Τριβούνος των πληβείων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο τριβούνος των πληβείων (λατινικά: tribunus plebis‎‎) ήταν το πρώτο αξίωμα του ρωμαϊκού κράτους που ήταν ανοικτό στους πληβείους και ήταν, σε όλη την ιστορία της Δημοκρατίας, ο πιο σημαντικός έλεγχος της εξουσίας της Ρωμαϊκής Συγκλήτου και των αξιωματούχων. Αυτοί οι τριβούνοι είχαν την εξουσία να συγκαλούν και να προεδρεύουν του Concilium Plebis (συνέλευσης του λαού), να συγκαλέσουν τη Σύγκλητο, να προτείνουν νομοθεσία· και να παρεμβαίνουν για λογαριασμό των πληβείων σε νομικά θέματα· αλλά η πιο σημαντική εξουσία ήταν να ασκούν βέτο στις ενέργειες των υπάτων και άλλων αιωματούχων, προστατεύοντας έτσι τα συμφέροντα της τάξης των πληβείων. Οι τριβούνοι των πληβείων ήταν ιεροί, που σημαίνει ότι οποιαδήποτε επίθεση στο πρόσωπό τους τιμωρείτο με θάνατο. Στους αυτοκρατορικούς χρόνους, οι εξουσίες του τριβούνου παραχωρήθηκαν στον Αυτοκράτορα ως κάτι αυτονόητο και το ίδιο το αξίωμα έχασε την ανεξαρτησία του και τις περισσότερες από τις λειτουργίες του.[1] Ήταν σύνηθες οι τριβούνοι να κάθονται στους πάγκους των τριβούνων στη Ρωμαϊκή Αγορά κάθε ημέρα.

Ίδρυση του αξιώματος του τριβούνου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

The απόσυρση του λαού στον Ιερό λόφο, χαρακτικό του Μπ. Μπαρλοτσίνι, 1849.

Δεκαπέντε χρόνια μετά την εκδίωξη των βασιλέων και την εγκαθίδρυση της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, οι πληβείοι βρέθηκαν με εξουθενωτικά χρέη. Μια σειρά συγκρούσεων μεταξύ του λαού και των κυβερνώντων πατρικίων το 495 και το 494 π.Χ. έφερε τους πληβείους στα πρόθυρα της εξέγερσης και γινόταν λόγος για δολοφονία των υπάτων. Αντίθετα, με τη συμβουλή του Λεύκιου Σισίνιου Βελούτου, οι πληβείοι αποσύρθηκαν μαζικά στον Ιερό λόφο (mons Sacer), έναν λόφο έξω από τη Ρώμη.[2] Η σύγκλητος έστειλε ως απεσταλμένο τον Αγρίππα Μενένιο Λανάτο, έναν πρώην ύπατο πολύ αγαπητό στους πληβείους. Ο Μενένιος έγινε δεκτός ευνοϊκά, και είπε τον μύθο της κοιλιάς και των άκρων, παρομοιάζοντας τους ανθρώπους με τα μέλη που επέλεξαν να μην στηρίξουν την κοιλιά και έτσι λιμοκτονούσαν. Όπως η κοιλιά και τα άκρα, η πόλη, εξήγησε, δεν θα μπορούσε να επιβιώσει χωρίς τους πατρικίους και τους πληβείους να συνεργαστούν.[3]

Οι πληβείοι συμφώνησαν να διαπραγματευτούν για την επιστροφή τους στην πόλη και ο όρος τους ήταν να οριστούν ειδικοί τριβούνοι, για να εκπροσωπούν τους πληβείους, και να τους προστατεύουν από την εξουσία των υπάτων. Κανένα μέλος της τάξης των συγκλητικών δεν θα ήταν επιλέξιμο γι' αυτό το αξίωμα (στην πράξη, αυτό σήμαινε ότι μόνο οι πληβείοι ήταν επιλέξιμοι ως τριβούνοι) και οι τριβούνοι θα έπρεπε να είναι ιεροί. Κάθε άτομο που έβαζε τα χέρια σε έναν από τους τριβούνους θα ήταν εκτός νόμου και ολόκληρο το σώμα των πληβείων θα είχε το δικαίωμα να σκοτώσει ένα τέτοιο άτομο χωρίς φόβο τιμωρίας. Η Σύγκλητος συμφώνησε με αυτούς τους όρους, και ο λαός επέστρεψε στην πόλη.[4]

Οι πρώτοι τριβούνοι των πληβείων ήταν ο Λεύκιος Αλβίνιος Πατέρκουλος και ο γάιος Λικίνιος, διορισμένοι για το έτος 493 π.Χ. Αμέσως μετά, οι ίδιοι οι τριβούνοι διόρισαν τον Σικίνιο και δύο άλλους ως συναδέλφους τους.[4]

Οι αρχαίες πηγές αναφέρουν, ότι οι τριβούνοι μπορεί αρχικά να ήταν δύο ή πέντε στον αριθμό. Αν ισχύει το πρώτο, ο σύλλογος (collegium) των τριβούνων επεκτάθηκε σε πέντε το 470 π.Χ. Είτε έτσι, είτε αλλιώς, ο σύλλογος αυξήθηκε σε δέκα το 457 π.Χ. και παρέμεινε σε αυτόν τον αριθμό σε όλη τη ρωμαϊκή ιστορία. Τους βοηθούσαν δύο αγορανόμοι των πλειβείων (aediles plebis). Μόνο οι πληβείοι ήταν επιλέξιμοι γι' αυτά τα αξιώματα, αν και υπήρχαν τουλάχιστον δύο εξαιρέσεις.[5]

Οι εξουσίες των τριβούνων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αν και μερικές φορές αναφέρονται ως αξιωματούχοι των πληβείων, οι τριβούνοι των πληβείων, όπως και οι αγορανόμοι των πληβείων (aediles plebis), που δημιουργήθηκαν την ίδια εποχή, τεχνικά δεν ήταν αξιωματούχοι, καθώς εκλέγοντο μόνο από την πληβεία συνέλευση. Ωστόσο, λειτουργούσαν πολύ σαν αξιωματούχοι του ρωμαϊκού κράτους. Μπορούσαν να συγκαλέσουν τη σσυνέλευση των πληβείων (concilium plebis), το οποίο είχε το δικαίωμα να ψηφίσει νομοθεσία, που επηρέαζε μόνο τους πληβείους (plebiscita), και ξεκινώντας το 493 π.Χ. να εκλέγει τους πληβείους τριβούνους και αορανόμους. Από την ίδρυση του θεσμού του τριβούνου, οποιοσδήποτε από τους τριβούνους του λαού είχε το δικαίωμα να προεδρεύει αυτής της συνέλευσης. Οι τριβούνοι είχαν το δικαίωμα να προτείνουν νομοθεσία ενώπιον της συνέλευσης. Μέχρι τον 3ο αι. π.Χ., οι τριβούνοι είχαν επίσης το δικαίωμα να συγκαλούν τη Σύγκλητο και να της υποβάλλουν προτάσεις.[1][6]

Το δικαίωμα μεσολάβησης (Ius intercessionis, που ονομάζεται επίσης intercessio), η δύναμη των τριβούνων να μεσολαβούν για λογαριασμό των πληβείων και να ασκούν αρνησικυρία (veto) στις ενέργειες των αξιωματούχων, ήταν μοναδική στη ρωμαϊκή ιστορία. Επειδή δεν ήταν τεχνικά αξιωματούχοι και επομένως δεν διέθεταν μεγαλύτερη δύναμη (maior potestas), βασίστηκαν στην ιερότητά τους για να εμποδίσουν ενέργειες δυσμενείς για τους πληβείους. Καθώς ήταν ιεροί, κανένα άτομο δεν θα μπορούσε να βλάψει τους τριβούνους ή να παρέμβει στις δραστηριότητές τους. Για να γίνει αυτό, ή να αγνοηθεί το βέτο ενός τριβούνου, τιμωρούνταν με θάνατο και οι τριβούνοι μπορούσαν να διατάξουν τον θάνατο ατόμων, που παραβίαζαν την ιερότητά τους. Αυτό θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως προστασία, όταν ένας τριβούνος χρειαζόταν να συλλάβει κάποιον. Αυτή η ιερότητα έκανε επίσης τους τριβούνους ανεξάρτητους από όλους τους αξιωματούχους: κανένας αξιωματούχος δεν μπορούσε να ασκήσει βέτο στη δράση ενός τριβούνου. Εάν ένας αξιωματούχος, η Σύγκλητος ή οποιαδήποτε άλλη συνέλευση αγνοούσε τις εντολές ενός τριβούνου, θα «παρενέβαινε στην ιερότητα του προσώπου του» για να αποτρέψει μια τέτοια ενέργεια. Μόνο ένας δικτάτορας (ή ίσως ένας μεσοβασιλιάς) εξαιρείτο από το δικαίωμα αρνησικυρίας.[1]

Οι τριβούνοι μπορούσαν να ασκήσουν βέτο σε πράξεις της Ρωμαϊκής Συγκλήτου. Ο τριβούνος Tιβέριος Σεπρώνιος επέβαλε το βέτο του σε όλες τις κυβερνητικές λειτουργίες το 133 π.Χ., όταν η Σύγκλητος προσπάθησε να εμποδίσει τις αγροτικές του μεταρρυθμίσεις, επιβάλλοντας το βέτο ενός άλλου τριβούνου.[7]

Οι τριβούνοι διέθεταν επίσης την εξουσία να επιβάλλουν το δικαίωμα της έκκλησης προς τον λαό (provocatio ad populum), ενός προδρόμου του σύγχρονου δικαιώματος του habeas corpus. Αυτό έδιδε το δικαίωμα σε έναν πολίτη να προσφύγει στις ενέργειες ενός αξιωματούχου φωνάζοντας appello tribunos! («επικαλούμαι τους τριβούνους») ή provoco ad populum! («Κάνω έκκληση στον λαό»). [8] Μόλις γίνει επίκληση, αυτό το δικαίωμα απαιτούσε από έναν από τους τριβούνους να αξιολογήσει την κατάσταση και να καθορίσει τη νομιμότητα της ενέργειας του αξιωματούχου. Οποιαδήποτε ενέργεια λαμβανόταν κατά παράβαση αυτού του δικαιώματος, ήταν εκ πρώτης όψεως παράνομη. Στην πραγματικότητα, αυτό έδωσε στους τριβούνους του λαού μια άνευ προηγουμένου εξουσία, ώστε να προστατεύουν τα άτομα από την αυθαίρετη άσκηση της κρατικής εξουσίας και παρείχε στους Ρωμαίους πολίτες έναν βαθμό ελευθερίας ανεπανάληπτος στον αρχαίο κόσμο. Εάν ο τριβούνος αποφάσιζε να ενεργήσει, θα επέβαλε το δικαίωμα μεσολάβησης (ius intercessionis) που είχε.

Περιορισμοί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αν και ένας τριβούνος μπορούσε να ασκήσει βέτο σε οποιαδήποτε ενέργεια των αξιωματούχων, της Συγκλήτου ή άλλων συνελεύσεων, έπρεπε να είναι φυσικά παρών για να το κάνει.

Επειδή η ιερότητα των τριβούνων εξαρτιόταν από τον όρκο των πληβείων να τα υπερασπιστούν, οι εξουσίες τους περιορίζοντο στα όρια της πόλης της Ρώμης. Ένας τριβούνος που ταξίδευε στο εξωτερικό, δεν μπορούσε να βασιστεί στην εξουσία του για να παρέμβει για λογαριασμό των πληβείων. Για τον λόγο αυτό, οι δραστηριότητες των τριβούνων κανονικά περιορίζοντο στην ίδια την πόλη και σε ακτίνα ενός μιλίου πιο πέρα.[1]

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι τριβούνοι στη σύγκρουση των εξουσιών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 471 π.Χ. η Lex Publilia μετέφερε την εκλογή των τριβούνων από την comitia curiata στην comitia tributa, αφαιρώντας έτσι την επιρροή των πατρικίων στην εκλογή τους.[9]

Το 462 ο τριβούνος Γάιος Τερεντίλιος Άρσα ισχυρίστηκε, ότι η υπατική κυβέρνηση είχε γίνει ακόμη πιο καταπιεστική, από τη μοναρχία που είχε αντικαταστήσει. Προέτρεψε την ψήφιση νόμου, που να διορίζει πέντε επιτρόπους για τον καθορισμό και τον περιορισμό των εξουσιών των υπάτων. Υπό την απειλή πολέμου και πανώλης, το θέμα αναβλήθηκε για πέντε επίμαχα χρόνια, με τον ίδιο σύλλογο τριβούνων να εκλέγεται κάθε χρόνο. Το 457, ελπίζοντας να στερήσει την προώθησή του από τους υποστηρικτές του νόμου, η Σύγκλητος συμφώνησε να αυξήσει τον αριθμό των τριβούνων σε δέκα, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα επανεκλεγεί κάποιος από τους τριβούνους των προηγούμενων ετών.[10]

Ωστόσο, οι νέοι τριβούνοι συνέχισαν να πιέζουν για την υιοθέτηση του νόμου του Τερεντίλιου, ώσπου το 454 η Σύγκλητος συμφώνησε να διορίσει τρεις επιτρόπους, για να μελετήσουν τους ελληνικούς νόμους και θεσμούς και με την επιστροφή τους να βοηθήσουν στην επίλυση της διαμάχης μεταξύ των εξουσιών. Κατά την επιστροφή των απεσταλμένων, η Σύγκλητος και οι τριβούνοι συμφώνησαν στο διορισμό μιας επιτροπής δέκα ανδρών, γνωστής ως (πρώτης) Δεκανδρίας (Decemviratus), για να υπηρετήσουν για ένα έτος στη θέση των ετήσιων αξιωματούχων και να κωδικοποιήσουν το ρωμαϊκό δίκαιο. Ο θεσμός των τριβούνων ανεστάλη κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Αλλά όταν μία δεύτερη Δεκανδρία, που διορίστηκε για το έτος 450, συνέχισε παράνομα τη διαμονή της τον επόμενο χρόνο, και οι καταχρήσεις της εξουσίας της έγιναν σαφείς στον λαό, οι δέκα άνδρες καθαιρέθηκαν και ο θεσμός των τριβούνω αποκαταστάθηκε, μαζί με τους ετήσιους αξιωματούχους.[11]

Μεταξύ των νόμων που κωδικοποίησαν οι δέκα άνδρες ήταν: ένας απαγορευτικός γάμος μεταξύ των πατρικίων και των πληβείων, και οι Δώδεκα Πίνακες του Ρωμαϊκού Δικαίου, που κωδικοποίησαν επίσης, ότι η υπατεία ήταν κλειστή για τους πληβείους. Ακόμη χειρότερα, το 448, δύο πατρίκιοι επιλέχθηκαν για να καλύψουν κενές θέσεις ως τριβούνοι, πάντως αποδείχθηκαν μετριοπαθών απόψεων και το έτος της θητείας τους ήταν ειρηνικό. Για να αποτρέψει μελλοντικές προσπάθειες των πατρικίων να επηρεάσουν την επιλογή των τριβούνων, ο Lucius Trebonius Asper εξέδωσε νόμο, που απαγόρευε να εκλέγονται ως τριβούνοι μη πληβείοι και απαιτούσε η εκλογή των τριβουνων να συνεχίζεται, μέχρι να καλυφθούν όλες οι έδρες. Αλλά οι σχέσεις μεταξύ των εξουσιών επιδεινώθηκαν, ώσπου το 445, οι τριβούνοι, με επικεφαλής τον Γάιο Κανουλήιο, μπόρεσαν να θέσουν σε εφαρμογή έναν νόμο που επέτρεπε την επιμειξία πατρικίων και πληβείων και επιτρέποντας σε έναν από τους υπάτους να είναι πληβείος.[12]

Αντί να επιτρέψει την εκλογή ενός πληβείου υπάτου, η Σύγκλητος αποφάσισε την εκλογή τριβούνων του στρατού με υπατική εξουσία, οι οποίοι θα μπορούσαν να εκλεγούν από οποιαδήποτε τάξη. Αρχικά αυτός ο συμβιβασμός ικανοποίησε τους πληβείους, αλλά στην πράξη εκλέγοντο μόνο πατρίκιοι. Η τακτική εκλογή τριβούνων του στρατού στη θέση των υπάτων εμπόδισε τους πληβείους να αναλάβουν τα ανώτατα αξιώματα του κράτους μέχρι το έτος 400, όταν τέσσερις από τους έξι τριβούνους του στρατού ήταν πληβείοι. Οι πληβείοι τριβούνοι του στρατού υπηρέτησαν το 399, το 396, το 383 και το 379, αλλά σε όλα τα άλλα χρόνια μεταξύ 444 και 376 π.Χ., κάθε ύπατος ή τριβούνος του στρατού με υπατικές εξουσίες ήταν πατρίκιος.[13]

Ξεκινώντας το 376, ο Γάιος Λικίνιος Κάλβος Στόλο και ο Λεύκιος Σέξτιος Λατερανός, τριβούνοι των πληβείων, χρησιμοποίησαν το δικαίωμα αρνησικυρίας, για να αποτρέψουν την εκλογή οποιουδήποτε ετήσιου αξιωματούχου. Συνεχίζοντας να ασκούν τα καθήκοντά τους κάθε χρόνο, απογοήτευσαν τους πατρικίους, οι οποίοι, παρά το γεγονός ότι εξέλεγαν πατρίκιους ως τριβούνους του στρατού από το 371 έως το 367, τελικά παραχώρησαν την υπατεία, συμφωνώντας με τις Λικίνιες παρακλήσεις. Βάσει αυτού του νόμου, οι τριβούνοι του στρατού με υπατική εξουσία καταργήθηκαν και ένας από τους υπάτους που εκλεγόταν κάθε χρόνο επρόκειτο να είναι πληβείος. Αν και ο νόμος αυτός παραβιαζόταν κατά καιρούς με την εκλογή δύο πατρικίων υπάτων, ο ίδιος ο Σέξτιος εξελέγη ύπατος για το 366 και ο Λικίνιος το 364. Επιτέλους, οι πληβείοι είχαν σπάσει το μονοπώλιο των πατρικίων στα ανώτατα αξιώματα του κράτους.[14][15][16]

Μετά τη νίκη τους το 367, οι τριβούνοι παρέμειναν ένας σημαντικός έλεγχος της εξουσίας της Συγκλήτου και των ετήσιων αξιωματούχων. Το 287 π.Χ. η Σύγκλητος αναγνώρισε επίσημα τα λαϊκά ψηφίσματα (plebiscita) ως νόμους με δεσμευτική ισχύ. [1] Το 149 π.Χ. άνδρες που εκλέγοντο ως τριβούνοι, εισέρχοντο αυτόματα στη Σύγκλητο.

Διάβρωση της τριβουνικής εξουσίας στο τέλος της Δημοκρατίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ωστόσο το 81 π.Χ. ο δικτάτορας Σύλλας, ο οποίος θεωρούσε τους τριβούνους απειλή για την εξουσία του, στέρησε από τους τριβούνους τις εξουσίες τους να προτείνουν νόμους και να ασκούν βέτο σε πράξεις της Συγκλήτου. Απαγόρευσε επίσης σε πρώην τριβούνους να κατέχουν οποιοδήποτε άλλο αξίωμα, εμποδίζοντας ουσιαστικά τη χρήση του αξιώματος του τριβούνου ως σκαλοπάτι για ανώτερα αξιώματα. Αν και οι τριβούνοι διατήρησαν την εξουσία να μεσολαβούν για λογαριασμό μεμονωμένων πολιτών, το μεγαλύτερο μέρος της εξουσίας τους χάθηκε με τις μεταρρυθμίσεις του Σύλλα.[17] Οι πρώην τριβούνοι έγιναν δεκτοί για άλλη μια φορά στις ετήσιες εκλογές αξιωματούχων, που άρχισαν το 75 π.Χ., και ο θεσμός των τριβούνων αποκαταστάθηκε πλήρως από τους υπάτους Γναίο Πομπήιο Μάγνο και Mάρκο Λικίνιο Κράσσο το 70.[1]

Η τιμή του αξιώματος υπονομεύτηκε περαιτέρω, όταν το 59 π.Χ. ο πατρίκιος Πόπολιος Κλόδιος Πούλχερ, ο οποίος φιλοδοξούσε να κρατήσει την εξουσία του τριβούνου, υιοθετήθηκε από πληβείο νεαρό και απαρνήθηκε την ιδιότητα του πατρικίου του, προκειμένου να εκλεγεί τριβούνος επόμενο έτος. Αν και θεωρήθηκε εξωφρενικό εκείνη την εποχή, το σχέδιο του Κλόδιου επετράπη να προχωρήσει. Αυτός ξεκίνησε ένα πρόγραμμα νομοθεσίας, που αποσκοπούσε να θέσει εκτός νόμου τους πολιτικούς του αντιπάλους και να κατάσχει την περιουσία τους, ενώ είχε ένα σημαντικό κέρδος από τις πράξεις του.[18][19][20]

Το 48 π.Χ. η Σύγκλητος απένειμε την τριβουνική ισχύς (tribunicia potestas) στον δικτάτορα Γάιο Ιούλιο Καίσαρα, ο οποίος, ως πατρίκιος, δεν είχε δικαίωμα να εκλεγεί ως ένας από τους τριβούνους. Όταν δύο από τα εκλεγμένους τριβούνους προσπάθησαν να εμποδίσουν τις ενέργειές του, ο Καίσαρας τους ζήτησε να παραπεμφθούν και να οδηγηθούν ενώπιον της Συγκλήτου, όπου τους αφαιρέθηκαν οι εξουσίες τους. Ποτέ ξανά ο Καίσαρας δεν αντιμετώπισε την αντίθεση από τους τριβούνους. Κατείχε την ισχύ του τριβούνου μέχρι το τέλος του το 44.[21]

Το 23 π.Χ., η Σύγκλητος απένειμε την τριβηνική ισχύ στον ανιψιό του Καίσαρα, Οκταβιανό, που ονομάστηκε Αύγουστος. Από αυτό το σημείο, η τριβουνική ισχύς έγινε απαραίτητη προϋπόθεση για τους Αυτοκράτορες, οι περισσότεροι από τους οποίους την λάμβαν από τη Σύγκλητο κατά τη διεκδίκηση του θρόνου, αν και ορισμένοι είχαν ήδη λάβει αυτήν την ισχύ κατά τη διάρκεια της βασιλείας των προκατόχων τους. Η παραχώρηση αυτής της ισχύος ήταν ένα μέσο για τον ορισμό ενός ευνοούμενου μέλους της αυτοκρατορικής αυλής ως επιδιωκόμενου διαδόχου του Αυτοκράτορα. Ο Αγρίππας, ο Δρούσος ο Νεότερος, ο Τιβέριος, ο Τίτος, ο Τραϊανός και ο Μάρκος Αυρήλιος έλαβαν την τριβουνική ισχύ με αυτόν τον τρόπο. Με την τακτική ανάληψη της ισχύος του τριβούνου από τους Αυτοκράτορες και τους διαδόχους τους, η αρχαία εξουσία των τριβούνων μειώθηκε.[22]

Αν και το αξίωμα του τριβούου άντεξε καθ' όλη τη διάρκεια των αυτοκρατορικών χρόνων, η ανεξαρτησία του και οι περισσότερες από τις πρακτικές του λειτουργίες χάθηκαν. Μαζί με το αξίωμα του αγορανόμου (aedilis), παρέμεινε ένα βήμα στην πολιτική σταδιοδρομία πολλών πληβείων, που φιλοδοξούσαν να καθίσουν στη Σύγκλητο, τουλάχιστον μέχρι τον 3ο αι. Υπάρχουν ενδείξεις ότι το αξίωμα του τριβούνου συνέχισε να υπάρχει μέχρι και τον 5ο αι. μ.Χ.[1]

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 1,6 Oxford Classical Dictionary, 2nd Ed. (1970), "Tribuni Plebis."
  2. Titus Livius, Ab Urbe Condita ii. 23–32.
  3. Titus Livius, Ab Urbe Condita ii. 32.
  4. 4,0 4,1 Titus Livius, Ab Urbe Condita ii. 33.
  5. Livy, Ab urbe condita, ii. 33, 58 (citing Piso, iii. 31.
  6. Frank Frost Abbott, A History and Description of Roman Political Institutions, Ginn & Co., 1901, pp. 196, 261.
  7. Plutarchus, Lives of the Noble Greeks and Romans Tiberius Gracchus.
  8. See the use of both forms by Volero in Livy's account.Livy (1880). Ab urbe condita. 2.55.5. 
  9. Livy, Ab urbe condita, ii. 58.
  10. Titus Livius, Ab Urbe Condita iii. 8–31.
  11. Titus Livius, Ab Urbe Condita iii. 32–55.
  12. Titus Livius, Ab Urbe Condita iv. 1–6.
  13. Titus Livius, Ab Urbe Condita iv. 6. ff, v. 12. ff.
  14. Titus Livius, Ab Urbe Condita vi. 35, 36, 38, 42, vii. 1, 2.
  15. Dionysius of Halicarnassus, Romaike Archaiologia xiv. 12.
  16. Plutarchus, Lives of the Noble Greeks and Romans "Life of Camillus."
  17. Frank Frost Abbott, A History and Description of Roman Political Institutions, Ginn & Co., 1901, p. 105
  18. Marcus Tullius Cicero, Pro Domo Sua 13; De Haruspicum Responsis 27.
  19. Plutarchus, Lives of the Noble Greeks and Romans "Life of Cicero."
  20. H.J. Haskell, This was Cicero (1924), pp. 200–201.
  21. Frank Frost Abbott, A History and Description of Roman Political Institutions, Ginn & Co., 1901, p. 135
  22. Michael Grant, The Roman Emperors (1985), pp. 13, 20, 56.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]