Βασιλική των Αγίων Κοσμά και Δαμιανού

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 41°53′32.31935″N 12°29′15.01087″E / 41.8923109306°N 12.4875030194°E / 41.8923109306; 12.4875030194

Βασιλική των Αγίων Κοσμά και Δαμιανού
Χάρτης
Είδοςεκκλησία και ελάσσονα βασιλική
Αρχιτεκτονικήπαλαιοχριστιανική τέχνη και αρχιτεκτονική
ΔιεύθυνσηVia dei Fori Imperiali, 1 - Roma[1]
Γεωγραφικές συντεταγμένες41°53′32″N 12°29′15″E
ΘρήσκευμαΚαθολικισμός[2]
Θρησκευτική υπαγωγήρωμαιοκαθολική επισκοπή της Ρώμης
Διοικητική υπαγωγήΡώμη[1]
ΤοποθεσίαΡωμαϊκό Φόρουμ και Campitelli
ΧώραΙταλία[1]
Έναρξη κατασκευής6ος αιώνας
Προστασίαιταλικό πολιτισμικό αγαθό[1]
Ιστότοπος
Επίσημος ιστότοπος
Commons page Πολυμέσα

Η βασιλική των Αγίων Κοσμά και Δαμιανού (Basilica dei Santi Cosma e Damiano) είναι μία από τις εκκλησίες της Ρώμης. Η βασιλική, αφιερωμένη στον Κοσμά και τον Δαμιανό, τους δύο αδελφούς ιατρούς, μάρτυρες και αγίους, βρίσκεται στη θέση της Αγοράς του Βεσπασιανού Foro di Vespasiano), που είναι γνωστός και ως Αγορά της Ειρήνης (Foro della Pace). Κατατάσσεται στις ελάσσονες παπικές βασιλικές.[3]

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο "ναός του Ρωμύλου", όπως φαίνεται από το εσωτερικό της εκκλησίας
Η παλαιά αγία τράπεζα με την Ένθρονη Παναγία με τους προστάτες αγίους του ναού.

Η βασιλική οικοδομήθηκε μετά από ανακατασκευή κάποιων χώρων του Ναού της Ειρήνης, όπου μπορούσε κανείς να εισέλθει από την πλευρά της Ρωμαϊκής Αγοράς διαμέσου ενός αίθριου κυκλικού σχήματος που λειτουργούσε ως είσοδος και που είχε ήδη μετατραπεί σε ναό από τον Μαξέντιο. Αυτός ο ναός, σύμφωνα με μια αμφιλεγόμενη μεσαιωνική παράδοση, ήταν αφιερωμένος στον θεοποιημένο γιο του, που είχε πεθάνει πρόωρα (ναός του Ρωμύλου). Ο ναός, μαζί με τη βιβλιοθήκη της Αγοράς της Ειρήνης, δωρήθηκε από τον Θεοδώριχο, τον βασιλιά των Οστρογότθων και την κόρη του Αμαλασούνθα, στον Πάπα Φήλιξ Δ’ το 527. Ο Πάπας ένωσε τα δύο κτίρια για να δημιουργήσει μια βασιλική αφιερωμένη στους δύο αγίους, τον Κοσμά και τον Δαμιανό, γεγονός που θα ερχόταν σε αντίθεση με την αρχαία λατρεία των Διόσκουρων, του Κάστορα και του Πολυδεύκη, οι οποίοι λατρεύονταν στον γειτονικό ναό που βρισκόταν στη Ρωμαϊκή Αγορά.

Τον 9ο αιώνα τοποθετήθηκαν στο ναό οι προτομές των αγίων Μάρκου και Μαρκέλλου, οι οποίες ξαναήρθαν στο φως το 1583 επί Πάπα Γρηγορίου ΙΓ΄.

Το 1512 ο ναός παραχωρήθηκε στο Γ’ Τάγμα των φραγκισκανών μοναχών, το οποίο την λειτουργεί έως σήμερα. Παρακείμενο στο ναό είναι το Ηγουμενείο του τάγματος.

Το 1632 ο Πάπας Ουρβανός Η’ διέταξε την αναστήλωση της βασιλικής. Οι εργασίες, που βασίζονταν σε σχέδια του Οράτσιο Τοριάνι και διευθύνονταν από τον Λουίτζι Αριγκούτσι, συνίσταντο στην ανύψωση του επιπέδου του εδάφους κατά επτά τουλάχιστον μέτρα. Έτσι, το έδαφος ανήλθε στο επίπεδο του Κάμπο Βατσίνο, με τρόπο που απέτρεπε τη διείσδυση του νερού. Το παλαιό δάπεδο της βασιλικής διακρίνεται μέχρι και σήμερα στην κάτω εκκλησία, η οποία χτίστηκε στον αρχικό χώρο που έχει πλέον υποστεί καθίζηση.

Το 1947 η παλαιά είσοδος εγκαρσίως του «ναού του Ρωμύλου» κλείστηκε και αντικαταστάθηκε από μία νέα είσοδο, η οποία δημιουργήθηκε στην via dei Fori Imperiali. Στη σύγχρονη εποχή ο ναός του Ρωμύλου επανήλθε στην κατάσταση που ήταν κατά τη ρωμαϊκή εποχή.

Το οικοδόμημα και τα έργα τέχνης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η είσοδος της βασιλικής, στην via dei Fori Imperiali, ανάγεται στη φάση της ανακατασκευής του κτιριακού συγκροτήματος που έλαβε χώρα το 1947, οπότε και η κύρια είσοδος μεταφέρθηκε από την Αγορά στην via dei Fori Imperiali.

Κοντά στη νέα είσοδο του κτιριακού συγκροτήματος υπάρχουν δύο χώροι με τα αρχικά μαρμαροθετήματα της Αγοράς της Ειρήνης και τον τοίχο, που ήταν επενδυμένος με τις 150 πλάκες μαρμάρου που αποτελούσαν την Forma Urbis Romae (Μορφή [χάρτης] της πόλεως Ρώμης). Περισσότερα από χίλια θραύσματα από αυτές τις πλάκες ήρθαν στο φως κατά την περίοδο της Αναγέννησης· αντίγραφα κάποιων από αυτές υπάρχουν στο Βατικανό. Η σύλληψη της κάτοψης της βασιλικής έγινε σύμφωνα με τους κανόνες της Αντιμεταρρύθμισης: μονόκλιτη βασιλική με τρία παρεκκλήσια στην κάθε πλευρά και μια μεγάλη αψίδα, η οποία τώρα μοιάζει να είναι δυσανάλογων διαστάσεων λόγω της αναστήλωσης που έγινε τον 17ο αιώνα: το τόξο στο βάθος του ναού μοιάζει τώρα πολύ μικρότερο απ’ όσο ήταν κάποτε.

Το ψηφιδωτό της αψίδας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το ψηφιδωτό της αψίδας, που ανάγεται στο 530 μ.Χ., αναπαριστά την είσοδο των δύο αγίων στον κύκλο των μακαριστών.

Ο θόλος της αψίδας, το 530 περίπου διακοσμήθηκε με ψηφιδωτό που αναπαριστά την υποδοχή από τους ουρανούς των δύο αγίων-προστατών του ναού. Στο κέντρο δεσπόζει η φιγούρα του Χριστού, ο οποίος, κρατώντας μια περγαμηνή στο αριστερό χέρι και με το δεξί να δείχνει ένα αστέρι, στέκεται πιο ψηλά σε σχέση με τις άλλες φιγούρες, ενώ πατάει ανάλαφρα πάνω σε κόκκινα και γαλαζωπά συννεφάκια που κατακλύζουν τον μπλε ουρανό πίσω του. Στο πλάι του, σε ένα ειδυλλιακό λιβάδι είναι παραταγμένοι, στα αριστερά του ο απόστολος Παύλος, ο Άγιος Κοσμάς και ο Πάπας Φήλιξ Δ’, ο οποίος προσφέρει το πρόπλασμα του ναού και στα δεξιά του ο απόστολος Πέτρος, ο Άγιος Δαμιανός και ο Άγιος Θεόδωρος. Στο τύμπανο ακριβώς από κάτω αναπαριστώνται οι απόστολοι με τη μορφή προβάτων.

Πρόκειται για μια εξαιρετικά εκφραστική αναπαράσταση, καρπό της επιδεξιότητας ενός δασκάλου που ανατρέχει σε παραδείγματα του 5ου αιώνα προσπαθώντας να τα ανασυνθέσει σε μια νεωτεριστική σύνθεση. Μια σύνθεση που αξιοποιεί την ευρυθμία της διάταξης που έχουν οι ογκώδεις φιγούρες, τις χειρονομίες (αξίζει να προσέξουμε το χέρι του αποστόλου Πέτρου που ακουμπά τρυφερά εκείνο του Αγίου Δαμιανού) και την κάπως παγωμένη αλλά έντονα χαρακτηριστική εκφραστικότητα των προσώπων. Όλα αυτά σε μια προσπάθεια να αναπαρασταθούν αποτελεσματικά επτά φιγούρες, πράγμα που συχνά γίνεται δύσκολο από την ανάγκη να συμπεριληφθούν όλες οι εικόνες και συγχρόνως να μπορούν να φαίνονται από μακριά. Σύμφωνα με τον Γκουλιέλμο Ματιέ,[4] αυτός ο καλλιτέχνης καθιέρωσε ούτε λίγο ούτε πολύ μια παραστατική μανιέρα που επρόκειτο να γίνει κανόνας στη Ρώμη για αρκετές δεκαετίες (βλέπε, για παράδειγμα, κυρίως τα ψηφιδωτά στην αψίδα της Σάντα Πρασσέντε και στο γειτονικό ναό του Αγίου Θεοδώρου) χωρίς όμως να έχει γίνει στην πράξη κατανοητή ως προς την πρόθεσή της να αποτυπώσει τη στιγμή της εισόδου των δύο θαυματουργών αγίων στη συνεδρία των Ουρανών. Αυτή η πρόθεση εκφράστηκε με την εκ νέου -κατά τη σύγχρονη εποχή- επεξεργασία στυλιστικών εργαλείων, που είναι πλέον ξεπερασμένα (όπως η μεγαλογραφία, τα χρωματικά συννεφάκια, ο τετραγωνισμός των μορφών) και από κάποιες απόψεις συναφή με τις σύγχρονές τους περιπτώσεις της Ραβέννας. Η επόμενη καμπή για το ρωμαϊκό ψηφιδωτό θα είναι στην πραγματικότητα απ΄ όλες τις απόψεις πιο συναφής προς το αφηρημένο στυλ της βυζαντινής επιρροής (όπως στην περίπτωση των αψίδων της βασιλικής της Αγίας Αγνής εκτός των Τειχών και του Σαν Στέφανο Ροτόντο στη Ρώμη), γεγονός που κάνει αυτό το ψηφιδωτό ίσως το τελευταίο αριστούργημα της παλαιοχριστιανικής ζωγραφικής.

Υποσημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 dati.beniculturali.it.
  2. Ανακτήθηκε στις 6  Ιανουαρίου 2021.
  3. (Αγγλικά) Gcatholic.org Basilics in Italy
  4. Guglielmo Matthiae, Pittura romana del Medioevo.