Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ιστορία της Ρώμης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ρώμη: Ερείπια της Αγοράς, κοιτώντας προς το Καπιτώλιο (1742) του Καναλέττo.

Η ιστορία της Ρώμης περιλαμβάνει την ιστορία της πόλης της Ρώμης καθώς και τον πολιτισμό της αρχαίας Ρώμης. Η ρωμαϊκή ιστορία είχε επιρροή στον σύγχρονο κόσμο, ιδιαίτερα στην ιστορία της Καθολικής Εκκλησίας, και το ρωμαϊκό δίκαιο έχει επηρεάσει πολλά σύγχρονα νομικά συστήματα. Η ρωμαϊκή ιστορία μπορεί να χωριστεί στις ακόλουθες περιόδους:

Για περισσότερες πληροφορίες και την ιστορία της Ρώμης ως ολοκληρωμένου πολιτισμού, δείτε την Αρχαία Ρώμη.

Η παλαιότερη ιστορία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υπάρχουν αρχαιολογικά στοιχεία για ανθρώπινη κατοχή στην περιοχή της Ρώμης από τουλάχιστον 5.000 χρόνια, αλλά το πυκνό στρώμα πολύ νεότερων συντριμμιών συσκοτίζει παλαιολιθικές και νεολιθικές θέσεις.[2] Τα στοιχεία που υποδηλώνουν την αρχαία ίδρυση της πόλης, αποκρύπτονται επίσης από τον θρύλο της αρχής της Ρώμης, που αφορούσε τον Ρωμύλο και τον Ρέμο.

Η παραδοσιακή ημερομηνία για την ίδρυση της Ρώμης είναι η 21η Απριλίου 753π.Χ., κατά τον Μάρκο Τερέντιο Βάρρο,[3] και η πόλη και η γύρω περιοχή τού Λατίου συνέχισαν να κατοικούνται με μικρή διακοπή από τότε περίπου. Οι ανασκαφές που έγιναν το 2014 αποκάλυψαν ένα τείχος, που κτίστηκε πολύ πριν από το επίσημο έτος ίδρυσης της πόλης. Οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν έναν πέτρινο τοίχο και κομμάτια αγγείων, που χρονολογούνται στον 9ο αι. π.Χ. και στις αρχές του 8ου αι. π.Χ., ενώ υπάρχουν στοιχεία για ανθρώπους, που έφτασαν στον Παλατίνο λόφο ήδη από τον 10ο αι. π.Χ.[4]

Η τοποθεσία της περιοχής Σαντ' Oμομπόνo είναι ζωτικής σημασίας για την κατανόηση των σχετικών διαδικασιών μνημειοποίησης, αστικοποίησης και σχηματισμού κράτους στη Ρώμη κατά την ύστερη αρχαϊκή περίοδο. Η τοποθεσία τού ναού Σαντ' Ομομπόνo χρονολογείται από τον 7ο–6ο αι. π.Χ., καθιστώντας αυτά ως τα παλαιότερα γνωστά ερείπια ναού στη Ρώμη.[5]

Θρύλος καταγωγής της Ρώμης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η λύκαινα τού Καπιτωλίου θηλάζει τα δίδυμα βρέφη Ρωμύλο και Ρέμο.

Η προέλευση τού ονόματος της πόλης πιστεύεται ότι είναι αυτή τού φημισμένου ιδρυτή και πρώτου ηγεμόνα, του θρυλικού Ρωμύλου.[6] Λέγεται ότι ο Ρωμύλος και ο δίδυμος αδελφός του Ρέμος, φαινομενικά γιοι τού θεού Άρη και απόγονοι του Τρωικού ήρωα Αινεία, όταν εγκαταλείφθηκαν, θηλάστηκαν από μία λύκαινα, και μετά αποφάσισαν να κτίσουν μία πόλη. Οι αδελφοί μάλωσαν, ο Ρωμύλος σκότωσε τον Ρέμο, και στη συνέχεια ονόμασε την πόλη Ρώμη από τον ίδιο. Αφού ίδρυσε και ονομάτισε τη Ρώμη (όπως λέει η ιστορία), επέτρεψε σε άνδρες όλων των τάξεων να έρχονται στη Ρώμη ως πολίτες, συμπεριλαμβανομένων σκλάβων και ελεύθερων χωρίς διάκριση.[7] Για να παράσχει στους πολίτες του συζύγους, ο Ρωμύλος κάλεσε τις γειτονικές φυλές σε μία εορτή στη Ρώμη, όπου απήγαγε πολλές από τις νεαρές γυναίκες τους (γνωστό ως η αρπαγή των Σαβίνων). Μετά τον πόλεμο με τους Σαβίνους που ακολούθησε, ο Ρωμύλος μοιράστηκε τη βασιλεία με τον βασιλιά των Σαβίνων Τίτο Τάτιο.[8] Ο Ρωμύλος επέλεξε 100 από τους πιο ευγενείς άνδρες για να σχηματίσουν τη ρωμαϊκή Σύγκλητο ως συμβουλευτικό συμβούλιο τού βασιλιά. Αυτούς τους άνδρες ονόμασε patres, και οι απόγονοί τους έγιναν οι πατρίκιοι. Δημιούργησε τρεις εκατονταρχίες ιππέων: Ramnes (που σημαίνει Ρωμαίοι), Tities (από τον βασιλιά των Σαβίνων) και Luceres (Ετρούσκους). Διαίρεσε επίσης τον γενικό πληθυσμό σε 30 φυλές (curias), που ονομάστηκαν από τις 30 από τις γυναίκες Σαβίνες που είχαν παρέμβει για να τερματίσουν τον πόλεμο μεταξύ τού Ρωμύλου και τού Τάτιου. Οι Φυλές σχημάτισαν τις μονάδες ψηφοφορίας στην Συνέλευση των Φυλών (Comitia Curiata).[9]

Έχουν γίνει προσπάθειες να βρεθεί μία γλωσσική ρίζα για το όνομα Ρώμη. Οι δυνατότητες περιλαμβάνουν προέλευση από το ελληνικό Ῥώμη, που σημαίνει γενναιότητα, θάρρος.[10] πιθανώς η σύνδεση είναι με μια ρίζα *rum-, «θηλή», με μία θεωρητική αναφορά στην τοτέμ λύκαινα, που υιοθέτησε και θήλασε τα -με παρόμοιο όνομα- δίδυμα. Το ετρουσκικό όνομα της πόλης φαίνεται να ήταν Ρούμα.[11] Συγκρίνετε επίσης το Rumon, το προηγούμενο όνομα του ποταμού Τίβερη. Η περαιτέρω ετυμολογία του παραμένει άγνωστη, όπως συμβαίνει με τις περισσότερες ετρουσκικές λέξεις. Το Συνοπτικό Ετυμολογικό Λεξικό των Λατινικών του Tόμας Γκ. Τάκερ (1931) προτείνει, ότι το όνομα πιθανότατα προέρχεται από το *urobsma (βλ. urbs, robur) και διαφορετικά, «αλλά λιγότερο πιθανό» από το *urosma «λόφος» (βλ. Skt. varsman- «ύψος, σημείο», Παλαιά Σλαβονική врьхъ «κορυφή, κορυφή», Ρωσ. верх "πάνω· κατεύθυνση προς τα πάνω", Lith. virsus "άνω").

Ο σχηματισμός της πόλης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Ρώμη αναπτύχθηκε από ποιμενικούς οικισμούς στον Παλατίνο λόφο και στους γύρω λόφους περίπου 30 χλμ. από το Τυρρηνικό Πέλαγος στη νότια πλευρά του Τίβερη. Ο Κυρινάλιος λόφος ήταν πιθανώς ένα φυλάκιο για τους Σαβίνους, έναν άλλο λαό που μιλούσε ιταλικά. Σε αυτή τη θέση, ο Τίβερης σχηματίζει μία καμπύλη σε σχήμα Ζ, που περιέχει ένα νησί, όπου μπορεί να περάσει κάποιος τον ποταμό. Λόγω τού ποταμού και της οδού, η Ρώμη βρισκόταν σε σταυροδρόμι κίνησης, ακολουθώντας την κοιλάδα τού ποταμού και τους εμπόρουςν που ταξίδευαν βόρεια και νότια στη δυτική πλευρά της χερσονήσου.

Τα αρχαιολογικά ευρήματα επιβεβαίωσαν ότι υπήρχαν δύο οχυρωμένοι οικισμοί τον 8ο αι. π.Χ., στην περιοχή της μελλοντικής Ρώμης: ο Ρούμι στον Παλατίνο λόφο και ο Τιτιέντες στον Κυρινάλιο λόφο, με την υποστήριξη των Λουκέρων, που ζούσαν στα κοντινά δάση.[12] Αυτές ήταν απλώς τρεις από τις πολυάριθμες ιταλόφωνες κοινότητες που υπήρχαν στο Λάτιο, μία πεδιάδα στην ιταλική χερσόνησο, την 1η χιλιετία π.Χ. Η προέλευση των ιταλικών λαών βρίσκεται στην προϊστορία και επομένως δεν είναι επακριβώς γνωστές, αλλά οι ινδοευρωπαϊκές τους γλώσσες μετανάστευσαν από την ανατολή στο β' μισό της 2ης χιλιετίας π.Χ.

Σύμφωνα με τον Διονύσιο τον Αλικαρνασσέα, πολλοί Ρωμαίοι ιστορικοί (συμπεριλαμβανομένου τού Πόρκιου Κάτωνα και τού Γάιου Σεμπρόνιου) θεώρησαν την προέλευση των Ρωμαίων (απογόνων των Αβοριγίνων) ως ελληνική, παρά το γεγονός ότι οι γνώσεις τους προέρχονταν από ελληνικές μυθικές αφηγήσεις.[13] Οι Σαβίνοι συγκεκριμένα, αναφέρονται για πρώτη φορά στην αφήγηση τού Διονυσίου, ότι κατέλαβαν αιφνιδιαστικά την πόλη Λίστα, η οποία θεωρούνταν η μητέρα-πόλη των Αβοριγίνων.[14]

Ο ετρουσκικός τάφος του Φρανσουά, 4ος αι. π.Χ.

Οι ιταλοί ομιλητές στην περιοχή περιελάμβαναν Λατίνους (στα δυτικά), Σαβίνους (στην άνω κοιλάδα του Τίβερη), Ούμπριους (στα βορειοανατολικά), Σαμνίτες (στο Νότο), Οσκανούς και άλλους. Τον 8ο αι. π.Χ., μοιράζονταν τη χερσόνησο με δύο άλλες μεγάλες εθνότητες: τους Ετρούσκους στο Βορρά και τους Έλληνες στον νότο.

Οι Ετρούσκοι (Etrusci ή Tusci στα Λατινικά) μαρτυρούνται βόρεια της Ρώμης στην Ετρουρία (σύγχρονο βόρειο Λάτσιο, Τοσκάνη και μέρος της Ούμπρια). Ίδρυσαν πόλεις όπως η Tαρκυνία, η Βήιοι και η Βολτέρα και επηρέασαν βαθιά τον ρωμαϊκό πολιτισμό, όπως φαίνεται ξεκάθαρα από την ετρουσκική καταγωγή ορισμένων από τους μυθικούς Ρωμαίους βασιλείς. Οι ιστορικοί δεν έχουν λογοτεχνία, κείμενα θρησκείας ή φιλοσοφίας αυτών. Ως εκ τούτου, πολλά από όσα είναι γνωστά γι' αυτόν τον πολιτισμό, προέρχονται από ταφικά αντικείμενα και ευρήματα τάφων.[15]

Οι Έλληνες είχαν ιδρύσει πολλές αποικίες στη Νότια Ιταλία μεταξύ 750 και 550 π.Χ. (την οποία οι Ρωμαίοι ονόμασαν αργότερα Mεγάλη Ελλάδα), όπως Κύμαι, Νεάπολη, Καλαβρία, Κρότων, Σύβαρις και Tάρας, καθώς και στα ανατολικά δύο τρίτα της Σικελίας.[16][17]

Ετρουσκική κυριαρχία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ναός τού Διός Αρίστου Μαγίστου (Jupiter Optimus Maximus) 526–509 π.Χ.
Το Σέρβιο Τείχος πήρε το όνομά του από τον βασιλιά Σέρβιο Τούλλιο και είναι τα πρώτα αληθινά τείχη της Ρώμης.

Μετά το 650 π.Χ. οι Ετρούσκοι έγιναν κυρίαρχοι στην Ιταλία και επεκτάθηκαν στη βορειο-κεντρική Ιταλία. Η ρωμαϊκή παράδοση ισχυριζόταν, ότι η Ρώμη ήταν υπό τον έλεγχο επτά βασιλέων από το 753 έως το 509 π.Χ., ξεκινώντας από τον μυθικό Ρωμύλο που λέγεται ότι ίδρυσε την πόλη της Ρώμης μαζί με τον αδελφό του Ρέμο. Οι τρεις τελευταίοι βασιλείς λέγεται ότι ήταν Ετρούσκοι (τουλάχιστον εν μέρει), δηλαδή ο Ταρκίνιος Πρίσκος, ο Σέρβιος Τούλλιος και ο Ταρκίνιος Σουπέρβος. (Ο Πρίσκος λέγεται από τις αρχαίες λογοτεχνικές πηγές ότι ήταν γιος Έλληνα πρόσφυγα και Ετρούσκας μητέρας). Τα ονόματά τους αναφέρονται στην ετρουσκική πόλη Tαρκυνία.

Ο Λίβιος, ο Πλούταρχος, ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς και άλλοι ισχυρίζονται, ότι η Ρώμη κυβερνήθηκε κατά τους πρώτους αιώνες της από μία διαδοχή επτά βασιλέων. Η παραδοσιακή χρονολογία, όπως κωδικοποιήθηκε από τον Βάρρωνα, διαθέτει 243 χρόνια για τη βασιλεία τους, κατά μέσο όρο σχεδόν 35 χρόνια ο καθένας, η οποία έχει γενικά μειωθεί από τη σύγχρονη έρευνα από το έργο του Μπάρτολντ-Γκέοργκ Νήμπουρ. Οι Γαλάτες κατέστρεψαν πολλά από τα ιστορικά αρχεία της Ρώμης, όταν λεηλάτησαν την πόλη μετά τη μάχη της Aλλία το 390 π.Χ. (σύμφωνα με τον Πολύβιο, η μάχη έγινε το 387/6) και ό,τι είχε απομείνει, τελικά χάθηκε με τον χρόνο ή την κλοπή. Χωρίς να υπάρχουν σύγχρονα αρχεία για το βασίλειο, όλες οι αναφορές των βασιλέων πρέπει να εξετάζονται προσεκτικά.[18] Ο κατάλογος των βασιλέων έχει επίσης αμφίβολη ιστορική αξία, αν και οι επώνυμοι βασιλείς μπορεί να είναι ιστορικά πρόσωπα. Πιστεύεται από ορισμένους ιστορικούς (και πάλι αυτό αμφισβητείται) ότι η Ρώμη ήταν υπό την επιρροή των Ετρούσκων για περίπου έναν αιώνα. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, κατασκευάστηκε μία γέφυρα που ονομάζεται Πασσαλόπηκτη Γέφυρα (Pons Sublicius) για να αντικαταστήσει το πέρασμα τού Tίβερη, και κατασκευάστηκε επίσης η Μεγάλη Αποχέτευση (Cloaca Maxima). Οι Ετρούσκοι λέγεται ότι ήταν σπουδαίοι μηχανικοί αυτού τού τύπου δομής. Από πολιτιστική και τεχνική άποψη, οι Ετρούσκοι είχαν αναμφισβήτητα τον δεύτερο μεγαλύτερο αντίκτυπο στη ρωμαϊκή ανάπτυξη, τους οποίους ξεπέρασαν μόνο οι Έλληνες.

Επεκτεινόμενοι νοτιότερα οι Ετρούσκοι ήρθαν σε άμεση επαφή με τους Έλληνες, και αρχικά είχαν επιτυχία σε συγκρούσεις με τους Έλληνες αποίκους, μετά όμως η Ετρουρία έπεσε σε παρακμή. Εκμεταλλευόμενη αυτό, η Ρώμη επαναστάτησε και κέρδισε την ανεξαρτησία από τους Ετρούσκους γύρω στο 500 π.Χ.. Εγκατέλειψε επίσης τη μοναρχία, υπέρ ενός δημοκρατικού συστήματος βασισμένου σε μία Σύγκλητο, αποτελούμενη από τους ευγενείς της πόλης, μαζί με τις συνελεύσεις τού λαού, που εξασφάλιζαν την πολιτική συμμετοχή για τους περισσότερους από τους ελεύθερους άνδρες και τους εκλεγμένους αξιωματούχους ετησίως.

Οι Ετρούσκοι άφησαν διαρκή επιρροή στη Ρώμη. Οι Ρωμαίοι έμαθαν να κτίζουν ναούς από αυτούς και οι Ετρούσκοι μπορεί να εισήγαγαν τη λατρεία μίας τριάδας θεών — Ήρας (Juno), Αθηνάς (Minerva) και Διός (Jupiter)— από τους Ετρουσκικούς θεούς: Uni, Menrva και Tinia . Ωστόσο, η επιρροή των Ετρούσκων στην ανάπτυξη της Ρώμης είναι συχνά υπερεκτιμημένη.[19] Η Ρώμη ήταν κυρίως λατινική πόλη. Ποτέ δεν έγινε πλήρως ετρουσκική. Επίσης, τα στοιχεία δείχνουν ότι οι Ρωμαίοι επηρεάστηκαν σε μεγάλο βαθμό από τις ελληνικές πόλεις του Νότου, κυρίως μέσω τού εμπορίου.[20]

Ρωμαϊκή Δημοκρατία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η Ρωμαϊκή Αγορά (Forum Romanum).

Οι κοινώς διαδεδομένες ιστορίες της πρώιμης περιόδου της Δημοκρατίας (πριν από περίπου το 300 π.Χ., όταν οι παλαιο-λατινικές επιγραφές και οι ελληνικές ιστορίες για τη Ρώμη παρέχουν πιο συγκεκριμένες αποδείξεις γεγονότων) θεωρούνται γενικά μυθικές, καθώς η ιστορικότητά τους αποτελεί θέμα συζήτησης μεταξύ των κλασικιστών. Η Ρωμαϊκή Δημοκρατία χρονολογείται παραδοσιακά από το 509 π.Χ. έως το 27 π.Χ. Μετά τα 500 π.Χ. η Ρώμη λέγεται ότι ενώθηκε με τις Λατινικές πόλεις, για να υπερασπιστεί τις επιδρομές των Σαβίνων. Κερδίζοντας τη μάχη της λίμνης Ρεγίλλους το 493 π.Χ., η Ρώμη εδραίωσε ξανά την υπεροχή έναντι των λατινικών χωρών, που είχε χάσει μετά την πτώση της μοναρχίας. Μετά από μία μακρά σειρά αγώνων αυτή η υπεροχή σταθεροποιήθηκε το 393, όταν οι Ρωμαίοι υπέταξαν τελικά τους Βόλσκους και Aίκουους. Το 394 π.Χ. κατέκτησαν επίσης την απειλητική Ετρουσκική γείτονα πόλη Βήιοι. Η δύναμη των Ετρούσκων περιοριζόταν πλέον στην ίδια την Ετρουρία, και η Ρώμη ήταν η κυρίαρχη πόλη στο Λάτιο.

Μία επίσημη συνθήκη με την πόλη-κράτος της Καρχηδόνας συμφωνήθηκε το 509 π.Χ., η οποία καθόριζε τις σφαίρες επιρροής κάθε πόλης, και ρύθμιζε το εμπόριο μεταξύ τους. [21]

Διάγραμμα που δείχνει τους ελέγχους και τις ισορροπίες του Ρωμαϊκού Πολιτεύματος.

Την ίδια εποχή, ο Ηρακλείδης δήλωσε ότι η Ρώμη του 4ου αι. ήταν ελληνική πόλη (Πλουτ. Εκκεντρο. 22).

Οι πρώτοι εχθροί της Ρώμης ήταν οι γειτονικές φυλές των Βολσκίων, οι Αίκουοι και φυσικά οι Ετρούσκοι. Καθώς περνούσαν τα χρόνια και οι στρατιωτικές επιτυχίες αύξαναν τη ρωμαϊκή επικράτεια, εμφανίστηκαν νέοι αντίπαλοι. Οι πιο άγριοι ήταν οι Γαλάτες, μία χαλαρή συλλογικότητα λαών που έλεγχαν μεγάλο μέρος της Βόρειας Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένης της σύγχρονης Βόρειας και Κεντροανατολικής Ιταλίας.

Το 387 π.Χ. η Ρώμη λεηλατήθηκε και κάηκε από τους Σήνωνες, που προέρχονταν από την ανατολική Ιταλία και είχαν επικεφαλής τον Βρέννο, ο οποίος είχε νικήσει επιτυχώς τον ρωμαϊκό στρατό στη μάχη της Αλλίας στην Ετρουρία. Πολλά σύγχρονα αρχεία υποδηλώνουν ότι οι Σήνωνες ήλπιζαν να τιμωρήσουν τη Ρώμη, επειδή παραβίασε τη διπλωματική της ουδετερότητα στην Ετρουρία. Οι Σήνωνες βάδισαν 130 χλμ. στη Ρώμη, χωρίς να βλάψουν τη γύρω ύπαιθρο. Μόλις λεηλάτησαν την πόλη, οι Σήνωνες αποχώρησαν από τη Ρώμη.[22] Ο Bρέννος ηττήθηκε από τον δικτάτορα Φούριο Κάμιλλο στο Tούσκουλον αμέσως μετά.[23][24]

Μετά από αυτό, η Ρώμη ανοικοδόμησε βιαστικά τα κτίριά της και πέρασε στην επίθεση, κατακτώντας τους Ετρούσκους και αρπάζοντας εδάφη από τους Γαλάτες στον βορρά. Μετά το 345 π.Χ. η Ρώμη προχώρησε νότια εναντίον άλλων Λατίνων. Ο κύριος εχθρός τους σε αυτό το τεταρτημόριο ήταν οι άγριοι Σαμνίτες, οι οποίοι ξεπέρασαν και παγίδευσαν τις λεγεώνες το 321 π.Χ. στη μάχη των Καυδιανών Δικράνων. Παρά αυτές και άλλες προσωρινές αποτυχίες, οι Ρωμαίοι προχωρούσαν σταθερά. Μέχρι το 290 π.Χ., η Ρώμη έλεγχε πάνω από το ήμισυ της ιταλικής χερσονήσου. Τον 3ο αι. π.Χ., η Ρώμη έθεσε υπό τον έλεγχό της και τις ελληνικές πόλεις στον νότο. 

Χάρτης που δείχνει τη ρωμαϊκή επέκταση στην Ιταλία.

Μέσα στους ατελείωτους πολέμους (από την αρχή της Δημοκρατίας μέχρι το Πριγκιπάτο, οι πόρτες του ναού του Ιανού έκλεισαν μόνο δύο φορές: όταν ήταν ανοιχτές σήμαινε ότι η Ρώμη βρισκόταν σε πόλεμο), η Ρώμη έπρεπε να αντιμετωπίσει μία σοβαρή μεγάλη κοινωνική κρίση, τη Σύγκρουση των Τάξεων, έναν πολιτικό αγώνα μεταξύ των Πληβείων (κοινών) και των Πατρικίων (αριστοκρατών) της αρχαίας Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, στην οποία οι Πλήβειοι επιδίωκαν την πολιτική ισότητα με τους Πατρίκιους. Έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη τού Πολιτεύματος της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας. Ξεκίνησε το 494 π.Χ., όταν, ενώ η Ρώμη βρισκόταν σε πόλεμο με δύο γειτονικές φυλές, οι Πληβείοι έφυγαν όλοι από την πόλη (η πρώτη Πληβειακή Απόσχιση). Αποτέλεσμα αυτής της πρώτης απόσχισης ήταν η δημιουργία τού αξιώματος τού τριβούνου των πληβείων και μαζί του η πρώτη απόκτηση πραγματικής εξουσίας από τους Πληβείους.[25]

Χάρτης τού κέντρου της Ρώμης την εποχή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Σύμφωνα με την παράδοση, η Ρώμη έγινε δημοκρατία το 509 π.Χ. Ωστόσο χρειάστηκαν μερικοί αιώνες, για να γίνει η Ρώμη η μεγάλη πόλη της λαϊκής φαντασίας. Τον 3ο αι. π.Χ. η Ρώμη είχε γίνει η κατεξοχήν πόλη της ιταλικής χερσονήσου. Κατά τη διάρκεια των Καρχηδονιακών Πολέμων μεταξύ της Ρώμης και της μεγάλης μεσογειακής αυτοκρατορίας της Καρχηδόνας (264 έως 146 π.Χ.) το ανάστημα της Ρώμης αυξήθηκε περαιτέρω, καθώς έγινε η πρωτεύουσα μίας υπερπόντιας Αυτοκρατορίας για πρώτη φορά. Ξεκινώντας τον 2ο αι. π.Χ. η Ρώμη γνώρισε μία σημαντική πληθυσμιακή επέκταση, καθώς Ιταλοί αγρότες, εκδιωχθέντες από τις προγονικές τους αγροτικές εκτάσεις από την εμφάνιση τεράστιων, με σκλάβους αγροκτημάτων που ονομάζονταν latifundia, συνέρρεαν στην πόλη σε μεγάλους αριθμούς. Η νίκη επί της Καρχηδόνας στον Α΄ Καρχηδονιακό Πόλεμο έφερε τις δύο πρώτες επαρχίες έξω από την ιταλική χερσόνησο, τη Σικελία και τη Σαρδηνία.[26] Ακολούθησαν τμήματα της Ιβηρικής (Hispania) και στις αρχές του 2ου αι. οι Ρωμαίοι αναμίχθηκαν στις υποθέσεις τού ελληνικού κόσμου. Μέχρι τότε όλα τα ελληνιστικά βασίλεια και οι ελληνικές πόλεις-κράτη βρίσκονταν σε παρακμή, εξουθενωμένα από τους ατελείωτους εμφύλιους πολέμους και βασιζόμενα σε μισθοφορικά στρατεύματα.

Οι Ρωμαίοι έβλεπαν τον ελληνικό πολιτισμό με μεγάλο θαυμασμό. Οι Έλληνες έβλεπαν τη Ρώμη ως χρήσιμο σύμμαχο στις εμφύλιες διαμάχες τους, και δεν άργησε να κληθούν οι ρωμαϊκές λεγεώνες να επέμβουν στην Ελλάδα. Σε λιγότερο από 50 χρόνια ολόκληρη η ηπειρωτική Ελλάδα ήταν υποταγμένη. Οι ρωμαϊκές λεγεώνες συνέτριψαν τη μακεδονική φάλαγγα δύο φορές, το 197 και το 168 π.Χ.: το 146 π.Χ. ο Ρωμαίος ύπατος Λεύκιος Μόμμιος ισοπέδωσε την Κόρινθο, σηματοδοτώντας το τέλος της ελεύθερης Ελλάδας. Την ίδια χρονιά ο Κορνήλιος Σκιπίων Αιμιλιανός, ο γιος τού Κορνήλιου Σκιπίωνα τού Αφρικανού, κατέστρεψε την πόλη της Καρχηδόνας, καθιστώντας την ρωμαϊκή επαρχία.

Τα επόμενα χρόνια η Ρώμη συνέχισε τις κατακτήσεις της στην Ιβηρική με τον Τιβέριο Γράκχο και πάτησε το πόδι της στην Ασία, όταν ο τελευταίος βασιλιάς της Περγάμου έδωσε το βασίλειό του στον ρωμαϊκό λαό. Το τέλος τού 2ου αι. έφερε μία άλλη απειλή, όταν ένα μεγάλο πλήθος γερμανικών λαών, δηλαδή οι Κίμβριοι και οι Τεύτονες, διέσχισαν τον ποταμό Ροδανό και μετακινήθηκαν στην Ιταλία. Ο Γάιος Μάριος ήταν ύπατος πέντε συνεχόμενες φορές (επτά συνολικά) και κέρδισε δύο αποφασιστικές μάχες σε 102 και 101 π.Χ. Αναμόρφωσε επίσης τον ρωμαϊκό στρατό, δίνοντάς του τόσο καλή αναδιοργάνωση, που παρέμεινε αναλλοίωτος για αιώνες.

Τα πρώτα τριάντα χρόνια τού 1ου αι. π.Χ. χαρακτηρίστηκαν από σοβαρά εσωτερικά προβλήματα, που απειλούσαν την ύπαρξη της Δημοκρατίας. Ο Κοινωνικός Πόλεμος, μεταξύ της Ρώμης και των συμμάχων της, και οι Πόλεμοι Δούλων (εξεγέρσεις των σκλάβων) ήταν σκληρές συγκρούσεις,[27] όλες εντός της Ιταλίας, και ανάγκασαν τους Ρωμαίους να αλλάξουν την πολιτική τους σε σχέση με τους συμμάχους και τους υπηκόους τους.[28] Μέχρι τότε η Ρώμη είχε γίνει μία εκτεταμένη δύναμη, με μεγάλο πλούτο που προερχόταν από τον κατακτημένο λαό (ως φόρο, τροφή ή ανθρώπινο δυναμικό, δηλαδή σκλάβους). Οι σύμμαχοι της Ρώμης ένιωθαν πικρία, αφού είχαν πολεμήσει στο πλευρό των Ρωμαίων, αλλά δεν ήταν πολίτες και μοιράζονταν ελάχιστα στις ανταμοιβές. Αν και έχασαν τον πόλεμο, τελικά πήραν αυτό που ζήτησαν, και στις αρχές του 1ου αι. μ.Χ. σχεδόν όλοι οι ελεύθεροι κάτοικοι της Ιταλίας ήταν Ρωμαίοι πολίτες.

Ωστόσο, η ανάπτυξη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (Imperium Romanum) δημιούργησε νέα προβλήματα και νέες απαιτήσεις, που το παλαιό πολιτικό σύστημα της Δημοκρατίας, με τους ετησίως εκλεγμένους αξιοματούχους και την κατανομή της εξουσίας, δεν μπορούσε να λύσει. Η δικτατορία τού Λ. Κ. Σύλλα, οι εξαιρετικές εξουσίες τού Πομπήιου Μάγκνου και η πρώτη Τριανδρία, το κατέστησαν σαφές. Τον Ιανουάριο του 49 π.Χ. ο Ιούλιος Καίσαρας, ο κατακτητής της Γαλατίας, βάδισε τις λεγεώνες του εναντίον της Ρώμης. Τα επόμενα χρόνια νίκησε τους αντιπάλους του, και κυβέρνησε τη Ρώμη για τέσσερα χρόνια. Μετά τη δολοφονία του το 44 π.Χ. η Σύγκλητος προσπάθησε να αποκαταστήσει τη Δημοκρατία, αλλά οι πρωταθλητές της, Μάρκος Ιούνιος Βρούτος (απόγονος του ιδρυτή της δημοκρατίας) και Γάιος Κάσσιος Λογγίνος ηττήθηκαν από τον υποδιοικητή τού Καίσαρα Μάρκο Αντώνιο και τον ανιψιό τού Καίσαρα, Οκταβιανό.

Τα έτη 44–31 π.Χ. σηματοδοτούν τον αγώνα για την εξουσία μεταξύ τού Μάρκου Αντώνιου και τού Οκταβιανού (αργότερα γνωστός ως Αύγουστος). Τέλος, στις 2 Σεπτεμβρίου 31 π.Χ., στο ελληνικό ακρωτήριο τού Ακτίου, η τελική μάχη έγινε στη θάλασσα. Ο Οκταβιανός ήταν νικητής και έγινε ο μοναδικός κυρίαρχος της Ρώμης (και της Αυτοκρατορίας της), τυπικά ως πρώτος (princeps) της Συγκλήτου με το όνομα Σεβαστός (Augustus). Αυτή η ημερομηνία σηματοδοτεί το τέλος της Δημοκρατίας και την αρχή του Πριγκιπάτου.[29][30]

Ρωμαϊκή αυτοκρατορία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Περαιτέρω πληροφορίες: Roman Empire
Ανάπτυξη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Πρώιμη Αυτοκρατορία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η ζωή στη Ρώμη: το εσωτερικό οικίας.

Μέχρι το τέλος της Δημοκρατίας, η πόλη της Ρώμης είχε αποκτήσει ένα μεγαλείο, που άρμοζε στην πρωτεύουσα μίας Αυτοκρατορίας, που κυριαρχούσε σε ολόκληρη τη Μεσόγειο. Ήταν, εκείνη την εποχή, η μεγαλύτερη πόλη στον κόσμο. Οι εκτιμήσεις για τον ανώτατο πληθυσμό της κυμαίνονται από 450.000 έως πάνω από 3.500.000 άνθρωποι, αλλά οι εκτιμήσεις από 1 έως 2 εκατομμύρια είναι πιο δημοφιλής στους ιστορικούς.[31] Αυτό το μεγαλείο αυξήθηκε υπό τον Οκταβιανό Aύγουστο, ο οποίος ολοκλήρωσε τα έργα τού Καίσαρα και πρόσθεσε πολλά δικά του, όπως την Αγορά τού Αυγούστου και τον Βωμό της Ειρήνης. Λέγεται ότι παρατήρησε, ότι βρήκε τη Ρώμη μία πόλη από τούβλα, και την άφησε μία πόλη από μάρμαρο (Urbem latericium invenit, marmoream reliquit). Οι διάδοχοι τού Αυγούστου προσπάθησαν να μιμηθούν την επιτυχία του εν μέρει, προσθέτοντας τις δικές τους συνεισφορές στην πόλη. Το 64 μ.Χ. κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Νέρωνα, η Μεγάλη Πυρκαγιά της Ρώμης κατέστρεψε μεγάλο μέρος της πόλης, αλλά με πολλούς τρόπους χρησιμοποιήθηκε ως δικαιολογία για νέα ανάπτυξη.[32][33]

Η Ρώμη ήταν μία επιδοτούμενη πόλη εκείνη την εποχή, με περίπου το 15 - 25 % της προσφοράς σιτηρών της να πληρωνόταν από την κεντρική κυβέρνηση. Το εμπόριο και η βιομηχανία έπαιξαν μικρότερο ρόλο σε σύγκριση με αυτόν άλλων πόλεων, όπως η Αλεξάνδρεια. Αυτό σήμαινε ότι η Ρώμη έπρεπε να βασίζεται σε αγαθά και παραγωγή από άλλα μέρη της Αυτοκρατορίας, για να συντηρήσει έναν τόσο μεγάλο πληθυσμό. Η επιδότηση πληρωνόταν κυρίως από φόρους, που επιβάλλονταν από τη ρωμαϊκή κυβέρνηση. Αν δεν είχε επιδοτηθεί, η Ρώμη θα ήταν σημαντικά μικρότερη.[34]

Η Αψίδα του Γαλλιηνού είναι ένα από τα λίγα μνημεία της αρχαίας Ρώμης τού 3ο αι, και ήταν μία πύλη στο Σέρβιο Τείχος. Δύο πλευρικές πύλες καταστράφηκαν το 1447.

Ο πληθυσμός της Ρώμης μειώθηκε μετά την ακμή της τον 2ο αι.: στα τέλη εκείνου τού αιώνα, κατά τη διάρκεια της βασιλείας τού Μάρκου Αυρήλιου, η πανώλη του Αντωνίνου σκότωνε 2.000 ανθρώπους την ημέρα.[35] Ο Μάρκος Αυρήλιος απεβίωσε το 180, με τη βασιλεία του να είναι η τελευταία από τους «Πέντε Καλούς Αυτοκράτορες» και τη Ρωμαϊκή Ειρήνη (Pax Romana). Ο γιος του Κόμμοδος, ο οποίος ήταν συναυτοκράτορας από το 177 μ.Χ., ανέλαβε την πλήρη αυτοκρατορική εξουσία, η οποία γενικά συνδέεται με την έναρξη της παρακμής της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο πληθυσμός της Ρώμης ήταν μόνο ένα κλάσμα της αιχμής της, όταν ολοκληρώθηκε το Αυρηλιανό Τείχος το 273 μ.Χ. (εκείνη τη χρονιά ο πληθυσμός της ήταν μόνο περίπου 500.000).

Από τις αρχές του 3ου αι., τα πράγματα άλλαξαν. Η «Κρίση του 3ου αι.» καθορίζει τις καταστροφές και τα πολιτικά προβλήματα για την Αυτοκρατορία, η οποία παραλίγο να καταρρεύσει. Το νέο αίσθημα κινδύνου και η απειλή των βαρβαρικών επιδρομών φάνηκε ξεκάθαρα από την απόφαση τού Αυτοκράτορα Αυρηλιανού, ο οποίος το έτος 273 τελείωσε την περικύκλωση της ίδιας της πρωτεύουσας με ένα ογκώδες τείχος, που είχε περίμετρο κοντά στα 20 χλμ. Η Ρώμη παρέμεινε επίσημα πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας, αλλά οι Αυτοκράτορες περνούσαν όλο και λιγότερο χρόνο εκεί. Στα τέλη του 3ου αι. με τις πολιτικές μεταρρυθμίσεις τού Διοκλητιανού, η Ρώμη στερήθηκε τον παραδοσιακό ρόλο της διοικητικής πρωτεύουσας της Αυτοκρατορίας. Αργότερα, δυτικοί Αυτοκράτορες κυβέρνησαν από το Μιλάνο ή από τη Ραβέννα ή από πόλεις της Γαλατίας. Το 330 ο Κωνσταντίνος Α' ίδρυσε μία δεύτερη πρωτεύουσα, τη Νέα Ρώμη (Κωνσταντινούπολη).

Ο Χριστιανισμός έφτασε στη Ρώμη κατά τον 1ο αι. μ.Χ. Για τους δύο πρώτους αιώνες της χριστιανικής εποχής, οι αυτοκρατορικές αρχές θεωρούσαν σε μεγάλο βαθμό τον Χριστιανισμό απλώς ως μία εβραϊκή αίρεση, και όχι ως μία ξεχωριστή θρησκεία. Κανένας Αυτοκράτορας δεν εξέδωσε γενικούς νόμους κατά της πίστης ή της Εκκλησίας της, και διωγμοί, όπως αυτοί, γίνονταν υπό την εξουσία αξιωματούχων της τοπικής αυτοδιοίκησης.[36] Ένα σωζόμενο γράμμα τού Πλίνιου τού Νεότερου, κυβερνήτη της Βυθυνίας, προς τον αυτοκράτορα Τραϊανό περιγράφει τον διωγμό και τις εκτελέσεις χριστιανών. Ο Τραϊανός απάντησε συγκεκριμένα, ότι ο Πλίνιος δεν έπρεπε να αναζητά Χριστιανούς, ούτε να λαμβάνει υπόψη τις ανώνυμες καταγγελίες, αλλά να τιμωρεί μόνο δηλωμένους Χριστιανούς, που αρνούνται να αποκηρύξουν τη θρησκεία τους.[37]

Ο Σουητώνιος αναφέρει παρεμπιπτόντως ότι κατά τη διάρκεια της βασιλείας τού Νέρωνα «επιβλήθηκε τιμωρία στους χριστιανούς, μία τάξη ανδρών που παραδόθηκε σε μία νέα και άτακτη δεισιδαιμονία» (superstitionis novae ac maleficae) .[38] Δεν δίνει λόγο για την τιμωρία. Ο Τάκιτος αναφέρει ότι μετά τη Μεγάλη Πυρκαγιά της Ρώμης το 64 μ.Χ., κάποιοι από τον πληθυσμό θεώρησαν υπεύθυνο τον Νέρωνα, και ότι ο Αυτοκράτορας προσπάθησε να εκτρέψει την ευθύνη στους Χριστιανούς.[39] Ο πόλεμος κατά των Εβραίων κατά τη διάρκεια της βασιλείας τού Νέρωνα, ο οποίος αποσταθεροποίησε τόσο την Αυτοκρατορία που οδήγησε σε εμφύλιο πόλεμο και στην αυτοκτονία τού Νέρωνα, παρείχε ένα επιπλέον σκεπτικό για την καταστολή αυτής της «εβραϊκής» αίρεσης.

Ο Διοκλητιανός ανέλαβε τον πιο σκληρό και τελευταίο μεγάλο διωγμό των Χριστιανών, που διήρκεσε από το 303 έως το 311. Ο Χριστιανισμός είχε γίνει πολύ διαδεδομένος για να κατασταλεί, και το 313, το διάταγμα των Μεδιολάνων έκανε την ανοχή επίσημη πολιτική. Ο Κωνσταντίνος Α' (μόνος στην εξουσία 324–337) έγινε ο πρώτος χριστιανός Αυτοκράτορας, και το 380 ο Θεοδόσιος Α' καθιέρωσε τον Χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία.

Υπό τον Θεοδόσιο Α΄, οι επισκέψεις στους ειδωλολατρικούς ναούς ήταν απαγορευμένες, η αιώνια φωτιά στον ναό της Εστίας στη Ρωμαϊκή Αγορά έσβησε, οι Εστιάδες Παρθένες διαλύθηκαν, η οιωνοσκοπία και η μαγεία τιμωρήθηκαν. Ο Θεοδόσιος Α΄ αρνήθηκε να αποκαταστήσει τον βωμό της Νίκης στο κτίριο της Συγκλήτου, όπως ζήτησαν οι υπόλοιποι εθνικοί Συγκλητικοί.

Ο προσηλυτισμός της Αυτοκρατορίας στον Χριστιανισμό έκανε τον επίσκοπο της Ρώμης (αργότερα ονομάστηκε πάπας) την ανώτερη θρησκευτική προσωπικότητα στη Δυτική Αυτοκρατορία, όπως δηλώθηκε επίσημα το 380 από το διάταγμα της Θεσσαλονίκης. Παρά τον όλο και πιο περιθωριακό ρόλο της στην Αυτοκρατορία, η Ρώμη διατήρησε το ιστορικό της κύρος και αυτή η περίοδος είδε το τελευταίο κύμα οικοδομικής δραστηριότητας: ο προκάτοχος του Κωνσταντίνου Α΄ Μαξέντιος έκτισε κτίρια, όπως η βασιλική του στην Αγορά, ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Α΄ έστησε την αψίδα τού Κωνσταντίνου για να εορτάσει τη νίκη του επί του Μαξέντιου, και ο Διοκλητιανός έκτισε τις μεγαλύτερες Θέρμες από όλες. Ο Κωνσταντίνος Α΄ ήταν επίσης ο πρώτος προστάτης των επίσημων χριστιανικών κτιρίων στην πόλη. Δώρισε το Παλάτι του Λατερανού στον πάπα, και έκτισε την πρώτη μεγάλη βασιλική, την παλαιά Βασιλική του Αγίου Πέτρου.

Γερμανικές εισβολές και κατάρρευση της Δυτικής Αυτοκρατορίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η αρχαία βασιλική του Αγίου Λαυρεντίου έξω από τα τείχη, κτίστηκε ακριβώς επάνω από τον τάφο τού αγαπημέύου Ρωμαίου μάρτυρα του λαού.

Ακόμη η Ρώμη παρέμεινε ένα από τα προπύργια τού παγανισμού, με επικεφαλής τους αριστοκράτες και τους συγκλητικούς. Ωστόσο, τα νέα τείχη δεν εμπόδισαν την πόλη να λεηλατηθεί πρώτα από τον Aλάριχ στις 24 Αυγούστου 410, από τον Γειζέριχ στις 2 Ιουνίου 455, ακόμη και από τα απλήρωτα ρωμαϊκά στρατεύματα τού στρατηγού Ρικίμερ (που αποτελούνταν σε μεγάλο βαθμό από βαρβάρους) στις 11 Ιουλίου 472.[40] Αυτή ήταν η πρώτη φορά μετά από σχεδόν 800 χρόνια, που η Ρώμη είχε πέσει σε εχθρό. Η προηγούμενη λεηλασία της Ρώμης είχε πραγματοποιηθεί από τους Γαλάτες υπό τον αρχηγό τους Βρέννο το 387 π.Χ.. Η λεηλασία τού 410 θεωρείται σημαντικό ορόσημο στην παρακμή και την πτώση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο Άγιος Ιερώνυμος, που ζούσε τότε στη Βηθλεέμ, έγραψε ότι «η Πόλη που είχε καταλάβει ολόκληρο τον κόσμο καταλήφθηκε η ίδια».[41] Αυτές οι λεηλασίες της πόλης κατέπληξαν όλον τον ρωμαϊκό κόσμο. Σε κάθε περίπτωση η ζημιά που προκλήθηκε από τις λεηλασίες, μπορεί να έχει υπερεκτιμηθεί. Ο πληθυσμός άρχισε ήδη να μειώνεται από τα τέλη το,ύυ 4ου αι. και μετά, αν και γύρω στα μέσα του 5ου αι. φαίνεται ότι η Ρώμη συνέχισε να είναι η πολυπληθέστερη πόλη από τα δύο μέρη της Αυτοκρατορίας, με πληθυσμό όχι λιγότερο από 650.000 κατοίκους.[42] Η παρακμή επιταχύνθηκε πολύ μετά την κατάληψη της Aνθυπατικής Αφρικής (Αfrica Proconsularis) από τους Βανδάλους . Πολλοί κάτοικοι έφυγαν τώρα, καθώς η πόλη δεν μπορούσε πλέον να προμηθεύεται σιτηρά από την Αφρική από τα μέσα του 5ου αι. και μετά.

Στα τέλη τού 6ου αι. ο πληθυσμός της Ρώμης είχε μειωθεί σε περίπου 30.000.[43] Πολλά μνημεία καταστρέφονταν από τους ίδιους τους πολίτες, οι οποίοι έβγαζαν πέτρες από κλειστούς ναούς και άλλα πολύτιμα κτίρια, και έλυωναν ακόμη και αγάλματα για να φτιάξουν ασβέστη για προσωπική τους χρήση. Επιπλέον, οι περισσότερες από τις αυξανόμενες εκκλησίες κτίστηκαν με αυτόν τον τρόπο. Για παράδειγμα, η πρώτη Βασιλική του Αγίου Πέτρου ανεγέρθηκε χρησιμοποιώντας λάφυρα από τον εγκαταλελειμμένο Ιππόδορμο τού Νέρωνα.[44] Αυτός ο αρχιτεκτονικός κανιβαλισμός ήταν ένα σταθερό χαρακτηριστικό της ρωμαϊκής ζωής μέχρι την Αναγέννηση. Από τον 4ο αι.,, τα αυτοκρατορικά διατάγματα κατά της απόσπασης των λίθων και ιδιαίτερα των μαρμάρων ήταν συνηθισμένα, αλλά η ανάγκη επανάληψής τους δείχνει, ότι ήταν αναποτελεσματικά. Μερικές φορές νέες εκκλησίες δημιουργήθηκαν απλώς από εκμετάλλευση των πρώτων ειδωλολατρικών ναών, ενώ μερικές φορές άλλαζαν τον ειδωλολατρικό θεό ή ήρωα σε αντίστοιχο χριστιανικό άγιο ή μάρτυρα. Με αυτόν τον τρόπο, ο ναός τού Ρωμύλου και τού Ρέμου έγινε η βασιλική των δίδυμων αγίων Κοσμά και Δαμιανού. Αργότερα, το Πάνθεον, ο ναός όλων των Θεών, έγινε η εκκλησία Πάντων των Μαρτύρων.

Ανατολική Ρωμαϊκή (Βυζαντινή) αποκατάσταση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Περαιτέρω πληροφορίες: Ostrogothic Kingdom, Duchy of Rome και Sack of Rome (546)
Πόρτα Σαν Πάολo, μία πύλη στα Αυρηλιανά Τείχη, που κτίστηκαν μεταξύ 271 μ.Χ. και 275 μ.Χ. Κατά τη διάρκεια των Γοτθικών Πολέμων στα μέσα τού 6ου αι., η Ρώμη πολιορκήθηκε πολλές φορές από στρατούς των Ανατολικών Ρωμαίων και Οστρογότθων. Οι Οστρογότθοι τού Τοτίλα εισήλθαν από αυτήν την πύλη το 549, εξαιτίας της προδοσίας της φρουράς των Ισαύρων.
Νοτιοανατολική άποψη του Πάνθεου.
Η Στήλη του Φωκά, τελευταίο αυτοκρατορικό μνημείο στη Ρωμαϊκή Αγορά.

Το 480 ο τελευταίος Αυτοκράτορας της Δυτικής Ρώμης Ιούλιος Νέπως δολοφονήθηκε, και ένας Ρωμαίος στρατηγός βαρβαρικής καταγωγής, ο Οδόακρος, δήλωσε πίστη στον Ανατολικό Ρωμαίο Αυτοκράτορα Ζήνωνα.[45] Παρά την ονομαστική πίστη στην Κωνσταντινούπολη, ο Οδόακρος και αργότερα οι Οστρογότθοι συνέχισαν, όπως και οι τελευταίοι Αυτοκράτορες, να κυβερνούν την Ιταλία ως ουσιαστικά ανεξάρτητο βασίλειο. από τη Ραβέννα. Εν τω μεταξύ, η Σύγκλητος, αν και εδώ και πολύ καιρό της είχαν αφαιρεθεί οι ευρύτερες εξουσίες, συνέχισε να διοικεί την ίδια τη Ρώμη, με τον πάπα να προέρχεται συνήθως από οικογένεια συγκλητικών. Αυτή η κατάσταση συνεχίστηκε, έως ότου ο Θεοδάτος δολοφόνησε την Aμαλασούνθα, μία φιλο-αυτοκρατορική Γότθα βασίλισσα, και σφετερίστηκε την εξουσία το 535. Ο Ανατολικός Ρωμαίος Αυτοκράτορας, Ιουστινιανός Α' (βασ. 527-565), το χρησιμοποίησε ως πρόσχημα για να στείλει δυνάμεις στην Ιταλία υπό τον διάσημο στρατηγό του Βελισάριο, ανακτώντας την πόλη τον επόμενο χρόνο, στις 9 Δεκεμβρίου 536 μ.Χ. Το 537–538, οι Ανατολικοί Ρωμαίοι υπερασπίστηκαν με επιτυχία την πόλη σε μία πολιορκία ενός έτους ενάντια στον στρατό των Οστρογότθων. Αφού απέκρουσαν τους Οστρογότθους, τελικά ανέκτησαν και τη Ραβέννα.[45]

Ωστόσο, η γοτθική αντίσταση αναβίωσε και στις 17 Δεκεμβρίου 546, οι Οστρογότθοι υπό τον Τοτίλα κατέλαβαν και λεηλάτησαν τη Ρώμη.[46] Ο Βελισάριος σύντομα ανέκτησε την πόλη, αλλά οι Οστρογότθοι την ανακατέλαβαν το 549. Ο Βελισάριος αντικαταστάθηκε από τον Ναρσή, ο οποίος ανέκτησε οριστικά τη Ρώμη από τους Οστρογότθους το 552, τερματίζοντας τους λεγόμενους Γοτθικούς Πολέμους, που είχαν καταστρέψει μεγάλο μέρος της Ιταλίας. Ο συνεχής πόλεμος γύρω από τη Ρώμη στις δεκαετίες 530 και 540 την άφησε σε κατάσταση ολικής ερήμωσης: σχεδόν εγκαταλειμμένη και έρημη, με πολλά από τα χαμηλότερα μέρη της να μετατρέπονται σε ανθυγιεινά έλη, καθώς τα συστήματα αποχέτευσης είχαν παραμεληθεί και τα αναχώματα του Τίβερη ερειπωθεί κατά τη διάρκεια τού δεύτερου μισού τού 6ου αι.[47] Εδώ αναπτύχθηκε ελονοσία. Τα υδραγωγεία -εκτός από ένα- δεν επισκευάστηκαν. Ο πληθυσμός, χωρίς εισαγωγές σιτηρών και λαδιού από τη Σικελία, συρρικνώθηκε σε λιγότερο από 50.000, συγκεντρωμένους κοντά στον Τίβερη και γύρω από το Άρεως Πεδίον, εγκαταλείποντας τις χωρίς παροχή νερού περιοχές. Υπάρχει ένας θρύλος, σημαντικός αν και αναληθής, ότι υπήρξε μία στιγμή, που κανείς δεν έμεινε να ζει στη Ρώμη. 

Ο Ιουστινιανός Α' παρείχε επιχορηγήσεις για τη συντήρηση δημόσιων κτιρίων, υδραγωγείων και γεφυρών, αν και, ως επί το πλείστον, προερχόμενες από μία Ιταλία δραματικά φτωχοποιημένη από τους πρόσφατους πολέμους, δεν ήταν πάντα επαρκείς. Επίσης, ονόμασε τον εαυτό του ως προστάτη των υπολοίπων λογίων, ρητόρων, ιατρών και δικηγόρων, με τη δηλωμένη ελπίδα ότι τελικά περισσότεροι νέοι θα αναζητούσαν καλύτερη εκπαίδευση. Μετά τους πολέμους, η Σύγκλητος αποκαταστάθηκε θεωρητικά, αλλά υπό την επίβλεψη του επάρχου της πόλης και άλλων αξιωματούχων, που διορίστηκαν και ήταν υπεύθυνοι για τις ανατολικές ρωμαϊκές αρχές στη Ραβέννα.

Ωστόσο, ο πάπας ήταν τώρα μία θρησκευτική προσωπικότητα σε ολόκληρη τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και ουσιαστικά πιο ισχυρός σε τοπικό επίπεδο είτε από τους υπόλοιπους συγκλητικούς, είτε από τους τοπικούς Ανατολικούς Ρωμαίους (Βυζαντινούς) αξιωματούχους. Στην πράξη, η τοπική εξουσία στη Ρώμη μεταβιβάστηκε στον πάπα και, τις επόμενες δεκαετίες, τόσο το μεγάλο μέρος των εναπομεινάντων κτήσεων της συγκλητικής αριστοκρατίας όσο και της τοπικής ρωμαϊκής (βυζαντινής) διοίκησης στη Ρώμη απορροφήθηκαν από την Εκκλησία.

Η βασιλεία του ανιψιού και διαδόχου του Ιουστινιανού Α΄, Ιουστίνου Β' (βασ. 565–578) χαρακτηρίστηκε από την ιταλική σκοπιά από την εισβολή των Λομβαρδών υπό τον Αλβόιν (568). Καταλαμβάνοντας τις περιοχές του Μπενεβέντο, της Λομβαρδίας, του Πιεμόντε, του Σπολέτο και της Τοσκάνης, οι εισβολείς περιόρισαν ουσιαστικά τη ρωμαϊκή εξουσία σε μικρές περιοχές γης, που περιέβαλλαν μία σειρά από παράκτιες πόλεις, όπως η Ραβέννα, η Νάπολη, η Ρώμη και η περιοχή της μελλοντικής Βενετίας. Η μόνη πόλη της ενδοχώρας που συνέχιζε να είναι υπό τον Ρωμαϊκό έλεγχο, ήταν η Περούτζια, η οποία παρείχε μία -επανειλημμένα απειλούμενη- χερσαία σύνδεση μεταξύ Ρώμης και Ραβέννας. Το 578 και ξανά το 580, η Σύγκλητος, σε ορισμένες από τις τελευταίες καταγεγραμμένες πράξεις της, ζήτησε την υποστήριξη τού Τιβέριου Β΄ Κωνσταντίνου (βασ. 578–582) ενάντια στους δούκες Φαροάλδο Α΄ τού Σπολέτο και Ζότο τού Μπενεβέντο.

Ο Μαυρίκιος (βασ. 582-602) πρόσθεσε έναν νέο παράγοντα στη συνεχιζόμενη σύγκρουση, δημιουργώντας μία συμμαχία με τον Χιλδεβέρτο Β' της Αυστρασίας (βασ. 575-595). Οι στρατιές τού Φράγκου βασιλιά εισέβαλαν στα Λομβαρδικά εδάφη το 584, 585, 588 και 590. Η Ρώμη είχε υποφέρει πολύ από μία καταστροφική πλημμύρα τού Τίβερη το 589, ακολουθούμενη από μία πανώλη το 590. Το τελευταίο είναι αξιοσημείωτο για τον μύθο τού αγγέλου που φάνηκε, καθώς ο νεοεκλεγείς πάπας Γρηγόριος Α' (θήτευσε 590–604) περνούσε με πομπή από τον τάφο τού Αδριανού, να αιωρείται επάνω από το κτίριο και να καλύπτει (κρύβει) το φλεγόμενο ξίφος του, ως ένδειξη ότι ο λοιμός κόντευε να σταματήσει. Η πόλη ήταν ασφαλής από την κατάληψη τουλάχιστον.

Ο Αγιλούλφ, ωστόσο, ο νέος βασιλιάς των Λομβαρδών (βασ. 591-616), κατάφερε να εξασφαλίσει ειρήνη με τον Χιλδεβέρτο Β΄, αναδιοργάνωσε τα εδάφη του και ξανάρχισε τις δραστηριότητές του εναντίον της Νάπολης και της Ρώμης το 592. Με τον Αυτοκράτορα να απασχολείται με πολέμους στα ανατολικά σύνορα και τους διάφορους επόμενους εξάρχους της Ραβέννας να μην μπορούν να εξασφαλίσουν τη Ρώμη από την εισβολή, ο Γρηγόριος Α΄ πήρε προσωπική πρωτοβουλία για την έναρξη διαπραγματεύσεων για μία συνθήκη ειρήνης . Αυτό ολοκληρώθηκε το φθινόπωρο του 598 -αναγνωρίστηκε αργότερα από τον Mαυρίκιο- και κράτησε μέχρι το τέλος της βασιλείας του.

Η θέση τού επισκόπου της Ρώμης ενισχύθηκε περαιτέρω υπό τον σφετεριστή Φωκά (βασ. 602–610). Ο Φωκάς αναγνώρισε την πρωτοκαθεδρία του έναντι του Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης και μάλιστα όρισε τον πάπα Βονιφάτιο Γ' (607) ως «κεφαλή όλων των Εκκλησιών». Η βασιλεία τού Φωκά είδε την ανέγερση τού τελευταίου αυτοκρατορικού μνημείου στη Ρωμαϊκή Αγορά, της στήλης που έφερε το όνομά του. Έδωσε επίσης στον πάπα το Πάνθεον, την εποχή εκείνη κλειστό για αιώνες, και έτσι πιθανότατα το έσωσε από την καταστροφή.

Κατά τον 7ο αι. μία εισροή τόσο Ρωμαίων (Βυζαντινών) αξιωματούχων, όσο και εκκλησιαστικών από άλλα μέρη της Αυτοκρατορίας έκανε τόσο την τοπική λαϊκή αριστοκρατία, όσο και την ηγεσία τής Εκκλησίας να μιλούν σε μεγάλο βαθμό ελληνόφωνα. Ο πληθυσμός της Ρώμης, η οποία αποτελούσε πόλο έλξης για τους προσκυνητές, μπορεί να αυξήθηκε σε 90.000. Έντεκα από τους δεκατρείς πάπες μεταξύ 678 και 752 ήταν ελληνικής ή συριακής καταγωγής.[48] Ωστόσο, η έντονη βυζαντινή ρωμαϊκή πολιτιστική επιρροή δεν οδηγούσε πάντα σε πολιτική αρμονία μεταξύ Ρώμης και Κωνσταντινούπολης. Στη διαμάχη για τον Μονοθελητισμό, οι πάπες βρέθηκαν υπό σοβαρή πίεση (ενίοτε ισοδυναμούσε με σωματική βία), όταν απέτυχαν να συμβαδίσουν με τις μεταβαλλόμενες θεολογικές θέσεις της Κωνσταντινούπολης. Το 653 ο πάπας Μαρτίνος Α' εκτοπίστηκε στην Κωνσταντινούπολη και, μετά από μία θεαματική δίκη, εξορίστηκε στην Κριμαία, όπου και απεβίωσε.[49][50]

Στη συνέχεια, το 663, η Ρώμη είχε την πρώτη της αυτοκρατορική επίσκεψη για δύο αιώνες, από τον Κώνστα Β΄, τη χειρότερη καταστροφή της από τους Γοτθικούς Πολέμους: ο Αυτοκράτορας προχώρησε στην απογύμνωση της Ρώμης από μέταλλο, συμπεριλαμβανομένου αυτού από κτίρια και αγάλματα, για να κατασκευάσει οπλικά υλικά για χρήση κατά των Σαρακηνών. Ωστόσο, για τον επόμενο μισό αιώνα, παρά τις περαιτέρω εντάσεις, η Ρώμη και ο παπισμός συνέχισαν να προτιμούν τη συνεχιζόμενη βυζαντινή ρωμαϊκή κυριαρχία: εν μέρει επειδή η εναλλακτική ήταν η κυριαρχία των Λομβαρδών, και εν μέρει επειδή η σίτιση της Ρώμης προερχόταν σε μεγάλο βαθμό από παπικά κτήματα αλλού στην Αυτοκρατορία, ιδιαίτερα τη Σικελία.

Διάσπαση με την Κωνσταντινούπολη και συγκρότηση των Παπικών Κρατών

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 727 ο πάπας Γρηγόριος Β' αρνήθηκε να δεχτεί τα διατάγματα τού Λέοντα Γ', τα οποία προωθούσαν την εικονομαχία.[51] Ο Λέων Γ΄ αντέδρασε, αρχικά προσπαθώντας μάταια να απαγάγει τον ποντίφικα, και στη συνέχεια στέλνοντας μία δύναμη στρατευμάτων από τη Ραβέννα υπό τη διοίκηση του εξάρχου Παύλου, αλλά απωθήθηκαν από τους Λομβαρδούς της Τούσσια και του Μπενεβέντο. Ο Βυζαντινός στρατηγός Ευτύχιος που στάλθηκε στα δυτικά από τον Αυτοκράτορα, κατέλαβε με επιτυχία τη Ρώμη και την αποκατέστησε ως μέρος της Αυτοκρατορίας το 728.

Την 1η Νοεμβρίου 731 συγκλήθηκε σύνοδος στον Άγιο Πέτρο από τον Γρηγόριο Γ', για να αφορίσει τους εικονομάχους. Ο Αυτοκράτορας απάντησε με κατάσχεση μεγάλων παπικών κτημάτων στη Σικελία και την Καλαβρία, και μεταβίβαση περιοχών που προηγουμένως ήταν εκκλησιαστικά υπό τον Πάπα, στον Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης. Παρά τις εντάσεις, ο Γρηγόριος Γ΄ δεν διέκοψε ποτέ την υποστήριξή του στις αυτοκρατορικές προσπάθειες κατά των εξωτερικών απειλών.

Σε αυτήν την περίοδο το βασίλειο των Λομβαρδών αναβίωσε υπό την ηγεσία του βασιλιά Λιουτπράνδ. Το 730 ισοπέδωσε την ύπαιθρο της Ρώμης για να τιμωρήσει τον Πάπα, ο οποίος είχε υποστηρίξει τον δούκα Θρασιμούνδο Β΄ του Σπολέτο.[52] Αν και εξακολουθούσε να προστατεύεται από τα τεράστια τείχη του, ο πάπας δεν μπορούσε να κάνει κάτι εναντίον τού Λομβαρδού βασιλιά, ο οποίος κατάφερε να συμμαχήσει με τους Βυζαντινούς.[53] Τώρα χρειάζονταν άλλοι προστάτες. Ο Γρηγόριος Γ' ήταν ο πρώτος πάπας, που ζήτησε συγκεκριμένη βοήθεια από το βασίλειο των Φράγκων, τότε υπό τη διοίκηση τού Καρόλου Μαρτέλου (739).[54]

Ο διάδοχος τού Λιουτπράνδ Aϊστούλφ ήταν ακόμη πιο επιθετικός. Κατέκτησε τη Φεράρα και τη Ραβέννα, τερματίζοντας την εξαρχία της Ραβέννας. Η Ρώμη φαινόταν το επόμενο θύμα του. Το 754 ο πάπας Στέφανος Β' πήγε στη Γαλλία. για να ονομάσει τον Πιπίνο τον Νεότερο, βασιλιά των Φράγκων, ως patricius Romanorum, δηλαδή προστάτη της Ρώμης. Τον Αύγουστο εκείνου τού έτους ο βασιλιάς και ο πάπας μαζί διέσχισαν τις Άλπεις, και νίκησαν τον Αϊστούλφ στην Παβία. Ωστόσο, όταν ο Πιπίνος επέστρεψε στο Σεντ Ντενί, ο Αϊστούλφ δεν κράτησε τις υποσχέσεις του, και το 756 πολιόρκησε τη Ρώμη για 56 ημέρες. Οι Λομβαρδοί επέστρεψαν βόρεια, όταν άκουσαν νέα, ότι ο Πιπίνος μετακινήθηκε ξανά στην Ιταλία. Αυτή τη φορά συμφώνησε να δώσει στον πάπα τα υποσχεμένα εδάφη, έτσι γεννήθηκαν τα Παπικά Κράτη.

Το 771 ο νέος βασιλιάς των Λομβαρδών, Δεσιδέριος, επινόησε μία συνωμοσία για να κατακτήσει τη Ρώμη: να αρπάξει τον πάπα Στέφανο Γ' κατά τη διάρκεια ενός προσποιημένου προσκυνήματος εντός των τειχών της. Ο κύριος σύμμαχός του ήταν ένας Παύλος Αφιάρτα, αρχηγός της μερίδαςς των Λομβαρδών στην πόλη. Κατέκτησε τη Ρώμη το 772, αλλά εξόργισε τον Καρλομάγνο. Ωστόσο το σχέδιο απέτυχε και ο διάδοχος του Στεφάνου Γ΄, ο πάπας Αδριανός Α' κάλεσε τον Καρλομάγνο εναντίον τού Δεσιδέριου, ο οποίος τελικά ηττήθηκε το 773 [55]. Το Λομβαρδικό βασίλειο δεν υπήρχε πια, και τώρα η Ρώμη μπήκε στην τροχιά ενός νέου, μεγαλύτερου πολιτικού θεσμού.

Πολυάριθμα λείψανα αυτής της περιόδου, μαζί με ένα μουσείο αφιερωμένο στη Μεσαιωνική Ρώμη, μπορεί κανείς να δει στην Κρύπτη Μπάλμπι στη Ρώμη.

Σχηματισμός της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Μία τοιχογραφία του 13ου αι. του Σιλβέστερ και του Κωνσταντίνου Α΄, που δείχνει τη δωρεά του Κωνσταντίνου, Santi Quattro Coronati, Ρώμη.
Σχέδιο του 19ου αι. της Παλαιάς Βασιλικής του Αγίου Πέτρου, όπως πιστεύεται ότι φαινόταν γύρω στο 1450.
Από την Αγορά, το Κτίριο της Συγκλήτου τού Μεσαίωνα και της Αναγέννησης βρίσκεται ακριβώς επάνω στο Tabularium, το αποθετήριο αρχείων της αρχαίας Ρώμης.

Στις 25 Απριλίου 799 ο νέος πάπας Λέων Γ΄ οδήγησε την παραδοσιακή πομπή από το Λατερανό προς την εκκλησία του Σαν Λορέντσο ιν Λουσίνα κατά μήκος της Φλαμινίας Οδού (τώρα Βία ντελ Κόρσο). Δύο ευγενείς (οπαδοί τού προκατόχου του Αδριανού), που αντιπαθούσαν την αδυναμία που είχε ο πάπας στον Καρλομάγνο, επιτέθηκαν στη σειρά της πομπής και έπληξαν στον πάπα, απειλώντας τη ζωή του. Ο Λέων Γ΄ κατέφυγε στον βασιλιά των Φράγκων και τον Νοέμβριο του 800, ο βασιλιάς μπήκε στη Ρώμη με ισχυρό στρατό και αρκετούς Γάλλους επισκόπους. Κήρυξε μία αμερόληπτης δίκη, για να αποφασίσει εάν ο Λέων Γ΄ θα παραμείνει πάπας, ή αν οι ισχυρισμοί τού εκτοπισμένου πάπα είχαν λόγους να γίνουν δεκτοί. Αυτή η δίκη, ωστόσο, ήταν μόνο ένα μέρος μίας καλά μελετημένης αλυσίδας γεγονότων, που τελικά εξέπληξαν τον κόσμο. Ο πάπας κηρύχθηκε νόμιμος, και αυτοί που είχαν αποπειραθεί εναντίον του εξορίστηκαν στη συνέχεια. Στις 25 Δεκεμβρίου 800, ο Πάπας Λέων Γ' έστεψε τον Καρλομάγνο αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στη Βασιλική του Αγίου Πέτρου.

Αυτή η πράξη έκοψε για πάντα την πίστη της Ρώμης από τον αυτοκρατορικό της πρόγονο, την Κωνσταντινούπολη. Μάλιστα δημιούργησε μία αντίπαλη αυτοκρατορία, η οποία, μετά από μία μακρά σειρά κατακτήσεων από τον Καρλομάγνο, θα περιελάμβανε τα περισσότερα από τα χριστιανικά δυτικά εδάφη.

Μετά το τέλος τού Καρλομάγνου, η έλλειψη μίας μορφής με το ίδιο κύρος οδήγησε το νέο ίδρυμα σε διαφωνία. Ταυτόχρονα η καθολική εκκλησία της Ρώμης έπρεπε να αντιμετωπίσει την εμφάνιση των λαϊκών συμφερόντων της ίδιας της Πόλης, υποκινούμενη από την πεποίθηση ότι ο ρωμαϊκός λαός, αν και φτωχός και εξαθλιωμένος, είχε και πάλι το δικαίωμα να εκλέξει τον Δυτικό αυτοκράτορα. Το περίφημο πλαστό έγγραφο που ονομάζεται Δωρεά του Κωνσταντίνου, που συντάχθηκε από τους παπικούς συμβολαιογράφους, εξασφάλιζε στον πάπα μία κυριαρχία [56] , που εκτείνεται από τη Ραβέννα έως τη Γαέτα. Αυτό περιελάμβανε ονομαστικά την επικυριαρχία επί της Ρώμης, αλλά αυτό ήταν συχνά πολύ αμφισβητούμενο, και καθώς περνούσαν οι αιώνες, μόνο οι ισχυρότεροι πάπες μπορούσαν να το επιβεβαιώσουν. Το κύριο στοιχείο αδυναμίας του παπισμού εντός των τειχών της πόλης ήταν η συνεχής αναγκαιότητα της εκλογής νέων παπών, στην οποία οι αναδυόμενες ευγενείς οικογένειες κατάφεραν σύντομα να εισαγάγουν έναν ηγετικό ρόλο για τον εαυτό τους. Οι γειτονικές δυνάμεις, δηλαδή το δουκάτο του Σπολέτο και της Τοσκάνης, και αργότερα οι Αυτοκράτορες, έμαθαν πώς να εκμεταλλεύονται μόνοι τους αυτή την εσωτερική αδυναμία, παίζοντας το ρόλο των διαιτητών μεταξύ των διαγωνιζομένων.

Η Ρώμη ήταν πράγματι λεία της αναρχίας σε αυτήν την εποχή. Στο χαμηλότερο σημείο έπεσε το 897, όταν ένα μαινόμενο πλήθος ξέθαψε το πτώμα ενός νεκρού πάπα, τού Φορμόσου, και το έφερε σε δίκη.[57][58][59][60]

Ρωμαϊκή Κοινότητα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από το 1048 έως το 1257 ο παπισμός γνώρισε αυξανόμενες συγκρούσεις με τους ηγέτες και τις εκκλησίες της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και της Ανατολικής Ρωμαϊκής (Βυζαντινής) Αυτοκρατορίας. Η τελευταία κορυφώθηκε στο Σχίσμα Ανατολής-Δύσης, χωρίζοντας την Καθολική Εκκλησία και την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία. Από το 1257 έως το 1377, ο πάπας, αν και επίσκοπος της Ρώμης, διέμενε στο Βιτέρμπο, στο Ορβιέτο και στην Περούτζια και στη συνέχεια στην Αβινιόν. Την επιστροφή των παπών στη Ρώμη μετά τον Παπισμό της Αβινιόν ακολούθησε το Δυτικό Σχίσμα: η διαίρεση της δυτικής εκκλησίας μεταξύ δύο, και για ένα διάστημα τριών, ανταγωνιστών παπικών διεκδικητών.

Την περίοδο αυτή η ανακαινισμένη Εκκλησία προσέλκυε και πάλι προσκυνητές και ιεράρχες από όλο τον χριστιανικό κόσμο, και χρήματα μαζί τους: ακόμη και με πληθυσμό μόλις 30.000 κατοίκων, η Ρώμη γινόταν και πάλι πόλη καταναλωτών, που εξαρτιόταν από την παρουσία μίας κυβερνητικής γραφειοκρατίας. Στο μεταξύ οι ιταλικές πόλεις αποκτούσαν αυξανόμενη αυτονομία, με επικεφαλής κυρίως νέες οικογένειες, που αντικαθιστούσαν την παλαιά αριστοκρατία με μία νέα τάξη, που σχηματιζόταν από επιχειρηματίες, εμπόρους και μεταπράτες. Μετά τη λεηλασία της Ρώμης από τους Νορμανδούς το 1084, η ανοικοδόμηση της πόλης υποστηρίχθηκε από ισχυρές οικογένειες όπως η οικογένεια Φραντζιπάνι και η οικογένεια Πιερλεόνι, των οποίων ο πλούτος προερχόταν από το εμπόριο και τις τράπεζες, και όχι από την γαιοκτησία. Εμπνευσμένοι από γειτονικές πόλεις όπως το Τίβολι και το Βιτέρμπο, οι άνθρωποι της Ρώμης άρχισαν να εξετάζουν το ενδεχόμενο να υιοθετήσουν ένα κοινοτικό καθεστώς, και να αποκτήσουν μία σημαντική ελευθερία από την παπική εξουσία.

Με επικεφαλής τον Τζιορντάνο Πιερλεόνι, οι Ρωμαίοι εξεγέρθηκαν ενάντια στην αριστοκρατία και την εκκλησιαστική κυριαρχία το 1143. Η Σύγκλητος και η Ρωμαϊκή Δημοκρατία, η Κοινότητα της Ρώμης, γεννήθηκαν ξανά. Μέσα από τα εμπρηστικά λόγια τού ιεροκήρυκα Aρνάλντο ντα Μπρέσκια, ενός ιδεαλιστή, σκληρού πολέμιου της εκκλησιαστικής περιουσίας και της εκκλησιαστικής παρέμβασης σε πρόσκαιρες υποθέσεις, η εξέγερση, που οδήγησε στη δημιουργία της Κοινότητας της Ρώμης, συνεχίστηκε μέχρι την κατάργησή της το 1155, αν και την άφησε το σημάδι της στην πολιτική διακυβέρνηση της Αιώνιας Πόλης για αιώνες. Η Ρώμη του 12ου αι. ωστόσο, είχε λίγα κοινά με την Αυτοκρατορία που είχε κυριαρχήσει στη Μεσόγειο περίπου το 700 χρόνια πριν, και σύντομα η νέα Σύγκλητος χρειάστηκε να εργαστεί σκληρά για να επιβιώσει, επιλέγοντας μία διφορούμενη πολιτική μετατόπισης της υποστήριξής της από τον πάπα στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και αντίστροφα, όπως απαιτούσε η πολιτική κατάσταση. Στο Moντεπόρτσιo, το 1167, κατά τη διάρκεια μίας από αυτές τις αλλαγές, στον πόλεμο με το Tούσκουλον, τα ρωμαϊκά στρατεύματα ηττήθηκαν από τις αυτοκρατορικές δυνάμεις του Φρειδερίκου Α΄ Βαρβαρόσα. Ευτυχώς, οι νικητές εχθροί διαλύθηκαν σύντομα από μία πανώλα και η Ρώμη σώθηκε.

Εσωτερικό της βασιλικής της Σάντα Μαρία ιν Τραστέβερε, μίας από τις πιο όμορφες ρωμαϊκές εκκλησίες που κτίστηκαν (ή ξανακτίστηκαν) τον Μεσαίωνα.

Το 1188 η νέα κοινοτική κυβέρνηση αναγνωρίστηκε τελικά από τον πάπα Κλήμη Γ'. Ο πάπας έπρεπε να κάνει μεγάλες πληρωμές σε μετρητά στους κοινοτικούς αξιωματούχους, ενώ οι 56 συγκλητικοί έγιναν παπικοί υποτελείς. Η Σύγκλητος είχε πάντα προβλήματα στην εκπλήρωση του λειτουργήματός της, και δοκιμάζονταν διάφορες αλλαγές. Συχνά ένας μόνο συγκλητικός ήταν υπεύθυνος. Αυτό μερικές φορές οδηγούσε σε τυραννίες, που δεν βοηθούσαν στη σταθερότητα του νεογέννητου οργανισμού.

Γουέλφοι και Γιβελλίνοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1204 οι δρόμοι της Ρώμης ήταν και πάλι στις φλόγες, όταν ο αγώνας μεταξύ της οικογένειας τού πάπα Ιννοκεντίου Γ' και των αντιπάλων της, της ισχυρής οικογένειας Ορσίνι, οδήγησε σε ταραχές στην πόλη. Πολλά αρχαία κτίρια καταστράφηκαν στη συνέχεια από μηχανές, που χρησιμοποιούσαν οι αντίπαλες ομάδες για να πολιορκήσουν τους εχθρούς τους στους αναρίθμητους πύργους και τα οχυρά, που αποτελούσαν σήμα κατατεθέν των ιταλικών πόλεων τού Μεσαίωνα.

Ο Tόρρε ντεϊ Κόντι ήταν ένας από τους πολλούς πύργους που κτίστηκαν από τις οικογένειες των ευγενών της Ρώμης, για να σηματοδοτήσουν τη δύναμή τους και να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους στις διάφορες βεντέτες, που σημάδεψαν την πόλη κατά τον Μεσαίωνα. Μόνο το κάτω τρίτο μέρος του Πύργου των Κόντι μπορεί να δει κάποιος σήμερα.

Ο αγώνας μεταξύ των παπών και τού αυτοκράτορα Φρειδερίκου Β', επίσης βασιλιά της Νάπολης και της Σικελίας, είδε τη Ρώμη να υποστηρίζει τους Γιβελλίνους. Για να ανταποδώσει την πίστη του, ο Φρειδερίκος Β΄ έστειλε στην κοινότητα το καρότσιo που είχε κερδίσει από τους Λομβαρδούς στη μάχη της Κορτενουόβα το 1234, και το οποίο εκτέθηκε στο Καπιτώλιο.

Εκείνο το έτος, κατά τη διάρκεια μίας άλλης εξέγερσης κατά του πάπα, οι Ρωμαίοι με επικεφαλής τον συγκλητικό Λούκα Σαβέλλι λεηλάτησαν το Λατερανό. Περιέργως, ο Σαβέλλι ήταν ανιψιός τού πάπα Ονόριου Γ' και πατέρας του Ονόριου Δ', αλλά σε εκείνη την εποχή οι οικογενειακοί δεσμοί συχνά δεν καθόριζαν την πίστη κάποιου.

Η Ρώμη δεν επρόκειτο ποτέ να εξελιχθεί σε μία αυτόνομη, σταθερή βασιλεία, όπως συνέβη σε άλλες κοινότητες όπως η Φλωρεντία, η Σιένα ή το Μιλάνο. Οι ατελείωτοι αγώνες μεταξύ ευγενών οικογενειών ( Σαβέλλι, Oρσίνι, Κολόννα, Aννιβάλντι), η διφορούμενη θέση των παπών, η υπεροψία ενός πληθυσμού που δεν εγκατέλειψε ποτέ τα όνειρα τού υπέροχου παρελθόντος, αλλά, ταυτόχρονα, σκεπτόταν μόνο το άμεσο πλεονέκτημα, και η αδυναμία των δημοκρατικών θεσμών, στερούσε πάντα από την πόλη αυτή τη δυνατότητα.

Σε μία προσπάθεια να μιμηθούν πιο επιτυχημένες κοινότητες, το 1252 ο λαός εξέλεξε έναν ξένο συγκλητικό, τον από τη Μπολόνια Μπρανκαλεόνε ντελι Ανταλό. Για να φέρει την ειρήνη στην πόλη, κατέστειλε τους πιο ισχυρούς ευγενείς (καταστρέφοντας περίπου 140 πύργους), αναδιοργάνωσε την εργατική τάξη και εξέδωσε έναν κώδικα νόμων εμπνευσμένο από αυτούς της βόρειας Ιταλίας. Ο Μπρανκαλεόνεe ήταν μία σκληρή φιγούρα, αλλά απεβίωσε το 1258 χωρίς σχεδόν τίποτε από τις μεταρρυθμίσεις του να έχει μετατραπεί σε πραγματικότητα. Πέντε χρόνια αργότερα ο Κάρολος Α' του Ανζού, τότε βασιλιάς της Νάπολης, εξελέγη συγκλητικός. Μπήκε στην πόλη μόλις το 1265, αλλά σύντομα χρειάστηκε η παρουσία του για να αντιμετωπίσει τον Κορραδίνο, τον κληρονόμο των Χοενστάουφεν, που ερχόταν να διεκδικήσει τα δικαιώματα της οικογένειάς του στη νότια Ιταλία, και έφυγε από την πόλη. Μετά τον Ιούνιο τού 1265 η Ρώμη ήταν και πάλι δημοκρατική πολιτεία, εκλέγοντας τον Ερρίκο της Καστίλης ως συγκλητικό. Αλλά ο Κορραδίνος και το κόμμα των Γιβελλίνων συντρίφθηκαν στη μάχη τού Tαλιακότσo (1268), και ως εκ τούτου η Ρώμη έπεσε ξανά στα χέρια του Καρόλου Α΄.

Ο Νικόλαος Γ', μέλος της οικογένειας Ορσίνι, εξελέγη το 1277 και μετέφερε την έδρα των παπών από το Λατερανό στο πιο υπερασπίσιμο Βατικανό. Διέταξε επίσης ότι κανένας ξένος δεν μπορούσε να γίνει συγκλητικόής της Ρώμης. Όντας ο ίδιος Ρωμαίος, είχε εκλεγεί ο ίδιος συγκλητικός από τον λαό. Με αυτή την κίνηση, η πόλη άρχισε και πάλι να τάσσεται υπέρ του παπικού κόμματος. Το 1285 ο Κάρολος Α΄ ήταν και πάλι συγκλητικός, αλλά ο Σικελικός Εσπερινός μείωσε την επικράτειά του, και η πόλη απελευθερώθηκε στο εξής από την εξουσία του. Ο επόμενος συγκλητικός ήταν πάλι ένας Ρωμαίος, και πάλι ένας πάπας, ο Ονόριος Δ' των Σαβέλλι.

Βονιφάτιος Η΄ και η αιχμαλωσία της Αβινιόν

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο διάδοχος του Κελεστίνου Ε΄ ήταν ένας Ρωμαίος της οικογένειας Καετάνι, ο Boνιφάτιος Η΄. Μπλεγμένος σε μία τοπική βεντέτα ενάντια στους παραδοσιακούς αντιπάλους της οικογένειάς του, τους Κολόννα, την ίδια στιγμή αγωνίστηκε να εξασφαλίσει την παγκόσμια υπεροχή της Αγίας Έδρας. Το 1300 εγκαινίασε το πρώτο Ιωβηλαίο και το 1303 ίδρυσε το πρώτο Πανεπιστήμιο της Ρώμης.[61][62] Το Ιωβηλαίο ήταν μία σημαντική κίνηση για τη Ρώμη, καθώς αύξησε περαιτέρω το διεθνές κύρος της και, κυρίως, ενισχύθηκε η οικονομία της πόλης από τη ροή των προσκυνητών.[62] Ο Βονιφάτιος Η΄ απεβίωσε το 1303 μετά την ταπείνωση του Schiaffo di Anagni ("Χαστούκι του Aνάνι"), που σηματοδότησε την κυριαρχία του βασιλιά της Γαλλίας στον παπισμό και σηματοδότησε μία άλλη περίοδο παρακμής για τη Ρώμη.[62][63]

Ο διάδοχος του Βονιφάτιου Η΄, Κλήμης Ε', δεν μπήκε ποτέ στην πόλη, ξεκινώντας τη λεγόμενη «αιχμαλωσία της Αβινιόν», την απουσία των παπών από τη ρωμαϊκή έδρα τους υπέρ της Αβινιόν, η οποία θα διαρκούσε περισσότερο από 70 χρόνια.[63][64] Αυτή η κατάσταση έφερε την ανεξαρτησία των τοπικών δυνάμεων, αλλά αυτές αποκαλύφθηκαν σε μεγάλο βαθμό ασταθείς. και η έλλειψη των ιερών εσόδων προκάλεσε βαθιά παρακμή της Ρώμης.[63][64] Για περισσότερο από έναν αιώνα η Ρώμη δεν είχε νέα μεγάλα κτίρια. Επιπλέον, πολλά από τα μνημεία της πόλης, συμπεριλαμβανομένων των κεντρικών εκκλησιών, άρχισαν να καταστρέφονται.[63]

Ο Κόλα ντι Ριέντσο και η επιστροφή του πάπα στη Ρώμη

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο [Κόλα ντι Ριέντσo κατέλαβε στον λόφο του Καπιτωλίου το 1347 για να δημιουργήσει μία νέα Ρωμαϊκή Δημοκρατία. Αν και βραχύβια, η προσπάθειά του καταγράφεται από ένα άγαλμα του 19ου αι. κοντά στην ανηφορική Κορδονάτα, που οδηγεί στην Πιάτσα ντελ Καμπιντόλιο τού Μιχαήλ-Άγγελου.

Παρά την παρακμή της και την απουσία του πάπα, η Ρώμη δεν είχε χάσει το πνευματικό της κύρος: το 1341 ο διάσημος ποιητής Πετράρχης ήρθε στην πόλη, για να στεφθεί ως βραβευμένος ποιητής στον λόφο του Καπιτωλίου. Ευγενείς και φτωχοί κάποτε ζήτησαν με μία φωνή την επιστροφή τού πάπα: ανάμεσα στους πολλούς πρεσβευτές, που αυτή την περίοδο έπαιρναν το δρόμο τους στην Αβινιόν, αναδείχθηκε η παράξενη, αλλά εύγλωττη, μορφή τού [Νι]Κόλα ντι Ριέντσο. Καθώς η προσωπική του δύναμη μεταξύ τού λαού αυξανόταν με τον καιρό, στις 20 Μαΐου 1347 κατέλαβε τον Καπιτωλίνο λόφο, ως επικεφαλής ενός ενθουσιασμένου πλήθους. Η περίοδος της εξουσίας του, αν και πολύ βραχύβια, φιλοδοξούσε να αποκτήσει το κύρος της Αρχαίας Ρώμης. Έχοντας πλέον δικτατορικές εξουσίες, πήρε τον τίτλο του «τριβούνου», αναφερόμενος στο λαϊκό αξίωμα της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας. Ο Κόλα θεωρούσε επίσης τον εαυτό του ίσο με αυτόν τού Αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Την 1η Αυγούστου έδωσε τη ρωμαϊκή υπηκοότητα σε όλες τις ιταλικές πόλεις, και μάλιστα προετοιμάστηκε για την εκλογή Ρωμαίου αυτοκράτορα της Ιταλίας. Ήταν πάρα πολύ: ο πάπας τον κατήγγειλε ως αιρετικό, εγκληματία και ειδωλολάτρη, ο κόσμος είχε αρχίσει να απογοητεύεται μαζί του, ενώ οι ευγενείς τον μισούσαν πάντα. Στις 15 Δεκεμβρίου αναγκάστηκε να τραπεί σε φυγή.

Η λεγόμενη Οικία τού Ριέντσι (Casa di Rienzi) βρισκόταν ακόμη στο αστικό της πλαίσιο, πριν από το άνοιγμα της Βία ντελ Μάρε. Ακουαρέλα τού Έττορε Ρέσλερ Φραντς (π. 1880).

Τον Αύγουστο του 1354, ο Κόλα ήταν και πάλι πρωταγωνιστής, όταν ο καρδινάλιος Γκιλ Αλβάρεθ Δε Αλβόρνοθ τού εμπιστεύτηκε το ρόλο τού «συγκλητικού της Ρώμης», στο πρόγραμμά του να επαληθεύσει την κυριαρχία τού πάπα στις Παπικές Πολιτείες. Τον Οκτώβριο ο τυραννικός Κόλα, ο οποίος είχε γίνει ξανά πολύ αντιδημοφιλής για την παραληρηματική συμπεριφορά και τους βαρείς λογαριασμούς του, σκοτώθηκε σε μία ταραχή, που προκάλεσε η ισχυρή οικογένεια των Κολόννα. Τον Απρίλιο του 1355 ο Κάρολος Δ' της Βοημίας μπήκε στην πόλη για την τελετουργική στέψη ως αυτοκράτορα. Η επίσκεψή του ήταν πολύ απογοητευτική για τους πολίτες. Είχε λίγα χρήματα, έλαβε το στέμμα όχι από τον πάπα, αλλά από έναν καρδινάλιο, και έφυγε μετά από λίγες ημέρες.

Με τον αυτοκράτορα πίσω στα εδάφη του, ο Aλβόρνοθ μπορούσε να ανακτήσει έναν ορισμένο έλεγχο της πόλης, ενώ παρέμενε στην ασφαλή ακρόπολη του στο Mοντεφιασκόνε, στο βόρειο Λάτσιο. Οι συγκλητικοί επιλέχθηκαν απευθείας από τον πάπα από πόλεις της Ιταλίας, αλλά η πόλη ήταν στην πραγματικότητα ανεξάρτητη. Το συμβούλιο της Συγκλήτου περιελάμβανε έξι δικαστές, πέντε συμβολαιογράφους, έξι στρατάρχες, αρκετούς οικείους, είκοσι ιππότες και είκοσι ένοπλους άνδρες. Ο Aλβόρνοθ είχε καταστείλει σε μεγάλο βαθμό τις παραδοσιακές αριστοκρατικές οικογένειες, και το «δημοκρατικό» κόμμα ένιωθε αρκετά σίγουρο, για να ξεκινήσει μία επιθετική πολιτική. Το 1362 η Ρώμη κήρυξε τον πόλεμο στο Βελλέτρι. Η κίνηση αυτή όμως προκάλεσε εμφύλιο πόλεμο. Η παράταξη της υπαίθρου προσέλαβε μία ομάδα κοντοτιέρων, που ονομαζόταν «Del Cappello» («τού Καπέλο»), ενώ οι Ρωμαίοι μίσθωσαν τις υπηρεσίες των γερμανικών και ουγγρικών στρατευμάτων, συν μία εισφορά πολιτών 600 ιπποτών και ακόμη 22.000 πεζών. Αυτή ήταν η περίοδος, κατά την οποία τα σώματα κοντοτιέρων δραστηριοποιούνταν στην Ιταλία. Πολλοί από τους Σαβέλλι, Oρσίνι και Aννιμπάλντι που εκδιώχθηκαν από τη Ρώμη, έγιναν αρχηγοί τέτοιων στρατιωτικών μονάδων. Ο πόλεμος με το Βελλέτρι μειώθηκε, και η Ρώμη παραδόθηκε ξανά στον νέο πάπα, Ουρβανό Ε', υπό την προϋπόθεση ότι ο Αλβόρνοθ δεν μπήκε στα τείχη.

Στις 16 Οκτωβρίου 1367, ως απάντηση στις προσευχές της Αγίας Μπριγκίντ και τού Πετράρχη, ο Ουρβανός Ε΄ επισκέφτηκε τελικά την πόλη. Κατά την παρουσία του, ο Κάρολος Δ' στέφθηκε ξανά στην πόλη (Οκτώβριος 1368). Επιπλέον, ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας Ιωάννης Ε' Παλαιολόγος ήρθε στη Ρώμη, για να εκλιπαρήσει για σταυροφορία κατά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, αλλά μάταια. Ωστόσο, ο Ουρβανός Ε΄ δεν άρεσε τον ανθυγιεινό αέρα της πόλης, και στις 5 Σεπτεμβρίου 1370 έπλευσε ξανά στην Αβινιόν. Ο διάδοχός του, Γρηγόριος ΙΔ', όρισε επίσημα την ημερομηνία της επιστροφής του στη Ρώμη τον Μάιο του 1372, αλλά και πάλι οι Γάλλοι καρδινάλιοι και ο βασιλιάς της Γαλλίας τον εμπόδισαν.

Δυτικό σχίσμα και σύγκρουση με το Μιλάνο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η οροφή του Μιχαήλ Άγγελου στην Καπέλα Σιξτίνα.

Αναγεννησιακή Ρώμη

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Άποψη της Ρώμης το 1493.
Ένας πίνακας από τη Ρωμαϊκή Αναγέννηση.
Ο Ναΐσκος (Tempietto), (Σαν Πιέτρο ιν Μοντόριο), ένα εξαιρετικό παράδειγμα ιταλικής αναγεννησιακής αρχιτεκτονικής

Λεηλασία της Ρώμης (1527)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η λεηλασία της Ρώμης το 1527, από τον Γιοχάννες Λίνγκελμπαχ, 17ος αι.
Η Πιάτσα Ναβόνα (17ος αι.)
Χάρτης της Ρώμης από την Τοπογραφία Ιταλίας, που δημοσιεύτηκε από τους διαδόχους του Ματθαίου Μεριάν το 1688.

Ιταλική ενοποίηση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Διακήρυξη της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας το 1849, στην Πιάτσα ντελ Πόπολο.
Άποψη τού τρούλου της Βασιλικής του Αγίου Πέτρου από το Μπόργκο Σάντο Σπίριτο
Ρώμη: από τη Βασιλική του Αγίου Πέτρου, 1901.

Βασίλειο της Ιταλίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ιταλοί στρατιώτες εισέρχονται στη Ρώμη το 1870.
Το Αποστολικό Μέγαρο.
Επιγραφή προπαγάνδας, "έργο των απελευθερωτών" (opera dei liberatori), σε τοίχο βομβαρδισμένου κτιρίου, Ρώμη, 1944

Πρωτεύουσα της Ιταλικής Δημοκρατίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Άποψη της Βία ντελ Κόρσο (2008)
Άποψη της περιοχής EUR (2003)

Ιστορικό κέντρο της πόλης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βιβλιογραφικές αναφορές

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  1. Procopius, Gothic War, III.xxii. "In Rome he suffered nothing human to remain, leaving it altogether, in every part, a perfect desert."
  2. Heiken, G., Funiciello, R. and De Rita, D. (2005), The Seven Hills of Rome: A Geological Tour of the Eternal City. Princeton University Press.
  3. Potter, D.S. (2009). Rome in the Ancient World: From Romulus to Justinian. London: Thames & Hudson. σελ. 10. ISBN 9780500251522. 
  4. Hooper, John (13 April 2014). «Archaeologists' findings may prove Rome a century older than thought». The Guardian. https://www.theguardian.com/world/2014/apr/13/archaelogists-find-rome-century-older-than-thought. 
  5. URBANUS, JASON M. «A Brief Glimpse into Early Rome – Archaeology Magazine». archaeology.org. 
  6. Livy, Ab Urbe Condita I, 7
  7. Livy, Ab urbe condita, 1:8
  8. Livy, Ab urbe condita, 1:9–13
  9. Livy, Ab urbe condita, 1:8, 13
  10. Cf. Jean-Jacques Rousseau and his "The Social Contract", Book IV, Chapter IV, written in 1762, where he writes in a footnote that the word for Rome is Greek in origin and means force. "There are writers who say that the name 'Rome' is derived from 'Romulus'. It is in fact Greek and means force."
  11. This has been deduced from the name of a figure painted in the François Tomb at Vulci, inscribed in Etruscan Cneve Tarchunies Rumach, interpreted as Gnaeus Tarquinius of Rome. http://www.mysteriousetruscans.com/francois.html
  12. Ismarmed.com (2011). «History of Rome (Italy)». ismarmed.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 Ιουλίου 2011. Ανακτήθηκε στις 13 Ιουνίου 2023. 
  13. Dionysius of Halicarnassus. «Book 1.11». Roman Antiquities. But the most learned of the Roman historians, among whom is Porcius Cato, who compiled with the greatest care the "origins" of the Italian cities, Gaius Sempronius and a great many others, say that they [Aborigines] were Greeks, part of those who once dwelt in Achaia, and that they migrated many generations before the Trojan war. But they do not go on to indicate either the Greek tribe to which they belonged or the city from which they removed, or the date or the leader of the colony, or as the result of what turns of fortune they left their mother country; and although they are following a Greek legend, they have cited no Greek historian as their authority. It is uncertain, therefore, what the truth of the matter is. 
  14. Dionysius of Halicarnassus. «Book I.14». Roman Antiquities. Twenty-four stades from the afore-mentioned city stood Lista, the mother-city of the Aborigines, which at a still earlier time the Sabines had captured by a surprise attack, having set out against it from Amiternum by night. 
  15. Larissa Bonfante:Etruscan Inscriptions and Etruscan Religion in The Religion of the Etruscans – University of Texas Press 2006, page 9
  16. Guerber, H. A. (2011). «Heritage History eBook Reader». heritage-history.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Οκτωβρίου 2011. 
  17. Roman-Empire.net (2009). «Religion». roman-empire.net. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Μαΐου 2016. 
  18. Asimov, Isaac. Asimov's Chronology of the World. New York: HarperCollins, 1991. p. 69.
  19. T.J. Cornell, The beginnings of Rome, 1990, Routledge, (ISBN 978-0415015967)
  20. Hooker, Richard (1999). «Rome: The Conquest of the Hellenistic Empires». public.wsu.edu. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 26 Ιουνίου 2011. 
  21. Goldsworthy 2006, σελ. 69.
  22. Ellis, "The Celts: A History." pp. 61–64. Running Press, London, 2004.
  23. Plutarch, Lives:Wikisource Life of Camillus.
  24. UNVR.com (2011). «Roman Timeline of the 4th Century BC». unrv.com. 
  25. Abbott, 28
  26. Fields 2007.
  27. Plutarch Life of Crassus 8
  28. Smith, A Dictionary of Greek and Roman Antiquities, "Servus", p. 1038; details the legal and military means by which people were enslaved.
  29. BBC History (2011). «BBC – History – The Fall of the Roman Republic». bbc.co.uk. 
  30. The Roman Republic was never restored; but nor was it abolished, so the event which signaled its transition to Roman Empire is a matter of interpretation. Historians have variously proposed the appointment of Julius Caesar as perpetual dictator in 44 BC, the defeat of Mark Antony at the Battle of Actium in 31 BC, and the Roman Senate's grant of extraordinary powers to Octavian (Augustus) under the first settlement in 27 BC, as candidates for the defining pivotal event ending the Republic.
  31. Aldrete, Gregory S. (2004). Daily life in the Roman city: Rome, Pompeii and Ostia. Westport, CT: Greenwood Press. σελ. 22. ISBN 0-313-33174-X. Ανακτήθηκε στις 8 Ιουλίου 2011. rome first city with one million inhabitants -.com .edu. 
  32. Tacitus, AnnalsXV.40
  33. Fordham.edu (2009). «Ancient History Sourcebook: Dio Cassius: Nero and the Great Fire 64 AD». fordham.edu. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Μαρτίου 2014. Ανακτήθηκε στις 13 Ιουνίου 2023. 
  34. Oates, W. J. (09, 30 June). Population of Rome. Retrieved 11, 16 March, from http://penelope.uchicago.edu/Thayer/E/Journals/CP/29/2/Population_of_Rome*.html
  35. «'Plague' killed Roman grave dead». BBC News. 30 April 2008. http://news.bbc.co.uk/2/hi/uk_news/england/gloucestershire/7374836.stm. 
  36. Graeme Clarke, "Third-Century Christianity," in Cambridge Ancient History: The Crisis of Empire (Cambridge University Press, 2005), vol. 12, p. 616; W.H.C. Frend, "Persecutions: Genesis and Legacy," Cambridge History of Christianity: Origins to Constantine (Cambridge University Press, 2006), vol. 1, p. 510. See also: Timothy D. Barnes, "Legislation Against the Christians," Journal of Roman Studies 58 (1968) 32–50; G.E.M de Sainte-Croix, "Why Were the Early Christians Persecuted?" Past & Present 26 (1963) 6–38; Herbert Musurillo, The Acts of the Christian Martyrs (Oxford: Clarendon Press, 1972), pp. lviii–lxii; and A.N. Sherwin-White, "The Early Persecutions and Roman Law Again", Journal of Theological Studies 3.2 (1952) 199–213.
  37. «Pliny the Younger on Christ». Mesacc.edu. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 Αυγούστου 2011. Ανακτήθηκε στις 23 Ιουλίου 2015. 
  38. Suetonius, Life of Nero 16.2: afflicti suppliciis Christiani, genus hominum superstitionis novae ac maleficae.
  39. Tacitus, Annals XV.44
  40. History Stack (2011). «455 Sack of Rome – historystack». historystack.posterous.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Δεκεμβρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 13 Ιουνίου 2023. 
  41. St Jerome, Letter CXXVII. To Principia, s:Nicene and Post-Nicene Fathers: Series II/Volume VI/The Letters of St. Jerome/Letter 127 paragraph 12.
  42. Arnold HM Jones The Decline of the Ancient World, Lonmans, Green and Co. Ltd., London 1966
  43. Brown, Thomas· Holmes, George (1988). The Oxford History of Medieval Europe (στα Αγγλικά). Great Britain: Oxford University Press. σελ. 25. 
  44. Boorsch, Suzanne (Winter 1982–1983). «The Building of the Vatican: The Papacy and Architecture». The Metropolitan Museum of Art Bulletin 40 (3): 4–8. 
  45. 45,0 45,1 Bury, J. B. (2011). «J. B. Bury: History of the Later Roman Empire,§4 • Vol. I Chap. XII». penelope.uchicago.edu. 
  46. Morton, H. V. (1 Απριλίου 2009). A Traveller in Rome. ISBN 978-0786730704. 
  47. P. Llewellyn, Rome in the Dark Ages (London 1993), p. 97.
  48. Krautheimer, p. 90
  49. Catholic Online (2011). «Pope Saint Martin I – Saints & Angels – Catholic Online». catholic.org. 
  50. Catholic Encyclopaedia (2009). «CATHOLIC ENCYCLOPAEDIA: Pope Saint Martin I». newadvent.org. 
  51. Oliver J. Thatcher and Edgar Holmes McNeal, eds., Source Book for Mediæval History (New York: Scribners, 1905; reprint AMS Press, 1971).
  52. Third Millennium Library (2010). «THE LAWS OF LIUTPRAND». third-millennium-library.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Οκτωβρίου 2011. 
  53. Third Millennium Library (2010). «THE SITUATION IN THE TIME OF KING LIUTPRAND». third-millennium-library.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Οκτωβρίου 2011. 
  54. from Oliver J. Thatcher, and Edgar Holmes McNeal, eds., A Source Book for Medieval History, (New York: Scribners, 1905), p. 102
  55. «Medieval Sourcebook: Einhard: The Life of Charlemagne». Fordham.edu. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Μαΐου 2008. Ανακτήθηκε στις 23 Ιουλίου 2015. 
  56. «Medieval Sourcebook: The Donation of Constantine». Fordham.edu. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 23 Μαρτίου 2009. Ανακτήθηκε στις 22 Δεκεμβρίου 2008. 
  57. Wilkes, Donald E. Jr. (2011). «The Cadaver Synod: Strangest Trial in History». digitalcommons.law.uga.edu. 
  58. "Nor was he Sergius III content with thus dishonouring the dead Pope Formosus, but he drags his carcass again out of the grave, beheads it as if it had been alive, and then throws it into the Tiber, as unworthy the honour of human burial." Platina, Bartolomeo. The Lives of the Popes From The Time of Our Saviour Jesus Christ to the Accession of Gregory VII. I. London: Griffith Farran & Co. σελ. 243. Ανακτήθηκε στις 8 Ιανουαρίου 2008. 
  59. Brusher, Joseph (1959). «Sergius III». Popes Through the Ages (Neff-Kane). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 January 2008. https://web.archive.org/web/20080112051806/http://www.cfpeople.org/books/pope/POPEp120.htm#T1. 
  60. Milman, Henry Hart (1867). History of Latin Christianity. III (4th έκδοση). London: John Murray. σελίδες 287–290. 
  61. Sapienza University of Rome (2011). «Sapienza > About us». www2.uniroma1.it. 
  62. 62,0 62,1 62,2 Catholic Encyclopaedia (2009). «CATHOLIC ENCYCLOPAEDIA: Holy Year of Jubilee». newadvent.org. 
  63. 63,0 63,1 63,2 63,3 ChristianChronicler.com (2006). «THE AVIGNON PAPACY». christianchronicler.com. 
  64. 64,0 64,1 Morris, Colin, The papal monarchy: the Western church from 1050 to 1250 , (Oxford University Press, 2001), 271.

Περαιτέρω ανάγνωση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αυτοκρατορική Ρώμη

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μεσαιωνική, Αναγεννησιακή, πρώιμη σύγχρονη Ρώμη

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Πολυμέσα σχετικά με το θέμα History of Rome στο Wikimedia Commons