Κύμη (Μεγάλη Ελλάδα)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Κύμη
Κύμη / Κύμαι / Κύμα
Cuma
Άποψη της ακρόπολης της Κύμης, όπως αυτή φαίνεται από την κάτω πόλη.
Κύμη (Μεγάλη Ελλάδα) is located in Ιταλία
Κύμη (Μεγάλη Ελλάδα)
ΤοποθεσίαΚούμα, Νάπολη (επαρχία), Καμπανία, Ιταλία
ΠεριοχήΜεγάλη Ελλάδα
Συντεταγμένες40°50′55″N 14°3′13″E / 40.84861°N 14.05361°E / 40.84861; 14.05361Συντεταγμένες: 40°50′55″N 14°3′13″E / 40.84861°N 14.05361°E / 40.84861; 14.05361
ΕίδοςΟικισμός
Ιστορία
ΚατασκευαστήςΆποικοι από την Εύβοια
Ίδρυση8ος αιώνας π.Χ.
Εγκατάλειψη1207 μ.Χ.
ΠερίοδοιΑρχαϊκή Περίοδος έως Μέσος Μεσαίωνας
Σχετιζόμενο μεΚυμαία Σίβυλλα, Γάιος Βλόσσιος
ΓεγονόταΝαυμαχία της Κύμης
Σημειώσεις
ΔιαχείρισηDirezione Regionale per i Beni Culturali e Paesaggistici della Campania
ΙστοσελίδαSito Archeologico di Cuma (Ιταλικά)
Ερείπια του ναού του Απόλλωνα στην Κύμη

Η Κύμη ήταν αρχαία ελληνική αποικία της Κάτω Ιταλίας στην περιοχή της Καμπανίας, βορειοδυτικά της Νάπολης. Ιδρύθηκε από Ευβοείς από τη Χαλκίδα και την Κύμη στα μέσα του 8ου αιώνα. Ήταν η πρώτη ελληνική αποικία στην Ιταλική ενδοχώρα και από τις πρώτες αποικίες που ιδρύθηκαν κατά τον δεύτερο ελληνικό αποικισμό. Από την αποικία Κύμη θεωρείται πως εισήχθη το ελληνικό αλφάβητο στην Ιταλική χερσόνησο.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πρώιμη περίοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Κύμη ιδρύθηκε κατά τον 8ο αιώνα π.Χ. από αποίκους που προέρχονταν από την Εύβοια, και συγκεκριμένα από τις πόλεις Χαλκίδα και Κύμη, με αρχηγούς τον Ιπποκλή τον Κυμαίο και τον Μενασθένη από τη Χαλκίδα, όπως αναφέρει ο Στράβων[1]. Οι Ευβοείς είχαν αποικίσει αρχικά το απέναντι νησί Ίσκια, το οποίο ονομαζόταν Πιθηκούσσες. Με βάση τις Πιθηκούσσες αποίκησαν στη συνέχεια την απέναντι ακτή[2]. Η πόλη ευδοκίμησε τα πρώτα χρόνια της ίδρυσής της και λίγα χρόνια μετά ίδρυσε την αποικία Ζάγκλη στη Σικελία, τη μετέπειτα Μεσσήνη. Η κυριαρχία της Κύμης στην περιοχή ενισχύθηκε τα επόμενα χρόνια. Τον 5ο αιώνα π.Χ. ίδρυσε λίγο νοτιότερά της την αποικία Νεάπολη, τη μετέπειτα Νάπολη.

Η άνοδος της Κύμης οδήγησε τις γειτονικές φυλές να συνασπιστούν εναντίον της. Ο συνασπισμός αυτός όμως ηττήθηκε από τους Κυμαίους το 524 π.Χ. Η Κύμη βρισκόταν τότε υπό την ηγεσία του Αριστόδημου του Μαλακού. Οι Κυμαίοι επίσης συμμαχώντας με τους Συρακούσιους νίκησαν τον Ετρουσκικό στόλο στη ναυμαχία της Κύμης το 474 π.Χ.

Κατάκτηση από τους Όσκους και τους Ρωμαίους[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Σπηλιά της Κυμαίας Σιβύλλας

Η Κύμη τελικά κατέρρευσε το 421 π.Χ. όταν η τοπική φυλή των Όσκων κατέλαβε την πόλη και ερήμωσε τη γύρω περιοχή. Πολλοί κάτοικοι της Κύμης μετά την καταστροφή κατέφυγαν στη γειτονική τους αποικία, Νεάπολη[3]. Η Κύμη στη συνέχεια το 338 π.Χ. πέρασε κάτω από την εξουσία των Ρωμαίων. Κατά τον δεύτερο καρχηδονιακό πόλεμο η Κύμη αντιστάθηκε στον στρατό του Αννίβα[4].

Κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο η πόλη δεν γνώρισε ταραχές, και η ηρεμία αυτή διατηρήθηκε μέχρι τις αρχές του 5ου αιώνα μ.Χ., οπότε η Κύμη δέχτηκε επανειλημμένες επιθέσεις και καταστροφές από τους Γότθους. Τον 6ο αιώνα οι Βυζαντινοί με τον στρατηγό Βελισάριο ανέκτησαν τον έλεγχο της περιοχής για διάρκεια μισού αιώνα περίπου, οπότε και κυριάρχησαν οι Λομβαρδοί. Η Κύμη καταστράφηκε τελικά το 1207 όταν μία δύναμη από τη Νάπολη κατέστρεψε την πόλη που είχε μετατραπεί σε οχυρό ληστών.

Η Κυμαία Σίβυλλα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Κυμαία Σίβυλλα ήταν ιέρεια του μαντείου του Απόλλωνα στην Κύμη. Η Σίβυλλα αυτή ήταν η διασημότερη στον Ρωμαϊκό κόσμο, αντίστοιχα με τη Σίβυλλα της Ερυθραίας για τον ελληνικό κόσμο. Το ιερό της Κυμαίας Σίβυλλας ανασκάφηκε το 1932[5]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Στράβων βιβλίο Ε΄ ῥεῖ δ΄ οὗτος διὰ Ὀυενάφρου καὶ τῆς Καμπανίας μέσης. ταύταις δ΄ ἐφεξῆς ἔστι Κύμη Χαλκιδέων καὶ Κυμαίων παλαιότατον κτίσμα· πασῶν γάρ ἐστι πρεσβυτάτη τῶν τε Σικελικῶν καὶ τῶν Ἰταλιωτίδων. οἱ δὲ τὸν στόλον ἄγοντες͵ Ἱπποκλῆς ὁ Κυμαῖος καὶ Μεγασθένης ὁ Χαλκιδεύς͵ διωμολογήσαντο πρὸς σφᾶς αὐτούς͵ τῶν μὲν [τὴν] ἀποικίαν εἶναι τῶν δὲ τὴν ἐπωνυμίαν· ὅθεν νῦν μὲν προσαγορεύεται Κύμη͵ κτίσαι δ΄ αὐτὴν Χαλκιδεῖς δοκοῦσι.
  2. Λίβιος, viii.22.
  3. Λίβιος, iv.44; Διόδωρος Σικελιώτης, xii. 76.
  4. Λίβιος, xxiii.35-37.
  5. «Η Κυμαία Σίβυλλα». Ανακτήθηκε στις 9 Απριλίου 2010. [νεκρός σύνδεσμος]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]