Εδουάρδος Α΄ της Αγγλίας
Ο Εδουάρδος Α΄ (αγγλ. Edward I of England, 17 Ιουνίου 1239 – 7 Ιουλίου 1307), ο επονομαζόμενος Εδουάρδος ο Μακροσκελής (Edward Longshanks), από τον Οίκο του Ανζού ήταν βασιλιάς της Αγγλίας και δούκας της Ακουιτανίας (1272-1307). Θεωρείται ο κορυφαίος και σκληρότερος Πλανταγενέτης μονάρχης, ψηφίστηκε 92ος ανάμεσα στους 100 διασημότερους Βρετανούς (2002).
Συγκρούστηκε με τον πατέρα του, Ερρίκο Γ΄, και όταν εκείνος πήγε στο Παρίσι για διαπραγματεύσεις, ο νεαρός Εδουάρδος συνωμότησε με τους βαρόνους για να τον εκθρονίσει (1259). Ο Ερρίκος επέστρεψε αμέσως στην Αγγλία, νίκησε τους επαναστάτες και αφαίρεσε όλες τις αρμοδιότητες από τον γιο του. Ο Εδουάρδος ήταν διαφορετικός χαρακτήρας από τον ήπιο πατέρα του: ορμητικός, φιλόδοξος και ικανός στρατιωτικός αρχηγός που νίκησε τον Σάιμον ντε Μόνφορ στη μάχη του Ήβσαμ (1265). Κατέστειλε τις εξεγέρσεις με βιαιότητα και καταδίωξε όλα τα επιζήσαντα ξαδέλφια του από τον Οίκο του Μόνφορ.
Βιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πρώτα χρόνια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Εδουάρδος γεννήθηκε στα Ανάκτορα του Ουέστμινστερ στις 17/18 Ιουνίου 1239. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος και διάδοχος του Ερρίκου Γ΄ της Αγγλίας και της Ελεονώρας της Προβηγκίας. Το προσωνύμιο Μακροσκελής το πήρε από το μεγάλο ύψος του (1.95). Είχε μακριά πόδια και χέρια και ήταν μελαχροινός κληρονομώντας τα εξωτερικά χαρακτηριστικά της μητέρας του από την Προβηγκία. Ο πατέρας του πιστός λάτρης του Εδουάρδου του Εξομολογητή αποφάσισε να δώσει στον μεγαλύτερο γιο και διάδοχο του το όνομα Εδουάρδος για να τιμήσει τη μνήμη του.[10] Ανάμεσα στους πιο στενούς παιδικούς του φίλους ήταν ο πρώτος ξάδελφος του Ερρίκος του Αλμαίν, γιος του Ριχάρδου της Κορνουάλης. Ανατράφηκε από τον Χιου Γκίφφαρντ, πατέρα του μετέπειτα καρδινάλιου Γόντφρεϋ Γκίφφαρντ, και μετά τον θάνατο του (1246) την ανατροφή του συνέχισε ο Μπαρθόλομιου Πεκ.[11][12]
Σε μικρή ηλικία αρρώστησε βαριά πολλές φορές (1246, 1247, 1251) και ανησύχησε τους γονείς του για την επιβίωση του, ωστόσο έγινε επιβλητικός πανύψηλος άντρας με μακριά χέρια με τα οποία χειριζόταν άνετα το σπαθί, γι' αυτό ονομάστηκε Μακροσκέλης.[11] Τα μαλλιά του ήταν σε μικρή ηλικία σγουρά ξανθά, στην ωριμότητα έγιναν σκούρα και στα γηρατειά του άσπρα, χαρακτηριστικό του επίσης ήταν το πεσμένο δεξί βλέφαρο που κληρονόμησε από τον πατέρα του.[13] Ο φόβος για εισβολή από την Καστίλη στην αγγλική επαρχία της Γασκώνης οδήγησε τον Ερρίκο Γ΄ να παντρέψει τον 14χρονο Εδουάρδο με την 13χρονη Ελεονώρα της Καστίλης, ετεροθαλή αδελφή του βασιλιά Αλφόνσου Ι΄.[14] Ο γάμος έγινε στο Αββαείο της Σάντα Μαρία λα Ρεάλ δε λας Ουέλγας κοντά στο Μπούργος στις 1 Νοεμβρίου 1254.[15] Ο νεαρός Πρίγκιπας επιδοτήθηκε από τα εδάφη στη Γασκώνη με έσοδα που έφταναν τα 15.000 μάρκα τον χρόνο, αλλά τα έσοδα έπαιρνε ο Σάιμον ντε Μόνφορ, 6ος Κόμης του Λέστερ, που διορίστηκε διοικητής της Γασκώνης.[16][17] Ο Ερρίκος Γ΄ προσπάθησε να αποζημιώσει τον μικρό Πρίγκηπα που ενοχλήθηκε έντονα, του παραχώρησε το μεγαλύτερο τμήμα της Ιρλανδίας και τμήματα της Ουαλίας μαζί με την Κομητεία του Τσέστερ, αλλά τον μεγαλύτερο έλεγχο στα εδάφη εξακολουθούσε να έχει ο ίδιος ο βασιλιάς, γι' αυτό τα έσοδα του Εδουάρδου παρέμειναν περιορισμένα.[18]
Νεανικές φιλοδοξίες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Την περίοδο 1254 - 1257 ο έφηβος Εδουάρδος βρέθηκε υπό την επίδραση των συγγενών της μητέρας του από τον Οίκο της Σαβοΐας, ιδιαίτερα τον θείο του Πέτρο της Σαβοΐας.[19] Από το 1257 βρέθηκε υπό την επίδραση των Λουζινιάν, ετεροθαλών αδελφών του πατέρα του. Οι επιρροές αυτές και οι σκηνές βιαιότητας μεταξύ τους θα καθορίσουν τον χαρακτήρα του.[20] Από το 1255 ο πρίγκηπας Εδουάρδος άρχισε να αποκτά ανεξαρτησία από τις επιλογές του πατέρα του, όπως στον εμφύλιο πόλεμο στη Γασκώνη, που τάχθηκε στο πλευρό της οικογένειας των Σολέρ.[21] Τον Μάιο του 1258 ευγενείς νομοθέτησαν μερικές από τις Διατάξεις της Οξφόρδης που περιόριζαν έντονα τις εξουσίες των Λουζινιάν. Αυτό έφερε τη σκληρή αντίδραση του Εδουάρδου. Στη συνέχεια συμβιβάστηκε και συμμάχησε με τον μεταρρυθμιστή των Διατάξεων της Οξφόρδης, Ρίτσαρντ ντε Κλαιρ- οι λόγοι για την αλλαγή στάσης παραμένουν ανεξιχνίαστοι.[22]
Όταν ο Ερρίκος Γ΄ αναχώρησε για τη Γαλλία τον Νοέμβριο του 1259, ο Εδουάρδος άρχισε να στρέφεται εναντίον του πατέρα του με ρυθμίσεις που έδωσαν σε πολλούς την εντύπωση ότι προετοίμαζε πραξικόπημα.[23] Όταν επέστρεψε ο Ερρίκος, αρχικά αρνήθηκε να δει τον γιο του, αλλά τελικά συμφιλιώθηκαν με την παρέμβαση του Κόμη της Κορνουάλης και του Αρχιεπισκόπου του Κάντερμπερυ.[24] Ο Εδουάρδος στάλθηκε στο εξωτερικό τον Νοέμβριο του 1260 και συμμάχησε ξανά με τους Λουζινιάν που είχαν εξοριστεί για τη Γαλλία.[25] Επέστρεψε στην Αγγλία την επόμενη χρονιά, ο πατέρα του τον έστειλε στην Ουαλία εναντίον του αντάρτη βαρόνου Λλιουέλυν-απ-Γκρύφφιντ, αλλά με περιορισμένες επιτυχίες (1262).[26] Ο Βαρόνος του Μόνφορ, ο οποίος είχε επιστρέψει από την εξορία (1261), άρχισε να πραγματοποιεί ρυθμίσεις που έδειχναν συνωμοσία εναντίον του Βασιλιά.[27] Ο πρίγκιπας Εδουάρδος κατόπιν άλλαξε στάση και συντάχθηκε με τον πατέρα του, προκειμένου να προστατέψει τα δικαιώματα του στον θρόνο.[28] Συμμάχησε με ευγενείς με τους οποίους τον περασμένο καιρό είχε αποξενωθεί, όπως ο παιδικός του φίλος Ερρίκος του Αλμαίν και ο Τζον ντε Ουώρρεν, 6ος Κόμης του Σάρρεϋ, ανακαταλαμβάνοντας το Κάστρο του Ουίνδσορ από τους επαναστάτες.[29] Ο Λουδοβίκος Θ΄ της Γαλλίας μεσολάβησε για να κλείσει ειρήνη ανάμεσα στις δυο πλευρές. Η Συνθήκη της Αμιένης ήταν πολύ ευνοϊκή για τον Βασιλιά, τόσο που προκάλεσε τους επαναστάτες για νέες μελλοντικές συγκρούσεις.[30]
Δεύτερος Πόλεμος των Βαρόνων
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Την περίοδο 1264 - 1267 ξέσπασε εμφύλια σύγκρουση γνωστή σαν Δεύτερος Πόλεμος των Βαρόνων. Οι βαρόνοι υπό την ηγεσία του Σάιμον ντε Μόνφορ συγκρούστηκαν με τα βασιλικά στρατεύματα. Στην πρώτη φάση ο Εδουάρδος ανακατέλαβε το Γκλώστερ, ο Ρόμπερτ ντε Φέρρερς, Κόμης του Ντάρμπυ, ήρθε να να βοηθήσει τους επαναστάτες και ο Πρίγκηπας ήρθε σε συμφωνία μαζί του, η οποία σύντομα έσπασε. Ο Εδουάρδος κατέλαβε το Νορθάμπτον από τον γιο του Μόνφορ, Σάιμον Μόνφορ το Νεότερο, πριν ξεκινήσει εκστρατεία για αντίποινα στα εδάφη του Ντάρμπυ.[31] Η πρώτη μάχη ανάμεσα στους βαρόνους και τις βασιλικές δυνάμεις δόθηκε στο Λούις στις 14 Μαΐου 1264. Ο Πρίγκηπας διηύθυνε πολύ καλά τη δεξιά πτέρυγα του στρατεύματος νικώντας τον εχθρό, αλλά απερίσκεπτα τους καταδίωξε, με αποτέλεσμα να ανασυγκροτηθούν και στην επιστροφή τους ο Εδουάρδος ηττήθηκε.[32] Στη Συνθήκη του Λούις που ακολούθησε ο Εδουάρδος και ο Ερρίκος του Αλμαίν μεταφέρθηκαν αιχμάλωτοι στο Λέστερ.[33]
Ο στρατός ήταν μοιρασμένος σε τρία τμήματα: στα αριστερά οι οπλισμένοι ιππότες κρατούσαν ένα γυμνό σώμα, στο μέσο ένα γυμνό σώμα κείτεται με κομμένα χέρια και πόδια και στα δεξιά υπήρχαν πολλά πτώματα με πανοπλίες. Ο Εδουάρδος βρισκόταν στη φυλακή μέχρι τον Μάρτιο και στη συνέχεια μπήκε σε αυστηρή επιτήρηση, αλλά δραπέτευσε και ένωσε τις δυνάμεις του με τον Κόμη του Γκλώστερ, ο οποίος αυτή τη φορά πήγε με το μέρος του.[34] Οι δυνάμεις του Μόνφορ όμως ήταν λίγες και ο Εδουάρδος ανακατέλαβε εύκολα το Γούστερ και το Γκλώστερ.[35] Ο Μόνφορ συμμάχησε με τον Λλιουέλυν, ενώθηκε με τις δυνάμεις του Σάιμον Μόνφορ του Νεότερου και ο Εδουάρδος κινήθηκε αιφνιδιαστικά στο Κάστρο του Κένιλγουορθ, όπου βρισκόταν ο νεαρός Μόνφορ.[36] Στη μάχη του Ήβσαμ που ακολούθησε, στις 4 Αυγούστου 1265, ο βασιλικός στρατός ήταν αυτή τη φορά σημαντικό ισχυρότερος, οι βαρόνοι συνετρίβησαν, ενώ ο Κόμης του Μόνφορ σκοτώθηκε και ακρωτηριάστηκε στο πεδίο της μάχης.[37] Ο Εδουάρδος σταδιακά διδάχθηκε από τα παθήματα του τόσο που κέρδισε μεγάλο σεβασμό από τους συγχρόνους του. Προσπάθησε να έρθει σε συμφωνία με τον νεότερο Μόνφορ στο Λίνκολνσιρ, ενώ ένα τμήμα των επαναστατών βρισκόταν στο Κάστρο του Κένιλγουερθ περιμένοντας την υπογραφή της συνθήκης για να παραδοθούν.[38][39] Ο εμφύλιος πόλεμος των βαρόνων τελείωσε με το Διάταγμα του Κένιλγουορθ, οι δυο πλευρές ήρθαν σε συμφωνία, αλλά ο Εδουάρδος δεν συμμετείχε επειδή σχεδίαζε τη Σταυροφορία.[40]
Συμμετοχή στην Η΄ Σταυροφορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Εδουάρδος ανέλαβε τον Σταυροφορικό σταυρό σε μεγαλοπρεπή τελετή στις 24 Ιουνίου 1268 με τον αδελφό του, Εδμόνδο, και τον ξάδελφο του Ερρίκο του Αλμαίν.[41] Το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν το οικονομικό, αλλά μετά το κλείσιμο της ειρήνης τα οικονομικά της Αγγλίας βελτιώθηκαν σημαντικά και η συμμετοχή στην Η΄ Σταυροφορία ήταν εφικτή. Ο Λουδοβίκος Θ΄ της Γαλλίας, σαν αρχηγός της Σταυροφορίας, του πρόσφερε δάνειο 17.500 λιρών, τα υπόλοιπα χρήματα θα έπρεπε να τα πάρει μέσω φόρων.[42] Το κοινοβούλιο επέβαλε τον φόρο της εικοστής σε αντάλλαγμα ο Εδουάρδος υποσχέθηκε την αναμόρφωση της Μάγκνα Κάρτα και να υποβάλει περιορισμούς στον δανεισμό χρημάτων από τους Εβραίους.[43] Ο Εδουάρδος εξέπλευσε από το Ντόβερ στις 20 Αυγούστου- οι ιστορικοί εκτιμούν το ύψος της δύναμης του Εδουάρδου σε περισσότερους από 1000 άνδρες ανάμεσα στους οποίους 225 ιππότες.[44] Οι Σταυροφόροι αρχικά είχαν στόχο την κατάληψη της Άκρας, αλλά ο Λουδοβίκος την τελευταία στιγμή άλλαξε γνώμη βαδίζοντας στην Τύνιδα. Ο Λουδοβίκος Θ΄ και ο αδελφός του, Κάρολος ο Ανδεγαυός, αποφάσισαν να κατακτήσουν με ισχυρή δύναμη τη βόρεια Αφρική.[45] Τα σχέδια ανατράπηκαν, όταν ο στρατός των Σταυροφόρων σαρώθηκε από θανατηφόρα επιδημία, με αποτέλεσμα να βρουν τον θάνατο το μεγαλύτερο τμήμα του γαλλικού στρατού και ο ίδιος ο Βασιλιάς.[46] Ο Κάρολος είχε σκοπό να επιστρέψει στη Σικελία προετοιμάζοντας νέα Σταυροφορία την επόμενη χρονιά, αλλά μεγάλη τρικυμία θέρισε το υπόλοιπο τμήμα του στόλου του, αποτέλεσμα τόσο ο Κάρολος ο Ανδεγαυός όσο και ο ανιψιός του, Φίλιππος Γ΄ της Γαλλίας, να διακόψουν κάθε σχέδιο για Σταυροφορία.[47] Ο Εδουάρδος Α΄ συνέχισε μόνος του και στις 9 Μαΐου 1271 έφτασε στην Άκρα.[48]
Η κατάσταση στους Αγίους Τόπους ήταν δύσκολη, η Ιερουσαλήμ είχε πέσει (1244) και η Άκρα έγινε η πρωτεύουσα του χριστιανικού κράτους. Τα μουσουλμανικά κράτη που διοικούσε ο Μπαϊμπάρς απειλούσαν να καταλάβουν και την Άκρα.[49] Ο Εδουάρδος με τις λίγες δυνάμεις του είχε ελάχιστη τύχη, έστειλε επιστολή στον βασιλιά των Μογγόλων, ιλχάν Αμπάκα. Εκείνος του έστειλε βοήθεια με την οποία έκανε επίθεση στο Χαλέπι, αλλά ούτε η μογγολική βοήθεια τον βοήθησε να νικήσει τους μουσουλμάνους στο Κουακάν.[50] Η κατάσταση δυσκόλεψε περισσότερο τον Μάιο του 1272, όταν άκουσε ότι ο Ούγος Γ΄ της Κύπρου που ήταν ο δικαιούχος βασιλιάς της Ιερουσαλήμ έκλεισε δεκαετή ειρήνη με τον Μπαϊμπάρς.[51] Ο στρατός του δέχτηκε επίθεση από Μουσουλμάνο δολοφόνο και ο Εδουάρδος αποφάσισε να σκοτώσει τον δολοφόνο και μετά να αποχωρήσει. Ένας τραυματισμός στο χέρι και ο φόβος του μήπως εξελιχθεί σε μόλυνση τον εξασθένησε σημαντικά τους επόμενους μήνες.[52] Ο Εδουάρδος Α΄ αποφάσισε να εγκαταλείψει την Άκρα στις 24 Σεπτεμβρίου 1272. Στις 16 Νοεμβρίου 1272 στον δρόμο της επιστροφής στη Σικελία έμαθε τα νέα για τον θάνατο του πατέρα του.[53] Καθυστέρησε τον δρόμο για την επιστροφή παρά την έντονη θλίψη του λόγω της άσχημης υγείας του και επειδή η πολιτική κατάσταση στην Αγγλία μετά την καταστολή της επανάστασης των βαρόνων είχε σταθεροποιηθεί.[54] Την περίοδο της απουσίας του την αντιβασιλεία στην Αγγλία εκτελούσε συμβούλιο υπό τον Ρόμπερτ Μπέρνελ. Στην επιστροφή επισκέφτηκε τον πάπα Γρηγόριο Ι΄ και τον νέο βασιλιά της Γαλλίας, Φίλιππο Γ΄. Επέστρεψε στην Αγγλία στις 2 Αυγούστου 1274 και στέφθηκε βασιλιάς στις 19 Αυγούστου.[55][56]
Άνοδος στον θρόνο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Κατάκτηση της Ουαλίας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Λλιουέλυν Β΄ της Ουαλίας βρισκόταν σε πλεονεκτική θέση μετά από τον Β΄ Πόλεμο των Βαρόνων και του είχε αναγνωριστεί με τη Συνθήκη του Μοντγκόμερυ (1267) ο τίτλος του πρίγκηπα της Ουαλίας.[57] Οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν μαζί του με πολλούς βαρόνους όπως ο Γκίλμπερτ ντε Κλαιρ, Kόμης του Γκλώστερ, ο Ρότζερ Μόρτιμερ, 1ος Βαρόνος του Μόρτιμερ, και ο Χάμφρεϋ ντε Μπόουαν, Κόμης του Χέρεφορντ.[58] Τα προβλήματα ξεκίνησαν όταν ύστερα από αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας εναντίον του Λλιουέλυν, ο μικρότερος αδελφός του, Ντάφφιντ, υποστήριξε τον Εδουάρδο (1274). Οι εχθροπραξίες ξεκίνησαν όταν αρνήθηκε να δώσει όρκο υποτέλειας στον Εδουάρδο.[59] Ο Βασιλιάς προκλήθηκε περισσότερο, όταν έμαθε ότι ο Λλιουέλυν σχεδίαζε να παντρευτεί την Έληνορ, κόρη του Σάιμον του Μόνφορ.[60] Ο πόλεμος ξέσπασε το 1276, οι εκστρατείες ξεκίνησαν υπό την ηγεσία του Μόρτιμερ, του αδελφού του Εδουάρδου, Εδμόνδου, και του Ουίλλιαμ ντε Μπήτσαμ, Κόμη του Ουόρικ, ο Εδουάρδος Α΄ τον πίεσε τον Ιούλιο του 1277 με έναν τεράστιο στρατό 15.500 ανδρών από τους οποίους οι 9.000 ήταν Ουαλοί.[61] Ο Λλιουέλιν δεν είχε καμιά επιλογή από το να παραδοθεί, με τη Συνθήκη του Αμπερκόνγουυ (Νοέμβριος 1277) του επετράπη να διατηρήσει τα εδάφη του Γκουύνεντ και τον τίτλο του πρίγκηπα της Ουαλίας.[62]
Ο πόλεμος ξέσπασε ξανά υπό διαφορετικές συνθήκες (1282) και για τους Ουαλούς ήταν πόλεμος ανεξαρτησίας απέναντι στους Άγγλους.[63] Ο Εδουάρδος Α΄ έβαλε αυτή τη φορά στόχο την ολοκληρωτική κατάκτηση της Ουαλίας.[64] Η επανάσταση ξεκίνησε από τον μικρότερο αδελφό του Λλιουέλυν Β΄, Ντάφφυντ, που στον προηγούμενο πόλεμο είχε υποστηρίξει τον Εδουάρδο Α΄, αλλά δυσαρεστήθηκε από τη μικρή ανταμοιβή (1277).[65] Οι Ουαλοί στην αρχή είχαν μερικές επιτυχίες. Στις 6 Νοεμβρίου ενώ ο Τζον Πέκαμ, αρχιεπίσκοπος του Κάντερμπερυ, είχε ξεκινήσει διαπραγματεύσεις για ειρήνη ο στρατηγός του Εδουάρδου, Λουκ ντε Τέινυ, επιτέθηκε αιφνίδια κατασκευάζοντας πλωτή γέφυρα αλλά έπεσε στην παγίδα των Ουαλών και συνετρίβη στη μάχη του Μόελ-υ-ντον.[66] Οι επιτυχίες των Ουαλών σταμάτησαν, όταν ο Λλιουέλιν παρασύρθηκε σε παγίδα και σκοτώθηκε στη μάχη του Όργουιν Μπριτζ. Η κατάκτηση της Ουαλίας για τον Εδουάρδο έγινε εύκολη υπόθεση. Ο Ντάφφυντ συνελήφθη τον Ιούνιο του 1283 οδηγήθηκε στο Σρώσμπερυ και εκτελέστηκε το φθινόπωρο με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας.[67] Με τη Συνθήκη του Ράντλαν (1284), η Ουαλία ενσωματώθηκε στο αγγλικό βασίλειο, ο Εδουάρδος καθιέρωσε το αγγλικό σύστημα διοίκησης με τον αγγλικό νόμο και σερίφηδες, τα ουαλικά έθιμα διατηρήθηκαν μονάχα σε ειδικές περιπτώσεις.[68] Ο Εδουάρδος Α΄ ξεκίνησε από το 1277 και εντατικότερα από το 1283 να οικοδομεί πόλεις σε ουαλικό έδαφος αποκλειστικά από Άγγλους- στις νέες πόλεις απαγορευόταν η πρόσβαση στους γηγενείς Ουαλούς και περιβάλλονταν από τείχη.[69]
Ενσωμάτωση της Ουαλίας στο αγγλικό βασίλειο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πολλά κάστρα οικοδομήθηκαν στην Ουαλία από τον διάσημο αρχιτέκτονα μαστρο-Τζέημς του Αγίου Γεωργίου, τον οποίο ο Εδουάρδος Α΄ γνώρισε στη Σαβοΐα, όταν επέστρεφε από την Η΄ Σταυροφορία. Η κατασκευή των ομόκεντρων κάστρων που είχαν διαδοθεί τότε σε ολόκληρη την Ευρώπη έγινε στα πρότυπα των κάστρων της Ανατολής.[70] Τα 4 από τα 8 νέα κάστρα στην Ουαλία ήταν ομόκεντρα, είχαν αυτοκρατορικό στυλ με παραπομπές στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και τους θρύλους του βασιλιά Αρθούρου.[71] Ο διάδοχος του Εδουάρδου, Εδουάρδος, γεννήθηκε σε ένα από αυτά, το Κάστρο του Κερνάρφον (1284). Ο Εδουάρδος Α΄ προτίμησε για πολιτικούς λόγους να γεννήσει εκεί τον διάδοχο.[72] Ο Ντέηβιντ Πάουελ (1549 - 1598), ιστορικός και κληρικός, έγραψε ότι ο διάδοχος που είχε μητρική γλώσσα τα ουαλικά, δεν μπορούσε να προφέρει ούτε λέξη στα αγγλικά, αλλά αποδείχθηκε υπερβολή.[73] Στο Λίνκολν ο νεαρός Εδουάρδος έγινε ο πρώτος Άγγλος διάδοχος που στέφθηκε από τον πατέρα του πρίγκηπας της Ουαλίας (1301).[74]
Αποτυχία για νέα Σταυροφορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Εδουάρδος μετά το 1274 δεν ανέλαβε ξανά πρωτοβουλίες για Σταυροφορία, αλλά έδειξε κάποιο ενδιαφέρον 13 χρόνια αργότερα (1287). Την περίοδο 1287 - 1291 προσπάθησε να συμφιλιώσει τις βασιλικές οικογένειες της Ευρώπης.[75] Το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν οι διαμάχες του Καρόλου του Ανδεγαυού με τον Πέτρο της Αραγωνίας που οδήγησαν στην έκρηξη του Σικελικού Εσπερινού (1282) και τη σφαγή όλων των Γάλλων στο νησί. Ο γιος του Καρόλου του Ανδεγαυού, Κάρολος του Σαλέρνο, συνελήφθη αιχμάλωτος από τους Αραγωνέζους.[76] Ο Εδουάρδος Α΄ μάταια προσπάθησε να τους συμφιλιώσει, το μόνο που πέτυχε προσωρινά ήταν μια συμφωνία στο Παρίσι (1286), με την οποία ο Κάρολος του Σαλέρνο ελευθερώθηκε.[77] Η κατάληψη της Άκρας από τους Μαμελούκους, η τελευταία περιοχή στους Αγίους Τόπους που είχε παραμείνει σε χέρια Χριστιανών (1291), ακύρωσε όλα τα σχέδια για Σταυροφορία.[78]
Μετά την πτώση της Άκρας η πολιτική του Εδουάρδου Α΄ απέναντι στους υπόλοιπους Ευρωπαίους έγινε ξανά ανταγωνιστική- κύριος στόχος η Γασκώνη, που ανήκε στους Άγγλους, αλλά την υψηλή ιδιοκτησία είχε ο βασιλιάς της Γαλλίας. Έστειλε τον πρωθυπουργό του, Ρόμπερτ Μπέρνελ, να αντικαταστήσει τον διοικητή του, Λουκ ντε Τέινυ.[79] Το 1286 ο Εδουάρδος Α΄ επισκέφτηκε προσωπικά τη Γασκώνη και έμεινε τρία χρόνια. Το κύριο πρόβλημα ήταν η υποτέλεια που ήταν υποχρεωμένος να δίνει στον Γάλλο βασιλιά.[80] Το 1286 έδωσε όρκο υποτέλειας στον Φίλιππο Δ΄ της Γαλλίας, αλλά αρνήθηκε να το κάνει δεύτερη φορά (1294). Ο Φίλιππος διέταξε την κατάσχεση της Γασκώνης κάτι που οδήγησε σε μεγάλες στρατιωτικές συγκρούσεις.[81]
Δεύτερος γάμος με τη Μαργαρίτα της Γαλλίας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η βασίλισσα Ελεονώρα πέθανε στις 28 Νοεμβρίου 1290. Το βασιλικό ζεύγος ήταν στενά συνδεδεμένο, όπως και οι γονείς του Εδουάρδου, κάτι ασυνήθιστο για τα βασιλικά ζεύγη της εποχής. Ο Εδουάρδος θρήνησε έντονα τον θάνατο της, χαρακτηριστικό παράδειγμα οι 12 σταυροί που έριξε στα σημεία από τα οποία πέρασε η νεκρική πομπή.[82] Ο Εδουάρδος στη συνέχεια συμφώνησε με τον Φίλιππο Δ΄ να παντρευτεί την ετεροθαλή αδελφή του, Μαργαρίτα, αλλά όταν έστειλε τον αδελφό του, Εδμόνδο, να συνοδεύσει τη νύφη στην Αγγλία, ανακάλυψε ότι η Μαργαρίτα είχε αρραβωνιαστεί άλλον. Αυτό ενόχλησε έντονα τον Εδουάρδο και αποφάσισε να κηρύξει πόλεμο στη Γαλλία.[83]. Ο Εδουάρδος Α΄ συμμάχησε με τον Αδόλφο της Γερμανίας και τους κόμητες της Φλάνδρας και της Βουργουνδίας και αποφάσισαν να επιτεθούν στον Φίλιππο Δ΄ από τον βορρά.[84] Σύντομα βρέθηκε αντιμέτωπος με εξεγέρσεις στην Ουαλία και στη Σκωτία, οι σύμμαχοι από την άλλη αποδείχτηκαν ανίκανοι, καθώς ηττήθηκαν από τον Φίλιππο Δ΄, και ο Εδουάρδος αναζήτησε ειρήνη. Με νέα συμφωνία ο Εδουάρδος παντρεύτηκε στα τέλη του 1299 τη Μαργαρίτα και συμφωνήθηκε ο γάμος του διαδόχου Εδουάρδου με τη μικρή κόρη του Γάλλου βασιλιά, Ισαβέλλα, όταν ενηλικιωθεί. Ο πόλεμος κόστισε υπερβολικά για τους Άγγλους ιδιαίτερα στον οικονομικό τομέα.[85]
Προσωρινή κατάκτηση της Σκωτίας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι σχέσεις ανάμεσα στους Άγγλους και τους Σκώτους τη δεκαετία του 1280 ήταν καλές.[86] Η υποτέλεια των Σκώτων στους Άγγλους δεν ήταν τόσο εξοντωτική όσο με τους Ουαλούς. Ο Αλέξανδρος Γ΄ της Σκωτίας έδινε όρκο υποτέλειας μόνο για τα εδάφη που κατείχαν οι Σκώτοι στο αγγλικό έδαφος.[87] Τα προβλήματα δημιουργήθηκαν με την κρίση διαδοχής στη Σκωτία, την περίοδο (1281 - 1284), όταν πέθαναν πρόωρα οι δυο γιοί του Αλεξάνδρου Γ΄. Στη συνέχεια πέθανε και ο ίδιος ο Βασιλιάς (1286), αφήνοντας διάδοχο την τρίχρονη εγγονή του, Μαργαρίτα.[88] Με τη Συνθήκη του Μπίργκαμ συμφωνήθηκε ο γάμος ανάμεσα στον 6χρονο διάδοχο Εδουάρδο και τη Μαργαρίτα, αλλά η Μαργαρίτα αρρώστησε και πέθανε σε ηλικία 7 ετών στις Ορκάδες (1290).[89][90]
Η χώρα έμεινε πλέον ακυβέρνητη και οι Σκώτοι ευγενείς θα έπρεπε να επιλέξουν τον νέο βασιλιά για να αποκαταστήσει την τάξη, με διαιτητή τον Άγγλο βασιλιά Εδουάρδο Α΄, οι κύριοι διοικητές του σκωτικού θρόνου ήταν ο ευγενής Τζον Μπάλλιολ και ο Ρόμπερτ Μπρους, 5ος Λόρδος του Άνναντεϊλ, παππούς του θρυλικού Ρόμπερτ Μπρους.[91] Στην εκλογή του νέου βασιλιά συμμετείχαν 104 εκλέκτορες (40 για λογαριασμό του Μπάλλιολ, 40 για λογαριασμό του Μπρους και 24 εκλέκτορες του Εδουάρδου Α΄).[92] Στο Μπίργκαμ ο Εδουάρδος ζήτησε να μείνει ο ίδιος κυρίαρχος μέχρι την εκλογή του νέου βασιλιά, οι Σκώτοι αρχικά το αρνήθηκαν αλλά αργότερα συμφώνησαν, νέος βασιλιάς της Σκωτίας εξελέγη στις 17 Νοεμβρίου 1292 ο Τζον Μπάλλιολ.[93] Ο Εδουάρδος Α΄ εξακολουθούσε να διεκδικεί τη διοίκηση της Σκωτίας με συνεχείς προκλητικές επεμβάσεις ακόμα και μετά την εκλογή του νέου βασιλιά, με αποκορύφωμα όταν αποφάσισε να προχωρήσει σε πόλεμο με τη Γαλλία και απαίτησε να έχει στη διάθεση του ολόκληρο το σκωτικό στρατό, κάτι απαράδεκτο.[94] Ο Τζον Μπάλλιολ σε απάντηση όχι μόνο αρνήθηκε, αλλά συμμάχησε και με τους Γάλλους κάνοντας ανεπιτυχή επίθεση στο Κάρλαϋλ. Ο Εδουάρδος Α΄ οργισμένος επιτέθηκε στη Σκωτία και έκανε αιματηρή κατάληψη του Μπέρικ (1296).[95] Στη μάχη του Ντάνμπαρ που ακολούθησε οι Σκώτοι συνετρίβησαν, ο Εδουάρδος Α΄ έκανε κατάσχεση της ιερής Πέτρας του Πεπρωμένου του σκωτικού Στέμματος, την οποία είδε στο όραμα του ο Ιακώβ και την έφερε στα Αββαείο του Ουέστμινστερ. Ο Τζον Μπάλλιολ εκθρονίστηκε, φυλακίστηκε στον Πύργο του Λονδίνου και τη διοίκηση της Σκωτίας ανέλαβαν Άγγλοι απεσταλμένοι του Εδουάρδου. Η μεγάλη επιτυχία όμως του Άγγλου βασιλιά στη Σκωτία θα είναι προσωρινή.[96][97]
Τελευταία χρόνια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οικονομική κρίση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι ασταμάτητοι πόλεμοι έφεραν μεγάλα οικονομικά προβλήματα, ο Εδουάρδος Α΄ είχε εισπράξει μόνο 3 επιδοτήσεις ως το 1294, αλλά στη συνέχεια μέσω της φορολογίας (1294 - 1297) συγκέντρωσε 200.000 λίρες.[98] Ο Εδουάρδος προχώρησε σε κατάσχεση του μαλλιού και των δερμάτων με ενισχυμένους δασμούς στο μαλλί.[99] Η πολιτική του δημιούργησε ισχυρές αντιδράσεις. Η πρώτη αντίδραση αφορούσε τις ενισχυμένες επιδοτήσεις των βασιλικών υπαλλήλων και ο Βασιλιάς κήρυξε όσους αντιδρούν παράνομους.[100] Ο Ρόμπερτ Ουίντσελσεϋ, Αρχιεπίσκοπος του Κάντερμπερυ, επέστρεψε από την Ιταλία τον Ιανουάριο του 1295 και ο Εδουάρδος του ζήτησε τη συναίνεση για νέο φόρο στον κλήρο. Νέα παπική βούλα (1296) απαγόρευσε στον Βασιλιά να επιβάλλει φόρο στους κληρικούς χωρίς την άδεια του πάπα. Ο κλήρος αρνήθηκε να πληρώσει και ο Εδουάρδος κήρυξε τους κληρικούς παράνομους, ενώ ο Ρόμπερτ Ουίντσελσεϋ απάντησε ότι θα επιτρέψει σε κάθε κληρικό να φορολογηθεί ανάλογα με τις οικονομικές του δυνατότητες.[101][102] Στο τέλος του χρόνου νέα παπική βούλα επέτρεψε τη φορολόγηση των κληρικών μόνο σε περίπτωση εκτάκτου ανάγκης.[103]
Επανέκδοση του Χάρτη των Δασών
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι αντιδράσεις για τις απαιτήσεις του Βασιλιά και η αύξηση των φόρων συζητήθηκαν στο κοινοβούλιο του Σώλσμπερυ τον Φεβρουάριο του 1297, ο Ρότζερ Μπίγκοντ, Κόμης του Νόρφοκ, σαν αρχιστράτηγος της Αγγλίας αρνήθηκε την αύξηση της στρατιωτικής θητείας.[104] Ο Μπίγκοντ υποστήριξε ότι η αύξηση της στρατιωτικής θητείας μπορεί να γίνει μόνο όταν υπάρχουν βασιλικές ανάγκες. Τον Ιούλιο ο Μπίγκοντ και ο Χάμφρεϋ ντε Μπόουαν, Κόμης του Χέρεφορντ, υπέβαλαν στον Βασιλιά μια σειρά από διαμαρτυρίες για την αύξηση της φορολογίας. Ο Βασιλιάς δεν τους άκουσε και οι διαμαρτυρίες αυξήθηκαν έντονα, επειδή ο Εδουάρδος βασίστηκε στη γνώμη μερικών μεγαλοευγενών αντί του Κοινοβουλίου.[105][106] Την ίδια ώρα που ο Εδουάρδος ετοίμαζε εκστρατεία στη Φλάνδρα, ο Μπίγκοντ και ο Μπόουαν επέστρεψαν για να προστατεύσουν τον λαό από τη φορολογία. Οι βασιλικές δυνάμεις ήταν πολύ μικρές και η χώρα βρισκόταν στα πρόθυρα εμφύλιου.[107][108] Ο Εδουάρδος Α΄ μετά την ήττα των Άγγλων από τους Σκώτους στη μάχη της γέφυρας του Στέρλινγκ υποχρεώθηκε να κάνει επανέκδοση της Μάγκνα Κάρτα και του Χάρτη των Δασών.[109]
Τα επόμενα χρόνια ο Εδουάρδος Α΄ υποχρεώθηκε να αποδείξει ότι τηρεί τις υποχρεώσεις του με τον Χάρτη των Δασών, στο Κοινοβούλιο ζήτησε καταγραφή των δασικών εκτάσεων (1301), αλλά νέα παπική βούλα τον απελευθέρωσε από αυτή τη δέσμευση (1305).[110] Ο Μπόουαν πέθανε (1298) μετά την επιστροφή του από την εκστρατεία του Φώλκερκ και ο Μπίγκοντ ήρθε σε μια επωφελή συμφωνία με τον Βασιλιά σύμφωνα με την οποία όρισε διάδοχο του τον Εδουάρδο, επειδή δεν είχε παιδιά, και σε αντάλλαγμα πήρε ένα μεγάλο χρηματικό ποσό.[111] Ο νέος πάπας, Κλήμης Ε΄ (1305), ήταν φίλος του Βασιλιά από τη Γασκώνη και ο Εδουάρδος Α΄ τον επηρέασε τόσο που κατάφερε να απομακρύνει τον Ουίντσελσεϋ από την αρχιεπισκοπή του Κάντερμπερυ.[112]
Σκληρές μάχες με τους Σκωτσέζους
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η κατάσταση στη Σκωτία ενώ είχε εκτονωθεί εμφανίστηκε ένας μεγάλος λαϊκός επαναστάτης, ο Ουίλλιαμ Ουάλλας, ο οποίος με τον Άντριου ντε Μάρρεϋ και ένα μικρό πεζικό σώμα στη μάχη του μάχη της γέφυρας του Στέρλινγκ στις 11 Σεπτεμβρίου 1297 παρέσυρε στην παγίδα και συνέτριψε το μεγαλύτερο και πιο εξοπλισμένο αγγλικό ιππικό.[113] Η μάχη της γέφυρας του Στέρλινγκ έμεινε στη σκωτική ιστορία σαν σύμβολο του απελευθερωτικού τους αγώνα. Οι Άγγλοι παρασύρθηκαν στο βαλτώδες έδαφος της περιοχής και αποδεκατίστηκαν με τη στρατηγική του Ουάλλας- μόνη απώλεια ο θανάσιμος τραυματισμός και θάνατος του Μάρεϋ. Η ήττα ήταν μεγάλο σοκ για τους Άγγλους. Ο βασιλιάς Εδουάρδος ήρθε εσπευσμένα από τη Φλάνδρα για να οργανώσει την αντεπίθεση.[114] Στη μάχη του Φόλκερκ στις 22 Ιουλίου 1298 ο Εδουάρδος νίκησε τον Ουάλλας, αλλά δεν κατάφερε να εκμεταλλευτεί τη νίκη του και την επόμενη χρονιά οι Σκώτοι επιχείρησαν να ανακαταλάβουν το Κάστρο του Στέρλινγκ.[115] Ο Εδουάρδος Α΄ ασχολήθηκε από τότε εντατικά με τη Σκωτία, ανακατέλαβε το Κάστρο του Καρλάβεροκ ενώ οι Σκώτοι αρνήθηκαν να πολεμήσουν ανοιχτά μαζί του, αποφάσισαν με μικρότερες σποραδικές ομάδες να λεηλατήσουν τη χώρα (1301).[116] Οι ηττημένοι Σκώτοι προσπάθησαν να κυριαρχήσουν με νομιμοποίηση από τον πάπα, αλλά η προσπάθεια σταμάτησε από τον Εδουάρδο, ο Εδουάρδος κατάφερε να βρει άλλους τρόπους να τους αντιμετωπίσει. Έκλεισε ειρήνη με τους Γάλλους και διέσπασε τη Γάλλο-Σκωτική Συμμαχία (1303).[117] Στο πλευρό του Άγγλου βασιλιά τάχθηκαν περισσότεροι Σκώτοι βαρόνοι, ανάμεσα τους και ο Ρόμπερτ Μπρους. Ο Εδουάρδος επιχείρησε να ανακαταλάβει το Κάστρο του Στέρλινγκ.[118][119] Ο Ουάλλας προδόθηκε στους Άγγλους την ίδια χρονιά συνελήφθη από τον σερ Τζον ντε Μέντηθ, μεταφέρθηκε αιχμάλωτος στο Λονδίνο όπου εκτελέστηκε δημόσια. Ο Εδουάρδος Α΄ τοποθέτησε δικούς του αξιωματούχους στη Σκωτία.[120]
Άνοδος του Ρόμπερτ Μπρους
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στις 10 Φεβρουαρίου 1306 ο Ρόμπερτ Μπρους ο νεότερος, εγγονός του Ρόμπερτ Μπρους του πρεσβύτερου και δισέγγονος του Δαυίδ Α΄ της Σκωτίας, σκότωσε τον αντίπαλο του διεκδικητή του θρόνου Τζον ντε Κόμμυν και στις 25 Μαρτίου ανακηρύχθηκε νέος βασιλιάς της Σκωτίας. Στη συνέχεια κήρυξε τον αγώνα ανεξαρτησίας από την Αγγλία.[121][122] Ο Εδουάρδος Α΄, ηλικιωμένος και βαριά άρρωστος, δεν μπορούσε να αναλάβει ο ίδιος εκστρατεία εναντίον του Ρόμπερτ Μπρους, γι' αυτό ανέθεσε τη διοίκηση του στρατού στον Έυμερ ντε Βάλενς, Κόμη του Πέμπροουκ, και στον Χένρυ Πέρσυ, Βαρόνου Πέρσυ του Άλνγουικ, με εντολές να δείξουν μεγάλη σκληρότητα στους επαναστάτες. Τη διοίκηση του βασιλικού στρατού ανέλαβε ο διάδοχος Εδουάρδος.[123] Η βιαιότητα που έδειξαν οι Άγγλοι ήταν τεράστια- όλα τα αδέλφια του Μπρους που είχαν συλληφθεί εκτελέστηκαν και κρεμάστηκαν. Η βιαιότητα των Άγγλων λίγο πριν τον θάνατο του Εδουάρδου Α΄ συσπείρωσε όλους τους Σκώτους γύρω από τον Ρόμπερτ Μπρους.[124]
Θάνατος και θρύλοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Θάνατος του Εδουάρδου Α΄
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τον Φεβρουάριο του 1307 ο Ρόμπερτ Μπρους ανασυγκροτήθηκε και τον Μάιο νίκησε τον Έυμερ ντε Βάλενς στη μάχη του Λάντεν Χιλλ.[125] Ο Εδουάρδος Α΄ μετακινήθηκε βόρεια, αλλά προσβλήθηκε από δυσεντερία και η κατάσταση του καθημερινά χειροτέρευε. Πέθανε στις 6 Ιουλίου 1307 στα σύνορα με τη Σκωτία στο Μπραφ μπάυ Σαντς (Burgh by Sands), στα χέρια των υπηρετών του που τον είχαν σηκώσει να του δώσουν φαγητό.[126] Έχουν ειπωθεί πολλά για τις τελευταίες του επιθυμίες του Εδουάρδου: η πρώτη ήταν να ταφεί η καρδιά του στους Αγίους Τόπους με ένα όπλο, ώστε να φοβούνται οι άπιστοι, καθώς είχε μεγάλο παράπονο για την αποτυχία της Σταυροφορίας. Δεύτερη επιθυμία του ήταν να μεταφέρουν οι Άγγλοι στρατιώτες τα οστά του σαν φυλακτό σε όλες τις εκστρατείες τους στη Σκωτία. Άλλη πηγή καταγράφει ότι ο Εδουάρδος Α΄ συγκέντρωσε γύρω του τους κόμητες του Λίνκολν, του Ουόρικ, τον Έυμερ του Βάλενς και τον Ρόμπερτ Κλίφορντ, Βαρόνο Κλίφορντ, τους σύστησε να είναι προσεκτικοί με τον νεαρό Εδουάρδο και να μην επιτρέψουν να γυρίσει ο Γκάβεστον από την εξορία.[127] Η επιθυμία δεν ακούστηκε και ο νεαρός Εδουάρδος Β΄ προσκάλεσε αμέσως τον Γκάβεστον μετά τον θάνατο του πατέρα του. Η στέψη του νέου βασιλιά έγινε στις 25 Φεβρουαρίου 1308.[128]
Η σορός του Εδουάρδου Α΄ μεταφέρθηκε στο Αββαείο του Ουόλθαμ. Η ταφή έγινε στις 27 Οκτωβρίου στο Αββαείο του Ουέστμινστερ. Υπάρχουν πληροφορίες ότι το κόστος της ταφής ήταν 473 λίρες.[129] Ο τάφος του Εδουάρδου Α΄ δεν είχε το βασιλικό ομοίωμα όπως οι τάφοι των υπόλοιπων Άγγλων βασιλέων λόγω έλλειψης χρημάτων. Η σαρκοφάγος καλύφθηκε με πλούσια υφάσματα και μια εικόνα λατρείας η οποία χάθηκε. Η Ακαδημία Αρχαιοτήτων άνοιξε τον τάφο του το 1774: το σώμα του βρισκόταν διατηρημένο 476 χρόνια σε πολύ καλή κατάσταση.[130] Στον τάφο υπήρχαν διάφορες επιγραφές όπως ο όρκος εκδίκησης στον Ρόμπερτ Μπρους.[131] Ο αββάς και ιστορικός Τζον Φέκεναμ του έδωσε το προσωνύμιο "Σφύρα των Σκώτων" το 16ο αιώνα.[132]
Γενικά χαρακτηριστικά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Εδουάρδος Α΄ είχε τη φήμη βίαιου βασιλιά που ενέπνεε τρόμο αναφέρεται περιστατικό με τον κοσμήτορα της Εκκλησίας του Αγίου Παύλου, πήγε να διαμαρτυρηθεί για την υψηλή φορολογία: όταν τον συνάντησε, από τον φόβο του αρρώστησε και πέθανε. Το δεύτερο γνωστό περιστατικό καταγράφεται τον τελευταίο χρόνο της ζωής του όταν έβγαλε τα μαλλιά του γιου του, Εδουάρδου, επειδή του ζήτησε να ευνοήσει τον Γκάβεστον.[133] Οι περισσότεροι σύγχρονοι ιστορικοί τον χαρακτηρίζουν φρικτό ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια, το Τραγούδι του Λούις (1264) τον περιγράφει σαν λεοπάρδαλη, ένα ζώο εξαιρετικά ισχυρό και απρόβλεπτο.[134] Άλλοι ιστορικοί αντίστοιχα τον περιγράφουν σαν ιδανικό βασιλιά που ενέπνεε φόβο και σεβασμό, ενώ μπορούσε να συνδυάσει τον ρόλο του στρατιώτη με αυτόν του ιππότη, ήταν τακτικός στις θρησκευτικές του υποχρεώσεις, εκκλησιαζόταν και έδινε ελεημοσύνη στους φτωχούς.[135][136] Ο Εδουάρδος Α΄ διατηρούσε έντονο ενδιαφέρον για τους θρύλους του βασιλιά Αρθούρου. Επισκέφτηκε το Αββαείο του Γκλάστονμπερυ (1278) στο οποίο φημολογείται ότι ήταν ο τάφος του βασιλιά Αρθούρου. Ανέκτησε το στέμμα του Αρθούρου από τον Λλιουέλυν, όταν κατέκτησε τη βόρεια Ουαλία και έχτισε όλα τα ουαλικά κάστρα σε περιοχές οι οποίες περιγράφοντας σύμφωνα με τον μύθο ως θρυλικές.[137] Αρκετοί πιστεύουν ότι χρησιμοποιούσε τους θρύλους του Αρθούρου για να πετύχει τις πολιτικές του σκοπιμότητες ιδιαίτερα στην Ουαλία.[138]
Η πρώτη του φροντίδα όταν έγινε βασιλιάς της Αγγλίας ήταν η αποκατάσταση των εξουσιών του στέμματος, οι περισσότερες είχαν χαθεί λόγω της ανικανότητας του πατέρα του. Η πιο σημαντική καινοτομία του ήταν ο διορισμός του Ρόμπερτ Μπέρνελ στη θέση του καγκελαρίου θέση στην οποία παρέμεινε ως το 1292, αντικατέστησε τους περισσότερους βασιλικούς υπαλλήλους και σερίφηδες.[139][140] Το τελευταίο μέτρο συνδυάστηκε με μια εκτεταμένη ανακριτική επιτροπή σε ολόκληρη τη χώρα η οποία άκουγε τα παράπονα για τους βασιλικούς υπαλλήλους, η επιτροπή μοίρασε τη χώρα σε 100 διοικητικές περιφέρειες. Ο επόμενος στόχος του ήταν η αποκατάσταση των εδαφών και των εξουσιών του αγγλικού Στέμματος οι οποίες είχαν χαθεί την εποχή του πατέρα του.[141] Οι Νομοθεσίες του Ουέστμινστερ (1275, 1285) κωδικοποίησαν το νομοθετικό σύστημα στην Αγγλία, ενώ με το Καταστατικό του Γκλώστερ (1278) ο βασιλιάς μπορούσε να αντικαταστήσει τους βαρόνους με τους γενικούς επόπτες που άκουγαν τα παράπονα των κατοίκων για λογαριασμό του βασιλιά.
Ιστορικές αναφορές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι πρώτοι σύγχρονοι ιστορικοί (16ος - 17ος αιώνας) έκαναν ελάχιστες αναφορές για τον Εδουάρδο Α΄, έκαναν γενικές παρατηρήσεις για τη βασιλεία του επαινώντας τον σαν μονάρχη και για τον ρόλο που είχε παίξει στην αγγλική ιστορία.[142] Τον 17ο αιώνα ο δικηγόρος Έντουαρντ Κουκ γράφει εκτεταμένες εργασίες για τη νομοθεσία του Εδουάρδου που ακολούθησε τα πρότυπα της νομοθεσίας του Ιουστινιανού. [143] Οι τότε ιστορικοί ασχολήθηκαν έντονα με τον ρόλο του Κοινοβουλίου την εποχή του Εδουάρδου Α΄ κάνοντας σύγκριση με τα κοινοβούλια της εποχής τους. Τον επόμενο αιώνα (18ος αιώνας) οι ιστορικοί άρχισαν να γίνονται πιο σκληροί απέναντι του με χαρακτηρισμούς του βίαιου και σκληρού μονάρχη.[144] Ο μεγάλος ιστορικός της Βικτωριανής εποχής Ουίλλιαμ Σταμπς (1825 - 1901) τόνισε τον ρόλο του Εδουάρδου Α΄ στην Ευρωπαϊκή ιστορία και στη συμβολή του με πολλούς επαίνους στη νομοθεσία και στη δημιουργία των θεσμών.[145] Ο μαθητής του Σταμπς, Τόμας Φρέντερικ Τάουτ (1855 - 1929), μετά από βαθύτερη μελέτη στα αρχεία της εποχής άλλαξε γνώμη τονίζοντας ότι ο Εδουάρδος ήταν σκληρός, συμφεροντολόγος βασιλιάς που χρησιμοποιούσε το Κοινοβούλιο για τις προσωπικές του επιδιώξεις.[146]
Οι σύγχρονοι ιστορικοί (20ος - 21ος αιώνας) μελέτησαν έντονα τη βασιλεία του Εδουάρδου Α΄ και όλοι συμφώνησαν στον σημαντικό του ρόλο στην Ευρωπαϊκή και την παγκόσμια ιστορία με μεγαλύτερη προσφορά τα πρώτα χρόνια σε σύγκριση με τα τελευταία της ζωής του.[147] Η πρώτη ολοκληρωμένη βιογραφία του ήταν οι τόμοι του Φρέντερικ Πόουικ που δημοσιοποιήθηκαν (1947, 1953) με εκτεταμένη αναφορά στη βασιλεία του Εδουάρδου Α΄ ιδιαίτερα στη νομοθεσία και το κοινοβούλιο, τον ανέφερε σαν καλό μονάρχη, αλλά δεν παράλειψε να τονίσει και τα ελαττώματα του.[148] Η επόμενη βιογραφία του (2008) από τον Μαρκ Μόρρις (γεν. 1973) τονίζει περισσότερο τα ελαττώματα του.[149] Στη λαϊκή συνείδηση έμεινε γνωστός σαν βίαιος και σκληρόκαρδος βασιλιάς όπως παρουσιάζεται στην ταινία Braveheart (1995) με επίκεντρο τη ζωή του Ουίλλιαμ Ουάλλας και πρωταγωνιστή τον Μελ Γκίμπσον στο ρόλο του Ουάλλας και τον Πάτρικ ΜακΓκούαν στο ρόλο του Εδουάρδου.[150].
Οικογένεια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο πρώτος του γάμος έγινε με την Ελεονώρα της Καστίλης όταν ήταν 15 ετών (1254), μετά από συμφωνία του πατέρα του με τον Αλφόνσο Ι΄ της Καστίλης. Ο Εδουάρδος πήγε στην Καστίλη και χρίστηκε ιππότης από τον βασιλιά Αλφόνσο. Ο Εδουάρδος Α΄ και η Ελεονώρα απέκτησαν 16 παιδιά:
- Αικατερίνη (1261 - 1263/1264).
- Ιωάννα (1265).
- Ιωάννης (1266 - 1271).
- Ερρίκος (1268 - 1274), διάδοχος, απεβ. 6 ετών.
- Ελεονώρα (1269 - 1298), παντρεύτηκε τον Ερρίκο Γ΄ του Μπαρ.
- Αλίκη (1271/1272).
- Ιωάννα της Άκρας (1272 - 1307), παντρεύτηκε πρώτα τον Γκίλμπερτ ντε Κλαιρ, 7ο Κόμη του Γκλώστερ, και μετά τον Ραλφ ντε Μόντερμερ 1ο Βαρόνο του Μόντερμερ.
- Αλφόνσος (1273 - 1284), Κόμης του Τσέστερ.
- Μαργαρίτα (1275 - 133), παντρεύτηκε τον Ιωάννη Β΄ της Βραβάντης.
- Βερεγγάρια (1276 - 1277/1278).
- Ισαβέλλα (1278/79).
- Μαρία του Γούντστοκ (1279 - π. 1332), μοναχή Βενεδικτίνων.
- Ελισάβετ του Ράντλαν (1282 - 1316), παντρεύτηκε πρώτα τον Ιωάννη Α΄ της Ολλανδίας και μετά τον Χάμφρεϋ ντε Μπόουαν, 4ο Κόμη του Χέρεφορντ.
- Εδουάρδος Β΄ (1284 - 1327), Βασιλιάς της Αγγλίας.
Σε ηλικία 60 ετών (1299) προχώρησε σε δεύτερο γάμο με τη Μαργαρίτα των Καπετιδών, κόρη του Φιλίππου Γ΄ της Γαλλίας, η οποία ήταν 40 χρόνια μικρότερη του και μαζί της απέκτησε τρία παιδιά:
- Θωμάς του Μπράδερτον (1300 - 1338), 1ος Κόμης του Νόρφοκ.[151]
- Εδμόνδος του Γούντστοκ (1301 - 1330), 1ος Κόμης του Κεντ.[152]
- Ελεονώρα (1306 - 1310).
Πρόγονοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 Darryl Roger Lundy: (Αγγλικά) The Peerage. p10191.htm#i101903. Ανακτήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 2017.
- ↑ 2,0 2,1 «Gran Enciclopèdia Catalana» (Καταλανικά) Grup Enciclopèdia. 0023493.
- ↑ 3,0 3,1 Dalibor Brozović, Tomislav Ladan: «Hrvatska enciklopedija» (Κροατικά) Ινστιτούτο Λεξικογραφίας «Μίροσλαβ Κρλέζα». 1999. 17078.
- ↑ Royal Households of the United Kingdom. www
.royal .uk /edward-i-longshanks. - ↑ Τσεχική Εθνική Βάση Δεδομένων Καθιερωμένων Όρων. xx0094994. Ανακτήθηκε στις 1 Μαρτίου 2022.
- ↑ Τσεχική Εθνική Βάση Δεδομένων Καθιερωμένων Όρων. xx0094994. Ανακτήθηκε στις 15 Δεκεμβρίου 2022.
- ↑ 7,00 7,01 7,02 7,03 7,04 7,05 7,06 7,07 7,08 7,09 7,10 7,11 7,12 7,13 «Kindred Britain»
- ↑ 8,0 8,1 p10191.htm#i101903. Ανακτήθηκε στις 7 Αυγούστου 2020.
- ↑ 9,00 9,01 9,02 9,03 9,04 9,05 9,06 9,07 9,08 9,09 9,10 Darryl Roger Lundy: (Αγγλικά) The Peerage.
- ↑ Carpenter, David (2007). "King Henry III and Saint Edward the Confessor: the origins of the cult". English Historical Review. cxxii (498): 865–91.
- ↑ 11,0 11,1 Prestwich 1997, p. 6
- ↑ Prestwich 1997, pp. 5–6
- ↑ Prestwich 2007, p. 177
- ↑ Morris 2009, pp. 14–18
- ↑ Morris 2009, p. 20
- ↑ Prestwich 1997, p. 10
- ↑ Prestwich 1997, pp. 7–8
- ↑ Prestwich 1997, pp. 11–14
- ↑ Morris 2009, p. 7
- ↑ Prestwich 1997, p. 23
- ↑ Prestwich 1997, pp. 15–16
- ↑ Carpenter, David (1985). "The Lord Edward's oath to aid and counsel Simon de Montfort, 15 October 1259". Bulletin of the Institute of Historical Research. 58: 226–37.
- ↑ Prestwich 1997, pp. 32–33
- ↑ Morris 2009, pp. 44–45
- ↑ Prestwich 1997, p. 34
- ↑ Powicke 1962, pp. 171–172
- ↑ Maddicott 1994, p. 225
- ↑ Powicke 1962, pp. 178
- ↑ Prestwich 1997, p. 41
- ↑ Prestwich 2007, p. 113
- ↑ Prestwich 1997, pp. 42–43
- ↑ Sadler 2008, pp. 55–69
- ↑ Maddicott 1983, pp. 592–599
- ↑ Prestwich 1997, pp. 48–49
- ↑ Prestwich 1997, pp. 49–50
- ↑ Powicke 1962, pp. 201–202
- ↑ Sadler 2008, pp. 105–109
- ↑ Prestwich 1997, p. 55
- ↑ Prestwich 2007, p. 117
- ↑ Prestwich 1997, p. 63
- ↑ Morris 2009, pp. 83, 90–92
- ↑ Prestwich 1997, p. 72
- ↑ Maddicott 1989, pp. 107–110
- ↑ Prestwich 1997, p. 71
- ↑ Riley-Smith 2005, p. 210
- ↑ The disease in question was either dysentery or typhus; Riley-Smith 2005, pp. 210–211
- ↑ Riley-Smith 2005, p. 211
- ↑ Prestwich 1997, p. 75
- ↑ Morris 2009, p. 95
- ↑ Morris 2009, pp. 97–98
- ↑ Prestwich 1997, p. 77
- ↑ Morris 2009, p. 101
- ↑ Prestwich 1997, pp. 78, 82
- ↑ Prestwich 1997, p. 82
- ↑ Carpenter 2004, p. 466
- ↑ Powicke 1962, p. 226
- ↑ Carpenter 2004, p. 386
- ↑ Davies 2000, pp. 322–323
- ↑ Prestwich 1997, pp. 174–175
- ↑ Davies 2000, p. 327
- ↑ Prestwich 2007, p. 151
- ↑ Powicke 1962, p. 413
- ↑ Davies, Rees (1984). "Law and national identity in thirteenth century Wales". In R. R. Davies, R. A. Griffiths, I. G. Jones & K. O. Morgan (eds.). Welsh Society and Nationhood. Cardiff: University of Wales Press. pp. 51–69.
- ↑ Prestwich 1997, p. 188
- ↑ Davies 2000, p. 348
- ↑ Prestwich 1997, pp. 191–192
- ↑ Carpenter 2004, p. 510
- ↑ Davies 2000, p. 368
- ↑ Lilley 2010, pp. 104–106
- ↑ Coldstream 2010, pp. 39–40
- ↑ Prestwich 2010, p. 6; Wheatley 2010, pp. 129, 136
- ↑ Phillips 2011, pp. 35–36; Haines 2003, p. 3
- ↑ Phillips 2011, p. 36; Haines 2003, pp. 3–4
- ↑ Phillips 2011, pp. 85–87; Phillips, J. R. S. (2008). "Edward II (Edward of Caernarfon) (1284–1327), king of England and lord of Ireland, and duke of Aquitaine". Oxford Dictionary of National Biography, online edition. Oxford, UK: Oxford University Press.
- ↑ Prestwich 1997, pp. 326–328
- ↑ Powicke 1962, pp. 252–253
- ↑ Prestwich 1997, pp. 323–325
- ↑ Prestwich 1997, p. 329
- ↑ Prestwich 1997, p. 304
- ↑ Morris 2009, pp. 204–217
- ↑ Morris 2009, pp. 265–270
- ↑ Morris 2009, pp. 230–231
- ↑ Prestwich 1997, pp. 395–396
- ↑ Prestwich 1997, pp. 387–390
- ↑ Prestwich 1972, p. 172
- ↑ Carpenter 2004, p. 518
- ↑ Prestwich 1997, p. 357
- ↑ Barrow 1965, pp. 3–4
- ↑ Prestwich 1997, p. 361
- ↑ Barrow 1965, p. 42
- ↑ Prestwich 2007, p. 231
- ↑ Powicke 1962, p. 601
- ↑ Prestwich 1997, pp. 358, 367
- ↑ Barrow 1965, pp. 86–8
- ↑ Barrow 1965, pp. 99–100
- ↑ Prestwich 1997, pp. 473–474
- ↑ Prestwich 1997, p. 376
- ↑ Prestwich 1972, p. 179
- ↑ Harriss 1975, p. 57
- ↑ Prestwich 1997, pp. 403–404
- ↑ Powicke 1962, p. 674
- ↑ Prestwich 1997, p. 417
- ↑ Prestwich 1997, p. 430
- ↑ Prestwich 1972, p. 251
- ↑ Harriss 1975, p. 61.
- ↑ Prestwich 1997, p. 422
- ↑ Powicke 1962, p. 682
- ↑ Prestwich 1997, p. 425
- ↑ Prestwich 2007, p. 170
- ↑ Prestwich 1997, pp. 525–526, 547–548
- ↑ Prestwich 1997, pp. 537–538
- ↑ Prestwich 2007, p. 175
- ↑ Barrow 1965, pp. 123–126
- ↑ Powicke 1962, pp. 688–689
- ↑ Watson 1998, pp. 92–93
- ↑ Prestwich 2007, p. 233
- ↑ Prestwich 2007, p. 497
- ↑ Prestwich 2007, p. 496
- ↑ Powicke 1962, pp. 709–711
- ↑ Powicke 1962, pp. 711–713
- ↑ Barrow 1965, pp. 206–207, 212–213
- ↑ Prestwich 2007, p. 506
- ↑ Prestwich 1997, pp. 506–507
- ↑ Prestwich 2007, p. 239
- ↑ Barrow 1965, p. 244
- ↑ Prestwich 1997, pp. 556–557
- ↑ Prestwich 1997, p. 557
- ↑ Prestwich 2007, p. 179
- ↑ Duffy 2003, p. 96
- ↑ Prestwich 1997, pp. 566–567
- ↑ Morris 2009, p. 378; Duffy 2003, p. 97
- ↑ Prestwich 1997, p. 566; Duffy 2003, p. 97
- ↑ Prestwich 1997, p. 552
- ↑ Prestwich 1997, p. 24
- ↑ Prestwich 2003, pp. 33–34
- ↑ Prestwich 1997, pp. 112–113
- ↑ Morris 2009, p. 192; Prestwich 1997, pp. 120–121
- ↑ Morris 2009, pp. 164–166; Prestwich 1997, pp. 121–122
- ↑ Prestwich 1997, p. 92
- ↑ Prestwich 1997, p. 93
- ↑ Morris 2009, p. 115
- ↑ Templeman 1950, pp. 16–18; Morris 2009, pp. 364–365
- ↑ Templeman 1950, p. 17
- ↑ Templeman 1950, pp. 21–22
- ↑ Stubbs 1880; Templeman 1950, p. 22
- ↑ Templeman 1950, p. 25; Tout 1920, p. 190
- ↑ Templeman 1950, p. 16; Prestwich 1997, p. 567; Prestwich 2003, p. 38; Gillingham, John (11 July 2008), "Hard on Wales", Times Literary Supplement, Times Literary Supplement, retrieved 26 June 2014; Cazel 1991, p. 225; Spencer 2014, p. 265; Burt 2013, pp. 1–3
- ↑ Powicke 1947; Powicke 1962; Burt 2013, p. 2; Cazel 1991, p. 225
- ↑ Morris 2009; Burt 2013, p. 1; Goldsmith, Jeremy (January 2009), "A Great and Terrible King: Edward I and the Forging of Britain", Reviews in History, University of London, ISSN 1749-8155, retrieved 29 June 2014
- ↑ Tunzelmann, Alex von (31 July 2008). "Braveheart: dancing peasants, gleaming teeth and a cameo from Fabio". The Guardian. UK. Retrieved 3 August 2009.
- ↑ Waugh, Scott L. (2004). "Thomas, 1st Earl of Norfolk (1300–1338)". Oxford Dictionary of National Biography. Oxford, UK: Oxford University Press.
- ↑ Waugh, Scott L. (2004). "Edmund, first earl of Kent (1301–1330)". Oxford Dictionary of National Biography. Oxford, UK: Oxford University Press.
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Barrow, G. W. S. (1965). Robert Bruce and the Community of the Realm of Scotland. London, UK: Eyre and Spottiswoode.
- Brears, Peter (2010). "Food Supply and Preparation at the Edwardian Castles". In Williams, Diane; Kenyon, John. The Impact of Edwardian Castles in Wales. Oxford, UK: Oxbow Books. pp. 85–98.
- Brown, A.L. (1989). The Governance of Late Medieval England 1272–1461. London, UK: Edward Arnold.
- Burt, Caroline (2013). Edward I and the Governance of England, 1272–1307. Cambridge, UK: Cambridge University Press.
- Carpenter, David (2004). The Struggle for Mastery: Britain, 1066–1284. London, UK: Penguin Books.
- Cathcart King, David James (1988). The Castle in England and Wales: An Interpretative History. London, UK: Croom Helm.
- Cazel, Fred A. (1991). "Edward I, by Michael Prestwich". Speculum. 66 (1): 225–227.
- Coldstream, Nicola (2010). "James of St George". In Williams, Diane; Kenyon, John. The Impact of Edwardian Castles in Wales. Oxford, UK: Oxbow Books. pp. 37–45.
- Davies, R. R. (2000). The Age of Conquest: Wales, 1063–1415. Oxford, UK: Oxford University Press.
- Denton, J. H. (1989). "Edward I by Michael Prestwich". The English Historical Review. 104 (413): 981–984.
- Duffy, Mark (2003). Royal Tombs of Medieval England. Stroud, UK: Tempus.
- Friar, Stephen (2003). The Sutton Companion to Castles. Stroud, UK: Sutton Publishing.
- Haines, Roy Martin (2003). King Edward II: His Life, his Reign and its Aftermath, 1284–1330. Montreal, Canada and Kingston, Canada: McGill-Queen's University Press.
- Harriss, G.L. (1975). King, Parliament and Public Finance in Medieval England to 1369. Oxford: Oxford University Press.
- Lilley, Keith D. (2010). "The Landscapes of Edward's New Towns: Their Planning and Design". In Williams, Diane; Kenyon, John. The Impact of Edwardian Castles in Wales. Oxford, UK: Oxbow Books. pp. 99–113.
- Loomis, Roger Sherman (1953). "Edward I, Arthurian Enthusiast". Speculum. 28 (1): 114–127.
- Maddicott, John (1983). "The Mise of Lewes, 1264". English Historical Review. 98 (338): 588–603. doi:10.1093/ehr/xcviii.ccclxxxviii.588.
- Maddicott, John (1989). "The Crusade Taxation of 1268–70 and the Development of Parliament". In P. R. Coss; S. D. Lloyd (eds.). Thirteenth Century England. 2. Woodbridge, UK: Boydell Press. pp. 93–117.
- Maddicott, John (1994). Simon de Montfort. Cambridge, UK: Cambridge University Press.
- McFarlane, K. B. (1981). The Nobility of Later Medieval England. London, UK: Hambledon.
- Morris, Marc (2009). A Great and Terrible King: Edward I and the Forging of Britain. London, UK: Windmill Books.
- Phillips, Seymour (2011). Edward II. New Haven, US and London, UK: Yale University Press.
- Plucknett, Theodore Frank Thomas (1949). Legislation of Edward I. Oxford, UK: The Clarendon Press.
- Powicke, F. M. (1947). King Henry III and the Lord Edward: The Community of the Realm in the Thirteenth Century. Oxford, UK: Clarendon Press.
- Powicke, F. M. (1962). The Thirteenth Century, 1216–1307 (2nd ed.). Oxford, UK: Clarendon Press.
- Prestwich, Michael (1972). War, Politics and Finance under Edward I. London, UK: Faber and Faber.
- Prestwich, Michael (1997). Edward I (Yale ed.). New Haven, US: Yale University Press.
- Prestwich, Michael (2003). The Three Edwards: War and State in England, 1272–1377 (2nd ed.). London, UK: Routledge.
- Prestwich, Michael (2007). Plantagenet England: 1225–1360 (new ed.). Oxford: Oxford University Press.
- Prestwich, Michael (2010). "Edward I and Wales". In Williams, Diane; Kenyon, John. The Impact of Edwardian Castles in Wales. Oxford, UK: Oxbow Books. pp. 1–8.
- Raban, Sandra (2000). England Under Edward I and Edward II, 1259–1327. Oxford, UK: Blackwell.
- Riley-Smith, Jonathan (2005). The Crusades: A History. London: Continuum.
- Sadler, John (2008). The Second Barons' War: Simon de Montfort and the Battles of Lewes and Evesham. Barnsley, UK: Pen and Sword Military.
- Spencer, Andrew (2014). Nobility and Kingship in Medieval England: The Earls and Edward I, 1272–1307. Cambridge, UK: Cambridge University Press.
- Stubbs, William (1880). The Constitutional History of England. 2. Oxford, UK: Clarendon.
- Sutherland, Donald (1963). Quo Warranto Proceedings in the Reign of Edward I, 1278–1294. Oxford, UK: Clarendon Press.
- Templeman, G. (1950). "Edward I and the Historians". Cambridge Historical Journal. 10 (1): 16–35.
- Tout, Thomas Frederick (1920). Chapters in the Administrative History of Mediaeval England: The Wardrobe, the Chamber and the Small Seals. 2. Manchester, UK: Manchester University Press.
- Watson, Fiona J. (1998). Under the Hammer: Edward I and the Throne of Scotland, 1286–1307. East Linton: Tuckwell Press.
- Wheatley, Abigail (2010). "Caernarfon Castle and its Mythology". In Williams, Diane; Kenyon, John. The Impact of Edwardian Castles in Wales. Oxford, UK: Oxbow Books. pp. 129–139.