Έλληνες

Αυτή είναι μια ηχογραφημένη έκδοση του λήμματος. Πατήστε εδώ για να την ακούσετε.
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Έλληνας)
Έλληνες
Συνολικός πληθυσμός
16-22 εκατομμύρια [1][2]
Περιοχές με σημαντικούς πληθυσμούς
Ελλάδα 10.482.487[3][4]
(2021 απογραφή)
Κύπρος 659.115 - 721.000[5][6][7]
(2011 απογραφή)
Ηνωμένες Πολιτείες1.390.439[8]–3.000.000b (2009 υπολογισμός)[9]
Συρία520.000 - 700.000[10][11] (Συνυπολογίζεται και ο αριθμός των Ελλήνων της Αντιόχειας.)
Ηνωμένο Βασίλειο400.000 (υπολογισμός)[12]
Γερμανία422.620g (2016)[13]
Αυστραλία397.431 (απογραφή 2016)[14]
Λίβανος300.000 - 400.000[15][16] (Συνυπολογίζεται και ο αριθμός των Ελλήνων της Αντιόχειας.)
Καναδάς271.405 (2016)[17]
Βόρεια Μακεδονία63.782 (1991)
Ρωσία97.827 (απογραφή 2002)[18][19]
Ουκρανία91.548 (απογραφή 2001)[20]
Χιλή90.000 – 120.000[21]
Ιταλία90.000 - 110.000d (καθ' υπολογισμόν)[22][23][24]
Νότια Αφρική55.000 - 120.000 (εκτίμηση 2008)[25][26]
Βραζιλία50.000e[27]
Γαλλία35.000 - 80.000 (εκτίμηση 2009)[28][29]
Αλβανία200.000-300.000 (Ελληνική Μειονότητα στην Αλβανία) [30]
Αργεντινή30.000 - 50.000 (εκτίμηση 2008)[31][32]
Τουρκία3.000-23.000[33][34][35][36][37][38][39][40][41] (Οι Έλληνες στην Κωνσταντινούπολη, την Ίμβρο και την Τένεδο υπολογίζονται σε 3.000-4.000. Συνυπολογίζεται και ο αριθμός των Ελλήνων της Αντιόχειας (~19.000).)
Περού16.000[42]
Βέλγιο15.742 (2007)[43]
Γεωργία15.166[44]
Σουηδία12.000 – 15.000[45]
Καζακστάν13.000 (εκτίμηση)[46]
Ελβετία11.000 (εκτίμηση)[47]
Ουζμπεκιστάν9.500 (εκτίμηση)[48]
Ρουμανία19.594 (εκτίμηση)[49]
Αρμενία6.000 (εκτίμηση)[50]
Μεξικό5.000 – 20.000[εκκρεμεί παραπομπή]
Αυστρία5.261[51]
Ουγγαρία3.916[52]
Αίγυπτος3.800[53]
Βουλγαρία3.408[54]
Πολωνία3.400[55]
Σλοβακία345 (2011 census)[56]
Γλώσσες
Νεοελληνική Γλώσσα
Θρησκεία
Ορθόδοξος Χριστιανισμός
(Υπάρχουν Άθεοι, Χριστιανοί Καθολικοί, Μουσουλμάνοι, Εβραίοι και άλλες μικρές μειονότητες.)
Πρωτοελληνική περιοχή (2200/2100-1900 π.Χ.) κατά τους Κατόνα (2000), Σακελλαρίου (2016, 1980, 1975) και Φυλακτόπουλο (1975)

Οι Έλληνες είναι έθνος που κατοικεί κυρίως στη νοτιοανατολική Ευρώπη και κατοίκησαν εκτενώς τον χώρο που σήμερα ονομάζεται Ελλάδα από τα τέλη της 3ης χιλιετίας π.Χ.,[57][58] (αρχικά στην Πελαγονία, στη ΒΔ Θεσσαλία και τη ΝΑ Χαονία), την Κύπρο στα μέσα της 2ης χιλιετίας π.Χ., και παράλιες περιοχές της Μικράς Ασίας λίγο αργότερα.

Οι Έλληνες γενικότερα ίδρυσαν αποικίες γύρω από όλη τη Μεσόγειο και τον Εύξεινο Πόντο ενώ μετά την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου οι πόλεις και οι αποικίες τους έφτασαν μέχρι τη Κεντρική Ασία και τη σημερινή Ινδία, με τον ελληνικό πολιτισμό και γενικά τον ελληνισμό να εξαπλώνεται σε ένα πολύ μεγάλο μέρος του τότε γνωστού κόσμου. Σήμερα το Ελληνικό έθνος εξακολουθεί να είναι διασκορπισμένο σε ολόκληρο τον κόσμο, ωστόσο όπως είναι λογικό η πλειονότητα παραμένει εντός των ορίων του σημερινού ελληνικού κράτους και της νήσου Κύπρου. Ιστορικά, ελληνικοί πληθυσμοί κατοικούν επίσης στην Κάτω Ιταλία και τη Σικελία που αποτελούν τη Μεγάλη Ελλάδα της αρχαιότητας, στην Κορσική και τα απέναντι σε αυτή παράλια της σημερινής Γαλλίας, στα παράλια και στην ενδοχώρα της Μικράς Ασίας, στο Λεβάντε, στην Αίγυπτο, στα παράλια του Εύξεινου Πόντου και στη σημερινή νότια Αλβανία και συγκεκριμένα στην περιοχή της Βορείου Ηπείρου.

Ισχυρές ελληνικές παροικίες έχουν δημιουργηθεί από Έλληνες μετανάστες στις Η.Π.Α., την Αυστραλία, τη Γερμανία, τον Καναδά και το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Ρωσία, την Ουκρανία ενώ μικρότερες ομάδες κατοικούν σχεδόν σε κάθε χώρα του πλανήτη.

Η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων μιλάει την Ελληνική γλώσσα και ακολουθεί το Ανατολικό Ορθόδοξο Χριστιανικό δόγμα[59]. Ωστόσο, πολλοί Έλληνες της διασποράς, ιδιαίτερα τέκνα μεταναστών ή απόγονοι αυτών, έχουν άλλες μητρικές γλώσσες όπως τα αγγλικά ή άλλες, ενώ παράλληλα υπάρχουν και κάποιοι Έλληνες οι οποίοι ασπάζονται άλλες θρησκείες, κυρίως τον Ισλαμισμό και τον Ιουδαϊσμό.

Οι Έλληνες έχουν επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό και συμβάλει στην κουλτούρα, τις τέχνες, τις εξερευνήσεις, τη λογοτεχνία, τη φιλοσοφία, την πολιτική, την αρχιτεκτονική, τη μουσική, τα μαθηματικά, την επιστήμη και την τεχνολογία, το εμπόριο, τη μαγειρική και τον αθλητισμό, τόσο κατά το παρελθόν όσο και σύγχρονα, η Ελλάδα μάλιστα είναι ο τόπος γέννησης της δημοκρατίας.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Ελληνική ιστορία

Οι Έλληνες μιλούν την Ελληνική γλώσσα, που αποτελεί το δικό της μοναδικό κλάδο μέσα στην Ινδοευρωπαϊκή οικογένεια γλωσσών, τον Ελληνικό,[60]. Είναι τμήμα μιας ομάδας προνεωτερικών εθνοτήτων, περιγραφόμενο από τον Άντονι Σμιθ (γ. 1939, Βρετανός ιστορικός κοινωνιολόγος) ως "αρχετυπικός λαός διασποράς"[61][62].

Προέλευση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Πρωτοέλληνες έφθασαν πιθανότατα στη σημερινή Ελλάδα, στο νότιο άκρο της Βαλκανικής χερσονήσου στα τέλη της 3ης χιλιετίας π.Χ., αν και έχει υποστηριχθεί μια μεταγενέστερη μετανάστευση από τη θάλασσα από τη Μικρά Ασία. Η σειρά των μεταναστεύσεων στην ηπειρωτική Ελλάδα κατά τη 2η χιλιετία π.Χ. πρέπει να αναδομηθεί βάσει των Αρχαίων ελληνικών διαλέκτων, όπως παρουσιάστηκαν αιώνες αργότερα και επομένως υπόκεινται σε ορισμένες αβεβαιότητες. Κοιτίδα των Ελλήνων είναι η Δυτική Μακεδονία. Ελληνικοί πληθυσμοί έχουν κατοικήσει την περιοχή της Μακεδονίας ήδη από το 2600 π.Χ.[63] Υπήρξαν τουλάχιστον δύο μεταναστεύσεις, η πρώτη των Ιώνων και των Αιολέων, από την οποία προέκυψε η Μυκηναϊκή Ελλάδα το 16ο αιώνα π.Χ., και η δεύτερη η Κάθοδος των Δωριέων γύρω στον 11ο αιώνα π.Χ., που εκτόπισε την Αρκαδοκυπριακή διάλεκτο, που καταγόταν από τη Μυκηναϊκή περίοδο. Και οι δύο μεταναστεύσεις συνέβησαν σε αποφασιστικές περιόδους, η Μυκηναϊκή στη μετάβαση στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού και η Δωρική στο τέλος της. Υπήρξαν κάποιες απόψεις για τρία μεταναστευτικά κύματα, αναφέροντας και ένα Πρωτοϊωνικό, σύγχρονο ή ακόμη αρχαιότερο του Μυκηναϊκού. Αυτό το ενδεχόμενο φαίνεται να έχει υποστηριχθεί για πρώτη φορά από τον Ερνστ Κούρτιους τη δεκαετία του 1880. Στις σύγχρονες ακαδημαϊκές σπουδές η τυπική παραδοχή είναι η ομαδοποίηση της Ιωνικής με την Αρκαδοκυπριακή διάλεκτο ως επακόλουθο μιας μόνης μετανάστευσης της Μέσης Εποχής του Χαλκού σε αντιδιαστολή με τη "δυτική" ομάδα της Δωρικής διαλέκτου.

Ο Έρικ Χαμπ (γ. 1920, Αμερικανός γλωσσολόγος) στο δένδρο του του 2012 της Ινδοευρωπαϊκής γλωσσικής οικογένειας ομαδοποιεί την Ελληνική γλώσσα και την Αρχαία Μακεδονική ("Ελληνομακεδονική") μαζί με την Αρμενική στην Ποντική Ινδοευρωπαϊκή (ονομαζόμενη επίσης Ελληνοαρμενική) υποομάδα. Κατά την άποψη του Χαμπ πατρίδα αυτής της υποομάδας είναι οι βορειοανατολικές ακτές της Μαύρης Θάλασσας και η ενδοχώρα της. Από εκεί μετανάστευσαν νοτιοανατολικά στον Καύκασο, με τους Αρμένιους να παραμένουν κοντά στο Μπατούμι και τους Προέλληνες να προχωρούν προς τα δυτικά, κατά μήκος της νότιας ακτής της Μαύρης Θάλασσας και να εισέρχονται στο Αιγαίο και στην Πελοπόννησο από τη Μικρά Ασία και στην Κύπρο μέσω της Παμφυλίας. Στη μετανάστευση αυτή η Τροία ήταν φράγμα στην περαιτέρω μετανάστευση προς τα δυτικά ή τα βορειοδυτικά, έτσι πρώτα οι Προκύπριοι και στη συνέχεια άλλες ομάδες Προελλήνων στράφηκαν νότια, με τους Προκύπριους να συνεχίζουν νότια στην Παμφυλία και τελικά στην Κύπρο, ενώ οι άλλες ομάδες διέσχισαν το Αιγαίο. Οι Μυκηναίοι Έλληνες έφθασαν στη Θήβα και τη Θεσσαλία πριν από τους Αιολείς και ήταν οι πρώτοι Έλληνες στην Κρήτη.

Μυκηναϊκή εποχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Μυκηναίοι ήταν τελικά ο πρώτος Ελληνόφωνος λαός, όπως πιστοποιείται από τις ιστορικές πηγές, κατεγεγραμμένες στη Γραμμική γραφή Β, και από το λογοτεχνικό του απόηχο στα έργα του Ομήρου λίγους αιώνες αργότερα.

Οι Μυκηναίοι διείσδυσαν γρήγορα στο Αιγαίο Πέλαγος και το 15ο αιώνα π.Χ. είχαν φθάσει στη Ρόδο, την Κρήτη, την Κύπρο, όπου ο Τεύκρος λέγεται ότι ίδρυσε την πρώτη αποικία και στις ακτές της Μικράς Ασίας. Γύρω στο 1200 π.Χ. οι Δωριείς, άλλος Ελληνόφωνος λαός, τους ακολούθησε από την Ήπειρο. Παραδοσιακά οι ιστορικοί πίστευαν ότι η Κάθοδος των Δωριέων προκάλεσε την κατάρρευση του Μυκηναϊκού πολιτισμού, αλλά είναι πιθανό η κύρια επίθεση να έγινε από θαλάσσιους επιδρομείς (λαοί της Θάλασσας), που κατέπλευσαν στην Ανατολική Μεσόγειο γύρω στο 1180 π.Χ. Την Κάθοδο των Δωριέων ακολούθησε μια μια περίοδος μεταναστεύσεων με ελάχιστες μαρτυρίες, που για αυτό ονομάζεται Ελληνική Σκοτεινή Εποχή αλλά ήδη το 800 π.Χ. ήταν ευδιάκριτο το τοπίο της Αρχαϊκής και της Κλασικής Ελλάδας.

Στα Ομηρικά έπη οι προϊστορικοί Έλληνες θεωρούνται ως οι πρόγονοι του πρώιμου κλασικού πολιτισμού της εποχής του ίδιου του Ομήρου, ενώ το Μυκηναϊκό πάνθεο περιελάμβανε πολλές από τις θεότητες (π.χ. Δίας, Ποσειδώνας και Άδης, που εμφανίζονται στη μεταγενέστερη Ελληνική θρησκεία.

Κλασική εποχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Κλασική εποχή
Μαχόμενοι οπλίτες. Λεπτομέρεια από Αττική μελανόμορφη υδρία. π. 560-550 π.Χ. Λούβρο, Παρίσι

Η εθνογένεση του Ελληνικού έθνους σηματοδοτείται, σύμφωνα με μερικούς ερευνητές, από τους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες το 776 π.Χ., όταν η ιδέα ενός κοινού Ελληνισμού μεταξύ των Ελληνόφωνων φυλών μεταφράσθηκε για πρώτη φορά σε μια κοινή πολιτιστική εμπειρία και ο Ελληνισμός ήταν κυρίως ζήτημα κοινού πολιτισμού. Η κλασική περίοδος του Ελληνικού πολιτισμού καλύπτει το διάστημα από τις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. μέχρι το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου το 323 π.Χ. (μερικοί συγγραφείς προτιμούν να χωρίζουν αυτή την περίοδο στην 'Κλασική' από το τέλος των Περσικών Πολέμων μέχρι το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου και στον 'Τέταρτο Αιώνα' μέχρι το θανάτου του Αλεξάνδρου). Ονομάστηκε έτσι γιατί έθεσε τα πρότυπα βάσει των οποίων θα κρινόταν ο Ελληνικός πολιτισμός στις επόμενες εποχές.

Ενώ οι Έλληνες της Κλασικής εποχής αντιλαμβάνονταν εαυτούς ως ανήκοντες σε ένα κοινό Ελληνικό γένος η πρωταρχική τους αφοσίωση ήταν προς την πόλη τους και δεν έβλεπαν τίποτα το ανάρμοστο στο να πολεμούν, συχνά άγρια, με άλλες Ελληνικές πόλεις-κράτη. Συγκεκριμένη περίπτωση είναι ο Πελοποννησιακός Πόλεμος, ο ευρείας κλίμακας Ελληνικός εμφύλιος πόλεμος μεταξύ της Αθήνας και της Σπάρτης και των συμμάχων τους. Οι περισσότερες από τις αντιμαχόμενες Ελληνικές πόλεις-κράτη συνενώθηκαν, κατά την άποψη ορισμένων ιστορικών, υπό το λάβαρο των πανελληνίων ιδανικών του Φιλίππου και του Μεγάλου Αλεξάνδρου, αν και άλλοι θα επέλεγαν γενικά μάλλον μια εξήγηση μιας "Μακεδονικής κατάκτησης-αυτοσκοπού" ή τουλάχιστον μιας κατάκτησης χάριν του πλούτου, της δόξας και της δύναμης και θεωρούν τα "ιδανικά" ως χρήσιμη προπαγάνδα, που απευθυνόταν προς τις πόλεις-κράτη.

Σε κάθε περίπτωση η ανατροπή της Αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών από τον Αλέξανδρο, μετά τις νίκες του στις μάχες του Γρανικού, της Ισσού και των των Γαυγαμήλων και την προέλασή του μέχρι τα σημερινά Πακιστάν και Τατζικιστάν αποτέλεσαν σημαντική διέξοδο για τον Ελληνικό πολιτισμό, μέσω της δημιουργίας αποικιών και εμπορικών δρόμων κατά μήκος της διαδρομής. Αν και η αυτοκρατορία του Αλέξανδρου δεν επιβίωσε ανέπαφη μετά το θάνατο του δημιουργού της, οι πολιτιστικές επιπτώσεις της διάδοσης του Ελληνισμού στο μεγαλύτερο μέρος της Μέσης Ανατολής και της Ασίας επρόκειτο να αποδειχθούν μακροχρόνιες, καθώς τα Ελληνικά έγιναν η lingua franca, θέση που διατήρησαν ακόμη και τη Ρωμαϊκή εποχή. Πολλοί Έλληνες εγκαταστάθηκαν σε Ελληνιστικές πόλεις, όπως η Αλεξάνδρεια, η Αντιόχεια και η Σελεύκεια. Μετά από δύο χιλιάδες χρόνια υπάρχουν ακόμη κοινότητες στο Πακιστάν και στο Αφγανιστάν, όπως οι Καλάς, που υποστηρίζουν ότι κατάγονται από Έλληνες εποίκους.

Ελληνιστική περίοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα μείζονα Ελληνιστικά βασίλεια : το Βασίλειο των Πτολεμαίων (σκούρο μπλε) και η Αυτοκρατορία των Σελευκιδών (κίτρινο)
Προτομή της Κλεοπάτρας

Ο Ελληνιστικός πολιτισμός ήταν η επόμενη περίοδος του Ελληνικού πολιτισμού, της οποίας οι αρχές τοποθετούνται στο θάνατο του Αλέξανδρου. Η Ελληνιστική εποχή, που ονομάστηκε έτσι γιατί περιέλαβε το μερικό εξελληνισμό πολλών μη Ελληνικών πολιτισμών, διήρκεσε μέχρι την κατάκτηση της Αιγύπτου από τη Ρώμη το 30 π.Χ.

Την εποχή αυτή οι Έλληνες μετακινούντο προς μεγαλύτερες πόλεις και μειώθηκε η σημασία της πόλης-κράτους. Οι μεγαλύτερες αυτές πόλεις ανήκαν στα ακόμη μεγαλύτερα Βασίλεια των Διαδόχων. Οι Έλληνες όμως παρέμειναν γνώστες του παρελθόντος τους μέσω των έργων του Ομήρου και των κλασικών συγγραφέων. Σημαντικός παράγοντας για τη διατήρηση της Ελληνικής ταυτότητας υπήρξε η επαφή με βαρβαρικούς (μη Έλληνες) λαούς, που ενισχύθηκε στο νέο κοσμοπολίτικο περιβάλλον των πολυεθνικών Ελληνιστικών βασιλείων. Αυτό οδήγησε στην έντονη επιθυμία μεταξύ των Ελλήνων να οργανώσουν τη μετάδοση της Ελληνιστικής παιδείας στην επόμενη γενιά. Η Ελληνική επιστήμη, τεχνολογία και μαθηματικά θεωρείται ότι έφθασαν στο αποκορύφωμά τους κατά την Ελληνιστική περίοδο.

Στο Ινδοελληνικό βασίλειο και στο Ελληνικό βασίλειο της Βακτριανής διαδόθηκε ο Ελληνοβουδισμός και Έλληνες ιεραπόστολοι επρόκειτο να παίξουν σημαντικό ρόλο στη μετάδοσή του στην Κίνα. Ακόμη ανατολικότερα οι Έλληνες της Αλεξάνδρειας της Εσχάτης έγιναν γνωστοί στους Κινέζους ως Νταγιουάν.

Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την κατάκτηση των τελευταίων από τις Ελληνικές πόλεις-κράτη και τα Ελληνιστικά (μετααλεξανδρινά) βασίλεια, όλοι σχεδόν οι Ελληνόφωνοι του κόσμου ζούσαν ως πολίτες ή υπήκοοι της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Παρά τη στρατιωτική τους υπεροχή οι Ρωμαίοι θαύμασαν και επηρεάστηκαν σημαντικά από τα επιτεύγματα του Ελληνικού πολιτισμού, εξ ου και η γνωστή δήλωση του Ορατίου: Graecia capta ferum victorem cepit (" Η Ελλάδα, αν και κατελήφθη, αιχμαλώτισε τον άγριο κατακτητή της").

Στη θρησκευτική σφαίρα αυτή ήταν μια περίοδος ριζικής αλλαγής. Η πνευματική επανάσταση που έλαβε χώρα επέφερε μια εξασθένηση της παλιάς Ελληνικής θρησκείας, της οποίας η παρακμή, που είχε αρχίσει τον 3ο αιώνα π.Χ., συνεχίστηκε με την εισαγωγή νέων θρησκευτικών ρευμάτων από την Ανατολή. Στον Ελληνικό κόσμο εισήχθησαν οι λατρείες θεοτήτων όπως η Ίσις και ο Μίθρας. Οι Ελληνόφωνες κοινότητες της εξελληνισμένης Ανατολής υπήρξαν καθοριστικές για την πρώιμη εξάπλωση του Χριστιανισμού το 2ο και 3ο αιώνα και οι πρώτοι ηγέτες και συγγραφείς του Χριστιανισμού (ιδιαίτερα ο Απόστολος Παύλος) ήταν γενικά Ελληνόφωνοι, αν και κανένας τους δεν ήταν από την Ελλάδα. Εντούτοις η ίδια η Ελλάδα είχε μια τάση να κλίνει προς την ειδωλολατρία και δεν ανήκε στα σημαίνοντα κέντρα του πρώιμου Χριστιανισμού. Στην πραγματικότητα μερικές αρχαίες Ελληνικές θρησκευτικές πρακτικές παρέμειναν της μόδας μέχρι το τέλος του 4ου αιώνα, ενώ μερικές περιοχές όπως η νοτιοανατολική Πελοπόννησος παρέμειναν ειδωλολατρικές μέχρι και το 10ο αιώνα.

Βυζαντινή περίοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από τις νέες ανατολικές θρησκείες που εισήχθησαν στον Ελληνικό κόσμο τη μεγαλύτερη επιτυχία είχε ο Χριστιανισμός. Από τους πρώτους μετά Χριστόν αιώνες οι Έλληνες Αυτοπροσδιορίζονταν ως Ρωμαίοι, εκείνη την εποχή το όνομα 'Έλληνες' υποδήλωνε ειδωλολάτρες. Ενώ οι εθνικές διακρίσεις υπήρχαν ακόμη στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία πέρασαν σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις και η ανανεωμένη αυτοκρατορία χρησιμοποίησε το Χριστιανισμό ως εργαλείο για να υποστηρίξει τη συνοχή της και προώθησε μια ισχυρή ρωμαϊκή εθνική ταυτότητα. Ταυτόχρονα ο κοσμικός, αστικός πολιτισμός της ύστερης αρχαιότητας επιβίωσε στην Ανατολική Μεσόγειο μαζί με το Ελληνορωμαϊκό εκπαιδευτικό σύστημα, αν και οι θεμελιώδεις αξίες του πολιτισμού προήλθαν από το Χριστιανισμό.

Η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, που σήμερα ονομάζεται συμβατικά Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ένα όνομα που δεν χρησιμοποιείται στην εποχή της, επηρεάστηκε όλο και περισσότερο από τον ελληνικό πολιτισμό τον 7ο αιώνα, όταν ο αυτοκράτορας Ηράκλειος (575-641) αποφάσισε να κάνει τα Ελληνικά επίσημη γλώσσα της αυτοκρατορίας. Σίγουρα από τότε, αλλά μάλλον νωρίτερα, οι ρωμαϊκοί και ελληνικοί πολιτισμοί είχαν σχεδόν συγχωνευθεί σε έναν ενιαίο ελληνορωμαϊκό πολιτισμό. Η Λατινική Δύση, με κέντρο της το Ρωμαϊκό Πατριαρχείο (μετέπειτα Βατικανό), αναγνώριζε αρχικά τους ισχυρισμούς της Ανατολικής Αυτοκρατορίας σχετικά την κοινή ελληνορωμαϊκή κληρονομιά για αρκετούς αιώνες. Ωστόσο, μετά τη στέψη του Καρλομάγνου, Βασιλιά των Φράγκων, με τον τίτλο του «Ρωμαίου Αυτοκράτορα» στις 25 Δεκεμβρίου 800 από τον Πάπα Λέοντα Γ ', και ύστερα την ίδρυση της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η Λατινική Δύση άρχισε να στηρίζει τους Φράγκους και να αναφέρεται στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ως «Ελληνική Αυτοκρατορία» (Imperium Graecorum).

Στους Βυζαντινούς Έλληνες οφείλεται σε μεγάλο βαθμό η διατήρηση της λογοτεχνίας της κλασικής εποχής. Όπως αναφέρει ο Τζον Τζούλιους Νότγουιτς (γ. 1929, Αγγλος ιστορικός) : "Τα περισσότερα που γνωρίζουμε από την αρχαιότητα - ιδιαίτερα τα Ελληνικά και Ρωμαϊκά γράμματα και το Ρωμαϊκό δίκαιο - θα είχαν χαθεί για πάντα χωρίς τους λόγιους, γραμματείς και αντιγραφείς της Κωνσταντινούπολης". Στους Βυζαντινούς λόγιους οφείλεται κατά κύριο λόγο, προσωπικά και εγγράφως, η μεταφορά των έργων της αρχαίας Ελληνικής γραμματείας και λογοτεχνίας στη Δύση το 15ο αιώνα, που έδωσε μεγάλη ώθηση στην Ιταλική Αναγέννηση. Η Αριστοτελική φιλοσοφική παράδοση παρέμεινε σχεδόν αδιάσπαστη στον Ελληνικό κόσμο επί σχεδόν δυο χιλιάδες χρόνια, μέχρι την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453.

Οι Άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος διδάσκουν το χριστιανισμό στους σλαβόφωνους πληθυσμούς.

Οι Έλληνες της Βυζαντινής εποχής συνεισέφεραν και στο Σλαβικό κόσμο με τη διάδοση των γραμμάτων και του Χριστιανισμού. Σημαντικότερο παράδειγμα ήταν το έργο των δύο Βυζαντινών Ελλήνων αδελφών, των μοναχών Άγιων Κύριλλου και Μεθόδιου από τη Θεσσαλονίκη, στην Ελληνική Μακεδονία, που πιστώνονται σήμερα με την επισημοποίηση του πρώτου Σλαβικού αλφαβήτου.

Τον 11ο αιώνα επανεμφανίσθηκε στους κύκλους των μορφωμένων μια διακριτή Ελληνική πολιτική ταυτότητα, που έγινε εντονότερη μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους της Δ΄ Σταυροφορίας το 1204, έτσι ώστε όταν η αυτοκρατορία αναβίωσε το 1261 έγινε εν πολλοίς ένα Ελληνικό εθνικό κράτος. Η νέα αυτή αντίληψη του έθνους προκάλεσε ένα βαθύ ενδιαφέρον για το κλασικό παρελθόν με αποκορύφωμα τις ιδέες του Νεοπλατωνιστή φιλοσόφου Γεμιστού Πλήθωνα, που εγκατέλειψε το Χριστιανισμό. Εντούτοις ήταν ο συνδυασμός της Ορθοδοξίας με μια ειδικά Ελληνική ταυτότητα, που διαμόρφωσε την αυτοαντίληψη των Ελλήνων τα χρόνια του λυκόφωτος της αυτοκρατορίας. Το ενδιαφέρον για την Κλασική Ελληνική κληρονομιά συμπληρώθηκε από μια ανανεωμένη έμφαση στην Ελληνική Ορθόδοξη ταυτότητα, που ενισχύθηκε με τους δεσμούς των Ελλήνων του ύστερου Μεσαίωνα και των Οθωμανικών χρόνων με τους ομόδοξούς τους Ορθόδοξους Χριστιανούς της Ρωσίας. Αυτοί ενισχύθηκαν περαιτέρω μετά την πτώση της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας, το 1461, μετά την οποία και μέχρι το Ρωσοτουρκικό Πόλεμο (1828-1829) εκατοντάδες χιλιάδες Ελλήνων Ποντίων διέφυγαν ή μετανάστευσαν από τα Όρη του Πόντου και τα Αρμενικά υψίπεδα στη νότια Ρωσία και το Ρωσικό Νότιο Καύκασο.

Οθωμανική περίοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γκραβούρα Έλληνα εμπόρου του Τσέζαρε Βετσέλιο (16ος αιώνας)
Το εξώφυλλο του Λόγιου Ερμή, Ελληνικού φιλολογικού περιοδικού του τέλους του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα

Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης στις 29 Μαΐου του 1453 πολλοί Έλληνες αναζήτησαν καλύτερες ευκαιρίες απασχόλησης και εκπαίδευσης φεύγοντας στη Δύση, ιδιαίτερα στην Ιταλία, την Κεντρική Ευρώπη, τη Γερμανία και τη Ρωσία. Στους Έλληνες πιστώνεται σε μεγάλο βαθμό η ευρωπαϊκή πολιτιστική επανάσταση, που αργότερα ονομάστηκε Αναγέννηση. Στην ίδια τη χώρα, την κατοικούμενη από αυτούς χώρα οι Έλληνες κατάφεραν να παίξουν ηγετικό ρόλο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, εν μέρει λόγω του γεγονότος ότι ο κεντρικός κόμβος της αυτοκρατορίας πολιτικά, πολιτιστικά και κοινωνικά είχε τη βάση του στη Δυτική Θράκη και την Ελληνική Μακεδονία, αμφότερες στη Βόρεια Ελλάδα, και επίσης επικεντρωνόταν στην κατοικούμενη κυρίως από Έλληνες, πρώην Βυζαντινή πρωτεύουσα, Κωνσταντινούπολη. Ως άμεση συνέπεια αυτής της κατάστασης οι Ελληνόφωνοι έπαιξαν σημαντικότατο ρόλο στο Οθωμανικό εμπορικό και διπλωματικό κατεστημένο, καθώς και στην εκκλησία. Επιπλέον στο πρώτο μισό της Οθωμανικής περιόδου άνδρες Ελληνικής καταγωγής αποτελούσαν σημαντικό ποσοστό του στρατού, του ναυτικού και της κρατικής γραφειοκρατίας των Οθωμανών, έχοντας ενταχθεί ως έφηβοι στην Οθωμανική υπηρεσία (μαζί με ιδιαίτερα Αλβανούς και Σέρβους) μέσω του παιδομαζώματος. Έτσι πολλοί Οθωμανοί Ελληνικής (ή Αλβανικής ή Σερβικής) καταγωγής εντάχθηκαν στις Οθωμανικές δυνάμεις που κυβερνούσαν τις επαρχίες από την Αίγυπτο μέχρι την Υεμένη και την Αλγερία, συχνά ως κυβερνήτες των επαρχιών.

Για εκείνους που βρίσκονταν υπό το καθεστώς του μιλλέτ υπό την Οθωμανική Αυτοκρατορία η θρησκεία ήταν το καθοριστικό χαρακτηριστικό των εθνικών ομάδων, έτσι το εξώνυμο "Έλληνες" (Ρουμλάρ από το όνομα Ρωμαίοι) επεκτάθηκε από τους Οθωμανούς σε όλα τα μέλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας ανεξαρτήτως της γλώσσας ή της εθνικής καταγωγής τους. Οι Ελληνόφωνοι ήταν η μόνη εθνική ομάδα που στην πράξη αυτοαποκαλούντο Ρωμηοί και, τουλάχιστον οι μορφωμένοι από αυτούς, θεωρούσαν ότι η εθνικότητά τους (γένος) ήταν Ελληνική. Υπήρχαν όμως πολλοί Έλληνες που ξέφευγαν από το δεύτερης κατηγορίας καθεστώς των Χριστιανών, εγγενές στο Οθωμανικό σύστημα του μιλλέτ, σύμφωνα με το οποίο στους Μουσουλμάνους ρητά απενέμετο ανώτερη θέση και προνομιακή μεταχείριση. Αυτοί οι Έλληνες είτε μετανάστευαν στην ομόδοξη Ελληνορθόδοξη προστάτιδά τους, τη Ρωσική Αυτοκρατορία, είτε απλώς προσηλυτίζονταν στο Ισλάμ, συχνά μόνο πολύ επιφανειακά, παραμένοντας κρυπτοχριστιανοί. Τα σημαντικότερα παραδείγματα μεγάλης κλίμακας προσηλυτισμού στο Τουρκικό Ισλάμ μεταξύ αυτών που σήμερα ορίζονται ως Έλληνες Μουσουλμάνοι - αποκλειομένων όσων ο προσηλυτισμός ήταν αυτονόητος στο πλαίσιο του παιδομαζώματος - συναντάμε στην Κρήτη (Τουρκοκρητικοί), στην Ελληνική Μακεδονία (για παράδειγμα στους Βαλαχάδες της Δυτικής Μακεδονίας) και μεταξύ των Ελλήνων Ποντίων στα Όρη του Πόντου και τα Αρμενικά Υψίπεδα. Αρκετοί Οθωμανοί σουλτάνοι και πρίγκιπες ήταν επίσης εν μέρει Ελληνικής καταγωγής, με μητέρες που ήταν είτε Ελληνίδες παλλακίδες είτε πριγκίπισσες οικογενειών Βυζαντινών ευγενών, με γνωστό παράδειγμα το σουλτάνο Σελίμ Α΄, που η μητέρα του Γκιουλμπαχάρ Χατούν ήταν Πόντια Ελληνίδα από τα Αρμενικά Υψίπεδα.

Οι ρίζες των επιτυχιών των Ελλήνων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία μπορούν να αναχθούν στην Ελληνική εκπαιδευτική και εμπορική παράδοση. Ήταν ο πλούτος της μεγάλης τάξης των εμπόρων, που παρείχε την υλική βάση για την πνευματική αναγέννηση που ήταν το κύριο χαρακτηριστικό της Ελληνικής ζωής στα χρόνια που προηγήθηκαν και κατέληξαν στο ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης το 1821. Δεν είναι τυχαίο ότι τις παραμονές του 1821 τα τρία σημαντικότερα κέντρα Ελληνικής εκπαίδευσης βρίσκονταν στη Χίο, τη Σμύρνη και το Αϊβαλί, και τα τρία μείζονα κέντρα Ελληνικού εμπορίου. Οι επιτυχίες των Ελλήνων ευνοήθηκαν επίσης από την Ελληνική κυριαρχία στην Ορθόδοξη Εκκλησία.

Νεότερη ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βλέπε επίσης : Νεοελληνικός διαφωτισμός και Ελληνική Επανάσταση του 1821

Η σχέση μεταξύ της Ελληνικής εθνικής ταυτότητας και της Ελληνικής Ορθόδοξης θρησκείας συνεχίστηκε μετά τη δημιουργία του Σύγχρονου Ελληνικού κράτους μετά το 1830. Σύμφωνα με το δεύτερο άρθρο του πρώτου Ελληνικού Συντάγματος του 1822 Έλληνας οριζόταν κάθε Χριστιανός κάτοικος της χώρας, ρήτρα που αφαιρέθηκε στο σύνταγμα του 1844. Ένα αιώνα αργότερα, όταν υπογράφηκε η Συνθήκη της Λωζάνης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας το 1923, οι δυο χώρες συμφώνησαν να χρησιμοποιήσουν τη θρησκεία ως κριτήριο εθνικής ταυτότητας για την εφαρμογή της ανταλλαγής πληθυσμών, αν και οι περισσότεροι από τους εκτοπισθέντες Έλληνες (πάνω από ένα εκατομμύριο επί συνόλου 1,5 εκατομ.) είχαν ήδη εκδιωχθεί όταν υπογράφηκε η συνθήκη. Η Γενοκτονία των Ελλήνων, ιδιαίτερα η βίαιη απομάκρυνση των Ελλήνων Μικρασιατών, Ποντίων και Θρακών από τις περιοχές των ακτών της Μαύρης Θάλασσας και τη Μικρά Ασία συγχρόνως και μετά από την αποτυχημένη Ελληνική Μικρασιατική εκστρατεία, αποτέλεσε τμήμα της διαδικασίας εκτουρκισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την περιέλευση υπό Τουρκικό εθνικό έλεγχο της οικονομίας και του εμπορίου, που τότε ήταν σε μεγάλο βαθμό στα χέρια Ελλήνων. Οι περισσότεροι Μικρασιάτες που επέζησαν εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα, ένα μέρος τους ωστόσο διασκορπίστηκε σε όλες τις χώρες της Γης. Έτσι δημιουργήθηκαν οι περισσότερες Ελληνικές παροικίες κυρίως σε χώρες της Λατινικής Αμερικής. Οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης οι οποίοι εξαιρέθηκαν από τη συνθήκη της Λωζάνης, αντιμετωπίστηκαν τα επόμενα χρόνια με εχθρικότητα από τη Τουρκική κυβέρνηση και με αφετηρία το οργανωμένο πογκρόμ του 1955 που έμεινε γνωστό ως τα Σεπτεμβριανά, ξεκίνησε η σταδιακή εκδίωξή τους η οποία συνεχίστηκε μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του '70. Σήμερα ο συνολικός Ελληνικός πληθυσμός στη Κωνσταντινούπολη εκτιμάται γύρω στα 5.000 άτομα. Από τη συνθήκη της Λωζάνης δεν επηρεάστηκαν οι Έλληνες της Αντιόχειας, αφού η σημερινή Επαρχία Χατάι τότε δεν ήταν μέρος της Τουρκίας. Αυτοί οι Έλληνες παραμένουν μέχρι και σήμερα στο Λεβάντε κυρίως στη Συρία, στο Λίβανο και στην επαρχία Χατάι της Τουρκίας. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και ο Εμφύλιος ήταν βαρύτατα πλήγματα στην Ελλάδα και με το τέλος τους η χώρα είχε βυθιστεί στη φτώχεια, με τις περισσότερες υποδομές κατεστραμμένες. Αυτό ώθησε πολλούς Έλληνες να μεταναστεύσουν κυρίως στη Βόρεια Αμερική και την Αυστραλία, συγκροτώντας έτσι κάποιες απ' τις πλέον ισχυρότερες Ελληνικές παροικίες. Μεταπολεμικά ισχυροποιήθηκαν επίσης οι Ελληνικές παροικίες σε χώρες τις Δυτικής Ευρώπης, κυρίως το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία και τη Γερμανία. Η Ελληνική μετανάστευση προς αυτές τις χώρες έγινε ιδιαιτέρως έντονη κατά την ελληνική οικονομική κρίση της δεκαετίας 2010.

Ταυτότητα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι όροι που χρησιμοποιήθηκαν για να οριστεί η Ελληνικότητα ποικίλλουν ανά την ιστορία αλλά ποτέ δεν ήταν περιορισμένοι ή απόλυτα ταυτισμένοι με την ένταξη σε ένα Ελληνικό κράτος. Κατά τα Δυτικά πρότυπα ο όρος Έλληνες χρησιμοποιείται παραδοσιακά για όλους όσους έχουν μητρική γλώσσα την Ελληνική, είτε Μυκηναϊκή, είτε Βυζαντινή, είτε Νεοελληνική. Οι Βυζαντινοί Έλληνες αυτοαποκαλούντο Ρωμηοί και θεωρούσαν εαυτούς πολιτικούς κληρονόμους της Ρώμης, αλλά από το 12ο τουλάχιστον αιώνα αυξανόμενος αριθμός των μορφωμένων από αυτούς θεωρούσαν εαυτούς εξίσου κληρονόμους της Αρχαίας Ελλάδας, αν και για τους περισσότερους Ελληνόφωνους το "Έλληνες" σήμαινε ακόμη ειδωλολάτρες. Την παραμονή της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης ο Τελευταίος Αυτοκράτορας παρότρυνε τους στρατιώτες του να θυμηθούν ότι ήταν οι απόγονοι των Ελλήνων και των Ρωμαίων[64]

Πριν την ίδρυση του Νεότερου Ελληνικού κράτους οι δεσμοί μεταξύ αρχαίων και νεότερων Ελλήνων τονίζονταν από τους λόγιους του Ελληνικού Διαφωτισμού, ιδιαίτερα το Ρήγας Φεραίος. Στο "Πολιτικό Σύνταγμα" του απευθύνεται στο έθνος ως "το λαό απόγονο των Ελλήνων". Το νεότερο Ελληνικό κράτος δημιουργήθηκε το 1829, όταν οι Έλληνες απελευθέρωσαν μέρος των ιστορικών τους εστιών από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η μεγάλη Ελληνική διασπορά και η τάξη των εμπόρων υπήρξαν καθοριστικές στη μετάδοση των ιδεών του δυτικού ρομαντικού εθνικισμού και του φιλελληνισμού, που μαζί με την αντίληψη του Ελληνισμού, που είχε μορφοποιηθεί τους τελευταίους αιώνες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αποτέλεσαν τη βάση του Διαφωτισμού και της σημερινής αντίληψης του Ελληνισμού.

Ονομασίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ανά τους αιώνες οι Έλληνες έχουν γίνει γνωστοί με διάφορα ονόματα όπως :

Έλληνες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Όμηρος αναφέρεται στους "Έλληνες" ως μια σχετικά μικρή φυλή που κατοικούσε στη Θεσσαλική Φθία και είχε ως ηγέτη της τον Αχιλλέα. Το Πάριο Χρονικό αναφέρει ότι η Φθία ήταν η πατρίδα των Ελλήνων και ότι αυτό το όνομα δόθηκε σε εκείνους που προηγούμενα ονομάζονταν Γραικοί. Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, ο Έλλην, ο πατριάρχης των Ελλήνων, ήταν γιος του Δευκαλίωνα και της Πύρρας, που βασίλευαν σε όλη τη Φθία, των μόνων που επέζησαν μετά το μεγάλο κατακλυσμό, και απέκτησαν τρεις γιους, τον Αίολο, τον Δώρο και τον Ξούθο. Ο Αίολος και ο Δώρος μαζί με τους γιους του Ξούθου, τον Αχαιό και τον Ίωνα, αποτέλεσαν τους γενάρχες των τεσσάρων κυριότερων ελληνικών φυλών που ήταν οι Αχαιοί, οι Δωριείς, οι Αιολείς και οι Ίωνες. Φαίνεται ότι ο μύθος επινοήθηκε όταν οι Ελληνικές φυλές άρχισαν να διαχωρίζονται η μία από την άλλη σε περιοχές της Ελλάδας και δείχνει την κοινή τους καταγωγή. Ο Αριστοτέλης ονομάζει αρχαία Ελλάδα μια περιοχή στην Ήπειρο μεταξύ Δωδώνης και Αχελώου ποταμού, τη θέση του μεγάλου κατακλυσμού του Δευκαλίωνα, χώρα που καταλάμβαναν οι Σελλοί και οι "Γραικοί", που αργότερα έγιναν γνωστοί ως "Έλληνες". Οι Σελλοί ήταν οι ιερείς του Δωδωναίου Δία και η λέξη πιθανόν σημαίνει "θυσιαστές". (σύγκριση με το Γοτθικό σαλγιάν, "προσφορά, θυσία"). Η ετυμολογία της λέξεως Έλλην προκαλεί μέχρι σήμερα συζητήσεις. Η επικρατέστερη άποψη είναι ότι προέρχεται από τους Σελλούς, μέρος των οποίων μετανάστευσε στη Φθία και που το όνομά τους άλλαξε σε Σελλάνες και στη συνέχεια Ελλάνες-Έλληνες. Εντούτοις η ετυμολογία αυτή συνδέει το όνομα Έλληνες με τους Δωριείς που κατέλαβαν την Ήπειρο και η σχέση με το όνομα Γραικοί, που δόθηκε από τους Ρωμαίους παραμένει αβέβαιη. Το όνομα Έλληνες φαίνεται να είναι αρχαιότερο και πιθανότατα χρησιμοποιήθηκε από τους Έλληνες με την ίδρυση της Μεγάλης Αμφικτυονίας. Αυτή ήταν αρχαία ομοσπονδία Ελληνικών φυλών από δώδεκα φυλές για να προστατεύει τους μεγάλους ναούς του Απόλλωνα στους Δελφούς και της Δήμητρας κοντά στις Θερμοπύλες. Σύμφωνα με το μύθο ιδρύθηκε μετά τον Τρωικό Πόλεμο από τον Αμφικτύονα, αδελφό του Έλληνα.

Άλλες απόψεις σχετίζουν το όνομα Έλλην με το θέμα ελλ- που σημαίνει ορεινός ή με τη λέξη ἔλλοψ που σημαίνει άφωνος, άφθογγος. Ήδη τον 7ο π.Χ. αιώνα είχε επικρατήσει η ονομασία Πανέλληνες και από εκεί αποσπάστηκε και γενικεύτηκε η ονομασία Έλληνες, εξ ου και ο τονισμός, Έλλην αντί Ελλήν. Αργότερα, με την εξάπλωση του Χριστιανισμού, ο όρος Έλλην σήμαινε τον ειδωλολάτρη ή τον μη χριστιανό, ενώ οι κάτοικοι της Ελλάδας λέγονταν Ελλαδίτες. Όταν ο Χριστιανισμός έπαψε να απειλείται από τις παγανιστικές θρησκείες, ο όρος Έλλην άρχισε να χρησιμοποιείται δειλά δηλώνοντας την καταγωγή ενώ μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του Ελληνικού Κράτους, η ονομασία επανήλθε ως επίσημη. Το επίσημο όνομα της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι Hellas.

Γραικοί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο Κατάλογος Γυναικών του Ησίοδου ο Γραικός παρουσιάζεται ως γιος του Δία και της Πανδώρας, αδελφής του Έλληνα, πατριάρχη των Ελλήνων. Ο Έλλην ήταν ο γιος του Δευκαλίωνα που βασίλευε σε όλη τη Φθία στην Κεντρική Ελλάδα. Το Πάριο Χρονικό αναφέρει ότι όταν ο Δευκαλίων έγινε βασιλιάς της Φθίας, οι προηγουμένως ονομαζόμενοι Γραικοί ονομάστηκαν Έλληνες. Ο Αριστοτέλης σημειώνει στα "Μετεωρολογικά" του ότι οι Έλληνες είχαν σχέση με τους Γραικούς, ιθαγενές όνομα Δωρικής φυλής στην Ήπειρο, που χρησιμοποιούνταν από τους Ιλλυριούς. Υποστηρίζει επίσης ότι ο μεγάλος κατακλυσμός πρέπει να συνέβη στην περιοχή γύρω από τη Δωδώνη, όπου κατοικούσαν οι Σελλοί. Εντούτοις σύμφωνα με την Ελληνική παράδοση είναι πιθανότερο η εστία των Ελλήνων να ήταν αρχικά στην Κεντρική Ελλάδα. Μια νεότερη θεωρία ανάγει το όνομα Γραικός στον "κάτοικο της Γραίας", πόλης στην παραλία της Βοιωτίας. Έλληνες άποικοι από τη Γραία συνέβαλαν στην ίδρυση της Κύμης (8ος αιώνας π.Χ.) στην Ιταλία, όπου ονομάστηκαν Γραικοί. Όταν τους συνάντησαν οι Ρωμαίοι χρησιμοποίησαν αυτό το όνομα για τους αποίκους και στη συνέχεια για όλους τους Έλληνες. Η λέξη γραία (γριά) προέρχεται από την Πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵerh2-/*ǵreh2-, "γερνάω", μέσω του Πρωτοελληνικού *gera-/grau-iu. Η ίδια ρίζα έδωσε αργότερα το γέρας, "τιμητικό δώρο", στη Μυκηναϊκή Ελληνική. Οι Γερμανικές γλώσσες δανείστηκαν τη λέξη Graeci με ένα αρχικό ήχο "κ", που ήταν πιθανότατα ο πλησιέστερος αρχικός τους ήχος προς το Λατινικό "g" εκείνη την εποχή (Γοτθ. Kreks). Η περιοχή έξω από την αρχαία Αθήνα, που περιελάμβανε τη Βοιωτία, ονομαζόταν Γραϊκή και συνδέεται με τον αρχαιότερο κατακλυσμό του Ωγύγη, μυθολογικού βασιλιά της Βοιωτίας. Η περιοχή κατεχόταν αρχικά από τους Μινύες, που ήταν αυτόχθων Βάρβαρος Πελασγικός προελληνικός, προελληνόφωνος ή Πρωτοελληνόφωνος λαός. Στα αρχαία Ελληνικά το όνομα Ωγύγιος κατέληξε να σημαίνει "από τις πρώτες μέρες".

Αχαιοί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Όμηρος χρησιμοποιεί τους όρους Αχαιοί και Δαναοί γενικά για τους Έλληνες στην Ιλιάδα και πιθανότατα αποτελούσαν κομμάτι του Μυκηναϊκού πολιτισμού. Τα ονόματα Αχαιοί και Δαναοί φαίνεται να είναι προδωρικά και ανήκαν στους λαούς που οι Δωριείς νίκησαν. Περιορίστηκαν στην περιοχή που αργότερα πήρε το όνομα Αχαΐα μετά την εισβολή των Δωριέων. Τον 5ο αιώνα π.Χ. εμφανίζονται να μιλάνε την Αιολική διάλεκτο της Ελληνικής, που μιλιόταν κυρίως στη Θεσσαλία, τη Βοιωτία και τη Λέσβο. Υπάρχουν πολλές αντιτιθέμενες θεωρίες για την καταγωγή των Αχαιών. Σύμφωνα με τη μία από αυτές οι Αχαιοί ήταν μια από τις ξανθές φυλές της άνω Ευρώπης, που ωθήθηκαν περνώντας τις Άλπεις την πρώιμη Εποχή του Σιδήρου (1300 π.Χ.) προς τη νότια Ευρώπη. Μια άλλη θεωρία υποστηρίζει ότι οι Αχαιοί ήταν οι Δωριείς της Πελοποννήσου. Αυτές οι θεωρίες απορρίπτονται από άλλους ερευνητές που, βασισμένοι σε γλωσσικά κριτήρια, υποστηρίζουν ότι οι Αχαιοί ήταν ηπειρωτικοί προδωρικοί Έλληνες. Υπάρχει επίσης η θεωρία ότι υπήρχε ένα Αχαϊκό έθνος που μετανάστευσε από τη Μικρά Ασία στην κάτω Θεσσαλία πριν από το 2000 π.Χ. Κάποια κείμενα των Χετταίων αναφέρουν ένα έθνος που βρισκόταν στα δυτικά και ονομαζόταν Αχιγιάβα ή Αχίγια. Αιγυπτιακά έγγραφα αναφέρονται στους Εκβές, μια από τις ομάδες των Λαών της Θάλασσας, που έφθασαν στην Αίγυπτο κατά τη βασιλεία του Μερνεφθά (1213-1203 π.Χ.) και μπορεί να ήταν Αχαιοί.

Δαναοί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην Ιλιάδα του Ομήρου τα ονόματα Δαναοί και Αργείοι χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό των Ελληνικών δυνάμεων εναντίον των Τρώων. Ο μύθος του Δαναού, που καταγόταν από την Αίγυπτο, αναφέρεται στην ίδρυση του Άργους. Οι κόρες του Δαναΐδες καταδικάστηκαν στα Τάρταρα να μεταφέρουν μια κανάτα για να γεμίσει ένα πιθάρι με τρύπες (πίθος των Δαναΐδων). Αυτός ο μύθος σχετίζεται με ένα έργο που δεν μπορεί ποτέ να εκπληρωθεί (Σίσυφος) και το όνομα μπορεί να αναχθεί στην Πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα danu: "ποταμός". Δεν υπάρχει καμία ικανοποιητική θεωρία για την προέλευσή τους. Μερικοί ερευνητές συνδέουν τους Δαναούς με τους Ντένιεν, μια από τις ομάδες των Λαών της Θάλασσας, που επιτέθηκαν στην Αίγυπτο κατά τη βασιλεία του Ραμσή Γ΄ (1187-1156 π.Χ.). Η ίδια επιγραφή αναφέρει ότι οι Βέσες ίσως να ήταν οι Αχαιοί. Οι Ντένιεν φαίνεται να υπήρξαν κάτοικοι της πόλης Άδανα στην Κιλικία. Κεραμική όμοια με εκείνη των Μυκηνών έχει βρεθεί στην Ταρσό της Κιλικίας και φαίνεται ότι μερικοί φυγάδες από το Αιγαίο πήγαν εκεί μετά την κατάρρευση του Μυκηναϊκού πολιτισμού. Οι κάτοικοι αυτοί της Κιλικίας φαίνεται να ονομάζονταν Ντανινιίμ, όπως και οι Δαναοί που επιτέθηκαν στην Αίγυπτο to 1191 π.Χ. μαζί με τους Βέσες, που ήταν ίσως Αχαιοί. Ονομάζονταν επίσης Ντανούνα, σύμφωνα με επιγραφή των Χετταίων, και το ίδιο όνομα αναφέρεται στις επιστολές της Αμάρνα. Ο Τζούλιους Ποκόρνυ (Αυστριακός γλωσσολόγος, 1887-1970) ανακτά το όνομα από την Πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα da:-: "ροή, ποτάμι", da:-nu: "κάθε κινούμενο υγρό, σταγόνες", da: navo "άνθρωποι που ζουν δίπλα στον ποταμό", Σκυθικός νομαδικός λαός (στη Ριγκβέδα δαίμονες των νερών, αρχέγονη γυναικεία θεότητα των νερών), στα Ελληνικά Δαναοί, στα Αιγυπτιακά Ντανούνα". Είναι επίσης πιθανό το όνομα Ντανάανς να είναι προελληνικό. Μια χώρα Ντανάια με μια πόλη Μουκάνα (πιθανόν Μυκήνες) αναφέρεται σε επιγραφές από την Αίγυπτο επί Αμένωφι Γ΄ (1390-1352 π.Χ.) και Τούτμισι Γ΄ (1437 π.Χ.).

Ρωμιοί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ενώ η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία εκχριστιανιζόταν, οι Έλληνες αυτοαποκαλούνταν, αφού η ονομασία Έλλην σήμαινε πλέον τον ειδωλολάτρη, Ρωμαίοι, ένα όνομα το οποίο είχε πολιτικές προεκτάσεις αφού δήλωνε όλους τους ελεύθερους πολίτες της Αυτοκρατορίας και όχι την καταγωγή τους. Σημειωτέον ότι οι ίδιοι ονόμαζαν το κράτος τους Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και όχι Βυζαντινή, ενώ η Κωνσταντινούπολη αρχικά ονομάστηκε Νέα Ρώμη. Κατά τη δύση της Αυτοκρατορίας και την αποκοπή περιοχών που κατοικούνταν από αλλοεθνείς, ταυτίζεται με το ό,τι σήμερα ονομάζουμε Έλληνα, αποκτά δηλαδή ένα εθνικό χαρακτήρα. Η ονομασία Ρωμαίος, που εξελίσσεται σε Ρωμιός επί τουρκοκρατίας, χάνει την αίγλη του "αυτοκρατορικού" Ρωμαίος και με τις σκληρές συνθήκες της υπό ζυγόν διαβίωσης αποκτά την χροιά του καταφερτζή, του καπάτσου, του ξύπνιου. "Από τις αρχές του 20ού αιώνα το "Ρωμιός" χρησιμοποιήθηκε ως αντίθεση προς τον μιμητισμό της Ευρώπης, τη λαϊκή χριστιανική βυζαντινή ανατολική (αλλά όχι ανατολίτικη) φυσιογνωμία του Νεοέλληνα"[65]. Οι Λατίνοι συνέχισαν να χαρακτηρίζουν τους Έλληνες με το όνομα Γραικός. Η ονομασία Ρωμιός συνηθίζεται να χρησιμοποιείται ακόμα στην Ελλάδα και ειδικά στην Τουρκία (Rum - Ρουμ).

Γιουνάν (Ίωνες)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

(Yunan) - Γιουνάν (Yunan), που σημαίνει Ίωνες, ονομάζουν οι λαοί της Ανατολής τους Έλληνες. Προέρχεται από την περσική λέξη Yauna, από το όνομα Ιωνία, αφού οι Πέρσες ήρθαν σε επαφή με τους Έλληνες της Μικράς Ασίας και συγκεκριμένα με τους Ίωνες τον 6ο αιώνα π.Χ., τους οποίους και κατέκτησαν και έτσι ονόμαζαν όλους τους Έλληνες ανεξαιρέτως. Έτσι, η χρήση της ονομασίας αυτής επεκτάθηκε σε όλους τους λαούς που βρίσκονταν υπό περσική κατοχή και γενικά σε ολόκληρη την Ανατολή.

Γιαβάν[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γιαβάν (Yavan ή Javan) - Με αυτή την ονομασία είναι γνωστοί οι Έλληνες στους λαούς της ανατολικής Μεσογείου από τη βιβλική εποχή, που αναφέρονται ως ο λαός που εγκαταστάθηκε στα Βαλκάνια. Η ονομασία Γιαβάν είναι συγγενική του Γιουνάν.

Σύγχρονοι και Αρχαίοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η προφανέστερη σχέση μεταξύ σύγχρονων και αρχαίων Ελλήνων είναι η γλώσσα τους, που έχει μια τεκμηριωμένη παράδοση από τουλάχιστον το 14ο αιώνα π.Χ. μέχρι σήμερα, αν και με ένα διάλειμμα κατά τη Γεωμετρική εποχή (που διήρκεσε από τον 11ο ως τον 8ο αιώνα π.Χ.). Μελετητές συγκρίνουν τη συνέχεια της παράδοσής της μόνο με την Κινεζική. Από την αρχή του ο Ελληνισμός ήταν κυρίως ζήτημα κοινού πολιτισμού και η εθνική συνέχεια του Ελληνικού κόσμου ήταν πολύ πιο από τη δημογραφική του. Ωστόσο, ο Ελληνισμός ενσωμάτωσε επίσης μια προγονική διάσταση μέσα από τις πτυχές της αθηναϊκής λογοτεχνίας ανέπτυξε και επηρέασε τις ιδέες της καταγωγής με βάση το αυτόχθον. Τα ύστερα χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας περιοχές όπως η Ιωνία και η Κωνσταντινούπολη γνώρισαν μια Ελληνική αναβίωση στη γλώσσα, τη φιλοσοφία και τη λογοτεχνία και σε κλασικά πρότυπα σκέψης και λογιοσύνης. Αυτή η αναβίωση έδωσε μια ισχυρή ώθηση στην έννοια της πολιτιστικής συγγένειας με την αρχαία Ελλάδα και την κλασική της κληρονομιά. Οι πολιτισμικές αλλαγές της σύγχρονης εποχής στους Έλληνες είναι αναμφισβήτητες, αλλά με κοινή την αίσθηση της εθνότητας. Οι Έλληνες έχουν διατηρήσει τη γλώσσα τους και το αλφάβητό τους, τις αξίες και τις πολιτιστικές παραδόσεις, τα έθιμα, μια αίσθηση θρησκευτικής και πολιτιστικής διαφοράς και αποκλεισμού (η λέξη βάρβαροι χρησιμοποιήθηκε ακόμη και από την ιστορικό του 12ου αιώνα Άννα Κομνηνή για να περιγράψει τους μη Ελληνόφωνους), μια αίσθηση κοινής ταυτότητας και κοινό αίσθημα εθνότητας, παρά τις παγκόσμιες πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές των δύο τελευταίων χιλιετηρίδων.

Δημογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σήμερα οι Έλληνες είναι η πλειοψηφούσα εθνική ομάδα στην Ελληνική Δημοκρατία, όπου αποτελούν το 93% του πληθυσμού της χώρας, και της Κυπριακής Δημοκρατίας, όπου αποτελούν το 78% του πληθυσμού του νησιού (μη συμπεριλαμβανομένων των Τούρκων εποίκων στο κατεχόμενο τμήμα της χώρας). Οι Ελληνικοί πληθυσμοί δεν παρουσίασαν υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, παρ'όλα αυτά ο πληθυσμός της Ελλάδας έχει σημειώσει συνεχή αύξηση από την πρώτη απογραφή της χώρας το 1828. Μεγάλο ποσοστό της αύξησης του πληθυσμού μετά την ίδρυση του κράτους ήταν αποτέλεσμα της προσάρτησης νέων εδαφών και της εισροής 1,5 εκατομ. Ελλήνων προσφύγων μετά την ανταλλαγή πληθυσμών του 1923 μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Περίπου 80% του πληθυσμού της Ελλάδας είναι αστικός, με το 28% συγκεντρωμένο στην πόλη της Αθήνας.

Οι Έλληνες από την Κύπρο έχουν μια παρόμοια ιστορία μεταναστεύσεων, συνήθως προς τον Αγγλόφωνο κόσμο, λόγω της αποικιοποίησης από τη Βρετανική Αυτοκρατορία. Μεταναστευτικά κύματα ακολούθησαν την Τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974, ενώ ο πληθυσμός μειώθηκε μεταξύ των μέσων του 1974 και του 1977 λόγω της μετανάστευσης, των πολεμικών απωλειών και προσωρινής μείωσης της γονιμότητας. Μετά την εθνοκάθαρση του ενός τρίτου του Ελληνικού πληθυσμού του νησιού το 1974 υπήρξε αύξηση του αριθμού των Ελληνοκυπρίων που έφυγαν, κυρίως για τη Μέση Ανατολή, που συνέβαλε στη μείωση του πληθυσμού μέχρι τη δεκαετία του 1990. Σήμερα πάνω από τα δύο τρίτα του Ελληνικού πληθυσμού στην Κύπρο είναι αστικός.

Υπάρχει σημαντική Ελληνική μειονότητα 200.000 ανθρώπων (κατά άλλες πηγές μεγαλύτερη) στην Αλβανία.[66] Η Ελληνική μειονότητα στην Τουρκία, που αριθμούσε πάνω από 200.000 ανθρώπους μετά την ανταλλαγή του 1923 έχει τώρα συρρικνωθεί σε λίγες χιλιάδες μετά το Πογκρόμ της Κωνσταντινούπολης του 1955 και άλλες υποκινούμενες από το κράτος βιαιότητες και διακρίσεις, που στην πράξη τερμάτισαν, αν και όχι ολοκληρωτικά, την τρισχιλιετή παρουσία του Ελληνισμού στη Μικρά Ασία. Υπάρχουν μικρότερες Ελληνικές κοινότητες στις υπόλοιπες Βαλκανικές χώρες, το Λεβάντε και τα κράτη του Εύξεινου Πόντου, υπολείμματα της παλιάς Ελληνικής Διασποράς (πριν το 19ο αιώνα).

Διασπορά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο συνολικός αριθμός των Ελλήνων που ζουν σήμερα έξω από την Ελλάδα και την Κύπρο είναι θέμα αμφιλεγόμενο. Όπου είναι διαθέσιμα απογραφικά στοιχεία εμφανίζουν 3 περίπου εκατομμύρια Έλληνες έξω από την Ελλάδα και την Κύπρο. Οι εκτιμήσεις του Συμβουλίου Απόδημου Ελληνισμού (ΣΑΕ) - ανεβάζει τον αριθμό γύρω στα 7 εκατομ. παγκοσμίως. Σύμφωνα με το Γεώργιο Πρεβελάκη του Πανεπιστημίου της Σορβόννης ο αριθμός είναι πλησιέστερα σε λιγότερο από 5 εκατομ. Η ενσωμάτωση, η επιγαμία και η απώλεια της Ελληνικής γλώσσας επηρεάζουν τον αυτοπροσδιορισμό της Ομογένειας. Σημαντικά κέντρα της Νέας Ελληνικής Διασποράς σήμερα είναι το Λονδίνο, η Νέα Υόρκη, η Μελβούρνη και το Τορόντο. Το 2010 το Ελληνικό Κοινοβούλιο ψήφισε ένα νόμο που δίνει τη δυνατότητα στους Έλληνες της Διασποράς να ψηφίζουν στις εκλογές του Ελληνικού κράτους, που όμως καταργήθηκε αργότερα στις αρχές του 2014. Το 2019 ψηφίστηκε νέος νόμος, με σχεδόν απόλυτη πλειοψηφία που έφτασε τις 288 ψήφους.

Αρχαία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ελληνικός αποικισμός στην αρχαιότητα (κόκκινο)

Τα αρχαία χρόνια οι εμπορικές και αποικιστικές δραστηριότητες των Ελληνικών φυλών και πόλεων-κρατών διέδωσαν τον Ελληνικό πολιτισμό, τη θρησκεία και τη γλώσσα γύρω από τις λεκάνες της Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας, ιδιαίτερα στη Σικελία και Νότια Ιταλία (γνωστή επίσης ως Μεγάλη Ελλάδα), τα νότια της Γαλλίας και τις ακτές της Μαύρης Θάλασσας. Επί της αυτοκρατορίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου και των κρατών των διαδόχων δημιουργήθηκαν Ελληνικές και Ελληνιστικές άρχουσες τάξεις στη Μέση Ανατολή, την Ινδία και την Αίγυπτο. Η Ελληνιστική περίοδος χαρακτηρίζεται από ένα νέο κύμα Ελληνικού αποικισμού, που ίδρυσε Ελληνικές πόλεις και βασίλεια στην Ασία και στην Αφρική. Υπό τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία με την ευκολότερη μετακίνηση των ανθρώπων οι Έλληνες εξαπλώθηκαν σε όλη την αυτοκρατορία και στα ανατολικά εδάφη τα Ελληνικά έγιναν η λίνγκουα φράνκα παρά τα Λατινικά. Η σημερινή κοινότητα των Γκρίκο της Νότιας Ιταλίας, που αριθμεί περίπου 60.000, αποτελεί ίσως ένα ζωντανό απομεινάρι των αρχαίων ελληνικών πληθυσμών της Ιταλίας.

Νεότερη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ελληνική Διασπορά (20ός αιώνας)

Κατά τη διάρκειά της και μετά την Ελληνική Επανάσταση του 1821 οι Έλληνες της διασποράς έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ίδρυση του νεοσύστατου κρατιδίου, την άντληση κεφαλαίων και την ευαισθητοποίηση στο εξωτερικό. Οι Ελληνικές εμπορικές οικογένειες είχαν ήδη επαφές σε άλλες χώρες και κατά τη διάρκεια των εχθροπραξιών πολλές δημιούργησαν οίκους γύρω από τη Μεσόγειο (κυρίως τη Μασσαλία στη Γαλλία, το Λιβόρνο στην Ιταλία, την Αλεξάνδρεια στην Αίγυπτο), στη Ρωσία (Οδησσός και Αγία Πετρούπολη) και στη Βρετανία (Λονδίνο και Λίβερπουλ), από όπου εμπορεύονταν, κατά κανόνα υφάσματα και σιτηρά. Οι επιχειρήσεις συχνά περιελάμβαναν τη διετρυμένη οικογένεια και μαζί τους έφερναν σχολεία όπου διδάσκετο η Ελληνική και την Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία.

Καθώς οι αγορές άλλαζαν και αυτές εδραιώνονταν περισσότερο, μερικές οικογένειες ανέπτυξαν τις δραστηριότητές τους ώστε να γίνουν εφοπλιστές, χρηματοδοτούμενες από την τοπική Ελληνική κοινότητα, ιδιαίτερα με τη βοήθεια των αδελφών Ράλλη (1785-1884) και των αδελφών Βαλλιάνων. Με τις οικονομικές της επιτυχίες η Διασπορά επεκτάθηκε περαιτέρω στο Λεβάντε, την Αφρική, την Ινδία και τις ΗΠΑ.

Τον 20ό αιώνα πολλοί Έλληνες εγκατέλειψαν τις παραδοσιακές τους εστίες για οικονομικούς λόγους με αποτέλεσμα μεγάλες μεταναστεύσεις από την Ελλάδα και την Κύπρο προς τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Αυστραλία, τη Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, τον Καναδά, την Αίγυπτο και την Αργεντινή, ιδιαίτερα μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (1939–45), τον Ελληνικό Εμφύλιο Πόλεμο (1946-1949) και την Τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974.

Ενώ τα επίσημα στοιχεία σπανίζουν, δημοσκοπήσεις και ανεπίσημα στοιχεία φανερώνουν ανανέωση της ελληνικής μετανάστευσης, ως αποτέλεσμα της Ελληνικής οικονομικής κρίσης. Σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιεύθηκαν από την Ομοσπονδιακή Στατιστική Υπηρεσία της Γερμανίας το 2011 μετανάστευσαν στη Γερμανία 23.800 Έλληνες, σημαντική αύξηση σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Συγκριτικά 9.000 περίπου Έλληνες μετανάστευσαν στη Γερμανία το 2009 και 12.000 το 2010.

Πολιτισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σκηνές γάμου και οικογενειακής ζωής στην Κωνσταντινούπολη
Αρχαιοελληνικό όστρακο με το όνομα του Κίμωνα, Στοά του Αττάλου, Αθήνα
Αρχαιοελληνικό όστρακο με το όνομα του Κίμωνα, Στοά του Αττάλου, Αθήνα

Ο Ελληνικός πολιτισμός έχει ζωή χιλιάδων ετών, με την αρχή του στο Μυκηναϊκό πολιτισμό, συνεχίζοντας με την Κλασική, τη Ρωμαϊκή και τη Βυζαντινή περίοδο και επηρεάστηκε βαθιά από το Χριστιανισμό, τον οποίο με τη σειρά του επηρέασε και διαμόρφωσε. Οι Έλληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αναγκάστηκαν να υπομείνουν αιώνες αντιξοότητας που κορυφώθηκε με τη γενοκτονία αλλά ωστόσο περιελάμβανε πολιτιστικές ανταλλαγές, που εμπλούτισαν και τους δύο πολιτισμούς. Ο Διαφωτισμός πιστώνεται με την αναζωογόνηση του Ελληνικού πολιτισμού και τη δημιουργία της σύνθεσης των αρχαίων και μεσαιωνικών στοιχείων που τον χαρακτηρίζουν σήμερα.

Γλώσσα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Ελληνική γλώσσα

Οι Έλληνες μιλούν την Ελληνική γλώσσα, η οποία αποτελεί ξεχωριστό κλάδο των Ινδοευρωπαϊκών γλωσσών, με στενότερους συγγενείς της την Αρμενική και τις Ινδοϊρανικές γλώσσες. Διαθέτει μια από τις μεγαλύτερες τεκμηριωμένες ιστορίες γλώσσας και η Ελληνική λογοτεχνία έχει συνεχή ιστορία πάνω από 2.500 χρόνων.Η γραπτή παράδοσή της ξεκινά πριν από 3.500 έτη στη Γραμμική Β' και στο κυπριακό συλλαβάριο, ενώ από τον 9ο αι. π.Χ. στον ελλαδικό χώρο και από τον 4ο αι. π.Χ. στον κυπριακό χώρο γράφεται στο ελληνικό αλφάβητο. Αρκετά σημαντικά έργα, όπως τα Ομηρικά έπη, τα Στοιχεία του Ευκλείδη και η Καινή Διαθήκη γράφτηκαν για πρώτη φορά στα Ελληνικά. Σήμερα είναι η επίσημη γλώσσα της Ελλάδας, μια εκ των επίσημων γλωσσών της Κύπρου και μια από τις επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η Ελληνική ανήκει στον Βαλκανικό γλωσσικό δεσμό,[67] αφού μοιράζεται πολλά κοινά στοιχεία με την Αλβανική, τη Βουλγαρική και τις Ανατολικές Ρομανικές γλώσσες από έχει απορροφήσει πολλές ξένες λέξεις, ιδίως Δυτικοευρωπαϊκής και Τουρκικής προέλευσης. Λόγω των κινημάτων του Φιλελληνισμού και του Διαφωτισμού το 19ο αιώνα, που τόνισε την αρχαία κληρονομιά των νεότερων Ελλήνων, αυτές οι ξένες επιρροές αποκλείσθηκαν από την επίσημη χρήση, μέσω της δημιουργίας της Καθαρεύουσας, μιας κάπως τεχνητής μορφής της Ελληνικής, απαλλαγμένης από όλες τις ξένες επιρροές και λέξεις, ως επίσημης γλώσσας του Ελληνικού κράτους. Το 1976 όμως η Βουλή των Ελλήνων ψήφισε ως επίσημη γλώσσα την ομιλούμενη Δημοτική, καθιστώντας την καθαρεύουσα παρωχημένη.

Η Νεοελληνική έχει, εκτός από την Κανονική Νέα Ελληνική, μια μεγάλη ποικιλία διαλέκτων, ποικίλων επιπέδων αμοιβαίας κατανόησης, όπως η Κυπριακή, η Ποντιακή, η Καππαδοκική, η Κατωιταλική και η Τσακωνική (η μοναδική επιβιώνουσα εκπρόσωπος της αρχαίας Ελληνικής Δωρικής). Η Ρωμανιώτικη διάλεκτος είναι η γλώσσα των Ρωμανιωτών και επιβιώνει σε μικρές κοινότητες στην Ελλάδα, τη Νέα Υόρκη και το Ισραήλ. Εκτός από τα Ελληνικά πολλοί Έλληνες στην Ελλάδα και τη Διασπορά είναι δίγλωσσοι με άλλες γλώσσες ή διαλέκτους όπως τα Αγγλικά, τα Αρβανίτικα/Αλβανικά, τα Βλάχικα, τα Σλαβομακεδονικά, τα Ρωσικά και τα Τουρκικά.

Θρησκεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Πάπυρος 46 είναι ένα από τα παλαιότερα σωζώμενα χειρόγραφα της Καινής Διαθήκης στα Ελληνικά γραμμένος σε πάπυρο με 'πιθανότερη χρονολόγησή του' μεταξύ 175-225.

Οι περισσότεροι Έλληνες είναι Χριστιανοί και ανήκουν στην Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία. Κατά τους πρώτους αιώνες μετά τον Ιησού Χριστό η Καινή Διαθήκη γράφτηκε αρχικά στην Ελληνιστική Κοινή, που παραμένει η λειτουργική γλώσσα της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και οι περισσότεροι από τους πρώτους Χριστιανούς και Πατέρες της Εκκλησίας ήταν Ελληνόφωνοι.Υπάρχουν μικρές ομάδες εθνικά Ελλήνων που ακολουθούν άλλα Χριστιανικά δόγματα όπως οι Έλληνες Καθολικοί, οι Ελληνες Ευαγγελικοί, οι Πεντηκοστιανοί οι Μάρτυρες του Ιεχωβά και ομάδες που ακολουθούν άλλες θρησκείες όπως οι Ρωμανιώτες και οι Σεφαρδίτες Εβραίοι και οι Ελληνόφωνοι Μουσουλμάνοι.

Οι Ελληνόφωνοι Μουσουλμάνοι ζουν κυρίως έξω από την Ελλάδα στη σύγχρονη εποχή. Υπάρχουν τόσο Χριστιανικές όσο και Μουσουλμανικές Ελληνόφωνες κοινότητες στο Λίβανο και τη Συρία, ενώ στην Τουρκία, στην περιοχή του Πόντου, υπάρχει μια μεγάλη κοινότητα μεσαίου μεγέθους, που εξαιρέθηκε από την ανταλλαγή πληθυσμών λόγω των θρησκευτικών της πεποιθήσεων.

Τέχνες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Ελληνική μουσική
Η Ανάληψη της Παρθένου του Ελ Γκρέκο

Η Ελληνική τέχνη έχει μακρά και ποικίλη ιστορία. Οι Έλληνες έχουν συνεισφέρει στις εικαστικές και παραστατικές τέχνες και στη λογοτεχνία. Στη Δύση η αρχαία Ελληνική τέχνη άσκησε μεγάλη επιρροή στη διαμόρφωση της Ρωμαϊκής και αργότερα της νεότερης δυτικής πολιτιστικής κληρονομιάς. Μετά την Αναγέννηση στην Ευρώπη η ανθρωπιστική αισθητική και τα υψηλά τεχνικά πρότυπα της Ελληνικής τέχνης ενέπνευσαν γενιές Ευρωπαίων καλλιτεχνών. Επίσης το 10ο αιώνα η κλασική παράδοση που προερχόταν από την Ελλάδα έπαιξε σημαντικό ρόλο στην τέχνη του δυτικού κόσμου. Στην Ανατολή οι κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου προκάλεσαν αρκετούς αιώνες ανταλλαγών μεταξύ ελληνικών, κεντροασιατικών και ινδικών πολιτισμών, με αποτέλεσμα την ελληνοβουδιστική τέχνη, που η επιρροή της έφτασε μέχρι την Ιαπωνία.

Η Ελληνική Βυζαντινή τέχνη, που προήλθε από την Ελληνιστική τέχνη και προσάρμοσε τα ειδωλολατρικά μοτίβα στην υπηρεσία του Χριστιανισμού, αποτέλεσε κίνητρο για την τέχνη πολλών εθνών. Οι επιρροές της μπορούν να ανιχνευθούν από τη Βενετία στη Δύση μέχρι το Καζακστάν στην Ανατολή. Με τη σειρά της η Ελληνική τέχνη επηρεάσθηκε από ανατολικούς πολιτισμούς στην κλασική αρχαιότητα και από τη νέα θρησκεία του Χριστιανισμού τη Ρωμαϊκή εποχή, ενώ η νεότερη Ελληνική τέχνη έχει σε μεγάλο βαθμό επηρεασθεί από τη δυτική τέχνη.

Από τους σημαντικούς νεότερους Ελληνες καλλιτέχνες είναι ο Αναγεννησιακός ζωγράφος Δομήνικος Θεοτοκόπουλος (Ελ Γκρέκο), ο Παναγιώτης Δοξαράς, ο Νικόλαος Γύζης, ο Νικηφόρος Λύτρας, ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Νίκος Εγγονόπουλος, ο Κωνσταντίνος Ανδρέου, ο Γιάννης Κουνέλλης, γλύπτες όπως ο Λεωνίδας Δρόσης, ο Γεώργιος Μπονάνος, ο Γιαννούλης Χαλεπάς και ο Ιωάννης Αβραμίδης, ο διευθυντής ορχήστρας Δημήτρης Μητρόπουλος, η υψίφωνος Μαρία Κάλλας, συνθέτες όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Νίκος Σκαλκώτας, ο Ιάννης Ξενάκης, ο Μάνος Χατζιδάκις, η Ελένη Καραΐνδρου, ο Yanni και ο Βαγγέλης Παπαθανασίου, η Νάνα Μούσχουρη, μία από τις μεγαλύτερες σε πωλήσεις τραγουδίστριες στον κόσμο, και ποιητές όπως ο Κωστής Παλαμάς, ο Διονύσιος Σολωμός, ο Άγγελος Σικελιανός και ο Γιάννης Ρίτσος. Ο Αλεξανδρινός Κωνσταντίνος Καβάφης και οι Νομπελίστες Γιώργος Σεφέρης και Οδυσσέας Ελύτης είναι μεταξύ των σημαντικότερων ποιητών του 20ού αιώνα. Το μυθιστόρημα εκπροσωπείται επίσης από τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και το Νίκο Καζαντζάκη.

Από τους σημαντικούς Έλληνες ηθοποιούς είναι η Μαρίκα Κοτοπούλη, η Μελίνα Μερκούρη, η Έλλη Λαμπέτη, η βραβευμένη με Όσκαρ Κατίνα Παξινού, ο Δημήτρης Χορν, ο Μάνος Κατράκης και η Ειρήνη Παππά. Ο Αλέκος Σακελλάριος, ο Μιχάλης Κακογιάννης και ο Θόδωρος Αγγελόπουλος είναι από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες.

Επιστήμες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Αρίσταρχος ο Σάμιος ήταν ο πρώτος που πρότεινε ένα ηλιοκεντρικό σύστημα τον 3ο αιώνα π.Χ.

Οι Έλληνες της κλασικής εποχής συνεισέφεραν αρκετά σημαντικά στην επιστήμη και συνέβαλαν στο να τεθούν τα θεμέλια αρκετών δυτικών επιστημονικών παραδόσεων όπως η φιλοσοφία, η ιστοριογραφία και τα μαθηματικά. Η πνευματική παράδοση των Ελληνικών ακαδημιών διατηρήθηκε κατά τη Ρωμαϊκή εποχή με αρκετά ακαδημαϊκά ιδρύματα στην Κωνσταντινούπολη, στην Αντιόχεια, στην Αλεξάνδρεια και άλλα Ελληνικά εκπαιδευτικά κέντρα, ενώ η Βυζαντινή επιστήμη ήταν ουσιαστικά συνέχεια της κλασικής επιστήμης. Οι Έλληνες έχουν μακρά παράδοση εκτίμησης και επένδυσης στην παιδεία (εκπαίδευση). Η παιδεία ήταν μια από τις υψηλότερες κοινωνικές αξίες στον Ελληνικό και στον Ελληνιστικό κόσμο, ενώ το πρώτο Ευρωπαϊκό ίδρυμα. που περιγράφεται ως πανεπιστήμιο, ιδρύθηκε στην Κωνσταντινούπολη του 5ου αιώνα και λειτούργησε με διάφορες μορφές μέχρι την άλωση της πόλης από τους Οθωμανούς το 1453. Το Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης ήταν το πρώτο κοσμικό ίδρυμα ανώτερης εκπαίδευσης στη Χριστιανική Ευρώπη, καθώς δεν διδάσκονταν θεολογικά θέματα και, λαμβάνοντας υπόψη την αρχική έννοια του πανεπιστημίου παγκοσμίως ως σώματος φοιτητών, επίσης το πρώτο πανεπιστήμιο του κόσμου.

Το 2007 η Ελλάδα είχε το όγδοο υψηλότερο ποσοστό εγγεγραμμένων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση (με το ποσοστό των γυναικών φοιτητών να είναι υψηλότερο από εκείνο των ανδρών), ενώ οι Έλληνες της Διασποράς εξίσου δραστηριοποιούνται στον τομέα της εκπαίδευσης. Εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες φοιτητές φοιτούν σε δυτικά πανεπιστήμια, ενώ το διδακτικό προσωπικό των κορυφαίων Δυτικών πανεπιστημίων περιλαμβάνει εντυπωσιακό αριθμό Ελλήνων διδασκόντων. Από τους σημαντικότερους Έλληνες επιστήμονες της νεότερης εποχής είναι ο Δημήτριος Γαλανός, ο Γεώργιος Παπανικολάου (εφευρέτης του ομώνυμου τεστ), ο Νίκολας Νεγρεπόντε, ο Κωνσταντίνος Καραθεοδωρή, ο Μανόλης Ανδρόνικος, ο Μιχάλης Δερτούζος, ο Ιωάννης Αργύρης, ο Παναγιώτης Κονδύλης, ο Ιωάννης Ηλιόπουλος (Βραβείο Ντιράκ του 2007 για τη συνεισφορά του στη φυσική του c κουάρκ, μείζονα συνεισφορά στη γέννηση του Καθιερωμένου Προτύπου, τη σύγχρονη θεωρία των Στοιχειωδών Σωματιδίων), ο Ιωσήφ Σηφάκης (Βραβείο Τούρινγκ, το "Βραβείο Νόμπελ" της Επιστήμης των Υπολογιστών του 2007, ο Χρίστος Παπαδημητρίου (Βραβείο Κνουθ του 2002 και Βραβείο Γκέντελ του 2012), ο Μιχάλης Γιαννακάκης (Βραβείο Κνουθ 2005) και ο Δημήτρης Νανόπουλος.

Σημαία της Ελλάδας με την φράση «Εν τούτω νίκα»....

Σύμβολα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ελληνική σημαία
Παραδοσιακή Ελληνική σημαία

Το σύμβολο που χρησιμοποιείται περισσότερο είναι η Σημαία της Ελλάδας, που αποτελείται από ισοπαχείς, οριζόντιες και εναλλασσόμενες λωρίδες, πέντε κυανές και τέσσερις λευκές, ενώ στην πάνω αριστερή γωνία, μέσα σε ένα κυανό τετράγωνο υπάρχει ένας λευκός σταυρός. Οι εννέα στο σύνολο λωρίδες συμβολίζουν τις συλλαβές της φράσης "ελευθερία ή θάνατος", που ήταν το σύνθημα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, ενώ ο σταυρός συμβολίζει την Ορθόδοξη Χριστιανική θρησκεία που είναι η επίσημη θρησκεία της Ελλάδας. Τα χρώματα, συμβολίζουν το κυανό της θάλασσας και το λευκό των κυμάτων. Η σημαία έχει ταυτιστεί με το σύνολο του ελληνικού έθνους και γι' αυτό χρησιμοποιείται συχνά από όλους τους Έλληνες ανεξαρτήτως του πού διαμένουν, καθώς και από τους Έλληνες της διασποράς. Έτσι η Ελληνική σημαία χρησιμοποιείται ευρέως από τους Ελληνοκύπριους, αν και η Κύπρος έχει επίσημα υιοθετήσει μια ουδέτερη σημαία για να αποφύγει τις εθνοτικές εντάσεις με την Τουρκοκυπριακή μειονότητα - δες Σημαία της Κύπρου.

Από το 1822 μέχρι το 1978, η επίσημη σημαία της Ελλάδας απεικόνιζε έναν λευκό σταυρό μέσα σε ένα κυανό πλαίσιο, σύμβολο το οποίο είναι άμεσα συνδεδεμένο με την Ελληνική Επανάσταση του 1821 και χρησιμοποιείται μέχρι και σήμερα. Αρκετές φορές, σε πίνακες που αφορούν στον Απελευθερωτικό Αγώνα, απεικονίζεται μια παραλλαγή της σημαίας αυτής, με κυανό σταυρό μέσα σε λευκό πλαίσιο.

Ένα πολύ διαδεδομένο εθνικό σύμβολο είναι το Εθνόσημο της Ελλάδας, το οποίο αποτελείται από έναν κυανό θυρεό που σχηματίζει μια αιχμή στο κέντρο της κάτω πλευράς, ο οποίος φέρει έναν λευκό σταυρό και περιβάλλεται από δύο κλαδιά δάφνης. Χρησιμοποιείται από τις Εθνικές δυνάμεις και από τις κρατικές υπηρεσίες.

Ένα άλλο πολύ αναγνωρίσιμο και δημοφιλές Ελληνικό σύμβολο είναι ο δικέφαλος αετός, το αυτοκρατορικό έμβλημα της τελευταίας δυναστείας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και σύμβολο κοινό στη Μικρά Ασία και αργότερα στην Ανατολική Ευρώπη. Δεν είναι τμήμα της σύγχρονης Ελληνικής σημαίας ή του θυρεού, αν και είναι επίσημα έμβλημα του Ελληνικού Στρατού και της σημαίας της Εκκλησίας της Ελλάδος. Είχε ενσωματωθεί στον Ελληνικό θυρεό μεταξύ 1925 και 1926.

Θάλασσα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αριστοτέλης Ωνάσης, ο γνωστότερος Έλληνας εφοπλιστής

Οι παραδοσιακές Ελληνικές πατρίδες υπήρξαν η Ελληνική χερσόνησος και το Αιγαίο Πέλαγος, η Νότια Ιταλία (Μεγάλη Ελλάδα), η Μαύρη Θάλασσα, οι Ιωνικές ακτές της Μικράς Ασίας και τα νησιά Κύπρος και Σικελία. Στο Φαίδωνα του Πλάτωνα ο Σωκράτης σημειώνει "εμείς (οι Έλληνες) ζούμε γύρω από μια θάλασσα όπως οι βάτραχοι γύρω από μια λίμνη" περιγράφοντας στους φίλους του τις Ελληνικές πόλεις του Αιγαίου. Η εικόνα αυτή επιβεβαιώνεται από το χάρτη της Παλιάς Ελληνικής Διασποράς, που αντιστοιχούσε στον Ελληνικό κόσμο μέχρι την ίδρυση του Ελληνικού κράτους το 1832. Η θάλασσα και το εμπόριο ήταν για τους Έλληνες φυσικές διέξοδοι, καθώς η Ελληνική χερσόνησος είναι βραχώδης και δεν παρέχει ευνοϊκές προοπτικές για τη γεωργία.

Έλληνες θαλασσοπόροι που ξεχώρισαν, ήταν μεταξύ άλλων ο Πυθέας ο Μασσαλιώτης, που έφθασε μέχρι τη βορειοδυτική Ευρώπη και ήταν ο πρώτος που περιέγραψε τον Ήλιο του Μεσονυχτίου, ο Σκύλαξ ο Καρυανδεύς, που εξερεύνησε τον Ινδικό Ωκεανό και την Ερυθρά Θάλασσα, ο Νέαρχος, ο Κοσμάς ο Ινδικοπλεύστης («αυτός που έπλευσε στον Ινδικό») και ο εξερευνητής του Βορειοδυτικού Περάσματος (του θαλάσσιου δρόμου που συνδέει τον Ατλαντικό και τον Ειρηνικό μέσω του Αρκτικού Ωκεανού) Ιωάννης Φωκάς. Οι Βυζαντινοί έλεγχαν τους θαλάσσιους δρόμους της Μεσογείου και το εμπόριο, μέχρι που ένας αποκλεισμός που επιβλήθηκε από το Βυζαντινό Αυτοκράτορα στο εμπόριο με το Χαλιφάτο άνοιξε την πόρτα για την Ιταλική εμπορική πρωτοκαθεδρία που ακολούθησε. Η ελληνική ναυτιλιακή παράδοση ανέκαμψε κατά την Οθωμανική κυριαρχία, οπότε αναπτύχθηκε μια σημαντική εμπορική μεσαία τάξη, που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην Ελληνική Επανάσταση. Σήμερα η ελληνική ναυτιλία συνεχίζει να ευημερεί, στον βαθμό που η Ελλάδα έχει το μεγαλύτερο εμπορικό στόλο στον κόσμο, ενώ πολύ περισσότερα πλοία Ελληνικής ιδιοκτησίας φέρουν Σημαίες ευκαιρίας. Ο σημαντικότερος εφοπλιστής του 20ού αιώνα ήταν ο Αριστοτέλης Ωνάσης και άλλοι οι Γιάννης Λάτσης, Σταύρος Λιβανός και Σταύρος Νιάρχος.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 26 Φεβρουαρίου 2018. Ανακτήθηκε στις 3 Ιανουαρίου 2018. 
  2. https://www.theguardian.com/business/2011/mar/28/greece-diaspora-bonds
  3. «Απογραφή 2021 – αποτελέσματα: 10.482.487 άτομα ο πληθυσμός της Ελλάδας». Καθημερινή. 19 Ιουλίου 2022. Ανακτήθηκε στις 19 Ιουλίου 2022. 
  4. «ΕΛΣΤΑΤ: Τα αποτελέσματα της απογραφής του πληθυσμού στην Ελλάδα». Καθημερινή. 30 Δεκεμβρίου 2022. Ανακτήθηκε στις 30 Δεκεμβρίου 2022. 
  5. Cole, J. (2011). Ethnic Groups of Europe: An Encyclopedia. Ethnic Groups of the World Series. Abc-Clio Incorporated. σελ. 92. ISBN 9781598843026. 
  6. «Where are the Greek communities of the world? | protothemanews.com». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 12 Οκτωβρίου 2015. 
  7. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29 Ιουνίου 2017. Ανακτήθηκε στις 12 Οκτωβρίου 2015. 
  8. «American FactFinder». Factfinder.census.gov. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 10 Νοεμβρίου 2011. Ανακτήθηκε στις 1 Μαρτίου 2014. 
  9. «Greece (08/09)». United States Department of State. Αυγούστου 2009. Ανακτήθηκε στις 1 Νοεμβρίου 2009. 
  10. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 18 Οκτωβρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 18 Οκτωβρίου 2017. 
  11. [1]
  12. Duff, Oliver (3 April 2008). «It's All Greek to Boris». The Independent (London). http://www.independent.co.uk/news/people/pandora/pandora-its-all-greek-to-boris-803996.html. Ανακτήθηκε στις 1 October 2009. 
  13. «Population, families and living arrangements in Germany». Statistisches Bundesamt. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 Ιουνίου 2018. Ανακτήθηκε στις 19 Μαΐου 2020. 
  14. «2016 Census of Population and Housing: T08. Country of Birth of Person by Sex; T09. Ancestry by Country of Birth of Parents». Censusdata.abs.gov.au. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (XLS) στις 10 Μαρτίου 2020. Ανακτήθηκε στις 24 Δεκεμβρίου 2017. 
  15. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 18 Οκτωβρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 18 Οκτωβρίου 2017. 
  16. [2]
  17. «Immigration and Ethnocultural Diversity Highlight Tables». statcan.gc.ca. 
  18. «Демоскоп Weekly - Приложение. Справочник статистических показателей». Demoscope.ru. Ανακτήθηκε στις 1 Μαρτίου 2014. 
  19. [3] Αρχειοθετήθηκε 2012-08-05 στο Wayback Machine. Αρχειοθετήθηκε 18 Μαΐου 2015 στη Wayback Machine του Internet Archive
  20. «2001 census». State Statistics Committee of Ukraine. Ανακτήθηκε στις 13 Απριλίου 2008. 
  21. «Los Griegos de Chile». Absolutgrecia.com. Ανακτήθηκε στις 1 Μαρτίου 2014. 
  22. «Grecia Salentina official site (in Italian)». www.greciasalentina.org.org. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 31 Δεκεμβρίου 2010. Ανακτήθηκε στις 1 Φεβρουαρίου 2011. La popolazione complessiva dell’Unione è di 54278 residenti così distribuiti (Dati Istat al 31° dicembre 2005. Comune Popolazione Calimera 7351 Carpignano Salentino 3868 Castrignano dei Greci 4164 Corigliano d'Otranto 5762 Cutrofiano 9250 Martano 9588 Martignano 1784 Melpignano 2234 Soleto 5551 Sternatia 2583 Zollino 2143 Totale 54278 
  23. Bellinello, Pier Francesco (1998). Minoranze etniche e linguistiche. Bios. σελ. 53. ISBN 9788877401212. ISBN 88-7740-121-4" "Le attuali colonie Greche calabresi; La Grecìa calabrese si inscrive nel massiccio aspromontano e si concentra nell'ampia e frastagliata valle dell'Amendolea e nelle balze più a oriente, dove sorgono le fiumare dette di S. Pasquale, di Palizzi e Sidèroni e che costituiscono la Bovesia vera e propria. Compresa nei territori di cinque comuni (Bova Superiore, Bova Marina, Roccaforte del Greco, Roghudi, Condofuri), la Grecia si estende per circa 233 kmq. La popolazione anagrafica complessiva è di circa 14.000 unità. 
  24. «Hellenic Republic Ministry of Foreign Affairs, Italy, The Greek Community». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 17 Ιουλίου 2006. Ανακτήθηκε στις 12 Οκτωβρίου 2015. Greek community. The Greek diaspora consists of some 30,000 people, most of whom are to be found in Central Italy. There has also been an age-old presence of Italian nationals of Greek descent, who speak the Greco dialect peculiar to the Magna Graecia region. This dialect can be traced historically back to the era of Byzantine rule, but even as far back as classical antiquity. 
  25. «Greece and sub-Saharan African Countries Bilateral Relations». Hellenic Republic Ministry of Foreign Affairs. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Ιουνίου 2008. Ανακτήθηκε στις 1 Μαρτίου 2014. 
  26. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 17 Ιουλίου 2006. Ανακτήθηκε στις 18 Δεκεμβρίου 2017. 
  27. «The Greek Community». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Ιουνίου 2007. Ανακτήθηκε στις 12 Οκτωβρίου 2015. 
  28. Διμερείς σχέσεις με χώρες-μέλη της Ε Ε: Γαλλία [Bilateral relations with member countries of the EU: France]. Μάρτιος 2009. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Ιανουαρίου 2010. Ανακτήθηκε στις 12 Οκτωβρίου 2015. 
  29. Hellenic Republic: Ministry of Foreign Affairs: France: The Greek Community Αρχειοθετήθηκε 2012-08-19 στο Wayback Machine.
  30. Pettifer, James. The Greeks: The land and people since the war. Penguin Uk, 2000.
  31. «Hellenic Republic Ministry of Foreign Affairs, Argentina, The Greek Community». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Αυγούστου 2012. Ανακτήθηκε στις 12 Οκτωβρίου 2015. 
  32. Hellenic Republic: Ministry of Foreign Affairs: Argentina: The Greek Community Αρχειοθετήθηκε 2006-07-17 στο Wayback Machine.
  33. «The Greek minority of Turkey». Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 22 Ιανουαρίου 2017. 
  34. «Foreign Ministry: 89,000 minorities live in Turkey» (στα αγγλικά). Today's Zaman. 2008-12-15. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2010-05-01. https://web.archive.org/web/20100501063653/http://www.todayszaman.com/tz-web/detaylar.do?load=detay&link=161291. Ανακτήθηκε στις 2008-12-15. 
  35. «Greeks Living in Turkey». ΜΕΓΑ ΡΕΥΜΑ (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 23 Μαρτίου 2021. 
  36. «Minority Rights Group International : Turkey : Rum Orthodox Christians». Minorityrights.org. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29 Μαρτίου 2014. Ανακτήθηκε στις 1 Μαρτίου 2014. 
  37. «Pontic Greek». www.ethnologue.com/. Ανακτήθηκε στις 1 Μαρτίου 2014. 
  38. «Romeika - Pontic Greek (tr)». Karalahana.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 25 Φεβρουαρίου 2014. Ανακτήθηκε στις 1 Μαρτίου 2014. 
  39. «Pontic Greek (Trabzon Of dialect) - Turkish Dictionary (tr)». Karalahana.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Μαρτίου 2008. Ανακτήθηκε στις 1 Μαρτίου 2014. 
  40. [4]
  41. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Σεπτεμβρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 18 Οκτωβρίου 2017. 
  42. Erwin Dopf. «Migraciones europeas minoritarias». Espejodelperu.com.pe. Ανακτήθηκε στις 1 Μαρτίου 2014. 
  43. [5] Αρχειοθετήθηκε 2002-10-08 στο Wayback Machine. Αρχειοθετήθηκε 6 Οκτώβριος 2003 στη Wayback Machine του Internet Archive
  44. Eurominority: Greeks in Georgia Αρχειοθετήθηκε 2009-01-16 στο Wayback Machine.[απέτυχε η επαλήθευση]
  45. «Greek community of Sweden». Hellenic Ministry of Foreign Affairs. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Αυγούστου 2012. Ανακτήθηκε στις 12 Οκτωβρίου 2015. 
  46. «Ethnodemographic situation in Kazakhstan» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 7 Μαρτίου 2008. Ανακτήθηκε στις 12 Οκτωβρίου 2015. 
  47. «Switzerland». www.mfa.gr. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 7 Μαΐου 2008. Ανακτήθηκε στις 24 Δεκεμβρίου 2008. 
  48. «GREEKS IN UZBEKISTAN - Central Asia-Caucasus Institute Analyst». www.cacianalyst.org. Ανακτήθηκε στις 24 Δεκεμβρίου 2008. 
  49. Greeks in Romania Αρχειοθετήθηκε 19/05/2020, στο Wayback Machine.
  50. The Ethnic Minorities of Armenia, Garnik Asatryan, Victoria Arakelova.
  51. Bevölkerung nach Staatsangehörigkeit und Geburtsland
  52. «Kozponti Statisztikai Hivatal» (PDF). Ksh.hu. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 17 Ιουλίου 2019. Ανακτήθηκε στις 1 Μαρτίου 2014. 
  53. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 7 Αυγούστου 2020. Ανακτήθηκε στις 18 Οκτωβρίου 2017. 
  54. [6] Αρχειοθετήθηκε 21 Νοέμβριος 2014 στη Wayback Machine του Internet Archive
  55. «GUS - Główny Urząd Statystyczny - Demographic Yearbook of Poland 2012». 4 Δεκεμβρίου 2012. .zip archive, 03_population-results_of_censuses_DY2012.xls table 36. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Απριλίου 2013. Ανακτήθηκε στις 4 Απριλίου 2013. 
  56. «Štatistický úrad SR :: Home» (στα Σλοβακικά). Portal.statistics.sk. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29 Μαρτίου 2014. Ανακτήθηκε στις 1 Μαρτίου 2014. 
  57. Bryce 2006, σελ. 91
  58. Cadogan & Langdon Caskey 1986, σελ. 125
  59. CIA World Factbook on Greece: Greek Orthodox 98%, Greek Muslim 1.3%, other 0.7%
  60. "The Greeks". Encyclopædia Britannica. US: Encyclopædia Britannica Inc. 2008. Online Edition
  61. Guibernau, Montserrat; Hutchinson, John, eds. (2004). History and National Destiny: Ethnosymbolism and its Critics. Oxford: Wiley-Blackwell. p. 23. ISBN 1-4051-2391-5. "Στην πραγματικότητα ο Σμιθ τονίζει ότι ο μύθος της θείας εκλογής συντηρεί τη συνέχεια της πολιτιστικής ταυτότητας και εν προκειμένω έχει επιτρέψει σε ορισμένες προνεωτερικές κοινότητες, όπως οι Εβραίοι, οι Αρμένιοι και οι Έλληνες, να επιβιώνουν και να αντέχουν επί αιώνες και χιλιετίες(Smith 1993: 15-20)."
  62. Smith, Anthony D. (1999). Myths and memories of the nation. Oxford University Press. p. 21. ISBN 0-19-829534-0. "Τονίζει το ρόλο των μύθων, των μνημών και των συμβόλων του εθνικώς εκλεκτού λαού, του τραύματος και του 'χρυσού αιώνα' των αγίων, των σοφών και των ηρώων στην άνοδο του νεότερου εθνικισμού μεταξύ των Εβραίων, Αρμενίων και Ελλήνων - των αρχέτυπων λαών της διασποράς"
  63. In the Shadow of Olympus The Emergence of Macedon, Eugene N. Borza, Editions Paperback, 1992, ISBN 9780691008806, σελ. 62
  64. Γεώργιος Φραντζής (1477). Το Χρονικό της Αλώσεως
  65. Μπαμπινιώτης Γεώργιος επιμ., Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Κέντρο Λεξικολογίας, 1998
  66. Jeffries 2002, p. 69: "It is difficult to know how many ethnic Greeks there are in Albania. The Greek government, it is typically claimed, says there are around 300,000 ethnic Greeks in Albania, but most Western estimates are around the 200,000 mark ..."
  67. Friedman, V A (2009). «Balkans as a Linguistic Area». Στο: Keith Brown. Concise encyclopedia of languages of the world (1η έκδοση). Amsterdam: Elsevier. σελ. 119. ISBN 978-0-08-087774-7. 


Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]