Μετάβαση στο περιεχόμενο

Τέμενος Μουλά Φεναρί Ίσα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Τέμενος Μουλά Φεναρί Ίσα
Fenâri Îsâ Câmîi
Νότια πλευρά του Τεμένους, (νότιος ναός) παλαιότερα ήταν η Εκκλησία του Άγιου Ιωάννη του Βαπτιστή
Βασικές πληροφορίες
ΤοποθεσίαΚωνσταντινούπολη, Τουρκία
Γεωγραφικές συντεταγμένες41°0′55.37″N 28°56′38.40″E / 41.0153806°N 28.9440000°E / 41.0153806; 28.9440000Συντεταγμένες: 41°0′55.37″N 28°56′38.40″E / 41.0153806°N 28.9440000°E / 41.0153806; 28.9440000
ΥπαγωγήΣουνιτικό Ισλάμ
ΧώραΤουρκία
Έτος αφιέρωσης1497
Αρχιτεκτονική περιγραφή
Αρχιτεκτονικός τύποςΗ βόρεια εκκλησία είναι βυζαντινού ρυθμού σταυροειδή με τρούλο και η νότια εκκλησία έχει τετραγωνική δομή
Αρχιτεκτονικός ρυθμόςΒυζαντινή
Έναρξη ανέγερσης908
Αποπεράτωση1304
Λεπτομέρειες
Μιναρές/Μιναρέδες1
Υλικάτούβλο, πέτρα

Το Τέμενος Μουλά Φεναρί Ίσα (Τουρκικά: Molla Fenâri Îsâ Câmîi, Μονή του Λιβός κατά τη βυζαντινή εποχή) είναι μνημείο που βρίσκεται στην περιοχή Φατίχ της Κωνσταντινούπολης στην οδό Αντνάν Μεντερές. Σήμερα λειτουργεί ως ισλαμικό τέμενος. Αποτελείται από δύο πρώην Βυζαντινές ορθόδοξες εκκλησίες, εκ των οποίων η μια είχε χτιστεί το 908 (σε ερείπια ναού του 6ου αιώνα) ως μέρος της Μονής του Λιβός (η «Βόρεια εκκλησία») και η άλλη μεταξύ 1286 και 1304, η «εκκλησία του Αγίου Ιωάννου Προδρόμου του Λίβος» (η «Νότια εκκλησία»). Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης (κοντά στο 1500), η νότια εκκλησία μετασχηματίστηκε σε μικρό ισλαμικό τέμενος (Μεσκίτ). Το κτίριο κάηκε το 1633 και ανακαινίστηκε το 1636 αναβαθμιζόμενο από Μεσκίτ σε Τέμενος, ενώ η νότια εκκλησία μετατράπηκε σε κατάλυμα δερβίσηδων (Τεκκέ). Μετά από άλλη φωτιά το 1782, το συγκρότημα ανακαινίστηκε πάλι το 1847/48.

Βυζαντινή περίοδος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 908 ο Βυζαντινός πατρίκιος Κωνσταντίνος ο Λιψ[α] εγκαινίασε ένα μοναστήρι καλογριών όπου παρών ήταν ο αυτοκράτορας Λέων ΣΤ' ο Σοφός (886 – 912)[2]. Το μοναστήρι ήταν αφιερωμένο στην Παρθένα Πανάχραντο[3] σε μια τοποθεσία η οποία ονομαζόταν «Μερδοσαγγάρης[β][4]», στην κοιλάδα του ποταμού «Λύκου» (Lycus) της Κωνσταντινούπολης[2]. Το μοναστήρι ήταν γνωστό με το όνομα του ιδρυτή ως Μονή του Λιβός, και έγινε μια από τις μεγαλύτερες μονές στην Κωνσταντινούπολη. Υπάρχει μια θεωρία η οποία υποστηρίζει ότι το μοναστήρι που εγκαινίασε ο Κωνσταντίνος ο Λιψ ήταν μια ανακαίνιση μιας προυπάρχουσας κτηριακής δομής. Η εκκλησία η οποία σώζεται σήμερα έχει τη δομή που εγκαινίασε ο Κωνσταντίνος ο Λιψ[3].

Μέρη της «Βόρειας εκκλησίας» σήμερα εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Κωνσταντινούπολης.

Η εκκλησία χτίστηκε στα ερείπια ενός άλλου ιερού 6ου αιώνα[5], και χρησιμοποιήθηκαν ταφόπλακες από αρχαίο Ρωμαϊκό νεκροταφείο[2]. Αντίγραφα της εικόνας της Αγίας Ειρήνης ήταν αποθηκευμένα εδώ και η εκκλησία είναι γνωστή ως η «Βόρεια εκκλησία».

Η Αγία Ευδοκία, 10/11 αιώνα - παλαιότερα βρισκόταν στην εκκλησία, σήμερα βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Κωνσταντινούπολης.

Μετά την Δ' Σταυροφορία και την επανίδρυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, μεταξύ 1286 και 1304, η αυτοκράτειρα Θεοδώρα Δούκαινα Βατάτζαινα, χήρα του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου (1259–1282), οικοδόμησε άλλη μία εκκλησία η οποία ήταν αφιερωμένη στον Ιωάννη το Βαπτιστή (η εκκλησία του Αγίου Ιωάννου Προδρόμου του Λίβος)[γ], νότια από την πρώτη εκκλησία. Πολλοί υποστηριχτές της δυναστείας των Παλαιολόγων έχουν ταφεί εδώ, ανάμεσα σε αυτή η αυτοκράτειρα Θεοδώρα, ο υιός της Κωνσταντίνος, η αυτοκράτειρα Ειρήνη του Μονφεράτου και ο σύζυγός της ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος ο Β' (την περίοδο 1282 - 1328)[5]. Η εκκλησία αυτή είναι γνωστή ως η «Νότια εκκλησία». Η αυτοκράτορας ανακαίνισε επίσης και τη γυναικεία μονή, η οποία την εποχή εκείνη μάλλον ήταν εγκαταλειμμένη[7]. Σύμφωνα με το Τυπικό της Εκκλησίας, η μονή εκείνη την εποχή μπορούσε να φιλοξενήσει συνολικά 50 γυναίκες[7][8] και είχε επίσης ξενώνα[δ] φιλοξενίας με 15 κρεβάτια για λαϊκούς[2].

Κατά τον 14ο αιώνα ένας εσωτερικός νάρθηκας και ένα παρεκκλήσι[ε] προστέθηκαν στην εκκλησία. Το έθιμο να θάβονται μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας σε αυτό το συγκρότημα συνεχίστηκε μέχρι τον 15ο αιώνα με την ταφή της Άννας από τη Ρωσία, πρώτης γυναίκας του Αυτοκράτορα Ιωάννη Η' Παλαιολόγου (αυτοκράτορας ήταν την περίοδο 1425–1448) το 1417[10]. Η Άννα από τη Ρωσία πέθανε από λοιμώδη ασθένεια το 1406[11]. Η εκκλησία πιθανόν να χρησιμοποιήθηκε ως νεκροταφείο και μετά το 1453[10].

Οθωμανική περίοδος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Σχέδιο του Τεμένους το 1877 από ανατολικά - δεξιά βρίσκεται η βόρεια εκκλησία, και αριστερά η νότια εκκλησία.

Το 1497–1498, αμέσως μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης και κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Σουλτάνου Βαγιαζίτ Β΄ (1481–1512), η νότια εκκλησία μετασχηματίστηκε σε Μεσκίτ (ένα μικρό ισλαμικό τέμενος) από τον Οθωμανό αξιωματούχο Φεναριζάντε Αλαεντίν μπεν Γιουσούφ Εφενδί (Fenarizade Alâeddin Ali ben Yusuf Effendi), Καζασκέρη (ο Καζασκέρης ήταν υψηλός στρατιωτικός και θρησκευτικός τίτλος στην οθωμανική αυτοκρατορία) από την Οθωμανική Ρούμελη, και ανιψιό του Μουλά Σεμσεντίν Φεναρί (Τουρκικά: Molla Şemsüddin-i Fenârî)[2], του οποίου η οικογένεια ανήκε στη θρησκευτική κάστα των ουλεμάδων. Έκτισε ένα μιναρέ στη νοτιοανατολική γωνία του συγκροτήματος, ένα Μιχράμπ και μια αψίδα[10]. Ένας από τους ηγέτες ιεροκήρυκες στον μεντρεσέ ονομαζόταν Îsâ (σημαίνει «Ιησούς» στα Αραβικά και στην Τούρκικη γλώσσα), το όνομα αυτό προστέθηκε και όνομα του Τεμένους. Το κτήριο κάηκε το 1633 και ανακαινίστηκε το 1636 από τον Μεγάλο Βεζίρη Μπαϊράμ Πασά, ο οποίος αναβάθμισε τον κτήριο από «Μεσκίτ» σε Τέμενος, ενώ η νότια εκκλησία μετατράπηκε σε Τεκέ (κατάλυμα δερβίσηδων). Σε αυτή την περίπτωση οι κολώνες της βόρειας εκκλησίας αντικαταστάθηκαν με μεγάλα τόξα-αψίδες (piers) και οι δύο τρούλοι ανακαινίστηκαν και η διακόσμηση με μωσαϊκά αφαιρέθηκε[10]. Μετά από άλλη μια φωτιά το 1782[12], το συγκρότημα ανακαινίστηκε πάλι το 1847/48. Σε αυτή την περίπτωση οι κολώνες της νότιας εκκλησίας αντικαταστάθηκαν με τόξα-αψίδες (piers) και τα κάγκελα σκάλας και τα παραπέτα του νάρθηκα επίσης αφαιρέθηκαν[12]. Το κτήριο κάηκε άλλη μια φορά το 1918[13] και εγκαταλείφθηκε. Κατά τις ανασκαφές που έγιναν το 1929, βρέθηκαν εικοσιδύο σαρκοφάγοι[13].

Εικόνες από το σύγχρονο Τέμενος
Ανατολική εξωτερική πλευρά.
Ανατολική εξωτερική πλευρά.  
Το Μινμπάρ (νότια εκκλησία).
Το Μινμπάρ (νότια εκκλησία).  
Το Μιχράμπ (νότια εκκλησία).
Το Μιχράμπ (νότια εκκλησία).  
Τρούλος βόρεια εκκλησίας (Μονή του Λιβός).
Τρούλος βόρεια εκκλησίας (Μονή του Λιβός).  
Τρούλος νότιας εκκλησίας (Άγιου Ιωάννη του Βαπτιστή).
Τρούλος νότιας εκκλησίας (Άγιου Ιωάννη του Βαπτιστή).  

Το συγκρότημα ανακαινίστηκε εκτενώς τη δεκαετία του 1970 και 1980 από τη Βυζαντινή Κοινότητα της Αμερικής και από τότε είναι ισλαμικός χώρος λατρείας (είναι ισλαμικό Τέμενος)[12].

Αρχιτεκτονική και διακόσμηση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Εσωτερικό βόρειου ναού σήμερα. Στο σημείο αυτό βρισκόταν το ιερό του Βυζαντινού ναού.

Η Βόρεια Εκκλησία έχει ένα μη συνηθισμένο «εγγεγραμμένο σταυροειδή με τρούλο» ρυθμό στην αρχιτεκτονική, και ήταν από τα πρώτα ιερά στην Κωνσταντινούπολη που υιοθέτησαν αυτή τη δομή. Πιθανόν αυτό το είδος αρχιτεκτονικής να είχε η Νέα Ἐκκλησία η οποία ανοικοδομήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 876-80 μετά την ανέγερση της Αγίας Σοφίας. Σήμερα δεν έχει απομείνει τίποτα από τη Νέα Ἐκκλησία[14].

Οι διαστάσεις της βόρειας εκκλησίας είναι μικρές: ο κύριος ναός έχει 13 μέτρα πλάτος και 9,5 μέτρα μήκος και το μέγεθος αντικατόπτριζε το πληθυσμό της περιοχής την εποχή εκείνη. Τα δομικά υλικά της βόρειας εκκλησίας κατά την ανοικοδόμηση ήταν μια εναλλαγή από τούβλα και ογκόλιθους. Αυτή η τεχνική είναι κλασικό παράδειγμα Βυζαντινής αρχιτεκτονικής του 10ου αιώνα[15], όπου τα τούβλα τοποθετούνται σε ένα παχύ στρώμα κονιάματος.

Το κτήριο έχει τρεις υψηλές αψίδες: η κεντρική είναι πολυγωνική η οποία πλαισιώνεται από άλλες δύο, οι οποίες εξυπηρετούν ως παστοφόρια, χώρος συνήθως κοντά στην αψίδα, το οποίο εξυπηρετούσε ως διακονικό ή πρόθεση).

Τα απομεινάρια της αρχικής διακόσμησης στην εκκλησία βρίσκονται στη βάση για από τις τέσσερις κολώνες του κεντρικού χώρου. Αρκετά από τα αρχικά διακοσμητικά στοιχεία, υπάρχουν ακόμη στους πυλώνες και στο σκελετό του τρούλου. Η διακόσμηση συμπεριλάμβανε κομμάτια μαρμάρου, διακοσμημένα πλακάκια αλλά και μωσαϊκά. Ελάχιστα στοιχεία της διακόσμησης είναι σήμερα ορατά[15].

Ως σύνολο, η βόρεια εκκλησία διατηρεί πολλές αναλογίες με το Τέμενος Μπόντρουμ (εκκλησία του Μυρελαίου)[16].

Η Νότια Εκκλησία είναι ένα τετράγωνο δωμάτιο κάτω από τον τρούλο, και περιτριγυρίζεται από δύο ντεαμπουλατόρια (deambulatorium, διάδρομοι που περιβάλλουν το κεντρικό τμήμα της εκκλησίας), ένα εσωνάρθηκα και ένα παρεκκλήσι το οποίο προστέθηκε αργότερα. Το βόρειο νταμπουλαότριο είναι ένα διάδρομος που κυκλώνει το κεντρικό μέρος της εκκλησίας. Αυτή η δομή των χώρων γύρω από το κεντρικό ναό της εκκλησίας είναι χαρακτηριστική αρχιτεκτονικής στο τέλος των Παλαιολόγων. Ο λόγος ύπαρξης αυτής της δομής ήταν ότι χρειαζόταν περισσότερος χώρος για τους τάφους, και για τα μνημεία που ανήγειραν οι ευεργέτες της εκκλησίας κλπ[17]. Ο κεντρικός χώρος χωριζόταν από τους διαδρόμους με τριπλή αψίδωση. Κατά τη διάρκεια της λειτουργίας οι πιστοί περιοριζόντουσαν στα ντεαμπουλατόρια τα οποία ήταν περιορισμένου ύψους και σκοτεινά, και με δυσκολία μπορούσαν να δουν τι γινόταν στο κεντρικό τμήμα της εκκλησίας.

Τα υλικά κατασκευής ήταν τούβλα και πέτρες, χαρακτηριστικά υλικά στις ύστερη Βυζαντινή αρχιτεκτονική στην Κωνσταντινούπολη. Ως σύνολο, αυτό το συγκρότημα αποτελεί ένα εξαίρετο παράδειγμα κύριας και ύστερες Βυζαντινής αρχιτεκτονικής στην Κωνσταντινούπολη.

Υποσημειώσεις και παραπομπές

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  1. Το όνομα έχει βρεθεί σε επιγραφή σε γείσο της αψίδας του μνημείου[1].
  2. Αυτό το τοπωνύμιο έχει την Περσική ετυμολογία («Μερντ-ιλ-σάχρα») και αποτελείται από τις δύο Περσικές λέξεις «Μέρντο» (που σημαίνει «άνδρας») και «Σάχρα» (που σημαίνει «μοναξιά»): δηλαδή μεταφράζεται ως «Ο άνθρωπος της μοναξιάς»
  3. Αυτή η εκκλησία ήταν μία από τις τριάντα πέντε εκκλησίες που υπήρχαν στην Κωνσταντινούπολη και ήταν αφιερωμένες στον Άγιο Ιωάννη το Βαπτιστή[6]
  4. Είχε μια μορφή φιλανθρωπικού ινστιτούτου, κάτι μεταξύ νοσοκομείου και μονής[9].
  5. Ένα παρακκλήσιον είναι ένα μικρός ναός που εφάπτεται σε μια πλευρά της Εκκλησίας ή στον νάρθηκα
  1. Krautheimer (1986), σελ. 409
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 Müller-Wiener (1977), σελ. 126
  3. 3,0 3,1 Stankovic Nebojsa (22 Μαρτίου 2008). «Theotokos Panachrantos or Lips monastery (Fenari Isa Camii)». Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού - Κωνσταντινούπολη. Ανακτήθηκε στις 4 Ιανουαρίου 2012. 
  4. Janin (1964), σελ. 361.
  5. 5,0 5,1 Gülersoy (1976), σελ. 258.
  6. Krautheimer (1986), σελ. 436
  7. 7,0 7,1 Talbot (2001), σελ. 337
  8. Krautheimer (1986), σελ. 409.
  9. Talbot (2001), σελ. 337
  10. 10,0 10,1 10,2 10,3 Müller-Wiener (1977), σελ. 127.
  11. Αλέξανδρος Πασπάτης (1877). Βυζαντιναί μελέται Τοπογραφικαί και ιστορικαί. Κωνσταντινούπολη: Τυπογραφείο Αντωνίου Κορομηλά, Βιβλιοπωλείο των Αδελφών Δεσπάστα. σελίδες 322-6. 
  12. 12,0 12,1 12,2 Müller-Wiener (1977), σελ. 128
  13. 13,0 13,1 Eyice (1955), σελ. 80.
  14. Krautheimer (1986), σελ. 388.
  15. 15,0 15,1 Krautheimer (1986), σελ. 405.
  16. Krautheimer (1986), σελ. 404.
  17. Krautheimer (1986), σελ. 457.
  • Van Millingen, Alexander (1912). Byzantine Churches of Constantinople (στα Αγγλικά). London: MacMillan & Co. 
  • Janin, Raymond (1964). Constantinople Byzantine (στα Γαλλικά) (2 έκδοση). Παρίσι: Institut Français d'Etudes Byzantines. 
  • Eyice, Semavi (1955). Istanbul. Petite Guide a travers les Monuments Byzantins et Turcs (στα Γαλλικά). Istanbul: Istanbul Matbaası. 
  • Gülersoy, Çelik (1976). A guide to Istanbul (στα Αγγλικά). Istanbul: Istanbul Kitaplığı. OCLC 3849706. 
  • Mathews, Thomas F. (1976). The Byzantine Churches of Istanbul: A Photographic Survey (στα Αγγλικά). University Park: Pennsylvania State University Press. ISBN 0-271-01210-2. 
  • Müller-Wiener, Wolfgang (1977). Bildlexikon zur Topographie Istanbuls: Byzantion, Konstantinupolis, Istanbul bis zum Beginn d. 17 Jh (στα Γερμανικά). Tübingen: Wasmuth. ISBN 9783803010223. 
  • Krautheimer, Richard (1986). Architettura paleocristiana e bizantina (στα Ιταλικά). Turin: Einaudi. ISBN 88-06-59261-0.  (Σημείωση. Παρόλο που οι αριθμοί σελίδων και οι παραπομπές αναφέρονται στην Ιταλική έκδοση, μια Αγγλική έκδοση (όχι τόσο ενημερωμένη όπως η Ιταλική) υπάρχει διαθέσιμη: Krautheimer, Richard (1984). Early Christian and Byzantine Architecture (στα Αγγλικά) (4η έκδοση). Yale University Press. ISBN 978-0300052947. )
  • Freely, John (2000). Blue Guide Istanbul (στα Αγγλικά). W. W. Norton & Company. ISBN 0393320146. 
  • Talbot, Alice-Mary (2001). «Building Activity under Andronikos II». Στο: Necipoğlu, Nevra. Byzantine Constantinople: Monuments, Topography and everyday Life (στα Αγγλικά). Leiden, Boston, Köln: Brill. ISBN 9004116257.