Μετάβαση στο περιεχόμενο

Εξαρχάτο της Ραβέννας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Εξαρχάτο της Ραβέννας
584751
ΧώραΒυζαντινή Αυτοκρατορία
Διοικητική υπαγωγήΒυζαντινή Αυτοκρατορία
ΠρωτεύουσαByzantine Ravenna
Ίδρυση584
Γλώσσεςλατινική γλώσσα
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Το Εξαρχάτο της Ραβέννας ήταν διοικητική διαίρεση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στην Ιταλική χερσόνησο από το 568 έως και το 751 όταν ο τελευταίος έξαρχος δολοφονήθηκε από τους Λομβαρδούς.

Διαίρεση του Εξαρχάτου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Εξαρχάτο οργανώθηκε από τον αυτοκράτορα Μαυρίκιο,[1] ο οποίος συνένωσε τις προηγούμενες επαρχίες σε μια. Διοικητικά χωριζόταν σε υποδιαιρέσεις, τα δουκάτα[2] (δηλαδή Δουκάτο της Ρώμης, Δουκάτο της Βενετίας, Δουκάτο της Καλαβρίας, Δουκάτο της Νεαπόλεως, Δουκάτο της Περουσίας (Περούτζιας), Δουκάτο της Πενταπόλεως, Δουκάτο της Λευκανίας, Δουκάτο του Συρρέντου (Σορέντο) κλπ.), αποτελείτο δηλαδή κυρίως από τις παράκτιες περιοχές της ιταλικής χερσονήσου, δεδομένου ότι οι Λομβαρδοί είχαν κατακτήσει σχεδόν όλη την ενδοχώρα.

Ο πολιτικός και στρατιωτικός ηγέτης αυτών των αυτοκρατορικών κτήσεων, ήταν ο Έξαρχος, ο εκπρόσωπος στην Ραβέννα του αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης[3].

Η γύρω περιοχή εκτεινόταν από τον ποταμό Πάδο, ο οποίος ήταν το όριο με τη Βενετία στο βορρά, μέχρι την Πεντάπολη στο Αρίμινον (Ρίμινι) στον νότο, κατά μήκος της Αδριατικής ακτής και έφτανε μέχρι πόλεις μακριά από την ακτή, όπως το Φόρλιον (Φόρλι). Όλο αυτό το έδαφος βρίσκεται στην ανατολική πλευρά των Απεννίνων, ήταν υπό την άμεση διοίκηση του εξάρχου και αποτέλεσαν την Εξαρχία με τη στενή έννοια. Οι γύρω περιοχές κυβερνούνταν από δούκες και στρατιωτικούς διοικητές (magistri militium), λιγότερο ή περισσότερο εξαρτημένους από την εξουσία του. Για την Κωνσταντινούπολη, η Εξαρχία αποτελούσε την επαρχία της Ιταλίας.

Το Εξαρχάτο της Ραβέννας δεν ήταν η μοναδική βυζαντινή επαρχία στην Ιταλία. Η βυζαντινή Σικελία αποτέλεσε ξεχωριστή επαρχία, ενώ η Κορσική και η Σαρδηνία, ενώ παρέμεναν βυζαντινές, ανήκαν στην Εξαρχάτο της Αφρικής.

Οι Λομβαρδοί είχαν πρωτεύουσά τους την Παβία και ήλεγχαν τη μεγάλη κοιλάδα του Πάδου. Επεκτάθηκαν και προς νότον και ίδρυσαν λομβαρδικά δουκάτα στο Σπολέτιον (Σπολέτο) και στο Βενεβέντον (Μπενεβέντο). Οι Λομβαρδοί ήλεγχαν το εσωτερικό, ενώ οι Βυζαντινοί διοικητές ήλεγχαν περισσότερο ή λιγότερο τις ακτές.

Σιγά σιγά ο έξαρχος στην Ιταλία χάνει πολλά εδάφη από τους Λομβαρδούς, αν και τυπικά περιοχές όπως η Λιγυρία (εντελώς χαμένη το 640 από τους Λομβαρδούς[4]), ή Νεάπολη και η Καλαβρία (κατακτήθηκαν από το λομβαρδικό δουκάτο του Βενεβέντου[5]) παρέμεναν υπό τη διοίκησή του. Στη Ρώμη ο Πάπας ήταν ο πραγματικός κύριος.

Στο τέλος το 740, η Εξαρχία αποτελείται από την Ιστρία, τη Βενετία, την Φερράρα, τη Ραβέννα, την Πεντάπολη, και την Περουσία. Οι Λομβαρδοί τελικά κατέλαβαν και τη Ραβέννα το 751, ενώ ο πάπας αποτινάσσει την βυζαντινή κυριαρχία κατά την κρίση της Εικονομαχίας.

Η βυζαντινή κυριαρχία είχε απόλυτη εξάρτηση από τις σχέσεις μεταξύ του Πάπα και του Εξάρχου. Ο παπισμός θα μπορούσε να επωφεληθεί από την τοπική δυσαρέσκεια. Η παλιά ρωμαϊκή συγκλητική αριστοκρατία δυσφορούσε υπό την διοίκηση ενός εξάρχου, ο οποίος από πολλούς θεωρούνταν ένας ενοχλητικός ξένος. Έτσι, ο έξαρχος αντιμετώπιζε εξωτερικές και εσωτερικές απειλές που παρεμπόδιζαν πολύ την πραγματική πρόοδο και ανάπτυξη.

Στην εσωτερική ιστορία του, το Εξαρχάτο υπόκειται στις επιδράσεις του κατακερματισμού που οδηγεί στην υποδιαίρεση της κυριαρχίας και της δημιουργίας της φεουδαρχίας σε όλη την Ευρώπη. Βήμα προς βήμα, και παρά τις προσπάθειες των αυτοκρατόρων στην Κωνσταντινούπολη, οι μεγάλοι αυτοκρατορικοί αξιωματούχοι έγιναν τοπικοί γαιοκτήμονες, και νέες συμμαχίες είχαν παρεισφρήσει στη σφαίρα της αυτοκρατορικής διοίκησης. Εν τω μεταξύ, η ανάγκη υπεράσπισης των αυτοκρατορικών εδαφών ενάντια στους Λομβαρδούς οδήγησε στο σχηματισμό τοπικών πολιτοφυλακών, οι οποίες αρχικά προσκολλήθηκαν στις αυτοκρατορικές μονάδες, αλλά σταδιακά απέκτησαν την ανεξαρτησία της, καθώς είχαν συγκροτηθεί με αποκλειστικά τοπικά κριτήρια. Αυτές οι ένοπλες ομάδες αποτέλεσαν τους πρόδρομους των ελεύθερων ενόπλων δημοτών των ιταλικών πόλεων του Μεσαίωνα. Άλλες πόλεις της Εξαρχίας οργανώθηκαν με τον ίδιο τρόπο.

Τέλος του Εξαρχάτου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τον 6ο και 7ο αιώνα, η αυξανόμενη απειλή από τους Λομβαρδούς και Φράγκους, και ο διαχωρισμός της χριστιανοσύνης σε ανατολική και δυτική που προκλήθηκε από την εικονομαχία και την οξεία αντιπαλότητα μεταξύ του πάπα και του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, έκανε τη θέση του εξάρχου όλο και περισσότερο αδύναμη[6].

Η Ραβέννα παρέμεινε η έδρα του έξαρχου μέχρι την εξέγερση του 727 κατά της εικονομαχίας. Ο Ευτύχιος, ο τελευταίος έξαρχος Ραβέννας, σκοτώθηκε από τους Λομβαρδούς το 751[7]. Η Εξαρχία αναδιοργανώθηκε ως Κατεπανίκιο της Ιταλίας με έδρα τη Βάριδα (Μπάρι).

Όταν το 756 οι Φράγκοι επιτέθηκαν στους Λομβαρδούς, ο Πάπας Στέφανος Β΄ διεκδίκησε την Εξαρχία. Ο σύμμαχός του Πιπίνος ο Βραχύς, ο βασιλιάς των Φράγκων, δώρισε τις κατακτημένες περιοχές της Εξαρχίας στον πάπα το 756[8]. Από την δωρεά αυτή, η οποία επιβεβαιώθηκε από το γιο του Καρλομάγνο το 774, άρχισε η κοσμική εξουσία των παπών επί της λεγομένης Κληρονομιάς του Αγίου Πέτρου Patrimonium Sancti Petri[9].

Έτσι, τ Εξαρχάτο εξαφανίστηκε, και τα μικρά υπολείμματα των αυτοκρατορικών κτήσεων στην ηπειρωτική χώρα, της Νάπολης και της Καλαβρίας, πέρασαν υπό την εξουσία του κατεπάνω της Ιταλίας. Όταν η Σικελία κατακτήθηκε από τους Άραβες τον 9ο αιώνα, τα εναπομείναντα εδάφη αναδιαρθρώθηκαν ως τα Θέματα Καλαβρίας και Λογγοβαρδίας, ενώ η Ιστρία προσαρτήθηκε στο Θέμα Δαλματίας.

  1. Antonio Carile, Materiali di storia bizantina, Bologna, Lo Scarabeo, 1994
  2. Ravegnani 2004, σελ. 82-83.
  3. Ravegnani 2004, σελ. 81-82
  4. Fredegar, IV, 71
  5. Ravegnani 2004, σ. 118
  6. Ravegnani 2004, σ. 120
  7. Ravegnani 2004, σ. 135
  8. Ravegnani 2004, σελ. 137-138
  9. Ravegnani 2004, σ. 138
  10. 10,0 10,1 STORIA DELL’ESARCATO D'ITALIA
  11. «Pelagii Papae ΙΙ Epistolae», στο JP Migne (επιμ), Patrologia Latina, Parisii 1878 72, coll.700-760 (Επιστολή 1)
  • Παύλος ο Διάκονος. «Book 2: ch. 26-27». Historia Langobardorum: Paul the Deacon's History of the Lombards. trans. from Latin by William Dudley Foulke. University of Pennsylvania. 
  • Borri, Francesco (July–December 2005). «Duces e magistri militum nell’Italia esarcale (VI-VIII secolo)» (PDF). Estratto da Reti Medievali Rivista (Firenze University Press) VI (2). ISSN 1593-2214. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2008-05-18. https://web.archive.org/web/20080518163814/http://www.storia.unifi.it/_RM/rivista/saggi/Borri.htm. Ανακτήθηκε στις 2008-05-21. 
  • Brown, T. S. (1991). «Byzantine Italy c.680 - c.876». Στο: Rosamond McKitterick. The New Cambridge Medieval History: II. c. 700 - c. 900. Cambridge University Press. ISBN 0-521-36292-X. 
  • Diehl, Charles (1972). Etudes sur l'Administration Byzantine dans l'Exarchat de Ravenne (568-751). Research & Source Works Series Byzantine Series No. 39. New York: Burt Franklin. . 
  • Hallenbeck, Jan T. (1982). «Pavia and Rome: The Lombard Monarchy and the Papacy in the Eighth Century». Transactions of the American Philosophical Society 72 (4): 1–186. doi:10.2307/1006429. ISBN 0-87169-724-6. 
  • Hartmann, Ludo M. (Ιουνίου 1971). Untersuchungen zur Geschichte der byzantinischen Verwaltung in Italien (540-750). Research & Source Works Series No. 86. New York: Burt Franklin. ISBN 978-0-8337-1584-5. 
  • Hodgkin, Thomas. 553-600 The Lombard Invasion. Italy and Her Invaders, Vol. 5, Book VI (Replica έκδοση). Boston: Elibron Classics. 
  • John of Biclaro. Chronicle. 
  • Norwich, John Julius (1993). A History of Venice (Ιστορία της Βενετίας - μετάφρ. Δημ. Παπαγεωργίου). Αθήνα: Φόρμιγξ. 
  • Ravegnani, Giorgio (2004). I bizantini in Italia. Bologna: Il Mulino. ISBN 978-8-81509-690-6. 
  • Ravegnani, Giorgio (2006). Bisanzio e Venezia. Bologna: Il Mulino. ISBN 978-8-81510-926-2. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]