Μετάβαση στο περιεχόμενο

Παπικά Κράτη

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 42°49′16″N 12°36′10″E / 42.82111°N 12.60278°E / 42.82111; 12.60278

Κράτος της Εκκλησίας
Stato della Chiesa
Status Ecclesiae
756 – 1870
Σημαία Έμβλημα
Ύμνος
Noi vogliam Dio, Vergine Maria (1815 – 1857)
Τοποθεσία {{{κοινό_όνομα}}}
Τα Παπικά Κράτη το 1815
Πρωτεύουσα Ρώμη
Γλώσσες Λατινικά, Ιταλικά
Πολίτευμα Θεοκρατία, Απόλυτη εκλεγμένη μοναρχία
Πάπας
 -  754-757 Πάπας Στέφανος Β΄
 -  1846-1870 Πάπας Πίος Θ΄
Ιστορική εποχή Μεσαίωνας, Αναγέννηση, Διαφωτισμός, Ναπολεόντιοι πόλεμοι
 -  Ίδρυση 756
 -  Διάλυση 20 Σεπτεμβρίου 1870
Νόμισμα Παπικό Σκούδο (μέχρι το 1866) Παπική λίρα (1866-1870)
Προηγήθηκε
Διαδέχτηκε
Βυζαντινή Αυτοκρατορία
Βασίλειο της Ιταλίας (Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία)
Ρωμαϊκή Δημοκρατία (18ος αιώνας)
Πρώτη Γαλλική Αυτοκρατορία
Ρωμαϊκή Δημοκρατία (1849)
Βασίλειο της Ιταλίας (1805-1814)
Ρωμαϊκή Δημοκρατία (18ος αιώνας)
Πρώτη Γαλλική Αυτοκρατορία
Ρωμαϊκή Δημοκρατία (1849)
Βασίλειο της Ιταλίας
Φυλακισμένος στο Βατικανό

Τα Παπικά Κράτη ήταν εδάφη εντός της ιταλικής χερσονήσου που βρίσκονταν υπό την άμεση κυριαρχία του Πάπα από το 756 έως το 1870. Ήταν μεταξύ των σημαντικότερων κρατιδίων της Ιταλίας από τις αρχές του 8ου αιώνα έως την ενοποίηση της ιταλικής χερσονήσου το 1861 υπό το Βασίλειο του Πεδεμοντίου-Σαρδηνίας. Μετά το 1861 τα Παπικά Κράτη, με σαφώς μικρότερη εδαφική έκταση, συνέχισαν να υπάρχουν έως το 1870. Στο απόγειο της δύναμής τους κάλυπταν το μεγαλύτερο τμήμα των σημερινών ιταλικών περιοχών των Ρομάνια, Μάρκε, Ούμπρια και Λάτσιο. Η συχνότερη ονομασία της ήταν η προσωρινή εξουσία του Πάπα, σε αντίθεση, έτσι, με την πρωτεύουσα εκκλησιαστική του εξουσία.

Τα Παπικά Κράτη ήταν επίσης γνωστά με την ονομασία Παπικό Κράτος (αν και ο πληθυντικός ήταν γενικώς προτιμότερος, ο ενικός είναι επίσης αποδεκτός και ορθός καθώς επρόκειτο για κάτι παραπάνω από μια απλή ένωση διαφορετικών κρατιδίων υπό ένα κεντρικό πρόσωπο). Τα εδάφη ήταν επίσης γνωστά σε πολλούς ως Κράτος της Εκκλησίας, Ποντιφικά Κράτη, Εκκλησιαστικά Κράτη, ή Ρωμαϊκά Κράτη (Stato Pontificio, επίσης Stato della Chiesa, Stati della Chiesa, Stati Pontifici, και Stato Ecclesiastico ή Status Pontificius, επίσης Dicio Pontificia).[1]

Κατά τα πρώτα 300 χρόνια ζωής της, η Χριστιανική Εκκλησία τελούσε υπό διωγμό και δεν ήταν αναγνωρισμένη, ανίκανη να κατέχει ή να μεταβιβάζει περιουσία. Οι πρώτες συναθροίσεις ελάμβαναν χώρα σε ειδικά δωμάτια για αυτό τον σκοπό σε οικίες ευκατάστατων ατόμων, και έναν αριθμό πρωτοχριστιανικών εκκλησιών στα όρια της Αρχαία Ρώμη. Τα πράγματα, ωστόσο, άλλαξαν με τον πρώτο Χριστιανό αυτοκράτορα, Κωνσταντίνο. Το Παλάτι του Λατερανού ήταν η πρώτη σημαντική δωρεά, ένα δώρο από τον ίδιο τον Κωνσταντίνο.

Άλλες δωρεές ακολούθησαν, κυρίως στην περιοχή της κεντρικής Ιταλίας, αλλά και σε άλλες επαρχίες τη Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. όμως, η Εκκλησία κατείχε όλες αυτές τις εκτάσεις ως ιδιωτική ιδιοκτησία, και όχι ως κυρίαρχη οντότητα. Όταν στη διάρκεια του 5ου αιώνα η ιταλική χερσόνησος πέρασε, αρχικά, υπό τον έλεγχο του Οδόακρου και στη συνέχεια των Οστρογότθων, η εκκλησιαστική οργάνωση στην Ιταλία, και ο Πάπας - επίσκοπος Ρώμης - ως επικεφαλής της, υποτάχτηκαν στην ξένη κυριαρχία, ενώ εξασφάλισαν την πνευματική πρωτοκαθεδρία επί του συνόλου της Εκκλησίας.

Τα θεμέλια των Παπικών Κρατών ως κυρίαρχης πολιτικής οντότητας τέθηκαν κατά τον 6ο αιώνα. Η Ανατολική Ρωμαϊκή (ή Βυζαντινή) κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης ξεκίνησε εκστρατεία επανάκτησης της Ιταλίας η οποία έλαβε χώρα σε μάκρος δεκαετιών και προκάλεσε μεγάλη ζημιά στις πολιτικές και οικονομικές δομές του κράτους. Καθώς οι πόλεμοι αυτοί είχαν λάβει τέλος, οι Λομβαρδοί εισήλθαν στη χερσόνησο από τον βορρά και κατέλαβαν το μεγαλύτερο τμήμα της. Κατά τον 7ο αιώνα, η βυζαντινή παρουσία είχε περιοριστεί σε σημαντικό βαθμό σε μια διαγώνιο λωρίδα που εκτεινόταν από τη Ραβένα, όπου ο εκπρόσωπος του Αυτοκράτορα, ή Έξαρχος, ήταν εγκατεστημένος, έως τη Ρώμη και νοτιότερα έως τη Νάπολη (ο "άξονας Ρώμη-Ραβέννα").

Με το μεγαλύτερο μέρος της βυζαντινής εξουσίας να είναι επικεντρωμένο στο βορειοανατολικό άκρο της περιοχής αυτής, ο Πάπας, ως ο μεγαλύτερος ιδιοκτήτης γης και σημαντικότερη πολιτική προσωπικότητα στην Ιταλία, ξεκίνησε σταδιακά να αναλαμβάνει μεγάλο μέρος της διοικητικής εξουσίας την οποία οι Βυζαντινοί ήταν ανήμποροι να επιβάλουν στην περιοχή στα περίχωρα της Ρώμης. Ενώ οι Πάπες παρέμειναν υποτελείς στο Βυζάντιο, στην πραγματικότητα το Δουκάτο της Ρώμης, μία εδαφική έκταση περίπου αντίστοιχη του σημερινού Λατίου, κατέστη ανεξάρτητο κράτος υπό τη διοίκηση του Πάπα.

Η ανεξαρτησία της Εκκλησίας, σε συνδυασμό με τη δημοφιλία, εντός του λαού, της Παποσύνης στην Ιταλία, έδωσαν τη δυνατότητα σε πολλούς Πάπες να έρθουν σε ρήξη με τον εκάστοτε Βυζαντινό Αυτοκράτορα. Μάλιστα, ο Πάπας Γρηγόριος Β΄ έφτασε στο σημείο να αφορίσει τον Αυτοκράτορα Λέοντα Γ΄ κατά την περίοδο της Εικονομαχίας. Ακόμη κι έτσι, όμως, ο Πάπας εξακολουθούσε να συνεργάζεται με τον Έξαρχο στα πλαίσια της αντίστασης απέναντι στην αναδυόμενη δύναμη των Λομβαρδών στην Ιταλία. Καθώς η δύναμη των Βυζαντινών άρχισε να εξασθενεί, ωστόσο, η Παποσύνη απέκτησε ακόμη μεγαλύτερο ρόλο στην άμυνα της Ρώμης απέναντι στους Λομβαρδούς, τις περισσότερες φορές μέσω της διπλωματικής οδού. Πρακτικά, οι παπικές προσπάθειες επικεντρώνονταν στο να στρέψουν τις επεκτατικές τάσεις των Λομβαρδών προς τον Έξαρχο και τη Ραβένα. Καθοριστικό γεγονός κατά την ίδρυση των Παπικών Κρατών ήταν η αποδοχή άνευ όρων της Δωρεάς του Σούτρι εκ μέρους του βασιλιά των Λομβαρδών Λιουτπράνδου (728) από τον Πάπα Γρηγόριο Β΄.[2]

Κύριο λήμμα: Δωρεά του Πεπίνου
Το Παλάτι του Κιρινάλε, παπική κατοικία και έδρα των δημοσίων υπηρεσιών των Παπικών Κρατών από την Αναγέννηση ως την προσάρτησή τους

Όταν το Εξαρχάτο της Ραβέννας έπεσε τελικά στα χέρια των Λομβαρδών το 751, το Δουκάτο της Ρώμης αποκόπηκε οριστικά από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, της οποίας, θεωρητικά, αποτελούσε τμήμα. Οι Πάπες τότε επανεκκίνησαν παλαιότερες διαπραγματεύσεις ώστε να λάβουν τη στήριξη των Φράγκων. Το 751, ο Πάπας Ζαχαρίας έστεψε τον Πεπίνο τον Νεότερο βασιλιά στη θέση του εμβληματικού Μεροβίγγειου βασιλιά Χιλδερίκου Γ΄. Ο διάδοχος του Ζαχαρία, Πάπας Στέφανος Β΄, αργότερα απέδωσε στον Πεπίνο τον τίτλο του Πατρικίου των Ρωμαίων. Ο Πεπίνος οδήγησε φραγκικό στράτευμα στην Ιταλία το 754 και 756. Ο Πεπίνος νίκησε τους Λομβαρδούς – αποκτώντας τον έλεγχο της Βόρειας Ιταλίας – και έκανε δώρο (αποκαλούμενο ως η Δωρεά του Πεπίνου) τις εκτάσεις που παλαιότερα αποτελούσαν το Εξαρχάτο της Ραβέννας στον Πάπα.

Το 781, ο Καρλομάγνος οριοθέτησε τις περιοχές των οποίων την εξουσία θα είχε, προσωρινά, ο Πάπας: το Δουκάτο της Ρώμης αποτελούσε τον πυρήνα των εδαφών αυτών, όμως τα τελευταία επεκτάθηκαν, με αποτέλεσμα να περιλαμβάνουν τη Ραβένα, την Πεντάπολη, τμήματα του Δουκάτου του Μπενεβέντο, την Τοσκάνη, την Κορσική, τη Λομβαρδία και αριθμό ιταλικών πόλεων. Η συνεργασία μεταξύ της Παποσύνης και της Καρολιγιανής Δυναστείας έφτασε στο απόγειό της το 800, όταν και ο Πάπας Λέων Γ΄ έστεψε Αυτοκράτορα τον Καρλομάγνο.

Σχέσεις με την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ακριβής φύση των σχέσεων μεταξύ τω Παπών και των Αυτοκρατόρων – και μεταξύ των Παπικών Κρατών και της Αυτοκρατορίας – τελεί υπό αμφισβήτηση. Δεν ήταν ξεκάθαρο αν τα Παπικά Κράτη ήταν ένα ξεχωριστό κράτος με τον Πάπα ως ανεξάρτητο κυβερνήτη τους, ή απλώς ένα τμήμα της Φραγκικής Αυτοκρατορίας επί του οποίου οι Πάπες είχαν διοικητική εξουσία, ή ότι οι Άγιοι Ρωμαίοι Αυτοκράτορες ήταν βικάριοι του Πάπα (κάτι σαν Αρχιαυτοκράτορες) που κυβερνούσαν τη Χριστιανοσύνη, με τον Πάπα να είναι άμεσα υπεύθυνος μονάχα για τα περίχωρα της Ρώμης και τα πνευματικά του καθήκοντα.

Τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στη διάρκεια του 9ου αιώνα ανέβαλαν, προσωρινά, τη διαμάχη. Η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στη φραγκική μορφή της κατέρρευσε καθώς διαιρέθηκε μεταξύ των εγγονών του Καρλομάγνου. Η αυτοκρατορική εξουσία στην Ιταλία εξασθένησε και το κύρος της Παποσύνης άρχισε να ατονεί. Αυτό οδήγησε στη σταδιακή αύξηση της δύναμης των τοπικών Ρωμαίων ευγενών, και τον έλεγχο των Παπικών Κρατών στη διάρκεια των αρχών του 10ου αιώνα από μια ισχυρή και διεφθαρμένη αριστοκρατική οικογένεια, τους Θεοφύλακτους. Η περίοδος αυτή αποκλήθηκε αργότερα Saeculum obscurum ("μαύρη περίοδος"), και ορισμένες φορές ως "Πορνοκρατία".[3]

Ο Λιουτπράνδος της Κρεμόνα εκφράζει αρκετά αντίθετη άποψη από αυτή του Μπέρναρντ Χάμιλτον στα έργα του, "The monastic revival in tenth-century Rome" και "The House of Theophylact and the promotion of the religious life among women in tenth-century Rome", τα οποία αποτελούν τμήμα του βιβλίου του Χάμιλτον, Monastic Reform, Catharism and the Crusades (900–1300) (Λονδίνο, 1979). Στην πράξη, οι Πάπες δεν μπορούσαν να κυβερνήσουν αποτελεσματικά τα μεγάλα σε έκταση και ορεινά εδάφη των Παπικών Κρατών, με την περιοχή να διατηρεί το παλιό σύστημα διοίκησής της, με αρκετές μικρές κομητείες και μαρκιζάτα, το καθένα εκ των οποίων είχε ως πυρήνα του μία rocca.

Έπειτα από αριθμό εκστρατειών στη διάρκεια των μέσων του 10ου αιώνα, ο Γερμανός ηγέτης Όθων Α΄ κατέκτησε τη Βόρεια Ιταλία. Ο Πάπας Ιωάννης ΙΒ΄ τον έστεψε αυτοκράτορα (ο πρώτος που στέφτηκε με αυτόν τον τρόπο σε διάστημα μεγαλύτερο των σαράντα ετών) και οι δυο τους συνέγραψαν το Diploma Ottonianum, το οποίο εξασφάλιζε την ανεξαρτησία των Παπικών Κρατών. Ωστόσο, στη διάρκεια των δύο επόμενων αιώνων, οι Πάπες και οι Αυτοκράτορες ήρθαν ουκ ολίγες φορές σε ρήξη, και οι Γερμανοί ηγεμόνες συνεχώς συμπεριφέρονταν στα Παπικά Κράτη ωσάν να επρόκειτο για τμήμα των εδαφών τους στις περιπτώσεις κατά τις οποίες επιχειρούσαν να εξαπλώσουν τη δύναμή τους στην Ιταλία. Καθώς η Γρηγοριανή Μεταρρύθμιση συνεισέφερε στην απελευθέρωση της διοίκησης της εκκλησίας από τον αυτοκρατορικό έλεγχο, η αυτονομία των Παπικών Κρατών αυξήθηκε σημαντικά. Μετά τον αφανισμό της δυναστείας των Χοενστάουφεν, οι Γερμανοί αυτοκράτορες σπανίως ανακατεύονταν με τις ιταλικές υποθέσεις. Ως απάντηση στη διαμάχη μεταξύ Γουέλφων και Γιβελλίνων, το Σύμφωνο της Βενετίας κατέστησε επίσημη την ανεξαρτησία των Παπικών Κρατών από την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία το 1177. Έως το 1300, τα Παπικά Κράτη, μαζί με τις υπόλοιπες ιταλικές ηγεμονίες, είχαν κερδίσει την ανεξαρτησία τους.

Παποσύνη της Αβινιόν

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από το 1305 ως το 1378, οι Πάπες διέμεναν στον παπικό θύλακα της Αβινιόν, ο οποίος ήταν περικυκλωμένος από την Προβηγκία, και βρίσκονταν υπό την επιρροή των Γάλλων βασιλέων στη διάρκεια της "Βαβυλώνιας Αιχμαλωσίας". Στη διάρκεια της περιόδου αυτής, η πόλη της Αβινιόν προστέθηκε στα εδάφη των Παπικών Κρατών. Παρέμεινε υπό παπικό έλεγχο για περίπου 400 χρόνια, ακόμη και μετά την επιστροφή των Παπών στη Ρώμη, έως την κατάληψη και προσάρτησή του στο γαλλικό κράτος κατά τη Γαλλική Επανάσταση.

Στη διάρκεια της Παποσύνης της Αβινιόν, τοπικοί δεσπότες εκμεταλλεύτηκαν την απουσία των Παπών ώστε να καταλάβουν την εξουσία σε διάφορες, τυπικά, παπικές πόλεις: οι Πέπολι στην Μπολόνια, οι Ορντελάφι στο Φορλί, οι Μανφρέντι στη Φαέντζα, οι Μαλατέστα στο Ρίμινι. Όλοι τους φρόντισαν να δηλώσουν υποταγή, στη συνέχεια, στον Πάπα, λαμβάνοντας τον τίτλο των βικάριων της Εκκλησίας.

Στη Φεράρα, ο θάνατος του Άτζο Θ΄ ντ'Έστε χωρίς νόμιμους κληρονόμους (1308) ενθάρρυνε τον Πάπα Κλήμη Ε΄ να περάσει τη Φεράρα υπό τον άμεσο έλεγχό του: όμως, φρόντισε να τοποθετήσει ως κυβερνήτη της τον βικάριο του, Ροβέρτο του Ανζού, Βασιλιά της Νάπολη, ο οποίος παρέμεινε σε αυτή τη θέση για διάστημα εννέα ετών προτού οι πολίτες ανακαλέσου τους Έστε από την εξορία (1317). Οι απαγορεύσεις και οι αφορισμοί, που ήρθαν ως απάντηση, αποδείχτηκαν μάταιοι: το 1332, ο Ιωάννης ΚΒ΄ υποχρεώθηκε να ορίσει τρεις αδερφούς από την οικογένεια των Έστε ως βικάριούς του στη Φεράρα.

Στην ίδια τη Ρώμη, οι Ορσίνι και οι Κολόνα πάλευαν για την κυριαρχία, προκαλώντας εμφύλιες συγκρούσεις μεταξύ των διαφορετικών rioni. Η αναρχία μεταξύ των αριστοκρατών που ήρθε ως αποτέλεσμα εντός της πόλης αποτέλεσε και πάτημα για την υλοποίηση των ονείρων για μια καθολική δημοκρατία του Κόλα ντι Ριέντζο, ο οποίος ορίστηκε Εκπρόσωπος του Λαού το 1347 και ο οποίος είχε βάρβαρο θάνατο το 1354.

Το επεισόδιο με τον Ριέντζο προκάλεσε επαναλαμβανόμενες απόπειρες εκ μέρους της απούσας παποσύνης να επαναφέρει την τάξη στα υπό διάλυση Παπικά Κράτη, που είχε ως αποτέλεσμα την στρατιωτική πορεία του Καρδιναλίου Εγίδιο Αλμπορνόθ, ο οποίος ορίστηκε παπικός λεγάτος, και των κοντοτιέρων του που αποτελούσαν ένα μικρό μισθοφορικό στράτευμα. Έχοντας λάβει την υποστήριξη του αρχιεπισκόπου του Μιλάνο και του Τζιοβάνι Βισκόντι, νίκησε τον Τζιοβάνι ντι Βίκο, λόρδο του Βιτέρμπο, κινούμενος ενάντια του Γκαλεότο Μαλατέστα του Ρίμινι και των Ορντελάφι του Φορλί, των Μοντεφέλτρο του Ουρμπίνο και των Ντα Πολέντα της Ραβένα, και ενάντια στις πόλεις της Σενιγκάλια και της Ανκόνα. Τα τελευταία προπύργια της αντίστασης απέναντι στο παπικό καθεστώς ήταν ο Τζιοβάνι Μανφρέντι της Φαέντσα και ο Φραντσέσκο Β΄ Ορντελάφι του Φορλί. Ο Αλμπορνόθ, προτού ανακληθεί, σε μια συνάντηση με το σύνολο των παπικών βικάριων, στις 29 Απριλίου 1357, εξέδωσε τις Constitutiones Sanctæ Matris Ecclesiæ, οι οποίες αντικατέστησαν το μωσαϊκό των τοπικών νόμων και τα συγκεντρωμένα παραδοσιακά 'προνόμια' με έναν ενιαίο κώδικα αστικού δικαίου. Αυτές οι Constitutiones Egidiane σηματοδότησαν μια καμπή στη νομική ιστορία των Παπικών Κρατών, ενώ παρέμειναν σε ισχύ ως το 1816. Ο Πάπας Ουρβανός Ε΄ αποτόλμησε μια επιστροφή στην Ιταλία το 1367, η οποία όμως αποδείχτηκε πρόσκαιρης διάρκειας. Στην Αβινιόν επέστρεψε το 1370.

Ο Αντίχριστος (1521) από τον Λούκας Κράναχ τον Πρεσβύτερο είναι ξυλογραφία των Παπικών Κρατών σε κατάσταση πολέμου στη διάρκεια της Αναγέννησης

Στη διάρκεια της Αναγέννησης, τα παπικά εδάφη αυξήθηκαν σε μεγάλο βαθμό, κυρίως επί των Παπών Αλεξάνδρου ΣΤ΄ και Ιουλίου Β΄. Ο Πάπας κατέστη ένας από τους σημαντικότερους ηγεμόνες στην Ιταλία σε συνδυασμό με την πρωτοκαθεδρία του στην Εκκλησία, υπογράφοντας συμφωνίες με άλλους ηγεμόνες και διεξάγοντας πολέμους. Στην πραγματικότητα, όμως, το μεγαλύτερο τμήμα των Παπικών Κρατών παρέμενε μονάχα τυπικά υπό την κατοχή του Πάπα, καθώς το μεγαλύτερο τμήμα των εδαφών διοικούνταν από μικρότερης σημασίας άρχοντες. Ο έλεγχός τους παρέμεινε για καιρό υπό αμφισβήτηση, καθώς χρειάστηκε να φτάσουμε στον 16ο αιώνα για να αποκτήσει ο Πάπας ουσιαστικό έλεγχο επί του συνόλου των εδαφών του.

Οι παπικές εξουσίες βρίσκονταν συχνά (έως τις αρχές του 16ου αιώνα) υπό αμφισβήτηση. Τα Παπικά Κράτη ενεπλάκησαν σε το λιγότερο 3 πολέμους στη διάρκεια των πρώτων 2 δεκαετιών.[4][5] Ο Πάπας Ιούλιος Β΄, ο "Πάπας-Πολεμιστής", συμμετείχε ενεργά στους περισσότερους εξ αυτών. Η Μεταρρύθμιση ξεκίνησε το 1517. Προτού η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στραφεί εναντίον των Προτεσταντών, οι στρατιώτες της (συμπεριλαμβανομένων αρκετών Προτεσταντών), άλωσαν τη Ρώμη στα πλαίσια των πολεμικών της επιχειρήσεων ενάντια στα Παπικά Κράτη.[6] Μία γενιά αργότερα, οι δυνάμεις του βασιλιά Φιλίππου Β΄ της Ισπανίας νίκησαν αυτές του Πάπα Παύλου Δ΄ με αφορμή την ίδια διαμάχη.[7]

Αυτή η περίοδος είδε τη ραγδαία αύξηση της παπικής δύναμης εντός των Παπικών Κρατών. Κατά τη διάρκεια του 16ου αιώνα θεωρητικά ανεξάρτητα κρατίδια, όπως το Ρίμινι, (κτήση της οικογένειας Μαλατέστα) επανήλθαν υπό παπικό έλεγχο. Αυτή η διαδικασία κορυφώθηκε με την επανάκτηση του πανίσχυρου Δουκάτου της Φερράρα το 1598 και του Δουκάτου του Ουρμπίνο το 1631.

Στη μεγαλύτερή τους ισχύ, κατά τον 18ο αιώνα, τα Παπικά Κράτη περιελάμβαναν το μεγαλύτερο τμήμα της Κεντρικής Ιταλίας — το Λάτιο, την Ούμπρια, τη Μάρκε καθώς και τα Θέματα της Ραβένα, της Φεράρα και της Μπολόνια που εκτείνονταν βόρεια έως τη Ρομάνια. Περιελάμβανε επίσης τους μικρούς εδαφικούς θύλακες του Μπενεβέντο και του Ποντεκόρβο στη Νότια Ιταλία καθώς και την ευρεία έκταση της Κομητείας του Βεννεσάν γύρω από την Αβινιόν στη Νότια Γαλλία.

Γαλλική Επανάσταση και Ναπολεόντεια Περίοδος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Χάρτης της Ιταλίας το 1796, όπου εμφανίζονται τα Παπικά Κράτη προτού οι Ναπολεόντειοι Πόλεμοι αλλάξουν τη μορφή της Ιταλίας

Η Γαλλική Επανάσταση αποδείχτηκε εξίσου τραγική για τα παπικά εδάφη όσο και για τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία γενικότερα. Το 1791, η Κομητεία του Βεννεσάν και η Αβινιόν προσαρτήθηκαν από τη Γαλλία. Αργότερα, με τη γαλλική εισβολή στην Ιταλία το 1796, τα Παπικά Θέματα κυριεύτηκαν και αποτέλεσαν τμήμα της επαναστατικής Εντεύθεν των Άλπεων Δημοκρατίας.

Δύο χρόνια αργότερα, τα Παπικά Κράτη ως σύνολο κυριεύτηκαν από τις γαλλικές δυνάμεις, οι οποίες διακήρυξαν μία Ρωμαϊκή Δημοκρατία. Ο Πάπας Πίος ΣΤ΄ πέθανε όντας εξόριστος στη Βαλάνς (Γαλλία) το 1799. Τα Παπικά Κράτη απεκατεστάθησαν τον Ιούνιο του 1800 και ο Πάπας Πίος Ζ΄ επέστρεψε, όμως οι Γάλλοι κυρίευσαν εκ νέου την περιοχή το 1808, και αυτή τη φορά τα εναπομείναντα Εδάφη της Εκκλησίας προσαρτήθηκαν από τη Γαλλία, δημιουργώντας τα départements του Tibre και της Trasimène.

Με την πτώση του Ναπολεόντειου Καθεστώτος το 1814, τα Παπικά Κράτη απεκατεστάθησαν για μια ακόμη φορά. Από το 1814 έως τον θάνατο του Πάπα Γρηγορίου ΙΣΤ΄ το 1846, οι Πάπες ακολουθούσαν μια αντιδραστική πολιτική εντός των Παπικών Κρατών. Ενδεικτικά, η πόλη της Ρώμης διατηρούσε το τελευταίο εβραϊκό γκέτο στη Δυτική Ευρώπη. Υπήρχαν ελπίδες ότι αυτό θα άλλαζε όταν ο Πάπας Πίος Θ΄ εξελέγη ως διάδοχος του Γρηγορίου και ξεκίνησε την εφαρμογή φιλελεύθερου χαρακτήρα μεταρρυθμίσεων.

Ιταλικός Εθνικισμός και το τέλος των Παπικών Κρατών

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ιταλικός Εθνικισμός δυνάμωσε στη διάρκεια της Ναπολεόντειας Περιόδου όμως καταβαραθρώθηκε στη διάρκεια του Συνεδρίου της Βιέννης (1814–15), το οποίο είδε την αποκατάσταση της προ-Ναπολέοντα κατάστασης στην περιοχή: το μεγαλύτερο τμήμα της Βόρειας Ιταλίας βρισκόταν υπό την εξουσία παρακλαδιών των Αψβούργων και των Βουρβόνων, με τον Οίκο της Σαβοΐας στη Σαρδηνία-Πεδεμόντιο να αποτελεί το μοναδικό ιταλικό ανεξάρτητο κράτος. Τα Παπικά Κράτη στην Κεντρική Ιταλία και το Βασίλειο των Δύο Σικελιών των Βουρβόνων στο νότο απεκατεστάθησαν και τα δυο τους. Το 1848, εθνικιστικές και φιλελεύθερες επαναστάσεις ξεκίνησαν να ξεσπούν ανά την Ευρώπη. Το 1849, μία Ρωμαϊκή Δημοκρατία προκηρύχτηκε και ο μέχρι τότε οπαδός του φιλελευθερισμού Πάπας Πίος Θ΄ υποχρεώθηκε να διαφύγει της πόλης. Η επανάσταση καταπνίγηκε με τη βοήθεια της Γαλλίας το 1850 και ο Πάπας Πίος Θ΄ άλλαξε την ακολουθούμενη εκ μέρους του πολιτική σε ένα πιο συντηρητικό μοντέλο.

Ως αποτέλεσμα του Αυστρο-Σαρδηνιακού Πολέμου του 1859, η Σαρδηνία-Πεδεμόντιο προσάρτησε τη Λομβαρδία, ενώ ο Τζουζέπε Γκαριμπάλντι ανέτρεψε τη βουρβονική μοναρχία στο νότο. Φοβούμενος ότι ο Γκαριμπάλντι θα ίδρυε δημοκρατικό καθεστώς, η κυβέρνηση του Πεδεμοντίου ζήτησε από τον Γάλλο Αυτοκράτορα Ναπολέων Γ΄ άδεια να αποστείλει στρατό μέσω των Παπικών Κρατών ώστε να ανακτήσει τον έλεγχο του νότου. Αυτή εκχωρήθηκε υπό τον όρο ότι η Ρώμη δεν θα πειραζόταν. Το 1860, με μεγάλο τμήμα της περιοχής ήδη σε εξέγερση κατά της παπικής κυβέρνησης, η Σαρδηνία-Πεδεμόντιο κατέλαβε τα ανατολικά δύο-τρίτα των Παπικών Κρατών, ενώ εδραίωσε την κυριαρχία της στο νότο. Η Μπολόνια, η Φεράρα, η Ούμπρια, το Μάρκε, το Μπενεβέντο και το Ποντεκόρβο είχαν πλήρως προσαρτηθεί έως τον Νοέμβριο του ιδίου έτους. Εάν και με την εδαφική τους έκταση μειωμένη σε σημαντικό βαθμό, τα Παπικά Κράτη ωστόσο κάλυπταν ακόμη με την έκτασή τους το Λάτιο καθώς και ευρείες εκτάσεις στα βορειοδυτικά της Ρώμης.

Το Ρήγμα της Πόρτα Πία, στα δεξιά, το 1870.
Τα Παπικά Κράτη, 1860-1870.

Το ενωμένο Βασίλειο της Ιταλίας ανακηρύχτηκε και τον Μάρτιο του 1861, το πρώτο ιταλικό κοινοβούλιο, το οποίο συγκλήθηκε στο Τορίνο, την παλιά πρωτεύουσα του Πεδεμοντίου, ανακήρυξε τη Ρώμη ως τη πρωτεύουσα του νέου Βασιλείου. Ωστόσο, η Ιταλική Κυβέρνηση δεν μπορούσε να πάρει την πόλη υπό τον έλεγχό της, καθώς γαλλική φρουρά στη Ρώμη προστάτευε τον Πάπα Πίο Θ΄. Η ευκαιρία για το Βασίλειο της Ιταλίας να εξουδετερώσει τα Παπικά Κράτη ήρθε το 1870. Συγκεκριμένα, το ξέσπασμα του Γαλλοπρωσικού Πολέμου τον Ιούλιο υποχρέωσε τον Ναπολέοντα Γ΄ να ανακαλέσει τη φρουρά του από τη Ρώμη, ενώ η κατάρρευση της Δεύτερης Γαλλικής Αυτοκρατορίας στη Μάχη του Σεντάν στέρησε τη Ρώμη από τον Γάλλο προστάτη της. Ο Βασιλιάς Βίκτωρ Εμμανουήλ Β΄ προσέβλεπε αρχικώς στην ειρηνική κατάληψη της πόλης και πρότεινε την αποστολή στρατιωτικού αποσπάσματος στη Ρώμη, με το πρόσχημα της προσφοράς προστασίας στον Πάπα. Όταν ο Πάπας αρνήθηκε, η Ιταλία του κήρυξε πόλεμο στις 10 Σεπτεμβρίου 1870, και ο Ιταλικός Στρατός, υπό τη διοίκηση του Στρατηγού Ραφαέλε Καντόρνα, διέβη τα σύνορα των παπικών εδαφών στις 11 Σεπτεμβρίου και κατευθύνθηκε με σταθερό βήμα προς τη Ρώμη. Ο Ιταλικός Στρατός έφτασε στα Αυρηλιανά Τείχη στις 19 Σεπτεμβρίου και έθεσε τη Ρώμη σε κατάσταση πολιορκίας. Παρά το ότι ο μικρός αριθμητικά στρατός του Πάπα ήταν ανίκανος να προβάλλει αντίσταση και να υπερασπιστεί την πόλη, ο Πίος Θ΄ τον διέταξε να δείξει μια, έστω, τυπική αντίσταση για να καταδειχτεί ότι η Ιταλία καταλάμβανε τη Ρώμη με τη βία και όχι μέσω συνεννόησης. Αυτό, τελικώς, εξυπηρέτησε τα συμφέροντα του Ιταλικού Κράτους και γέννησε τον μύθο του Ρήγματος τη Πόρτα Πία, στην πραγματικότητα ένα μικροεπεισόδιο στη διάρκεια του οποίου σημειώθηκε κανονιοβολισμός από κοντινή απόσταση ο οποίος γκρέμισε ένα τείχος ηλικίας 1600 ετών που είχε προχείρως επισκευαστεί. Η πόλη κατελήφθη στις 20 Σεπτεμβρίου 1870. Η Ρώμη και ό,τι απέμενε από τα Παπικά Κράτη προσαρτήθηκαν από το Βασίλειο της Ιταλίας έπειτα από δημοψήφισμα τον Οκτώβριο του ιδίου έτους.

Παρά το γεγονός ότι οι παραδοσιακά Καθολικές δυνάμεις δεν ήρθαν σε βοήθεια του Πάπα, η παποσύνη απέρριψε κάθε διπλωματική πρόταση του Βασιλείου της Ιταλίας, ειδικότερα όσες απατούσαν από τον Πάπα να γίνει υπόδουλος στο ιταλικό κράτος. Αντιθέτως, η παποσύνη αποσύρθηκε (δείτε Φυλακισμένος του Βατικανού) στο Αποστολικό Παλάτι και τα περιβάλλοντα κτίρια στην περιοχή των παλαιών οχυρώσεων γνωστών ως Λεόντεια Πόλη, στον Λόφο του Βατικανού. Από εκεί κατάφερε να διατηρήσει ορισμένα δικαιώματα καθώς και εξουσίες που σχετίζονταν με την εθνική κυριαρχία, όπως διπλωματικές σχέσεις, καθώς σύμφωνα με τον παπικό νόμο αυτές ήσαν συμφυείς με την Παποσύνη. Κατά τη δεκαετία του 1920, η παποσύνη – τότε υπό τον Πίο ΙΑ΄ — παραιτήθηκε από τη διεκδίκηση του μεγαλύτερου τμήματος των Παπικών Κρατών και το Σύμφωνο του Λατερανού με την Ιταλία υπεγράφη στις 11 Φεβρουαρίου 1929, δημιουργώντας το Κράτος της Πόλης του Βατικανού, δημιουργώντας το εθνικά κυρίαρχο έδαφος της Αγίας Έδρας, το οποίο επίσης αποζημιώθηκε έως ένα βαθμό για την απώλεια των εδαφών του.

Παπικοί Ζουάβοι το 1869
  • Καθώς η αναφορά στον πληθυντικό "Παπικά Κράτη" καταδεικνύει, οι ποικίλες τοπικές συνιστώσες, συνήθως πρώην ανεξάρτητα κρατίδια, διατήρησαν την ταυτότητά τους υπό την παπική κατοχή. Ο Πάπας εκπροσωπείτο σε κάθε επαρχία από έναν κυβερνήτη, είτε επρόκειτο για έναν Παπικό Λεγάτο, όπως συνέβαινε στην περίπτωση του παλαιού Πριγκιπάτου του Μπενεβέντο, ή της Μπολόνια, της Ρομάνια, και της Μάρκα της Ανκόνα, είτε για έναν Παπικό Εκπρόσωπο, όπως συνέβαινε στο παλαιό Δουκάτου του Ποντεκόρβο και την Επαρχία της Καμπάνια και Μαριτίμα.
  • Η αστυνομική δύναμη, γνωστή ως sbirri ("μπάτσοι" στη σύγχρονη ιταλική καθομιλουμένη), διέμενε σε ιδιωτικές κατοικίες (συνήθως ως τρόπος εξάσκησης στη στρατιωτική ζωή) και εκτελούσε τον νόμο ιδιαίτερο ζήλο.
  • Για την άμυνα των κρατών απέναντι στο νεογέννητο κράτος κατά τα τελευταία έτη της παπικής εδαφικής ανεξαρτησίας, ένα διεθνές Καθολικό στρατιωτικό εθελοντικό σώμα, γνωστό ως Παπικοί Ζουάβοι με βάση ένα γαλλικό αποικιακό στρατιωτικό σώμα που αποτελείτο από γηγενείς Αλγερινούς, και το οποίο μιμούνταν την ενδυμασία τους, δημιουργήθηκε και πολέμησε σε πολλές περιπτώσεις με μεγάλο θάρρος απέναντι σε μεγαλύτερα αριθμητικά στρατεύματα και, ταυτόχρονα, καλύτερα εξοπλισμένα.[8]
  1. Mitchell, S.A. (1840). Mitchell's geographical reader. Thomas, Cowperthwait & Co. σελ. 368. 
  2. «Sutri». From Civitavecchia to Civita Castellana. Ανακτήθηκε στις 27 Αυγούστου 2012. 
  3. Emile Amann and Auguste Dumas, ""L'église au pouvoir des laïques", in Auguste Fliche and Victor Martin, eds. Histoire de l'Église depuis l'origine jusqu'au nos jours, vol. 7 (Paris 1940, 1948)
  4. Lee, Roger A. (15 Φεβρουαρίου 2013). «Wars of the Papacy and the Papal States». HistoryGuy.com. Ανακτήθηκε στις 7 Μαρτίου 2013. 
  5. Ganse, Alexander. «History of the Papal States». World History at KDMLA. Korean Minjok Leadership Academy. Ανακτήθηκε στις 7 Μαρτίου 2013. 
  6. Durant, Will (1953). The Renaissance. Chapter XXI: The Political Collapse: 1494–1534. 
  7. Durant, Will (1953). The Renaissance. Chapter XXXIX: The Popes and the Council: 1517–1565. 
  8. Charles A. Coulombe, The Pope's Legion: The Multinational Fighting Force that Defended the Vatican, Palgrave Macmillan, New York, 2008