Μπίτολα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 41°1′55″N 21°20′5″E / 41.03194°N 21.33472°E / 41.03194; 21.33472

Μπίτολα

Σημαία

Έμβλημα
Τοποθεσία στο χάρτη
Τοποθεσία στο χάρτη
Μπίτολα
41°1′55″N 21°20′5″E
ΧώραΒόρεια Μακεδονία
Διοικητική υπαγωγήΔήμος Μπίτολα
Γεωγραφική υπαγωγήΠελαγονία
 • Μέλος του/τηςΔίκτυο Δημιουργικών Πόλεων
Έκταση422,39 km²
Υψόμετρο576 μέτρα
Πληθυσμός69.287 (2021)[1]
Ταχ. κωδ.7000
Τηλ. κωδ.043 και 047
Ζώνη ώραςώρα Κεντρικής Ευρώπης (επίσημη ώρα)
θερινή ώρα Κεντρικής Ευρώπης (Θερινή Ώρα Ευρώπης)
ΙστότοποςΕπίσημος ιστότοπος
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Η (ή τα) Μπίτολα[2][3] ή Μοναστήρι[4] (σλαβομακεδονικά: Битола [ˈbitɔɫa] , αλβανικά: Manastiri, τουρκικά: Manastır, βλάχικα: Μπίτουλε, Μπίτουλι, σερβικά: Битољ‎, και παλαιότερα Βουτέλιο, Βιτώλια,[5] και Μπιτώλια[6]) είναι πόλη της Βόρειας Μακεδονίας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα της κοιλάδας της Πελαγονίας, περιβαλλόμενη από τις οροσειρές Βαρνούντας και Βόρας, 14 χλμ. βόρεια της μεθοριακής διέλευσης Μετζίτλια-Νίκη προς την Ελλάδα. Η πόλη βρίσκεται σε σημαντικό κόμβο, που συνδέει τη νότια περιοχή της Αδριατικής θάλασσας με το Αιγαίο Πέλαγος και την Κεντρική Ευρώπη και είναι διοικητικό, πολιτιστικό, βιομηχανικό, εμπορικό και εκπαιδευτικό κέντρο. Από την οθωμανική εποχή ήταν γνωστή και ως η «πόλη των προξένων», δεδομένου ότι πολλές ευρωπαϊκές χώρες διέθεταν προξενεία στην Μπίτολα.

Όντας έδρα του ομώνυμου δήμου είναι η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Βόρειας Μακεδονίας σύμφωνα με την απογραφή του 2002.[7] Η πόλη βρίθει αξιόλογων πολιτιστικών μνημείων, χαρακτηριστικότερα όλων ο καθεδρικός ναός του Αγίου Δημητρίου (1830), μία από τις μεγαλύτερες Ορθόδοξες εκκλησίες της Βόρειας Μακεδονίας, η σκεπαστή αγορά, το παλιό παζάρι (19ος αι.), ο Πύργος με το Ρολόι (17ος αι.), το τέμενος του Αϊντάρ Καντί (16ος αι.) αλλά και πλήθος νεοκλασικών αρχοντικών του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα στον φημισμένο κεντρικό δρόμο της πόλης Σιρόκ Σοκάκ (Широк Сокак).

Η Μπίτολα είναι μια από τις αρχαιότερες πόλεις στην επικράτεια της Βόρειας Μακεδονίας, έχοντας ιδρυθεί ως Ηράκλεια Λυγκηστίς στα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. από τον Φίλιππο Β΄ της Μακεδονίας. Ως Μαναστίρ ήταν η τελευταία πρωτεύουσα της Οθωμανικής Ρωμυλίας το 1836-1867.

Ονομασία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ονομασία Χρονική Περίοδος (ενδεικτικά για τα έργα στις οποίες βρίσκεται το όνομα)
Ηράκλεια Λυγκηστίς Το όνομα αφορά την πόλη που υπήρχε στο διάστημα 4ος αιώνας π.Χ. - 6ος αιώνας μ.Χ., αλλά το χρησιμοποιούσαν (όχι συχνά) και αργότερα στο Βυζάντιο, για τα Μπίτολα
Πελαγονία από τους Βυζαντινούς, οι οποίοι ανέφεραν την πόλη με το όνομα της επαρχίας
Butella (Μπούτελλα) 1170-1184 (ημ/νία συγγραφής του έργου του Γουιλέλμου της Τύρου)
Τόλι-Μοναστίρ 1834, 1875-89, 1888, 1902-1910, 1913-1936
Τόλι-Μαναστίρ
Τόλι-Μεναστίρ 1846, 1864
Vitolia 1902-1910, 1906
Βιτώλια 1863, 1868, 1871, 1891, 1897, 1903
Monastir 1906
Βίτολα 2012
Μπίτολα 1100-σήμερα
Μοναστήρι μέχρι σήμερα (Ελλάδα)

Η πόλη αναφέρεται με ένα μεγάλο αριθμό ονομάτων. Αρχικά αναφερόταν με το όνομα της αρχαιότερης γειτονικής πόλης, Ηράκλεια Λυγκηστίς. Σε επιγραφή που βρέθηκε, η οποία αναφέρεται στο μεσαιωνικό φρούριο της πόλης, το οποίο χτίστηκε το 1015, αναγράφεται με κυριλλικό αλφάβητο η ονομασία «Битола» (Μπίτολα)[8][9][10]. Επίσης ως Μπίτολα αναφέρεται σε χρυσόβουλλο του αυτοκράτορα Βασιλείου Β' το οποίο χρονολογείται από το 1019/1020.[11] Αργότερα αναφερόταν και ως «Βουτέλιον» ή «Βιτώλια», εξ ου και τα ονόματα «Μπούτελα» (από τον Ουίλιαμ της Τύρου)[12] και «Μπούτιλι» (από τον Άραβα γεωγράφο αλ-Ιντρισί). Οι Βυζαντινοί την ανέφεραν και ως «Πελαγονία» (δηλαδή με το όνομα της περιοχής).[13][14]

Κατά την Τουρκοκρατία, το όνομα της πόλης ήταν «Μοναστήρι» ή «Μαναστίρ»[σημ. 1] για την πόλη (Manastır, οθωμανική γραφή: مناستر), όπως και στα αλβανικά ονομασία «Μαναστίρι». Κοινό ήταν και ένα όνομα με τις δυο ονομασίες μαζί (τη σλαβική και την ελληνική): Τόλι-Μοναστίρ (Toli - Monastir)[15] [16] [17][18][19][20][21] ή Τόλι-Μεναστίρ (Toli-Menastir).[22][23] Το αρωμανικό όνομα «Μπίτουλι» προέρχεται επίσης από το σλαβικό όνομα. Οι σύγχρονες σλαβικές παραλλαγές του ονόματος περιλαμβάνουν το βουλγαρικό «Μπίτολια» (Битоля), το σερβικό «Βίτολ(ι)» (Битољ, με λατ. αλφ. Bitolj) και το σλαβομακεδονικό «Μπίτολα» (Битола).

Το ελληνικό όνομα της πόλης, το οποίο συνεχίζει να είναι διαδεδομένο και στη σύγχρονη εποχή, είναι Μοναστήρι. Από την ελληνική ονομασία προέρχεται και η τουρκική λέξη «Manastir».

Σύμφωνα με τη Βουλγαρική Ακαδημία Επιστημών, οι περισσότερες αναλύσεις γύρω από την ετυμολογία του ονόματος Μπίτολα είναι ασαφείς και συνήθως καταλήγουν σε χαλαρές μεταφράσεις με βάση την ονομασία στα ελληνικά, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη ορισμένα γεωγραφικά χαρακτηριστικά και την παρουσία φρυγικών φυλών στην περιοχή κατά την αρχαιότητα.[24] Κατά τον Άντριαν Ρουμ, η ονομασία Μπίτολα προέρχεται από τη λέξη της αρχαίας εκκλησιαστικής σλαβονικής γλώσσας «Όμπιτελ» (μοναστήρι), καθώς η πόλη ήταν γνωστή για το μοναστήρι της. Όταν το νόημα της λέξης δεν γινόταν πλέον αντιληπτό, έχασε το πρόθεμα «o».[25]

Γεωγραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πανοραμική εικόνα της πόλης από τον λόφο Krkkardaš.

Η Μπίτολα βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα της Βόρειας Μακεδονίας. Η πόλη είναι χτισμένη στο νότιο τμήμα της κοιλάδας της Πελαγονίας, περικυκλωμένη από τον ορεινό όγκο του Βαρνούντα και του Βόρα (ή Καϊμακτσαλάν) – σλαβομακεδονικά «Μπάμπα» και «Νίτζε» αντιστοίχως – 14 χλμ. βόρεια των συνόρων με την Ελλάδα. Είναι σημαντικός κόμβος που ενώνει τα νότια της Αδριατικής, με το Αιγαίο και την Κεντρική Ευρώπη.

Καλύπτοντας περιοχή 1,798 χλμ² και με πληθυσμό 122,173 κατοίκων (1991). Ο ποταμός Ντραγκόρ (ο αρχαίος Υδραγόρας) κυλά μέσα από την πόλη που είναι κτισμένη σε ύψος 615 μέτρων πάνω από τη στάθμη της θάλασσας, στις παρυφές του Βαρνούντα. Η ψηλότερη κορυφή (Πελιστέρ δηλ. Περιστέρι, 2601 μ.) είναι εθνικό πάρκο με χιονοδρομικό κέντρο και με μοναδική χλωρίδα και πανίδα. Ανάμεσα στις διαφορετικές ποικιλίες ξεχωρίζει το σπάνιο είδος μακεδονικής πεύκης (ή βαλκανική πενταβέλονη πεύκη, επιστ. ονομ. pinus peuce).

Κλίμα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Μπίτολα έχει ήπιο ηπειρωτικό κλίμα, χαρακτηριστικό της περιοχής της Πελαγονίας, με ζεστά και ξηρά καλοκαίρια και κρύους χειμώνες με χιόνια.

Κλιματικά δεδομένα Bitola (1961–1990, ακρότατα 1948–1993)
Μήνας Ιαν Φεβ Μάρ Απρ Μάι Ιούν Ιούλ Αύγ Σεπ Οκτ Νοε Δεκ Έτος
Υψηλότερη Μέγιστη °C (°F) 17.2 21.2 31.2 30.0 32.5 38.0 40.6 39.0 36.0 30.8 26.1 19.4 40,6
Μέση Μέγιστη °C (°F) 3.3 6.5 11.3 16.5 21.7 25.9 28.6 28.5 24.8 18.3 11.5 5.3 16,9
Μέση Μηνιαία °C (°F) −0.8 1.9 6.3 11.1 15.7 19.5 21.7 21.1 17.2 11.4 6.2 1.0 11,0
Μέση Ελάχιστη °C (°F) −4.5 −2.3 1.3 5.0 8.7 11.7 13.1 12.8 9.9 5.6 1.7 −2.6 5,0
Χαμηλότερη Ελάχιστη °C (°F) −29.4 −26.1 −18.7 −3.5 −1.6 3.3 5.4 2.6 −1 −6.1 −15.3 −26.7 −29,4
Υετός mm (ίντσες) 50,1 49,9 51,2 43,8 61 40,4 40,2 31,2 35 55,9 73,2 68 599,9
υγρασίας 83 78 71 65 65 60 56 57 64 72 79 83 69
Μέσες ημέρες κατακρημνίσεων (≥ 1.0 mm) 8 8 8 7 8 6 5 4 5 6 8 9 82
Μέσες μηνιαίες ώρες ηλιοφάνειας 81.1 106.9 155.2 199.2 250.5 291.3 334.0 312.2 241.0 176.5 111.1 75.9 2.334,9
Πηγή #1: NOAA[26]
Πηγή #2: Deutscher Wetterdienst (extremes)[27]

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η καθολική εκκλησία της Ιερής Καρδιάς του Ιησού, στον κεντρικό δρόμο της Μπίτολα

Προϊστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ευρύτερη περιοχή στην οποία είναι κτισμένη η Μπίτολα είναι πλούσια σε μνημεία της προϊστορικής περιόδου. Σημαντικοί αρχαιολογικοί χώροι είναι η Τούμπα (γήλοφος) της Βέλουσκα και η Τούμπα της Μπάρας κοντά στο χωριό Ποροντίν. Από τη Χαλκολιθική περίοδο ξεχωρίζουν οι χώροι της τούμπας κοντά στο χωριό Τσερνομπούκι, του Σούπλεβεκ κοντά στο χωριό Σούβοντολ και του Βίσοκ Ριντ, κοντά στο χωριό Μπούκρι. Η Εποχή του Χαλκού αντιπροσωπεύεται από την τούμπα κοντά στο χωριό Κάνινο και τον χώρο με το ίδιο όνομα κοντά στο χωριό Καραμάνι.

Αρχαία και πρωτοβυζαντινή περίοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η περιοχή της πόλης βρίσκεται στην αρχαία Λυγκηστίδα, περιοχή της Άνω Μακεδονίας, που την κυβερνούσαν ημιαυτόνομοι φύλαρχοι μέχρι τους μεταγενέστερους βασιλείς της Δυναστείας των Αργεαδών της Μακεδονίας. Οι φυλές της Λυγκηστίδας ήταν γνωστοί ως Λυγκηστές. Ήταν ελληνική φυλή και ανήκε στους Μολοσσούς του Κοινού των Ηπειρωτών.[28][29] Υπάρχουν σημαντικά μεταλλικά τέχνεργα από την αρχαία περίοδο στη νεκρόπολη Κρκβίτσε (Crkvishte) κοντά στο χωριό Μπεράντσι. Ένα χρυσό σκουλαρίκι του 4ου αιώνα π.Χ. απεικονίζεται στον οπισθότυπο του χαρτονομίσματος των 10 δηναρίων του 1996.[30]

Η Ηράκλεια Λυγκηστίς[31]Πόλη του Ηρακλή στη γη των Λυγκηστών) ήταν σημαντικός οικισμός από την Ελληνιστική περίοδο μέχρι τον πρώιμο Μεσαίωνα. Ιδρύθηκε από τον Φίλιππο Β΄ της Μακεδονίας στα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. και πήρε το όνομά της από τον Έλληνα ήρωα Ηρακλή. Με τη στρατηγική της θέση έγινε μια ευημερούσα πόλη. Οι Ρωμαίοι κατέκτησαν αυτό το μέρος της Μακεδονίας το 148 π.Χ. και εξόντωσαν την πολιτική εξουσία της πόλης. Ωστόσο η ευημερία της συνεχίστηκε, κυρίως λόγω της ρωμαϊκής Εγνατίας Οδού, που περνούσε κοντά από την πόλη. Αρκετά μνημεία από τους ρωμαϊκούς χρόνους σώζονται στην Ηράκλεια, μεταξύ αυτών μια στοά, θέρμες (λουτρά), αμφιθέατρο και σειρά από βασιλικές. Το θέατρο είχε κάποτε χωρητικότητα περίπου 3.000 ατόμων.

Κατά την Πρωτοβυζαντινή περίοδο (4ος έως 6ος αι.) η Ηράκλεια έγινε σημαντικό επισκοπικό κέντρο. Μερικοί από τους επισκόπους της μνημονεύονται στα πρακτικά των εκκλησιαστικών συνόδων, όπως ο Επίσκοπος Ευάγριος στα πρακτικά της Οικουμενικής Συνόδου της Σαρδικής (σημ. Σόφια της Βουλγαρίας), το 343 μ.Χ. Μια μικρή και μια μεγάλη βασιλική, η κατοικία του επισκόπου και μια βασιλική κοντά στη νεκρόπολη είναι ορισμένα από τα υπολείμματα της περιόδου. Ο κυρίως ναός στη μεγάλη βασιλική είναι καλυμμένος με ψηφιδωτά πολύ πλούσιας φυτικής και αλληγορικής εικονογραφίας. Αυτά τα καλά διατηρημένα ψηφιδωτά θεωρούνται εξαιρετικά δείγματα της πρωτοχριστιανικής τέχνης. Τα ονόματα των επισκόπων της Ηράκλειας από τον 4ο έως τον 6ο αιώνα έχουν καταγραφεί. Η πόλη λεηλατήθηκε από τις δυνάμεις των Οστρογότθων υπό τον Θεοδώριχο τον Μέγα το 472 και, παρά τα πλούσια δώρα που τού απέστειλε προσωπικά ο επίσκοπος, η πόλη λεηλατήθηκε και δεύτερη φορά το 479.

Η πόλη αναστηλώθηκε τον ύστερο 5ο και πρώιμο 6ο αι. Στα τέλη του 6ου αιώνα, σλαβικές φυλές άρχισαν επιδρομές στην περιοχή και υπέστη πολλές διαδοχικές επιθέσεις. Σύμφωνα με τον ιστορικό Φλορίν Κούρτα, η ομοιόμορφη παρουσία πολύ λεπτής λάσπης, σε βάθος αρκετών ποδιών σε όλη την περιοχή, δείχνει ότι κατά τη διάρκεια του 6ου αιώνα στους Στόβους επικράτησαν ακραίες συνθήκες καιρικές συνθήκες ψύχους και ξηρασίας τις οποίες ακολούθησαν αμμοθύελλες και συνάμα επιδείνωσαν το υφιστάμενο πρόβλημα διάβρωσης του εδάφους. Στην Ηράκλεια Λυγκηστίδα, τον πέμπτο αιώνα, εγκαταλείφθηκε και το θέατρο.[32]

Μεσαίωνας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι εξεγέρσεις εναντίον της κυριαρχίας των Βυζαντινών, τον 11ο αιώνα. Η Μπίτολα στην περιοχή που έλαβε χώρα η επανάσταση του Πέτρου Δελεάνου, το 1041

Κατά τον 6ο και 7ο αιώνα, η περιοχή γύρω από την Ηράκλεια γνώρισε δημογραφική αλλαγή καθώς όλο και περισσότερες σλαβικές φυλές εγκαταστάθηκαν στην περιοχή. Στη θέση του ερειπωμένου πλέον θεάτρου χτίστηκαν πολλά σπίτια την περίοδο αυτή. Επίσης οι Σλάβοι κατασκεύασαν οχυρό γύρω από τον οικισμό τους. Η πόλη κατόπιν έγινε τμήμα της Α΄ Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας από τα τέλη του 8ου έως τις αρχές του 11ου αιώνα. Η διάδοση του Χριστιανισμού, έργο του Αγίου Κλήμεντα της Οχρίδας και του Ναούμ της Πρεσλάβα, έγινε στην περίοδο από τον 9ο έως τον 10ο αιώνα, οπότε χτίστηκαν στην πόλη πολλά μοναστήρια και εκκλησίες.

Κατά το 10ο αιώνα η πόλη βρέθηκε υπό την κυριαρχία του τσάρου Σαμουήλ, που έχτισε το κάστρο της πόλης, που αργότερα χρησιμοποιήθηκε από τον διάδοχό του Γαβριήλ Ραντομίρ της Βουλγαρίας. Η πόλη αναφέρεται σε αρκετές μεσαιωνικές πηγές. Ο Ιωάννης Σκυλίτζης σε χρονικό του 11ου αιώνα αναφέρει ότι ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β΄, επονομαζόμενος Βουλγαροκτόνος, έκαψε κάστρα του Γαβριήλ «ἐν Βουτελίῳ» κατά το πέρασμά του στην κοιλάδα της Πελαγονίας. Στο δεύτερο χρυσόβουλλο (1019) του Βασίλειου Β΄ αναφέρεται ότι ο επίσκοπος της Πελαγονίας εξαρτάτο από την αρχιεπισκοπή της Οχρίδας. Κατά τη βασιλεία του Σαμουήλ η πόλη ήταν σημαντικό κέντρο του κράτους του και έδρα της επισκοπής. Σε πολλές μεσαιωνικές πηγές, ιδίως δυτικές, το όνομα Πελαγονία ήταν συνώνυμο με την Επισκοπή των Μπιτόλων και σε ορισμένες από αυτές η Μπίτολα ήταν γνωστή με το όνομα Ηράκλεια, εξαιτίας της εκκλησιαστικής παράδοσης που μετέτρεψε την Επισκοπή της Ηράκλειας σε Μητροπολιτική Επισκοπή της Πελαγονίας το 1015. Το 1015, ο Τσάρος Ραντομίρ δολοφονήθηκε από τον εξάδελφό του, Ιβάν Βλάντισλαβ, που αυτοανακηρύχθηκε τσάρος και έκτισε εκ νέου το φρούριο της πόλης. Για τον εορτασμό του γεγονότος χαράχτηκε λίθινη επιγραφή, σε κυριλλικό αλφάβητο, και τοποθετήθηκε στο φρούριο, όπου αναγράφεται σλαβικά όνομα της πόλης: Битола.

Μετά τις μάχες του Ιβάν Βλαντισλάβ με τον Βασίλειο Β΄, ο Βυζαντινός αυτοκράτορας ανακατέλαβε το Μοναστήρι το 1015. Η πόλη αναφέρεται ως κέντρο επισκοπής το 1019 σε αρχεία του Βασίλειου Β΄. Δύο σημαντικές εξεγέρσεις κατά της Βυζαντινής κυριαρχίας έλαβαν χώρα στην περιοχή της πόλης το 1040 και το 1072. Μετά την επανασύσταση του βουλγαρικού κράτους στα τέλη του 11ου αι. το Μοναστήρι ενσωματώθηκε σε αυτό κατά τη βασιλεία του τσάρου Καλογιάν της Βουλγαρίας. Καταλήφθηκε και πάλι από τους Βυζαντινούς στα τέλη του 13ου αιώνα, αλλά έγινε τελικά τμήμα της Σερβίας στο πρώτο μισό του 14ου αι., μετά τις κατακτήσεις του Στέφανου Ντουσάν.

Ως στρατιωτικό, πολιτικό και πολιτιστικό κέντρο το Μοναστήρι έπαιξε σημαντικό ρόλο στη ζωή της μεσαιωνικής κοινωνίας της περιοχής, πριν από την οθωμανική κατάκτηση στα μέσα του 14ου αιώνα και γνώρισε ιδιαίτερη ακμή εξαιτίας των εμπορικών δεσμών της με μεγάλα οικονομικά κέντρα όπως η Κωνσταντινούπολη, η Θεσσαλονίκη, η Ραγούζα και το Τίρνοβο. Καραβάνια με διάφορα αγαθά πήγαιναν από και προς την πόλη.

Οθωμανική περίοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πόλη Μπίτολα (Μοναστήρι) τον 19ο αιώνα.
Ελληνικό σχολείο στο Μοναστήρι, τέλη του 19ου - αρχές του 20ού αιώνα.

Η πόλη κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς το 1382-83.[33] Από τότε έως το 1912, η πόλη υπήρξε τμήμα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Σφοδρές ήταν οι μάχες που έλαβαν χώρα κοντά στην πόλη, κατά την άφιξη των οθωμανικών στρατευμάτων. Η οθωμανική επικυριαρχία οριστικοποιήθηκε μετά τον θάνατο του πρίγκιπα Μάρκο, το 1395, όταν οι Οθωμανοί εγκαθίδρυσαν το σαντζάκι της Οχρίδας, υπαγόμενο στο Εγιαλέτι της Ρωμυλίας και ένα από τα πρώτα σαντζάκια στην Ευρώπη.[34][35] Πριν γίνει τμήμα της οθωμανικής αυτοκρατορίας το 1395 η περιοχή ανήκε στο βασίλειο του πρίγκιπα Μάρκο.[35][36]. Αρχικά πρωτεύουσά του ήταν το Μοναστήρι και αργότερα έγινε η Οχρίδα, έτσι αρχικά μερικές φορές αναφερόταν ως Σαντζάκι του Μοναστηρίου ή Σαντζάκι της Μπίτολα[37].

Επί σειρά αιώνων, οι Τούρκοι αποτελούσαν τον κύριο πληθυσμό της πόλης, ενώ τα χωριά κατοικούνταν κυρίως από Σλάβους. Ο Εβλιγιά Τσελεμπί αναφέρει στο Βιβλίο των Ταξιδίων του ότι η πόλη είχε 70 τζαμιά, αρκετά καφε-τεϊοποτεία, παζάρι με σιδερένιες πύλες και 900 καταστήματα. Μετά τους Αυστροοθωμανικούς Πολέμους, αανακόπηκε η ανάπτυξη του εμπορίου και η γενική ακμή της πόλης. Ωστόσο, στα τέλη του 19ου αιώνα, έγινε πάλι η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη στην ευρύτερη περιοχή των νότιων Βαλκανίων, μετά τη Θεσσαλονίκη. Το 1864, η πόλη έγινε κέντρο του βιλαετίου Μοναστηρίου, στο οποίο υπάγονταν τα σαντζάκια Μοναστηρίου, Ντίμπρας, Ελμπασάν, Κορυτσάς και οι πόλεις Κίτσεβο, Πρίλεπ, Φλώρινα, Καστοριά και Γρεβενά.[38][39]

Το 1821, με το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης, οι Έλληνες της πόλης έλαβαν μέρος στον πανελλήνιο ξεσηκωμό. Στην Πρώτη Προσωρινή Ελληνική Κυβέρνηση του 1822, συστάθηκε τριμελής επιτροπή Βορειομακεδόνων, το ένα μέλος της οποίας ήταν εκπρόσωπος των κατοίκων της Μπίτολα[40] Σημαντικοί αγωνιστές της περιόδου ήταν ο οπλαρχηγός της Ελληνικής επανάστασης του 1821 Σωτήριος Δαμιάνοβιτς,[41][42] ο Δημήτριος Βούλγαρης, ο Στέργιος Νικολάου, ο Νικόλαος Σακκούλας, ο Νικόλαος Αδάμης[43] και ο Φορτομάρης που πολέμησε, μεταξύ άλλων και στο Ναύπλιο. Μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους, πολλοί Μοναστηριώτες εγκαταστάθηκαν στην Αργολίδα, όπου δημιούργησαν το χωριό Λάλουκας[44].

Στην πόλη, που αποτελούσε έδρα της Μητρόπολης Πελαγονίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου, υπηρέτησε ως καθηγητής Θρησκευτικών του ελληνικού Γυμνασίου Μοναστηρίου ο Αιμιλιανός Λαζαρίδης. Χειροτονήθηκε επίσης βοηθός επίσκοπος του Μητροπολίτη Πελαγονίας Ιωακείμ Φοροπούλου, υπό τον τίτλο του επισκόπου Πέτρας. Ως βοηθός του μητροπολίτη Πελαγονίας ο Αιμιλιανός Λαζαρίδης ανέπτυξε σημαντική δράση για τον Ελληνισμό της περιοχής. Για την περίοδο αυτή η Βρετανική Κυανή Βίβλος μαρτυρεί: Η δολοφονία είναι το κυριώτερον όπλον των βουλγαρικών Κομιτάτων. Προ ουδενός υποχωρούσιν. Οι Έλληνες είναι κυρίως τα θύματά των. Κατά χιλιάδας εφονεύθησαν οι Έλληνες κατά τα τελευταία πέντε ή έξ έτη…. αθώων και αόπλων εκβιάσεις, ληστείαι, δολοφονίαι, ανδρών και γυναικών, ανελεήμονα βασανιστήρια ιερέων, ιατρών, διδασκάλων κατακρεουργήσεις, ναών εμπρησμοί… καταστροφή χριστιανών Ορθοδόξων… γενική τρομοκρατία, πλήμμυρα αίματος.[45]. Έδρασε έως τον Μάρτιο του 1910 καθώς εξελέγη Μητροπολίτης Γρεβενών[46].

Από το 1878 ως το 1913, το Μοναστήρι είχε προξενεία από 12 χώρες και ήταν γνωστό ως "πόλη των προξένων". Στην ίδια περίοδο υπήρχε μεγάλος αριθμός διάσημων σχολείων στην πόλη, όπως η στρατιωτική ακαδημία την οποία παρακολούθησε ο Κεμάλ Ατατούρκ. Επίσης στην πόλη βρίσκονταν τα αρχηγεία πολλών πολιτιστικών οργανισμών.

Χαρακτηριστική νεοκλασική αρχιτεκτονική του 19ου αιώνα

Υπάρχουν αντιτιθέμενα εθνογραφικά στοιχεία από αυτή την περίοδο, αλλά φαίνεται πως δεν υπήρχε ιδιαίτερη εθνική ή θρησκευτική ομάδα που θα μπορούσε να διεκδικήσει την απόλυτη πλειοψηφία του πληθυσμού. Σύμφωνα με την οθωμανική απογραφή,[47] οι Έλληνες αποτελούσαν τον μεγαλύτερο χριστιανικό πληθυσμό του βιλαετίου, καθώς στα βιλαέτια της Θεσσαλονίκης και του Μοναστηρίου ζούσαν 740.000 Έλληνες, 517.000 Βούλγαροι και 1.061.000 Μουσουλμάνοι. Ωστόσο η βάση των οθωμανικών απογραφών ήταν το σύστημα του μιλέτ. Σύμφωνα με αυτό, οι λαοί κατατάσσονταν σε εθνικότητες ανάλογα με τη θρησκεία τους. Έτσι, όλοι οι Σουνίτες Μουσουλμάνοι κατηγοριοποιήθηκαν ως Τούρκοι, αν και πολλοί από αυτούς ήταν Αλβανοί, και όλα τα μέλη της Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας ως Έλληνες, αν και ο αριθμός τους περιελάμβανε μεγάλη πλειοψηφία Αρμάνων, Αλβανών[σημ. 2] και ορισμένων Σλαβομακεδόνων. Οι υπόλοιποι ήταν μοιρασμένοι ανάμεσα στη βουλγαρική και τη σερβική Ορθόδοξη εκκλησία.[48]

Συνέδριο του Μοναστηρίου (1908)

Ο πληθυσμός του ίδιου του Μοναστηρίου ήταν πολυποίκιλος. Αριθμούσε περίπου 50.000 στα τέλη του 19ου αιώνα. Υπήρχαν περίπου 7.000 Αρμάνοι[εκκρεμεί παραπομπή] οι περισσότεροι από τους οποίους ενστερνίζονταν πλήρως τις ιδέες του Ελληνισμού, αν και πολλοί από αυτούς προσχώρησαν στη ρουμανική ιδέα. Το Μοναστήρι είχε επίσης σημαντικό μουσουλμανικό πληθυσμό - 11.000 (Τούρκοι, Ρομά και Αλβανοί) καθώς και 5.200 Εβραίοι[εκκρεμεί παραπομπή]. Οι Σλαβόφωνοι ανήκαν είτε στη Βουλγαρική Εξαρχία (8.000), είτε στο Ελληνικό Πατριαρχείο(6.300)[εκκρεμεί παραπομπή].

Το 1894, το Μοναστήρι συνδέθηκε σιδηροδρομικώς με τη Θεσσαλονίκη με το «Σιδηρόδρομο Θεσσαλονίκης – Μοναστηρίου».[49][50] Η πρώτη ταινία των Βαλκανίων κινηματογραφήθηκε από τους Αρμάνους αδελφούς Μανάκη το 1903. Κάθε Σεπτέμβρη στην Μπίτολα γίνεται διεθνές φεστιβάλ κινηματογράφου και φωτογραφίας στη μνήμη των αδελφών Μανάκη («Manaki brothers film festival»), οι οποίοι θεωρούνται οι πρωτοπόροι κινηματογραφιστές στα Βαλκάνια.

Το Νοέμβριο του 1905 ιδρύθηκε, από τον Μπάγιο Τοπούλι και άλλους Αλβανούς εθνικιστές και διανοούμενους, η «Μυστική Επιτροπή για την Απελευθέρωση της Αλβανίας», οργανισμός που προοριζόταν να πολεμήσει για την απελευθέρωση της Αλβανίας από την Οθωμανική αυτοκρατορία.[51] Τρία χρόνια αργότερα, το 1908, έγινε στην πόλη το πρώτο Συνέδριο Μοναστηρίου[52] στο οποίο καθορίστηκε το σύγχρονο αλβανικό αλφάβητο.[53]. Το συνέδριο πραγματοποιήθηκε στο σπίτι του Φεχίμ Ζαβαλάνι και με επικεφαλής τον Μιδάτ Φράσερι, πρόεδρο του συνεδρίου. Οι συμμετέχοντες στο συνέδριο ήταν εξέχουσες προσωπικότητες της πολιτιστικής και πολιτικής ζωής από τα κατοικούμενα από Αλβανούς εδάφη των Βαλκανίων, καθώς και από όλη την αλβανική διασπορά.

Εξέγερση του Ίλιντεν[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Έλληνες της πόλης διαδηλώνουν υπέρ του νέου οθωμανικού συντάγματος που αποκατέστησε τον κοινοβουλευτισμό μετά την απολυταρχία του Σουλτάνου (1908).

Η ευρύτερη περιοχή της πόλης υπήρξε το προπύργιο της Εξέγερσης του Ίλιντεν. Η εξέγερση ξεκίνησε όπως αποφασίστηκε το 1903 στο Ορέχοβο, από την IMRO (Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση). Η εξέγερση στην περιοχή του Μοναστηρίου και την ευρύτερη σχεδιάστηκε στο χωριό Σμίλεβο, τον Μάιο του 1903. Μάχες έλαβαν χώρα στα χωριά Μπίστριτσα, Ράκοβο (Κρατερό), Μπούφι (Ακρίτας), Σκότσιβιρ, Παράλοβο, Μπροντ, Νόβατσι, Τσάπαρι και άλλα. Το Σμίλεβο υπερασπίστηκαν 600 επαναστάτες υπό τον Ντάμε Γκρούεφ (Dame Gruev) και Γκεόργκι Σουγκάρεφ (Georgi Sugarev). Όταν οι επαναστάτες ηττήθηκαν, τα χωριά πυρπολήθηκαν.

Βαλκανικοί πόλεμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1912, το Μαυροβούνιο, η Σερβία, η Βουλγαρία και η Ελλάδα αντιμετώπισαν τους Οθωμανούς, κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο. Μετά τη Μάχη του Σαραντάπορου, ελληνικά στρατεύματα προέλασαν προς το Μοναστήρι, αλλά ηττήθηκαν από τους Οθωμανούς στο Σόροβιτς. Η Μάχη του Μοναστηρίου (16–19 Noεμβρίου 1912) είχε ως αποτέλεσμα την κατάληψη της πόλης από τους Σέρβους. Σύμφωνα με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου (1913), η περιοχή της Μακεδονίας μοιράστηκε ανάμεσα στους Έλληνες, τους Σέρβους και τους Βουλγάρους. Το Μοναστήρι επρόκειτο να αποδοθεί στη Βουλγαρία, σύμφωνα με την προ του πολέμου συμφωνία μεταξύ της Βουλγαρίας και της Σερβίας. Επίσης, μεταξύ Σερβίας και Ελλάδας, η συμφωνία ήταν να παραδοθεί στην Ελλάδα. Ωστόσο, ο σερβικός στρατός εισήλθε στην πόλη και αρνήθηκε να την παραδώσει στη Βουλγαρία ή την Ελλάδα. Έκτοτε η πόλη άρχισε να χάνει τη σημασία της και ο πληθυσμός της μειώθηκε ραγδαία με τις αλλεπάλληλες μεταναστεύσεις στον Νέο Κόσμο.

Γερμανική αναμνηστική λωρίδα για την κατάληψη της πόλης από τους Βουλγάρους το 1915.

Α΄ παγκόσμιος πόλεμος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, η Μπίτολα βρέθηκε στο Μακεδονικό Μέτωπο. Η Βουλγαρία, ανήκοντας στις Κεντρικές Δυνάμεις, κατέλαβε την πόλη, μετά από επίθεση του βουλγαρικού-γερμανικού στρατεύματος του στρατηγού φον Γκάλβιτς (4 Δεκεμβρίου 1915). Τον επόμενο χρόνο η πόλη καταλήφθηκε από το εκστρατευτικό σώμα του Γάλλου στρατηγού Σαράιγ (19 Νοεμβρίου 1916) και στη συνέχεια χωρίστηκε σε Γαλλικό, Ρωσικό, Ιταλικό και Σερβικό τομέα, υπό τη γενική διοίκηση του Γάλλου στρατηγού. Μέχρι την παράδοση της Βουλγαρίας, στα τέλη του φθινοπώρου του 1918, η Μπίτολα παρέμεινε πόλη της γραμμής του μετώπου και σχεδόν καθημερινά βομβαρδιζόταν από αέρα και πυροβολικό.[54]

Μεσοπόλεμος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά το τέλος του Α΄ παγκοσμίου πολέμου (1918) η Μπίτολα έγιναν τμήμα του Βασιλείου της Σερβίας και στη συνέχεια του Βασιλείου των Σέρβων, των Κροατών και Σλοβένων, που μετονομάστηκε Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας το 1929. Η πόλη εντάχθηκε στη Γιουγκοσλαβία και μετατράπηκε σε παραμελημένη επαρχιακή συνοριακή κωμόπολη, περίπου 14 χιλιόμετρα από την Ελλάδα. Η παρακμή συνεχίστηκε μαζί με τη γενική παρακμή της Μπανόβινας του Βαρδάρη, που κατέληξε ως μία από τις φτωχότερες περιοχές της Γιουγκοσλαβίας.

Β΄ παγκόσμιος πόλεμος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (1941–1945), τον έλεγχο της πόλης απέκτησαν οι Γερμανοί (9 Απριλίου 1941) αρχικά και αργότερα οι Βούλγαροι (18 Απριλίου 1941). Ωστόσο, τον Σεπτέμβριο του 1944, η Βουλγαρία αποσύρθηκε από τη Γιουγκοσλαβία. Η Μπίτολα ελευθερώθηκε από τους Γιουγκοσλάβους Παρτιζάνους στις 4 Νοεμβρίου, όταν η 7η Μεραρχία της Μακεδονικής Απελευθέρωσης εισήλθε νικηφόρα στην πόλη. Στην πόλη ζούσε ιστορική εβραϊκή κοινότητα σεφαραδιτικής καταγωγής, μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οπότε ως επί το πλείστον θανατώθηκαν ή μετανάστευσαν στις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Χιλή. Μετά το τέλος του πολέμου, που είχε κοστίσει περίπου 25.000 ανθρώπινες ζωές, ιδρύθηκε για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία σλαβομακεδονικό κράτος, εντός της Γιουγκοσλαβίας. Μετά το τέλος του πολέμου, το 1945, άνοιξε στην Μπίτολα το πρώτο γυμνάσιο (με το όνομα "Γιόσιπ Μπροζ Τίτο"). Ήταν το πρώτο σχολείο στην Μπίτολα όπου χρησιμοποείτο η σλαβομακεδονική γλώσσα.

Οικονομική ανάπτυξη στη σημερινή εποχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το κεντρικό κατάστημα της «Stopanska Banka»

Η σημερινΉ Μπίτολα (Μοναστήρι) είναι το οικονομικό και βιομηχανικό κέντρο της νοτιοδυτικής Βόρειας Μακεδονίας. Πολλές από τις μεγαλύτερες βιομηχανίες της χώρας εδράζονται στην πόλη. Η γεωργική κοινοπραξία της Πελαγονίας είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός τροφίμων της χώρας. Το σύστημα ύδρευσης του Στρέτζεβο είναι το μεγαλύτερο στη Βόρεια Μακεδονία και οι τρεις θερμοηλεκτρικοί σταθμοί της περιοχής παράγουν περίπου το 80% των αναγκών της χώρας σε ηλεκτρισμό. Η Μπίτολα καλύπτει επίσης σημαντικό τμήμα των εγχώριων αναγκών σε υφάσματα και διαθέτουν βιομηχανίες τροφίμων.

Το ρωσικό προξενείο και η αυστριακή βιβλιοθήκη στο κέντρο της πόλης

Στην πόλη συνεχίζουν να εδράζονται αρκετά προξενεία (δεκαπέντε ευρωπαϊκές χώρες είχαν ανοίξει προξενεία στο Μοναστήρι), γεγονός για το οποίο η πόλη αναφέρεται συχνά ως «Η Πόλη των Προξένων». Στην πόλη βρίσκονται 12 προξενεία:

Τον Νοέμβριο του 2011, η Ουγγαρία εξέφρασε και αυτή ενδιαφέρον για το άνοιγμα προξενείου στην Μπίτολα.[56]

Μ.Μ.Ε.[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην πόλη λειτουργούν τρεις τηλεοπτικοί σταθμοί: ο «TERA», ο «Orbis» και ο «Medi». Υπάρχουν επίσης τέσσερις τοπικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί: ο κρατικός «Radio Bitola» και οι ιδιωτικοί «Radio 105», «Aktuel Bombarder» και «Radio Delfin». Σε επίπεδο τύπου υπάρχει η τοπική εφημερίδα «Bitolski Vesnik».

Δημογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο θυρεός της Μπίτολα, με τους μαιάνδρους.

Εθνοτικές ομάδες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με την απογραφή του 1948 η Μπίτολα είχε 30.761 κατοίκους. 77,2% (ή 23.734 κάτοικοι) ήταν Σλαβομακεδόνες, 11,5% (ή 3.543 κάτοικοι) Τούρκοι, 4,3% (ή 1.327 κάτοικοι) Αλβανοί, 3% (ή 912 κάτοικοι) Σέρβοι και 1,3% (ή 402 κάτοικοι) Αρμάνοι. Κατά το 2002 η πόλη είχε 74.550 κατοίκους και, βάσει της επίσημης Στατιστικής Υπηρεσίας, η κατανομή είχε ως εξής:[57]

Γλώσσα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με την απογραφή του 2002 οι περισσότερο ομιλούμενες γλώσσες στην πόλη ήταν:

Γλώσσα Συνολικός αριθμός % του συνολικού πληθυσμού
Σλαβομακεδονική 69.255 92.9
Αλβανική 2.399 3.2
Τουρκική 1.392 1.9
Βλάχικη 548 0.7
Σερβική 390 0.5
Ρομά 287 0.4
Boσνιακή 10 0.01
Αλλοι 269 0.4

Θρησκεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η έδρα της επισκοπής Πρέσπας-Πελαγονίας της Μακεδονικής Ορθόδοξης Εκκλησίας - Αρχιεπισκοπής Οχρίδας

Η Μπίτολα είναι η έδρα της Επισκοπής Πρέσπας - Πελαγονίας. Στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η μητρόπολη ονομάστηκε Οχρίδας - Μπίτολα. Με την ίδρυση της αυτοκεφαλίας της Μακεδονικής Ορθόδοξης Εκκλησίας το 1967, πήρε το σημερινό της όνομα «Επισκοπή Πρέσπας-Πελαγονίας», που καλύπτει τις ακόλουθες περιοχές και πόλεις: Μπίτολα, Ρέσεν, Πρίλεπ, Κρούσοβο και Ντεμίρ Χισάρ.

Πρώτος επίσκοπος (1958 - 1979) ήταν ο Κλήμης. Η μητρόπολη Πρέσπας-Πελαγονίας έχει περίπου 500 εκκλησίες και μοναστήρια. Κατά τα τελευταία δέκα χρόνια στην επισκοπή έχουν κατασκευαστεί ή κατασκευάζονται περίπου 40 εκκλησίες και 140 εκκλησιαστικά κτίρια. Η μητρόπολη έχει δύο εκκλησιαστικά μουσεία, στον καθεδρικό ναό του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου στην Μπίτολα και στην εκκλησία του Άγίου Ιωάννη στο Κρούσοβο, και μόνιμη έκθεση εικόνων και βιβλιοθήκες στο κτίριο της έδρας της μητρόπολης. Το κτίριο αυτό χτίστηκε μεταξύ 1901 και 1902 και είναι ένα από τα πιο όμορφα παραδείγματα μπαρόκ αρχιτεκτονικής. Εκτός από την κυρίαρχη Ορθόδοξη Εκκλησία, στην Μπίτολα υπάρχουν και άλλες μεγάλες θρησκευτικές ομάδες, όπως η ισλαμική κοινότητα, η ρωμαιοκαθολική και άλλες.

Σύμφωνα με την απογραφή του 2002, η θρησκευτική σύνθεση της πόλης είναι η ακόλουθη

Θρησκεία Συνολικός αριθμός % του συνολικού πληθυσμού
Ορθόδοξοι 66.492 89.2
Μουσουλμάνοι 6.843 9.2
Καθολικοί 140 0.2
Προτεστάντες 9 0.01
Αλλοι 1.066 1.4

Κοινότητες και σύλλογοι Μοναστηρίου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εβραϊκή κοινότητα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το παλιό εβραϊκό νεκροταφείο της πόλης.

Μετά το Διάταγμα της Αλάμπρα και τον διωγμό του 1492 οι Σεφαραδίτες Εβραίοι, κυνηγημένοι από την Ιερά Εξέταση, έγιναν δεκτοί από τον Σουλτάνο Βαγιαζήτ Β΄ στην οθωμανική επικράτεια και κατέφθασαν στην ευρύτερη περιοχή κατά κύματα από την Ιβηρική χερσόνησο. Η πλειοψηφία εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη, αλλά μεγάλη κοινότητα άνθισε και στο Μοναστήρι (ισπανοεβραϊκή γλώσσα: «Μοναστίρ»),[58][59] υπερβαίνοντας το 10% του πληθυσμού της πόλης κατά το 1900.

Για την περιοχή, υπάρχουν λιγοστά στοιχεία εκδηλώσεων αντισημιτισμού από τις άλλες τοπικές κοινότητες. Τα έθιμα, η συμπεριφορά, η ενδυμασία και ο πολιτισμός των Εβραίων στο Μοναστήρι επηρεάστηκαν από την παρατεταμένη κυριαρχία των Τούρκων. Ωστόσο, την ίδια στιγμή, κατόρθωσαν να διατηρήσουν την προσωπικότητά τους μέσα σε αυτό το συνονθύλευμα λαών και θρησκειών. Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, με την έναρξη της παρακμής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ξεκίνησε απότομα μια σταθερή επιδείνωση στην οικονομική κατάσταση του δήμου και πόροι της ευημερίας άρχισαν να εκλείπουν.[60] Ο τοπικός εβραϊκός πληθυσμός αυτοπροσδιοριζόταν ως «Μοναστιρλί» και σχετική συναγωγή υπάρχει έως σήμερα στη σύγχρονη Θεσσαλονίκη.[61]

Οι Εβραίοι της Καστοριάς, Φλώρινας και Μοναστηρίου είχαν κοινή ομιλούμενη γλώσσα, η οποία κατέστησε ευκολότερη την ανάπτυξη πιο στενών δεσμών αναμεταξύ τους. Τα νέα γιουγκοσλαβικά γεωγραφικά σύνορα το 1913, έκαναν τις σχέσεις αυτές πιο σοβαρές και πολλοί Εβραίοι από το Μοναστήρι μετακόμισαν στη Φλώρινα.[62] Η κοινότητα του Μοναστηρίου που μίλαγε Ισπανοεβραϊκή γλώσσα άρχισε να μεταναστεύει στην Αμερική, την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα.[63] Το 1913, στο τεύχος του Ιανουαρίου του La America - του πρώτου αμερικάνικου ταμπλόιντ σε ισπανοεβραϊκή γλώσσα, δημοσιευμένο χωρίς διακοπές ανάμεσα στα 1910-1925, το οποίο ήταν αφιερωμένο στην προσαρμογή των Λεβαντίνων Σεφαραδιτών στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Μωύς Γκαντόλ έλαβε καταγγελίες από Εβραίους του Μοναστηρίου, οι οποίοι υποστήριζαν ότι η κάλυψη της θεατρικής παράστασής τους δεν ήταν τόσο περίτεχνη όπως εκείνη για παρόμοια εκδήλωση την οποία είχαν παρουσιάσει Εβραίοι της Καστοριάς. Οι Μοναστηριώτες Εβραίοι διαμαρτυρήθηκαν ότι τα ονόματα όλων των Καστοριανών ηθοποιών είχαν αναγραφεί, ενώ οι ηθοποιοί από το Μοναστήρι είχαν εξαπατηθεί ότι θα έβλεπαν τα ονόματά τους στο έντυπο. Ο Γκαντόλ απάντησε ότι οι Καστοριανοί υποστήριζαν το έντυπο με πολλές συνδρομές, ενώ υπήρχαν μόνο πέντε συνδρομητές από το Μοναστήρι, τρεις στη Νέα Υόρκη και δύο στο Ρότσεστερ, παρόλο που σε αυτό η κοινότητα ήταν μεγαλύτερη.[64][65]

Μετά τη διάλυση της Αυστριακής και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την εκπλήρωση δεσμεύσεων για εθνική αυτοδιάθεση μικρών εθνών, διάφορες εθνικές πλειοψηφίες απέκτησαν για πρώτη φορά πρόσβαση σε μοχλούς εξουσίας και ήταν σε θέση να διαμορφώσουν το οικονομικό και πολιτικό σκηνικό, υπολογίζοντας την απέλαση Εβραίων από οικονομικές θέσεις που εκείνες ήθελαν να κατέχουν. Από το 1925 μέχρι το 1939, εφαρμόστηκε επίσημος αντισημιτισμός και πογκρόμ, σχεδιασμένα για να κάνουν τη ζωή τόσο άθλια για τους Εβραίους, ώστε να μεταναστεύσουν[εκκρεμεί παραπομπή]. Η σύγκρουση άφησε χιλιάδες φτωχούς πρόσφυγες που είχαν συσσωρευτεί στη Θεσσαλονίκη και την Κωνσταντινούπολη αφήνοντας πίσω τις εβραϊκές λεηλατημένες κοινότητές τους. Σημαντικές εβραϊκές κοινότητες στο Μοναστήρι, τα Γιάννενα, την Καστοριά, την Καβάλα και την Αδριανούπολη υπέστησαν σοβαρές ζημιές[εκκρεμεί παραπομπή] και η κατάστασή τους επιδεινώθηκε από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ανταλλαγή πληθυσμών ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία (1923-1928) κατέστρεψε τα οικονομικά θεμέλια της εβραϊκής κοινότητας της Σμύρνης, διαλύοντας και την αρχαία κοινότητα Σεφαραδιτών της Θεσσαλονίκης, και δημιουργώντας άλλο ένα κύμα Εβραίων ομιλητών της Ισπανοεβραϊκής προς τον Νέο Κόσμο.[66]

Οι περισσότεροι Εβραίοι της πόλης δολοφονήθηκαν κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος, και σήμερα δεν αναφέρεται εβραϊκή κοινότητα στην πόλη.[67] Πριν την απέλασή τους προς στρατόπεδα συγκέντρωσης οι οικογένειες και τα μεμονωμένα μέλη της εβραϊκής κοινότητας υποχρεώθηκαν από τους Βούλγαρους να υποβάλουν φωτογραφίες για την καταγραφή τους στο μητρώο του 1942.

Ελληνική κοινότητα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αναμνηστική φωτογραφία των υπαλλήλων του ελληνικού προξενείου Μοναστηρίου. Από αριστερά προς τα δεξιά διακρίνονται: ο Ν. Κοντογούρης, Π. Σαρρός, Β. Αγοραστός, Γ. Χωναίος, και ο Σπ Πολυχρονιάδης, ντυμένοι με αστική επίσημη ενδυμασία, ποζάρουν σε εσωτερικό χώρο φωτογραφείου.

Είναι κυρίως σλαβόφωνοι, βλαχόφωνοι με καταγωγή από τη Μοσχόπολη (ήρθαν στην περιοχή μετά το 1769,[68] λόγω της καταστροφής της από Τουρκαλβανούς, ως αντίποινα για τα Ορλωφικά), Σαρακατσαναίοι και απόγονοι των πολιτικών προσφύγων του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου.[69][70]

Στην Μπίτολα λειτουργεί πολιτιστικός σύλλογος της ελληνικής ομογένειας και δεκάδες φροντιστήρια εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας. Την πόλη επισκέπτονται αρκετοί Έλληνες από τον Νομό Φλώρινας, οι οποίοι επισκέπτονται τη λαϊκή αγορά κάθε Τρίτη ή Παρασκευή, ή το καζίνο στο κέντρο της πόλης[71]. Τον Απρίλιο του 2012, πραγματοποιήθηκε στην πόλη η ετήσια χοροεσπερίδα του Συλλόγου Βλάχων Μοναστηρίου «Αφοί Μανάκια», με συμμετοχές συλλόγων Βλάχων από την Ελλάδα (του συλλόγου Αβδέλλας, της πανελλήνιας Ομοσπονδίας πολιτιστικών συλλόγων Βλάχων, της Παγκόσμιας Βλάχικης Αμφικτυονίας και του Συνδέσμου Μοναστηριωτών Θεσσαλονίκης), κατόπιν προσκλήσεως των διοργανωτών.[72] Οι Βλάχοι του Μοναστηρίου πήραν μέρος επίσης, στο 28ο Αντάμωμα των Βλάχων, στην Καλαμπάκα, τον Ιούνιο του 2012.[73]

Σημαντικές προσωπικότητες της ελληνικής κοινότητας υπήρξαν οι:

Κοινότητα Ρομά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύρια αξιοθέατα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πλατεία Μανόλια

Η πόλη διαθέτει αρκετά ιστορικά κτήρια που χρονολογούνται σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους. Τα πλέον αξιοσημείωτα είναι εκείνα που ανήκουν στην οθωμανική περίοδο και ορισμένα από τις νεότερες περιόδους.

Σιρόκ Σοκάκ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Σιρόκ Σοκάκ (Широк Сокак, λέξη που σημαίνει "πλατιά αλέα") είναι μακρύς πεζόδρομος που ξεκινά από την πλατεία Μανόλια και φθάνει στο Πάρκο της Πόλης.

Ο Πύργος του Ρολογιού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο πύργος με το ρολόι και τον σταυρό στην κορυφή, του 16ου αιώνα

Δεν είναι γνωστό πότε χτίστηκε ο πύργος του ρολογιού. Γραπτές πηγές από τον 16ο αιώνα αναφέρουν έναν πύργο του ρολογιού, αλλά δεν είναι ξεκάθαρο αν πρόκειται για τον ίδιο. Ορισμένοι πιστεύουν ότι χτίστηκε στην ίδια περίοδο με τον ναό του Αγ. Δημητρίου το 1830. Ο θρύλος αναφέρει ότι οι οθωμανικές αρχές μάζεψαν 60.000 αυγά από τα γειτονικά χωριά και τα ανακάτεψαν με το κονίαμα για να κάνουν τους τοίχους δυνατότερους[εκκρεμεί παραπομπή].

Ο πύργος έχει ορθογώνια βάση και είναι περίπου 30 μέτρα ψηλός. Κοντά στην κορυφή υπάρχει τετράγωνη ταράτσα με σιδερένιο φράκτη. Σε κάθε πλευρά αυτού του φράκτη υπάρχει ικρίωμα για τις λάμπες που φωτίζουν το ρολόι. Το ίδιο το ρολόι βρίσκεται στο υψηλότερο από τα τρία επίπεδα και δεν είναι το αυθεντικό, καθώς αντικαταστάθηκε κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με ένα λειτουργικό που παρείχαν οι Ναζί, καθώς στην πόλη υπήρχαν γερμανικοί τάφοι από τον Α' παγκόσμιο πόλεμο.

Η εκκλησία του Αγ. Δημητρίου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου

Ο ναός του Αγ. Δημητρίου χτίστηκε το 1830 με συνεισφορές τοπικών εμπόρων και τεχνιτών. Είναι απλός εξωτερικά, όπως θα έπρεπε να είναι όλες οι εκκλησίες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά σπάνιας ομορφιάς στο εσωτερικό του, διακοσμημένος με πολυελαίους, ξυλόγλυπτο επισκοπικό θρόνο και εγχάρακτο τέμπλο. Σύμφωνα με μία άποψη το εικονοστάσιο είναι έργο των χαρακτών Μιγιάκ. Το πλέον εντυπωσιακό χαρακτηριστικό του είναι η αψίδα πάνω από τα αυτοκρατορικά στασίδια με γλυπτές μορφές του Ιησού και των Αποστόλων.

Ανάμεσα στα ξυλόγλυπτα περιλαμβάνονται ο επισκοπικός θρόνος στο πνεύμα των χαρακτών Μιγιάκ, αρκετές κορνίζες εικόνων, και πέντε σύγχρονες σχετικά στήλες στη μορφή του θρόνου. Οι τοιχογραφίες προέρχονται από δύο περιόδους: τα τέλη του 19ου αιώνα, και από το τέλος του Α' Π.Π. έως σήμερα. Οι εικόνες και οι αγιογραφίες δημιουργήθηκαν χάρη στις εισφορές τοπικών επιχειρηματιών και πολιτών, ενώ οι αγιογράφοι τους διακρίνονται για την ευρεία γνώση των εικονογραφικών προτύπων της Καινής Διαθήκης. Οι εικόνες διακρίνονται για την αίσθηση του χρώματος, με κυριαρχία του κόκκινου, του πράσινου και των σκιάσεων ώχρας. Αξιοπρόσεκτη είναι η αφθονία των χρυσών στολισμάτων, που δείχνει την παρουσία υστεροβυζαντινής τέχνης και ρυθμού μπαρόκ. Η εικόνα του Αγίου Δημητρίου είναι υπογεγραμμένη με τα αρχικά "D. A. Z.", δείχνοντας ότι φιλοτεχνήθηκε από τον αγιογράφο Ντίμιταρ Αντόνοφ τον Ζωγράφο, το 1889. Υπάρχουν και άλλα σκεύη, ανάμεσά τους δισκοπότηρα, κατασκευασμένα από τοπικούς καλλιτέχνες και αρκετές εικόνες με σκηνές της Καινής Διαθήκης που έφερναν από την Ιερουσαλήμ προσκυνητές.

Στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου κινηματογραφήθηκαν οι εναρκτήριες σκηνές της ταινίας The Peacemaker (1997, Τζορτζ Κλούνεϊ, Νικόλ Κίντμαν) και μερικές της ταινίας Welcome to Sarajevo (1997).

Ηράκλεια Λυγκηστίς[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Ηράκλεια Λυγκηστίς ήταν σημαντικός αρχαίος οικισμός από την Ελληνιστική περίοδο μέχρι τις αρχές του Μεσαίωνα. Ιδρύθηκε από τον Φίλιππο Β΄ της Μακεδονίας στα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. Σήμερα τα ερείπιά της βρίσκονται στο νότιο τμήμα της πόλης, 2 χλμ. από το κέντρο της πόλης.

Η σκεπαστή αγορά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Αγορά του Μοναστηρίου το 1914

Κοντά στο κέντρο της πόλης, η σκεπαστή αγορά (μπεζεστένι) είναι ένα από τα εντυπωσιακότερα και παλαιότερα κτήρια της οθωμανικής περιόδου στο Μοναστήρι. Με τους πολυάριθμους τρούλους του που το κάνουν να μοιάζει με φρούριο, τους διακλαδούμενους εσωτερικούς δρόμους και τις τέσσερις μεταλλικές πύλες του είναι μία από τις μεγαλύτερες σκεπαστές αγορές της περιοχής. Χτίστηκε κατά τον 15ο αιώνα από τον Καρά Νταούτ Πασά Ουζουνκαρσιλί, μπεηλέρμπεη της Ρούμελης.

Αν και ως κατασκευή δείχνει ιδιαίτερα ασφαλής, πυρπολήθηκε και έγινε αντικείμενο εκτεταμένων κλοπών πολλές φορές, αλλά κατάφερε να επιβιώσει. Το μπεζεστένι ξαναχτίστηκε από τον 15ο έως τον 19ο αι. με ανακατανομή των καταστημάτων. Ταυτόχρονα ήταν θησαυροφυλάκιο, όπου σε ειδικά κατασκευασμένα μικρά δωμάτια φυλάσσονταν χρήματα από όλο το βιλαέτι της Ρωμυλίας, πριν μεταφερθούν στο βασιλικό θησαυροφυλάκιο. Τα περισσότερα καταστήματα πωλούσαν υφάσματα και άλλα αντικείμενα πολυτελείας. Τα καταστήματα κατά το 19ο αι. ανέρχονταν στα 84, ενώ σήμερα τα περισσότερα είναι σύγχρονα και πωλούν διάφορα προϊόντα. Ωστόσο, παρά τις εσωτερικές μεταμορφώσεις της αγοράς, η εξωτερική εμφάνισή της έμεινε απαράλλακτη.

Το Καδή Τζαμί Γκαζί Χαϊντάρ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Γενί τζαμί.

Το Καδή Τζαμί Γκαζί Χαϊντάρ είναι ένα από τα ελκυστικότερα μνημεία ισλαμικής αρχιτεκτονικής στην Μπίτολα. Χτίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1560, έργο του περίφημου αρχιτέκτονα Μιμάρ Σινάν, κατά παραγγελία του καδή της πόλης Χαϊντάρ. Με την πάροδο του χρόνου εγκαταλείφθηκε και υπέστη σοβαρές ζημιές. Σήμερα έγιναν εργασίες αποκατάστασης και συντήρησης που αποκατέστησαν σε κάποιο βαθμό την αρχική του όψη.

Το Γενί τζαμί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Γενί τζαμί βρίσκεται στο κέντρο της πόλης. Έχει τετραγωνική βάση, που καταλήγει σε θόλο. Κοντά στο τζαμί βρίσκεται μιναρές ύψους 40 μ. Σήμερα τα δώματα του τζαμιού λειτουργούν ως αίθουσες εκθέσεων τέχνης, μονίμων ή προσωρινών. Πρόσφατες αρχαιολογικές ανασκαφές αποκάλυψαν ότι χτίστηκε πάνω σε παλιά εκκλησία.

Το Ισάκ Τσελεμπί Τζαμί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Ισάκ Τσελεμπί Τζαμί είναι κληρονομία του καδή (ιεροδικαστή) Ισάκ Τσελεμπί. Στην ευρύχωρη αυλή του υπάρχουν αρκετοί τάφοι με σαρκοφάγους.

Τα λουτρά Ντεμπόι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα οθωμανικά λουτρά Ντεμπόι

Τα λουτρά Ντεμπόι είναι τουρκικά λουτρά (χαμάμ). Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς κατασκευάστηκαν. Κάποα στιγμή υπέστησαν σοβαρές ζημιές, αλλά μετά από επισκευές απέκτησαν την αρχική τους μορφή: ωραία πρόσοψη, δύο μεγάλοι τρούλοι και αρκετοί μικρότεροι.

Πολιτισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]


Φεστιβάλ Μανάκη Κινηματογράφου και φωτογραφίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κάθε Σεπτέμβριο λαμβάνει χώρα το φεστιβάλ Κινηματογράφου και Φωτογραφίας «Αδελφοί Μανάκη», σε ανάμνηση των πρώτων εικονοληπτών των Βαλκανίων Αδελφών Ιωάννη και Μιλτιάδη Μανάκη. Είναι το παλαιότερο φεστιβάλ κινηματογράφου στον κόσμο προς τιμή του έργου των κινηματογραφιστών. Αποτελεί συνδυασμό προβολής ντοκιμαντέρ και ταινιών μεγάλου μήκους και είναι γεγονός παγκόσμιας εμβέλειας. Κάθε χρόνο το φεστιβάλ συγκεντρώνει παγκοσμίως αναγνωρισμέους ηθοποιούς, όπως οι Κατρίν Ντενέβ, Ιζαμπέλ Υπέρ, Βικτόρια Αμπρίλ, Πρέντραγκ Μανόιλοβιτς, Μάικλ Γιορκ, Ζυλιέτ Μπινός, Ράντε Σερμπέτζια.

Η πινακοθήκη Μάγκαζα, στο κέντρο της πόλης

Ιλίντενσκι Ντένοβι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κάθε χρόνο λαμβάνει χώρα στην Μπίτολα το παραδοσιακό λαογραφικό φεστιβάλ «Ημέρες του Ίλιντεν». Είναι ένα 4-5ήμερο φεστιβάλ μουσικής, τραγουδιών και χορών, αφιερωμένο στην Εξέγερση του Ίλιντεν εναντίον των Τούρκων, όπου κύρια έμφαση δίνεται στο λαϊκό πολιτισμό της Βόρειας Μακεδονίας. Παραδοσιακοί χοροί και τραγούδια παρουσιάζονται από πολλές λαογραφικές ομάδες και οργανώσεις που συμμετέχουν σε αυτό.

Μικρή Μονμάρτη της Μπίτολα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα τελευταία χρόνια, η καλλιτεχνική εκδήλωση «Μικρή Μονμάρτη της Μπίτολα» η οποία διοργανώνεται από το στούντιο τέχνης «Κύριλλος και Μεθόδιος», έχει μετατραπεί σε επιτυχημένο παιδικό καλλιτεχνικό φεστιβάλ. Παιδιά από όλο τον κόσμο έρχονται για να εκφράσουν τη φαντασία τους μέσα από την τέχνη, δημιουργώντας σημαντική και ανεκτίμητη τέχνη που παρουσιάζεται στη χώρα και σε όλο τον κόσμο. Η «Μικρή Μονμάρτη της Μπίτολα» έχει κερδίσει πολλά βραβεία και υποψηφιότητες.

Μπιτολίνο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Μπιτολίνο είναι ετήσιο φεστιβάλ παιδικού θεάτρου που πραγματοποιείται τον Αύγουστο με το Θέατρο Μπάμπετς. Κάθε χρόνο επαγγελματική παιδικά θέατρα από όλο τον κόσμο συμμετέχουν στο φεστιβάλ. Το κύριο βραβείο είναι το Γκραν Πρι της καλύτερης παράστασης.

Σι-Ντο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κάθε Μάιο στην Μπίτολα φιλοξενείται το διεθνές φεστιβάλ παιδικού τραγουδιού Σι-Ντο, το οποίο τα τελευταία χρόνια έχει αποκτήσει μεγάλη δημοτικότητα[εκκρεμεί παραπομπή]. Παιδιά από όλη την Ευρώπη συμμετέχουν σε αυτή την εκδήλωση, που συνήθως αποτελείται από περίπου 20 τραγούδια. Το φεστιβάλ υποστηρίζεται από την ΠροΜίντια που το διοργανώνει με ένα νέο θέμα κάθε χρόνο. Πολλοί μουσικοί της Βόρειας Μακεδονίας έχουν συμμετάσχει στο φεστιβάλ όπως οι Νεξτ Τάιμ και η Καρολίνα Γκότσεβα, που έχουν εκπροσωπήσει τη χώρα στον Διαγωνισμό Τραγουδιού της Eurovision.

Φεστιβάλ κλασικής μουσικής Ιντερφεστ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πρόκειται για διεθνές φεστιβάλ αφιερωμένο κυρίως στην κλασική μουσική, όπου λαμβάνουν χώρα πολλοί καλλιτέχνες από όλο τον κόσμο. Εκτός από τις συναυλίες κλασικής μουσικής υπάρχουν επίσης μερικές νύχτες για ποπ-μοντέρνα μουσική, θεατρικές παραστάσεις και εκθέσεις έργων τέχνης και μια μέρα για λογοτεχνικές παρουσιάσεις κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης. Τα τελευταία χρόνια συμμετείχαν καλλιτέχνες από τη Ρωσία, τη Σλοβακία, την Πολωνία και πολλές άλλες χώρες. Λόγω του ότι η Μπίτολα αποκαλείται η πόλη με τα περισσότερα πιάνα, υπάρχει μια νύχτα του φεστιβάλ αφιερωμένη σε διαγωνισμούς πιάνου. Ένα βραβείο απονέμεται για τον καλύτερο νεαρό πιανίστα και ένα άλλο για τους διαγωνιζόμενους κάτω των 30 ετών.

Φεστιβάλ ΑΚΤΟ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Φεστιβάλ Σύγχρονης Τέχνης AΚΤΟ είναι περιφερειακό φεστιβάλ. Περιλαμβάνει εικαστικές τέχνες, παραστατικές τέχνες, μουσική και θεωρία του πολιτισμού. Το πρώτο φεστιβάλ AΚΤΟ πραγματοποιήθηκε το 2006. Στόχος του φεστιβάλ είναι να διευρύνει τα πολιτιστικά πλαίσια της σύγχρονης κοινωνίας, μέσω της «ανασύνθεσης» και του επαναπροσδιορισμού τους σε νέο πλαίσιο. Στο παρελθόν, στο φεστιβάλ έχουν συμμετάσχει επώνυμοι καλλιτέχνες από χώρες της περιοχής, όπως η Σλοβενία, η Ελλάδα ή Βουλγαρία, αλλά και από τη Γερμανία, την Ιταλία, τη Γαλλία και την Αυστρία.

Διεθνές Φεστιβάλ Μονοδράματος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Είναι ετήσιο φεστιβάλ μονοδράματος που διοργανώνεται τον Απρίλιο από το Κέντρο Πολιτισμού της Μπίτολα. Κάθε χρόνο πολλοί ηθοποιοί από όλο τον κόσμο έρχονται στην Μπίτολα για να παίξουν θεατρικούς μονόλογους.

Λόκουμ Φεστ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Είναι πολιτιστική και τουριστική εκδήλωση που υπάρχει από το 2007. Ιδρυτής και διοργανωτής του φεστιβάλ είναι η Ένωση Πολιτών του Κέντρου Πολιτιστικής Εξυγίανσης της Μπίτολα. Το φεστιβάλ πραγματοποιείται κάθε χρόνο στα μέσα Ιουλίου, στην καρδιά της παλιάς τουρκικής αγοράς της πόλης, ως τμήμα του Πολιτιστικού Καλοκαιριού της Μπίτολα, Μπιτ Φεστ.

Εκπαίδευση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Πολυτεχνική Σχολή της Μπίτολα

Το Πανεπιστήμιο του Άγιου Κλήμεντος της Οχρίδας της Μπίτολα (Универзитет Св Климент Охридски - Битола) ιδρύθηκε το 1979, ως αποτέλεσμα των διάφορων διαδικασιών στον τομέα της εκπαίδευσης τη δεκαετία του 1970 και της αύξησης της ζήτησης εξειδικευμένων επαγγελματιών έξω από την πρωτεύουσα της χώρας. Από το 1994 φέρει το όνομα του επιμορφωτού των Σλάβων, Αγίου Κλήμεντος της Οχρίδας. Το πανεπιστήμιο έχει εγκαταστάσεις στην Μπίτολα, την Οχρίδα και το Πρίλεπ και έδρα στην Μπίτολα. Με τη συμβολή του στον τομέα της εκπαίδευσης και της επιστήμης έχει καθιερωθεί και συνεργάζεται με το Πανεπιστήμιο του Αγίου Κυρίλλου και Μεθοδίου των Σκοπίων και με άλλα πανεπιστήμια στα Βαλκάνια και την υπόλοιπη Ευρώπη.

Αξιόλογοι Μοναστηριώτες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αδελφοποιήσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Φωτογραφίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]


Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. τουρκ. Manastır, οθ. τουρκ. γραφή مناستر : Το γράμμα ı προφέρεται /ɯ/ στα τουρκικά («Μαναστ/ɯ/-ρ»).
  2. Durham M. Edith: Title: Twenty Years Of Balkan Tangle

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. www.citypopulation.de/de/northmacedonia/cities.
  2. «Έλληνες, καλωσήρθατε στην Μπίτολα: Οδοιπορικό στη FYROM», εφημερίδα Η Καθημερινή, 7 Οκτωβρίου 2007. – (ανακτήθηκε 30/12/2009).
  3. «Τα Μπίτολα που τα λέγαν Μοναστήρι», εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 18/03/2008. – (ανακτήθηκε 30/12/2009)
  4. «Ενημέρωση της επιστημονικής κοινότητας για το θέμα της ονομασίας της Π.Γ.Δ.Μ.», Δημόσιες Τοποθετήσεις, Ακαδημία Αθηνών, 17η Ιανουαρίου 1992.
  5. Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό Ελευθερουδάκη, Αθήνα, 1928, λήμμα: Βιτώλια «Πόλη της Μακεδονίας, βλέπε Μοναστήριον».
  6. Αναστάσιος Παπασταύρος, «Φορεσιές και άνθρωποι Αρχειοθετήθηκε 2013-05-14 στο Wayback Machine, Δήμος Ιωαννιτών, 14/07/2008.
  7. «Macedonian census, language and religion»
  8. Угриновска-Скаловска, Радмила. Записи и летописи. Maкедонска книга, Скопје 1975. стр. 43-44.
  9. Мошин, Владимир. Битољска плоча из 1017. год. // Македонски јазик, XVII, 1966, с. 51-61
  10. Заимов, Йордан. Битолският надпис на цар Иван Владислав, самодържец български. Епиграфско изследване, София 1970 For criticism of this reconstruction, see: Lunt, Horace G. (1972): [review of Zaimov]. Slavic Review 31: 499.
  11. Centar za istražuvanje na staroslovenskata kultura, Savez arheoloških društava Jugoslavije, Narodni muzej Krajine-Negotin, Balcanoslavica, τομ. 6-9, 1978.
  12. Guillelmus Tyrensis, Historia rerum gestarum in partibus transmarinis (κείμενο από Patrologia Latina, vol. 201. J. P. Migne, ed. Parisiis: excudebat Migne, 1855) [p. 0783A] «redeunti domino imperatori, post multiplices viarum labores, in provincia Pelagonia, in civitate quae vulgo dicitur «Butella», occurrimus, juxta illam antiquam et domini felicissimi et invictissimi et prudentis Augusti patriam, domini Justiniani civitatem, videlicet Justiniam primam, »
  13. The Crusades and the Military Orders: Expanding the Frontiers of Medieval Latin Christianity, Zsolt Hunyadi, József Laszlovszky, Central European University Press, 2001, Crusaders in the Central Balkans, Ljubinka Dzidrova, p. 197, «Bitola-Butella, synonymous with the town of Pelagonia»
  14. Urkunden zur älteren Handels- und Staatsgeschichte der Republik Venedig: Vol 1814-1205, Mit besonderer Beziehung auf Byzanz und die Levante vom neunten bis zum ausgang des fünfzehnten Jahrhunderts, G. L. F. Tafel, G. M. Thomas, Cambridge University Press, 2012 (originally printed 1856), ISBN 978-1-108-04366-3, σελ. 263 «Pelagonia», veterum «Heraclia Lynci», Byzantinis «Pelagonia», Bulgaris «Butel», hodiernis «Bitolia», «Toli-Monastir», Bulgaricum urbis nomen habet Cedrenus, ed. Bonn. T. 2, pag. 460
  15. Monastir, Bitolia, or Toli Monastir, 9th Edition of Encyclopedia Britannica, Volume 16 (1875-89)
  16. Toli-Monastir, λήμμα στο e-lexicon (ηλεκτρονική έκδοση του Γερμανικού Meyers Konversations-Lexikon, 1888) (Τόμος 15 σελ 742)
  17. The Anonymous Pilgrim of Bordeaux (333 a.d.) Αρχειοθετήθηκε 2012-09-28 στο Wayback Machine., (Itinerarium Burdigalense) The Text: 9. From Heraclea to Valona «City of Heraclea (Heraclea Lyncestis, Toli Monastir)»
  18. E.J. Brill's First Encyclopaedia of Islam, 1913-1936, M. Th Houtsma, σελ. 1178
  19. The Resources and Statistics of Nations: exhibiting the geographical position and natural resources, the area and population, the political statistics ... of all countries, Τόμος 2, John MacGregor, Εκδ. A. H. Baily, 1834, Κεφάλαιο Ottoman Empire, σελ 102 «Toli-Monastir population 15.000»
  20. Travels in the Slavonic Provinces of Turkey-in-Europe, Georgina Mary Muir Mackenzie, Adeline Paulina Irby - Bell and Daldy, 1867, Σελίδα 73 «Besides its Greek name, Monastir has a Slavic one, ie, Bitolia (from an older form, Butel), while the Turks uniting both, call the town Toli Monastir.»
  21. The 16th-century Mosques of Bitola/Toli Manastir, Robert Mihajlovsk, УДК. 726.71(497.774), 13th Internationa'l Congress of Turkish Art, σελ. 351-364
  22. Chambers's encyclopaedia: a dictionary of universal knowledge for the people Vol VI, J.B. Lippincott & Co, 1864, λήμμα Monastir, σελ. 528
  23. Geographisch-statistisches Handwörterbuch über alle Theile der Erde: Mit bes. Berücks. d. Stieler'schen Hand-Atlasses. Nach d. besten Hilfsmitteln bearb, Johann Heinrich Möeller, Εκδ. J. Perthes, 1846, σελ. 231
  24. Bŭlgarska akademii︠a︡ na naukite. Otdelenie za ezikoznanie, literaturoznanie i etnografii︠a︡, Bŭlgarska akademikii︠a︡ na naukite. Otdelenie za ezikoznanie, literaturoznanie i izkustvoznanie, Bŭlgarska akademii︠a︡ na naukite. Edinen t︠s︡entŭr za ezik i literatura, Balkansko ezikoznanie: Linguistique balkanique, τομ. 32-33, Izd-vo na Bŭlgarskata akademii︠a︡ na naukite, 1989.
  25. Room, Adrian (2006), Placenames of the world: origins and meanings of the names for 6,600 countries, cities, territories, natural features, and historic sites (2η έκδοση), Jefferson, N.C.: McFarland & Company, Inc., σελ. 60, ISBN 0-7864-2248-3 
  26. «Bitola Climate Normals 1961–1990». National Oceanic and Atmospheric Administration. Ανακτήθηκε στις 22 Μαρτίου 2015. 
  27. «Klimatafel von Bitola / Mazedonien» (PDF). Baseline climate means (1961-1990) from stations all over the world (στα Γερμανικά). Deutscher Wetterdienst. Ανακτήθηκε στις 14 Φεβρουαρίου 2016. 
  28. John Boardman· N.G.L. Hammond, επιμ. (1982). The expansion of the Greek world, eighth to sixth centuries B.C. (2η έκδοση). London: Cambridge University Press. ISBN 978-0-521-23447-4. 
  29. Hammond, Nicholas Geoffrey Lemprière (1993). Collected Studies: Further studies on various topics. A.M. Hakkert. σελ. 158. 
  30. National Bank of the Republic of Macedonia. Macedonian currency. Banknotes in circulation: 10 Denars Αρχειοθετήθηκε 2008-03-29 στο Wayback Machine.. – (ανακτήθηκε 30/3/2009)
  31. N. G. L. Hammond, (1972), A History of Macedonia, Οξφόρδη: Oxford University Press, σελ. 59.
  32. Florin Curta, The Making of the Slavs, Cambridge University Press, 2001, σελ. 134.
  33. Mark Cohen, Last century of a Sephardic community: the Jews of Monastir, 1839-1943, 2003.
  34. Κ. Α. Βακαλόπουλος, «Κοινωνική, πολιτική και οικονομική δομή του πασαλικιού Μοναστηρίου στα μέσα του 19ου αιώνα», περιοδικό «ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΑ» τεύχος 21 (1981), σελ. 168-200.
  35. 35,0 35,1 Stojanovski, Aleksandar (1989), Makedonija vo turskoto srednovekovie : od krajot na XIV--početokot na XVIII vek, Σκόπια: Kultura, σελ. 49, OCLC 21875410 
  36. Šabanović, Hazim (1959), Bosanski pašaluk : postanak i upravna podjela, Σαράγιεβο: Oslobođenje, σελ. 20, OCLC 10236383, http://books.google.rs/books?id=kkQQAAAAIAAJ&dq=охридски+санџак+марко&q=“Poslije+pogibije+kralja+Marka+i+Konstantina+Deja-+novića+na+Rovinama+(1394)+pretvorene+su+njihove+oblasti+u+turske+sandžake,+Custelndilski+i+Ohridski.+”#search_anchor, ανακτήθηκε στις 26 Δεκεμβρίου 2011 
  37. Istorisko društvo Bosne i Hercegovine (1952), Godišnjak, 4, Σαράγιεβο: Državna Štamparija, σελ. 175, OCLC 183334876, http://books.google.rs/books?id=f04iAAAAMAAJ&dq=охридски+санџак+марко&q=охрид#search_anchor, ανακτήθηκε στις 26 Δεκεμβρίου 2011 
  38. Κωνσταντίνος Α. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Βόρειου Ελληνισµού: Μακεδονία, εκδόσεις Αφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 1990.
  39. «Μακεδονικά», τόμ. 37, Εταιρία Μακεδονικών Σπουδών, 2008.
  40. "Η Πολιτισμική Ταυτότητα των Ελλήνων στην Πελαγονία (1912-1930)" Νικόλαος Βασιλειάδης, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη, 2004.
  41. Σύγχρονος Εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκη, 1928.
  42. Λεξικό της Επανάστασης του 1821 Στασινόπουλου.
  43. «Οι εις τα μητρώα των αγωνιστών του '21 αναγραφόμενοι Μακεδόνες» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 17 Μαρτίου 2012. Ανακτήθηκε στις 8 Αυγούστου 2010. 
  44. Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, Ευεργέτες, Λαλουκιώτης Ιωάννης (1879-1951)
  45. Ευγνωμοσύνης σπονδή στον εθνομάρτυρα Αιμιλανό Λαζαρίδη
  46. Εφημερίδα Μακεδονία [1]
  47. «1911 Οθωμανική απογραφή». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Μαΐου 2006. Ανακτήθηκε στις 11 Ιουνίου 2012. 
  48. İlber Ortaylı, Son İmparatorluk Osmanlı (The Last Empire: Ottoman Empire), Κωνσταντινούπολη: Timaş Yayınları, 2006, σελ. 87–9, ISBN 975-263-490-7.
  49. «Σιδηρόδρομοι Ελληνικού Κράτους (ΣΕΚ) Αρχειοθετήθηκε 2012-09-15 στο Wayback Machine, ΟΣΕ Οργανισμός Σιδηροδρόμων Ελλάδος, 2010.
  50. «ΔΙΚΤΥΟ : «Σιδηρόδρομος Θεσσαλονίκης – Μοναστηρίου» (Chemin de fer de Salonique à Monastir/S.M.)». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Ιουνίου 2012. Ανακτήθηκε στις 11 Ιουνίου 2012. 
  51. Robert Elsie (30 Μαρτίου 2010). Historical Dictionary of Albania. Scarecrow Press. σελ. 449. ISBN 978-0-8108-6188-6. Ανακτήθηκε στις 29 Μαΐου 2012. 
  52. «Βαλκανική βιβλιογραφία», τόμ. 7 (2), Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, 1982.
  53. George L. Campbell (2000). Compendium of the World's Languages: Abaza to Kurdish. Taylor & Francis. σελ. 50. ISBN 978-0-415-20296-1. Ανακτήθηκε στις 29 Μαΐου 2012. 
  54. Εγκυκλοπαίδεια Δομή, τόμ. 19 σ. 702 ISBN 960=8177-69-3
  55. "Makfaks"[2] Αρχειοθετήθηκε 2010-06-05 στο Wayback Machine., Украина отвара почесен конзулат во Битола, December 9, 2011
  56. «Унгарија заинтересирана за отворање конзулат во Битола» (στα Σλαβομακεδονικά). Σκόπια: Макфакс. 11 Νοεμβρίου 2011. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 Ιουνίου 2012. Ανακτήθηκε στις 11 Νοεμβρίου 2011. 
  57. Macedonian census, language and religion
  58. Encyclopaedia Judaica, τόμ. 11, Macmillan, 1971.
  59. David N. Barocas, A study on the meaning of Ladino, Judezmo, and the Spanish Jewish dialect, Foundation for the Advancement of Sephardic Studies and Culture, 1976.
  60. Uri Oren, A town called Monastir, Imud, 1971.
  61. Families of Monastir
  62. Joshua Eli Plaut, Greek Jewry in the 20th Century, 1913-1983, 2000, σελ. 26.
  63. M. Avrum Ehrlich, Encyclopedia of the Jewish Diaspora: Origins, Experiences, and Culture, τόμ. 1, ABC-CLIO, 2008.
  64. Marc Angel, La America: the Sephardic experience in the United States, Jewish Publication Society of America, 1982
  65. Stephen Harlan Norwood, Eunice G. Pollack, Encyclopedia of American Jewish History, τόμ. 1, ABC-CLIO, 2008.
  66. Judith Laikin Elkin, The Jews of Latin America, Holmes & Meier, 1998.
  67. "Last Century of a Sephardic Community, The Jews of Monastir, 1839-1943", by Mark Cohen
  68. Ανάτυπο από το λεξικογραφικό δελτίο -Τομ.ΚΕ΄της Ακαδημίας Αθηνών σ.52
  69. Αλέξανδρος Χρυσανθακόπουλος Οι Έλληνες των Σκοπίων, Θεσσαλονίκη 2007
  70. Δημήτριος Αλεξάνδρου Εγκλωβισμένοι...οι Έλληνες των Σκοπίων, Θεσσαλονίκη 2008
  71. «Οικονομική πληγή οι μετακινήσεις Ελλήνων για ψώνια στα Σκόπια». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 25 Οκτωβρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 6 Νοεμβρίου 2013. 
  72. «Πανελλήνια Ομοσπονδία Πολιτιστικών Συλλόγων Βλάχων (ΠΟΠΣΒ), Δελτίο τύπου 27 Απριλίου 2012». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 10 Φεβρουαρίου 2009. Ανακτήθηκε στις 13 Ιουνίου 2012. 
  73. Ημερησία, 3 Ιουλίου 2012, Το Αντάμωμα των Βλάχων
  74. «Збратимување на Битола и Цетиње». bitola.gov.mk (στα Σλαβομακεδονικά). Bitola. Ανακτήθηκε στις 4 Νοεμβρίου 2020. 

Σφάλμα αναφοράς: Η ετικέτα <ref> με όνομα «ΥπΕξ» που ορίζεται μέσα στο <references> δεν χρησιμοποιείται σε προηγούμενο κείμενο.
Σφάλμα αναφοράς: Η ετικέτα <ref> με όνομα «ΗΚαθημερινή-2012» που ορίζεται μέσα στο <references> δεν χρησιμοποιείται σε προηγούμενο κείμενο.
Σφάλμα αναφοράς: Η ετικέτα <ref> με όνομα «ΗΚαθημερινή-2011» που ορίζεται μέσα στο <references> δεν χρησιμοποιείται σε προηγούμενο κείμενο.
Σφάλμα αναφοράς: Η ετικέτα <ref> με όνομα «Ναυτεμπορική» που ορίζεται μέσα στο <references> δεν χρησιμοποιείται σε προηγούμενο κείμενο.
Σφάλμα αναφοράς: Η ετικέτα <ref> με όνομα «ΑΆννινος» που ορίζεται μέσα στο <references> δεν χρησιμοποιείται σε προηγούμενο κείμενο.
Σφάλμα αναφοράς: Η ετικέτα <ref> με όνομα «auth» που ορίζεται μέσα στο <references> δεν χρησιμοποιείται σε προηγούμενο κείμενο.
Σφάλμα αναφοράς: Η ετικέτα <ref> με όνομα «ΣύλλογοςΛιβαδιωτών» που ορίζεται μέσα στο <references> δεν χρησιμοποιείται σε προηγούμενο κείμενο.
Σφάλμα αναφοράς: Η ετικέτα <ref> με όνομα «ΚέντροΔιαβαλκανικήςΣυνεργασίας» που ορίζεται μέσα στο <references> δεν χρησιμοποιείται σε προηγούμενο κείμενο.

Σφάλμα αναφοράς: Η ετικέτα <ref> με όνομα «ΙΜΧΑ» που ορίζεται μέσα στο <references> δεν χρησιμοποιείται σε προηγούμενο κείμενο.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]