Αιλία Ευδοκία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Για την άλλη αγία με το ίδιο όνομα, δείτε: Αγία Ευδοκία. Για την ταινία, δείτε: Ευδοκία (ταινία).
Αιλία Ευδοκία
Έγχρωμη πέτρα σε μάρμαρο που απεικονίζει την Αιλία ως Αγία Ευδοκία, 10ος -11ος αιώνας, πριν στη Μονή του Λιβός, σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Κωνσταντινούπολης.
Περίοδος421 - 443
Γέννηση401
Αθήνα, Βυζαντινή αυτοκρατορία
Θάνατος20 Οκτωβρίου 460
Ιερουσαλήμ, Βυζαντινή αυτοκρατορία
ΣύζυγοςΘεοδόσιος Β´
ΕπίγονοιΛικινία Ευδοξία
ΠατέραςΛεόντιος
Commons page Σχετικά πολυμέσα
δεδομένα (π  σ  ε )
Κωνσταντινουπολίτικο νόμισμα με εικόνα της Αιλίας Ευδοκίας.

Η Αιλία Ευδοκία (401 - 20 Οκτωβρίου 460), ή και Αγία Ευδοκία, ήταν σύζυγος του αυτοκράτορα Θεοδόσιου Β´ και μία εξέχουσα ιστορική προσωπικότητα με σημαντική συμβολή στην καθιέρωση του Χριστιανισμού κατά την έναρξη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Αρχικώς ονομαζόταν Αθηναΐς. Καταγόταν από την Αθήνα και ήταν κόρη του Λεοντίου, καθηγητή της ρητορικής στη Φιλοσοφική Σχολή των Αθηνών. Η Αθηναΐς, όπως και ο πατέρας της, ήταν εθνική (ειδωλολάτρις) στο θρήσκευμα και έλαβε αξιόλογη μόρφωση, αφού είχε διδαχθεί τον Όμηρο, τους τραγικούς, τον Λυσία και το Δημοσθένη, νεοπλατωνική φιλοσοφία, αστρονομία και γεωμετρία.

Μετά τον θάνατο του πατέρα της, φαίνεται ότι αδικήθηκε από τα αδέλφια της στη διανομή της πατρικής περιουσίας και κατέφυγε στην Κωνσταντινούπολη το έτος 420 ή 421 για να διεκδικήσει το δίκαιό της. Φαίνεται ότι για τον λόγο αυτό ζήτησε τη συνδρομή της αυγούστας Πουλχερίας, η οποία επιτρόπευε τότε τον αδελφό της Θεοδόσιο τον Β´ και αναζητούσε την εποχή εκείνη την κατάλληλη σύζυγο για τον μέλλοντα αυτοκράτορα. Η Πουλχερία, εκτιμώντας τα πολλά προσόντα της Αθηναΐδος, την θεώρησε ιδανική σύζυγο για τον αδελφό της. Αργότερα όμως οι δύο γυναίκες, αμφότερες ισχυροί χαρακτήρες, ήλθαν σε αντιπαράθεση.

Αφού η Αθηναΐς κατηχήθηκε και βαπτίσθηκε χριστιανή, μετονομασθείσα εις Ευδοκία, παντρεύτηκε τον Θεοδόσιο το 421 στην Κωνσταντινούπολη. Το 422, όταν γέννησε την πρώτη της θυγατέρα, την Ευδοξία, ονομάστηκε Αυγούστα. Τόσον η θέση της όσον και η μόρφωση και η ευφυΐα της της εξασφάλιζαν τη δυνατότητα για την προώθηση της ελληνικής γλώσσας στην παιδεία, στη διοίκηση και στη δικαιοσύνη. Στην νέα αυτοκράτειρα φαίνεται να οφείλεται η ίδρυση του Πανδιδακτηρίου το 425. Η ανώτερη σχολή της Κωνσταντινούπολης αναδιοργανώθηκε, προωθήθηκαν η ελληνική γλώσσα και ρητορική και μειώθηκαν αντίστοιχα οι ώρες της λατινικής γλώσσας και ρητορικής. Δημιουργήθηκαν συγκεκριμένα δεκαπέντε έδρες για την ελληνική φιλολογία, δεκατρείς για τη λατινική και μία έδρα φιλοσοφίας. Κατά την ίδια περίοδο η Ευδοκία φαίνεται να ασκεί την επιρροή της ώστε, διά διατάγματος πλέον, οι διαθήκες να συντάσσονται στην ελληνική γλώσσα, ενώ ήδη έχουμε τις πρώτες γνωστές δικαστικές αποφάσεις στην ελληνική. Ταυτοχρόνως, η ελληνική χρησιμοποιείται προοδευτικά και σε ορισμένους τομείς της διοικήσεως.

Η Ευδοκία έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον και αφοσίωση στην χριστιανική πίστη, μετά δε τον γάμο της κόρης της Ευδοξίας με τον αυτοκράτορα της Δύσης Ουαλεντινιανό Γ´ το έτος 437, μετέβη χάριν προσκυνήσεως στα Ιεροσόλυμα, όπου και παρέμεινε επί δύο χρόνια. Κατά το ταξίδι της στάθμευσε στην Αντιόχεια, όπου και καυχήθηκε για την ελληνικότητά της. Κατόρθωσε δε να πείσει τον αυτοκράτορα να ανεγείρει διάφορα χρήσιμα για την πόλη έργα.

Η Ευδοκία επανήλθε στην Κωνσταντινούπολη περί το τέλος του 439 και βοήθησε τον έπαρχο Κύρο να προαχθεί σε ύπαρχο. Ο πανίσχυρος όμως ευνούχος Χρυσάφιος κατηύθυνε τον Θεοδόσιο Β´ με πανουργία και δημιουργούσε προβλήματα στις σχέσεις του με την Ευδοκία, η οποία συκοφαντήθηκε ότι διατηρούσε αθέμιτες σχέσεις με τον ανώτατο αξιωματούχο του παλατιού Παυλίνο. Μάλιστα ο Παυλίνος καταδικάσθηκε για τον λόγο αυτό σε θάνατο.

Η Ευδοκία διεπίστωσε ότι η παραμονή της στην Κωνσταντινούπολη θα συνεπάγετο συνεχείς τριβές με τον αυτοκράτορα αλλά και με την αυγούστα Πουλχερία, αγανακτισμένη δε κατέφυγε και πάλι στους Αγίους Τόπους το 443, όπου και παρέμεινε μέχρι τον θάνατό της το 460. Δεν επέστρεψε δε στην Βασιλεύουσα ούτε μετά τον θάνατο του Θεοδοσίου το 450. Κατά τη διάρκεια της δεκαεπταετούς παραμονής της στους Αγίους Τόπους επεδόθη στην ανέγερση ναών, μονών και κοινωφελών ιδρυμάτων στα Ιεροσόλυμα, ενώ παράλληλα αφιερώθηκε στη μελέτη και τη συγγραφή. Φαίνεται δε ότι κατά το διάστημα αυτό παρασύρθηκε από μονοφυσιτικούς κύκλους, αλλά με τη βοήθεια των μοναχών Συμεών του Στυλίτου και Ευθυμίου του Μεγάλου επέστρεψε στην Ορθοδοξία.

Η Ευδοκία έγραψε αρκετά έργα, τα πλείστα των οποίων απωλέσθησαν. Μεταξύ των σωζόμενων περιλαμβάνονται στίχοι για τη νίκη του Θεοδοσίου Β´ εναντίον των Περσών, παράφραση της Οκτατεύχου και των προφητών Ζαχαρία και Δανιήλ, ευαγγελική ιστορία σε ομηρικούς στίχους και τρία βιβλία περί του μάγου Κυπριανού του Αντιοχέως.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά την Ευδοκία ως αγία και εορτάζει τη μνήμη της στις 13 Αυγούστου[1], αν και αναφέρεται σε λεπτομερή Συναξάρια[2] και όχι στο συναξάριο των μηναίων[3]

Οικογένεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παντρεύτηκε τον Θεοδόσιο Β΄ Αυτοκράτορα του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους και είχε τέκνο:

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Καρόλου Ντηλ, Βυζαντινές μορφές, εκδ. Δελφοί, Αθήνα ά.χ.
  • Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος – Λαρούς – Μπριτάννικα, τ. 25, εκδ. Πάπυρος, Αθήνα 1996
  • Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία, τ. 5, εκδ. Αθ. Μαρτίνος, Αθήναι 1964