Τιβέριος Γ΄
Τιβέριος Γ´ | |
---|---|
![]() Νόμισμα που απεικονίζει τον Τιβέριο Γ´. Επιγρ.: D TIBERIUS PE AV / VICTORIA AVGUS CON OB | |
Περίοδος | 698 - 705 |
Προκάτοχος | Λεόντιος |
Διάδοχος | Ιουστινιανός Β´ |
Γέννηση | Πιθανώς στην Παμφυλία |
Θάνατος | 15 Φεβρουαρίου 706 Κωνσταντινούπολη |
Οίκος | Ηρακλείου |
Θρησκεία | Χριστιανός Ορθόδοξος |
![]() | |
δεδομένα ( ) |
Ο Τιβέριος Γ΄ ή Τιβέριος Αψίμαρος ήταν Βυζαντινός αυτοκράτορας (698 - 705). Δεν υπάρχουν πληροφορίες για τα πρώτα χρόνια της ζωής του πέρα του ότι διετέλεσε Δρουγγάριος στο Θέμα Κιβυρραιωτών, η θέση του ήταν μεσαία αλλά κορυφαία στο Βυζαντινό ναυτικό. Ο Τιβέριος Αψίμαρος συμμετείχε στον στρατό που έστειλε ο αυτοκράτορας Λεόντιος με στόχο να ανακαταλάβει την Αφρικανική Καρχηδόνα από το Αραβικό Χαλιφάτο των Ομεϋαδών. Η πόλη καταλήφθηκε με επιτυχία αλλά οι Άραβες την ανακατέλαβαν και ο στρατός δραπέτευσε στην Κρήτη. Οι στρατιώτες φοβήθηκαν την οργή του αυτοκράτορα Λεόντιου, για αυτό δολοφόνησαν τον διοικητή τους Ιωάννη τον Πατρίκιο και ανακήρυξαν νέο αυτοκράτορα τον Τιβέριο. Ο Τιβέριος πήγε κατόπιν στην Κωνσταντινούπολη καθαίρεσε τον Λεόντιο και ανακηρύχτηκε νέος αυτοκράτορας ως Τιβέριος Γ΄. Ο Τιβέριος Γ΄ προσπάθησε να ανακαταλάβει την Βυζαντινή Βόρεια Αφρική με επίθεση από τα ανατολικά στην οποία είχε κάποιες επιτυχίες. Ο έκπτωτος αυτοκράτορας Ιουστινιανός Β´ από την δυναστεία του Ηρακλείου συμμάχησε με την Πρώτη Βουλγαρική Αυτοκρατορία και ανακατέλαβε τον θρόνο με την βοήθεια των Βουλγάρων και των Σλάβων. Ο Τιβέριος Γ΄ δραπέτευσε στην Βιθυνία αλλά αργότερα (706) συνελήφθη από τον Ιουστινιανό Β΄ που τον αποκεφάλισε, Η σωρός του ρίχτηκε στην θάλασσα, αργότερα συνελέγη και τάφηκε στην νήσο Πρώτη.
Πρώτα χρόνια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Δεν υπάρχουν πληροφορίες σχετικά με τα πρώτα χρόνια του Τιβέριου, πριν γίνει δηλαδή αυτοκράτορας ο Λεόντιος πέρα από το βαπτιστικό του όνομα Αψίμαρος που υποδηλώνει Γερμανική καταγωγή.[1][2] Ο ιστορικός Βόλφραμ Μπράντες θεωρεί ότι η καταγωγή του είναι Γερμανική αλλά ο Τζων Μπάγκνελ Μπιούρυ το διαψεύδει.[2] Οι Βυζαντινολόγοι Άντονι Μπράιερ και Τζούντιθ Χέριν θεωρούν ότι το όνομα Αψίμαρος υποδηλώνει Σλαβική καταγωγή.[3] Οι ιστορικοί Λέσλι Μπρουμπέικερ και Τζον Χάλντον θεωρούν με την σειρά τους ότι το όνομα Αψίμαρος δείχνει Τουρκική προέλευση.[4] Το μόνο βέβαιο είναι ότι διετέλεσε Δρουγγάριος στο Θέμα Κιβυρραιωτών που δημιούργησε ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Β΄ όταν μετέφερε εκεί τους δεινούς ναυτικούς Μαρδαΐτες από την Συρία μετά από συμφωνία με τους Άραβες. Ο Τιβέριος Αψίμαρος κυβερνούσε μια στρατιωτική δύναμη 1000 ανδρών με προέλευση από την νότια Μικρά Ασία.[5][6] Άλλοι σχολιαστές όπως ο Αλεξάντρ Βασίλιεφ θεωρούν ότι η καταγωγή του ήταν Γοτθο-Ελληνική.[7] Ο Βυζαντινολόγος Γουόλτερ Κέγκι διατυπώνει ότι τα πρώτα χρόνια της στρατιωτικής του σταδιοδρομίας ο Τιβέριος νίκησε τους Σλάβους και αυτό του έδωσε μεγάλη δημοτικότητα.[8] Το Χαλιφάτο των Ομεϋαδών ξεκίνησε νέες επιθέσεις στο Εξαρχάτο της Αφρικής το οποίο ανήκε στην Βυζαντινή αυτοκρατορία (696), την επόμενη χρονιά (697) κατέλαβε την Καρχηδόνα.
Ο αυτοκράτορας Λεόντιος έστειλε τον στρατηγό Ιωάννη τον Πατρίκιο με στρατό να ανακαταλάβει την πόλη. Ο Ιωάννης ο Πατρίκιος την κατέλαβε εύκολα αλλά οι Άραβες την ανακατέλαβαν αμέσως αναγκάζοντας τον ίδιο να δραπετεύσει με τον στρατό του στην Κρήτη για να ανασυνταχτεί. Μερικοί αξιωματικοί φοβήθηκαν την οργή του Λεόντιου, δολοφόνησαν τον Ιωάννη και ανακήρυξαν νέο αυτοκράτορα τον Αψίμαρο που πήρε το βασιλικό όνομα Τιβέριος. Η αλλαγή του ονόματος σε βασιλικό ήταν συνηθισμένη πρακτική εκείνη την εποχή αλλά αργότερα καταργήθηκε.[9] Ο Τιβέριος Γ΄ συγκέντρωσε στρατό, συμμάχησε με τους Πράσινους (μια από τις αθλητικές και πολιτικές ομάδες του Ιπποδρόμου) και ξεκίνησε την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης την εποχή που είχε ξεσπάσει η βουβωνική πανώλη.[5] Ο Τιβέριος στρατοπέδευσε με τον στόλο του στον Κεράτιο Κόλπο και ξεκίνησε την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης.[10] Οι πύλες άνοιξαν σε λίγους μήνες, οι Πράσινοι υποδέχτηκαν τον Τιβέριο που εκθρόνισε τον Λεόντιο.[5][10][11] Ο Τιβέριος Γ΄ δεν κατάφερε ωστόσο να εμποδίσει τα στρατεύματα του να λεηλατήσουν την πόλη.[12] Ο Τιβέριος Γ΄ έκοψε την μύτη του Λεόντιου και τον έστειλε μοναχό στην Ψαμάθεια.[5][11][13] Ο Μιχαήλ ο Σύριος στηρίχτηκε σε ένα Συριακό χρονικό του 8ου αιώνα για να πει ότι ο Τιβέριος Γ΄ δικαιολόγησε την πράξη του επειδή έκανε και ο Λεόντιος το ίδιο πράγμα στον προκάτοχο του Ιουστινιανό Β΄.[14][15][16] Κανένας αυτοκράτορας από το ναυτικό δεν ανέβηκε στον θρόνο της Κωνσταντινούπολης πριν τον Τιβέριο Γ΄ επειδή ήταν αρκετά υποβαθμισμένο σε σχέση με τον στρατό ξηράς.[9]
Στρατιωτικές επιχειρήσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
O πατριάρχης Καλλίνικος Α΄ Κωνσταντινουπόλεως έστεψε αυτοκράτορα τον Αψίμαρο ως Τιβέριο Γ΄ λίγο μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης και την εκθρόνιση του Λεόντιου.[6] Ο Τιβέριος Γ΄ αναγνώρισε ότι η απώλεια της Βυζαντινής Αφρικής ήταν γεγονός και δεν προχώρησε σε περαιτέρω ενέργειες να την ανακτήσει, προσπάθησε μόνο να προστατεύσει τα ανατολικά του σύνορα. Ο Τιβέριος Γ΄ διόρισε τον αδελφό του Ηράκλειο Πατρίκιο και Μονοστράτηγο σε όλα τα ανατολικά Θέματα που βρίσκονταν γεωγραφικά στην σημερινή Τουρκία.[17][18][19] Ο στρατηγός Ηράκλειος επιτέθηκε το φθινόπωρο του 698 στο Χαλιφάτο των Ομεϋαδών, πέρασε τα όρη Αμανός στην Κιλικία και έφτασε κατόπιν στην βόρεια Συρία. Ο Ηράκλειος νίκησε έναν Αραβικό στρατό που είχαν στείλει από την Αντιόχεια, κατόπιν επιτέθηκε στην Σαμόσατα μέχρι να αποσυρθεί την άνοιξη του 699 στην ασφάλεια των Βυζαντινών εδαφών του αδελφού του.[19][20][21] Οι νίκες αυτές επέφεραν από τους Άραβες μια σειρά από αντεπιθέσεις με στόχο την τιμωρία. Οι Άραβες στρατηγοί των Ομεϋαδών Μουχάμαντ ιμπν Μαρουάν και Αμπνταλλάχ Ιμπν Άμπντ Αλ-Μαλίκ κατέκτησαν ότι είχε απομείνει από την Αρμενία, ο Ηράκλειος δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί αποτελεσματικά.[20] Οι Αρμένιοι ξεκίνησαν μια γενική εξέγερση εναντίον των Ομεϋαδών (702) και ζήτησαν την βοήθεια του Βυζαντινού στρατού. Ο Αμπνταλλάχ Ιμπν Άμπντ Αλ-Μαλίκ ξεκίνησε μια εκστρατεία να καταπνίξει την εξέγερση αλλά δέχτηκε επίθεση από τον Ηράκλειο στην Κιλικία. Ο Ηράκλειος συνέτριψε στο Κοζάν έναν μεγάλο Αραβικό στρατό με 10.000-12.000 άνδρες, οι περισσότεροι σκοτώθηκαν και οι υπόλοιποι αιχμαλωτίστηκαν, δεν μπόρεσε ωστόσο να εμποδίσει τον Αλ-Μαλίκ στην ανακατάληψη της Αρμενίας.[13][18][20]
Ο Τιβέριος Γ΄ κατόπιν προσπάθησε να αναδιοργανώσει την άμυνα της αυτοκρατορίας, ενίσχυσε το Κιβυρραιώτικο Θέμα από το οποίο προερχόταν και επισκεύασε τα θαλάσσια Τείχη της Κωνσταντινούπολης.[22][23] Ο στόχος του επικεντρώθηκε στην ενίσχυση της Κύπρου αφού ο νόμιμος αυτοκράτορας Ιουστινιανός Β´ είχε μεταφέρει τους περισσότερους από τους κατοίκους της στην Κύζικο.[13][22] Μετά από διαπραγματεύσεις με τον Αμπνταλλάχ Ιμπν Άμπντ Αλ-Μαλίκ ο Τιβέριος Γ΄ πέτυχε την επιστροφή των Κυπρίων στην πατρίδα τους, επέστρεψαν επίσης και οι Κύπριοι που είχαν αιχμαλωτίσει οι Άραβες στην Συρία.[13][22] Η φρουρά της Κύπρου ενισχύθηκε με στρατεύματα από Μαρδαΐτες οι οποίοι μεταφέρθηκαν από τα Όρη του Άμανος.[22] Ο ιστορικός Ουώρεν Τρέντγκολντ σημειώνει ότι ο Τιβέριος Γ΄ έδωσε έντονη σημασία στην θάλασσα λόγω της προέλευσης του, δημιούργησε το Θέμα Σαρδηνίας και ανεξαρτητοποίησε το Θέμα Σικελίας από το Εξαρχάτο της Ραβέννας.[24] Ο Τιβέριος Γ΄ έστειλε εξορία στην Κεφαλονιά τον μελλοντικό αυτοκράτορα Φιλιππικό ο οποίος εκείνη την εποχή ήταν γιος του Αρμένιου Πατρίκιου Νικηφόρου.[25]
Το τέλος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Ιουστινιανός Β΄ δραπέτευσε από το Θέμα Χερσώνος στην σημερινή Κριμαία και κέρδισε την υποστήριξη του Χαγάνου των Χαζάρων Ιβούζηρου, τον δέχτηκε στην αυλή του στην Φαναγορία με τιμές και του έδωσε σύζυγο την αδελφή του Θεοδώρα των Χαζάρων. Ο στόχος του ήταν να κερδίσει χρόνο ώστε να ανακαταλάβει τον θρόνο του από τον σφετεριστή Τιβέριο Γ΄, εκείνος έστειλε αντιπροσωπεία στην αυλή των Χαζάρων και ζήτησε να του παραδώσουν τον Ιουστινιανό Β΄ ζωντανό ή νεκρό. Ο Ιουστινιανός Β΄ δραπέτευσε στην Πρώτη Βουλγαρική Αυτοκρατορία και ζήτησε την υποστήριξη του Χάνου Τέρβελ (700-721).[23] Με την βοήθεια Βουλγάρων και Σλάβων ο Ιουστινιανός Β΄ προχώρησε σε εκστρατεία στην Κωνσταντινούπολη, την πολιόρκησε τρεις μέρες μέχρι που οι στρατιώτες του ανακάλυψαν έναν παλιό και άχρηστο αγωγό κάτω από τα τείχη της πόλης. Ο Ιουστινιανός με ένα τάγμα από τους στρατιώτες του εισήλθαν στην πόλη, έφτασαν στο Παλάτι των Βλαχερνών το οποίο κατέλαβαν. Ο Τιβέριος Γ΄ με τους άνδρες του δραπέτευσαν στην Σωζόπολη της Βιθυνίας στην οποία παρέμειναν πολλούς μήνες μέχρι την σύλληψη τους.[13][26] Ο Φίλιπ Γκριέρσον καταγράφει την σύλληψη του στις 21 Αυγούστου αλλά ο Βυζαντινολόγος Κόνστανς Χεντ αναφέρει ότι ο Ιουστινιανός Β΄ εισήλθε στην πόλη την 10η Ιουλίου και στην 21η Αυγούστου μεταφέρθηκε ο Τιβέριος Γ΄ στην Κωνσταντινούπολη.[27][28] Έξι μήνες αργότερα (25 Φεβρουαρίου 706) ο Τιβέριος Γ΄ και ο άλλος σφετεριστής Λεόντιος σύρθηκαν στον Ιππόδρομο και αφού εξευτελίστηκαν δημόσια αποκεφαλίστηκαν.[6][19][23][28] Οι σωροί τους αρχικά πετάχθηκαν στην θάλασσα, αργότερα τους συνέλεξαν και τους έθαψαν στην νήσο Πρώτη.[6]
Δείτε επίσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Head 1972, σ. 101
- ↑ 2,0 2,1 Brandes 2003, σ. 723
- ↑ Bryer & Herrin 1977, σ. 16
- ↑ Brubaker & Haldon 2011, σ. 72
- ↑ 5,0 5,1 5,2 5,3 Moore 1999a
- ↑ 6,0 6,1 6,2 6,3 https://www.degruyter.com/database/PMBZ/entry/PMBZ19751/html
- ↑ Vasilev 1980, σ. 194
- ↑ Kaegi 1981, σσ. 207 & 318
- ↑ 9,0 9,1 Head 1982, σ. 51
- ↑ 10,0 10,1 Haldon 2016, σ. 49
- ↑ 11,0 11,1 Garland 2017, σ. 2
- ↑ Haldon 2016, σ. 185
- ↑ 13,0 13,1 13,2 13,3 13,4 Moore 1999b
- ↑ Haldon 2016, σ. 93
- ↑ Penna & Morrison 2016, σ. 27
- ↑ Ostrogorsky 1956, σσ. 116–122
- ↑ Brubaker & Haldon 2011, σ. 738
- ↑ 18,0 18,1 https://www.degruyter.com/database/PMBZ/entry/PMBZ13673/html
- ↑ 19,0 19,1 19,2 Kazhdan 1991, "Tiberios II" (P. A. Hollingsworth), σ. 2084
- ↑ 20,0 20,1 20,2 Treadgold 1997, σ. 339
- ↑ Bury 1889, σ. 355
- ↑ 22,0 22,1 22,2 22,3 Bury 1889, σ. 356
- ↑ 23,0 23,1 23,2 Kazhdan 1991, σ. 2084
- ↑ Treadgold 1997, σ. 26
- ↑ Bury 1889, σ. 357
- ↑ Ostrogorsky 1956, σ. 142
- ↑ Head 1969, σ. 105
- ↑ 28,0 28,1 Grierson, Mango & Ševčenko 1962, σ. 51
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Απόστολου Κουζέλη, Οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου από τον Μ. Κωνσταντίνο έως τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, Αθήνα 1998, ISBN 960-90904-0-0
- John Carr, Οι πολεμιστές αυτοκράτορες του Βυζαντίου, Αθήνα 2016.
- Brandes, Wolfram (2003). "W. Treadgold, A History of the Byzantine State and Society". Byzantinische Zeitschrift. 95 (2). Munich and Leipzig: K. G. Saur Verlag GmbH: 716–725.
- Brubaker, Leslie; Haldon, John (2011). Byzantium in the Iconoclast Era, C. 680–850: A History. Cambridge: Cambridge University Press.
- Bryer, Anthony; Herrin, Judith (1977). "Iconoclasm: Papers Given at the Ninth Spring Symposium of Byzantine Studies, University of Birmingham, March 1975". Centre for Byzantine Studies. *Birmingham: Centre for Byzantine Studies, University of Birmingham.
- Bury, J.B. (1889). A History of the Later Roman Empire from Arcadius to Irene, 395 A.D. to 800 A.D. Vol. II. London: MacMillan & Co.
- Garland, Lynda (2017). Byzantine Women: Varieties of Experience 800–1200. Routledge.
- Grierson, Philip; Mango, Cyril; Ševčenko, Ihor (1962). "The Tombs and Obits of the Byzantine Emperors (337–1042); With an Additional Note". Dumbarton Oaks Papers. 16. Washington D.C.: 1–63.
- Haldon, John (2016). The Empire That Would Not Die: The Paradox of Eastern Roman Survival, 640–740. Harvard: Harvard University Press.
- Head, Constance (1969). "On the Date of Justinian II's Restoration". Byzantion. 39. Leuven: Peeters Publishers: 104–107.
- Head, Constance (1970). "Towards a Reinterpretation of the Second Reign of Justinian II: 705–711". Byzantion. 40 (1). Leuven: Peeters Publishers: 14–32.
- Head, Constance (1972). Justinian II of Byzantium. Madison: University of Wisconsin Press.
- Head, Constance (1982). Imperial Byzantine Portraits: a Verbal and Graphic Gallery. New Rochelle, N.Y.: Caratzas Bros.
- Kaegi, Walter (1981). Byzantine Military Unrest, 471–843: An Interpretation. Ann Arbor: ACLS Humanities.
- Kaegi, Walter (2010). Muslim Expansion and Byzantine Collapse in North Africa. Cambridge: Cambridge University Press.
- Kazhdan, Alexander, ed. (1991), Oxford Dictionary of Byzantium, Oxford: Oxford University Press.
- Lilie, Ralph-Johannes; Ludwig, Claudia; Pratsch, Thomas; Zielke, Beate (2013). "Tiberius III". Prosopographie der mittelbyzantinischen Zeit Online. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften. Nach Vorarbeiten F. Winkelmanns erstellt (in German). Berlin and Boston: De Gruyter.
- Moore, R. Scott (1999a). "Leontius (695–98 A.D.)". De Imperatoribus Romanis. Newport. Archived from the original on 7 July 2019.
- Moore, R. Scott (1999b). "Tiberius III (698-705 A.D.)". De Imperatoribus Romanis. Newport. Archived from the original on 27 July 2019.
- Neil, Bronwen (2000). "Theodosius III (715–717)". De Imperatoribus Romanis. Newport. Archived from the original on 30 November 2019.
- Ostrogorsky, George (1956). History of the Byzantine State. New Brunswick: Rutgers University Press.
- Penna, Vasiliki; Morrison, Cecile (2016). Usurpers and Rebels in Byzantium: Image and Message Through Coins: Papers from the 43rd Spring Symposium of Byzantine Studies, Birmingham, March 2010. London: Routledge.
- Rosser, John H. (2001). Historical Dictionary of Byzantium. Lanham: Scarecrow Press.
- Sumner, Graham V. (1976). "Philippicus, Anastasius II and Theodosius III". Greek, Roman, and Byzantine Studies. XVII. Cambridge, Massachusetts: Duke University Press: 287–294.
- Treadgold, Warren (1995). Byzantium and its Army, 284–1081. Stanford, California: Stanford University Press.
- Treadgold, Warren (1997). A History of the Byzantine State and Society. Stanford, California: Stanford University Press.
- Vasilev, Alexander (1980) [1929]. History of the Byzantine Empire, 324–1453. Volume I. Madison, Wisconsin: University of Wisconsin Press.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Προηγούμενος Λεόντιος |
Αυτοκράτορας του Βυζαντίου |
Επόμενος Ιουστινιανός Β´ (για δεύτερη φορά) |