Άκρα (φρούριο)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Άκρα
Χάρτης
Είδοςοχύρωση και αρχαιολογική θέση
Γεωγραφικές συντεταγμένες31°46′21″N 35°14′9″E
Διοικητική υπαγωγήΙερουσαλήμ
ΤοποθεσίαΙερουσαλήμ
ΧώραΙσραήλ
Έναρξη κατασκευής2ος αιώνας π.Χ.
Commons page Πολυμέσα

Άκρα (από τα αρχαία ελληνικά Ἄκρα, εβρ.: חקרא ,חקרהḤaqra(h)) είναι ονομασία που αναφέρεται τόσο στην οχυρωμένη δομή όσο και στο αντίστοιχο προάστειο (ένα εκ των τριών) της πόλης της Ιερουσαλήμ κατά την Ύστερη φάση της Δεύτερης Περιόδου του Ναού. Αυτή η περιοχή, που ονομαζόταν και "Κάτω Πόλη"[1][2][3][4][5] αντιστοιχεί στη σύγχρονη περιοχή της Σιλωάμ και της "Πόλης του Δαβίδ", και γειτνιάζει με τις περιοχές της "Άνω Αγοράς"[1] (εβρ. שוק העליון) ή αλλιώς γνωστής ως "Άνω Πόλης" και του μεταγενέστερου προαστείου της Μπεζεθά {Bezetha} (εβρ. בי חדתא ) ή "Νέας Πόλης". Ο όρος Άκρα προέρχεται ασφαλώς από την απλοποίηση της ελληνικής λέξης "ακρόπολη", που στα αραμαϊκά χρησιμοποιούνταν, όπως άλλωστε και στην αρχαία και νέα ελληνική για να σημάνει το "οχυρό", το "κάστρο". To φρούριο πιστεύεται ότι χτίσθηκε κατόπιν εντολής του Αντίοχου Δ' (Ἀντίοχος ὁ Ἐπιφανής, ηγεμόνας της Αυτοκρατορίας των Σελευκιδών) μετά την άλωση της πόλης το 168 π.Χ. Η κατάληψη της "Κάτω Πόλης" (δηλαδή της Άκρα) διαδραμάτισε μείζονα ρόλο στο σχηματισμό της Ασμοναϊκής δυναστείας καθώς και στο κίνημα των Μακκαβαίων όταν η πόλη κυριεύθηκε από τον Ιούδα Μακκαβαίο (Μακκαβαίος = Σφυροκόπος) οπότε το φρούριο καταστράφηκε από τον Σίμωνα Θασσί, αδερφό του Ιούδα. Στο κέντρο του προαστείου βρίσκεται η κολυμβήθρα του Σιλωάμ.

Η ακριβής τοποθεσία του αρχικού κάστρου της Άκρα, κρίσιμης σημασίας για την κατανόηση της Ιερουσαλήμ των Ελληνιστικών Χρόνων, έχει αποτελέσει ζήτημα μακροσκελών συζητήσεων. Ιστορικοί και αρχαιολόγοι είχαν κατά καιρούς προτείνει διάφορες θέσεις σε όλη την πόλη της Ιερουσαλήμ, βασιζόμενοι κυρίως σε συμπεράσματα που προέρχονται από γραπτά της περιόδου. Ωστόσο, η προσέγγιση αυτή άρχισε να αλλάζει χάρη στα ευρήματα που έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Οι νέες ανακαλύψεις ώθησαν τους ερευνητές να επανεξετάσουν τις γραπτές πηγές τους, την γεωγραφία της πόλης αλλά και τα παλαιότερα ευρήματα. Ο Γιοράμ Τσαφρίρ είχε ερμηνεύσει την αρχιτεκτονική δομή της νοτιοανατολικής γωνίας του Λόφου του Ναού ως στοιχείο για την κατάδειξη της πιθανής τοποθεσίας του κάστρου. Κατά την διάρκεια των ανασκαφών του Βενιαμιν Μαζαρ (1968 και 1978) σε περιοχές που εφάπτονται στο νότιο άκρο του βουνού, ανακαλύφθηκαν δομές που πιθανώς διασυνδέονται με την Άκρα, συμπεριλαμβανομένου ορισμένων δωματίων που μοιάζουν με στρατώνες καθώς και μιας τεραστίων διαστάσεων δεξαμενής νερού. Το 2015, η Αρχαιολογική Εφορεία του Ισραήλ ανακοίνωσε την πιθανή ανακάλυψη του αρχαιολογικού χώρου της Άκρα σε διαφορετική τοποθεσία, νοτιοδυτικά του Λόφου Του Ναού, και βορειοδυτικά της "Πόλης Του Δαβίδ"

Ο αρχαιοελληνικός όρος άκρα/ακρόπολη χρησιμοποιούνταν για να περιγράψει άλλες οχυρές δομές κατά την διάρκεια της Ελληνιστικής περιόδου. Η Άκρα συχνά αποκαλείται και Σελευκίδεια Άκρα για να αποφευχθεί η σύγχυση με την Ακρόπολη του Πτολεμαίου, ένα φυλάκιο που επίσης είχε προσονομαστεί Άκρα.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υπόβαθρο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αμέσως μετά το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου το 323 μ.Χ., η Ιουδαία τοποθετήθηκε στο στόχαστρο τόσο του Βασίλειου των Πτολεμαίων της Αιγύπτου, όσο και της Αυτοκρατορίας των Σελευκιδών, που βασιζόταν στη Συρία και τη Μεσοποταμία. Η νίκη του Αυτοκράτορα Αντιόχου Γ' εναντίων των Αιγυπτίων στη Μάχη του Πανείου, οδήγησε την Ιουδαία στα χέρια των Σελευκιδών. Ο εβραϊκός πληθυσμός είχε άλλωστε βοηθήσει τον Αντίοχο στην πολιορκία του Μπαρι, της οχυρής βάσης της αιγυπτιακής φρουράς στην Ιερουσαλήμ και ανταμείφθηκαν για αυτή τους την προσφορά με ένα διάταγμα που αναγνώριζε την εβραϊκή θρησκευτική αυτονομία, όπως και την απαγόρευση της εισόδου αλλόθρησκων και μη αγνών ζώων στις τελετές του Ναού. Παρά την κατοχυρωμένη θρησκευτική τους ελευθερία, πολλοί Εβραίοι ενστερνίστηκαν στοιχεία του Ελληνιστικού τρόπου ζωής, παρακινούμενοι από την ελκυστικότητα του, αποβλέποντας στην επίδειξη κοινωνικού στάτους. Είναι προφανές ότι η συμμόρφωση με τις επιταγές μιας ιμπεριαλιστικής κουλτούρας διευκόλυνε την είσοδο στην πολιτική σκηνή και εξασφάλιζε την υλική ευδαιμονία. Δημιουργήθηκαν, κατ' αυτό τον τρόπο, ελληνιστικές ελίτ Εβραίων. Το φαινόμενο αυτό προκάλεσε ενστάσεις των πιο συντηρητικών, που συχνά συγκρούστηκαν με τους εξελληνισμένους ομοεθνείς τους.

Ο Μέγας Αλέξανδρος δεν όρισε διάδοχο στο θρόνο του. Οι στρατηγοί του, μετά από πολέμους 40 ετών διαχώρισαν την αυτοκρατορία ως εξής.
Φωτογραφία του αρχαιολογικού χώρου κατά την διάρκεια των ανασκαφών

Στα 175 π.Χ, στον θρόνο της Αυτοκρατορίας των Σελευκιδών ανέβηκε ο Αντίοχος Δ' ο Επιφανής. Λίγο αργότερα, ο Ιάσων διεκδίκησε την θέση του Μεγίστου Αρχιερέα του Ισραήλ - μια θέση που προηγουμένως κατείχε ο αδερφός του Ονίας Γ'. Ο Ιάσων, όντας βαθύτατα εξελληνισμένος, υποσχέθηκε αύξηση των φόρων και ίδρυση των δομών μιας κλασσικής ελληνικής πόλης κράτους, συμπεριλαμβανομένου ενός Γυμνασίου και ενός εφηβείου. Πράγματι, το αίτημα του ικανοποιήθηκε, τέλεσε όμως τα καθήκοντά του μόλις για 42 μήνες, αφού έπειτα ανατράπηκε από τους Αμμωνίτες. Στο μεταξύ, ο Αντίοχος είχε ήδη πραγματοποιήσει τη δεύτερη εισβολή του στην Αίγυπτο (169 π.Χ.) όπου και κατατρόπωσε τις στρατιές του Πτολεμαίου. Εντούτοις, οι επιτυχίες του δεν ευοδώθηκαν. Η πρόθεσή του να ενσωματώσει το πτολεμαϊκό βασίλειο ανησύχησε το αναπτυσσόμενο ρωμαϊκό κράτος, που απαίτησε την διακοπή των επιχειρήσεων. Και ενώ ο Αντίοχος βρισκόταν στην Αίγυπτο, στην Ιουδαία διαδόθηκε ψευδής φήμη ότι σκοτώθηκε. Εκμεταλλευόμενος την κατάσταση, ο Ιάσων συγκέντρωσε 1000 οπαδούς του και αποπειράθηκε να καταλάβει την πόλη. Το εγχείρημά του δεν καρποφόρησε, όμως η είδηση έφτασε στον Αντίοχο ο οποίος, φοβούμενος μια νέα εξέγερση, βάδισε προς την Ιερουσαλήμ, την οποία και λεηλάτησε σφαγιάζοντας χιλιάδες. Αναιρώντας τα μέτρα του πατέρα του, στη συνέχεια επίταξε το θησαυροφυλάκιο του Ναού, και εξέδωσε νόμους σύμφωνα με τους οποίους οι παραδοσιακές εβραϊκές τελετές απαγορεύθηκαν, ενώ ξεκίνησαν εβραϊκοί διωγμοί. Όπως ήταν φυσικό, διακόπηκε η λειτουργία του Ναού, καταργήθηκε η αργία του Σαββάτου και απαγορεύθηκε η περιτομή.

Ανασκαφή σε χώρο στάθμευσης έφερε στο φως το χώρο του οχυρού

Οικοδόμηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Προκειμένου να εδραιώσει την κυριαρχία του στην πόλη, να παρακολουθήσει τα γεγονότα γύρω από το Όρος του Ναού και να προστατεύσει το ελληνίζον τμήμα της Ιερουσαλήμ, ο Αντίοχος εγκαθίδρυσε φρουρά:

33 καὶ ᾠκοδόμησαν τὴν πόλιν Δαυὶδ τείχει μεγάλῳ καὶ ἰσχυρῷ, πύργοις ὀχυροῖς, καὶ ἐγένετο αὐτοῖς εἰς ἄκραν.

34 καὶ ἔθηκαν ἐκεῖ ἔθνος ἁμαρτωλόν, ἄνδρας παρανόμους, καὶ ἐνίσχυσαν ἐν αὐτῇ.

35 καὶ παρέθεντο ὅπλα καὶ τροφὰς καὶ συναγαγόντες τὰ σκῦλα ῾Ιερουσαλὴμ ἀπέθεντο ἐκεῖ, καὶ ἐγένοντο εἰς μεγάλην παγίδα.

36 καὶ ἐγένετο εἰς ἔνεδρον τῷ ἁγιάσματι καὶ εἰς διάβολον πονηρὸν τῷ ᾿Ισραὴλ διαπαντός[6]

Παλαιά Διαθήκη, ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ Α΄, 1: 33-36

Το όνομα Άκρα αντλείται από την ελληνική λέξη "ακρόπολις" και δηλώνει την υπερυψωμένη οχυρή τοποθεσία σε μια πόλη. Στην Ιερουσαλήμ, η λέξη αποκτά και μια διαφορετική ερμηνεία: αποτελεί σύμβολο του αντι-ιουδαικού παγανισμού- είναι ένα οχυρό για τους "ασεβείς και δόλιους". Σε κάθε περίπτωση, η ιδανική του τοποθεσία επέτρεπε στην φρουρά του, που απαρτιζόταν τόσο από Έλληνες όσο και από Εβραίους, να επιβλέπουν καλά την πόλη.

Οι καταπιεστικοί νόμοι του Αντίοχου έρχονται, σε συνδυασμό με τα παραπάνω, να συναντήσουν σκληρή αντίσταση από τον αυτόχθονα πληθυσμό. Μάλιστα, όταν ο Αντίοχος ήταν απασχολημένος στην Ανατολή το 167, ένας ιερέας ονόματι Ματταθίας της Μοντιίν, ηγήθηκε ενός ακόμα επαναστατικού κινήματος κατά της Αυτοκρατορίας. Μιας κίνησης που τόσο οι αρχές των Σελευκιδών όσο και το εξελληνισμένο τμήμα της πόλης υποτίμησαν, με αποτέλεσμα, το 164, ο Ιούδας Μακκαβαίος να ελευθερώσει τα Ιεροσόλυμα και να αποκαταστήσει τον Ναό. Αξιοσημείωτο είναι ότι ενώ η πόλη γρήγορα παραδόθηκε, το φρούριο και οι υπερασπιστές του συνέχιζαν να αντιστέκονται στην στενή πολιορκία του Μακκαβαίου, καταφέρνοντας μάλιστα να ειδοποιήσουν τον Αυτοκράτορα (πλέον τον Αντίοχο Ε') ζητώντας την υποστήριξή του. Η άφιξη της αυτοκρατορικής στρατιάς στην Μπεθ-Ζουρ ανάγκασε τον Μακκαβαίο να εγκαταλείψει τα σχέδιά του και να αντιμετωπίσει ανοιχτά τον Αντίοχο. Στην Μάχη της Beth-Zechariah, που ακολούθησε, οι Σελευκίδες κέρδισαν για πρώτη φορά τους Μακκαβαίους, με τον Ιούδα να υποχρεώνεται να τραπεί σε φυγή. Έκτοτε η Άκρα εξακολούθησε να αποτελεί σημαντικό οχυρό των Σελευκιδών για δύο δεκαετίες, σε πείσμα των πολυάριθμων προσπαθειών της Ασμοναϊκής δυναστείας να εκτοπίσει τη ελληνική φρουρά.

Καταστροφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ιούδας δολοφονήθηκε το 160 π.Χ. και τον διαδέχτηκε ο αδερφός του Ιωνάθαν, ο οποίος και προσπάθησε να αποκόψει τον ανεφοδιασμό της Άκρας. Ο Ιωνάθαν είχε ήδη συγκεντρώσει άντρες για την ανέγερση τοίχους, υποχρεώθηκε ωστόσο να αντιμετωπίσει το στρατό των Σελευκιδών υπό την ηγεσία του Δίοδοτου Τρύφωνα στη Σκυθόπολη. Ο Τρύφον, αποφεύγοντας την κατά μέτωπο αναμέτρηση, αιχμαλώτισε και στη συνέχεια δολοφόνησε τον Ιονάθαν, που προηγουμένως είχε προσκαλέσει σε διαπραγμάτευση. Τα ινία έπειτα ανέλαβε ο Σίμον, επίσης αδερφός του Ιούδα, ο οποίος πολιόρκησε και τελικά κατέλαβε την Άκρα το 141 π.Χ.

Οι πληροφορίες για την τελική μοίρα της Άκρας αντλούνται από δύο πηγές που αντιφάσκουν. Σύμφωνα με τον Ιώσηπο, ο Σίμον κατεδάφισε το φρούριο αφού εξόρισε τους ενοίκους του, και έπειτα μετέτρεψε το λόφο σε λατομείο ούτως ώστε με τις εξορύξεις να απωλέσει το προνόμιο του ύψους, που τον καθιστούσε ιδανικό για οχυρή θέση. Αντίθετα, το βιβλίο των Μακκαβαίων προτείνει μια διαφορετική συνέχεια:

52 καὶ ἔστησε κατ᾿ ἐνιαυτὸν τοῦ ἄγειν τὴν ἡμέραν ταύτην μετ᾿ εὐφροσύνης. καὶ προσωχύρωσε τὸ ὄρος τοῦ ἱεροῦ τὸ παρὰ τὴν ἄκραν· καὶ ᾤκει ἐκεῖ αὐτὸς καὶ οἱ παρ᾿ αὐτοῦ.[7] Παλαιά Διαθήκη ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ Α' 13:52

Δηλαδή σύμφωνα με την εκδοχή αυτή, ο Σίμον δεν κατέστρεψε την Άκρα, αλλά απεναντίας αξιοποίησε ο ίδιος το φρούριο, ενώ δεν αποκλείεται να εγκαταστάθηκε και σε αυτό. Πάντως, στο βιβλίο των Μακκαβαίων δεν μνημονεύεται η τελική έκβαση. Προφανώς το κάστρο ήταν ιδανικό για την παρακολούθηση και τον έλεγχο της Ιερουσαλήμ και των κατοίκων της, ελάχιστα όμως συνέβαλε στην προστασία της πόλης από εξωτερικούς εισβολείς (προϋποθέτοντας, βέβαια, ότι η θέση του ήταν πράγματι αυτή στην οποία οι αρχαιολόγοι έχουν σήμερα καταλήξει, στην Πόλη Του Δαβίδ). Ενδεχομένως σταδιακά παράκμασε και σταμάτησε να χρησιμοποιείται στα τέλη του 2ου αιώνα π.Χ. μετά την ανέγερση του Hasmonean Baris και του αντίστοιχου ανακτόρου, στην πάνω πόλη.

O Bezalel Bar-Kochva προτείνει μια διαφορετική θεωρία: Σύμφωνα με αυτή, το κάστρο χρησιμοποιούνταν ακόμα το 139 π.Χ., όταν ο Αντίοχος Ζ' ο Σιδήτης το διεκδίκησε από τον Σίμωνα, μαζί με τις Γιάφα και Γεζέρ, δυο εξελληνισμένες πόλεις που είχαν κατακτηθεί από τον τελευταίο. Ο Σίμον ήταν πρόθυμος να διαπραγματευτεί την τύχη των δύο πόλεων, αρνήθηκε όμως να παραδώσει και την Άκρα. Με αυτό τον τρόπο σφραγίστηκε και η μοίρα του κάστρου φράζοντας τους δρόμους των Σελευκιδών προς την Ιερουσαλήμ. Εντούτοις, όταν ο Αντίοχος κατέλαβε τελικά την πόλη στα χρόνια της βασιλείας του Ίρκανου όλα τα αιτήματά του ικανοποιήθηκαν, όχι όμως και η εγκατάσταση ελληνικής φρουράς, απλούστατα λόγω της απουσίας καταλύματος αφού η Άκρα είχε προηγουμένως γκρεμισθεί, γύρω στα 130 π.Χ..

Πρώτος Ιουδαϊκός Πόλεμος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ιώσηπος περιγράφει την Άκρα, αναφέροντάς την ως "Κάτω Πόλη", κατά το ξέσπασμα του Πρώτου Ιουδαικού Πολέμου. Γνωστοποιεί, έτσι, την εσωτερική διαμάχη μεταξύ δύο ιουδαϊκών παρατάξεων. Η μια εξ αυτών είχε ως ηγέτη της τον Ιωάννη της Gischala, ο οποίος και έλεγχε το Όρος του Ναού και τμήμα της Κάτω Πόλης, που περιλάμβανε το Ophel και την κοιλάδα Kindron. Η αντίπαλη παράταξη είχε ως επικεφαλής της των Σίμωνα μπαρ Γκιορα ο οποίος έλεγχε την "Πάνω Πόλη" όπου και είχε εγκατασταθεί, στον πύργο του Ιππικού. Στην συνέχεια βέβαια τον εγκατέλειψε, μαζί με τμήμα της Κάτω Πόλης, μέχρι το μεγάλο τείχος της κοιλάδας Kindron και την Κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Τελικά, όταν ο ρωμαϊκός στρατός κατέλαβε την Κάτω Πόλη, έβαλαν φωτιά στα οικήματα της Άκρας.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 Williamson (1980), pp. 286-287
  2. Tsafrir, Y. (1980). «The Site of the Seleucid Akra in Jerusalem» (στα he). Cathedra: For the History of Eretz Israel and Its Yishuv (Yad Izhak Ben Zvi) 14: 18. «"In the description of the war of destruction, Josephus the son of Matityahu adds details about the Acra [fortress], as it was known in Jerusalem during those days. These excerpts, which we shall discuss more about later, identify the Acra at the end of the [Second] Temple period with the Lower City, that is to say, the southeastern hill of Jerusalem."». 
  3. Bar-Kochva, Bezalel (1989). Judas Maccabaeus: The Jewish Struggle Against the Seleucids (στα Αγγλικά). Cambridge: Cambridge University Press. σελ. 450. ISBN 0-521-32352-5. , p. 450
  4. Schürer, E. (1891). A History of the Jewish People in the Time of Jesus Christ (στα Αγγλικά). 2. Μτφρ. John MacPherson (2 έκδοση). New York: Charles Scribner's Sons. OCLC 931243726. , p. 238
  5. Birch, W.F. (1886). «Acra, South of the Temple» (στα αγγλικά). Palestine Exploration Fund, Quarterly Statement (Palestine Exploration Fund): 26–31. , or for his citation in Wikisource, see s:Palestine Exploration Fund - Quarterly Statement for 1894/Ancient Jerusalem—Zion, and Acra, South of the Temple. Quote: "On passing from the Bible to 1 Maccabees, the second point, that Zion (already proved to be the City of David) was coincident with Akra, is clear beyond doubt, because 1 Macc., i, 33, states, 'They builded the City of David and it became an Acra for them.' The identity seems to me complete. Ignoring this passage does not diminish its force. I dealt with this point in 1893, 326.
    The Macedonian Akra in the Antiq. of Josephus is obviously identical with that of 1 Macc., and is, I maintain, coincident with Zion. The Akra of his Wars, however, is first the hill on which the lower city stood (V, iv, 1); next it is the lower city itself (V, vi. 1), while in Ant. XII, V, 4, Akra is placed in the lower city" (END QUOTE).
  6. «ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ - ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ Α / 1». www.myriobiblos.gr. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Ιουνίου 2021. Ανακτήθηκε στις 22 Ιουνίου 2021. 
  7. «ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ - ΜΑΚΚΑΒΑΙΩΝ Α / 13». www.myriobiblos.gr. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Ιουνίου 2021. Ανακτήθηκε στις 23 Ιουνίου 2021.