δαχτυλιδιού) από το νησί Μπουράνο, fregolotta (ένα τραγανό κέικ με μύγδαλα), πουτίγκα γάλακτος rosada και μπισκότα από κίτρινο σιμιγδάλι (zaleti).

Λογοτεχνία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Βενετία υπήρξε επί μακρόν πηγή έμπνευσης για συγγραφείς, ποιητές και θεατρικούς συγγραφείς καθώς η πόλη ήταν μια ιδιαίτερα δημοφιλής τοποθεσία. Ήταν επίσης στην πρώτη γραμμή της τεχνικής εξέλιξης της τυπογραφίας και των εκδόσεων. Δύο από τους γνωστότερους Βενετσιάνους συγγραφείς ήταν ο Μάρκο Πόλο στο Μεσαίωνα και αργότερα ο Τζάκομο Καζανόβα. Ο Πόλο (1254 – 1324) ήταν έμπορος που ταξίδευε στην Ανατολή. Η σειρά βιβλίων του, που συνέγραψε με τον Ρουστιτσέλο ντα Πίζα, ονομαζόμενη "Ιλ Μιλιόνε", πρόσφερε σημαντικές γνώσεις για τις χώρες ανατολικά της Ευρώπης, από τη Μέση Ανατολή στην Κίνα, την Ιαπωνία και τη Ρωσία. Ο Τζιάκομο Καζανόβα (1725 – 1798) ήταν ένας παραγωγικός συγγραφέας και διάσημος τυχοδιώκτης, περισσότερο γνωστός για την αυτοβιογραφία του, "Histoire de ma Vie" (Η Ιστορία της Ζωής μου), που συνδέει τον έντονο τρόπο ζωής του με την πόλη της Βενετίας. Οι Βενετσιάνοι θεατρικοί συγγραφείς ακολούθησαν την παλιά Ιταλική θεατρική παράδοση της Κομέντια ντελ άρτε. Ο Ρουτζάντε (1502 – 1542), ο Κάρλο Γκολντόνι (1707 – 1793) και ο Κάρλο Γκότσι (1720-1806) χρησιμοποίησαν εκτεταμένα στις κωμωδίες τους τη Βενετσιάνικη διάλεκτο. Η Βενετία έχει επίσης εμπνεύσει ξένους συγγραφείς. Ο Σαίξπηρ τοποθετεί εδώ την πρώτη πράξη του "Οθέλου" και τον "Έμπορο της Βενετίας". Επίσης ο Μπεν Τζόνσον τον "Βολπόνε" και ο Βολταίρος τον "Καντίντ". Ο Τόμας Μαν έγραψε το μυθιστόρημα "Θάνατος στη Βενετία", που εκδόθηκε το 1912. Η Βενετία ενέπνευσε την ποίηση του Έζρα Πάουντ, που έγραψε το πρώτο του λογοτεχνικό έργο στη Βενετία. Ο Πάουντ πέθανε το 1972 και τα λείψανά του είναι θαμμένα στο νησί-νεκροταφείο της Βενετίας Σαν Μικέλε. Ο Γάλλος συγγραφέας Φιλίπ Σολέρ έζησε την περισσότερη ζωή του στη Βενετία και εξέδωσε το "Λεξικό για Εραστές της Βενετίας" το 2004 και τη "Γιορτή στην Βενετία". Στη Βενετία επίσης διαδραματίζεται η "Κραυγή στον ουρανό" της Αν Ράις. Ο Ούγκο Φόσκολο (1778 – 1827), γεννημένος στη Ζάκυνθο, νησί που τότε ανήκε στη Δημοκρατία της Βενετίας), ήταν επίσης διάσημος ποιητής και επαναστάτης που ήθελε να δει μια ελεύθερη δημοκρατία να εγκαθιδρύεται στη Βενετία μετά την πτώση του Ναπολέοντα. Η πόλη κυριαρχεί στα έργα "Τα χαρτιά του Άσπερν" και "Τα Φτερά του Περιστεριού" του Χένρι Τζέιμς και είναι τόπος επίσκεψης των ηρώων στην Επιστροφή στο Μπράιντσχεντ του Ίβλιν Γουώ και στο Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο του Μαρσέλ Προυστ. Η Βενετία συνδέεται επίσης με την τεχνική πλευρά του γραψίματος. Η πόλη ήταν ο τόπος ενός από τα πρώτα τυπογραφεία της Ιταλίας, ιδρυμένου από τον Αλδο Μανούτιο (1449 – 1515). Ήδη από τότε η Βενετία αναπτύχθηκε ως σημαντικό τυπογραφικό κέντρο και επίσης μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα εκεί τυπώνονταν τα μισά από τα βιβλία, που εκδίδονταν στην Ιταλία.

Tέχνη και τυπογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Βενετία, ιδιαίτερα στο Μεσαίωνα, την Αναγέννηση και το Μπαρόκ, ήταν μεγάλο κέντρο τέχνης και ανέπτυξε ένα μοναδικό ύφος γνωστό ως Βενετική Σχολή. Στο Μεσαίωνα και την Αναγέννηση η Βενετία, με τη Φλωρεντία και τη Ρώμη, ήταν ένα από τα σημαντικότερα κέντρα της τέχνης στην Ευρώπη και πολλοί πλούσιοι Βενετσιάνοι έγιναν προστάτες των τεχνών. Η Βενετία τότε ήταν πλούσια και ευημερούσα Ναυτική Δημοκρατία που έλεγχε μια τεράστια θαλάσσια και εμπορική αυτοκρατορία.

Στο τέλος του 15ου αιώνα η Βενετία είχε γίνει η πρωτεύουσα της Ευρωπαϊκής τυπογραφίας, όντας η μία από τις πρώτες πόλεις στην Ιταλία (μετά το Σουμπιάκο και τη Ρώμη) που απέκτησε τυπογραφείο μετά από εκείνα που δημιουργήθηκαν στη Γερμανία, έχοντας 417 τυπογράφους το 1500. Το σημαντικότερο τυπογραφείο ήταν το Πιεστήριο Αλντίνε του Αλδου Μανούτιου, που το 1499 τύπωσε την "Υπνερωτομαχία Πολυφίλου", που θεωρείται το ωραιότερο βιβλίο της Αναγέννησης και καθιέρωσε τα σύγχρονα σημεία στίξης, τη μορφή της σελίδας και την επισεσυρμένη γραφή και το πρώτο τυπωμένο έργο του Αριστοτέλη.

Το 16ο αιώνα η Βενετσιάνικη ζωγραφική αναπτύχθηκε υπό τις επιρροές της Σχολής της Πάδοβας και του Αντονέλλο ντα Μεσσίνα, που εισήγαγε την τεχνική της ελαιογραφίας των αδερφών Βαν Αικ. Εκφράζεται με μια θερμή χρωματική κλίμακα και γραφική χρήση του χρώματος. Πρώιμοι καλλιτέχνες ήταν οι οικογένειες Μπελίνι και Βιβαρίν, με συνεχιστές τους Τζορτζόνε και Τιτσιάνο και ύστερα τους Τιντορέττο και Βερονέζε. Οι καμβάδες ( οι συνηθισμένες επιφάνειες ζωγραφικής) προέρχονται από τη Βενετία της πρώιμης Αναγέννησης. Αυτοί οι πρώτοι καμβάδες ήταν γενικά ακατέργαστοι. Το 18ο αιώνα η Βενετσιάνικη ζωγραφική είχε μια ανάκαμψη λόγω της διακοσμητικής ζωγραφικής του Τζανμπαττίστα Τιέπολο και των πανοραμικών πινάκων των Καναλέττο και Γκουάρντι.

Γυαλί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Βενετία είναι γνωστή για τα έργα της από περίτεχνο γυαλί, γνωστό ως Βενετσιάνικο γυαλί. Είναι παγκοσμίου φήμης για την πολυχρωμία, την κομψότητα και τη δεξιοτεχνία τους. Πολλά από τα σημαντικά χαρακτηριστικά αυτών των αντικειμένων είχαν αναπτυχθεί από το 13ο αιώνα. Προς το τέλος του το κέντρο της Βενετσιάνικης υαλουργίας μεταφέρθηκε στο Μουράνο. Βυζαντινοί τεχνίτες έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του Βενετσιάνικου γυαλιού, μιας τέχνης για την οποία η πόλη είναι πασίγνωστη. Όταν η Κωνσταντινούπολη λεηλατήθηκε από την Δ΄ Σταυροφορία το 1204 μερικοί φυγάδες τεχνίτες ήρθαν στη Βενετία. Αυτό επαναλήφθηκε όταν οι Οθωμανοί πήραν την Κωνσταντινούπολη το 1453, παρέχοντας στη Βενετία ακόμη περισσότερους υαλουργούς. Οι Βενετσιάνοι τεχνίτες είχαν αποκτήσει ακόμη μεγαλύτερο έλεγχο πάνω στο χρώμα και τη διαφάνεια του γυαλιού τους και είχαν εξοικειωθεί με μια ποικιλία διακοσμητικών τεχνικών. Παρά τις προσπάθειες να κρατηθούν μέσα στη Βενετία οι Βενετσιάνικες τεχνικές υαλουργίας, αυτές έγιναν και αλλού γνωστές και γυαλικά Βενετσιάνικου στυλ παράγονταν σε άλλες Ιταλικές πόλεις και άλλες χώρες της Ευρώπης.

Μερικές από τις πιο γνωστές μάρκες γυαλιού στον κόσμο σήμερα παράγονται ακόμα στα ιστορικά εργαστήρια γυαλιού στο Μουράνο. Αυτές είναι οι: Βενίνι, Μπαροβιέρ & Τόζο, Πάουλι, Μιλεβέτρι, Σεγκούζο. Η Μπαροβιέρ & Τόζο θεωρείται μία από τις 100 παλιότερες εταιρίες στον κόσμο, ιδρυμένη το 1295. Ένας από τους διασημότερους τύπους Βενετσιάνικου γυαλιού κατασκευάζεται στο Μουράνο, γνωστό ως γυαλί Μουράνο, που είναι για αιώνες περίφημο προϊόν του Βενετσιάνικου νησιού του Μουράνο. Ευρισκόμενο μακριά από την ακτή της Βενετίας το Μουράνο ήταν εμπορικό λιμάνι ήδη από τον 7ο αιώνα. Το 10ο αιώνα είχε γίνει γνωστό εμπορικό λιμάνι. Σήμερα παραμένει προορισμός τόσο για τουρίστες όσο και για εραστές της τέχνης και των κοσμημάτων.

Φεστιβάλ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Καρναβάλι της Βενετίας σχετίζεται άμεσα με τις Βενετσιάνικες μάσκες. Λέγεται ότι ξεκίνησε από μια νίκη της ΄΄Γαληνότατης Δημοκρατίας΄΄, προηγούμενο όνομα της Βενετίας, επί του Πατριάρχη της Ακυληίας, Ούλρικο, το 1162. Για να τιμήσουν αυτή τη νίκη οι κάτοικοι άρχισαν να χορεύουν και να κάνουν συγκεντρώσεις στην Πλατεία του Αγίου Μάρκου. Απ' ότι φαίνεται αυτή η γιορτή άρχισε αυτή την περίοδο και επισημοποιήθηκε την Αναγέννηση. Εντούτοις υπό την εξουσία του Βασιλιά της Αυστρίας τέθηκε πλήρως εκτός νόμου το 1797 και η χρήση των μασκών απαγορεύθηκε αυστηρά.

Μετά από μακρά ανυπαρξία το Καρναβάλι ξαναλειτούργησε το 1979. Η Ιταλική κυβέρνηση αποφάσισε να επαναφέρει την ιστορία και τον πολιτισμό της Βενετίας και επιδίωξε να χρησιμοποιήσει το παραδοσιακό Καρναβάλι ως επίκεντρο των προσπαθειών της. Η ανακατασκευή των μασκών ξεκίνησε ως στόχος κάποιων φοιτητών της Βενετίας για το τουριστικό εμπόριο. Σήμερα περίπου 3 εκατομμύρια επισκέπτες έρχονται στη Βενετία κάθε χρόνο για το Καρναβάλι. Μία από τις σημαντικότερες εκδηλώσεις είναι ο διαγωνισμός για το "la maschera piu bella" («την ωραιότερη μάσκα») το τελευταίο σαββατοκύριακο του Καρναβαλιού που κρίνεται από μια διεθνή επιτροπή ενδυματολόγων και σχεδιαστών μόδας.

Η Μπιενάλε της Βενετίας είναι μια από τις σημαντικότερες εκδηλώσεις στο καλεντάρι των τεχνών. Το 1893 με επικεφαλής το δήμαρχο της Βενετίας, Ρικάρντο Σελβάτικο, το Δημοτικό Συμβούλιο ψήφισε μια απόφαση στις 19 Απριλίου που καθιέρωνε μια Esposizione bienalle artistica nazionale (διετή έκθεση Ιταλικής τέχνης), που εγκαινιάστηκε στις 22 Απριλίου 1895. Μετά το ξέσπασμα των εχθροπραξιών κατά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο οι δραστηριότητες της Μπιενάλε διακόπηκαν το Σεπτέμβριο του 1942 αλλά επαναλήφθηκαν το 1948.

Η "Φέστα ντελ Ρεντεντόρε" γίνεται στα μέσα Ιουλίου. Ξεκίνησε ως γιορτή ευχαριστήρια για το τέλος της φοβερής πανώλης του 1576. Δημιουργείται μια γέφυρα από μαούνες που συνδέει τη Τζουντέκα με την υπόλοιπη Βενετία και σημαντικό ρόλο παίζουν τα πυροτεχνήματα.

Το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βενετίας (Ιταλικά: Mostra Internazionale d'Arte Cinematografica di Venezia) είναι το παλιότερο φεστιβάλ κινηματογράφου στον κόσμο. Ιδρυμένο από τον Κόμη Τζουζέπε Βόλπι ντι Μιζουράτα το 1932 ως ΄΄Esposizione Internazionale d'Arte Cinematografica΄΄ το φεστιβάλ διεξάγεται από τότε κάθε χρόνο τέλη Αυγούστου ή αρχές Σεπτεμβρίου στο νησί Λίντο. Οι προβολές γίνονται στο ιστορικό Παλάτσο ντελ Σίνεμα στη Λουγκομάρε Μαρκόνι. Είναι ένα από τα μεγαλύτερου κύρους κινηματογραφικά φεστιβάλ και τμήμα της Μπιενάλε της Βενετίας.

Διάσημοι Βενετσιάνοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βενετσιάνοι και άλλοι στενά σχετιζόμενοι με την πόλη:

  • Ερρίκος Δάνδολος (π. 1107,1205), Δόγης της Βενετίας από το 1192 μέχρι το θάνατό του. Έπαιξε άμεσο ρόλο στη Λεηλασία της Κωνσταντινούπολης κατά την Δ΄Σταυροφορία.
  • Μάρκο Πόλο (15 Σεπτεμβρίου 1254 - 8 Ιανουαρίου 1324), έμπορος και εξερευνητής, ένας από τους πρώτους Δυτικούς που ταξίδεψαν το Δρόμο του Μεταξιού στην Κίνα. Φυλακισμένος στη Γένοβα υπαγόρευσε την ιστορία των ταξιδιών του, γνωστή ως Il Milione (Τα Ταξίδια του Μάρκο Πόλο).
  • Τζιοβάνι Μπελίνι (π. 1430 - 1516), Αναγεννησιακός ζωγράφος, πιθανότατα ο γνωστότερος της ομώνυμης οικογένειας ζωγράφων.
  • Άλδος Μανούτιος (1449 - 1515, ένας από τους σημαντικότερους τυπογράφους στην ιστορία.
  • Μάρκος Μουσούρος (1470 - 24 Οκτωβρίου 1517), Έλληνας από την Κρήτη, φιλόλογος της Αναγέννησης και εκδότης.
  • Πιέτρο Μπέμπο (20 Μαΐου 1470 - 18 Ιανουαρίου 1547), καρδινάλιος και λόγιος.
  • Λορέντσο Λόττο (π. 1480 - Λορέτο, 1556), ζωγράφος, σχεδιαστής και εικονογράφος, παραδοσιακά τοποθετούμενος στη Βενετική Σχολή.
  • Σεμπάστιαν Κάμποτ (π. 1484 - 1557, ή λίγο αργότερα), εξερευνητής.
  • Πελλεγκρίνο Ερνέττι, καθολικός ιερέας και εξορκιστής,
  • Τιτσιάνο (1518 - 27 Αυγούστου 1576), πρωτεργάτης της Βενετικής Σχολής της Ιταλικής Αναγέννησης του 16ου αιώνα (γεννήθηκε στο Πιέβε ντι Καντόρε).
  • Σεμπαστιάνο Βενιέρ (π. 1496 - 3 Μαρτίου 1578), Δόγης της Βενετίας από 11 Ιουνίου 1577 μέχρι 1578.
  • Αντρέα Γκαμπριέλι (π. 1510 - 1586), Ιταλός συνθέτης και οργανίστας στη Βασιλική του Αγίου Μάρκου.
  • Τιντορέττο (1518 - 31 Μαΐου 1594), πιθανότατα ο τελευταίος μεγάλος ζωγράφος της Ιταλικής Αναγέννησης.
  • Βερόνικα Φράνκο (1546 - 1591), ποιήτρια και εταίρα κατά την Αναγέννηση.
  • Τζιοβάννι Γκαμπριέλι (μεταξύ 1554 και 1557 - 1612), συνθέτης και οργανίστας στη Βασιλική του Αγίου Μάρκου.
  • Αντώνιος Βασιλάκης (1556 - 27 Αυγούστου 1629), Έλληνας από τη Μήλο, αναγεννησιακός ζωγράφος.
  • Κλάουντιο Μοντεβέρντι (1567 - 1643), συνθέτης και μουσικός διευθυντής στον Άγιο Μάρκο.
  • Λέον Μοντένα (1571 - 1648), ιεροκήρυκας, συγγραφέας, ποιητής, με δράση στο γκέτο της Βενετίας και εκτός αυτού.
  • Θωμάς Φλαγγίνης (1578 - 1648), Έλληνας από την Κέρκυρα, δικηγόρος και ιδρυτής της Φλαγγινείου Σχολής.
  • Μάρκο Αντόνιο Μπραγκαντίν (π. 1571), στρατηγός, που γδάρθηκε ζωντανός από τους Τούρκους μετά από λυσσαλέα αντίσταση κατά την πολιορκία της Αμμοχώστου.
  • Μπαλτασάρε Λογκένα (1598 - 18 Φεβρουαρίου 1682), ένας από τους μεγαλύτερους εκφραστές της Μπαρόκ αρχιτεκτονικής.
  • Φραντσέσκο Καβάλι (14 Φεβρουαρίου 1602 - 14 Ιανουαρίου 1676), μπαρόκ συνθέτης.
  • Πιέτρο Τσέζαρε Αλμπέρτι (1608 - 1655), θεωρούμενος ο πρώτος Ιταλο-Αμερικανός, φθάνοντας στο Νέο Άμστερνταμ το 1635.
  • Έλενα Λουκρέτσια Κορνάρο Πισκόπια (5 Ιουνίου 1646 - 26 Ιουλίου 1684), η πρώτη γυναίκα στον κόσμο που πήρε διδακτορικό.
  • Τομάζο Αλμπινόνι (8 Ιουνίου 1671 - 17 Ιανουαρίου 1751), μπαρόκ συνθέτης.
  • Ροζάλμπα Καρριέρα ( 7 Οκτωβρίου 1675 - 15 Απριλίου 1757), γνωστή για τα παστέλ έργα της.
  • Αντόνιο Βιβάλντι ( 4 Μαρτίου 1678 - 28 Ιουλίου (ή 27) 1741 στη Βιέννη), διάσημος συνθέτης και βιολονίστας της Εποχής του Μπαρόκ.
  • Πιέτρο Γκουαρνέρι (14 Απριλίου 1695 - 7 Απριλίου 1762), έφυγε από την Κρεμόνα το 1718 και εγκαταστάθηκε στη Βενετία. "Πέτρος της Βενετίας" από τη την οικογένεια μεγάλων οργανοποιών.
  • Τζανμπαττίστα Τιέπολο (5 Μαρτίου 1696 - 27 Μαρτίου 1770), ο τελευταίος μεγάλος ζωγράφος τοιχογραφιών της Δημοκρατίας της Βενετίας.
  • Καναλέττο (28 Οκτωβρίου 1697 - 19 Απριλίου 1768), διάσημος για τα τοπία του ή "vedute" της Βενετίας, αλλά όχι μόνο.
  • Κάρλο Γκολντόνι (25 Φεβρουαρίου 1707 - 6 Φεβρουαρίου 1793). Μαζί με τον Πιραντέλλο, ο Γκολντόνι είναι ίσως το διασημότερο όνομα στο Ιταλικό θέατρο, στη χώρα του και στο εξωτερικό.
  • Κάρλο Γκότσι (13 Δεκεμβρίου 1720 - 4 Απριλίου 1806), εξαιρετικός δραματουργός του 18ου αιώνα.
  • Τζάκομο Καζανόβα (1725 - 1798 στο Ντουξ της Βοημίας, σημερινό Ντούτσκοβ (Τσεχία)), διάσημος Βενετσιάνος τυχοδιώκτης, συγγραφέας και γυναικάς.
  • Λορέντσο Ντα Πόντε (1749 - 1838), στιχουργός της όπερας και ποιητής> Έγραψε το λιμπέτο για 28 όπερες 11 συνθετών, μεταξύ αυτών του Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ.
  • Φρέντερικ Ρολφ (22 Ιουλίου 1860 - 25 Οκτωβρίου 1913), Άγγλος συγγραφέας του Βενετσιάνικου μυθιστορήματος "Η επιθυμία και η αναζήτηση του παντός".
  • Βιρτζίλιο Ραντσάτο (7 Μαΐου 1883 - 20 Απριλίου 1937), συνθέτης.
  • Κάρλο Σκάρπα (2 Ιουνίου 1906 - 1978, Σεντάι, Ιαπωνία), αρχιτέκτονας με βαθιά κατανόηση των υλικών.
  • Εμίλιο Βέντοβα (9 Αυγούστου 1919 - 25 Οκτωβρίου 2006), ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους ζωγράφους της Ιταλίας.
  • Μπρούνο Μαντέρνα (21 Απριλίου 1920 - 13 Νοεμβρίου 1973), Ιταλο-Γερμανός διευθυντής ορχήστρας και μουσικοσυνθέτης του 20ού αιώνα.
  • Λουίτζι Νόνο (29 Ιανουαρίου 1924 - 8 Μαΐου 1990), διακεκριμένος συνθέτης οργανικής και ηλεκτρονικής μουσικής.
  • Ρομάνο Σκάρπα (27 Σεπτεμβρίου 1927, Βενετία - 23 Απριλίου 2005, Μάλαγα), ήταν ένας από τους διασημότερους Ιταλούς δημιουργούς των κόμικς της Ντίσνεϋ.
  • Λουντοβίκο ντε Λουίτζι (Νοέμβριος 1933), Βενετσιάνος Σουρεαλιστής καλλιτέχνης.
  • Γκιουζέπε Σινόπολι (2 Νοεμβρίου 1946 - 20 Απριλίου 2001), διευθυντής ορχήστρας και συνθέτης.
  • Φραντσέσκο Μποργκάτο (5 Σεπτεμβρίου 1990, Βενετία), είναι καλλιτέχνης βίντεο και χορευτής.

Αξιοθέατα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Βενετία όπως φαίνεται από πλοίο
Φωτογραφία της Βενετίας κατά το ηλιοβασίλεμα

Πλατεία Αγίου Μάρκου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Πλατεία του Αγίου Μάρκου (Πιάτσα Σαν Μάρκο) είναι ο κύριος δημόσιος χώρος της Βενετίας, όπου είναι γενικά γνωστή σαν η Πιάτσα. Όλες οι άλλες πλατείες στην πόλη (εκτός από την Πιατσέτα και την Πιατσάλε Ρόμα) λέγονται «κάμπι». Η Πιατσέτα (μικρή Πιάτσα) είναι μια επέκταση της Πιάτσα προς τη λιμνοθάλασσα στη νοτιοανατολική γωνία της. Οι δυο χώροι μαζί συγκροτούν το κοινωνικό, θρησκευτικό και πολιτικό κέντρο της Βενετίας. Ένας χαρακτηρισμός της Πιάτσα Σαν Μάρκο, που συνήθως αποδίδεται στο Ναπολέοντα, είναι «το σαλόνι της Ευρώπης» (η απόδοση στο Ναπολέονται δεν έχει αποδειχθεί). Είναι ένας από τους λίγους μεγάλους αστικούς χώρους στην Ευρώπη, όπου οι ανθρώπινες φωνές υπερισχύουν των ήχων της μηχανοκίνητης κυκλοφορίας. Στο ανατολικό άκρο της πλατείας δεσπόζει η μεγάλη εκκλησία του Αγίου Μάρκου. Η Πιατσέτα ντέι Λεοντσίνι είναι ένας ανοιχτός χώρος στη βόρεια πλευρά της εκκλησίας, ονομαζόμενη έτσι από τα δύο μαρμάρινα λιοντάρια (που δωρήθηκαν από το Δόγη Αλβίζε Μοτσενίγο το 1722). Πέρα από αυτήν είναι ο Πύργος του Ρολογιού, που ολοκληρώθηκε το 1499 πάνω από μια ψηλή αψίδα εισόδου όπου ο δρόμος γνωστός ως Μερτσερία (κύριος δημόσιος δρόμος της πόλης) οδηγεί μέσω δρόμων με καταστήματα στο Ριάλτο (Βενετία)|Ριάλτο, εμπορικό και οικονομικό κέντρο. Αριστερά είναι η μεγάλη στοά κατά μήκος της βόρειας πλευράς της Πιάτσα, με τα κτίρια σε αυτή την πλευρά γνωστά ως Προκουράτιε Βέκιε, παλιά επιτροπεία, πρώην κατοικίες και γραφεία των Επιτρόπων του Αγίου Μάρκου, ανώτερων κρατικών αξιωματούχων τον καιρό της δημοκρατίας της Βενετίας. Χτίστηκαν στις αρχές του 16ου αιώνα. Η στοά πλαισιώνεται με μαγαζιά και εστιατόρια στο ισόγειο με γραφεία από πάνω. Τα εστιατόρια περιλαμβάνουν το περίφημο Καφέ Κουάντρι, που είχε πελάτες τους Αυστριακούς όταν η Βενετία κυβερνιόταν από την Αυστρία το 19ο αιώνα, ενώ οι Βενετσιάνοι προτιμούσαν το Καφέ Φλοριάν, στην άλλη πλευρά της Πιάτσα. Στρίβοντας στο τέλος αριστερά η στοά συνεχίζει κατά μήκος της δυτικής άκρης της Πιάτσα, που ξαναχτίστηκε από το Ναπολέοντα γύρω στα 1810 και είναι γνωστή ως Αλα Ναπολεόνικα (Ναπολεόντια Πτέρυγα). Έχει, πίσω από τα μαγαζιά, μια επίσημη σκάλα που επρόκειτο να οδηγούσε σε ένα βασιλικό ανάκτορο αλλά σήμερα αποτελεί την είσοδο του Μουσείου Κορέρ. Στρίβοντας πάλι αριστερά η στοά συνεχίζει παρακάτω στη νότια πλευρά της Πιάτσα. Τα κτίρια σ’ αυτή την πλευρά είναι γνωστά ως Προκουράτιε Νουόβε (νέα επιτροπεία) που σχεδιάσθηκαν στα μέσα του 16ου αιώνα και ολοκληρώθηκαν το 1640. Το ισόγειο έχει καταστήματα και το Καφέ Φλοριάν, διάσημο καφέ που άνοιξε το 1720 από το Φλοριάνο Φραντσεσκόνι και είχε πελάτες τους Βενετσιάνους, όταν οι μισητοί Αυστριακοί ήταν στο Κουάντρι. Οι ανώτεροι όροφοι προορίζονταν από το Ναπολέοντα για ανάκτορο του θετού γιου του Ευγένιου Μπωαρναί, αντιβασιλιά του στη Βενετία, και σήμερα στεγάζουν το Μουσείο Κορέρ. Απέναντι από την άκρη της στοάς αυτής είναι το Καμπαναριό της εκκλησίας του Αγίου Μάρκου (1156/73, τελευταία αποκατάσταση 1514) που ξαναχτίστηκε το 1912 «κομ έρα, ντο βέρα» (όπως ήταν, όπου ήταν) μετά την κατάρρευση του παλιού καμπαναρίου το 1902. Στη συνέχεια η Πιατσέτα ντι Σαν Μάρκο συνδέει τη νότια πλευρά της Πιάτσα με τη λιμνοθάλασσα, έχοντας ανατολικά της το Παλάτι των Δόγηδων και δυτικά τη Βιβλιοθήκη του Τζιάκοπο Σανσοβίνο, που σήμερα στεγάζει τη Μαρκιανή Βιβλιοθήκη.

«Αδελφοποιημένες» πόλεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]


Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Statistiche demografiche». ISTAT. 7 Μαρτίου 2013. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 Φεβρουαρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 29 Νοεμβρίου 2013. 
  2. 2,0 2,1 2,2 UNESCO: «Venice and its Lagoon». Ανακτήθηκε στις 17 Απριλίου 2012. 
  3. Rumiz, Mara. «Mock funeral for Venice's 'death'». BBC. 
  4. «Online Etymology Dictionary». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Δεκεμβρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 11 Ιουνίου 2010. 
  5. Richard Stephen Charnock (1859). Local etymology: a derivative dictionary of geographical names. Houlston and Wright. σελ. 288. 
  6. «Venetian Music of the Renaissance». Vanderbilt.edu. 11 Οκτωβρίου 1998. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 18 Ιουνίου 2006. Ανακτήθηκε στις 22 Απριλίου 2010. CS1 maint: Unfit url (link)
  7. Chambers, David (1992). Venice: A Documentary History. England: Oxford. σελ. 78. ISBN 0-8020-8424-9. 
  8. Bosio, Le origini di Venezia
  9. Zeno, Compendio 1847:10.
  10. Trudy Ring· Robert M. Salkin· Sharon La Boda (1 Ιανουαρίου 1996). International Dictionary of Historic Places: Southern Europe. Taylor & Francis. σελ. 745. ISBN 978-1-884964-02-2. Ανακτήθηκε στις 24 Μαρτίου 2011. 
  11. Traditional date as given in William J. Langer, ed. An Encyclopedia of World History.
  12. John Julius Norwich, A History of Venice (Alfred A. Knopf: New York, 1982) p. 13.
  13. Alethea Wiel, A History of Venice, (London) 1898, reprinted Barnes & Noble Books (New York) 1995, pp. 26-27.
  14. Langer.
  15. Thomas F. Madden, Venice: A New History, Penguin, 2012, ISBN 978-0670025428.
  16. Cowen, Richard. «The importance of salt». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 Φεβρουαρίου 2009. Ανακτήθηκε στις 13 Μαΐου 2013. 
  17. Herrin, Byzantium: The Surprising Life of a Medieval Empire, Penguin, Harmondsworth, ISBN 978-0-14-103102-6
  18. «History of Venice». Historyworld.net. Ανακτήθηκε στις 28 Μαρτίου 2009. 
  19. Thomas F. Madden, Enrico Dandolo and the Rise of Venice, Johns Hopkins University Press, ISBN 978-0-80-188539-6
  20. James Burke, Connections (Little, Brown and Co., 1978/1995, ISBN 978-0-316-11672-5, p.105
  21. William J. Bernstein (2009). "A Splendid Exchange: How Trade Shaped the World". Grove Press. p.143. ISBN 0-8021-4416-0
  22. State of Texas, Texas Department of State Health Services. «History of Plague». Dshs.state.tx.us. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 Απριλίου 2016. Ανακτήθηκε στις 28 Μαρτίου 2009. 
  23. "Medicine and society in early modern Europe". Mary Lindemann (1999). Cambridge University Press. p.41. ISBN 0-521-42354-6
  24. Italian site about Schiavoni
  25. Patrick G. Skelly, Pocasset MA (6 Μαΐου 2005). «US Army Air Force Operations Mediterranean Theater». Milhist.net. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 23 Αυγούστου 2010. Ανακτήθηκε στις 27 Ιουλίου 2010. 
  26. Patrick G. Skelly, Pocasset MA (21 Ιουλίου 1945). «New Zealand troops relieve Venice». Milhist.net. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 Σεπτεμβρίου 2010. Ανακτήθηκε στις 28 Μαρτίου 2009. 
  27. 27,0 27,1 «Αποτελέσματα δημοψηφίσματος». Plebiscito.eu. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Οκτωβρίου 2014. Ανακτήθηκε στις 23 Μαρτίου 2014. 
  28. «Veneto residents support leaving Italy in unofficial referendum». The Telegraph. 23 Μαρτίου 2013. 
  29. Kendall, Paul (25 Αυγούστου 2010). «Mythology and Folklore of the Alder». Trees for life. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 26 Σεπτεμβρίου 2011. Ανακτήθηκε στις 6 Αυγούστου 2011. 
  30. «Alder - Alnus glutinosa». Conservation Volunteers Northern Ireland. Ανακτήθηκε στις 6 Αυγούστου 2011. 
  31. «Interview with Leonid Grigoriev». 
  32. «Venice turpentine». darwinprice.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Νοεμβρίου 2011. Ανακτήθηκε στις 6 Αυγούστου 2011. 
  33. Technology: Venetians put barrage to the test against the Adriatic. New Scientist magazine. 1989-04-15. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2007-10-11. https://web.archive.org/web/20071011072114/http://media.newscientist.com/article/mg12216602.900-technology-venetians-put-barrage-to-the-test-against-theadriatic-.html. Ανακτήθηκε στις 2007-10-10. 
  34. «Venice's 1,500-year battle with the waves». BBC News. 2003-07-17. http://news.bbc.co.uk/2/hi/europe/3069305.stm. Ανακτήθηκε στις 2007-10-10. 
  35. «'Moses project' to secure future of Venice». Telegraph News. 2012-01-11. http://www.telegraph.co.uk/news/worldnews/europe/italy/3629387/Moses-project-to-secure-future-of-Venice.html. Ανακτήθηκε στις 2012-01-11. 
  36. 36,0 36,1 36,2 «The economy of Venice, Italy». Aboutvenice.org. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Ιουνίου 2013. Ανακτήθηκε στις 22 Απριλίου 2010. 
  37. Pilgerreisen von Venedig nach Jerusalem im späten Mittelalter- Die Verträge mit dem Schiffspatron, Seite 2, Fabian H. Flöper, GRIN Verlag, 2011. ISBN 978-3-656-04783-4
  38. Venice, page 71, Beryl D. De Sélincourt, May (Sturge) Gretton, Chatto & Windus, London 1907., reprinted BiblioBazaar 2010, ISBN 978-1-177-40448-8
  39. «Venice (Italy) : Economy – Britannica Online Encyclopedia». Britannica.com. Ανακτήθηκε στις 22 Απριλίου 2010. 
  40. 40,0 40,1 40,2 40,3 40,4 «Venice (Italy) :: Economy – Britannica Online Encyclopedia». Britannica.com. Ανακτήθηκε στις 22 Απριλίου 2010. 
  41. Owen, Richard (2007-04-05). «Venice in peril as the tourists flood in and locals get out». The Times (London). http://www.timesonline.co.uk/tol/travel/destinations/italy/article1615074.ece. Ανακτήθηκε στις 2010-05-27. 
  42. «Venice Study Abroad». Ανακτήθηκε στις 6 Οκτωβρίου 2010. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]