Πατριάρχης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Τμήμα μιας σειράς λημμάτων
Βαθμοί Ιεροσύνης της
Επίσκοπος
Πρεσβύτερος
Διάκονος

Πατριάρχης είναι ο αρχηγός της πατριάς, του γένους. Αρχικά ο πατριάρχης ήταν ένα άτομο που ασκούσε αυτοκρατορική εξουσία ως η κεφαλή της ευρύτερης οικογένειας. Αυτό το σύστημα εξουσίας που ασκείται από άρρενες αρχηγούς ονομάζεται πατριαρχία.

Στην εβραϊκή ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με τις Εβραϊκές Γραφές ως πατριάρχης αναφέρεται ο αρχηγός φυλής του Ισραήλ, με πολλούς απογόνους, όπως οι προπάτορες του έθνους Ισραήλ Αβραάμ, Ισαάκ, Ιακώβ και οι 12 γιοι του. Την ιστορία των πατριαρχών αφηγείται το βιβλίο της Γένεσης. Πατριάρχες αποκλήθηκαν επίσης οι προεδρεύοντες στα Ιουδαϊκά συμβούλια στη Συρία και την Περσία μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ.

Από τα τέλη του 1ου αιώνα ως τις αρχές του 5ου αιώνα (με την κατάλυση του θεσμού από τον Θεοδόσιο Β') οι Ιουδαίοι έδιναν τον τίτλο του Πατριάρχη σε μια σειρά θρησκευτικών ηγετών, οι οποίοι πιστευόταν ότι κατάγονταν από τη φυλή του Ιούδα.[1]

Στην εκκλησιαστική ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χάρτης της πενταρχίας επί Ιουστινιανού

Στην εκκλησιαστική Ιστορία αναφέρεται ότι αρχικά όλοι οι επίσκοποι ελάμβαναν αυτό τον τίτλο του Πατριάρχη[εκκρεμεί παραπομπή]. Από τον 5ο όμως αιώνα άρχισε να περιορίζεται, χορηγούμενος μόνο στους επισκόπους των πέντε πρεσβυγενών θρόνων της χριστιανοσύνης, δηλαδή της Ρώμης, Κωνσταντινούπολης, Αλεξάνδρειας, Αντιόχειας και Ιερουσαλήμ.

Η αρμοδιότητά τους επεκτάθηκε στα γειτονικά εδάφη και περιέλαβε ορισμένα σημαντικά δικαιώματα, όπως το δικαίωμα να ορίζει τους τοπικούς Μητροπολίτες, να συγκαλούν σύνοδο αυτών, να ασκούν πειθαρχική και ποινική εξουσία επ΄ αυτών και να ιδρύουν μοναστήρια καλούμενα «σταυροπηγιακά» εκ του σταυρού που έστελνε ο Πατριάρχης και «επήγνυτο» στα θεμέλια, αντί του κατά Βασιλικού εθίμου θεμέλιου λίθου.

Οι πρώτοι επίσκοποι που ασκούν τέτοιες εκτενείς δράσεις είναι της Ρώμης (αρμοδιότητα πέρα από την Ιταλία), Αλεξάνδρειας (αρμοδιότητα πέρα από την Αίγυπτο και τη Λιβύη) και Αντιόχειας (αρμοδιότητα σε εκτεταμένες περιοχές της Μικράς Ασία). Αυτοί οι τρεις αναγνωρίστηκαν από την Α' Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας (325 μ.Χ.). Το 398 ο Επίσκοπος Ρώμης έπαψε να χρησιμοποιεί το τίτλο αυτό, καλούμενος πλέον Πάπας. Η Δ' Οικουμενική Σύνοδος της Χαλκηδόνας (451) αναγνώρισε επίσης ως πατριαρχεία την Εκκλησία της Ιερουσαλήμ και την Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης. Σύμφωνα με τον 28ο κανόνα αυτής της Συνόδου, διάφορα προνόμια («πρεσβεία») χορηγήθηκαν στο θρόνο της Κωνσταντινούπολης, με βάση τα οποία αναρριχήθηκε στη θέση του δεύτερου μετά από τη Ρώμη και η δικαιοδοσία του επεκτάθηκε πέρα από τη Θράκη, την Ασία και τον Πόντο.

Αν και ο επίσκοπος της Ρώμης διαμαρτυρήθηκε ενάντια στη σημασία και την έκταση της αρμοδιότητας του Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινούπολης, ο τελευταίος έγινε λίγο αργότερα Οικουμενικός Πατριάρχης, δηλαδή ο πρώτος μεταξύ των υπολοίπων Πατριαρχείων της Ανατολής, προσφωνούμενος Παναγιώτατος, των υπολοίπων δε τριών προσφωνουμένων με τον τίτλο του Μακαριωτάτου, ενώ ο Αλεξανδρείας μόνο φέρει και τον τίτλο του Πάπα.

Πατριάρχες έχουν ακόμη οι Ρώσοι, Ρουμάνοι, Σέρβοι, από το 1953 οι Βούλγαροι και πρόσφατα από το 1990 οι Γεωργιανοί. Επίσης οι Αρμένιοι έχουν πέντε Πατριάρχες (Κωνσταντινούπολη, Σις, Αγδαμάρ, Ρούρ-Καλέ, Ιερουσαλήμ) και πρώτο «τη τάξει» καθολικό εις Εσμιατζίν. Οι Σύροι Ιακωβίτες έχουν τον Πατριάρχη Αντιοχείας. Οι Κόπτες έχουν τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας και Ιερουσαλήμ θεωρούμενο διάδοχο του Ευαγγελιστού Μάρκου. Και οι Μαρωνίτες του Λιβάνου έχουν τον φέροντα πάντα το όνομα Πέτρος Πατριάρχη Αντιοχείας.

Αντίθετα η Δυτική Εκκλησία, για να προσελκύσει τους Χριστιανούς της Ανατολής[εκκρεμεί παραπομπή] ίδρυσε τα Πατριαρχεία των Νεστοριανών Χαλδαίων στο Ντιγιάρμπακιρ, των Αρμενοκαθολικών στη Κωνσταντινούπολη και στο Λίβανο, των Σύρων και Ιακωβιτών εις Μαρντίν και Χαλέπι και των Ενωμένων Κοπτών στο Κάιρο. Επίσης η Δυτική Εκκλησία μη αναγνωρίζουσα τους Πατριάρχες της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, όρισε Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως εδρεύοντα στον Άγιο Πέτρο, Αλεξανδρείας[2] στον Άγιο Παύλο, Αντιοχείας στο Ναό της Μείζονος Μαρίας και τέλος των Ιεροσολύμων εδρεύοντα από του 1847 στην Ιερουσαλήμ.

Σημ.: Τον τίτλο του Πατριάρχη στη Δύση φέρουν οι Καρδινάλιοι Αρχιεπίσκοποι της Βενετίας, της Λισαβόνας και του Τολέδου.

Υποσημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Μανουήλ Ι. Γεδεών, Πατριαρχικοί Πίνακες, 1890, σ. 8, 9.
  2. Ο της Δυτικής Εκκλησίας Πατριάρχης Αλεξανδρείας ήταν εκείνος που ιερουργούσε ελληνιστί στη νεκρώσιμη ακολουθία του Πάπα Ιωάννη Παύλου Β'

Βλέπε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]